CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΜΑΙΟΣ 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, υπόθεση C-335/17, Neli Valcheva κατά Γεωργίου Μπαμπαναράκη - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του Κανονισμού 2201/2003 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 σημεία 7 και 10 του ανωτέρω Κανονισμού «7) Ο όρος γονική μέριμνα περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από τον νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Ειδικότερα ο όρος περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας ………….. 10) Ο όρος “δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας” περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα μετακίνησης του παιδιού για ορισμένο χρονικό διάστημα σε τόπο άλλο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας (Varhovenkasatsionensad) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Neli Valcheva, κατοίκου Βουλγαρίας, και του πρώην γαμβρού της Γεωργίου Μπαμπαναράκη, κατοίκου Ελλάδας, σχετικά με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας της Ν. Valcheva με τον εγγονό της.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας των παππούδων και των γιαγιάδων με το παιδί εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003, προκειμένου να προσδιοριστεί αν το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της σχετικής αγωγής πρέπει να καθοριστεί βάσει του εν λόγω Κανονισμού ή των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
Το ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, έκρινε ότι η έννοια του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας του άρθρου 1, παρ. 2, στοιχείο α, και του άρθρου 2, σημεία 7 και 10, του Κανονισμού 2201/2003 πρέπει να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα όχι μόνον το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας των γονέων με το παιδί τους, αλλά και το δικαίωμα άλλων προσώπων με τα οποία είναι σημαντικό το παιδί αυτό να διατηρεί προσωπικές σχέσεις, ιδίως, των παππούδων και των γιαγιάδων του, είτε πρόκειται για δικαιούχους γονικής μέριμνας είτε όχι.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η έννοια του «δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας» σύμφωνα με το ανωτέρω νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας των παππούδων και των γιαγιάδων με τα εγγόνια τους.
2. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 2018, υπόθεση C-190/17, Lu Zheng κατά Ministerio de Economíay Competitividad– Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 9, παρ. 1, του Κανονισμού 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού «Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κυρώσεις για τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές». Η αίτηση υποβλήθηκε από Εφετείο Μαδρίτης της Ισπανίας (Tribunal Superior de Justicia de Madrid) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Lu Zheng και του Υπουργείου Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας της Ισπανίας σχετικά με το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον πρώτο λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως να δηλώσει, κατά την έξοδο από το ισπανικό έδαφος, ορισμένα ποσά ρευστών διαθεσίμων τα οποία μετέφερε.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 9, παρ. 1, του Κανονισμού 1889/2005 αντιτίθεται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους, η οποία προβλέπει ότι η παράβαση της υποχρεώσεως προς δήλωση σημαντικών ποσών ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται στο έδαφος ή εξέρχονται από το έδαφος του κράτους τιμωρείται με πρόστιμο το οποίο μπορεί να ανέλθει έως το διπλάσιο του μη δηλωθέντος ποσού.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, σε μια αρχική του σκέψη, ότι τα εθνικά μέτρα τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μπορούν να δικαιολογούνται βάσει του άρθρου 65 ΣΛΕΕ εφόσον τηρούν την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας διέπει όχι μόνον τον καθορισμό των συστατικών στοιχείων της παραβάσεως αλλά και τον ορισμό των κανόνων σχετικά με την αυστηρότητα των προστίμων και την εκτίμηση των στοιχείων που είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη για την επιμέτρηση των προστίμων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους, η οποία προβλέπει ότι η παράβαση της υποχρεώσεως προς δήλωση σημαντικών ποσών ρευστών διαθεσίμων τιμωρείται με πρόστιμο το οποίο μπορεί να ανέλθει έως το διπλάσιο του μη δηλωθέντος ποσού.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Μαΐου 2018, υπόθεση C-426/16, Liga van Moskeeënen Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen, VZW κ.λπ. κατά Vlaams Gewest - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στο κύρος του άρθρου 4, παρ. 4, του Κανονισμού 1099/2009 του Συμβουλίου για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ανωτέρω Κανονισμού «1. Τα ζώα θανατώνονται μόνο μετά από αναισθητοποίηση σύμφωνα με τις μεθόδους και τις ειδικές απαιτήσεις για την εφαρμογή των μεθόδων αυτών, όπως προβλέπονται στο παράρτημα Ι. Η απώλεια αισθητηριακής αντίληψης και ευαισθησίας διατηρείται μέχρι τον θάνατο του ζώου. [...] 4. Για τα ζώα που υποβάλλονται σε ιδιαίτερες μεθόδους σφαγής που προβλέπονται από λατρευτικούς τύπους, δεν εφαρμόζονται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1, υπό την προϋπόθεση ότι η σφαγή διενεργείται σε σφαγείο». Η αίτηση υποβλήθηκε από το ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών (Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ διαφόρων μουσουλμανικών ενώσεων και συντονιστικών οργανώσεων τεμενών και της περιφέρειας αυτής, με αντικείμενο την απόφαση του Φλαμανδού Υπουργού Κινητικότητας, Δημοσίων Έργων, Φλαμανδικών Περιχώρων, Τουρισμού και Καλής Διαβιώσεως των Ζώων δυνάμει της οποίας, από το έτος 2015 και εξής, δεν επιτρέπεται η κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής γιορτής της θυσίας λατρευτική σφαγή ζώων χωρίς αναισθητοποίηση εντός προσωρινών χώρων σφαγής διαμορφωμένων στους δήμους της Περιφέρειας της Φλάνδρας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν το κύρος του άρθρου 4, παρ. 4, του Κανονισμού 1099/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ια, υπό το πρίσμα του άρθρου 10 του Χάρτη καθώς και υπό το πρίσμα του άρθρου 13 ΣΛΕΕ, στο μέτρο κατά το οποίο οι εν λόγω διατάξεις του Κανονισμού 1099/2009 έχουν ως αποτέλεσμα να επιβάλλουν την τέλεση της λατρευτικού τύπου σφαγής κατά τη διάρκεια της γιορτής της θυσίας εντός εγκεκριμένων σφαγείων.
Το ΔΕΕ σε μια αρχική του σκέψη διαπιστώνει ότι ο Χάρτης δέχεται μια ευρεία έννοια του χρησιμοποιούμενου σε αυτόν όρου «θρησκεία», που καλύπτει τόσο το forum in ternum, δηλαδή την ύπαρξη πεποιθήσεων, όσο και το forum ex ternum, δηλαδή τη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστεως. Το άρθρο 4, παρ. 4, του Κανονισμού 1099/2009 δεν επιβάλλει καμία απαγόρευση τελέσεως της λατρευτικού τύπου σφαγής εντός της Ένωσης, αλλά, αντιθέτως, συγκεκριμενοποιεί τη θετική δέσμευση του νομοθέτη της Ένωσης να επιτρέψει την πρακτική της σφαγής ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, ώστε να διασφαλιστεί ο αποτελεσματικός σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας καθώς επίσης και η προστασία της υγείας των καταναλωτών ζωικού κρέατος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 4, παρ. 4, του Κανονισμού 1099/2009 του Συμβουλίου.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, υπόθεση C-147/16 Karel de Grote – Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen VZW κατά Susan Romy Jozef Kuijpers - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία της Οδηγίας 93/13 του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειρηνοδικείο της Αμβέρσας του Βελγίου (vredegerechtte Antwerpen) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Karel de Grote – Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen VZW, ελεύθερου εκπαιδευτικού ιδρύματος και της Susan Romy Jozef Kuijpers, με αντικείμενο την εκ μέρους της τελευταίας πληρωμής τελών εγγραφής και εξόδων συμμετοχής σε εκπαιδευτικό ταξίδι, πλέον τόκων, καθώς και την καταβολή αποζημίωσης.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ένα ελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο συμφώνησε, μέσω σύμβασης, με φοιτήτριά του την παροχή διευκολύνσεων για την πληρωμή των ποσών που αυτή οφείλει για τέλη εγγραφής και για έξοδα σε σχέση με ένα εκπαιδευτικό ταξίδι, πρέπει να θεωρηθεί «επαγγελματίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 93/13, με αποτέλεσμα με αποτέλεσμα η εν λόγω σύμβαση να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το εκπαιδευτικό ίδρυμα πρέπει να θεωρηθεί «επαγγελματίας» στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης και ως εκ τούτου η εν λόγω σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 93/13.
5. ΔΕΕ, απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Υπόθεση C-483/16, Zsolt Sziber κατά ERSTE Bank Hungary Zrt.– Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 169 ΣΛΕΕ, των άρθρων 20, 21, 38, 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 7, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 93/13 του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παρ. 1, της ανωτέρω Οδηγίας«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο της Βουδαπέστης της Ουγγαρίας (Fővárosi Törvényszék) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Zsolt Sziber και της ERSTE Bank Hungary Zrt. σχετικά με αίτημα για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ορισμένων ρητρών μιας συμβάσεως στεγαστικού δανείου, το οποίο εκταμιεύθηκε και αποπληρώθηκε σε ουγγρικά φιορίνια (HUF) αλλά είχε συνομολογηθεί σε ελβετικά φράγκα (CHF) βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά την ημερομηνία της πληρωμής. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εθνική ρύθμιση διάδικος δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο την κήρυξη της ακυρότητας της συμβάσεως ή συγκεκριμένων συμβατικών ρητρών μόνον αν ζητήσει από το εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τις έννομες συνέπειες της ακυρότητας (ήτοι την αναγνώριση ότι η σύμβαση είναι ισχυρή ή παράγει αποτελέσματα έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως). Ελλείψει τέτοιου αιτήματος, το δικαστήριο δεν εξετάζει την υπόθεση επί της ουσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7της Οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ειδικές δικονομικές προϋποθέσεις για αγωγές καταναλωτών οι οποίοι συνήψαν συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα και περιλαμβάνουν ρήτρα σχετικά με τη διαφορά της συναλλαγματικής ισοτιμίας και/ή ρήτρα σχετικά με το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου ότι καταρχήν δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ειδικές δικονομικές απαιτήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η διαπίστωση της καταχρηστικότητας των ρητρών μιας τέτοιας συμβάσεως καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής ελλείψει των ως άνω καταχρηστικών ρητρών.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-331/16, C-366/16, υπόθεση C-331/16, K. κατά Staatssecretaris van Veiligheiden Justitie, Υπόθεση C-366/16 Η. F. κατά Belgische Staat– Προδικαστική
Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 27, παρ. 2, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 28, παρ. 1, και του άρθρου 28, παρ. 3, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/38 «Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων. Η προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές». Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών. Αναφορικά με την πρώτη ένδικη διαφορά, το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου προέκυψε μεταξύ του Κ. και του Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης των Κάτω Χώρων μετά την έκδοση απόφασης σύμφωνα με την οποία ο K. κηρύχθηκε ανεπιθύμητος στο έδαφος των Κάτω Χωρών (υπόθεση C‑331/16). Στο πλαίσιο της δεύτερης ένδικης διαφοράς, το αντικείμενο της δίκης προέκυψε μεταξύ του H. F. και του Βελγικού Δημοσίου και είχε ως αντικείμενο απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν αναγνωρίσθηκε στον H. F. δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών στην επικράτεια του Βελγίου (υπόθεση C‑366/16).
Το πρώτο βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 27, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι στην περίπτωση που έχει εκδοθεί απόφαση περί αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα με την αιτιολογία ότι συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ένοχος συγκεκριμένων πράξεων σε βάρος πολίτη της Ένωσης ή υπηκόου τρίτης χώρας, μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, οι αρμόδιες αρχές του Κράτους-μέλους έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν αυτομάτως ότι η παρουσία του και μόνο στο έδαφος αυτό συνιστά, ανεξαρτήτως του αν συντρέχει κίνδυνος υποτροπής ή όχι, πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι αρμόδιες αρχές του Κράτους-μέλους δεν επιτρέπεται να θεωρήσουν αυτομάτως ότι η παρουσία του και μόνο στο έδαφος του Κράτους-μέλους συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, ικανή να δικαιολογήσει τη λήψη μέτρων δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Σύμφωνα με την κρίση του ΔΕΕ η διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας απειλής πρέπει να βασίζεται σε εκτίμηση της προσωπικής συμπεριφοράς του συγκεκριμένου ατόμου, της φύσης και της σοβαρότητας των εγκλημάτων ή των πράξεων που του προσάπτονται, του επιπέδου της ατομικής του συμμετοχής σε αυτά, της συνδρομής, ενδεχομένως, λόγων άρσης του αξιόποινου, καθώς και της ύπαρξης ή μη ποινικής καταδίκης. Επίσης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη φερόμενη τέλεση των εγκλημάτων καθώς και η μεταγενέστερη συμπεριφορά του εν λόγω ατόμου.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, υπόθεση C-531/16, Šiaulių regiono atliekų tvarkymo centras και «Ecoservice projektai» UAB, πρώην «Specializuotas transportas» UAB κατά «VSA Vilnius» UAB κ.λπ.. - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 45, 56 και 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 2 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας 2004/18 «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας (Lietuvos Aukščiausiasis Teismas) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της «VSA Vilnius» UAB και του κέντρου διαχειρίσεως απορριμμάτων της περιοχής Šiauliai, της Λιθουανίας, σχετικά με την ανάθεση, από το κέντρο δημόσιας συμβάσεως με αντικείμενο την παροχή υπηρεσίας αποκομιδής των αστικών απορριμμάτων του Δήμου Šiauliai και μεταφοράς τους στον χώρο διαχειρίσεως. Ειδικότερα, τέσσερις προσφέρουσες υπέβαλαν προσφορές στον ανοιχτό διαγωνισμό για την παροχή υπηρεσιών αποκομιδής των αστικών απορριμμάτων του Δήμου Šiauliai και μεταφοράς τους στον χώρο διαχειρίσεως. Οι τέσσερις προσφέρουσες ήταν η «Specializuotas transportas» UAB, η «Ekonovus» UAB, η «Specialus autotransportas» UAB και η κοινοπραξία οικονομικών φορέων που αποτελείται από τις VSA Vilnius και «Švarinta» UAB. Οι εταιρείες Specializuotas transportas» και «Specialus autotransportas ήταν θυγατρικές της εταιρίας «Ecoservice» UAB, η οποία κατείχε το 100 % και το 98,12 % των μεριδίων τους αντιστοίχως. Επιπροσθέτως, τα διοικητικά συμβούλια των δύο θυγατρικών αποτελούνταν από τα ίδια φυσικά πρόσωπα. Η VSA Vilnius, καταταγείσα αμέσως μετά την Specialus autotransportas, υπέβαλε ένσταση στην αναθέτουσα αρχή, προβάλλοντας μη προσήκουσα αξιολόγηση των προσφορών των προσφερουσών καθώς και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας διότι κατά την άποψη της οι ανωτέρω θυγατρικές ενεργούσαν ως όμιλος συνδεδεμένων επιχειρήσεων.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2 της Οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι, ελλείψει ρητής νομοθετικής διατάξεως ή ειδικής προβλέψεως στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων σχετικά με τους όρους συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, οι συνδεδεμένοι μεταξύ τους προσφέροντες οι οποίοι υποβάλλουν χωριστές προσφορές στο πλαίσιο του ιδίου διαγωνισμού οφείλουν να γνωστοποιούν, ιδία πρωτοβουλία, τους δεσμούς τους στην αναθέτουσα αρχή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι συνδεδεμένοι προσφέροντες, οι οποίοι υποβάλουν χωριστές προσφορές δεν υποχρεούνται να γνωστοποιούν, ιδία πρωτοβουλία, τους δεσμούς τους στην αναθέτουσα αρχή δεδομένης της έλλειψης ρητής νομοθετικής διατάξεως ή ειδικής πρόβλεψης στην προκήρυξη του διαγωνισμού
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ο άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 2 της Οδηγίας 2004/18 έχουν την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή, όταν έχει στη διάθεσή της στοιχεία που δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τον αυτοτελή χαρακτήρα των προσφορών που υπέβαλαν ορισμένοι προσφέροντες, οφείλει να εξακριβώσει, ενδεχομένως απαιτώντας συμπληρωματικές πληροφορίες από τους προσφέροντες αυτούς, αν οι προσφορές τους είναι πράγματι αυτοτελείς.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 της Οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να εξακριβώσει απαιτώντας συμπληρωματικές πληροφορίες από τους προσφέροντες αυτούς, αν οι προσφορές τους είναι πράγματι αυτοτελείς και ανεξάρτητες.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, υπόθεση C-647/16, Adil Hassan κατά Préfet du Pas-de-Calais - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 26, παρ. 1, του Κανονισμού 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του Κράτους-μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε Κράτος-μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα. Σύμφωνα με το άρθρο 26 του ανωτέρω Κανονισμού «1. Όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την απόφαση για τη μεταφορά του προς το υπεύθυνο κράτος μέλος και, κατά περίπτωση, για την απόφαση περί μη εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία. [...]». Η αίτηση υποβλήθηκεαπό το διοικητικό πρωτοδικείο Λιλ της Γαλλίας (tribunal administratif de Lille) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Adil Hassan, Ιρακινής ιθαγενείας, και του νομάρχη Pas‑de‑Calais, σχετικά με τη νομιμότητα της αποφάσεως με την οποία ο τελευταίος διέταξε τη μεταφορά του Α. Hassan στη Γερμανία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 26 παρ. 1, του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα Κράτους-μέλους (Γαλλία), το οποίο έχει απευθύνει προς άλλο Κράτος-μέλος που θεωρεί ως υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως προσώπου, να εκδώσει απόφαση περί μεταφοράς και να την κοινοποιήσει στο εν λόγω πρόσωπο, προτού το Κράτος-μέλος (Γερμανία) προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς το αίτημα αυτό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 26, παρ. 1, του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι αποκλείει την ανωτέρω δυνατότητα του Κράτους-μέλους πριν το Κράτος-μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεχθεί ρητώς ή σιωπηρώς το εν λόγω αίτημα.
9. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Μαΐου 2018, K.A. κ.λπ. κατά Belgische Staat, υπόθεση C-82/16 - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και των άρθρων 5 και 11 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών σε θέματα άσυλου και μεταναστεύσεως του Βελγίου (Raad voor Vreemdelingenbetwistingen) στο πλαίσιο επτά ενδίκων διαφορών μεταξύ των K.A., Μ.Ζ., M.J., N.N.N., O.I.O., R.I. και B.A. και της αρμόδιας αρχής με αντικείμενο αποφάσεις της δεύτερης να μην εξετάσει τις αντίστοιχες αιτήσεις τους περί χορηγήσεως άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης και ανάλογα με την περίπτωση, να τους διατάξει να εγκαταλείψουν την επικράτεια ή να συμμορφωθούν με διαταγή να εγκαταλείψουν την επικράτεια.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν τα άρθρα 5 και 11 της Οδηγίας 2008/115, καθώς και το άρθρο 20 ΣΛΕΕέχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε πρακτική Κράτους-μέλους κατά την οποία αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, υποβληθείσα στο έδαφός του από υπήκοο τρίτης χώρας που είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης (ο οποίος πολίτης της Ένωσης έχει την ιθαγένεια του Βελγίου και ο οποίος ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας) δεν εξετάζεται για τον λόγο και μόνον ότι στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου στο έδαφος αυτό. Επιπροσθέτως, το ανωτέρω νομικό ζήτημα εξετάστηκε υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι δεν συνεκτιμήθηκε αν υφίσταται μεταξύ του πολίτη της Ένωσης και του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας σχέση εξαρτήσεως τέτοιας φύσεως ώστε, σε περίπτωση αρνήσεως χορηγήσεως δευτερογενούς δικαιώματος διαμονής στον τελευταίο στον υπήκοο τρίτης χώρας, ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης θα υποχρεωθεί, στην πράξη, να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης και θα στερηθεί με τον τρόπο αυτό της δυνατότητας να ασκεί αποτελεσματικά τα δικαιώματα που του παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2008/115 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε πρακτική Κράτους-μέλους κατά την οποία αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης δεν εξετάζεται για τον λόγο και μόνον ότι στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου στο έδαφος αυτό.
Ωστόσο, το ΔΕΕ έκρινε ερμηνεύοντας το άρθρο 20 ΣΛΕΕ ότι η ανωτέρω πρακτική του Βελγίου αντιτίθεται στο ανωτέρω άρθρο. Ειδικότερα, το ΔΕΕ έθεσε κριτήρια προκειμένου να προσδιοριστεί η σχέση εξαρτήσεως κρίνοντας ότι:
– όταν ο πολίτης της Ένωσης είναι ενήλικος, σχέση εξαρτήσεως δυνάμενη να δικαιολογήσει την αναγνώριση στον υπήκοο τρίτης χώρας δευτερογενούς δικαιώματος διαμονής υφίσταται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απομακρυνθεί από το μέλος της οικογένειάς του από το οποίο εξαρτάται.
–όταν ο πολίτης της Ένωσης είναι ανήλικος, η εκτίμηση περί της υπάρξεως σχέσεως εξαρτήσεως πρέπει να στηρίζεται στη συνεκτίμηση του συφέροντος του τέκνου
– είναι άνευ σημασίας α) το γεγονός ότι η σχέση εξαρτήσεως που επικαλείται ο υπήκοος τρίτης χώρας προς στήριξη της αιτήσεώς του για χορήγηση άδειας διαμονής με σκοπό την οικογενειακή επανένωση γεννήθηκε μετά την έκδοση, εις βάρος του, αποφάσεως απαγορεύσεως εισόδου στην επικράτεια, β) ότι η εκδοθείσα σε βάρος του υπηκόου τρίτης χώρας απόφαση απαγορεύσεως εισόδου στην επικράτεια έχει καταστεί απρόσβλητη κατά το χρονικό σημείο που αυτός υποβάλλει την αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης.
10. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, υπόθεση C-574/15, Ποινική δίκη κατά Procura della Repubblica di Varese - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3, ΣΕΕ, του άρθρου 325, παρ. 1 και 2, ΣΛΕΕ, της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας και της Συμβάσεως η οποία καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου 1995. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Varese της Ιταλίας (TribunalediVarese) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του Mauro Scialdone λόγω του ότι παρέλειψε, υπό την ιδιότητά του ως μοναδικός διαχειριστής της Siderlaghi Srl, να καταβάλει, εντός της νόμιμης προθεσμίας, τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που προκύπτει από την ετήσια δήλωση της εταιρίας αυτής για το φορολογικό έτος 2012. Σύμφωνα με την Ιταλική νομοθεσίας «Τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών έως δύο ετών όποιος δεν καταβάλλει, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή της ετήσιας δηλώσεως φορολογικού υποκαταστάτου, τα παρακρατηθέντα ποσά που προκύπτουν από τη δήλωση αυτή ή από τη βεβαίωση που χορηγήθηκε στους υποκειμένους στον φόρο τους οποίους αυτός υποκαθιστά, τα οποία υπερβαίνουν τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ για κάθε φορολογική περίοδο.» και«Τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών έως δύο ετών όποιος δεν καταβάλλει, εντός της προθεσμίας προκαταβολής η οποία αφορά την επόμενη φορολογική περίοδο, τον αναλογούντα βάσει της ετησίας δηλώσεως [ΦΠΑ], ποσού άνω των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ για κάθε φορολογική περίοδο».
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ, το άρθρο 325 ΣΛΕΕ και η Οδηγία περί ΦΠΑ αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, α) προβλέπει ότι η παράλειψη καταβολής, εντός της νόμιμης προθεσμίας, του ΦΠΑ για ένα φορολογικό έτος συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή μόνον όταν το ποσό του μη καταβληθέντος ΦΠΑ υπερβαίνει το όριο αξιοποίνου των 250 000 ευρώ και β) προβλέπει όριο αξιοποίνου 150 000 ευρώ για το αδίκημα της παραλείψεως καταβολής των παρακρατηθέντων στην πηγή ποσών του φόρου εισοδήματος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι επίμαχες διατάξεις και ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου δεν αντιτίθενται στις ανωτέρω εθνικές ρυθμίσεις ποινικού και φορολογικού χαρακτήρα.