Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Δεκέμβριος 2017 
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-42/17, Ποινική δίκη κατά M.A.S. και Μ.Β. (Taricco ΙΙ)- Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 325, παρ. 1 και 2, ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο «1. Η Ένωση και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα τα οποία θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη καθώς και στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. 2  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Corte Costituzionale) στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά των M.A.S. και M.B. που αφορoύσε εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 325, παρ. 1 και 2, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να μην εφαρμόσει, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, η οποία αφορά εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ, εθνικές διατάξεις που αναφέρονται σε δύο κατηγορίες. Πρώτον, να μην εφαρμόσει διατάξεις εθνικού ουσιαστικού δικαίου περί παραγραφής, οι οποίες εμποδίζουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Δεύτερον, να μην εφαρμόσει εθνικές διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής για τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση  με τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου Κράτους-μέλους, ακόμη και όταν η εκτέλεση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται παραβίαση της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», επειδή ο εφαρμοστέος νόμος στερείται ακρίβειας ή εφαρμόζεται αναδρομικώς.
Το ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη,  διαπίστωσε ότι τα Κράτη-μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε, στις περιπτώσεις σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ, να επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα. Σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με την κρίση του ΔΕΕ, παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το άρθρο 325, παρ. 1, ΣΛΕΕ.
Στο ζήτημα των κυρώσεων, τα Κράτη-μέλη διαθέτουν ελευθερία επιλογής με την έννοια ότι οι επιβληθείσες κυρώσεις είναι δυνατόν να προσλαμβάνουν τη μορφή διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων ή συνδυασμό των δύο. 
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι δυνάμει του άρθρου 325, παρ. 2, ΣΛΕΕ, τα Κράτη-μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολεμήσεως της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των δικών τους οικονομικών συμφερόντων.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 325, παρ. 1 και 2, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να μην εφαρμόσει  τις ανωτέρω εθνικές διατάξεις, εκτός εάν μια τέτοια μη εφαρμογή συνεπάγεται παραβίαση της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», λόγω ελλείψεως σαφήνειας του εφαρμοστέου νόμου, ή λόγω αναδρομικής εφαρμογής νομοθεσίας που επιβάλλει αυστηρότερες προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης σε σχέση με αυτές που ίσχυαν κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-189/16, Boguslawa Zaniewicz-Dybeck κατά Pensionsmyndigheten - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 46, παρ. 2, και του άρθρου 47, παρ. 1, στοιχείο δ, του Κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σουηδίας  (Högsta förvaltningsdomstolen) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Boguslawa Zaniewicz-Dybeck και της Αρχής Χορηγήσεως Συντάξεων σχετικά με τη χορήγηση εγγυημένης συντάξεως, όπως αυτή προβλέπεται από το σουηδικό γενικό συνταξιοδοτικό σύστημα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με την συγκεκριμένη απόφαση  ήταν κατά πόσον ο Κανονισμός 1408/71 έχει την έννοια ότι, κατά τον υπολογισμό από τον αρμόδιο φορέα Κράτους-μέλους εγγυημένης σύνταξης πρέπει να εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 46, παρ. 2 του Κανονισμού μέθοδος αναλογικού υπολογισμού και να αναγνωρίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 47, παρ. 1, στοιχείο δʹ, στις περιόδους ασφαλίσεως που έχει πραγματοποιήσει ο ενδιαφερόμενος σε άλλο Κράτος-μέλος πλασματική μέση αξία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι κατά τον υπολογισμό της εγγυημένης σύνταξης από τον αρμόδιο φορέα Κράτους-μέλους δεν πρέπει να εφαρμόζονται τα επίμαχα άρθρα του Κανονισμού. Αντιθέτως, η εγγυημένη σύνταξη πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 50 του Κανονισμού και της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς ωστόσο να εφαρμόζονται εθνικές διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται σε αναλογικό υπολογισμό.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-442/16, Florea Gusa κατά Minister for Social Protection κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 7 και 14 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών, καθώς και του άρθρου 4 του Κανονισμού 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.  Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 στοιχ. α  της Οδηγίας 2004/38 «Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον: α) είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής». Επιπροσθέτως, το άρθρο 7 παρ. 3 στοιχ. β της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει «Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο α), η ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που δεν είναι πλέον μισθωτός ή μη μισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις: [...] β)  αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο της Ιρλανδίας (Court of appeal) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Florea Gusa και, αφετέρου, του Υπουργού Κοινωνικής Προστασίας της Ιρλανδίας και του Attorney General, με αντικείμενο την άρνηση χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας στον F. Gusa. Ειδικότερα, ο F. Gusa, Ρουμάνος υπήκοος, εισήλθε στην ιρλανδική επικράτεια τον Οκτώβριο του 2007 και για το πρώτος έτος διαμονής του στην Ιρλανδία υποστηρίχθηκε οικονομικά για τη συντήρησή του από τα ενήλικα τέκνα του που διέμεναν, επίσης, στο εν λόγω Κράτος – μέλος. Από τον Οκτώβριο του 2008 μέχρι τον Οκτώβριο του 2012, ήταν αυτοαπασχολούμενος ως τεχνίτης επιχρισμάτων και, υπό την ιδιότητα αυτή, κατέβαλε στο εν λόγω Κράτος-μέλος φόρους, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και λοιπούς φόρους επί του εισοδήματος. Στη διάρκεια του Οκτωβρίου 2012 έπαυσε τη δραστηριότητα και εγγράφηκε ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στη σχετική ιρλανδική αρχή. Δεδομένου ότι τα τέκνα του είχαν εγκαταλείψει την Ιρλανδία και δεν του παρείχαν οικονομική βοήθεια, δεν είχε πλέον κανένα εισόδημα. Στη διάρκεια του Νοεμβρίου 2012, ο F. Gusa υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας. Εντούτοις, η αίτηση του απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι αυτός δεν είχε αποδείξει ότι εξακολουθούσε να έχει, κατά την ημερομηνία αυτή, δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία. Η συγκεκριμένη απόφαση εξετάζει το ζήτημα εάν Κράτος-μέλος μπορεί να αποκλείσει τον ανωτέρω ενδιαφερόμενο από το πλεονέκτημα των μη ανταποδοτικού τύπου παροχών διαβιώσεως κατά την έννοια του Κανονισμού 883/2004/ΕΚ. 
Ειδικότερα, το ζήτημα που εξετάστηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 3, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος Κράτους-μέλους, ο οποίος έχει απασχοληθεί επί τέσσερα έτη στην Ιρλανδία, έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχολήσεως του τελευταίου αυτού Κράτους--μέλους ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία διατηρεί την ιδιότητα του μη μισθωτού δυνάμει του άρθρου 7, παρ. 1, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, παρ. 3, στοιχείο β, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ έχει την έννοια ότι πολίτης Κράτους-μέλους διατηρεί την ιδιότητα του μη μισθωτού σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/38. 

4. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-434/16, Peter Nowak κατά Data Protection Commissioner – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Ειδικότερα, ερμηνεύεται στη συγκεκριμένη απόφαση η έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας ως «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα)· ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (Supreme Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Peter Nowak και του Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την άρνηση του δευτέρου να επιτρέψει στον P. Nowak την πρόσβαση στο διορθωμένο γραπτό του σε εξέταση στην οποία αυτός είχε μετάσχει, με το αιτιολογικό ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν σε αυτό δεν αποτελούσαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα,  Ο P. Nowak, ως μαθητευόμενος λογιστής, απέτυχε στις εξετάσεις με αντικείμενο τη «Στρατηγική λογιστική στην οικονομία και τη διαχείριση», στο πλαίσιο της οποίας οι υποψήφιοι είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν διάφορα βοηθήματα (εξέταση με ανοιχτά βιβλία). Ο P. Nowak, μετά την τέταρτη αποτυχία του,  υπέβαλε ένσταση, αμφισβητώντας τα αποτελέσματα της εξετάσεως αυτής καθώς επίσης και αίτημα προσβάσεως, στο σύνολο των σχετικών με τον ίδιο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία κατείχε ο σύλλογος λογιστών. Ο σύλλογος λογιστών γνωστοποίησε στον P. Nowak 17 έγγραφα, αρνήθηκε όμως να του διαβιβάσει το γραπτό του, με την αιτιολογία ότι αυτό δεν περιελάμβανε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Την ίδια απάντηση έλαβε και από τον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση ήταν αν το άρθρο 2, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι οι γραπτές απαντήσεις υποψηφίου σε επαγγελματικές εξετάσεις και οι ενδεχόμενες σχετικές διορθώσεις του εξεταστή συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο της Οδηγίας έχει την έννοια ότι τα ανωτέρω στοιχεία, ήτοι οι γραπτές απαντήσεις υποψηφίου και οι διορθώσεις του εξεταστή συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. 

5. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-419/16, Sabine Simma Federspiel κατά Provincia autonoma di Bolzano και Equitalia Nord SpA – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 1, στοιχ. γʹ, της Οδηγίας 75/363/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών και του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 1, της Οδηγίας 75/363 «Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε η εκπαίδευση που οδηγεί στην απόκτηση διπλώματος, πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου ιατρικής ειδικότητος να ανταποκρίνεται τουλάχιστον στους ακόλουθους όρους: [….] γ)      πραγματοποιείται κατά πλήρη απασχόληση και υπό την εποπτεία των αρμοδίων αρχών ή οργανισμών.[…..]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Bolzano της Ιταλίας (Tribunale di Bolzano) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Sabine Simma Federspiel, αφενός, και της Αυτόνομης Επαρχίας του Bolzano, και της Equitalia Nord SpA, αφετέρου, όσον αφορά πράξεις με τις οποίες η αυτόνομη επαρχία του Bolzano αξίωσε από την S. Simma Federspiel να της επιστρέψει νομιμοτόκως μέρος του ποσού της υποτροφίας σπουδών την οποία αυτή έλαβε για την πραγματοποίηση ιατρικής ειδικότητας πλήρους απασχολήσεως στη νευρολογία και την ψυχιατρική σε άλλο Κράτος-μέλος (Αυστρία) εκτός από την Ιταλική Δημοκρατία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχ. γʹ, της Οδηγίας 75/363 και το παράρτημα της Οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν ρύθμιση Κράτους-μέλους, δυνάμει της οποίας η χορήγηση εθνικής υποτροφίας για τη χρηματοδότηση εκπαιδεύσεως, η οποία παρέχεται σε άλλο Κράτος-μέλος και καταλήγει στην απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος ιατρός θα ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα στο πρώτο Κράτος-μέλος (Ιταλία) για πέντε έτη εντός της δεκαετίας μετά την ολοκλήρωση της ειδικότητας, ειδάλλως επιστρέφει έως το 70 % του ποσού της ληφθείσας υποτροφίας, νομιμοτόκως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχ. γʹ, της Οδηγίας 75/363/ΕΟΚ και το άρθρο 24, παρ. 1, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω ρύθμιση Κράτους-μέλους, εκτός εάν τα προβλεπόμενα με τη ρύθμιση αυτή μέτρα δεν συμβάλλουν πράγματι στην επίτευξη των σκοπών προστασίας της δημόσιας υγείας και δημοσιονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και βαίνουν πέραν αυτού που είναι συναφώς αναγκαίο, το οποίο  εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-372/16, Soha Sahyouni κατά Raja Mamisch  – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 1 και 10 του Κανονισμού 1259/2010/ΕΕ του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει σύγκρουση δικαίων». Η αίτηση υποβλήθηκε από το ανώτερο Περιφερειακό δικαστήριο του Μονάχου (Oberlandesgericht München) της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Soha Sahyouni και του Raja Mamisch σχετικά με την αναγνώριση αποφάσεως διαζυγίου εκδοθείσας από θρησκευτική αρχή σε τρίτο κράτος (Συρία). Ειδικότερα, τον Μάιο του 2013, ο R. Mamisch εξέφρασε τη βούλησή του να διαζευχθεί τη σύζυγό του, δι’ απαγγελίας του διαζυγίου από τον εκπρόσωπό του ενώπιον του θρησκευτικού δικαστηρίου της Σαρία στη Λαττάκεια (Συρία). 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1 του Κανονισμού 1259/2010 έχει την έννοια ότι διαζύγιο το οποίο απορρέει από μονομερή δήλωση βουλήσεως ενός από τους συζύγους ενώπιον θρησκευτικού δικαστηρίου εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι ο Κανονισμός 1259/2010 διέπει μόνον τα διαζύγια που απαγγέλλονται είτε από κρατικό δικαστήριο είτε από δημόσια αρχή ή υπό τον έλεγχό της.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1 του Κανονισμού 1259/2010 έχει την έννοια ότι διαζύγιο το οποίο απορρέει από μονομερή δήλωση βουλήσεως ενός από τους συζύγους ενώπιον θρησκευτικού δικαστηρίου δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-322/16, Global Starnet Ltd κατά Ministero dell'Economia e delle Finanze και Amministrazione Autonoma Monopoli di Stato – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 26, 49, 56, 63 και 267 ΣΛΕΕ, του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της γενικής αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Global Starnet Ltd και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και της Ανεξάρτητης Αρχής Κρατικών Μονοπωλίων. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η  θέσπιση των προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή παιγνίων μέσω διαδικτύου σε μηχανές ψυχαγωγίας.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 267, παρ. 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, δεν υποχρεούται να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, όταν, στο πλαίσιο της ίδιας υποθέσεως, το Συνταγματικό Δικαστήριο του Κράτους-μέλους εκτίμησε τη συνταγματικότητα των εθνικών ρυθμίσεων υπό το πρίσμα κανόνων αναφοράς που έχουν περιεχόμενο ανάλογο με εκείνο των κανόνων του δικαίου της Ένωσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανώτατο εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης υπό τις ανωτέρω συνθήκες. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 26, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ, το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθώς και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει στους υφιστάμενους παραχωρησιούχους στον τομέα της διεξαγωγής νόμιμων παιγνίων μέσω διαδικτύου νέες απαιτήσεις και προϋποθέσεις για την άσκηση της δραστηριότητάς τους μέσω πράξεως τροποποιητικής της υφιστάμενης συμβάσεως.
Το ΔΕΕ, αρχικά, έκρινε ότι ο τομέας ρύθμισης των τυχερών παιγνίων  αποτελεί τομέα που τα Κράτη-μέλη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, διότι υπάρχουν μεταξύ των Κρατών-μελών σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσης. Οι περιορισμοί, τους οποίους επιβάλλουν τα Κράτη-μέλη, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις, οι οποίες απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως ως προς τη δικαιολόγησή τους από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος και ως προς την αναλογικότητά τους. Κατά το ΔΕΕ, σκοπός των ρυθμίσεων είναι η  αύξηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των παραχωρησιούχων, η ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας τους καθώς και η καταπολέμηση της εγκληματικότητας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει στους παραχωρησιούχους νέες απαιτήσεις για την άσκηση της δραστηριότητάς τους μέσω πράξεως τροποποιητικής της υφιστάμενης συμβάσεως. Ωστόσο, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει ότι η ρύθμιση αυτή δύναται να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, είναι πρόσφορη για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου, για την επίτευξη τους, μέτρου.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-158/16, Margarita Isabel Vega González κατά Consejería de Hacienda y Sector Público del gobierno del Principado de Asturias – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4 της Συμφωνίας-Πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και έχει προσαρτηθεί στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη Συμφωνία-Πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου. Σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της ανωτέρω Συμφωνίας-Πλαισίου  προβλέπεται ότι: «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο του Oviedo της Ισπανίας (Juzgado de lo Contencioso-Administrativo de Oviedo) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Margarita Isabel Vega González και του Υπουργείου Οικονομίας και Δημοσίου Τομέα της Κυβερνήσεως του Πριγκιπάτου της Αστούριας με αντικείμενο την απόρριψη αιτήσεως της ως άνω ενδιαφερόμενης για να της χορηγηθεί έκτακτη άδεια με σκοπό την ανάληψη δημοσίου αξιώματος κατόπιν εκλογής της ως βουλευτή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν  εάν η ρήτρα 4, σημείο 1, της Συμφωνίας-Πλαισίου έχει την έννοια ότι ο όρος «συνθήκες απασχόλησης» περιλαμβάνει το δικαίωμα εργαζομένου, ο οποίος εξελέγη σε κοινοβουλευτικό αξίωμα, να λάβει έκτακτη άδεια, προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία, δυνάμει της οποίας αναστέλλεται η σχέση εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίζονται η διατήρηση της θέσεως εργασίας του και το δικαίωμά του προαγωγής έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής θητείας του.
Το  ΔΕΕ έκρινε ότι  η ρήτρα 4, σημείο 1, έχει την έννοια ότι στον όρο «συνθήκες απασχόλησης» εμπίπτει το ανωτέρω δικαίωμα του εργαζομένου, που εξελέγη σε κοινοβουλευτικό αξίωμα, να λάβει έκτακτη άδεια.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η ρήτρα 4 της Συμφωνίας-Πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία αποκλείει απολύτως τη χορήγηση σε εργαζόμενο, με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, άδειας για την ανάληψη πολιτικού αξιώματος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 4 της Συμφωνίας   Πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση, 

9. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-521/15, Βασίλειο της Ισπανίας κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προσφυγή ακύρωσης

Με την προσφυγή του, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/1289 του Συμβουλίου για την επιβολή προστίμου στην Ισπανία για την παραποίηση των στοιχείων του ελλείμματος στην Αυτόνομη Κοινότητα της Βαλένθια. Ειδικότερα, το Βασίλειο της Ισπανίας, τον Μάρτιο του 2012  γνωστοποίησε στη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat) το ύψος των πραγματικών και των προϋπολογισθέντων δημοσίων ελλειμμάτων για τα έτη 2008 έως 2012. Τον Μάιο του 2012, το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε τη Eurostat ότι έπρεπε να αναθεωρήσει το ποσό των ελλειμμάτων αυτών προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες αυτόνομες κοινότητες είχαν πραγματοποιήσει, κατά τα έτη 2008 έως 2011, μεγαλύτερες δαπάνες από εκείνες που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό των ποσών που κοινοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 2012.  Η Eurostat πραγματοποίησε σειρά επισκέψεων στην Ισπανία από το χρονικό διάστημα Μαΐου 2012 – Σεπτεμβρίου 2013. Στις 7 Μαΐου 2015, η Επιτροπή δημοσίευσε έκθεση στην οποία διαπίστωσε ότι το Βασίλειο της είχε προβεί σε ανακριβείς δηλώσεις για τα στοιχεία σχετικά με το έλλειμμά του, κατά την έννοια του άρθρου 8, παρ. 1, του Κανονισμού 1173/2011. Ας σημειωθεί ότι το άρθρο 8 παρ. 1 ορίζει «Το Συμβούλιο ενεργώντας βάσει σύστασης της Επιτροπής μπορεί να αποφασίσει να επιβάλει πρόστιμο σε ένα κράτος μέλος το οποίο εκ προθέσεως ή βαρείας αμέλειας παρουσιάζει ανακριβή στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος σ’ ό, τι αφορά την εφαρμογή των άρθρων 121 ή 126 [ΣΛΕΕ] ή την εφαρμογή του πρωτοκόλλου [υπ’ αριθ. 12] για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που επισυνάπτεται στην ΣΕΕ και στην ΣΛΕΕ.». Στις 13 Ιουλίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία διαπίστωσε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας είχε, από βαριά αμέλεια, παράσχει στην Eurostat ανακριβείς δηλώσεις τον Μάρτιο του 2012 και επέβαλε πρόστιμο ύψους  18,93 εκατ.
Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστήριξε, μεταξύ άλλων,  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλει το δικαίωμα χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παρ. 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη διότι η Επιτροπή δεν τήρησε την επιταγή αντικειμενικής αμεροληψίας, καθόσον ανέθεσε τη διεξαγωγή της διαδικασίας έρευνας σε ομάδα αποτελούμενη, σε μεγάλο βαθμό, από υπαλλήλους της Eurostat οι οποίοι είχαν ήδη συμμετάσχει σε επισκέψεις που διοργανώθηκαν στην Ισπανία από την υπηρεσία αυτή πριν από την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι μόνο το γεγονός της ανάθεσης  της διεξαγωγής διαδικασίας έρευνας σε ομάδα αποτελούμενη, σε μεγάλο βαθμό, από υπαλλήλους της Eurostat οι οποίοι είχαν ήδη συμμετάσχει σε επισκέψεις που διοργάνωσε η υπηρεσία αυτή στο Κράτος-μέλος, πριν από την έναρξη της διαδικασίας, δεν αρκεί για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση που εκδόθηκε μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας είναι παράνομη λόγω παράβασης της επιταγής αντικειμενικής αμεροληψίας που βαραίνει την Επιτροπή.
Επίσης, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστήριξε ότι τα πραγματικά περιστατικά που του προσήφθησαν δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ανακριβής δήλωση» σύμφωνα με το 8 παρ.1 του Κανονισμού 1173/2011. 
Σύμφωνα με την κρίση του ΔΕΕ για να είναι το Συμβούλιο σε θέση να διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης πρέπει να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, το Κράτος-μέλος πρέπει να έχει προβεί σε ανακριβείς δηλώσεις, δεύτερον, οι ανακριβείς αυτές δηλώσεις πρέπει να αφορούν στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 121 και 126 ΣΛΕΕ ή του πρωτοκόλλου 12 και, τρίτον, το εν λόγω Κράτος-μέλος πρέπει να έχει ενεργήσει από πρόθεση ή βαριά αμέλεια.
Αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση, η Ισπανία υποστήριξε ότι το άρθρο 8, παρ. 1, του Κανονισμού 1173/2011 έχει την έννοια ότι οι ανακριβείς δηλώσεις σε σχέση με προσωρινά στοιχεία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 παρ. 1 περιλαμβάνει κάθε ανακριβή δήλωση στην οποία προβαίνουν τα Κράτη-μέλη για στοιχεία σε σχέση με το έλλειμμα και το χρέος τους, 
Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση, η Ισπανία υποστήριξε ότι το άρθρο 8, παρ. 1, του Κανονισμού 1173/2011 επιτρέπει μόνον στο Συμβούλιο να επιβάλλει κυρώσεις για ανακριβείς δηλώσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την υπονόμευση του οικονομικού και δημοσιονομικού συντονισμού και της εποπτείας που διασφαλίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή δυνάμει των άρθρων 121 και 126 ΣΛΕΕ, καθώς και του πρωτοκόλλου 12.
Το ΔΕΕ έκρινε το άρθρο 8 παρ. 1 προσδιορίζει τις δηλώσεις αυτές με παραπομπή στο αντικείμενο των οικείων στοιχείων, δηλαδή το έλλειμμα και το χρέος του επίμαχου Κράτους-μέλους. Αντιθέτως, δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αναφέρεται στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα που αναμένεται ότι θα έχουν οι εν λόγω δηλώσεις, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται το Βασίλειο της Ισπανίας.
Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστήριξε ότι οι ανακριβείς δηλώσεις δεν αφορούν παρά μόνον το έλλειμμα μιας μόνον αυτόνομης κοινότητας, στο πλαίσιο του συνολικού δημοσίου ελλείμματος και ότι η Ισπανία συνεργάστηκε στην έρευνα που διεξήχθη από την Επιτροπή, αφού επισήμανε με δική του πρωτοβουλία τις επίμαχες παρατυπίες στο θεσμικό όργανο.
Το ΔΕΕ υποστήριξε ότι η ανωτέρω επιχειρηματολογία δεν είναι ικανή να θέσει σε αμφισβήτηση τη βαριά αμέλεια που διαπίστωσε το Συμβούλιο.
Καταληκτικά το ΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Υπόθεση C-598/15 Banco Santander, SA κατά Cristobalina Sánchez López - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 3, 6 και 7 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παρ. 1, της Οδηγίας «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες». Επιπρόσθετα, το άρθρο 7, παρ. 1, της ίδιας Οδηγίας προβλέπει ότι «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοδικείο της  Jerez de la Frontera της Ισπανίας  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Banco Santander SA και της Cristobalina Sánchez López σχετικά με τη διαδικασία αναγνωρίσεως των εμπραγμάτων δικαιωμάτων που απορρέουν από την απόκτηση εκ μέρους της Banco Santander της κατοικίας της δεύτερης στο πλαίσιο κατακυρωτικής διαδικασίας. Ειδικότερα, συνήφθη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων με αντικείμενο την αγορά κατοικίας.  Στη σύμβαση τέθηκε όρος περί εξωδικαστικής εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως από την δανείστρια τράπεζα ακόμη και χωρίς την συμμετοχή του οφειλέτη με την έννοια ότι ο οφειλέτης  εξουσιοδοτεί την τράπεζα να υπογράψει, αντ’ αυτού, δια των νομίμων αντιπροσώπων της, την πράξη πωλήσεως της ενυπόθηκης κατοικίας. Έτσι, πραγματοποιήθηκε πράξη πώλησης κατοικίας υπέρ της Banco Santander, χωρίς σύμπραξη της C. Sánchez López. Η δανείστρια τράπεζα, επίσης,  άσκησε αγωγή με αίτημα την έκδοση δικαστικής αποφάσεως διατάσσουσας την αποβολή της C. Sánchez López,  
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν εάν τα άρθρο 6, παρ. 1 και το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διατάξει την πλήρη απόδοση ενός ακινήτου στον υπερθεματιστή, χωρίς ούτε η εξωδικαστική διαδικασία εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως την οποία αποδέχθηκε ο αρχικός ιδιοκτήτης του περιουσιακού αυτού στοιχείου ούτε η διαδικασία που διέπει την αίτηση του υπερθεματιστή ενώπιον του δικαστηρίου αυτού να επιτρέπουν στον εν λόγω αρχικό ιδιοκτήτη, ως καταναλωτή, να επικαλεστεί την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου και αν, ενδεχομένως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει αυτή την εθνική νομοθεσία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 1, και το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασία εξωδικαστικής εκτελέσεως απαίτησης η οποία κινήθηκε από τον υπερθεματιστή στο μέτρο που, αφενός, η διαδικασία αυτή είναι ανεξάρτητη της έννομης σχέσης που συνδέει τον επαγγελματία πιστωτή με τον καταναλωτή και, αφετέρου, η διαδικασία εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως ολοκληρώθηκε, το ακίνητο πωλήθηκε και τα σχετικά με αυτό εμπράγματα δικαιώματα μεταβιβάστηκαν χωρίς ο καταναλωτής να κάνει χρήση των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται στο πλαίσιο αυτό.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου