CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 9/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Σεπτέμβριος 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-327/18 PPU, R O - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ και της Απόφασης-Πλαισίο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το High Court της Ιρλανδίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης στην Ιρλανδία δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν από τις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου (HB) σε βάρος του RO. Ειδικότερα, ο RO προβάλλοντας αντιρρήσεις κατά της παράδοσής του επικαλέστηκε την αποχώρηση του ΗB από την Ένωση και το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, υποστηρίζοντας ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση εγκλεισμού του στη φυλακή του Maghaberry στη Βόρεια Ιρλανδία. Το αιτούν δικαστήριο της Ιρλανδίας προβληματίστηκε αναφορικά με το γεγονός ότι εάν πραγματοποιηθεί η παράδοση του RO, τότε κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε φυλακή του ΗB και μετά την ημερομηνία της αποχώρησης του ΗB από την ΕΕ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 50 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η γνωστοποίηση, από Κράτος-μέλος, της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ένωση έχει ως συνέπεια ότι, σε περίπτωση έκδοσης ΕΕΣ από το εν λόγω Κράτος-μέλος σε βάρος κάποιου προσώπου, το Κράτος-μέλος εκτέλεσης του εντάλματος οφείλει είτε να αρνηθεί να το εκτελέσει είτε να αναβάλει την εκτέλεσή του, έως ότου διευκρινιστεί το νομικό καθεστώς που θα ισχύει στο Κράτος-μέλος έκδοσης του εντάλματος μετά την αποχώρησή του από την Ένωση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι μόνη η γνωστοποίηση από Κράτος-μέλος της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σημαίνει ότι το Κράτος-μέλος εκτέλεσης του εντάλματος οφείλει είτε να αρνηθεί να το εκτελέσει είτε να αναβάλει την εκτέλεσή του, έως ότου διευκρινιστεί το νομικό καθεστώς που θα ισχύει στο Κράτος-μέλος έκδοσης του εντάλματος μετά την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, τόνισε ότι εφόσον δεν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι μετά την αποχώρηση του Κράτους-μέλους έκδοσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση το πρόσωπο διατρέχει τον κίνδυνο να στερηθεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Απόφαση - πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, η Ιρλανδία δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ενώ το Κράτος-μέλος έκδοσης εξακολουθεί να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-312/17, Surjit Singh Bedi κατά Bundesrepublik Deutschland και Bundesrepublik Deutschland in Prozessstandschaft für das Vereinigte Königreich von Großbritannien und Nordirland - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 2 της Οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο των Εργατικών Διαφορών του Hamm της Γερμανίας (Landesarbeitsgericht Hamm) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Surjit Singh Bedi και της ΟΔ της Γερμανίας και της ΟΔ της Γερμανίας ασκούσας, ως εκπρόσωπος, τα δικαιώματα του ΗΒ. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος, που προβλέπεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, από τη στιγμή που συνέτρεξαν στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου οι προϋποθέσεις για τη λήψη πρόωρης συντάξεως, που χορηγείται στα άτομα με αναπηρία δυνάμει του συστήματος υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίμαχο άρθρο της Οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στις διατάξεις συλλογικής συμβάσεως εργασίας που προβλέπουν την παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος, χορηγούμενου για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς εισοδήματος σε εργαζόμενο που απώλεσε την εργασία του και μέχρις ότου αυτός θεμελιώσει δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος βάσει του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος, από τη στιγμή που ο εργαζόμενος πληροί τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος που προβλέπεται για τα άτομα με σοβαρή αναπηρία.
Αρχικά, το ΔΕΕ εξέτασε εάν το προσωρινό επίδομα αποτελεί αμοιβή και διαπίστωσε ότι η επίδική παροχή αποτελεί αμοιβή. Αναφορικά με το κύριο προαναφερόμενο ζήτημα το ΔΕΕ παρατήρησε ότι το άρθρο 8 παρ. 1 της συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που συσχετίζει την παύση του προσωρινού επιδόματος με τις προϋποθέσεις του συστήματος πρόωρης συνταξιοδότησης, δεν εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην αναπηρία, καθόσον το κριτήριο της διακρίσεως δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αναπηρία. Στο ζήτημα της έμμεσης διακρίσεως το ΔΕΕ επισήμανε ότι οι εργαζόμενοι με σοβαρή αναπηρία λαμβάνουν πρόωρη σύνταξη ανάλογα με το έτος γεννήσεώς τους, και ότι, κατά συνέπεια, δικαιούνται κατά κανόνα προσωρινού επιδόματος για διάρκεια μικρότερη από ένα έως τρία έτη σε σχέση με τη διάρκεια του επιδόματος που καταβάλλεται στους εργαζομένους χωρίς αναπηρία της ίδιας ηλικίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στις διατάξεις συλλογικής συμβάσεως εργασίας που προβλέπουν την παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος λόγω του γεγονότος ότι ο εργαζόμενος αυτός πληροί τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος που προβλέπεται για τα άτομα με σοβαρή αναπηρία.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-244/17, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προσφυγή ακύρωσης
Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε προσφυγή ακύρωσης της Επιτροπής με την οποία ζητούσε την ακύρωση της Αποφάσεως 2017/477 του Συμβουλίου για τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας που συγκροτήθηκε βάσει της ενισχυμένης συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-μελών και της Δημοκρατίας του Καζακστάν. Η συγκεκριμένη ενισχυμένη συμφωνία εταιρικής σχέσης αφορούσε τις εργασιακές ρυθμίσεις του Συμβουλίου Συνεργασίας, της Επιτροπής Συνεργασίας, ειδικών υποεπιτροπών ή οποιωνδήποτε άλλων οργάνων. Η Επιτροπή, παραθέτοντας το μοναδικό λόγο ακύρωσης, υποστήριξε ότι το Συμβούλιο προσέθεσε, στη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 31, παρ. 1, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων ότι οι αποφάσεις οι οποίες εμπίπτουν στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ {(Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ)}, λαμβάνονται ομόφωνα, πλην των περιπτώσεων στις οποίες το κεφάλαιο αυτό ορίζει διαφορετικά. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη πράξη θα έπρεπε να ληφθεί δυνάμει των άρθρων 218, παρ. 9, ΣΛΕΕ και 218, παρ. 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα το τελευταίο προβλέπει απλοποιημένη διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθείται από το Συμβούλιο όταν αυτό προσδιορίζει τις θέσεις που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο οργάνου συσταθέντος με συμφωνία, τόσο στα θέματα που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ όσο και σε εκείνα που δεν εμπίπτουν σε αυτήν. Ας σημειωθεί ότι το Συμβούλιο ζήτησε από το Δικαστήριο να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά της Απόφασης σε σχέση με εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου Συνεργασίας, της Επιτροπής Συνεργασίας και των ειδικών υποεπιτροπών, που υιοθετήθηκαν και άρχισαν να ισχύουν στις 28 Μαρτίου 2017.
Το Δικαστήριο σε μια αρχική του σκέψη αναγνώρισε ότι όταν μία απόφαση περιλαμβάνει διάφορα συστατικά στοιχεία ή επιδιώκει περισσότερους του ενός σκοπούς, εκ των οποίων ορισμένοι εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ, ο εφαρμοστέος για την έκδοσή της κανόνας ψηφοφορίας πρέπει να προσδιορίζεται υπό το πρίσμα του κύριου ή πρωτεύοντος σκοπού ή συστατικού στοιχείου αυτής. Επιπρόσθετα, τόνισε ότι τα συνδετικά στοιχεία μεταξύ της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως και της ΚΕΠΠΑ δεν επαρκούν για να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη πράξη έπρεπε να ληφθεί με τον κανόνα της ομοφωνίας.
Έτσι, το ΔΕΕ ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη και διατήρησε σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2017/477.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-68/17 IR κατά JQ – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας «Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν στην ισχύουσα κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας εθνική τους νομοθεσία ή να προβλέψουν σε μελλοντική νομοθεσία η οποία αφορά τις ισχύουσες εθνικές πρακτικές, κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας διατάξεις βάσει των οποίων, στην περίπτωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των εκκλησιών ή άλλων δημοσίων ή ιδιωτικών ενώσεων η δεοντολογία των οποίων εδράζεται στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, η διαφορετική μεταχείριση που εδράζεται στο θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις ενός προσώπου δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται, η θρησκεία ή οι πεποιθήσεις αποτελούν επαγγελματική απαίτηση ουσιώδη, θεμιτή και δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη τη δεοντολογία της οργάνωσης. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση ασκείται τηρουμένων των συνταγματικών διατάξεων και αρχών των κρατών μελών, καθώς και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και δεν μπορεί να αιτιολογεί διάκριση η οποία βασίζεται σε άλλους λόγους. Εφόσον οι διατάξεις της τηρούνται κατά τα λοιπά, η παρούσα οδηγία δεν θίγει συνεπώς το δικαίωμα των εκκλησιών και των λοιπών δημόσιων ή ιδιωτικών ενώσεων των οποίων η δεοντολογία εδράζεται στο θρήσκευμα ή στις πεποιθήσεις, εφόσον ενεργούν σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, να απαιτούν από τα πρόσωπα που εργάζονται για λογαριασμό τους στάση καλής πίστεως και συμμόρφωσης προς την δεοντολογία τους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Γερμανίας (Bundesarbeitsgerich) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του JQ και της εργοδότριάς του, IR, σχετικά με τη νομιμότητα της απολύσεως του JQ λόγω φερόμενης παραβάσεως εκ μέρους του της υποχρεώσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως προς τη δεοντολογία της IR.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 2, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι μια εκκλησία ή άλλη οργάνωση, η δεοντολογία της οποίας εδράζεται στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις και η οποία διαχειρίζεται νοσηλευτικό ίδρυμα με μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας ιδιωτικού δικαίου, μπορεί να ορίσει δεσμευτικά για τους εργαζομένους της που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα διαφορετικές απαιτήσεις τηρήσεως στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως ανάλογα με το θρήσκευμα ή την απουσία θρησκεύματος των εργαζομένων αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι μια εκκλησία ή άλλη οργάνωση με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν μπορεί να αποφασίσει να επιβάλει στους εργαζομένους της, που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα, διαφορετικές απαιτήσεις στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως ανάλογα με το θρήσκευμα ή την απουσία θρησκεύματος των εργαζομένων αυτών, χωρίς η απόφασή της να μπορεί να υποβληθεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων, που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, ως προς τις απαιτήσεις στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως δύναται να δικαιολογηθεί εάν βάσει της φύσεως των σχετικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων το θρήσκευμα ή οι πεποιθήσεις αποτελούν επαγγελματική απαίτηση που είναι ουσιώδης, θεμιτή και δικαιολογημένη. Ωστόσο, η ανωτέρω διαφορετική μεταχείριση οφείλει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, ένα εθνικό δικαστήριο υποχρεούται, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να μην εφαρμόσει εθνική διάταξη, η οποία δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα προς το άρθρο 4, παρ 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών υποχρεούται, όταν αδυνατεί να ερμηνεύσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο κατά τρόπο συνάδοντα προς το άρθρο 4, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78, να παράσχει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που απορρέει για τους πολίτες από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων που κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη.
5. ΔΕΕ, απόφασητης 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-214/17, Alexander Mölk κατά Valentina Mölk – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής, που εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την Απόφαση 2009/941/ΕΚ του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης «Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3, το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή εφαρμόζεται όταν ο δικαιούχος διατροφής έχει προσφύγει στην αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη συνήθη διαμονή του. Εντούτοις, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου, όταν ο δικαιούχος δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο δυνάμει του δικαίου του δικάζοντος δικαστή[…]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Alexander Mölk και της θυγατέρας του Valentina Mölk, με αντικείμενο απαιτήσεις διατροφής. Ειδικότερα, ο Alexander Mölk έχει συνήθη διαμονή στην Αυστρία ενώ η συνήθης διαμονή της θυγατέρας του Valentina Mölk βρίσκεται στην Ιταλία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Innsbruck, της Αυστρίας αποφάσισε με διάταξή του ότι ο Α. Mölk υποχρεούται να καταβάλλει μηνιαία διατροφή στη V. Mölk. Ωστόσο, ο Α. Mölk ζήτησε από το ανωτέρω εθνικό δικαστήριο να μειώσει το ποσό της εν λόγω διατροφής λόγω μειώσεως του καθαρού εισοδήματός του και η θυγατέρα του ζήτησε να απορριφθεί αυτό το αίτημα μειώσεως της διατροφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του Α. Mölk κατ’ εφαρμογή του ιταλικού δικαίου. Το περιφερειακό δικαστήριο του Innsbruck μετά από έφεση του πατέρα επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στηριζόμενο στο αυστριακό δίκαιο. Ο Α. Mölk άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας να κριθεί η απαίτηση διατροφής βάσει του ιταλικού δικαίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 4, παρ. 3, του Πρωτοκόλλου της Χάγης έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η καταβλητέα διατροφή επιδικάσθηκε με απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου, κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή το οποίο ορίζει η διάταξη αυτή, το δίκαιο αυτό διέπει και μεταγενέστερο αίτημα του υπόχρεου, ενώπιον της αρμόδιας αρχής του κράτους της συνήθους διαμονής του, σε βάρος του δικαιούχου περί μειώσεως της διατροφής αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4 παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης δεν διέπει μεταγενέστερο αίτημα περί μειώσεως της διατροφής του υπόχρεου, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους της συνήθους διαμονής του.
6. ΔΕΕ απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-180/17, X και Y κατά Staatssecretarisvan Veiligheiden Justitie – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και του άρθρου 13 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε συνδυασμό με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παρ. 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των X και Y και του Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης στις Κάτω Χώρες, με αντικείμενο την απόρριψη των αιτήσεων διεθνούς προστασίας τις οποίες είχαν υποβάλει, και την έκδοση αποφάσεων περί επιστροφής τους. Ειδικότερα, κατά των X και Y, Ρώσων υπηκόων, εκδόθηκαν αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις τους για παροχή διεθνούς προστασίας και τους επιβλήθηκε υποχρέωση επιστροφής. Κατόπιν της απόρριψης των προσφυγών εφεσίβαλαν τις πρωτόδικες αποφάσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεδομένου ότι η έφεση δεν είχε αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα, ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να λάβει ασφαλιστικά μέτρα εν αναμονή της έκδοσης απόφασης επί της ουσίας. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και αποφάσισε ότι δεν επιτρεπόταν να απελαθούν ο X και Y πριν περατωθεί η κατ’ έφεση διαδικασία επί της ουσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία που, ενώ προβλέπει ότι χωρεί έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης με την οποία επικυρώνεται απορριπτική διοικητική απόφαση επί αίτησης διεθνούς προστασίας και επιβάλλεται υποχρέωση επιστροφής, δεν προσδίδει αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στο ένδικο αυτό μέσο, ακόμη και σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται σοβαρό κίνδυνο παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-176/17, Profi Credit Polska S.A. w Bielsku Białej κατά Mariusz Wawrzosek - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο Siemianowice Śląskie της Πολωνίας (Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich I Wydział Cywilny) στο πλαίσιο διαδικασίας μεταξύ της Profi Credit Polska και του Mariusz Wawrzosek σχετικά με αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή που εξέδωσε ο δεύτερος για την καταβολή ποσών φερόμενων ως οφειλόμενων σε εκτέλεση σύμβασης καταναλωτικού δανείου που του χορήγησε η εταιρία αυτή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή το οποίο εξασφαλίζει απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, όταν ο δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13 αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στο μέτρο που οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ανακοπής κατά της οικείας διαταγής πληρωμής δεν διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από την οδηγία αυτή.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-546/16, Montte SL κατά Musikene - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό όργανο της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων για τις προσφυγές κατά διοικητικών αποφάσεων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων της Ισπανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Montte SL και της Musikene, σχετικά με διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2014/24 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στις αναθέτουσες αρχές να επιβάλλουν, με τη συγγραφή υποχρεώσεων δημόσιας σύμβασης με ανοιχτή διαδικασία, ελάχιστες απαιτήσεις ως προς την τεχνική αξιολόγηση, κατά τρόπο ώστε οι υποβαλλόμενες προσφορές που δεν υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο βαθμολογίας να αποκλείονται από τη μεταγενέστερη αξιολόγηση η οποία στηρίζεται τόσο στα τεχνικά κριτήρια όσο και στην τιμή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2014/24 δεν αντιτίθεται στην προαναφερόμενη εθνική νομοθεσία.
9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-358/16, UBS Europe SE και Alain Hondequinetconsorts κατά DV κ.λπ. - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, σε συνδυασμό με τα άρθρα 41, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1και 2 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 48 παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας. 2. Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να κοινολογούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό εφετείο του Λουξεμβούργου (Couradministrative) στο πλαίσιο διαδικασιών τριτανακοπής που κίνησε η εταιρία UBS Europe SE, καθώς και οι Alain Hondequin κ.λπ. (υπό την ιδιότητα των πρώην μελών του διοικητικού συμβουλίου της Luxalpha) κατά της αποφάσεως του διοικητικού εφετείου, το οποίο αποφάνθηκε επί της εφέσεως που άσκησαν οι DV και EU σχετικά με την άρνηση της χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής να γνωστοποιήσει ορισμένα έγγραφα στο πλαίσιο των διαφορών μεταξύ DV και CSSF (Εποπτική αρχή) κατόπιν της αποφάσεως της τελευταίας με την οποία αυτή έκρινε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε πλέον τα εχέγγυα επαγγελματικής εντιμότητας. Ας σημειωθεί ότι η εποπτική χρηματοπιστωτική αρχή διέταξε τον DV να παραιτηθεί από κάθε θέση που κατείχε το συντομότερο δυνατό, για τον λόγο ότι δεν ήταν πλέον άξιος εμπιστοσύνης και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν πλέον ικανός να ασκεί στο πλαίσιο επιβλεπόμενης επιχειρήσεως καθήκοντα διευθύνοντος ή άλλα καθήκοντα των οποίων η άσκηση εξαρτάται από σχετική άδεια. Η CSSF αιτιολόγησε την απόφασή της, μεταξύ άλλων, με τον ρόλο που είχε διαδραματίσει ο DV στη σύσταση και τη λειτουργία της εταιρίας Luxalpha Sicav.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39, σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η εξαίρεση από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, η οποία προβλέπεται στη διάταξη αυτή σχετικά με τις «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», έχει εφαρμογή σε κατάσταση στην οποία οι αρχές τις οποίες ορίζουν τα Κράτη-μέλη προς άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται από την Οδηγία αυτή λαμβάνουν μέτρο, ή ακόμη επιβάλλουν κύρωση, που εμπίπτει στο εθνικό διοικητικό δίκαιο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», που περιλαμβάνεται άρθρου 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, δεν καταλαμβάνει την περίπτωση στην οποία οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρο που συνίσταται στην επιβαλλόμενη σε ορισμένο πρόσωπο απαγόρευση να ασκεί σε μια εποπτευόμενη επιχείρηση διευθυντικά καθήκοντα ή άλλα καθήκοντα για την άσκηση των οποίων απαιτείται άδεια. Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ τόνισε ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στην παρ. 1 του εν λόγω άρθρου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να διασφαλίζεται και να εφαρμόζεται στην πράξη κατά τρόπον ώστε να συμβιβάζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.
10. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-41/17, Isabel González Castro κατά Mutua Umivale κ.λπ. - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 19, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Γαλικίας Tribunal (Superior de Justicia de Galicia) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Isabel González Castro και του Ταμείο αλληλασφαλίσεως Umivale, της εργοδότριάς της, Prosegur España SL και του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ισπανία σχετικά με την άρνηση των τελευταίων να αναστείλουν τη σύμβαση εργασίας της πρώτης και να της χορηγήσουν επίδομα λόγω κινδύνου κατά τη γαλουχία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 19, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας εργαζομένη στην οποία δεν χορηγήθηκε ιατρικό πιστοποιητικό που βεβαιώνει την ύπαρξη κινδύνου για τον θηλασμό τον οποίο ενέχει η θέση εργασίας της και στην οποία κατά συνέπεια δεν χορηγήθηκε το επίδομα λόγω κινδύνου κατά τη γαλουχία αμφισβητεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής του οικείου Κράτους-μέλους, την αξιολόγηση των κινδύνων της θέσεως εργασίας της
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο του ενωσιακού δικαίου εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση εφόσον η εργαζομένη αυτή επικαλείται πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται ότι η αξιολόγηση αυτή δεν συμπεριέλαβε ειδικό έλεγχο που να λαμβάνει υπόψη την ατομική κατάστασή της και από τα οποία μπορεί έτσι να συναχθεί τεκμήριο περί υπάρξεως άμεσης διακρίσεως λόγω φύλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου