Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 3/2016
Η Πορτογαλία και η Ισπανία στην Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ)
Η  «δέσμη των έξι νομοθετικών μέτρων» (εξάπτυχο) σε δοκιμασία


Στις 1/7/2016 η Επιτροπή με Συστάσεις, που εξέδωσε, ζήτησε από το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 8 ΣΛΕΕ και στο πλαίσιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος, να  αποφασίσει ότι η Πορτογαλία και Ισπανία δεν ανέλαβαν αποτελεσματική δράση για τη μείωση των ελλειμμάτων τους, εντός του προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος. Συγκεκριμένα η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Πορτογαλία παρουσίασε κατά το 2015 δημοσιονομικό έλλειμμα 4,4% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 2,5%, και η Ισπανία δημοσιονομικό έλλειμμα 5,1% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 4,2. Οι δημοσιονομικοί αυτοί στόχοι για το 2015 είχαν τεθεί για τις δύο χώρες από το Συμβούλιο το 2013. Η Επιτροπή σημείωσε με την Ανακοίνωσή της ότι η Λισαβόνα έχει ήδη αθετήσει την υπόσχεσή της να διορθώσει το δημοσιονομικό έλλειμμά της, ενώ η Μαδρίτη είναι «απίθανο να διορθώσει το υπερβολικό έλλειμμα» εντός της καθορισμένης προθεσμίας, ενώ έκρινε πως ούτε η κυβέρνηση της Πορτογαλίας ούτε αυτή της Ισπανίας έλαβαν επαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Τις επόμενες μέρες διαβάσαμε στον ελληνικό τύπο για τη συγκρότηση «συμμαχίας του Νότου» απέναντι τιμωρητική στάση της ΕΕ απέναντι στις δύο χώρες, ενώ πληροφορηθήκαμε ότι ο Έλληνας ΥΠΕΘΟ έλαβε εντολή από τον Πρωθυπουργό του να υποστηρίξει σθεναρά τις δύο χώρες κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup. Ωστόσο, στις 11/7 ο Πρόεδρος του Eurogroup J. Dijsselbloem δήλωνε ότι τα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης στο σύνολό τους «θα προσφέρουν ισχυρή στήριξη» στις προτάσεις της Επιτροπής για τις δύο χώρες κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου (ECOFIN) την επόμενη μέρα. Στις 12/7 το ECOFIN κατ’ ουσία αποδέχτηκε τις Συστάσεις της Επιτροπής, η οποία καλείται πλέον εντός 20 ημερών να προτείνει στο Συμβούλιο την επιβολή κυρώσεων στην Πορτογαλία και την Ισπανία. 

Τόσο η διαδικασία λήψης αποφάσεων όσο και η πιθανότητα επιβολής κυρώσεων αποτελούν εφαρμογή ρυθμίσεων της «δέσμης των έξι νομοθετικών πράξεων» (εξάπτυχου),  που αποτελούμενη από 5 Κανονισμούς και μια Οδηγία θεσπίστηκε το Φθινόπωρο του 2011, όταν κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους επιχειρήθηκε η εμβάθυνση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης (ΕΟΔ) και της ενίσχυσης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), κυρίως, μέσω της αντιμετώπισης πολλών από τις ανεπάρκειες του συστήματος της ΕΟΔ. Μια από τις ανεπάρκειες αυτές θεωρήθηκε ότι ήταν η αναποτελεσματικότητα της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (κατασταλτικό σκέλος του ΣΣΑ). Έτσι, οι διαδικασίες, που προέβλεπε η Συνθήκη για τη δημοσιονομική πειθαρχία και το ΣΣΑ κατέρρευσαν, όταν το 2003 – 2004 Γαλλία και Γερμανία στην ουσία αρνήθηκαν να μειώσουν τα ελλείμματά τους, βοηθούμενες από την «αλληλεγγύη» των υπολοίπων μελών του Συμβουλίου, που αρνήθηκαν να επιβάλλουν τις προβλεπόμενες κυρώσεις στο πλαίσιο της ΔΥΕ, όπως είχε προτείνει η Επιτροπή. Οι επιλογές του ενωσιακού νομοθέτη για να προσδώσει την αναγκαία αποτελεσματικότητα στη ΔΥΕ ήταν αφενός η προσπάθεια αυτοματοποίησης της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων στα «δημοσιονομικά απείθαρχα» Κράτη-μέλη μέσω της «αντίστροφης ειδικής πλειοψηφίας» και αφετέρου η αύξηση των περιπτώσεων επιβολής κυρώσεων. Οι παραπάνω επιλογές δοκιμάζονται τις μέρες αυτές στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.

Ι. Η αυτοματοποίηση της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων: η αντίστροφη ειδική πλειοψηφία

Η αποτελεσματικότητα της ΔΥΕ επιχειρήθηκε με την αυτοματοποίηση  της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων μέσω, της εκτεταμένης χρήσης της «αντίστροφης ειδικής πλειοψηφίας».  Ο νέος αυτός τρόπος στη λήψη των αποφάσεων έρχεται να ανατρέψει τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται από το Συμβούλιο, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής. Έτσι, το Κράτος-μέλος που επιθυμούσε να ματαιώσει τη λήψη της απόφασης και να αποφύγει τις κυρώσεις σε βάρος του θα έπρεπε με τις κατάλληλες συμμαχίες να διαμορφώσει το λεγόμενο blocking minority, που εμποδίζει τη συγκρότηση της ειδικής πλειοψηφίας. Κάτι τέτοιο κατά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «οδηγούσε σε "κρυφές" συμφωνίες με τις οποίες θα απαλλάσσονταν χώρες που κανονικά θα έπρεπε να προχωρήσουν σε μεταρρύθμιση  των δημοσιονομικών τους πολιτικών». Με την «αντίστροφη ειδική πλειοψηφία» η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο πρόταση (σύσταση), που «λογίζεται εγκριθείσα από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει τη σύσταση της Επιτροπής». Το Συμβούλιο διαθέτει για να αποφασίσει την απόρριψη της πρότασης της Επιτροπής  αποκλειστική και ιδιαίτερα πιεστική 10ημερη προθεσμία, η παρέλευση της οποίας άπρακτης ισοδυναμεί με έγκριση της πρότασης της Επιτροπής. Το Συμβούλιο, πάντως, μπορεί να τροποποιήσει την πρόταση (σύσταση) της Επιτροπής με ειδική πλειοψηφία και να εγκρίνει το τροποποιημένο κείμενό της ως απόφασή του. Για την επιβολή κυρώσεων στο βαθμό που αυτές επιβάλλονται στα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης ψηφίζουν μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν Κράτη- μέλη με νόμισμα το ευρώ και το Συμβούλιο ενεργεί χωρίς να λάβει υπόψη την ψήφο του μέλους του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το οικείο Κράτος-μέλος. Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238 παρ. 3 στ. β της ΣΛΕΕ (55% Κρατών-μελών και 65% του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης, αναλόγως μειούμενων εκ του αριθμού των μελών της Ευρωζώνης). Είναι φανερό ότι πλέον το Κράτος-μέλος που επιδιώκει την απόρριψη της πρότασης της Επιτροπής θα πρέπει να βρει ως συμμάχους έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό άλλων Κρατών-μελών για τη συγκρότηση ειδικής πλειοψηφίας, αφού δεν αρκεί η μειοψηφία μπλοκαρίσματος.  Με άλλα λόγια η επιβολή κυρώσεων δεν εξαρτάται από τη συγκρότηση ειδικής πλειοψηφίας αλλά αρκεί να στηριχθεί από μια μειοψηφία (τεσσάρων Κρατών-μελών), που θα εμποδίσει τη συγκρότηση ειδικής πλειοψηφία για την απόρριψη των προτάσεων της Επιτροπής.  

Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως, διευρύνεται σημαντικά η διακριτική ευχέρεια και η αυτονομία του τεχνοκρατικού – γραφειοκρατικού οργάνου της Ένωσης  (Επιτροπή) σε βάρος του πολιτικού οργάνου (Συμβούλιο), ανατρέποντας την από τη Συνθήκη θεσμική ισορροπία, που θέλει την Επιτροπή να προτείνει και το Συμβούλιο είτε μόνο του είτε με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Πρόκειται για ένα υπερβολικό τίμημα, που καλείται να καταβάλλει η δημοκρατική νομιμότητα στην προσπάθεια αναζήτησης της αναγκαίας ταχύτητας και αποτελεσματικότητας στη λήψη αποφάσεων. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο κίνδυνος να μην επιτευχθεί τελικά και ο απαιτούμενος βαθμός αποτελεσματικότητας, αφού μια απόφαση επιβολής κυρώσεων σε βάρος ενός Κράτους-μέλους, που στερείται νομιμοποίησης από την πλειοψηφία, δύσκολά γίνεται πολιτικά αποδεκτή, οπότε αυξάνονται οι πιθανότητες μη συμμόρφωσης. Ο νέος μηχανισμός λήψης αποφάσεων αντιμετωπίζεται περίπου ως πανάκεια για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων στα δημοσιονομικά απείθαρχα Κράτη-μέλη. Καταγράφονται, όμως και απόψεις που συνιστούν μια περισσότερο επιφυλακτική προσέγγιση, αφενός γιατί πλέον η Επιτροπή θα είναι πιο προσεκτική, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε  λιγότερες Συστάσεις της προς το Συμβούλιο με τις οποίες θα προτείνονται κυρώσεις και αφετέρου γιατί, αν και γίνεται δυσκολότερο, δεν εκλείπει εντελώς το περιθώριο «πολιτικού παζαρέματος» στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι θεωρητικό. Αντίθετα, φαίνεται και να προβλέπεται από τις ρυθμίσεις για την αντίστροφη ειδική πλειοψηφία, αφού το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιεί τη Σύσταση της Επιτροπής με ειδική πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία, όπως απαιτεί το άρθρο 293 παρ. 1 ΣΛΕΕ για τις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής, και να την υιοθετεί τροποποιημένη. 

Ως προσπάθεια περαιτέρω ενίσχυσης των παραπάνω επιλογών και αντιμετώπισης των ενστάσεων για την αποτελεσματικότητά τους θα πρέπει να θεωρηθεί η διάταξη του άρθρου 7 του Δημοσιονομικού Συμφώνου, σύμφωνα με την οποία «τα συμβαλλόμενα μέρη με νόμισμα το Ευρώ δεσμεύονται να υποστηρίζουν τις προτάσεις ή συστάσεις τις οποίες υποβάλλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όταν θεωρεί ότι ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με νόμισμα το Ευρώ παραβιάζει το κριτήριο του ελλείμματος στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος». Με τη διάταξη αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να ενεργούν συντονισμένα εντός του Συμβουλίου της Ένωσης κατά τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, ως ένα «voting syndicate» (Miguel P. Maduro) που εκ πρώτης όψεως μπορεί να θεωρηθεί ότι υποσκάπτει τις ενωσιακές διαδικασίες και θίγει τα δικαιώματα των υπολοίπων Κρατών-μελών.  Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αποτελεί πρακτική τα τελευταία χρόνια να διαβουλεύονται τα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με σκοπό να καταλήξουν σε μια κοινή θέση πριν από τις συνεδριάσεις του ECOFIN. Ενδεχομένως, αυτό που αποτελεί θέμα συζήτησης είναι η μετατροπή αυτής της πρακτικής σε νομική υποχρέωση και μάλιστα με μια inter se διεθνή συμφωνία και όχι μέσω της θέσπισης ενός σχετικού ενωσιακού κανόνα δικαίου. Με τη ρύθμιση αυτή που δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο παρά μια προσπάθεια να ενισχυθεί περαιτέρω ο ρόλος της Επιτροπής και η αυτοματοποίηση της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων στο πλαίσιο της ΔΥΕ, αφού με την υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών του Δημοσιονομικού Συμφώνου να υποστηρίξουν τις προτάσεις της Επιτροπής καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση αντίστροφης ειδικής πλειοψηφίας, που εμποδίζει την υιοθέτηση των προτάσεών της. Είναι φανερό ότι στην ανωτέρω δέσμευση βασίζεται η δήλωση του J. Dijsselbloem μετά τη συνεδρίαση της 11/7 του Eurogroup, που λειτουργεί ως όργανο συντονισμού των Κρατών-μελών της Ευρωζώνης. 

II. Κυρώσεις….περισσότερες κυρώσεις

Η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης,  πέρα από την εκτεταμένη χρήση της «αντίστροφης ειδικής πλειοψηφίας», επιχειρήθηκε με την αύξηση των περιπτώσεων επιβολής  κυρώσεων στα Κράτη-μέλη, που αποκλίνουν και παραλείπουν να συμμορφωθούν τόσο στο προληπτικό όσο και στο κατασταλτικό σκέλος του ΣΣΑ ή για τις περιπτώσεις παραποίησης των στοιχείων εκ μέρους των Κρατών-μελών.  Η τάση, που εκδηλώθηκε με τη υιοθέτηση της «δέσμης των έξι νομοθετικών μέτρων», για την ενίσχυση και την επιβολή, τελικά, της δημοσιονομικής πειθαρχίας μέσω της επιβολής οικονομικών κυρώσεων στα Κράτη-μέλη της Ένωσης, που αρνούνται να συμμορφωθούν, δέχτηκε αρκετή κριτική. Οι αρνητικές τοποθετήσεις της επιστημονικής κοινότητας δεν αμφισβήτησαν τόσο την ανάγκη ύπαρξης ενός αποτρεπτικού μηχανισμού όσο την αποτελεσματικότητα της αποτροπής μέσω της αύξησης του αριθμού των οικονομικών κυρώσεων. Άλλωστε, η πρόσφατη ιστορία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης συνηγορούσε στην άποψη ότι «οι κυρώσεις σχεδιάστηκαν όχι για να χρησιμοποιηθούν» ή ότι «οι κυρώσεις είναι σαν ένα ατομικό όπλο που υπάρχει αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιείται». Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής υποστηρίχτηκαν και οι παρακάτω εναλλακτικές λύσεις, που για τους υποστηριχτές τους υπηρετούσαν αποτελεσματικότερα το στόχο της δημοσιονομικής πειθαρχίας: (α) η πρόβλεψη δυνατότητας αποπομπής Κράτους-μέλους της Ζώνης του Ευρώ, που αρνείται να συμμορφωθεί στους κανόνες και στις διαδικασίες για τη δημοσιονομική πειθαρχία, (β) η «εσωτερίκευση» (internalize) των κοινών στοχεύσεων της Ζώνης του Ευρώ, μέσω της υποχρέωσης των Κρατών-μελών να εισάγουν στην εσωτερική έννομη τάξη κανόνες, υποχρεωτικού χαρακτήρα, αμέσου εφαρμογής και μη τροποποιήσιμους εύκολα, δηλαδή συνταγματικού χαρακτήρα, οι οποίοι θα θέτουν ανώτατα όρια στο δημόσιο έλλειμμα και χρέος, συμβατά με τα όρια που τίθενται από το ΣΣΑ (η λύση αυτή ενσωματώθηκε τελικά στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο ). 
Ειδικότερα στο πλαίσιο του Κατασταλτικού σκέλους, που αφορά τις συγκεκριμένες περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, αν το Συμβούλιο διαπιστώσει την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, προβλέπεται ως κύρωση η άτοκη υποχρεωτική κατάθεση ποσού ίσου προς το 0,2% του ΑΕΠ του προηγούμενου χρόνου. Σε άτοκη μπορεί να μετατραπεί και μια τοκοφόρος κατάθεση ενώ προβλέπεται η μετατροπή της άτοκης κατάθεσης σε πρόστιμο, αν το Κράτος-μέλος παρέλειψε να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση του υπερβολικού ελλείμματος. Οι κυρώσεις αυτές, βέβαια, προβλέπονταν εξαρχής από το άρθρο 126 παρ. 11 ΣΛΕΕ, ωστόσο, ουδέποτε εφαρμόσθηκαν ή σε κάθε περίπτωση ουδέποτε λειτούργησαν αποτρεπτικά. Με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1173/2011 επιχειρείται η αυτοματοποίηση της διαδικασίας επιβολής των κυρώσεων μέσω της ενίσχυσης του ρόλου της Επιτροπής και της χρήσης της «αντίστροφης πλειοψηφίας». Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 του παραπάνω Κανονισμού ορίζει ότι «αν το Συμβούλιο, αποφασίσει σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 8 της ΣΛΕΕ, ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να διορθώσει το υπερβολικό του έλλειμμα, η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο εντός 20 ημερών από τη λήψη της απόφασης αυτής, την επιβολή προστίμου με νέα του απόφαση. Το πρόστιμο ανέρχεται σε 0,2 % του ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους κατά το προηγούμενο έτος. Η απόφαση περί επιβολής προστίμου λογίζεται εγκριθείσα από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει τη σύσταση της Επιτροπής εντός 10 ημερών από την έγκρισή της από την Επιτροπή». 

Τα πρόστιμα που απειλούνται σύμφωνα με τα παραπάνω είναι εξαιρετικά σοβαρά. Υπολογίζονται περίπου σε 300 εκατ. Ευρώ για την Πορτογαλία και σε 2 δις Ευρώ για την Ισπανία.  Η Επιτροπή, πάντως, μπορεί, λόγω έκτακτων οικονομικών περιστάσεων ή μετά από αιτιολογημένο αίτημα που απευθύνει το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή εντός 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 8 της ΣΛΕΕ να συστήσει στο Συμβούλιο τη μείωση του ποσού του προστίμου ή την ακύρωσή του. Η Ισπανία ήδη υπέβαλλε σχετικό αίτημα στην Επιτροπή.

Οι δύο χώρες, όμως, δεν απειλούνται μόνο με την επιβολή προστίμου αλλά και με αναστολή της χρηματοδοτικής συνδρομής τους μέσω των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ), αφού με τον Κανονισμό (EE) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που ως γενικός Κανονισμός αφορά το σύνολο των ΕΔΕΤ για την προγραμματική περίοδο 2014 -20, εισάγεται κατ’ ουσία η «μακροοικονομική αιρεσιμότητα» σε μια προσπάθεια διάχυσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της υποχρέωσης διατήρησης υγιών δημόσιων οικονομικών μέσω της ενωσιακής νομοθεσίας στο μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών της Ένωσης και ειδικά αυτών που έχουν αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί να αναστέλλει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, μέρος ή το σύνολο των πληρωμών και των αναλήψεων υποχρεώσεων για τα προγράμματα ενός Κράτους-μέλους, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφασίζει δυνάμει του άρθρου 126 παρ. 8 ή του άρθρου 126 παράγραφος 11 ΣΛΕΕ ότι ένα Κράτος-μέλος δεν έχει αναλάβει αποτελεσματική δράση ώστε να διορθώσει το υπερβολικό του έλλειμμα. 

Τέλος, ως Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, οι δύο χώρες μπορούν να τεθούν με απόφαση της Επιτροπής υπό καθεστώς ενισχυμένης οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας, σύμφωνα με τους όρους του Κανονισμού 473/2013 (συμπληρωματική δέσμη των δύο νομοθετικών μέτρων – δίπτυχο). Η ενισχυμένη εποπτεία τόσο ως προς τη συγκρότηση του εποπτικού μηχανισμού όσο και ως περιεχόμενό της συνιστά μεταφορά στην ενωσιακή δικαιοταξία και μετατροπή από διεθνή υποχρέωση (άρθρο 13 παρ. 7 Συνθήκης ΕΜΣ) σε τέτοια ενωσιακού χαρακτήρα της ελεγκτικής πρακτικής, που επικράτησε να αποκαλείται «τρόικα», με ότι αυτό συνεπάγεται.  

III. Αντί συμπερασμάτων

Μετά το 2010 η Ένωση κλήθηκε αφενός να αντιμετωπίσει το επείγον ζήτημα της κρίσης χρέους πολλών Κρατών-μελών της Ευρωζώνης και αφετέρου να επανεξετάσει μηχανισμούς, διαδικασίες και κανόνες, που αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για να προλάβουν και να αντιμετωπίσουν την κρίση, ενισχύοντας τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης. Στο διάστημα που διέρρευσε το επιστημονικό ενδιαφέρον συγκέντρωσαν περισσότερο οι μηχανισμοί διαχείρισης κρίσεων και χρηματοδοτικής συνδρομής (ΕΜΣ) και λιγότερο οι νέοι κανόνες της ΕΟΔ. Στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας έρχονται κατ’ ουσία να δοκιμαστούν στην πράξη οι επιλογές που έγιναν, επιβεβαιώνοντας ή όχι πολλές από τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν. Θα επιλέξουν τα Κράτη-μέλη μια σκληρή τιμωρητική προσέγγιση, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο νομικό πλαίσιο (νομοθετικές δέσμες) που καλούνται να εφαρμόσουν ή θα συμφωνήσουν μια πιο ήπια αντιμετώπιση, στο βαθμό που αυτή επιτρέπεται, λαμβάνοντας υπόψη την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλαν οι δύο χώρες από το 2010 και μετά, καθώς και τους φόβους ότι τα επαπειλούμενα υψηλά πρόστιμα μπορούν να υποσκάψουν την ασθενή τους οικονομική ανάπτυξη;   

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης
Αναπληρωτής Καθηγητής Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Διευθυντής του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου