(Εισήγηση στις 17ες Διεθνολογικές Συναντήσεις Ναυπλίου, 23-25/9/2022)
Κύριε Πρόεδρε,
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Κυρίες και κύριοι,
Η αρχική μου πρόθεση ήταν να θέσω ως τίτλο σε αυτήν την εισήγηση κάτι πιο υπαινικτικό: «το κλαδί». Εξηγούμαι: παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παρατήρησα ότι πολύ συχνά χρησιμοποιείται από τους φανερούς και κρυφούς υποστηρικτές της Ρωσίας, μεταξύ των άλλων επιχειρημάτων η φράση «με τη θέση που έλαβε η ΕΕ απέναντι στη Ρωσία πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται». Εναλλακτικά, γίνεται λόγος για «αυτοκτονία της ΕΕ». Η επιχειρηματολογία αυτή εντάθηκε τελευταία έχοντας ως επίκεντρο την ενεργειακή κρίση και «τα παθήματα που μας έρχονται το χειμώνα λόγω διακοπής της παροχής ρωσικού αερίου». Σε αγαστή, ηθελημένη ή μη, συνεργασία με τη ρωσική προπαγάνδα, το αφήγημα πλέον είναι ότι «θα παγώσουμε χωρίς ρωσικό αέριο, επιμένοντας σε κυρώσεις που έτσι κι αλλιώς δε δουλεύουν». Άλλωστε, η σωστή προπαγάνδα έχει και απειλή αλλά και δήθεν έγνοια για τον αδύναμο. Η θέση αυτή, που αποσκοπεί να στρέψει την κοινή γνώμη κατά των επιλογών των κυβερνήσεων των Κρατών-μελών και της ΕΕ έτσι ώστε να πιεστούν και να άρουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, βασίζεται στην παραδοχή ότι λόγος ύπαρξης, θεμέλιο και σκοπός της ΕΕ είναι να διασφαλίζει την διαρκή οικονομική ανάπτυξη και μέσω αυτής την ευημερία των πολιτών της. Αυτό είναι λοιπόν το κλαδί στο οποίο κάθεται η Ένωση. Έτσι πιστεύουν. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι (βλέπε, κατά προέκταση, οι Δημοκρατίες σε σύγκριση με τα απολυταρχικά καθεστώτα) είμαστε πιο μαλθακοί και δεν αντέχουμε σε καμία έκπτωση της ποιότητας της ζωής μας.
Από τη
ν άλλη πλευρά παρατηρεί κανείς ότι οι πρόσφατες μετρήσεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών είναι υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης της Ουκρανίας, ακόμη και αν αυτό σημαίνει υψηλές τιμές ενέργειας, ακρίβεια και πληθωρισμό. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι σύμφωνα με το πολιτικό βαρόμετρο του ZDF το 70% των Γερμανών (αυτών δηλαδή που φαίνεται να θίγονται περισσότερο λόγω της μεγάλης ενεργειακής εξάρτησης της χώρας τους) τάσσεται υπέρ της συνέχισης της στήριξης της Ουκρανίας. Εξάλλου, τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσίασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις αρχές Σεπτεμβρίου δείχνουν ότι η υποστήριξη της Ουκρανίας παραμένει αρκετά ισχυρή, με τους περισσότερους να λένε ότι η χώρα τους κάνει το σωστό ή θα πρέπει να κάνει περισσότερα για να στηρίξει την Ουκρανία (από 64% στην Πολωνία, 66% στη Γαλλία και 76% στο ΗΒ), ενώ σχετικά λίγοι είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η κυβέρνησή τους κάνει πάρα πολλά για να στηρίξει την Ουκρανία (από 10% στο Ηνωμένο Βασίλειο έως 32 % στην Πολωνία).
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι Ευρωπαίοι, τόσοι οι πολίτες όσο και οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα, αντιλαμβάνονται διαφορετικά «το κλαδί το οποίο κάθεται η Ένωση». Αυτό δεν είναι άλλο από τις αξίες της δημοκρατίας, του σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του Κράτους Δικαίου κα, όπως αυτές διατυπώνονται με σαφήνεια στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και συγκροτούν την αξιακή της ταυτότητα. Για να το πούμε διαφορετικά μόνο ο σεβασμός αυτών των αξιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις μπορούν να εξασφαλίσουν την ειρήνη και την ευημερία στην ήπειρο. Αυτές είναι λοιπόν που απειλούνται από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εξ ου και η έντονη στήριξη των κυρώσεων, που λαμβάνονται κατά της Ρωσίας.
Ομολογουμένως η απάντηση της ΕΕ στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με σκοπό να υπερασπιστεί τις δικές της αξίες και συμφέροντα ήταν άνευ προηγουμένου τόσο ως προς την ταχύτητα εκδήλωσης όσο και ως προς το εύρος της. Βέβαια, η Ένωση είναι συνηθισμένη στις κρίσεις, αφού τα τελευταία 15 χρόνια παρατηρήθηκε μια σειρά από υπαρξιακές προκλήσεις για την ΕΕ, στην αντιμετώπιση των οποίων αυτή έχει δοκιμαστεί: η ΕΕ μας είχε συνηθίσει να αργεί στην αντίδρασή της, η απάντησή της χαρακτηρίζεται πρώτα από εσωτερικές συγκρούσεις και διαφωνίες και μόνο στο σημείο έκτακτης ανάγκης από λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες νομικές και πολιτικές λύσεις, ως αποτέλεσμα ενός επώδυνου συμβιβασμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις εξωτερικές υποθέσεις, όπου η Ένωση εμποδίζεται από την απαίτηση της ομοφωνίας και τη μεγάλη ποικιλία συμφερόντων των Κρατών-μελών, που επιτρέπουν σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες να φέρνουν τα Κράτη- μέλη εναντίον του άλλου.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άλλαξε μια ευρέως διαδεδομένη υπόθεση ότι ο πόλεμος στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι παρελθόν. Σε λιγότερο από ένα μήνα και κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής των Βερσαλλιών στις 11 Μαρτίου, οι ηγέτες της ΕΕ χαρακτήρισαν την εισβολή «τεκτονική αλλαγή στην ευρωπαϊκή ιστορία». Σε απάντηση η Ένωση, λοιπόν, έλαβε σημαντικές αποφάσεις για να αντιμετωπίσει τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας: πρωτοφανή πακέτα κυρώσεων, στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια και ενιαία διπλωματική απάντηση. Σε αυτή πρέπει να προστεθεί και η στρατιωτική βοήθεια από τα Κράτη-μέλη της ΕΕ σε διμερές επίπεδο. Μετά τη ρωσική εισβολή ταμπού πολλών δεκαετιών ξεπεράστηκαν τόσο εντός των Κρατών-μελών όσο και στο πλαίσιο της εξωτερικής δράσης της ΕΕ. Στην ουσία αυτή αναδιατύπωσε τον εαυτό της: απώλεσε την αυτοκατανόησή της και την εικόνα της ως απρόθυμου διεθνούς παράγοντα, που εστιάζει στη διπλωματία και την κανονιστική ρύθμιση, και αντ' αυτού αναδείχθηκε σε παράγοντα, που μπορεί να προστατεύσει γρήγορα και αποτελεσματικά τα στρατηγικά βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά του. Πρόκειται για την ανάδυση ενός νέου γεωπολιτικού αυτή τη φορά ρόλου για την ΕΕ, που η σημασία του αναδεικνύεται αν συγκριθεί με την αντίδραση της Ένωσης στην προσάρτηση της Κριμαίας ή την εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία. Αυτή η μετατροπή της ΕΕ σε γεωπολιτικό παράγοντα, ικανό να αντιδρά και να ενεργεί για τα στρατηγικά της συμφέροντα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, έχει μια σειρά επιπτώσεων που αναμφισβήτητα θα αλλάξουν την Ένωση μακροπρόθεσμα. Αναμφισβήτητα, η απάντηση της ΕΕ στη ρωσική εισβολή προμηνύει ορισμένες θεμελιώδεις αλλαγές στη φύση της:
Μια πρώτη αλλαγή αφορά τον σκοπό και τον λόγο ύπαρξης της ΕΕ. Η διατήρηση της «ειρήνης και ευημερίας», που ήταν ικανή να κινητοποιήσει τις ελίτ και τους πολίτες κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών και να προσδώσει την αναγκαία νομιμοποίηση στο ενοποιητικό εγχείρημα δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Ο πόλεμος και η φτώχεια σε ολόκληρη την ήπειρο που ήταν αδιανόητα χάρη της ΕΕ, δεν εξαρτώνται πλέον από αυτήν και την ύπαρξή της. Γιατί λοιπόν τα Κράτη-μέλη και οι πολίτες να επωμίζονται το κόστος της ένταξης στις επόμενες δεκαετίες; Τώρα μπορούμε να έχουμε μια νέα απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα: αποστολή της ΕΕ είναι να προστατεύει τα στρατηγικά γεωπολιτικά συμφέροντα των Κρατών-μελών και των πολιτών της είτε στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής είτε στις σχέσεις της με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας από στρατιωτικές απειλές. Αναμένεται ότι η ΕΕ θα κάνει πολλά τα επόμενα χρόνια προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός νέου λόγου ύπαρξης που θα ενισχύει τη νομιμοποίησή της, διαμορφώνοντας τις εσωτερικές της δομές κατά τρόπο που θα επιτρέπει στα κράτη μέλη και στους πολίτες της να συσπειρωθούν εκ νέου γύρω της
Αλλά ένας τέτοιος νέος λόγος ύπαρξης θα επιφέρει, αναπόφευκτα, τις αναγκαίες νομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Πέρα από τη διαφαινόμενη ανακατανομή των εξουσιών μεταξύ των θεσμικών οργάνων, η αυξημένη χρήση της εσωτερικής και εξωτερικής αιρεσιμότητας, που έρχεται να εμπλουτίσει την εργαλειοθήκη των μέσων συμμόρφωσης στους κανόνες της, η συρρίκνωση του δικαιώματος αρνησικυρίας των Κρατών-μελών σε ορισμένες πτυχές των εξωτερικών υποθέσεων σε συνδυασμό με την χρήση της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης αλλά και η χρήση της (προσωρινής και περιορισμένης) αμοιβαιοποίησης του χρέους τόσο για την αντιμετώπιση της κρίσης όσο και για τη μόχλευση της συστημικής αλλαγής στις κοινωνίες και τις οικονομίες των Κρατών-μελών και τρίτων χωρών, είναι ορισμένες από τις επερχόμενες αλλαγές. Η υιοθέτηση του Next Generation EU με τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ, που είναι διαθέσιμα για οικονομική ανάκαμψη μετά τον Covid-19 αλλά και το προτεινόμενο πακέτο RePower, που προορίζεται για να ενισχύσει την ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ και την στρατιωτική της ικανότητα δείχνουν ότι οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις ως ένα βαθμό είναι ήδη παρούσες.
Η ανάδυση της ΕΕ ως γεωπολιτικού παράγοντα, ωστόσο, συνοδεύεται και από πολλαπλές τις προκλήσεις της. Η κυριότερη μεταξύ αυτών των προκλήσεων είναι το γεγονός ότι η Ένωση αναγκάζεται να αντιμετωπίσει αμφιλεγόμενα ερωτήματα και επιλογές που προτιμούσε να αποφύγει εδώ και δεκαετίες. Οι προκλήσεις τις οποίες να αντιμετωπίσει η ΕΕ εντελώς επιγραμματικά είναι:
1. Ασφάλεια και άμυνα, με βελτιωμένη συνεργασία ΕΕ–ΝΑΤΟ και έναν ισχυρότερο «ευρωπαϊκό στρατιωτικό πυλώνα»•
2. Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση, με νέο πακέτο ανάκαμψης και μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων•
3. Ενεργειακή πολιτική, με ταχεία απεξάρτηση των Κρατών-μελών από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και εξασφάλιση ταυτόχρονα αποδεκτών τιμών ενέργειας για τους καταναλωτές και σεβασμό των κλιματικών στόχων•
4. Διεύρυνση και πολιτική γειτονίας, με επανεξέταση των στόχων τους και δημιουργία επιλογών για τις χώρες που είναι απίθανο να γίνουν μέλη της Ε.Ε στο εγγύς μέλλον; και
5. Οπισθοδρόμηση του κράτους δικαίου σε Κράτη-μέλη και διασφάλιση των αξιών της Ένωσης στο εσωτερικό της.
Για να μπορεί όμως η Ένωση να εξελιχθεί σε ένα στρατηγικά οξυδερκή γεωπολιτικό παράγοντα και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να απαντήσει σε ένα ερώτημα που είναι περισσότερο υπαρξιακό. Είναι δύσκολο να έχουμε μια εξωτερική στρατηγική χωρίς πρώτα να κατανοήσουμε ποια είναι η αξιακή ταυτότητα της Ένωσης: ποιες είναι οι προκλήσεις, οι στόχοι, οι ανάγκες και οι φιλοδοξίες της; Τι προστατεύει στρατηγικά η ΕΕ; Ποια θα πρέπει να είναι η αυτοκατανόηση των αξιών της;
Όπως υποστηρίζεται μπορούμε εδώ να εντοπίσουμε μια σύγκρουση μεταξύ δύο πολύ διαφορετικών οραμάτων για το τι προσπαθεί να προστατεύσει η ΕΕ μέσω του γεωπολιτικού της ρόλου:
Από τη μια πλευρά συναντά κανείς ένα όραμα, που παρουσιάζεται ως στενό, τοπικό και περιορισμένο, εστιάζοντας στον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής», μια εικόνα και μια γλώσσα που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να δικαιολογήσει ή να συγκαλύψει ξενοφοβικές και επαρχιώτικες διαισθήσεις, συχνά προϊόν των ραγδαίων αλλαγών στις οποίες η ίδια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει συμβάλει. Αυτή η σχεδόν συντηρητική άποψη της ταυτότητας της ΕΕ βλέπει τη γεωπολιτική της εμφάνιση ως αμυντικό μέσο, που θα της επιτρέπει σε τελευταία ανάλυση να περιπολεί πιο δυναμικά στα σύνορα μεταξύ «υμών» και «των άλλων».
Από την άλλη πλευρά ένα δεύτερο όραμα για την ταυτότητας τη ΕΕ είναι πιο κοσμοπολίτικο και βλέπει τη γεωπολιτική της Ένωσης ως μέσο υπεράσπισης των δημοκρατικών αξίων και αυτού που συνιστά μια αξιοπρεπή κοινωνία, η οποία πρέπει να προστατεύεται όπου είναι δυνατόν σε συνεργασία με εταίρους που ενστερνίζονται τα ίδια ιδεώδη.
Είναι βέβαιο ότι η σύγκρουση μεταξύ των δύο οραμάτων θα αναδυθεί ξανά στην επιφάνεια τα επόμενα χρόνια. Ειδικά, όταν η εξωτερική απειλή που θα αντιμετωπίσει η ΕΕ δεν θα είναι τόσο βάρβαρη όσο οι ενέργειες του Πούτιν, οι οποίες δεν αφήνουν χώρο για εσωτερική πόλωση των Κρατών-μελών ούτε για διάσπαση της δημόσιας υποστήριξης για αποφασιστική δράση.
Κυρίες και κύριοι,
Αναμφισβήτητα, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα πρέπει να ιδωθεί ως σημείο καμπής στην ιστορία της ΕΕ, αφού την ανάγκασε να στραφεί προς τα προς τα έξω και την μεταμόρφωσε σε έναν παράγοντα που μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά τα στρατηγικά της συμφέροντα σε διαφορετικούς τομείς με τη χρήση ενός ευρέος οπλοστασίου ρυθμιστικών, πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών μέσων. Αυτό αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στη φύση της ΕΕ, που δεν μπορεί να υποτιμηθεί, και φέρνει μαζί της πολλές ευκαιρίες, που απαιτούν μια σειρά από σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αλλά επίσης, αναπόφευκτα, φέρνει στο προσκήνιο αμφιλεγόμενα ζητήματα που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φροντίσει (ίσως σοφά) να αποφύγει στο παρελθόν.
Τόσο η πανδημία COVID-19 όσο και η βάρβαρη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποκάλυψαν ότι τα θεσμικά όργανα και τα Κράτη-μέλη είναι ικανά στη διαχείριση κρίσεων γρήγορα και αποφασιστικά. Αυτή η πραγματικότητα ασφαλώς αυξάνει τη νομιμοποίησή της στα μάτια των πολιτών της καθώς και των συμμάχων της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, λοιπόν, αυτή τη στιγμή της αλλαγής για να αυξήσει τη φιλοδοξία της για μεταρρυθμίσεις και για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής,
Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com