CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 9/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Σεπτέμβριος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-467/18, Ποινική δίκη κατά EP – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, του άρθρου 12 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 της Οδηγίας 2012/12 «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.». Επιπρόσθετα σύμφωνα με το άρθρο 12 της Οδηγίας 2013/48 «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία καθώς και οι εκζητούμενοι σε διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων βάσει της παρούσας οδηγίας». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Lukovit της Βουλγαρίας (Rayonen sad Lukovit) στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας με σκοπό να διαταχθεί ο περιορισμός του EP σε ψυχιατρικό κατάστημα. Ειδικότερα και μετά την παραδοχή από τον EP ότι είχε φονεύσει τη μητέρα του διαγνώστηκε βάσει ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ότι πάσχει από παρανοϊκή σχιζοφρένεια. Εν συνεχεία, η εισαγγελική αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαίο να διαταχθούν αναγκαστικά ιατρικά μέτρα, επειδή ο EP είχε εκ προθέσεως τελέσει αξιόποινη πράξη υπό το κράτος ψυχικής διαταραχής, με αποτέλεσμα να μην έχει ποινική ευθύνη.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και στο άρθρο 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2012/13 και στο άρθρο 12 της Οδηγίας 2013/48, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, που προβλέπει διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να διαταχθεί, για θεραπευτικούς λόγους και για λόγους ασφαλείας, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα προσώπων τα οποία έχουν τελέσει, σε κατάσταση άνοιας, πράξεις που συνιστούν κίνδυνο για την κοινωνία, στον βαθμό που η ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπει στο αρμόδιο δικαστήριο να ελέγξει αν τα διαδικαστικά δικαιώματα που προβλέπονται στις επίμαχες Οδηγίες έγιναν σεβαστά κατά τη διάρκεια διαδικασιών προγενέστερων (για τις οποίες δεν προβλέπεται δικαστικός έλεγχος) εκείνης της οποίας έχει επιληφθεί το εν λόγω δικαστήριο, για τις οποίες δεν προβλέπεται τέτοιος δικαστικός έλεγχος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω ενωσιακό πλαίσιο αντιτίθεται στην ανωτέρω επίδικη εθνική ρύθμιση.
2. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-383/18, Lexitor Sp. z o.o κατά Spółdzielcza Kasa Oszczędnościowo - Kredytowa im. Franciszka Stefczyka κ.λπ. - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 16, παρ. 1 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/48 «Ο καταναλωτής δικαιούται ανά πάσα στιγμή να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που αποτελείται από τους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το περιφερειακό δικαστήριο Lublin-Wschód της Πολωνίας (Sąd Rejonowy Lublin-Wschód w Lublinie z siedzibą w Świdniku) στο πλαίσιο τριών ένδικων διαφορών μεταξύ της Lexitor sp. z o.o., αφενός, και, αντιστοίχως, της Spółdzielcza Kasa Oszczędnościowo - Kredytowa im. Franciszka Stefczyka της Santander Consumer Bank S.A. και της mBank S.A., αφετέρου, σχετικά με τη μείωση του συνολικού κόστους καταναλωτικών πιστώσεων λόγω πρόωρης εξοφλήσεώς τους.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 16, παρ. 1, της Οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα μειώσεως του συνολικού κόστους της πιστώσεως σε περίπτωση πρόωρης εξοφλήσεώς της περιλαμβάνει και τα έξοδα που δεν εξαρτώνται από τη χρονική διάρκεια ισχύος της συμβάσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τι το άρθρο 16, παρ. 1, της Οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα του καταναλωτή σε μείωση του συνολικού κόστους της πιστώσεως σε περίπτωση πρόωρης εξοφλήσεώς της περιλαμβάνει άπαντα τα έξοδα των οποίων η καταβολή επιβλήθηκε στον καταναλωτή.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-94/18, Nalini Chenchooliah κατά Minister for Justice and Equality - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 14, 15, 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Οδηγίας αυτής, που φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», ορίζει τα εξής: «1. Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας. [...] 3. Το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλλει απαγόρευση εισόδου σε συνδυασμό με απόφαση απέλασης για την οποία ισχύει η παράγραφος 1.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το High Court της Ιρλανδίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Nalini Chenchooliah, υπηκόου τρίτου κράτους, και του Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας σχετικά με απόφαση απέλασης που εκδόθηκε εις βάρος της κατόπιν της επιστροφής του συζύγου της, πολίτη της Ένωσης, στο Κράτος- μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια (Πορτογαλία) και στο οποίο εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή. Ειδικότερα, η N. Chenchooliah, υπήκοος Μαυρικίου, αφίχθη στην Ιρλανδία τον Φεβρουάριο του 2005, με σπουδαστική θεώρηση εισόδου, και διέμεινε στο Κράτος- μέλος αυτό έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2012 βάσει διαδοχικών αδειών διαμονής. Τον Σεπτέμβριο 2011, τέλεσε γάμο με Πορτογάλο υπήκοο ο οποίος διέμενε στην Ιρλανδία. Τον Φεβρουάριο του 2012 ζήτησε να λάβει δελτίο διαμονής ως σύζυγος πολίτη της Ένωσης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν οι διατάξεις, αφενός, του κεφαλαίου VI της Οδηγίας 2004/38, ειδικότερα τα άρθρα 27 και 28 της ως άνω οδηγίας, και, αφετέρου, των άρθρων 14 και 15 της Οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το πρώτο ή το δεύτερο από τα ως άνω ζεύγη διατάξεων εφαρμόζεται επί απόφασης περί απομάκρυνσης υπηκόου τρίτου κράτους για τον λόγο ότι αυτός δεν έχει πλέον δικαίωμα διαμονής βάσει της εν λόγω Οδηγίας, σε περίπτωση στην οποία ο ως άνω υπήκοος τέλεσε γάμο με πολίτη της Ένωσης σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο πολίτης της Ένωσης ασκούσε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, ο δε πολίτης αυτός επέστρεψε, στη συνέχεια, στο Κράτος-μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια (Πορτογαλία).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15 της Οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται επί απόφασης περί απομάκρυνσης υπηκόου τρίτου κράτους για τον λόγο ότι αυτός δεν έχει πλέον δικαίωμα διαμονής υπό το πρίσμα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών. Επομένως, οι σχετικές εγγυήσεις των άρθρων 30 και 31 της Οδηγίας 2004/38 ισχύουν σε περίπτωση έκδοσης μιας τέτοιας απόφασης απομάκρυνσης, σε συνδυασμό με την οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιβληθεί απαγόρευση εισόδου στην εθνική επικράτεια.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-676/17, Oana Mădălina Călin κατά Direcţia Regională a Finanţelor Publice Ploieşti – Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Dâmboviţa κ.λπ. - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3 ΣΕΕ, του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, των άρθρων 17, 20, 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας, της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το εφετείο Ploieşti της Ρουμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Oana Mădălina Călin και της περιφερειακής διεύθυνσης δημοσίων οικονομικών του Ploiești, του Υπουργείου Οικονομικών και της Διοίκησης του Ταμείου για το Περιβάλλον σχετικά με αίτηση αναθεώρησης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης με την οποία κρίθηκε απαράδεκτη, ως εκπρόθεσμη, αίτηση αναθεώρησης που είχε ασκηθεί κατά άλλης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης με την οποία είχε επιβληθεί στην O. M. Călin η υποχρέωση καταβολής περιβαλλοντικού τέλους το οποίο κρίθηκε στη συνέχεια ότι αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης. Ας σημειωθεί ότι τον Δεκέμβριο του 2016 το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εξέδωσε, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την επίλυση νομικού ζητήματος, την απόφαση 45/2016 ορίζοντας ότι η προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως αναθεωρήσεως βάσει του άρθρου 21, παρ. 2, του νόμου 554/2004 είναι ένας μήνας από την ημερομηνία επιδόσεως της τελεσίδικης αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως αναθεωρήσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία προβλέπει ότι αίτηση αναθεώρησης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης εκδοθείσας κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να υποβληθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός, η οποία αρχίζει να τρέχει από την επίδοση της απόφασης της οποίας ζητείται η αναθεώρηση.
Το ΔΕΕ, αρχικά, διαπίστωσε ότι τα Κράτη-μέλη είναι υποχρεωμένα να επιστρέφουν τους εισπραχθέντες κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης φόρους. Εν συνεχεία, το ΔΕΕ εξέτασε εάν η προθεσμία του ενός μηνός προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει αίτηση αναθεώρησης είναι συμβατή με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (τονίζοντας ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς τους κανόνες σχετικά με την αρχή του δεδικασμένου).
Τελικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στον ορισμό αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός για την υποβολή αίτηση αναθεώρησης, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Ωστόσο, η αρχή της αποτελεσματικότητας, σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από εθνικό δικαστήριο, αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός για την άσκηση αίτησης αναθεώρησης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης όταν, κατά τον χρόνο άσκησης της εν λόγω αίτησης αναθεώρησης, η δικαστική απόφαση που καθιερώνει την εν λόγω προθεσμία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Monitorul Oficial al României.
5. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-507/17, Google LLC, διάδοχος της Google Inc. κατά Commission nationale de l'informatique et des libertés (CNIL) - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας της Γαλλίας (Conseil d’État) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Google LLC, διαδόχου της Google Inc και της Εθνικής Επιτροπής Πληροφορικής και Ελευθεριών της Γαλλίας με αντικείμενο κύρωση 100.000 ευρώ την οποία επέβαλε η δεύτερη στην Google, επειδή η εταιρία αυτή αρνείται, όταν κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων, να διαγράφει τους συνδέσμους ως προς το σύνολο των ονομάτων τομέα που χρησιμοποιεί για τη μηχανή αναζήτησης που εκμεταλλεύεται.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 12, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 95/46, καθώς και το άρθρο 17, παρ. 1, του Κανονισμού 2016/679, έχουν την έννοια ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, όταν κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, υποχρεούται να διαγράφει τους συνδέσμους αυτούς ως προς όλες τις εκδοχές της μηχανής αναζήτησης που εκμεταλλεύεται ή αν, αντιθέτως, υποχρεούται να τους διαγράφει μόνον ως προς τις εκδοχές της που αντιστοιχούν στο σύνολο των Κρατών-μελών, ή και μόνον ως προς αυτήν που αντιστοιχεί στο Κράτος-μέλος εντός του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση διαγραφής συνδέσμων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, όταν κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων, δεν υποχρεούται να διαγράφει τους συνδέσμους αυτούς ως προς όλες τις εκδοχές της μηχανής αναζήτησης που εκμεταλλεύεται, αλλά μόνον ως προς τις εκδοχές της που αντιστοιχούν στο σύνολο των Κρατών-μελών.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-468/18, R κατά P – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχεία αʹ και δʹ, και του άρθρου 5 του Κανονισμού 4/2009 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Σύμφωνα με το άρθρο 3 στοιχ. α και δ «Σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει: α) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, [……] ή δ) το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η διεθνής δικαιοδοσία βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Κωστάντζας της Ρουμανίας (Judecătoria Constanţa) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της R, κατοίκου Ηνωμένου Βασιλείου, και του P, κατοίκου Ρουμανίας, με αντικείμενο αίτημα εκδόσεως διαζυγίου, αίτημα καταβολής διατροφής για τη συντήρηση του ανήλικου παιδιού τους και αίτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, στοιχεία αʹ και δʹ, και το άρθρο 5 του κανονισμού 4/2009 έχουν την έννοια ότι, όταν δικαστήριο Κράτους-μέλους επιλαμβάνεται τριών αγωγικών αιτημάτων που συνυποβλήθηκαν (το διαζύγιο των γονέων ανήλικου παιδιού, τη γονική μέριμνα του παιδιού και την υποχρέωση διατροφής έναντι αυτού), το δικαστήριο που αποφαίνεται επί του διαζυγίου και το οποίο έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος που αφορά τη γονική μέριμνα διαθέτει, εντούτοις, διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος που αφορά την υποχρέωση διατροφής έναντι του εν λόγω παιδιού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι το δικαστήριο που αποφαίνεται επί του διαζυγίου και το οποίο έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος που αφορά τη γονική μέριμνα διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος που αφορά την υποχρέωση διατροφής έναντι του εν λόγω παιδιού, εφόσον είναι επίσης το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου ή το δικαστήριο ενώπιον του οποίου αυτός παρέστη χωρίς να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-377/18, Spetsializirana prokuratura κατά AH κ.λπ. – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 1, πρώτη περίοδος, της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με τον νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί της ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο. Η ανωτέρω διάταξη δεν θίγει τις πράξεις της εισαγγελικής αρχής που αποσκοπούν να αποδείξουν την ενοχή του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και δεν θίγει επίσης τις προκαταρκτικές αποφάσεις δικονομικής φύσης που λαμβάνονται από δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές και βασίζονται σε υπόνοιες ή ενοχοποιητικά στοιχεία». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας (Spetsializiran nakazatelen sad) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά των AH, PB, CX, KM και PH σχετικά με την εικαζόμενη συμμετοχή τους σε εγκληματική οργάνωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε αν το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να μνημονεύονται ρητώς σε συμφωνία, η οποία πρέπει να εγκριθεί από εθνικό δικαστήριο, ως συναυτουργοί της αξιόποινης πράξεως όχι μόνον ο κατηγορούμενος που ομολόγησε την ενοχή του με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής, αλλά και άλλοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι δεν ομολόγησαν την ενοχή τους και διώκονται στο πλαίσιο αυτοτελούς ποινικής διαδικασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε συμφωνία στην οποία αναφέρονται και οι άλλοι κατηγορούμενοι οι οποίοι δεν έχουν ομολογήσει την ενοχή τους και διώκονται στο πλαίσιο αυτοτελούς ποινικής διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση
α) ότι η σχετική μνεία είναι απαραίτητη για τον χαρακτηρισμό της νομικής ευθύνης του κατηγορουμένου που συνήψε την ως άνω συμφωνία και,
β) ότι στην ίδια αυτή συμφωνία εκτίθεται σαφώς ότι οι άλλοι κατηγορούμενοι διώκονται στο πλαίσιο αυτοτελούς ποινικής διαδικασίας και ότι η ενοχή τους δεν έχει αποδειχθεί κατά νόμο.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-222/18, VIPA Kereskedelmi és Szolgáltató Kft. κατά Országos Gyógyszerészeti és Élelmezés-egészségügyi Intézet – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο ιαʹ, και του άρθρου 11, παρ. 1, της Οδηγίας 2011/24/ΕΕ περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης. Το άρθρο 3, στοιχείο ια, της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: […] ια) “συνταγή”: συνταγή φαρμάκου ή ιατροτεχνολογικού βοηθήματος η οποία εκδίδεται από ασκούντα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στον τομέα της υγείας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ που έχει νόμιμη άδεια για τον σκοπό αυτό στο κράτος μέλος όπου εκδίδεται η συνταγή». Επιπρόσθετα, το άρθρο 11 της Οδηγίας 2011/24, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση συνταγών που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος», ορίζει τα ακόλουθα: «1. Αν ένα φάρμακο έχει άδεια κυκλοφορίας στο έδαφός τους […], τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συνταγές που χορηγούνται για αυτό το προϊόν σε άλλο κράτος μέλος για ένα κατονομαζόμενο ασθενή μπορούν να χρησιμοποιούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία τους, και ότι απαγορεύονται οι περιορισμοί της αναγνώρισης μεμονωμένων συνταγών, εκτός εάν οι περιορισμοί αυτοί: α)περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία και αναλογικά προς τη διαφύλαξη της ανθρώπινης υγείας και δεν εισάγουν διακρίσεις· β) βασίζονται σε θεμιτές και αιτιολογημένες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα, το περιεχόμενο ή τη δυνατότητα κατανόησης μιας συγκεκριμένης συνταγής. Η αναγνώριση των συνταγών αυτού του είδους δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις που διέπουν τη συνταγογράφηση και τη χορήγηση συνταγογραφημένων φαρμάκων, εφόσον οι διατάξεις αυτές είναι συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της υποκατάστασης με γενόσημα φάρμακα ή άλλα. […][…]. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης (Ουγγαρία) (Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της VIPA Kereskedelmi és Szolgáltató Kft. και του Εθνικού Ινστιτούτου Φαρμάκων και Διατροφής της Ουγγαρίας σχετικά με διοικητική απόφαση περί επιβολής από το Ινστιτούτο κυρώσεως στη VIPA, επειδή η δεύτερη χορήγησε παρανόμως φάρμακα για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή.
Το νομικό ζήτημα ήταν αν το άρθρο 3, στοιχείο ιαʹ, και το άρθρο 11, παρ. 1, της Οδηγίας 2011/24 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε φαρμακείο του Κράτους-μέλους αυτού να χορηγεί φάρμακα για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή με δελτίο παραγγελίας, εφόσον το δελτίο παραγγελίας εκδόθηκε από επαγγελματία του τομέα της υγείας εξουσιοδοτημένο να συνταγογραφεί φάρμακα και να ασκεί τη δραστηριότητά του εντός άλλου Κράτους-μέλους, μολονότι η χορήγηση αυτή επιτρέπεται σε περίπτωση κατά την οποία τέτοιο δελτίο παραγγελίας εκδίδεται από επαγγελματία που ασκεί τη δραστηριότητά του εντός του πρώτου Κράτους-μέλους (Ουγγαρία).
Το ΔΕΕ έκρινε το επίδικο ενωσιακό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση ενώ τα άρθρα 35 και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε τέτοια ρύθμιση Κράτους-μέλους, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται για λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο, στοιχεία των οποίων η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.
9. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-143/18, Antonio Romano και Lidia Romano κατά DSL Bank – eine Niederlassung der DB Privat- und Firmenkundenbank AG, πρώην DSL Bank – ein Geschäftsbereich der Deutsche Postbank AG - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 2, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2002/65/ΕΚ, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν εφαρμόζεται: […] γ) στις συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση έχει ολοκληρωθεί πλήρως και από τα δύο μέρη με ρητή αίτηση του καταναλωτή προτού ασκήσει ο καταναλωτής το δικαίωμα υπαναχώρησης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βόννης (Γερμανία) (Landgericht Bonn) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Antonio Romano και της Lidia Romano και, αφετέρου, της DSL Bank – υποκατάστημα της DB Privat- und Firmenkundenbank AG, πρώην DSL Bank – λειτουργική μονάδα της Deutsche Postbank AG, με αντικείμενο την άσκηση, εκ μέρους του Α. και της L. Romano, του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από σύμβαση πιστώσεως συναφθείσα μεταξύ των εν λόγω διαδίκων της κύριας δίκης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 6, παρ. 2, στοιχείο γ, της Οδηγίας 2002/65 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία δεν αποκλείει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή από σύμβαση για την παροχή χρηματοοικονομικής υπηρεσίας συναφθείσα εξ αποστάσεως μεταξύ επιχειρηματία και καταναλωτή, στην περίπτωση που η σύμβαση αυτή έχει εκτελεστεί πλήρως και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη κατόπιν ρητής αιτήσεως του καταναλωτή, πριν ο τελευταίος ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως.
Το ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, έκρινε ότι η Οδηγία 2002/65 δεν περιέχει διατάξεις που να παρέχουν στα Κράτη-μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν, σε εθνική ρύθμιση, ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα υπαναχωρήσεως όταν η σύμβαση έχει εκτελεστεί πλήρως και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη κατόπιν ρητής αιτήσεως του καταναλωτή, πριν ο τελευταίος ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως. Επιπρόσθετα, μολονότι η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου, εντούτοις, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου, η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς μιας Οδηγίας
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
10. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-95/18 και C-96/18 Sociale Verzekeringsbank κατά F. van den Berg κ.λπ. – Προδικαστική
Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 45 και 48 ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 13 και 17 του Κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κανονισμού 1408/71 «1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου. 2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17: α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους· […] στ) το άτομο στο οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους παύει να έχει εφαρμογή, χωρίς η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να καταστεί εφαρμοστέα κι αυτό σύμφωνα με έναν από τους κανόνες που αναφέρονται στα προηγούμενα στοιχεία ή με μια από τις εξαιρέσεις ή ειδικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 14 έως 17, υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής και μόνο της νομοθεσίας.». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως, των Κάτω Χωρών και των F. van den Berg και H. D. Giesen καθώς και της C. E. Franzen σχετικά με τις αποφάσεις με τις οποίες Ταμείο μείωσε, αντιστοίχως, τη σύνταξη γήρατος και το επίδομα συντρόφου που χορηγούσε στον F. van den Berg και στον H. D. Giesen και αρνήθηκε να χορηγήσει οικογενειακά επιδόματα στη C. E. Franzen.
Το νομικό ζήτημα ήταν αν τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους (Κάτω Χώρες) κατά την οποία διακινούμενος εργαζόμενος κάτοικος του Κράτους-μέλους και υποκείμενος στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του Κράτους-μέλους απασχολήσεως (Γερμανία), επί τη βάσει του άρθρου 13 του Κανονισμού 1408/71, δεν είναι ασφαλισμένος στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του ως άνω Κράτους-μέλους κατοικίας (Κάτω Χώρες), ακόμη και αν η νομοθεσία του Κράτους-μέλους απασχολήσεως (Γερμανία) δεν απονέμει στον εργαζόμενο αυτόν κανένα δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή στα οικογενειακά επιδόματα.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι υποχρεώνουν το Κράτος-μέλος κατοικίας (Κάτω Χώρες) να χορηγήσει κοινωνικές παροχές σε διακινούμενο εργαζόμενο σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αυτός δεν δικαιούται τέτοιες παροχές βάσει της νομοθεσίας του Κράτους-μέλους απασχολήσεως (Γερμανία). Ωστόσο, στο πλαίσιο του άρθρου 17 του Κανονισμού 1408/71, δύο Κράτη-μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν με κοινή συμφωνία, προς το συμφέρον ορισμένων κατηγοριών ατόμων ή ορισμένων ατόμων, εξαιρέσεις από αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον Κράτους -μέλους. Η δυνατότητα αυτή ενδείκνυται ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις στις οποίες, όπως συμβαίνει με τους διαδίκους των κυρίων δικών, το εφαρμοστέο δίκαιο του Κράτους- μέλους απασχολήσεως δεν απονέμει στον διακινούμενο εργαζόμενο κανένα δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή στα οικογενειακά επιδόματα ενώ αυτός θα είχε αποκτήσει τέτοια δικαιώματα αν είχε παραμείνει χωρίς να εργάζεται στο Κράτος-μέλος κατοικίας του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου