CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 6/2017
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2017
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-566/15, Konrad Erzberger κατά TUI AG - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 18 και 45 ΣΛΕΕ και υποβλήθηκε από το Εφετείο Βερολίνου της Γερμανίας (Kammergericht). Η εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει ότι μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις εγκαταστάσεις εταιρίας ή στις εταιρίες του ομίλου στον οποίο ανήκει η εταιρία, που βρίσκονται στη γερμανική επικράτεια, έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της εταιρίας. (Άρθρο 10 του νόμου περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του γερμανικού νόμου περί οργάνωσης των επιχειρήσεων). Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά τη σύνθεση του εποπτικού συμβουλίου εταιρίας και ειδικότερα το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο. Ειδικότερα ο K. Erzberger είναι μέτοχος της TUI, η οποία είναι επικεφαλής ομίλου εταιριών και δραστηριοποιείται στον τομέα του τουρισμού. Η TUI διοικείται από δύο όργανα, το διοικητικό συμβούλιο και το εποπτικό συμβούλιο, το οποίο εποπτεύει το διοικητικό συμβούλιο με τη συμμετοχή των εργαζομένων. Μετά την απόρριψη της προσφυγής του Erzberger από το πρωτοδικείο του Βερολίνου, ασκήθηκε έφεση στο Εφετείο του Βερολίνου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι αν τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση Κράτους-μέλους, σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε εγκαταστάσεις ομίλου ευρισκόμενες εντός της επικράτειας Κράτους-μέλους χάνουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές (και το δικαίωμα να ασκούν τα καθήκοντα του εκπροσώπου) για την ανάδειξη των μελών (εργαζομένων) του εποπτικού συμβουλίου της μητρικής εταιρίας του ομίλου (η οποία είναι εγκατεστημένη στο ίδιο Κράτος-μέλος) στην περίπτωση που απασχοληθούν σε θυγατρική του ίδιου ομίλου, η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ τόνισε ότι ο τομέας της εκπροσωπήσεως και της συλλογικής υπερασπίσεως των συμφερόντων των εργαζομένων στα όργανα διοικήσεως ή εποπτείας εταιρίας, που διέπεται από το εθνικό δίκαιο, δεν αποτελεί αντικείμενο εναρμονίσεως και συντονισμού σε επίπεδο Ένωσης.
Ως εκ τούτου το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι χάνουν τα ανωτέρω δικαιώματά τους εφόσον εγκαταλείψουν τη θέση τους και απασχοληθούν σε θυγατρική του ίδιου ομίλου εγκατεστημένη σε άλλο Κράτος-μέλος.
2. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-129/16, Túrkevei Tejtermelő Kft. κατά Országos Környezetvédelmi és Természetvédelmi Főfelügyelőség - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 191 και 193 ΣΛΕΕ, καθώς και στην ερμηνεία της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας. Σύμφωνα με την παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις σχετικά με την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των πρόσθετων δραστηριοτήτων που είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο των απαιτήσεων πρόληψης και αποκατάστασης της παρούσας οδηγίας και του εντοπισμού πρόσθετων υπευθύνων». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szolnok της Ουγγαρίας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Túrkevei Tejtermelő Kft (TTK) και της Εθνικής Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας του Περιβάλλοντος και της Φύσης. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε πρόστιμο, που επιβλήθηκε στην ΤΤΚ λόγω παράνομης αποτέφρωσης αποβλήτων εντός ακινήτου της, με αποτέλεσμα να προκληθεί ατμοσφαιρική ρύπανση. Ειδικότερα, η πρωτοβάθμια αρχή περιβαλλοντικής προστασίας επέβαλλε στην ΤΤΚ, ως κυρία του ακινήτου, πρόστιμο ύψους 500.000 φιορινιών (1.650 ευρώ), λόγω μη τήρησης των διατάξεων του υπ’ αριθ. 306/2010 κυβερνητικού διατάγματος. Η Γενική Διεύθυνση έκρινε ότι η αποτέφρωση αποβλήτων σε ανοικτό χώρο είχε προκαλέσει περιβαλλοντικό κίνδυνο.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι αν οι διατάξεις της Οδηγίας 2004/35, σε συνδυασμό με τα άρθρα 191 και 193 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία, εκτός από τους φορείς εκμετάλλευσης των ακινήτων επί των οποίων προκλήθηκε η παράνομη ρύπανση, αναγνωρίζει ως εις ολόκληρον υπεύθυνους μιας τέτοιας περιβαλλοντικής ζημίας και τους κυρίους των ακινήτων, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς των κυρίων των ακινήτων και της διαπιστωθείσας ρύπανσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις της Οδηγίας 2004/35 έχουν, υπό το πρίσμα των άρθρων 191 και 193 ΣΛΕΕ, την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση, υπό την προϋπόθεση ότι η κανονιστική ρύθμιση είναι συμβατή με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών ΕΕ και ΣΛΕΕ και τις πράξεις του παραγώγου δικαίου.
Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 16 της Οδηγίας 2004/35 και το άρθρο 193 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας η αρμόδια εθνική διοικητική αρχή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο στους κυρίους των ακινήτων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 16 της Οδηγίας 2004/35 και το άρθρο 193 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η αρμόδια εθνική διοικητική αρχή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο στους κυρίους των ακινήτων υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις (που θα εξακριβώσει το εθνικό δικαστήριο):
1. Ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού της ενισχυμένης προστασίας του περιβάλλοντος και
2. Ότι ο τρόπος καθορισμού του ύψους του προστίμου δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-133/16, Christian Ferenschild κατά JPC Motor SA - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 1 και του άρθρου 7, παρά. 1, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών και υποβλήθηκε από το Εφετείο της Μονς του Βελγίου (Cour d’appel de Mons). Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1: « Ο πωλητής ευθύνεται δυνάμει του άρθρου 3, όταν η έλλειψη συμμόρφωσης εκδηλώνεται εντός δύο ετών από την παράδοση του αγαθού. Εάν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, υπόκεινται σε παραγραφή, η παραγραφή αυτή δεν συμπληρώνεται προ της παρόδου δύο ετών από την παράδοση». Επιπρόσθετα, το άρθρο 7, παρ. 1 της Οδηγίας 1999/44, ορίζει ότι: «Συμβατικοί όροι ή συμφωνίες, οι οποίες συνάπτονται με τον πωλητή πριν από την ενημέρωσή του για την έλλειψη συμμόρφωσης και οι οποίες, αμέσως ή εμμέσως, καταργούν ή περιορίζουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ο πωλητής και ο καταναλωτής μπορούν να συμφωνούν συμβατικούς όρους ή συμφωνίες που προβλέπουν μικρότερη χρονική περίοδο όσον αφορά την ευθύνη του πωλητή από εκείνην που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ενός έτους» Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Christian Ferenschild και της JPC Motor SA σχετικά, μεταξύ άλλων, με αγωγή που άσκησε ο πρώτος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της φερόμενης έλλειψης συμμόρφωσης του οχήματος που αγόρασε από την εταιρία αυτή. Ειδικότερα, η JPC αμφισβητεί το βάσιμο του αιτήματος αποζημίωσης του ενάγοντος, επικαλούμενη εκπρόθεσμη προβολή του λόγω εθνικής ρύθμισης που προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ο πωλητής και ο καταναλωτής μπορούν με κοινή συμφωνία να καθορίσουν βραχύτερο των δύο ετών χρόνο, ο οποίος όμως δεν μπορεί να είναι βραχύτερος του έτους.(Αστικός κώδικας του Βελγίου)
Το ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 5, παρ. 1 και το άρθρο 7, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 1999/44 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνα Κράτους- μέλους ο οποίος επιτρέπει προθεσμία παραγραφής της αξίωσης του καταναλωτή βραχύτερη των δύο ετών από την παράδοση του αγαθού. Η εθνική κανονιστική ρύθμιση έχει τεθεί από το Κράτος - μέλος στο πλαίσιο της δυνατότητας που παρέχει η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 7 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας σύμφωνα με την οποία ο πωλητής μπορεί να συμφωνήσει με τον καταναλωτή περίοδο ευθύνης του πωλητή μικρότερη των δύο ετών, ήτοι ενός έτους, αναφορικά με το επίμαχο μεταχειρισμένο αγαθό.
Το ΔΕΕ τόνισε ότι το άρθρο 7, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 1999/44 δεν αφορά την προθεσμία παραγραφής, αλλά αποκλειστικά και μόνον την περίοδο ευθύνης του πωλητή. Έτσι, η ευχέρεια των Κρατών-μελών να προβλέπουν, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ότι οι συμβαλλόμενοι δύνανται να περιορίζουν τη διάρκεια ευθύνης του πωλητή στο ένα έτος από την παράδοση του αγαθού δεν μπορεί να τους παρέχει επίσης τη δυνατότητα να προβλέπουν ότι οι εν λόγω συμβαλλόμενοι δύνανται να περιορίζουν τη διάρκεια προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της σχετικής οδηγίας.
Ως εκ τούτου το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνα Κράτους-μέλους ο οποίος επιτρέπει προθεσμία παραγραφής της αξίωσης του καταναλωτή βραχύτερη των δύο ετών από την παράδοση του αγαθού, όταν ο πωλητής έχει συμφωνήσει με τον καταναλωτή περίοδο ευθύνης του πωλητή μικρότερη των δύο ετών, ήτοι ενός έτους, ως προς το οικείο μεταχειρισμένο αγαθό.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-143/16, Abercrombie & Fitch Italia Srl κατά Antonino Bordonaro - Προδικαστική
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Corte Suprema di Cassazione) και αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 2, παρ. 1, 2, παρ. 2, στοιχείο α, 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, καθώς και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 2 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει ότι: «1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο». Το άρθρο 6 παρ. 1, της ανωτέρω Οδηγίας έχει ως εξής: «1. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, β) τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση». Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Abercrombie & Fitch Italia Srl και του Antonino Bordonaro, με αντικείμενο τη λύση της συμβάσεως διαλείπουσας απασχολήσεώς του, λόγω συμπληρώσεως του 25ου έτους της ηλικίας του.
Στην υπόθεση τέθηκε το ζήτημα αν το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και τα άρθρα 2, παρ. 1, 2, παρ. 2, στοιχείο α, 6 παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει στον εργοδότη να συνάψει σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως με εργαζόμενο ηλικίας κάτω των 25 ετών, ανεξαρτήτως της φύσεως της προς παροχή εργασίας και να τον απολύσει όταν ο εργαζόμενος συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση. Η κρίση, πάντως, του ΔΕΕ ισχύει υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:
1. Ότι η διάταξη αυτή επιδιώκει την επίτευξη θεμιτού σκοπού στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και
2. Ότι τα προβλεπόμενα για την επίτευξη του σκοπού μέσα είναι πρόσφορα και αναγκαία.
5. ΔΕΕ απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-175/16, Hannele Hälvä κ.λπ. κατά SOS-Lapsikylä ry - Προδικαστική
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Φιλανδίας (Korkein oikeus) και αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 17, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 8 και 16, εφόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ιδίως δε εφόσον πρόκειται για: α) διευθυντικά στελέχη ή άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν αποφάσεις αυτόνομα· β) οικογενειακό προσωπικό, ή γ) εργαζόμενους στον τελετουργικό τομέα των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Hannele Hälvä, της Sari Naukkarinen, της Pirjo Paajanen και της Satu Piik και, αφετέρου, του εργοδότη αυτών, SOS Lapsikylä ry, όσον αφορά την εκ μέρους του τελευταίου άρνηση καταβολής σ’ αυτές των αμοιβών οι οποίες αντιστοιχούν σε υπερωρίες, σε απογευματινή και νυχτερινή εργασία και σε εργασία Σαββάτου και Κυριακής, που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 2006 έως 2009. Ειδικότερα, η SOS Lapsikylä ry αποτελεί ένωση που έχει ως σκοπό την παιδική προστασία, ενώ εξασφαλίζει, για τα παιδιά που τελούν υπό την προστασία της, στέγαση σε οιονεί οικογενειακό περιβάλλον εντός επτά παιδικών χωριών. Στα παιδικά χωριά εργάζονται ο διευθυντής του χωριού, οι «γονείς SOS», οι «αναπληρωτές γονείς SOS» και άλλοι υπάλληλοι. Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης απασχολήθηκαν από την ένωση SOS Lapsikylä ry ως «αναπληρωτές γονείς SOS» έως το 2009.
Το ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 17, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι μπορεί να εφαρμοστεί σε μια μισθωτή δραστηριότητα, η οποία συνίσταται στην ανάληψη της φροντίδας παιδιών σε οιονεί οικογενειακές συνθήκες, σε αντικατάσταση του προσώπου που είναι επιφορτισμένο, κυρίως, με τα καθήκοντα αυτά.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 17, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια μισθωτή δραστηριότητα με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι η διάρκεια του χρόνου εργασίας, καθ’ ολοκληρίαν, δεν υπολογίζεται ή δεν προκαθορίζεται ή ότι μπορεί να καθορίζεται από τον ίδιο τον εργαζόμενο, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-340/16, Landeskrankenanstalten-Betriebsgesellschaft - KABEG κατά Mutuelles du Mans assurances – MMA IARD SA - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 9, παρ. 1, στοιχείο β, του Κανονισμού 44/2001/ΕΚ του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παρ. 2, του ανωτέρω κανονισμού και υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 στοιχείο του ανωτέρω Κανονισμού: «Ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί: α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ή, β) σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο ενάγων έχει την κατοικία του». Επιπρόσθετα, το άρθρο 11, παρ. 2, του Κανονισμού 44/2001 όριζε ότι: «Οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 10 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται.». Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Landeskrankenanstalten-Betriebsgesellschaft – KABEG (που αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και έχει την έδρα του στην Αυστρία) και της Mutuelles du Mans assurances – MMA IARD SA ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα στη Γαλλία. Αναφέρεται δε σε αγωγή αποζημιώσεως την οποία άσκησε η KABEG, λόγω της εκ μέρους της εξακολουθήσεως καταβολής αμοιβής σε έναν από τους υπαλλήλους της κατά την περίοδο της προσωρινής ανικανότητάς του προς εργασία, λόγω τροχαίου ατυχήματος. Ειδικότερα, υπάλληλος της KABEG, που έχει την κατοικία του στην Αυστρία, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με αυτοκίνητο (ο υπάλληλος χρησιμοποιούσε ποδήλατο), που συνέβη στην Ιταλία με αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο καλύπτεται ως προς την ασφάλιση αστικής ευθύνης από την ασφαλιστική εταιρία MMA IARD. Ο συγκεκριμένος υπάλληλος υπέστη διάφορες σωματικές βλάβες συνεπεία του ως άνω τροχαίου ατυχήματος.
Το ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 9, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 44/2001, έχει την έννοια ότι ένας εργοδότης, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Αυστρία και εξακολούθησε να καταβάλλει μισθό σε υπάλληλό του, που ήταν απών κατόπιν της επελεύσεως τροχαίου ατυχήματος και υπεισήλθε στα δικαιώματα του εν λόγω υπαλλήλου έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας που κάλυπτε την αστική ευθύνη (η οποία είναι εγκατεστημένη στη Γαλλία), δύναται, υπό την ιδιότητα του «ζημιωθέντος», να ασκήσει αγωγή κατά της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρίας ενώπιον των δικαστηρίων της Αυστρίας, εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 9, παρ. 1, στοιχείο βʹ, έχει την έννοια ότι ένας εργοδότης με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δύναται, υπό την ιδιότητα του «ζημιωθέντος», να ασκήσει αγωγή κατά της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρίας ενώπιον των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους (Αυστρίας), εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-225/16, Mossa Ouhrami - Προδικαστική
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) και αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 11, παρ. 2, της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας «Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου καθορίζεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περίπτωσης και, κανονικά, δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να υπερβαίνει την πενταετία, αν ο υπήκοος της τρίτης χώρας αντιπροσωπεύει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια». Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά του Mossa Ouhrami (υπήκοος τρίτης χώρας), ο οποίος γεννήθηκε στην Αλγερία το 1979, λόγω του ότι διέμενε στις Κάτω Χώρες κατά τα έτη 2011 και 2012, ενώ γνώριζε ότι είχε ήδη κηρυχθεί ανεπιθύμητος με απόφαση που εκδόθηκε το 2002.
Το ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 11, παρ. 2, της Οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της απαγορεύσεως εισόδου, η οποία δεν υπερβαίνει κατ’ αρχήν τα πέντε έτη, πρέπει να υπολογίζεται με αφετηρία τον χρόνο εκδόσεως της απαγορεύσεως εισόδου ή την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πράγματι εγκατέλειψε το έδαφος των Κρατών-μελών ή με αφετηρία τυχόν τρίτη ημερομηνία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 11, παρ. 2, της Οδηγίας 2008/115/ΕΕ έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή διάρκεια της απαγορεύσεως εισόδου, η οποία κατ’ αρχήν δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, πρέπει να υπολογίζεται με αφετηρία την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πράγματι εγκατέλειψε το έδαφος των Κρατών-μελών.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-76/16, Ingsteel spol. sro και Metrostav as κατά Úrad pre verejné obstarávanie - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 47, παρ. 1, στοιχείο α, παρ. 4 και παρ. 5, της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, καθώς και στην ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας (Najvyšší súd Slovenskej republiky). Σύμφωνα με το άρθρο 47 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Η οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια του οικονομικού φορέα είναι δυνατόν, κατά κανόνα, να αποδεικνύεται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα δικαιολογητικά: α) κατάλληλες τραπεζικές βεβαιώσεις ή, ενδεχομένως, πιστοποιητικό ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων.[…] 4. Οι αναθέτουσες αρχές υποδεικνύουν, στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στην πρόσκληση υποβολής προσφορών, ποιο ή ποια από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 δικαιολογητικά επέλεξαν καθώς και ποια άλλα δικαιολογητικά πρέπει να προσκομισθούν. 5. Αν ο οικονομικός φορέας, για βάσιμο λόγο, δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που ζητεί η αναθέτουσα αρχή, μπορεί να αποδεικνύει την οικονομική και χρηματοοικονομική του επάρκεια με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο η αναθέτουσα αρχή κρίνει κατάλληλο.» Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Ingsteel spol. s r. o. και της Metrostav a.s. και της αρμόδιας για τις δημόσιες συμβάσεις ρυθμιστικής αρχής της Σλοβακίας, σχετικά με διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης κινηθείσα από την αναθέτουσα αρχή, ήτοι τη σλοβακική ποδοσφαιρική ένωση.
Το πρώτο ζήτημα που τέθηκει είναι αν το άρθρο 47, παρ. 1, στοιχείο α΄, και παρ. 4, της Οδηγίας 2004/18 έχουν την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δύναται να αποκλείσει διαγωνιζόμενο από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, με το αιτιολογικό ότι αυτός δεν πληροί τους όρους αναφορικά με την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια. Ας σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση έχει τεθεί με την προκήρυξη του διαγωνισμού, σύμφωνα με την οποία απαιτείται η προσκόμιση βεβαίωσης τραπεζικού ιδρύματος που να πιστοποιεί ότι το ίδρυμα δεσμεύεται να χορηγήσει δάνειο ύψους αντίστοιχου προς το ποσό που ορίζεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και εγγυάται ότι ο διαγωνιζόμενος θα έχει στη διάθεσή του το ποσό αυτό καθόλη τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 47, παρ. 1, στοιχείο α, και παρ. 4, της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δύναται να αποκλείσει διαγωνιζόμενο από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, με το αιτιολογικό ότι αυτός δεν πληροί τη σχετική με τη χρηματοοικονομική επάρκεια προϋπόθεση που έχει τεθεί με την προκήρυξη του διαγωνισμού.
Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε είναι άν το γεγονός ότι τα τραπεζικά ιδρύματα στα οποία έχει απευθυνθεί ο διαγωνιζόμενος θεωρούν ότι δεν είναι σε θέση να του χορηγήσουν βεβαίωση για δανειακή παροχή, αποτελεί «βάσιμο λόγο», κατά την έννοια του άρθρου 47, παρ. 5, της Οδηγίας 2004/18, του οποίου η συνδρομή συνεπάγεται ότι ο διαγωνιζόμενος έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την οικονομική και χρηματοοικονομική του επάρκεια με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο (που κρίνεται κατάλληλο από την αναθέτουσα αρχή).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 47, παρ. 5, της Οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι, αποτελεί «βάσιμο λόγο» η μη χορήγηση βεβαίωσης από τραπεζικά ιδρύματα. Η συνδρομή του βάσιμου λόγου συνεπάγεται ότι ο διαγωνιζόμενος έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την οικονομική και χρηματοοικονομική του επάρκεια με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο κριθεί κατάλληλο από την αναθέτουσα αρχή. Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι ο διαγωνιζόμενος αδυνατούσε αντικειμενικά να προσκομίσει τα ζητούμενα από την αναθέτουσα αρχή δικαιολογητικά, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει.
9. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-112/16, Persidera SpA κατά Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni και Ministero dello Sviluppo Economico delle Infrastrutture e dei Trasporti - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 56, 101, 102 και 106 ΣΛΕΕ, των άρθρων 3, 5 και 7 της Οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Επίσης, αναφέρεται στην ερμηνεία των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της διαφάνειας, του ελεύθερου ανταγωνισμού, της αναλογικότητας, της αποτελεσματικότητας, και της πολυφωνίας της ενημερώσεως. Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Persidera SpA, (πρώην Telecom Italia Media Broadcasting Srl) και, αφετέρου, της Ρυθμιστικής Αρχής Τηλεπικοινωνιών της Ιταλίας. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι η παραχώρηση δικαιωμάτων χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων για την επίγεια ψηφιακή μετάδοση τηλεοπτικού περιεχομένου.
Το ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 9 της Οδηγίας-πλαίσιο, τα άρθρα 3, 5 και 7 της Οδηγίας για την αδειοδότηση, τα άρθρα 2 και 4 της Οδηγίας για τον ανταγωνισμό, καθώς και οι αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική διάταξη δυνάμει της οποίας, για τους σκοπούς της μετατροπής των υφιστάμενων αναλογικών τηλεοπτικών δικτύων σε ψηφιακά, λαμβάνονται υπόψη τόσο τα παρανόμως λειτουργούντα αναλογικά τηλεοπτικά δίκτυα όσο και τα νομίμως λειτουργούντα αναλογικά τηλεοπτικά δίκτυα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική διάταξη δυνάμει της οποίας, για τους σκοπούς της μετατροπής των υφιστάμενων αναλογικών τηλεοπτικών δικτύων σε ψηφιακά δίκτυα, λαμβάνονται υπόψη και τα παρανόμως λειτουργούντα αναλογικά τηλεοπτικά δίκτυα, εφόσον η διάταξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση ή ακόμη και την ενίσχυση αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
10. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Υπόθεση C-80/16, ArcelorMittal Atlantique et Lorraine SASU κατά Ministre de l’Écologie, du Développement durable et de lʼÉnergie - Προδικαστική
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Montreuil της Γαλλίας (Tribunal Administratif de Montreuil) και αναφέρεται στο κύρος της Αποφάσεως 2011/278/ΕΕ της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό ενωσιακών μεταβατικών κανόνων για την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής κατ' εφαρμογή του άρθρου 10α της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της ArcelorMittal Atlantique et Lorraine SASU, η οποία εκμεταλλεύεται βιομηχανικές εγκαταστάσεις που παράγουν αέρια θερμοκηπίου και του Υπουργού Οικολογίας, Αειφόρου Ανάπτυξης και Ενέργειας. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι το κύρος αποφάσεως του Υπουργού, που καθορίζει τον κατάλογο των επιχειρήσεων στις οποίες χορηγούνται δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και το ύψος των δωρεάν χορηγούμενων δικαιωμάτων για το χρονικό διάστημα 2013-2020.
Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο, να αποφανθεί επί του κύρους της Αποφάσεως 2011/278 της Επιτροπής ως προς τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να προσδιορίσει τον δείκτη αναφοράς του θερμού μετάλλου, καθόσον αποκλείει τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου οι οποίες συνδέονται με τα απαέρια (πρωτογενή αέρια που εξέρχονται από τον αεραγωγό του αποτεφρωτήρα, πριν από οποιαδήποτε επεξεργασία) που ανακυκλώνονται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το ΔΕΕ τόνισε ότι αν η δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου αφορούσε αυτομάτως το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από απαέρια, τούτο θα ισοδυναμούσε με χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων όχι μόνο για τις συμπληρωματικές εκπομπές που πρέπει να αντισταθμίζονται με τον τρόπο αυτόν ώστε να μην αποθαρρύνεται η ανάκτηση των ως άνω αερίων, αλλά και για τις εκπομπές που θα δημιουργούνταν για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου καυσίμου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της Αποφάσεως 2011/278 υπό το πρίσμα του άρθρου 10α, παρ. 1, τρίτο εδάφιο, της Οδηγίας 2003/87.
Με το τέταρτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους της Αποφάσεως 2011/278 καθόσον η Επιτροπή, παραλείποντας να διευκρινίσει ειδικά τους λόγους των επιλογών της στο πλαίσιο του προσδιορισμού του δείκτη αναφοράς του θερμού μετάλλου, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ δέχτηκε ότι οι λόγοι για την επιλογή των εγκαταστάσεων αναφοράς παρατίθενται με τρόπο σαφή και επαρκή στην Απόφαση 2011/278, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 6 και 8. Έτσι, γίνονται αντιληπτοί οι λόγοι που υπαγόρευσαν την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, καθώς και οι σκοποί της, σε αυτές δε περιλαμβάνονται επίσης ορισμένες τεχνικές διευκρινίσεις.
Ως εκ τούτου το ΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της Αποφάσεως 2011/278.
11. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Υπόθεση C-271/17 PPU, Sławomir Andrzej Zdziaszek - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 4α, παρ. 1, της Αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4α της ανωτέρω αποφάσεως «Η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας εάν το πρόσωπο δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης: [...........] β) το πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από αυτόν τον δικηγόρο στη δίκη [.........]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πλημμελειοδικείο του Άμστερνταμ των Κάτω Χωρών (Rechtbank Amsterdam) στο πλαίσιο της εκτελέσεως στις Κάτω Χώρες ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από το Περιφερειακό δικαστήριο του Gdańsk της Πολωνίας σε βάρος του Sławomir Andrzej Zdziaszek, προκειμένου αυτός να εκτίσει στην Πολωνία στερητική της ελευθερίας ποινή. Ειδικότερα, με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ζητείται η σύλληψη και παράδοση του S. A. Zdziaszek, Πολωνού υπηκόου που κατοικεί στις Κάτω Χώρες, προκειμένου να εκτίσει στην Πολωνία δύο στερητικές της ελευθερίας ποινές.
Το ζήτημα που τέθηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση είναι εάν αν η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης», κατά το άρθρο 4α, παρ. 1, της έχει την έννοια ότι αφορά την κατ’ έφεση δίκη ή/και μια διαδικασία για την τροποποίηση μιας ή περισσοτέρων ποινών στερητικών της ελευθερίας οι οποίες είχαν επιβληθεί προηγουμένως, όπως αυτή που κατέληξε στην έκδοση της δικαστικής αποφάσεως η οποία επιβάλλει συνολική ποινή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η φράση «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης», κατά το άρθρο 4α, παρ. 1, της Αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, έχει την έννοια ότι δεν αφορά μόνον τη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της κατ’ έφεση αποφάσεως, αλλά και μια μεταγενέστερη διαδικασία, που κατέληξε στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως η οποία επιβάλλει συνολική ποινή, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχή που εξέδωσε την τελευταία αυτή απόφαση είχε εξουσία εκτιμήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου