CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/2017
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΜΑΙΟΣ 2017
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C 98/16, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας
Η Επιτροπή ασκώντας προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή για παράβαση), ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νομοθεσία, η οποία προβλέπει μόνον υπό τον όρο της αμοιβαιότητας προνομιακό συντελεστή φόρου κληρονομίας για τις κληροδοσίες υπέρ μη κερδοσκοπικών οργανισμών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), παραβίασε το Δίκαιο της ΕΕ. Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Η επίμαχη εθνική νομοθεσία προσδιορίζεται στο άρθρο 25, παρ. 3, του ελληνικού κώδικα φορολογίας κληρονομιών, ο οποίος ορίζει ότι: «Υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 29, οι κτήσεις, εφόσον δικαιούχοι είναι: [...] (β) τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, τα οποία υπάρχουν ή συνιστώνται νόμιμα στην Ελλάδα, καθώς και τα αντίστοιχα αλλοδαπά με τον όρο της αμοιβαιότητας και οι περιουσίες του άρθρου 96 του αναγκαστικού νόμου 2039/1939 (ΦΕΚ 455 Αʹ), εφόσον επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς εθνωφελείς ή θρησκευτικούς ή σε ευρύτερο κύκλο φιλανθρωπικούς ή εκπαιδευτικούς ή καλλιτεχνικούς ή κοινωφελείς κατά την έννοια του άρθρου 1 του αναγκαστικού νόμου 2039/1939.».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι Ελληνική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ την ανωτέρω επίδικη νομοθεσία παρέβη τις υποχρεώσεις, οι οποίες προκύπτουν από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μαΐου 1992.
2. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C-133/15, Η. C. Chavez-Vilchez κ.λπ. κατά Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank κ.λπ. - Προδικαστική
Η προδικαστική παραπομπή αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 20 ΣΛΕΕ (Ιθαγένεια της ΕΕ) και υποβλήθηκε από το Εφετείο κοινωνικών ασφαλίσεων και δημοσιοϋπαλληλικών υποθέσεων των Κάτω Χωρών (Centrale Raad van Beroep). Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ της H. C. Chavez-Vilchez και επτά λοιπών υπηκόων τρίτων χωρών (μητέρων) και των αρμόδιων ολλανδικών αρχών. Οι προσφεύγουσες ήταν μητέρες ενός ή περισσοτέρων ανήλικων τέκνων ολλανδικής ιθαγένειας και είχαν την καθημερινή πραγματική φροντίδα τους. Το αντικείμενο της δίκης στο εθνικό δικαστήριο αφορούσε την απόρριψη των αιτημάτων, που είχαν υποβάλει οι μητέρες για κοινωνική αρωγή και χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων, με την αιτιολογία ότι οι ενδιαφερόμενες δεν είχαν δικαίωμα διαμονής στις Κάτω Χώρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πατέρας των τέκνων στις επίδικες υποθέσεις είχε την ολλανδική ιθαγένεια και είχε αναγνωρίσει τα τέκνα, τα οποία, όμως, ζούσαν κατά κύριο λόγο με τη μητέρα τους.
Τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα έδωσαν την ευκαιρία στο ΔΕΕ να εξετάσει εάν το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε Κράτος - μέλος να αρνηθεί το δικαίωμα διαμονής στο έδαφός του σε γονέα (μητέρα), υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος έχει την καθημερινή πραγματική φροντίδα ανήλικου τέκνου ολλανδικής ιθαγένειας, εφόσον δεν αποκλείεται ο έτερος γονέας, ο οποίος έχει την ολλανδική ιθαγένεια, να είναι σε θέση να αναλάβει την καθημερινή πραγματική φροντίδα του τέκνου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν τέκνο ολλανδικής ιθαγένειας θα στερηθεί των δικαιωμάτων του πολίτη της ΕΕ, στην περίπτωση που δεν αναγνωρισθεί στον γονέα του (μητέρα, υπήκοος τρίτης χώρας), δικαίωμα διαμονής στο Κράτος - μέλος, το γεγονός ότι ο έτερος γονέας, ολλανδικής ιθαγένειας, είναι πράγματι ικανός και διατεθειμένος να αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα την καθημερινή πραγματική φροντίδα του τέκνου είναι κρίσιμο στοιχείο, αλλά δεν επαρκεί για να κριθεί ότι δεν υφίσταται μεταξύ του γονέα που είναι υπήκοος τρίτης χώρας και του τέκνου σχέση εξαρτήσεως ώστε το τέκνο να υποστεί περιορισμό των δικαιωμάτων του. Η συγκεκριμένη εκτίμηση πρέπει να εδράζεται στο υπέρτατο συμφέρον του τέκνου, στο σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε της ηλικίας του τέκνου, της σωματικής και συναισθηματικής του αναπτύξεως, της εντάσεως του συναισθηματικού του δεσμού με τον γονέα που είναι πολίτης της Ένωσης και με τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας, καθώς και του κινδύνου που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του τέκνου ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας.
Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα εξετάζεται εάν το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε Κράτος - μέλος να εξαρτά το δικαίωμα διαμονής, από την υποχρέωση του εν λόγω υπηκόου να προσκομίσει στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι τυχόν απόφαση περί μη αναγνωρίσεως δικαιώματος διαμονής θα στερούσε από το τέκνο τη δυνατότητα πραγματικής απολαύσεως των δικαιωμάτων που παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που επιβάλει την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, επισημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές του Κράτους - μέλους οφείλουν να προβαίνουν, βάσει των στοιχείων που προσκομίζονται από τον υπήκοο τρίτης χώρας, στην αναγκαία έρευνα ώστε να μπορέσουν να κρίνουν, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως τις συνέπειες της απορριπτικής απόφασης.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C-99/16, Jean-Philippe Lahorgue κατά Ordre des avocats du barreau de Lyon κ.λπ. - Προδικαστική
Η συγκεκριμένη απόφαση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 4 της Οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, και υποβλήθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Λυών της Γαλλίας (tribunal de grande instance de Lyon). Σύμφωνα με το άρθρο 4 (παρ. 1) της ανωτέρω οδηγίας «Οι δραστηριότητες, οι σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτη ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ’ αυτό το κράτος, αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού». Επιπρόσθετα σύμφωνα με την παρ. 2 «Κατά την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων, ο δικηγόρος τηρεί τους επαγγελματικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής, παράλληλα με τις υποχρεώσεις οι οποίες του επιβάλλονται στο κράτος μέλος προελεύσεως». Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων την οποία υπέβαλε ο Jean Philippe Lahorgue κατά του Δικηγορικού Συλλόγου της Λυών, του Εθνικού Συμβουλίου Δικηγορικών Συλλόγων, του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων και του Δικηγορικού Συλλόγου Λουξεμβούργου. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ήταν το αίτημα του Jean Philippe Lahorgue να του χορηγηθεί, ως πάροχο διασυνοριακών υπηρεσιών συσκευή συνδέσεως στο εικονικό ιδιωτικό δίκτυο των δικηγόρων (RPVA). Ειδικότερα, ο J. P. Lahorgue, Γάλλος υπήκοος, ήταν δικηγόρος εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Λουξεμβούργου. Ζήτησε από τον Δικηγορικό Σύλλογο της Λυών να του χορηγήσει συσκευή RPVA, που να διευκολύνει τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος. Ωστόσο, ο ανωτέρω δικηγορικός σύλλογος απέρριψε το αίτημα του J. P. Lahorgue για τον λόγο ότι αυτός δεν ήταν μέλος του.
Το βασικό νομικό ζήτημα που αντιμετωπίσθηκε με τη συγκεκριμένη προδικαστική απόφαση είναι εάν η άρνηση των αρμόδιων αρχών ενός Κράτος - μέλους (Γαλλία) να χορηγήσουν συσκευή RPVA σε δικηγόρο νομίμως εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο άλλου Κράτους - μέλους (Λουξεμβούργο), για τον λόγο και μόνον ότι δεν είναι εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο του πρώτου Κράτους-μέλους στο οποίο επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμά του ως ελεύθερος επαγγελματίας, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 4 της Οδηγίας 77/249. Ειδικότερα, το ζήτημα που εξετάζεται είναι εάν η άρνηση αυτή συνιστά μέτρο το οποίο εισάγει δυσμενή διάκριση και είναι ικανό να παρεμποδίσει την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου στις περιπτώσεις στις οποίες δεν επιβάλλεται, από τον νόμο, υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με άλλο δικηγόρο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η άρνηση των αρμόδιων αρχών να χορηγήσουν συσκευή συνδέσεως στο εικονικό ιδιωτικό δίκτυο των δικηγόρων (RPVA) σε δικηγόρο νομίμως εγγεγραμμένο στο δικηγορικό σύλλογο του Λουξεμβούργο, για τον λόγο και μόνον ότι δεν είναι εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο της Λυών στις περιπτώσεις στις οποίες δεν επιβάλλεται από τον νόμο υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με άλλο δικηγόρο, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 4 της Οδηγίας 77/249/ΕΟΚ. Το ΔΕΕ έκρινε, επίσης, ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν μια τέτοια άρνηση, ανταποκρίνεται στους σκοπούς της προστασίας των καταναλωτών και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, που είναι ικανοί να δικαιολογήσουν τον ανωτέρω περιορισμό, καθώς επίσης και αν ο περιορισμός τελεί σε δυσαναλογία με τους ανωτέρω σκοπούς.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C-13/16, Valsts policijas Rīgas reģiona pārvaldes Kārtības policijas pārvalde κατά Rīgas pašvaldības SIA Rīgas satiksme - Προδικαστική
Η προδικαστική παραπομπή αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, στοιχ. στʹ, της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Σύμφωνα με το άρθρο 7 στοιχ. στ της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να γίνεται μόνον εάν: [......] στ) είναι απαραίτητη για την επίτευξη του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, υπό τον όρο ότι δεν προέχει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα που χρήζουν προστασίας δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (τμήμα διοικητικών διαφορών) της Λετονίας (Augstākās tiesas Administratīvo lietu departaments) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του αρμοδίου γραφείου για τη βεβαίωση τροχαίων παραβάσεων του διοικητικού δικαίου και της Rīgas pašvaldības SIA (Rīgas satiksme), εταιρίας τρόλεϊ της πόλεως της Ρίγας, με αντικείμενο αίτημα γνωστοποιήσεως των δεδομένων ταυτοποιήσεως του υπαιτίου ατυχήματος. Ειδικότερα, η εταιρεία τρόλεϊ Rīgas satiksme υπέβαλε αίτηση στην αστυνομία, με την οποία ζητούσε πληροφορίες για το πρόσωπο στο οποίο είχε επιβληθεί διοικητική κύρωση μετά από ατύχημα, καθώς επίσης αντίγραφα των δηλώσεων του οδηγού του ταξί και του επιβάτη σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και το ονοματεπώνυμο, τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του επιβάτη του ταξί. Η εταιρεία αναζητούσε τις ανωτέρω πληροφορίες προκειμένου να τις χρησιμοποιήσει για να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του επιβάτη ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Η αστυνομία δέχθηκε εν μέρει την αίτηση της Rīgas satiksme και της κοινοποίησε το ονοματεπώνυμο του επιβάτη, αλλά αρνήθηκε να κοινοποιήσει τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του. Επίσης, δεν απέστειλε αντίγραφα των δηλώσεων των εμπλεκομένων στο ατύχημα προσώπων.
Το νομικό ζήτημα που εξετάζεται είναι εάν το άρθρο 7, στοιχ. στʹ, της Οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι επιβάλλει την υποχρέωση, στις αρμόδιες αρχές, γνωστοποιήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτο, προκειμένου αυτός να μπορέσει να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, στοιχ. στʹ, της οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτο, προκειμένου αυτός να μπορέσει να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για τη ζημία που του προκάλεσε το πρόσωπο το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων αυτών.
5. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C 36/16, Minister Finansów κατά Posnania Investment SA - Προδικαστική
Η προδικαστική παραπομπή αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας «Στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις: α) οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή». Επιπρόσθετα, «παράδοση αγαθού», σύμφωνα με το άρθρο 14, παρ.1, της ανωτέρω Οδηγίας, νοείται η μεταβίβαση της εξουσίας να διαθέτει κανείς ενσώματο αγαθό ως κύριος. Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πολωνίας (Naczelny Sąd Administracyjny) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών και της εταιρείας Posnania Investment SA, με αντικείμενο την υπαγωγή στον ΦΠΑ πράξεως, στο πλαίσιο της οποίας η εταιρία μεταβίβασε σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης την κυριότητα επί ακινήτου προς διακανονισμό φορολογικής οφειλής.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχ. αʹ, και το άρθρο 14, παρ. 1, της Οδηγίας περί ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι η εκ μέρους ενός υποκείμενου στον ΦΠΑ μεταβίβαση της κυριότητας επί ακινήτου υπέρ οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης Κράτους-μέλους για πληρωμή ληξιπρόθεσμης φορολογικής οφειλής, συνιστά παράδοση αγαθού εξ επαχθούς αιτίας που υπόκειται στον ΦΠΑ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι ανωτέρω διατάξεις έχουν την έννοια ότι η μεταβίβαση της κυριότητας επί ακινήτου υπέρ οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης κράτους μέλους, για πληρωμή και διακανονισμό ληξιπρόθεσμης φορολογικής οφειλής, δεν συνιστά παράδοση αγαθού εξ επαχθούς αιτίας που υπόκειται στον φόρο προστιθέμενης αξίας.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C-315/15, Marcela Pešková και Jiří Peška κατά Travel Service a.s. - Προδικαστική
Η προδικαστική παραπομπή αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη «ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.». Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε από το 6ο περιφερειακό δικαστήριο Πράγας της Τσεχίας (Obvodní soud pro Prahu 6) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Marcela Pešková και του Jiří Peška και του αερομεταφορέα Travel Service a.s., σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να καταβάλει αποζημίωση σε επιβάτες, των οποίων η πτήση είχε μεγάλη καθυστέρηση (πέντε ώρες και δέκα λεπτά). Ειδικότερα, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν να επιδικασθεί σε έκαστον εξ αυτών ποσό ύψους περίπου 6.825 τσεχικών κορόνων. Τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν συνοψίζονται στα εξής:
1.Το πρώτο νομικό ζήτημα εξετάζει εάν το άρθρο 5, παρ. 3, του Kανονισμού 261/2004, έχει την έννοια ότι η πρόσκρουση πτηνού σε αεροσκάφος εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η πρόσκρουση πτηνού σε αεροσκάφος εμπίπτει στην έννοια των έκτακτων περιστάσεων της ανωτέρω διάταξης.
2. Το δεύτερο νομικό ζήτημα που εξετάζεται είναι εάν το άρθρο 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004, έχει την έννοια ότι τα «εύλογα μέτρα» τα οποία ένας αερομεταφορέας υποχρεούται να λάβει προκειμένου να μειώσει ή ακόμη και να αποτρέψει τους κινδύνους από τη σύγκρουση με πτηνό και, με τον τρόπο αυτόν, να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποζημιώσεως περιλαμβάνουν τα μέτρα προληπτικού ελέγχου της υπάρξεως πτηνών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη έχει την έννοια ότι τα «εύλογα μέτρα» περιλαμβάνουν μέτρα προληπτικού ελέγχου της υπάρξεως πτηνών, υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Ότι από τεχνικής και διοικητικής απόψεως, τέτοιου είδους μέτρα μπορούν πράγματι να ληφθούν από τον αερομεταφορέα,
β. Ότι τα μέτρα αυτά δεν επιβάλλουν στον αερομεταφορέα θυσίες υπερβαίνουσες τις δυνατότητες της επιχειρήσεώς του και
γ. Ότι ο αερομεταφορέας αποδεικνύει ότι τα μέτρα πράγματι ελήφθησαν σε σχέση με την πτήση που επηρεάστηκε από τη σύγκρουση με πτηνό.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C-339/15, Luc Vanderborght - Προδικαστική
Η προδικαστική παραπομπή αφορούσε στην ερμηνεία των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ (ελευθερία εγκαταστάσεως και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) και της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του βελγικού νόμου περί διαφημίσεως αναφορικά με τις υπηρεσίες οδοντιατρικής περιθάλψεως «Ουδείς δύναται να πραγματοποιήσει, άμεσα ή έμμεσα, διαφήμιση καθ’ οιονδήποτε τρόπο για τη θεραπεία από τον ίδιο ή άλλο πρόσωπο ειδικευμένο ή μη, στο Βέλγιο ή στην αλλοδαπή, των παθήσεων, τραυμάτων ή ανωμαλιών του στόματος και των οδόντων, ειδικά μέσω προθηκών, πινακίδων, επιγραφών ή πλακετών ικανών να παραπλανήσουν ως προς το νόμιμο της αναγγελλόμενης δραστηριότητας, μέσω φυλλαδίων πάσης φύσεως, διά του τύπου, των ραδιοκυμάτων και του κινηματογράφου [...]». Επίσης, το βασιλικό διάταγμα για τη ρύθμιση της ασκήσεως του οδοντιατρικού επαγγέλματος ορίζει ότι «Για τη γνωστοποίηση στο κοινό, στο κτίριο στο οποίο ειδικευμένο πρόσωπο [...] ασκεί το επάγγελμα του οδοντιάτρου, είναι δυνατή μόνο η ανάρτηση επιγραφής ή πινακίδας διακριτικής σε διαστάσεις και όψη, αναγράφουσας το όνομα του επαγγελματία και ενδεχομένως τον κατά νόμον τίτλο του, τις ημέρες και ώρες λειτουργίας του ιατρείου, την ονομασία της επιχειρήσεως ή του υγειονομικού φορέα εντός του οποίου αυτός ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα· αυτή μπορεί επίσης να αναφέρει τον τομέα οδοντιατρικής στον οποίο ειδικεύεται ο επαγγελματίας: επανορθωτική οδοντιατρική, προσθετική, ορθοδοντική, χειρουργική οδοντιατρική.» Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοδικείο Βρυξελλών (ποινικό τμήμα) του Βελγίου (Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg te Brussel, strafzaken) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του Luc Vanderborght. Ο Luc Vanderborght είχε εγκατασταθεί στο Βέλγιο και ασκούσε το επάγγελμα του οδοντίατρου. Ο ανωτέρω οδοντίατρος διώχθηκε για παραβίαση της ανωτέρω εθνικής νομοθεσίας, η οποία απαγορεύει οποιαδήποτε διαφήμιση για υπηρεσίες στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περιθάλψεως.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν η Οδηγία 2005/29 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία προστατεύει τη δημόσια υγεία και την αξιοπρέπεια του οδοντιατρικού επαγγέλματος απαγορεύοντας γενικώς και απολύτως κάθε διαφήμιση υπηρεσιών στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περιθάλψεως και καθορίζοντας συγκεκριμένες απαιτήσεις διακριτικότητας όσον αφορά τις πινακίδες των οδοντιατρείων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν αντιτίθεται στην οδηγία 2005/29 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές.
Επίσης, το ΔΕΕ σε επόμενο προδικαστικό ερώτημα (έκτο προδικαστικό ερώτημα) εξέτασε εάν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στην επίδικη εθνική νομοθεσία, που απαγορεύει γενικώς και απολύτως κάθε διαφήμιση υπηρεσιών στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περιθάλψεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία απαγορεύει γενικώς και απολύτως κάθε διαφήμιση υπηρεσιών στοματικής υγειονομικής και οδοντιατρικής περιθάλψεως.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C-699/15, Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs κατά Brockenhurst College - Προδικαστική
Η προδικαστική παραπομπή αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 132, παρ. 1, στοιχ. θ, της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 132 στοιχ. θ της Οδηγίας 2006/112: «Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις: [...] θ) «την εκπαίδευση των παιδιών ή των νέων, τη σχολική ή πανεπιστημιακή εκπαίδευση, την επαγγελματική εκπαίδευση, επιμόρφωση ή επανακατάρτιση καθώς και τις στενά συνδεόμενες με αυτές παροχές υπηρεσιών και παραδόσεις αγαθών, που πραγματοποιούνται από οργανισμούς δημόσιου δικαίου που επιδιώκουν τους ανωτέρω σκοπούς ή από οργανισμούς που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναγνωρίζει ότι έχουν παρεμφερείς σκοπούς». Η αίτηση προδικαστικής απόφασης υποβλήθηκε από το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου (Αγγλία, Ουαλία, πολιτικό τμήμα) (Court of Appeal, England & Wales, Civil Division) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της φορολογικής και τελωνειακής αρχής του ΗΒ και του Brockenhurst College. Αντικείμενο της δίκης, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, αποτέλεσε η απαλλαγή από τον ΦΠΑ των υπηρεσιών εστιάσεως και ψυχαγωγίας που παρέχει το κολλέγιο αυτό. Ειδικότερα, το ανωτέρω κολλέγιο αποτελεί ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως το οποίο παρέχει κατάρτιση στους τομείς της εστιάσεως, των ξενοδοχείων και των παραστατικών τεχνών. Το κολλέγιο λειτουργεί, μέσω των σπουδαστών του, εστιατόριο και διοργανώνει παραστάσεις προοριζόμενες για κοινό εκτός του ιδρύματος προκειμένου οι σπουδαστές να αποκτήσουν δεξιότητες σε πρακτικό επίπεδο.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν το άρθρο 132, παρ. 1, στοιχ. θʹ, της Οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι μπορούν να χαρακτηριστούν ως παροχές υπηρεσιών «στενά συνδεόμενες» με τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες και ως εκ τούτου ως απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ, δραστηριότητες, που συνίστανται στην παροχή από τους σπουδαστές ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, στο πλαίσιο της εκπαιδεύσεώς τους και εξ επαχθούς αιτίας, υπηρεσιών εστιάσεως και ψυχαγωγίας προς τρίτους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ έχει την έννοια ότι μπορούν να χαρακτηριστούν ως παροχές υπηρεσιών «στενά συνδεόμενες» με την κύρια παροχή εκπαιδεύσεως, και, ως εκ τούτου, απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ, οι δραστηριότητες, οι οποίες συνίστανται στην παροχή από σπουδαστές ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, υπηρεσιών εστιάσεως και ψυχαγωγίας προς τρίτους υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:
1. Ότι οι υπηρεσίες είναι απαραίτητες για την εκπαίδευσή τους και
2. Ότι δεν προορίζονται για να προσπορίσουν στο ίδρυμα συμπληρωματικά έσοδα, με την πραγματοποίηση πράξεων που ανταγωνίζονται άμεσα τις πράξεις άλλων εμπορικών επιχειρήσεων, που υπόκεινται σε καθεστώς ΦΠΑ.
9. ΔΕΕ απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C 682/15, Berlioz Investment Fund SA κατά Directeur de l’administration des contributions directes - Προδικαστική
Η προδικαστική παραπομπή αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, και του άρθρου 5 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, καθώς και στην ερμηνεία των άρθρων 47 και 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 1, της ανωτέρω Οδηγίας: «Η παρούσα οδηγία ορίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες βάσει των οποίων τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους με στόχο την ανταλλαγή πληροφοριών που, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν σημασία για τη διοίκηση και την επιβολή της εγχώριας νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά στους φόρους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 2». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας: «Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας αρχής, η λαμβάνουσα αρχή κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή οιαδήποτε πληροφορία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 που διαθέτει ή που περιέρχεται σε αυτήν ως αποτέλεσμα διοικητικών ερευνών.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Εφετείο του Λουξεμβούργο (Cour administrative) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Berlioz Investment Fund SA και του διευθυντή της υπηρεσίας άμεση φορολογίας του Λουξεμβούργο με αντικείμενο τη χρηματική κύρωση που της επέβαλε λόγω της αρνήσεώς της να ανταποκριθεί σε αίτημα παροχής πληροφοριών, στο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών με τη γαλλική φορολογική διοίκηση. Ειδικότερα, η Berlioz είναι ανώνυμη εταιρία λουξεμβουργιανού δικαίου, η οποία εισέπραξε μερίσματα που της κατέβαλε η θυγατρική της Cofima (ανώνυμη εταιρία γαλλικού δικαίου) με απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου. Η γαλλική φορολογική διοίκηση, έχοντας αμφιβολίες ως προς το αν η απαλλαγή της οποίας έτυχε η Cofima πληρούσε τις προϋποθέσεις του γαλλικού δικαίου, απηύθυνε στη λουξεμβουργιανή φορολογική διοίκηση αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικών με την Berlioz βάσει της οδηγίας 2011/16. Η εταιρεία δεν γνωστοποίησε τα ονόματα και τις διευθύνσεις των εταίρων της, τον αριθμό των μετοχών κάθε εταίρου και το ποσοστό που αντιπροσώπευε ο αριθμός αυτός επί του μετοχικού κεφαλαίου, υποστηρίζοντας ότι οι πληροφορίες αυτές στερούνταν προβλέψιμης συνάφειας, κατά την έννοια της οδηγίας 2011/16. Εν συνεχεία, ο διευθυντής της υπηρεσίας άμεσης φορολογίας επέβαλε στην Berlioz διοικητικό πρόστιμο ύψους 250 000 ευρώ, λόγω της αρνήσεώς της να παράσχει τις ανωτέρω πληροφορίες.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν το άρθρο 51, παρ. 1, του Χάρτη έχει την έννοια ότι Κράτος - μέλος θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης με συνέπεια να καθίσταται εφαρμοστέος ο Χάρτης, όταν προβλέπει στη νομοθεσία του χρηματική κύρωση για τον διοικούμενο που αρνείται να παράσχει πληροφορίες στο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ φορολογικών αρχών βάσει των διατάξεων της Οδηγίας 2011/16.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 51, παρ. 1, του Χάρτη έχει την έννοια ότι κράτος μέλος θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης στην ανωτέρω περίπτωση.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι διοικούμενος στον οποίο έχει επιβληθεί χρηματική κύρωση λόγω μη συμμορφώσεώς του προς διοικητική απόφαση, που τον υποχρεώνει να παράσχει ορισμένες πληροφορίες στο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ εθνικών φορολογικών διοικήσεων δυνάμει της Οδηγίας 2011/16, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι διοικούμενος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου λόγω άρνησης παροχής πληροφοριών.
Το τρίτο νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι εάν το άρθρο 1, παρ. 1, και το άρθρο 5 της Οδηγίας 2011/16 έχουν την έννοια ότι η «προβλέψιμη συνάφεια» των πληροφοριών που ζητεί Κράτος-μέλος από άλλο Κράτος-μέλος αποτελεί προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληροί το αίτημα παροχής πληροφοριών προκειμένου να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση του λαμβάνοντος Κράτους-μέλους να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό και, ως εκ τούτου, αν αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας της αποφάσεως με την οποία το Κράτος-μέλος υποχρεώνει ορισμένο διοικούμενο να παράσχει ορισμένες πληροφορίες.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα έχουν την έννοια ότι η «προβλέψιμη συνάφεια» των πληροφοριών αποτελεί προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληροί το αίτημα παροχής πληροφοριών προκειμένου να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση του λαμβάνοντος Κράτους-μέλους να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό. Ως εκ τούτου, η προβλέψιμη συνάφεια αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας τόσο της αποφάσεως με την οποία το Κράτος μέλος υποχρεώνει ορισμένο διοικούμενο να παράσχει ορισμένες πληροφορίες όσο και της κυρώσεως που του επιβάλλει σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς την απόφαση αυτή.
10. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Υπόθεση C-617/15, Hummel Holding A/S κατά Nike Inc., Nike Retail BV - Προδικαστική
Η προδικαστική παραπομπή αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 97, παρ. 1, του Κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 97 (Διεθνής δικαιοδοσία) παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού «1. Με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού, καθώς και του κανονισμού [44/2001] που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 94, οι διαδικασίες που προκύπτουν από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 96 διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο εναγόμενος έχει την κατοικία του ή, αν δεν έχει κατοικία σε ένα από τα κράτη μέλη, στο δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατάσταση» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο του Ντύσσελντορφ της Γερμανίας (Oberlandesgericht Düsseldorf) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ αφενός της Hummel Holding A/S και αφετέρου της Nike Inc. και της θυγατρικής της Nike Retail BV, σχετικά με την παραποίηση/απομίμηση από τις δύο τελευταίες ενός διεθνούς σήματος της Hummel Holding, το οποίο ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν το άρθρο 97, παρ. 1, του Κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι νομικώς ανεξάρτητη εταιρία, που εδρεύει σε Κράτος-μέλος και αποτελεί θυγατρική μιας μητρικής επιχειρήσεως, που δεν έχει την έδρα της στην Ένωση, συνιστά «εγκατάσταση» της μητρικής επιχειρήσεως κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 97, παράγραφος 1,του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ανωτέρω νομικώς ανεξάρτητη εταιρία συνιστά «εγκατάσταση» της μητρικής επιχειρήσεως (που δεν έχει την έδρα της στην ΕΕ) υπό την προϋπόθεση ότι η θυγατρική εταιρεία συνιστά κέντρο επιχειρήσεων στο Κράτος - μέλος της ΕΕ και ασκεί πραγματική και σταθερή εμπορική δραστηριότητα, η οποία εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση της εν λόγω μητρικής επιχειρήσεως.