CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου, Υπόθεση C-738/19, 2020 A κατά B και C - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του παραρτήματος, σημείο 1, στοιχείο εʹ, της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση του παραρτήματος «Ρήτρες που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα: […] ε) να επιβάλλουν στον καταναλωτή που δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του, δυσανάλογα υψηλή αποζημίωση […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ των Κάτω Χωρών (Rechtbank Amsterdam) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του A, ως εκμισθωτή μιας κοινωνικής κατοικίας, της μισθώτριας B και της υπομισθώτριας C, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την καταβολή, αφενός, της ποινής για την παράβαση της υποχρέωσης χρήσης του μισθίου ως κατοικίας και της απαγόρευσης υπεκμίσθωσής του και, αφετέρου, ποσού το οποίο αντιστοιχεί στο αθέμιτο όφελος που αποκόμισε η Β από την υπεκμίσθωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, παρ. 1 και 3, καθώς και το άρθρο 4, παρ.1, της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σύμβασης, που έχει συναφθεί με καταναλωτή, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις ρήτρες της σύμβασης αυτής ή μόνον ορισμένες από αυτές και ότι, για να εκτιμηθεί ειδικότερα αν το ποσό της αποζημίωσης που υποχρεούται να καταβάλει ο καταναλωτής είναι δυσανάλογα υψηλό, πρέπει να εξετάζονται μόνον οι ρήτρες που αφορούν την ίδια συμβατική παράβαση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο θα πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη μεταξύ των ρητρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, τον βαθμό αλληλεπίδρασης του επίμαχου όρου της σύμβασης με άλλες ρήτρες, με βάση μεταξύ άλλων και το αντίστοιχο περιεχόμενό τους. Για να εκτιμηθεί αν το ποσό της αποζημίωσης που υποχρεούται να καταβάλει ο καταναλωτής είναι δυσανάλογα υψηλό κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις ρήτρες που αφορούν την ίδια παράβαση.
2. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-651/19, JP κατά Commissaire Général aux Réfugiés et aux Apatrides – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 46 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων: α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων: […] ii) με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2. […] […] 4. Τα κράτη μέλη ορίζουν εύλογες προθεσμίες και θεσπίζουν τις λοιπές απαιτούμενες διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τον αιτούντα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι προθεσμίες δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος». Η αίτηση υποβλήθηκε από Συμβούλιο της Επικρατείας του Βελγίου στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του JP και του Γενικού Επιτρόπου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες σχετικά με την απόφαση του Γενικού Επιτρόπου να απορρίψει ως απαράδεκτη τη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο JP.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους που προβλέπει ότι η προσφυγή κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών, περιλαμβανομένων των αργιών, από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής, ακόμη και όταν, ελλείψει ορισμού τόπου επιδόσεων εντός του εν λόγω Κράτους-μέλους από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, η ως άνω κοινοποίηση πραγματοποιείται στην έδρα της εθνικής αρχής που είναι αρμόδια για την εξέταση των σχετικών αιτήσεων.
Σχετικά με την κοινοποίηση στη δημόσια αρχή, το ΔΕΕ έκρινε ότι η κοινοποίηση των αποφάσεων επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας στους ενδιαφερόμενους αιτούντες είναι ουσιώδης για τη διασφάλιση του δικαιώματός τους πραγματικής προσφυγής. Ωστόσο, η Οδηγία 2013/32 δεν προβλέπει συγκεκριμένους τρόπους κοινοποίησης των σχετικών αποφάσεων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση εφόσον, α) οι αιτούντες ενημερώνονται ότι, αν δεν έχουν ορίσει τόπο επιδόσεων για την κοινοποίηση της απόφασης σχετικά με την αίτησή τους, θα θεωρηθεί ότι έχουν ορίσει ως τόπο επιδόσεων προς τούτο την έδρα της εθνικής αρχής που είναι αρμόδια για την εξέταση των αιτήσεων, β) οι όροι πρόσβασης των αιτούντων στην έδρα αυτή δεν καθιστούν υπερβολικά δυσχερή την από μέρους τους παραλαβή των αποφάσεων που τους αφορούν και γ) τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας.
Το επόμενο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει αποκλειστική προθεσμία δέκα ημερών, περιλαμβανομένων των αργιών, για την άσκηση προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μια μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που προβλέπει αποκλειστική προθεσμία 10 ημερών περιλαμβανομένων των αργιών για την άσκηση της ανωτέρω προσφυγής.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-540/19, WV κατά Landkreis Harburg – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 4/2009 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Σύμφωνα με το άρθρο 3 στοιχ. β του Κανονισμού 4/2009 «Σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει:[…….], β) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής [……]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του WV, κατοίκου Βιέννης (Αυστρία), και της Περιφέρειας Harburg σχετικά με την καταβολή διατροφής στη μητέρα του WV, η οποία κατοικούσε στη Γερμανία και στα δικαιώματα της οποίας είχε υποκατασταθεί εκ του νόμου ο οργανισμός αυτός. Ειδικότερα, η μητέρα του WV, η οποία φιλοξενούνταν σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στην Κολωνία (Γερμανία), ήταν, δυνάμει του άρθρου 1601 του αστικού κώδικα, δικαιούχος διατροφής ως ανιών σε ευθεία γραμμή, στην καταβολή της οποίας υποχρεούταν ο WV, ο οποίος κατοικούσε στη Βιέννη (Αυστρία). Ωστόσο, η μητέρα του WV ελάμβανε τακτικά από τον ενάγοντα οργανισμό κοινωνικό βοήθημα. Ο οργανισμός αυτός υποστήριξε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 94, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του SGB XII, είχε υποκατασταθεί στο δικαίωμα το οποίο έχει η λήπτρια του κοινωνικού βοηθήματος έναντι του WV, όσον αφορά τις παροχές διατροφής τις οποίες ανέλαβε ο ίδιος οργανισμός υπέρ της μητέρας του WV από τον Απρίλιο του 2017.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν δημόσιος οργανισμός, ο οποίος ζητεί αναγωγικώς την επιστροφή ποσών που κατέβαλε αντί διατροφής σε δικαιούχο διατροφής, στα δικαιώματα του οποίου έχει υποκατασταθεί έναντι του υπόχρεου διατροφής, βασίμως επικαλείται τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του εν λόγω δικαιούχου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 4/2009.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δημόσιος οργανισμός βασίμως επικαλείται τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του εν λόγω δικαιούχου σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση του ενωσιακού δικαίου.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-530/19, NM, en tant que liquidateur de NIKI Luftfahrt GmbH κατά ON – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 9, παρ. 1, στοιχ. βʹ, του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση του ενωσιακού δικαίου "1. Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, προσφέρονται δωρεάν στους επιβάτες: [….] β) διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο όταν αποβαίνει αναγκαία η παραμονή τους: - επί μία ή περισσότερες νύκτες, ή - επί διάστημα επιπλέον εκείνου που σχεδίαζε ο επιβάτης, […..]". Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της NM, ενεργούσας υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή της NIKI Luftfahrt GmbH, η οποία ήταν εταιρία αερομεταφορών, και της ON, σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η τελευταία με αίτημα την αποκατάσταση της βλάβης, που υπέστη εντός του ξενοδοχείου στο οποίο η NIKI Luftfahrt της παρέσχε κατάλυμα μετά τη ματαίωση της πτήσης της. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια διαμονής στο ξενοδοχείο, η ON, η οποία χρησιμοποιούσε αναπηρικό αμαξίδιο, έπεσε και τραυματίστηκε σοβαρά όταν οι εμπρόσθιοι τροχοί του αναπηρικού αμαξιδίου της σφηνώθηκαν σε εγκάρσιο κανάλι απορροής υδάτων του οδοστρώματος. Εν συνεχεία, η ΟΝ άσκησε αγωγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Αυστρίας με αίτημα να υποχρεωθεί η NM να της καταβάλει αποζημίωση για τη βλάβη που υπέστη.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν ο Κανονισμός 261/2004 έχει την έννοια ότι αερομεταφορέας ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού αυτού, προσέφερε διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο σε επιβάτη ματαιωθείσας πτήσεως μπορεί να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τον επιβάτη για βλάβες προκληθείσες από πταίσμα του προσωπικού του ξενοδοχείου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο θα πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι ο αερομεταφορέας δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τον επιβάτη αυτόν για βλάβες προκληθείσες από πταίσμα του προσωπικού του ξενοδοχείου.
5. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-402/19, LM κατά Centre public d'action sociale de Seraing – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5 και 13 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της ανωτέρω Οδηγίας «Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη: […] γ) την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, και τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης». Επιπροσθέτως, το άρθρο 13, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2008/115 ορίζει τα ακόλουθα: «1. Στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας διατίθεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο το οποίο του επιτρέπει να προσφεύγει κατά των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή ή να ζητεί την επανεξέτασή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που απαρτίζεται από μέλη αμερόληπτα και απολαύοντα εχέγγυα ανεξαρτησίας. 2. Η αρχή ή το όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει την εξουσία να επανεξετάζει αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή, όπως αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσωρινής αναστολής της επιβολής της εφαρμογής τους, εκτός εάν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών της Λιέγης του Βελγίου (cour du travail de Liège) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του LM, υπηκόου τρίτης χώρας, και του δημοσίου κέντρου κοινωνικής δράσεως του Seraing (CPAS), σχετικά με αποφάσεις του CPAS με τις οποίες ανακλήθηκε το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής προς τον LM.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 5, 13 και 14 της Οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 7, του άρθρου 19 παράγραφος 2, καθώς και των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει την κάλυψη, στο μέτρο του δυνατού, των βασικών αναγκών υπηκόου τρίτης χώρας όταν: α) ο τελευταίος άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως επιστροφής που εκδόθηκε σε βάρος του, β) το ενήλικο τέκνο του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας πάσχει από σοβαρή ασθένεια, γ) η παρουσία του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας στο πλευρό του ενήλικου τέκνου είναι απαραίτητη για το τέκνο αυτό, και για λογαριασμό του εν λόγω ενήλικου τέκνου ασκήθηκε προσφυγή κατά της εις βάρος του ληφθείσας αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας θα μπορούσε να εκθέσει το τέκνο αυτό σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση αντιτίθεται στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-223/19, YS κατά NK - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης καθώς και των άρθρων 16, 17, 20, 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο 5 της οδηγίας 2006/54 ορίζει «Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, εξαλείφεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως όσον αφορά: […] γ) τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευόμενου προσώπου, και τις προϋποθέσεις διάρκειας και διατήρησης του δικαιώματος παροχών».
H αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του YS και της εταιρίας NK AG σχετικά με την παρακράτηση ενός ποσού από την επαγγελματική σύνταξη που χορηγείται απευθείας από την εταιρία αυτή στον YS, καθώς και με την κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που είχε συμφωνηθεί συμβατικώς για την εν λόγω σύνταξη για το έτος 2018.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2006/54 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση Κράτους-μέλους δυνάμει της οποίας οι δικαιούχοι συντάξεως την οποία ανέλαβε, με σύμβαση, την υποχρέωση να τους καταβάλλει απευθείας μια επιχείρηση ελεγχόμενη από το κράτος στερούνται, α) ενός ποσού που παρακρατείται από το μέρος της ως άνω συντάξεως το οποίο υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια και, αφετέρου, της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που είχε συμφωνηθεί συμβατικώς σχετικά με την εν λόγω σύνταξη, όταν η ρύθμιση αυτή θίγει πολύ περισσότερους άνδρες παρά γυναίκες δικαιούχους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της Οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση Κράτους-μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συνέπειες δικαιολογούνται από αντικειμενικούς παράγοντες ξένους προς κάθε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-265/19, Recorded Artists Actors Performers Ltd κατά Phonographic Performance (Ireland) Ltd κ.λπ. – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας. Το άρθρο 8 της Οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II με τίτλο «Συγγενικά δικαιώματα», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα εξής: «Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή της αμοιβής αυτής μεταξύ τους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το ανώτερο δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Recorded Artists Actors Performers Ltd (RAAP) και, αφετέρου, της Phonographic Performance (Ireland) Ltd (PPI), του Υπουργού Απασχόλησης, Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας και του Attorney General, με αντικείμενο το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής των υπηκόων τρίτων χωρών, όταν έχουν συμβάλει στη δημιουργία φωνογραφήματος το οποίο χρησιμοποιείται στην Ιρλανδία.
Το νομικό ζήτημα είναι εάν το άρθρο 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2006/115 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε Κράτος-μέλος, κατά τη μεταφορά στην εθνική του νομοθεσία του όρου «ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες» ο οποίος περιλαμβάνεται στη συγκεκριμένη διάταξη και αναφέρεται στους καλλιτέχνες που δικαιούνται μέρος της εκεί προβλεπόμενης ενιαίας και εύλογης αμοιβής, να αποκλείσει από την αμοιβή αυτή τους καλλιτέχνες υπηκόους τρίτης χώρας εκτός του ΕΟΧ, εξαιρώντας μόνον εκείνους που έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους εντός του ΕΟΧ και εκείνους των οποίων η συμβολή στη δημιουργία του φωνογραφήματος ηχογραφήθηκε εντός του ΕΟΧ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω άρθρο της Οδηγίας 2006/115 έχει την έννοια ότι δεν είναι συμβατό με την ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-84/19, C-222/19 και C-252/19, Profi Credit Polska S.A. z siedzibą w Bielsku- Białej κ.λπ. κατά QJ κ.λ.π. - Προδικαστική
Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 2, και του άρθρου 4, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 «Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό». Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν από το επαρχιακό δικαστήριο Szczecin, (C 84/19) και το επαρχιακό δικαστήριο Opatów, πρώτο τμήμα αστικών διαφορών, της Πολωνίας (C 222/19, C 252/19) στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ τριών πιστωτικών ιδρυμάτων, των Profi Credit Polska, BW και QL και τριών καταναλωτών, των QJ, DR και CG, αντιστοίχως, με αντικείμενο την είσπραξη από τους καταναλωτές ποσών των οποίων την καταβολή αξιώνουν τα ως άνω πιστωτικά ιδρύματα βάσει συμβάσεων καταναλωτικής πίστης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4. παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή οι ρήτρες σύμβασης καταναλωτικής πίστης, κατά τις οποίες ο καταναλωτής επιβαρύνεται με άλλα έξοδα, πλην της καταβολής των συμβατικών τόκων, στην περίπτωση που στις ως άνω ρήτρες δεν προσδιορίζεται ούτε η φύση των εξόδων αυτών ούτε οι υπηρεσίες που καλύπτονται από αυτά.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή οι ως άνω ρήτρες εφόσον προκαλείται σύγχυση στον καταναλωτή όσον αφορά τις υποχρεώσεις του και τις οικονομικές συνέπειες των ρητρών αυτών, γεγονός που καλείται το αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
9. Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Σεπτεμβρίου 2020 Telenor Magyarország Zrt. κατά Nemzeti Média- és Hírközlési Hatóság Elnöke Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-807/18 και C-39/19 - Προδικαστική
Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 3 του Κανονισμού 2015/2120 για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς επίσης και του Κανονισμού αριθ. 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης. Το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/2120 ορίζει «1. Μέσω της υπηρεσίας πρόσβασης στο διαδίκτυο που διαθέτουν, οι τελικοί χρήστες έχουν το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση και να διανέμουν πληροφορίες και περιεχόμενο, να χρησιμοποιούν και να παρέχουν εφαρμογές και υπηρεσίες και να χρησιμοποιούν τερματικό εξοπλισμό της επιλογής τους, ανεξαρτήτως του τόπου του τελικού χρήστη ή του παρόχου ή του τόπου, της προέλευσης ή του προορισμού της πληροφορίας, του περιεχομένου, της εφαρμογής ή της υπηρεσίας. […] 2. Οι συμφωνίες μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και των τελικών χρηστών σχετικά με τις εμπορικές και τεχνικές προϋποθέσεις και τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως η τιμή, ο όγκος των δεδομένων ή η ταχύτητα, καθώς και οποιεσδήποτε εμπορικές πρακτικές των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, δεν περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών όπως προσδιορίζονται στην παράγραφο 1. 3. Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, όταν παρέχουν υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο, αντιμετωπίζουν ισότιμα κάθε κίνηση, χωρίς αποκλεισμούς, περιορισμούς ή παρεμβάσεις και ανεξαρτήτως του αποστολέα και του παραλήπτη, του περιεχομένου στο οποίο έχει γίνει πρόσβαση ή του διανεμηθέντος περιεχομένου, των χρησιμοποιούμενων ή παρεχόμενων εφαρμογών ή υπηρεσιών ή του χρησιμοποιούμενου τερματικού εξοπλισμού. Το πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζει τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο από το να εφαρμόζουν εύλογα μέτρα διαχείρισης της κίνησης. Για να θεωρηθούν εύλογα, τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι διαφανή και αναλογικά, να μην εισάγουν διακρίσεις και να μη βασίζονται σε εμπορικά κριτήρια, αλλά σε αντικειμενικά διαφορετικές απαιτήσεις τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών για συγκεκριμένες κατηγορίες κίνησης. Τα εν λόγω μέτρα δεν παρακολουθούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο και δεν διατηρούνται πέραν του απαιτουμένου. Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο δεν εφαρμόζουν μέτρα διαχείρισης της κίνησης που υπερβαίνουν αυτά που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο και, κυρίως, δεν παρεμποδίζουν, επιβραδύνουν, αλλοιώνουν, περιορίζουν, εισάγουν παρεμβολές, υποβαθμίζουν ή επιβάλλουν διακρίσεις έναντι συγκεκριμένου περιεχομένου, εφαρμογών ή υπηρεσιών ή συγκεκριμένων κατηγοριών αυτών, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο και μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο, ούτως ώστε: α) να συμμορφωθούν με τις ενωσιακές νομοθετικές πράξεις ή την εθνική νομοθεσία που συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο, στην οποία υπάγεται ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, ή με τα μέτρα που συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο που θέτει σε εφαρμογή τις εν λόγω ενωσιακές νομοθετικές πράξεις ή εθνική νομοθεσία, μεταξύ άλλων και με τις αποφάσεις δικαστηρίων ή δημόσιων αρχών που διαθέτουν τις σχετικές αρμοδιότητες, β) να διασφαλίσουν την ακεραιότητα και την ασφάλεια του δικτύου, των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω του εν λόγω δικτύου και του τερματικού εξοπλισμού των τελικών χρηστών, γ) να προλάβουν την εμφάνιση εμποδίων λόγω συμφόρησης του δικτύου και να αμβλύνουν τις επιπτώσεις από τυχόν εξαιρετική ή προσωρινή συμφόρηση του δικτύου, υπό την προϋπόθεση ότι ανάλογες κατηγορίες κίνησης αντιμετωπίζονται ισότιμα». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το πρωτοδικείο περιφέρειας πρωτευούσης της Ουγγαρίας στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ της Telenor Magyarország Zrt. (Telenor) και του Προέδρου του Εθνικού Φορέα Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, (Πρόεδρος του ΕΦΜΕΕ) με αντικείμενο δύο αποφάσεις με τις οποίες ο Πρόεδρος του ΕΦΜΕΕ διέταξε την εταιρία αυτή να παύσει να παρέχει ορισμένες υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, στην Ουγγαρία, ένας φορέας παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο παρέχει στους πελάτες του πακέτα προνομιακής πρόσβασης (τα καλούμενα «πακέτα μηδενικού τέλους»), η ιδιαιτερότητα των οποίων έγκειται στο ότι η λήψη δεδομένων ορισμένων υπηρεσιών και εφαρμογών δεν συνυπολογίζεται στην κατανάλωση του όγκου δεδομένων για τον οποίον συμβλήθηκε ο τελικός χρήστης. Η ουγγρική διοίκηση έκρινε ότι η προσφορά αυτή αντίκειται στο άρθρο 3, παρ. 3, του Κανονισμού 2015/2120.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/2120 έχει την έννοια ότι πακέτα υπηρεσιών διατιθέμενα από τον πάροχο υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο μέσω συμφωνιών συναφθεισών με τελικούς χρήστες, οι οποίες συμφωνίες είχαν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
α) οι τελικοί χρήστες μπορούσαν να αγοράζουν πακέτο υπηρεσιών που τους παρέχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν άνευ περιορισμών συγκεκριμένο όγκο δεδομένων, χωρίς να αφαιρείται από αυτούς η χρήση συγκεκριμένων εφαρμογών και υπηρεσιών που υπόκεινται σε «μηδενικό τέλος»,
β) μετά δε την εξάντληση του εν λόγω όγκου δεδομένων οι τελικοί χρήστες μπορούσαν να συνεχίζουν να χρησιμοποιούν άνευ περιορισμών τις συγκεκριμένες αυτές εφαρμογές και υπηρεσίες, ενώ η κίνηση δεδομένων παρεμποδίζονταν και αντιμετώπιζε δυσκολίες όσον αφορά τις λοιπές διαθέσιμες εφαρμογές και υπηρεσίες
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/2120 έχει την έννοια ότι τα ανωτέρω πακέτα είναι ασύμβατα προς την παράγραφο 2, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι τα εν λόγω πακέτα υπηρεσιών, οι εν λόγω συμφωνίες και τα εν λόγω μέτρα παρεμπόδισης ή επιβράδυνσης περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών και βασίζονται σε εμπορικούς λόγους.