CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 6/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιούνιος 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2018, Υπόθεση C-246/17, Ibrahima Diallo κατά État belge - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 10, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/38 «1. Το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους πιστοποιείται με τη χορήγηση εγγράφου το οποίο καλείται “Δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης”, το αργότερο εντός εξαμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Η βεβαίωση υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής χορηγείται αμέσως». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας του Βελγίου στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ibrahima Diallo, υπηκόου Γουινέας, και του Βελγικού Δημοσίου αναφορικά με την απόρριψη της αιτήσεως του πρώτου να του χορηγηθεί δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, ο Diallo υπέβαλε αίτηση προκειμένου να του χορηγηθεί δελτίο διαμονής ως ανιών τέκνου ολλανδικής ιθαγένειας, που κατοικεί στο Βέλγιο.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίμαχο άρθρο της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι η απόφαση επί αιτήσεως για χορήγηση δελτίου διαμονής μέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης πρέπει να εκδίδεται και να κοινοποιείται εντός της εξάμηνης προθεσμίας που τάσσει η διάταξη αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η χορήγηση δελτίου διαμονής μέλους οικογένειας πολίτης της ΕΕ πρέπει να εκδίδεται και να κοινοποιείται εντός της εξάμηνης προθεσμίας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 2004/38 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει στις αρμόδιες εθνικές αρχές να χορηγούν αυτοδικαίως στον ενδιαφερόμενο δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης, οσάκις έχει παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία, χωρίς να πιστοποιούν προηγουμένως ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί πράγματι τις προϋποθέσεις για διαμονή στο Κράτος-μέλος υποδοχής σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.
Αναφορικά με το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η χορήγηση τίτλου διαμονής πρέπει να θεωρείται πράξη με την οποία διαπιστώνεται, από το Κράτος -μέλος, η ατομική κατάσταση ενός υπηκόου. Έτσι, ο χαρακτήρας των δελτίων διαμονής είναι αναγνωριστικός και αποστολή τους είναι να πιστοποιούν ένα προϋφιστάμενο δικαίωμα διαμονής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2004/38 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
Το τρίτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία βάσει της οποίας, κατόπιν δικαστικής ακυρώσεως αποφάσεως περί μη χορηγήσεως δελτίου διαμονής μέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης, η αρμόδια εθνική αρχή διαθέτει αυτομάτως εκ νέου ακέραιη την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 10, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/38.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2004/38 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομολογία.
2. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2018, Υπόθεση C-83/17, KP κατά LO - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης, της 23ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής, που εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την Aπόφαση 2009/941/ΕΚ του Συμβουλίου. Το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης ορίζει τα εξής: «1. Εκτός αντίθετης διάταξης του [Πρωτοκόλλου της Χάγης], οι υποχρεώσεις διατροφής διέπονται από το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής. 2. Σε περίπτωση αλλαγής της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους της νέας συνήθους διαμονής από τη στιγμή κατά την οποία επέρχεται η συγκεκριμένη μεταβολή.». Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της Χάγης «2. Όταν, δυνάμει του δικαίου που αναφέρεται στο άρθρο 3, ο δικαιούχος δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο, εφαρμόζεται το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori)». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ανήλικης KP και του πατέρα της, LO, σχετικά με αξιώσεις διατροφής. Ειδικότερα, η KP και οι γονείς της είναι Γερμανοί υπήκοοι που ζούσαν στη Γερμανία μέχρι τον Μάιο του 2015. Στις 28 Μαΐου 2015, η ΚΡ και η μητέρα της εγκαταστάθηκαν στην Αυστρία που έγινε ο τόπος της νέας συνήθους διαμονής τους. Εν συνεχεία, η KP άσκησε αγωγή διατροφής κατά του LO ενώπιον του ειρηνοδικείου Fünfhaus της Αυστρίας. Στις 18 Μαΐου 2016, η KP διεύρυνε το αίτημά της για την περίοδο από 1ης Ιουνίου 2013 έως τις 31 Μαΐου 2015. Ωστόσο, το ειρηνοδικείο Fünfhaus απέρριψε το αίτημα της KP για καταβολή διατροφής για την περίοδο από 1ης Ιουνίου 2013 έως τις 31 Μαΐου 2015, με το σκεπτικό ότι για το χρονικό αυτό διάστημα έπρεπε, δυνάμει του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης, να εφαρμοσθεί το γερμανικό δίκαιο του οποίου οι προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση καθυστερούμενης διατροφής δεν πληρούνταν. Σύμφωνα με την απόφαση του Ειρηνοδικείου το άρθρο 4, παρ. 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, αφορά μόνον τα δικαιώματα που γεννώνται μετά την εγκατάσταση στον νέο τόπο συνήθους διαμονής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 4, παρ. 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση στην οποία ο δικαιούχος διατροφής, που άλλαξε συνήθη διαμονή, υποβάλει, ενώπιον δικαστηρίου του κράτους της νέας συνήθους διαμονής του, αίτηση περί καταβολής διατροφής για προγενέστερο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο κατοικούσε σε άλλο Κράτος-μέλος (Γερμανία).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4 παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της Χάγης έχει την έννοια ότι :
– το γεγονός ότι το κράτος του δικάζοντος δικαστή συμπίπτει με το κράτος της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής δεν αποκλείει την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, εφόσον το δίκαιο που ορίζεται ως εφαρμοστέο από τον επικουρικό κανόνα συνδέσεως που η διάταξη αυτή προβλέπει δεν συμπίπτει με το δίκαιο που ορίζεται ως εφαρμοστέο από τον βασικό κανόνα συνδέσεως που προβλέπει το άρθρο 3 του εν λόγω πρωτοκόλλου
– σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος διατροφής, ο οποίος άλλαξε συνήθη διαμονή, υποβάλει αίτηση για διατροφή για παρελθόν χρονικό διάστημα (όπου κατοικούσε στη Γερμανία) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους της νέας συνήθους διαμονής του (Αυστρία), το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή, που είναι και το δίκαιο του κράτους της νέας συνήθους διαμονής του (αυστριακό), μπορεί να εφαρμοσθεί εάν τα δικαστήρια του Κράτους-μέλους εκδικάσεως της υποθέσεως είχαν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση διαφορών σχετικά με υποχρεώσεις διατροφής που αφορούσαν τους διαδίκους αυτούς και αναφέρονταν στο εν λόγω χρονικό διάστημα.
3.ΔΕΕ, απόφαση της 26ηςΙουνίου 2018, Υπόθεση C-451/16, MB κατά Secretary of State for Work and Pensions - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 της ανωτέρω Οδηγίας «Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά: – το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους προσβάσεως στα συστήματα αυτά, [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της MB και του Υφυπουργού Εργασίας και Συντάξεων, του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την άρνηση χορηγήσεως στην προσφεύγουσα κρατικής συντάξεως γήρατος από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως των προσώπων του φύλου που απέκτησε η ίδια κατόπιν αλλαγής φύλου. Ειδικότερα, η ΜΒ γεννήθηκε το 1948 και το φύλο γεννήσεώς της ήταν άρρεν ενώ το 1974 συνήψε γάμο. Το εν λόγω πρόσωπο άρχισε να ζει ως γυναίκα το 1991 και το 1995 υποβλήθηκε σε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Ωστόσο, η ΜΒ δεν είχε οριστικό πιστοποιητικό αναγνωρίσεως της αλλαγής φύλου στην οποία προέβη, διότι η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού προϋποθέτει την ακύρωση του γάμου της. Τόσο η ίδια όσο και η σύζυγός της επιθυμούσαν να παραμείνουν έγγαμοι για θρησκευτικούς λόγους. Το 2008, η ΜΒ, έχοντας συμπληρώσει το 60ό έτος της, ήτοι την ηλικία στην οποία οι γεννηθείσες προ της 6ης Απριλίου 1950 γυναίκες δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να λάβουν κρατική σύνταξη γήρατος «κατηγορίας Α», υπέβαλε αίτηση ζητώντας να λάβει την εν λόγω σύνταξη από την ηλικία αυτή βάσει των εισφορών που είχε καταβάλει, στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας. Η αίτησή της απορρίφθηκε λόγω έλλειψης οριστικού πιστοποιητικού αναγνωρίσεως της αλλαγής φύλου στην οποία είχε προβεί και ως εκ τούτου η ΜΒ δεν ήταν δυνατόν να εκληφθεί ως γυναίκα από πλευράς του προσδιορισμού της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεώς της.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 79/7, και ιδίως το άρθρο 4, παρ. 1, πρώτη περίπτωση έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει σε πρόσωπο το οποίο έχει προβεί σε αλλαγή φύλου να πληροί όχι μόνο σωματικά, κοινωνικά και ψυχολογικά κριτήρια, αλλά και την προϋπόθεση ότι δεν είναι έγγαμο με πρόσωπο του φύλου που απέκτησε και το ίδιο κατόπιν της εν λόγω αλλαγής φύλου, προκειμένου να δικαιούται να λάβει κρατική σύνταξη γήρατος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση αντιτίθεται στις διατάξεις της Οδηγίας 79/7 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Υπόθεση C-210/16, Unabhängiges Landeszentrum für Datenschutz Schleswig-Holstein κατά Wirtschaftsakademie Schleswig-Holstein GmbH - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της ανεξάρτητης περιφερειακής αρχής προστασίας δεδομένων του Schleswig-Holstein της Γερμανίας (ULD) και της Wirtschaftsakademie Schleswig-Holstein GmbH, εταιρίας ιδιωτικού δικαίου ειδικευμένης στον τομέα της εκπαιδεύσεως. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η νομιμότητα διαταγής, που εξέδωσε η ULD έναντι της εν λόγω εταιρίας, να απενεργοποιήσει τη σελίδα της, που φιλοξενείται στον ιστότοπο του μέσου κοινωνικής δικτυώσεως Facebook.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, στοιχείο δ (Υπεύθυνος επεξεργασίας) της Οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει να ευθύνεται, σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ένας φορέας, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή σελίδας (Wirtschaftsakademie) σε μέσο κοινωνικής δικτυώσεως, λόγω της επιλογής του να χρησιμοποιήσει το εν λόγω μέσο κοινωνικής δικτυώσεως για τη διάδοση πληροφοριών. Ως υπεύθυνος επεξεργασίας νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος φορέας που μόνος ή από κοινού με άλλους καθορίζει τους στόχους και τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, στοιχ. δ, της Οδηγίας 95/46 και η έννοια «υπεύθυνος της επεξεργασίας» καλύπτει και τον διαχειριστή σελίδας που φιλοξενείται σε μέσο κοινωνικής δικτυώσεως.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 4, παρ. 1, στοιχείο αʹ, καθώς και το άρθρο 28, παρ. 3 και 6, της Οδηγίας 95/46 έχουν την έννοια ότι η αρχή ελέγχου της Γερμανίας μπορεί να ασκήσει έναντι φορέα εγκατεστημένου στο έδαφος της Γερμανίας τις εξουσίες παρεμβάσεως λόγω παραβάσεως των ανωτέρω κανόνων από τρίτο υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων αυτών (facebook) που έχει την έδρα του σε άλλο Κράτος-μέλος (Ιρλανδία)χωρίς προηγουμένως να καλέσει την αρχή ελέγχου του άλλου Κράτους-μέλους να παρέμβει.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δύναται η γερμανική αρχή να εκτιμήσει αυτοτελώς τη νομιμότητα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων χωρίς να καλέσει προηγουμένως την αρχή της Ιρλανδίας.
5. ΔΕΕ, απόφαση της 5ηςΙουνίου 2018, Υπόθεση C-677/16, Montero Mateos κατά Αgencia Madrileña de Atención Social dela Consejería de Políticas Socialesy Familia dela Comunidad Autónoma de Madrid - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της συμφωνίας-πλαισίου «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών της Μαδρίτης (Juzgado de lo Social n° 33 de Madrid) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Lucía Montero Mateos και της Υπηρεσίας Κοινωνικής Αρωγής σχετικά με τη λήξη της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας προσωρινής απασχολήσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που δεν προβλέπει την καταβολή αποζημιώσεως (κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου της εργασιακής σύμβασης) στους εργαζομένους οι οποίοι απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσες με σκοπό την προσωρινή πλήρωση θέσεως εργασίας ενόσω διαρκεί η διαδικασία προσλήψεως ή προαγωγής για την οριστική πλήρωση της εν λόγω θέσεως ενώ στους εργαζομένους αορίστου χρόνου χορηγείται αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους για αντικειμενική αιτία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 5ηςΙουνίου 2018, Υπόθεση C-574/16, Grupo Norte Facility SA κατά Angel Manuel Moreira Gómez - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το ανώτερο δικαστήριο της Γαλικίας της Ισπανίας (Τribunal Superior de Justicia de Galicia) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Grupo Norte Facility SA και του Angel Manuel Moreira Gómez σχετικά με τη λήξη της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας αναπληρώσεως. Ως σύμβαση εργασίας αναπληρώσεως νοείται η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία καταρτίζεται με σκοπό την κάλυψη του χρόνου εργασίας τον οποίο αφήνει ακάλυπτο ένας μερικώς συνταξιοδοτούμενος εργαζόμενος,
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αποζημίωση που καταβάλλεται, κατά τη λήξη της σύμβασης, στους εργαζομένους που απασχολούνται βάσει συμβάσεως αναπληρώσεως είναι χαμηλότερη από την αποζημίωση που χορηγείται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους από αντικειμενική αιτία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω ρήτρα δεν αντιτίθεται στη συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση περί καταβολής χαμηλότερης αποζημιώσεως στους εργαζομένους που απασχολούνται βάσει συμβάσεων αναπληρώσεως ορισμένου χρόνου.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 5ηςΙουνίου 2018, Υπόθεση C-673/16, Relu Adrian Comanκ.λπ. κατά Inspectoratul Generalpentru Imigrări και Ministerul Afacerilor Interne - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 3, παρ. 1 και παρ. 2, στοιχεία αʹ και βʹ, καθώς και του άρθρου 7, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας (Curtea Constituţională) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Relu Adrian Coman, Robert Clabourn Hamilton και της Asoaţia Accept και, αφετέρου, της γενικής επιθεωρήσεως μεταναστεύσεως, και του Υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με τις προϋποθέσεις χορηγήσεως στον R. C. Hamilton δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών στη Ρουμανία. Ειδικότερα, οι R. A. Coman, ρουμανικής και αμερικανικής ιθαγενείας και R. C. Hamilton, αμερικανικής ιθαγενείας συνήψαν γάμο στις Βρυξέλλες τον Νοέμβριο του 2010. Τον Δεκέμβριο του 2012, ο R. A. Coman και ο R. C. Hamilton απευθύνθηκαν στην Επιθεώρηση προκειμένου να ενημερωθούν σχετικά με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο R. C. Hamilton, ο οποίος δεν ήταν πολίτης της Ένωσης, θα μπορούσε, ως μέλος της οικογένειας του R. A. Coman, να αποκτήσει δικαίωμα νόμιμης διαμονής στη Ρουμανία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Η Επιθεώρηση ενημέρωσε τους R. A. Coman και R. C. Hamilton ότι ο τελευταίος είχε δικαίωμα διαμονής τριών μόνο μηνών, καθότι, σύμφωνα με τον αστικό κώδικα δεν αναγνωρίζεται γάμος όσον αφορά άτομα του ιδίου φύλου και, επιπροσθέτως ότι δεν ήταν δυνατόν να παραταθεί το δικαίωμα του R. C. Hamilton για προσωρινή διαμονή στη Ρουμανία για λόγους οικογενειακής επανενώσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 21 παρ. 1 ΣΛΕΕ έχει την έννοια, ότι στην περίπτωση που πολίτης της Ένωσης, ο οποίος έχει κάνει χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της Οδηγίας 2004/38 μεταβαίνοντας και διαμένοντας πράγματι σε διαφορετικό Κράτος-μέλος από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια και έχει συνάψει νομίμως γάμο εντός του Κράτους-μέλους υποδοχής (Βέλγιο), οι αρμόδιες αρχές της Ρουμανίας δεν δύνανται να αρνηθούν να χορηγήσουν στον υπήκοο τρίτου κράτους δικαίωμα διαμονής στη Ρουμανία με την αιτιολογία ότι η νομοθεσία του εν λόγω Κράτους-μέλους δεν προβλέπει γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι αρμόδιες αρχές του Κράτους-μέλους (Ρουμανία) δεν δύνανται να αρνηθούν να χορηγήσουν στον υπήκοο τρίτου κράτους δικαίωμα διαμονής στο έδαφος του Κράτους-μέλους, με την αιτιολογία ότι η νομοθεσία του εν λόγω Κράτους-μέλους δεν προβλέπει γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Υπόθεση C-15/16, Bundesanstaltfür Finanzdienstleistungsaufsicht κατά Ewald Baumeister - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 54, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 48 παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της αρχής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και του Ewald Baumeister σχετικά με την απόφαση της αρχής αυτής να μην επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, που αφορούσαν τη Phoenix Kapitaldienst GmbH.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 54, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/39 έχει την έννοια ότι όλες οι πληροφορίες σχετικά με την εποπτευόμενη επιχείρηση τις οποίες αυτή έχει διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή, καθώς και όλες οι εκτιμήσεις της εν λόγω αρχής που περιέχονται στον σχετικό με την εποπτεία φάκελό της, συμπεριλαμβανομένης της αλληλογραφίας της με άλλους φορείς, συνιστούν, άνευ περαιτέρω προϋποθέσεων, εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες επομένως καλύπτονται από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου κατά τη διάταξη αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 54, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/39 έχει την έννοια ότι όλες οι πληροφορίες που αφορούν την εποπτευόμενη επιχείρηση δεν συνιστούν, άνευ περαιτέρω προϋποθέσεων, εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες, συνεπώς, καλύπτονται από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου κατά τη διάταξη αυτή.
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ εκτίμησε ότι εμπίπτουν στον χαρακτηρισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών οι ευρισκόμενες στην κατοχή των αρμοδίων αρχών πληροφορίες οι οποίες, πρώτον, δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα και των οποίων, δεύτερον, η δημοσιοποίηση μπορεί πιθανώς να βλάψει τα συμφέροντα του φυσικού ή νομικού προσώπου που τις προσκόμισε ή τρίτου, ή ακόμη την ομαλή λειτουργία του συστήματος ελέγχου της δραστηριότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων το οποίο θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης με την Οδηγία 2004/39.
9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2018, Υπόθεση C-530/16 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας - Παράβαση Κράτους-μέλους
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την προσφυγή που άσκησε, ζητούσε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 21, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων. Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα ατυχήματα και τα συμβάντα που αναφέρονται στο άρθρο 19 διερευνώνται από μόνιμο φορέα, ο οποίος περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον άτομο ικανό να επιτελεί τα καθήκοντα του υπεύθυνου έρευνας σε περίπτωση ατυχήματος ή συμβάντος. Ο εν λόγω φορέας είναι ανεξάρτητος ως προς την οργάνωση, τη νομική μορφή και τη λήψη αποφάσεων από οποιονδήποτε διαχειριστή υποδομής, σιδηροδρομική επιχείρηση, φορέα χρέωσης, φορέα κατανομής και κοινοποιημένο οργανισμό και από οποιονδήποτε τρίτο με συμφέροντα αντικρουόμενα με τα καθήκοντα που ανατίθενται στον φορέα διερεύνησης. Επιπλέον, είναι λειτουργικά ανεξάρτητος από την αρχή για την ασφάλεια και από οποιονδήποτε σιδηροδρομικό ρυθμιστικό φορέα».
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν διασφάλισε την ανεξαρτησία λήψης αποφάσεων της μόνιμης Εθνικής Επιτροπής Διερευνήσεως Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων (PKBWKP) έναντι του διαχειριστή υποδομής και της σιδηροδρομικής επιχείρησης που ελέγχονται από τον υπουργό μεταφορών.
Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την οργανωτική ανεξαρτησία και την ανεξαρτησία λήψης αποφάσεων του φορέα διερεύνησης σιδηροδρομικών ατυχημάτων παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 21, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/49/ΕΚ
10. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Υπόθεση C-181/16, Sadikou Gnandi κατά État Belge - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και τις διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς και της αρχής της μη επαναπροωθήσεως και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, με το άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, καθώς και με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας του Βελγίου (Conseild’État) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Sadikou Gnandi και του État Belge (Βελγικού Δημοσίου), σχετικά με τη νομιμότητα αποφάσεως διατάσσουσας τον πρώτο να εγκαταλείψει τη βελγική επικράτεια.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 2008/115, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με την Οδηγία 2005/85 και με γνώμονα την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής, βάσει του άρθρου 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2008/115, εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ήδη από τη χρονική στιγμή απορρίψεως της αιτήσεως από την αρμόδια αρχή και ως εκ τούτου πριν από την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής κατά της απορρίψεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2008/115 έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτήν η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής πριν από την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής κατά της απορρίψεως αυτής.
Ωστόσο, τα ανωτέρω ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο Κράτος-μέλος διασφαλίζει: α) την αναστολή του συνόλου των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής, β) ότι ο αιτών δύναται, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της Οδηγίας 2003/9 και να προβάλει οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής περί επιστροφής και η οποία δύναται να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου βάσει της Oδηγίας 2008/115.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου