Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 4/2016
Μετά το Leave τι;
Η διαδικασία αποχώρησης του Η.Β. από την Ένωση βήμα – βήμα

Όπως είναι γνωστό στο Δημοψήφισμα, που διεξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) στις 23 Ιουνίου 2016 με το ερώτημα της παραμονής ή της αποχώρησης του Η.Β. από την Ευρωπαϊκή  Ένωση, επικράτησαν οι υποστηρικτές της αποχώρησης (Leave) με ποσοστό 51,9% (η συμμετοχή προσέγγισε το 72%). Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος από νομικής απόψεως έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα για την Κυβέρνηση του Η.Β. Ωστόσο, ήταν γνωστό με σαφήνεια και εκ των προτέρων ότι η Βρετανική Κυβέρνηση δεσμεύεται πολιτικά από το αποτέλεσμα (βλ. Conservative Party Manifesto 2015). Εξάλλου, ανακοινώνοντας την παραίτησή του ο D. Cameron μετά την επικράτηση των Leavers δήλωσε ότι το Η.Β. θα ενεργοποιήσει τη διαδικασία του άρθρου 50 ΣΕΕ, που επιτρέπει την αποχώρηση Κράτους-μέλους από την Ε.Ε. αποδεχόμενος το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος. Ωστόσο, η ενεργοποίηση αυτή θα πρέπει να περιμένει τον διορισμό του διαδόχου του στην Πρωθυπουργία, που υπολογίζεται για τον Οκτώβριο του 2016. Η εξέλιξη αυτή έχει τα εξής αποτελέσματα:

Πρώτον, η Απόφαση Διευθέτησης του Φεβρουαρίου 2016 (βλ. CES-Duth Working Paper 3/2016) δεν τίθεται σε ισχύ, αφού ρητά αυτή προβλέπει ότι θα αρχίσει να παράγει αποτελέσματα την ημερομηνία κατά την οποία το Η.Β. θα ενημερώσει ότι έχει αποφασίσει να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ιδέες, συμβιβασμοί ή και ρυθμίσεις της να χρησιμοποιηθούν, ενδεχομένως ως σημεία εκκίνησης από την πλευρά του Η.Β., κατά τη διαπραγμάτευση των μελλοντικών σχέσεων Η.Β. με την Ε.Ε. ή ακόμη και σε μελλοντικές Συμφωνίες Προσχώρησης.

Δεύτερον, θέτει τα ζητήματα εφαρμογής του άρθρου 50 ΣΕΕ για την αποχώρηση Κράτους-μέλους, μιας διάταξης που και νέα είναι και παρουσιάζεται κατά γενική ομολογία σχετικά ατελής και χωρίς αναπτυγμένη πρακτική, αφού αποτελεί αντικείμενο επίκλησης για πρώτη φορά (η απόσυρση της Γροιλανδίας το 1985 δεν θεωρείται νομικά αποχώρηση Κράτους-μέλους)

Τρίτον, θέτει το ζήτημα των μελλοντικών σχέσεων του αποχωρούντος Η.Β. με την Ένωση. Στο ζήτημα αυτό στην παρούσα φάση λίγα μπορούν ειπωθούν, αφού ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί η βρετανική θέση, ενώ μεταξύ των απόψεων των υποστηρικτών της αποχώρησης παρουσιάζονται σοβαρές αποκλίσεις.
Παρακάτω θα αναφερθούμε, κυρίως, στο δικαίωμα αποχώρησης Κράτους-μέλους και στην ακολουθητέα διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ.

5.1. Το δικαίωμα αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση

Το δικαίωμα αποχώρησης Κράτους-μέλους από την Ε.Ε. εισήχθη για πρώτη στο Πρωτογενές Δίκαιο με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009), που ορίζει ότι «Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες». Πριν από την εξέλιξη αυτή το δικαίωμα αποχώρησης Κράτους-μέλους ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενο. Κατά την κρατούσα άποψη, παρά την απουσία σχετικής διάταξης στις Συνθήκες, η αποχώρηση Κράτους-μέλους ήταν νομικά δυνατή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Υπήρχαν, πάντως, και αυτοί που υποστήριζαν ότι ο υπερεθνικός χαρακτήρα του ενοποιητικού εγχειρήματος και η ίδρυση της Ένωσης  ως μόνιμου οργανισμού απέκλειαν την αποχώρηση Κράτους-μέλους. Η «ρήτρα αποχώρησης» ενσωματώθηκε αρχικά στη Συνταγματική Συνθήκη (άρθρο Ι-59) και αποτέλεσε το προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων τάσεων, βασιζόμενη στην παραδοχή ότι στο βαθμό που μια τέτοια αποχώρηση επιτρέπεται ούτως ή άλλως κατ’ εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, θα ήταν σκόπιμο η διαδικασία αποχώρησης να ρυθμιστεί από το ενωσιακό δίκαιο κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και τις ανάγκες της Ε.Ε. και των Κρατών-μελών της. Εξάλλου, λειτουργούσε ως «πολιτικό μήνυμα σε όσους τείνουν να υποστηρίζουν ότι η Ένωση είναι μια άκαμπτη οντότητα από την οποία είναι αδύνατο να αποχωρήσει κανείς». Η «ρήτρα αποχώρησης», που συμπεριλήφθηκε αμετάβλητη στη Συνθήκη της Λισαβόνας, καθιστά νομικά αδύνατη και πολιτικά προβληματική την αποχώρηση Κράτους-μέλους καθοιονδήποτε άλλο τρόπο, θέση που υιοθετεί, άλλωστε, και η Βρετανική Κυβέρνηση. Το άρθρο 50 ΣΕΕ για την άσκηση του δικαιώματος αποχώρησης δεν προβλέπει ουσιαστικές προϋποθέσεις παρά μόνο διαδικαστικές και υπ’ αυτή την έννοια η αποχώρηση Κράτους-μέλους από την Ένωση κατ’ εφαρμογή της καθίσταται νομικά ευχερέστερη απ’ ότι αν εφαρμόζονταν οι κανόνες του γενικού διεθνούς. Εξάλλου η αναφερόμενη τήρηση των συνταγματικών κανόνων από το Κράτος-μέλος που προτίθεται να αποχωρήσει θα πρέπει να διαβασθεί σε συνάρτηση με το άρθρο 2 ΣΕΕ περί των αξιών της Ένωσης και της εξ αυτής υποχρέωσης σεβασμού της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

5.2. Η διαδικασία αποχώρησης

Σκοπός της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 50 ΣΕΕ είναι η μετάβαση με αμοιβαία επωφελή τρόπο από το καθεστώς του Κράτους-μέλους σε αυτό του τρίτου κράτους. Η διαδικασία ενεργοποιείται με τη γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενώ από την ημερομηνία της γνωστοποίησης αρχίζει να τρέχει και η προβλεπόμενη από το άρθρο 50 παρ. 3 ΣΕΕ. προθεσμία για την αποχώρηση. Η ΣΕΕ δεν προβλέπει κάποιον ειδικό τύπο για την γνωστοποίηση, όπως επίσης και το χρόνο της πραγματοποίησής της από την λήψη της απόφασης αποχώρησης. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι νομικά η επιλογή του χρόνου γνωστοποίησης και συνεπώς της ενεργοποίησης της διαδικασίας του άρθρου 50 ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κράτους μέλους που αποφασίζει να αποχωρήσει. Έτσι, η ασκηθείσα πίεση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς την Κυβέρνηση του Η.Β. να προχωρήσει στην γνωστοποίηση «όσο το δυνατόν συντομότερα» μόνο πολιτικά θα πρέπει να αναγνωσθεί. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της δυνατότητας ανάκλησης της γνωστοποίησης μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων και πριν από τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας αποχώρησης. Τίποτα δεν αποκλείει νομικά μια τέτοια ανάκληση. Ωστόσο, οι πολιτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας ενέργειας μπορεί να είναι ουσιαστικές. Η γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης από το Κράτος-μέλος σηματοδοτεί κατά το άρθρο 50 παρ. 3 ΣΕΕ την έναρξη διαπραγματεύσεων της Ένωσης με το εν λόγω κράτος με σκοπό τη σύναψη «συμφωνίας που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση». Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται «υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» και σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 3 ΣΛΕΕ, που αφορά τον ορισμό του διαπραγματευτή από την πλευρά της Ένωσης (κατά κανόνα η Επιτροπή) και τη σχετική εντολή διαπραγμάτευσης. Η συμφωνία αποχώρησης συνάπτεται από το Συμβούλιο εξ ονόματος της Ένωσης. Κατά το άρθρο 50 παρ. 4 ΣΕΕ το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 238 παρ. 3 στ. β ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο η ειδική πλειοψηφία απαιτεί «τουλάχιστον 72% των μελών του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, εφόσον το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 65% τουλάχιστον του πληθυσμού των κρατών αυτών».  Για να προχωρήσει έγκυρα το Συμβούλιο στη σύναψη της συμφωνίας απαιτείται η προηγούμενη έγκριση (σύμφωνη γνώμη) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών από τα οποία απαρτίζεται και διαθέτει, έτσι, ένα γνήσιο δικαίωμα αρνησικυρίας. Συνεπώς, για την σύναψη της συμφωνίας αποχώρησης δεν απαιτείται ομοφωνία στο Συμβούλιο, όπως απαιτείται σε ορισμένες σημαντικές διεθνείς συμφωνίες κατά το άρθρο 218 παρ. 8 ΣΛΕΕ (πχ η συμφωνία προσχώρησης στην ΕΣΔΑ) ή για τη σύναψη συμφωνιών σύνδεσης  ούτε η επικύρωση από τα Κράτη-μέλη, όπως συμβαίνει στις συνθήκες προσχώρησης κατά το άρθρο 49 ΣΕΕ. Η σύναψη της συμφωνίας από το αποχωρούν Κράτος-μέλος γίνεται κατά τους συνταγματικούς του κανόνες για τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών. Στις συζητήσεις για τη διαμόρφωση της διαπραγματευτικής θέσης της Ένωσης και στη λήψη των αποφάσεων από Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και από το Συμβούλιο δεν συμμετέχουν οι εκπρόσωποι του αποχωρούντος Κράτους-μέλους. Αντίθετα, γίνεται δεκτό ότι τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που προέρχονται από το αποχωρούν Κράτους-μέλους συμμετέχουν κανονικά στις διαδικασίες υιοθέτησης της γνώμης του οργάνου, ως εκπρόσωποι των ευρωπαίων πολιτών στο σύνολό τους και όχι μόνο αυτών του Κράτους-μέλους που εκλέγονται. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 50 ΣΕΕ δεν φαίνεται να αποκλείει τη συμμετοχή του Δικαστηρίου της Ε.Ε. είτε γνωμοδοτικά κατά το άρθρο 218 παρ. 11 ΣΛΕΕ είτε μέσω της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Πρόθεση του «συνταγματικού νομοθέτη» της Ένωσης με το άρθρο 50 ΣΕΕ ήταν να περιορίσει όσο αυτό είναι δυνατόν τις αβεβαιότητες που προκαλεί η αποχώρηση ενός Κράτους-μέλους. Προς τούτο προβλέπεται διετής προθεσμία από τη γνωστοποίηση για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και τη σύναψη της συμφωνίας αποχώρησης. Σε περίπτωση παρέλευσης της προθεσμίας χωρίς τη σύναψη της συμφωνίας, η αποχώρηση επέρχεται αυτομάτως στη λήξη της διετίας. Η διετής προθεσμία μπορεί πάντως να παραταθεί με  κοινή συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του αποχωρούντος Κράτους-μέλους. Συνεπώς, το νομικό αποτέλεσμα της αποχώρησης, σύμφωνα με το οποίο οι Συνθήκες και τα Πρωτόκολλα παύουν να ισχύουν στο Κράτος-μέλος που αποχωρεί, καθιστάμενο έτσι τρίτο κράτος, επέρχεται από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης (πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας μετά από παράταση) είτε κατά τη λήξη της διετούς προθεσμίας χωρίς τη σύναψη συμφωνίας κατά το άρθρο 50 παρ.3 ΣΕΕ. Περισσότερα σύνθετα είναι τα πράγματα με  την ισχύ του παραγώγου δικαίου της Ένωσης, κυρίως με τις πράξεις αμέσου ισχύος, καθώς και το εθνικό δίκαιο ενσωμάτωσης του ενωσιακού δικαίου στην έννομη τάξη του αποχωρούντος κράτους, η κατάργηση των οποίων και η αντικατάσταση του στο σύνολο τους ή κατά ένα μέρος τους εξαρτάται από τις επιλογές του αποχωρούντος κράτους  και την νομοθετική τακτική που θα ακολουθήσει. Συνεπώς δεν αποκλείεται να καθυστερήσει.   Μέχρι να επέλθει η αποχώρηση κατά τα παραπάνω ενδεχόμενα το αποχωρούν κράτος διατηρεί την ιδιότητα του μέλους και όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μέλους, πλην της συμμετοχής των εκπροσώπων του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο στις συνεδριάσεις που αφορούν τη σύναψη της συμφωνίας αποχώρησης. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πάντως, έθεσε θέμα  άσκησης της Προεδρίας της Ένωσης από το Η.Β. (β εξάμηνο 2017) και ενώ διαρκούν οι διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση. Κάλεσε δε το Συμβούλιο «να αλλάξει τη σειρά των προεδριών του, έτσι ώστε η διαδικασία αποχώρησης να μην υπονομεύσει την τρέχουσα διαχείριση των υποθέσεων της Ένωσης». Εξάλλου, το κράτος που αποχώρησε από την Ένωση διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, με την αίτησή του αυτή να υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 49 ΣΕΕ, χωρίς να προβλέπεται κάποια ιδιαίτερη μεταχείριση  εκ του προηγούμενου καθεστώτος ως μέλους.

5.3. Η συμφωνία αποχώρησης και η ρύθμιση των μελλοντικών σχέσεων με την Ένωση

Κατά το άρθρο 50 παρ. 2 ΣΕΕ η συμφωνία που συνάπτεται εκ μέρους του Συμβουλίου και του αποχωρούντος κράτους «καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση». Η ανάγνωση της διάταξης αυτής δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι σε ένα νομικό κείμενο (διεθνή συμφωνία) θα συνυπάρξουν τόσο η ρύθμιση των ζητημάτων της αποχώρησης όσο και η ρύθμιση των μελλοντικών σχέσεων της Ένωσης με το αποχωρούν κράτος. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι θα υπάρξουν δύο ξεχωριστές διεθνείς συμφωνίες, που βεβαίως συνδέονται αλλά δεν ταυτίζονται. Υπέρ της θέσης αυτής συνηγορούν, μεταξύ άλλων, τα εξής: η ρύθμιση των μελλοντικών σχέσεων θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο από τη συμφωνία αποχώρησης, η διάταξη του άρθρου 50 πα.2 ΣΕΕ απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων (περίγραμμα) και όχι να ρυθμιστούν αυτές με τη συμφωνία αποχώρησης, αναλόγως του είδους των σχέσεων που θα συμφωνηθεί εξαρτάται και ο τρόπος σύναψης της σχετικής συμφωνίας, που μπορεί να διαφέρει από αυτόν της συμφωνίας αποχώρησης (οι συμφωνίες σύνδεσης απαιτούν ομοφωνία, ενώ αν πρόκειται για μεικτή συμφωνία απαιτείται η σύναψη και επικύρωσή της από όλα τα Κράτη-μέλη). Με βάση τα παραπάνω η αποχώρηση του Η.Β. από την Ένωση οδηγεί στα εξής νομικά όργανα:

(α) Συμφωνία αποχώρησης

Στη συζήτηση που άνοιξε μετά το Δημοψήφισμα της 23/6/2016 παραγνωρίζεται η σημασία της συμφωνίας αποχώρησης και δίνεται μεγαλύτερο βάρος στη ρύθμιση των μελλοντικών σχέσεων Η.Β. με την Ε.Ε.. Ωστόσο, η συμφωνία αποχώρησης έχει να αντιμετωπίσει κρίσιμα ζητήματα, τεχνικού χαρακτήρα, έτσι ώστε να γίνει με ομαλό τρόπο η απεμπλοκή του Η.Β. από δικαιώματα και υποχρεώσεις και να μειώσει τους κραδασμούς στην Ε.Ε. από την αποχώρηση ενός Κράτους-μέλους του μεγέθους του Η.Β.. Τέτοια ζητήματα, μεταξύ άλλων, είναι: ο τερματισμός της συνεισφοράς του Η.Β. στον προϋπολογισμό της Ένωσης, η εκκαθάριση των πληρωμών χρηματοδοτούμενων από την ΕΕ προγραμμάτων προς Βρετανούς υπηκόους ή φορείς, η αντιμετώπιση του ζητήματος των κεκτημένων δικαιωμάτων εκ της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης των Βρετανών πολιτών που κατοικούν σε χώρες της Ε.Ε. και των ευρωπαίων πολιτών που κατοικούν στο Η.Β., η διαχείριση της απόσυρσης των Βρετανών υπηκόων που εργάζονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η μετεγκατάσταση ευρωπαϊκών οργανισμών που εδρεύουν στο Η.Β. και κυρίως της περιζήτητης Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, η απεμπλοκή του Η.Β. από τις αποστολές ΚΕΠΠΑ (αποστολές Petersberg), την EUROPOL και την FRONTEX, η προετοιμασία για την απόσυρση των εκπροσώπων του Η.Β. από τα θεσμικά όργανα και, τέλος, τα ζητήματα των μορφών  ελέγχου κατά τη διέλευση των συνόρων .

(β) Συμφωνία για τις μελλοντικές σχέσεις Η.Β. με την Ευρωπαϊκή Ένωση

Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί εκ του άρθρου 50 ΣΕΕ προαπαιτούμενο της αποχώρησης Κράτους-μέλους ούτε και μια σαφή υποχρέωση της Ένωσης. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι συμβαίνει το αντίθετο, αφού για την ρύθμιση των μελλοντικών σχέσεων με το Η.Β. θα πρέπει αυτό να καταστεί προηγουμένως τρίτο κράτος. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Ψήφισμα του για το Brexit στις 28/6/2016 «πριν από τη σύναψη της συμφωνίας αποχώρησης δεν μπορεί να συμφωνηθεί καμία νέα σχέση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ».  Η υποχρέωση, πάντως,  της Ένωσης να προχωρήσει σε ρύθμιση των μελλοντικών της σχέσεων με το Η.Β. βασίζεται στο άρθρο 8 ΣΕΕ, που ορίζει ότι «Η Ένωση αναπτύσσει προνομιακές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, με στόχο την εγκαθίδρυση χώρου ευημερίας και καλής γειτονίας, ο οποίος θεμελιώνεται στις αξίες της Ένωσης και χαρακτηρίζεται από στενές και ειρηνικές σχέσεις βασιζόμενες στη συνεργασία». Η διάταξη αυτή, όμως, δεν προδιαγράφει το είδος της σχέσης, πολύ περισσότερο τη σύναψη συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου, που φαίνεται να επιθυμεί η Κυβέρνηση του Η.Β.. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που συνήλθε στις 29 Ιουνίου, αφού ζήτησε από το Η.Β. να κάνει γνωστές τις προθέσεις του, ξεκαθάρισε ότι «οποιαδήποτε συμφωνία συναφθεί με το ΗΒ ως τρίτη χώρα πρέπει να βασίζεται στην εξισορρόπηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Για την πρόσβαση στην ενιαία αγορά απαιτείται αποδοχή και των τεσσάρων ελευθεριών», συνεπώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που βάρυνε εξαιρετικά στην απόφαση των Βρετανών. Σήμερα μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν, ενώ η σχετική συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τα μοντέλα των σχέσεων με την Τουρκία (τελωνιακή ένωση) ή την Ελβετία (σύστημα διμερών συμφωνιών) ή την Νορβηγία (ΕΟΧ). Η εξέταση των μοντέλων αυτών ξεφεύγει από τα όρια αυτού του σημειώματος, αν και υποστηρίζεται ότι η πιο ελκυστική επιλογή είναι, τουλάχιστον για μια προσωρινή περίοδο, για το Η.Β. «το μοντέλο της Νορβηγίας», πράγμα που σημαίνει ότι αυτό παραμένει μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), τη συμφωνία, δηλαδή, σύνδεσης μεταξύ της ΕΕ, τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι υπέρ αυτής της προσέγγισης. Κυρίως όμως ότι θα παρέχει νομική ασφάλεια για τις εξαγωγές των περισσότερων αγαθών και των υπηρεσιών του Η.Β. προς την ΕΕ και το αντίστροφο. Μια συμφωνία για το θέμα αυτό θα μπορούσε να συναφθεί γρήγορα, μειώνοντας έτσι τις αρνητικές επιπτώσεις της αβεβαιότητας σχετικά με τις οικονομίες του Η.Β. και της ΕΕ, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ήδη ένα μέρος του ΕΟΧ, και έτσι αναμφισβήτητα δεν χρειάζεται να περάσει από οποιαδήποτε διαδικασία για να ενταχθεί σ’ αυτόν.

(γ) Συνθήκη για την τροποποίηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών

Η συμφωνία αποχώρησης, ως διεθνής συμφωνία, δεν τροποποιεί από μόνη της το  Πρωτογενές Δίκαιο της Ένωσης (Συνθήκες και Πρωτόκολλα). Στο βαθμό που απαιτείται μια τέτοια τροποποίηση (ενδεικτικά:  Προοίμιο, άρθρο 52 ΣΕΕ, άρθρο 355 ΣΛΕΕ, διατάξεις περί οργάνων, ορισμένα Πρωτόκολλα) αυτή θα γίνει με τροποποιητική Συνθήκη μεταξύ των 27 Κρατών-μελών, που παραμένουν, χωρίς τη συμμετοχή του Η.Β., σύμφωνα είτε με το άρθρο 48 (τροποποίηση) είτε με το άρθρο 49) ΣΕΕ (επ’ ευκαιρία της προσχώρησης ενός νέου Κράτους –μέλους).

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι, πέρα από τις σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο η αποχώρηση τόσο στο Η.Β. όσο και στην Ε.Ε., η διαδικασία αποχώρησης θα είναι μια σύνθετη και χρονοβόρος διαδικασία ενώ θα απαιτήσει τη επίλυση αρκετών νομικών ζητημάτων, στο βαθμό που η διάταξη του άρθρου 50 ΣΕΕ προβλέπει το περίγραμμα της διαδικασίας και παρουσιάζει κενά που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν κατά την πρώτη εφαρμογή της.

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης
Αναπληρωτής Καθηγητής Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Διευθυντής του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου