CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 3/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Φεβρουάριος 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-590/16, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας – Παράβαση Κράτους-μέλους
Η Επιτροπή ζήτησε με την προσφυγή της από το ΔΕΕ να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε τις υποχρεώσεις της, οι οποίες προκύπτουν από το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε το δίκαιο της ΕΕ θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νομοθεσία που επιτρέπει την πώληση αφορολόγητων πετρελαιοειδών προϊόντων από τα πρατήρια της «Καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών AE», τα οποία βρίσκονται στους μεθοριακούς σταθμούς Κήπων Έβρου, Κακαβιάς και Ευζώνων, ήτοι σε περιοχές που συνορεύουν με τρίτες χώρες (Τουρκία, Αλβανία, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της επίμαχης Οδηγίας «Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων.»
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία θεσπίζοντας και διατηρώντας την επίδική εθνική νομοθεσία παραβίασε τις υποχρεώσεις της, που προκύπτουν από το άρθρο 7 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/118.
2. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-328/16, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας - Παράβαση Κράτους-μέλους (Άρθρο 260 παρ. 2 ΣΛΕΕ)
Η προσφυγή ασκήθηκε από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 260 παρ. 2 ΣΛΕΕ με αίτημα την αναγνώριση ότι η Ελληνική Δημοκρατία μη λαμβάνοντας όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως C 119/02 της 24ης Ιουνίου 2004, Επιτροπή κατά Ελλάδας, παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή ζήτησε από το ΔΕΕ να διατάξει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 34.974 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως της από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου μέχρι την ημερομηνία που θα έχει εκτελεστεί η απόφαση και ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 3.828 ευρώ, από την ημερομηνία εκδόσεως της μη εφαρμοσθείσας απόφασης έως την ημερομηνία που θα εκδοθεί η απόφαση στην παρούσα υπόθεση ή την ημερομηνία εκτελέσεως της εάν επέλθει νωρίτερα.
Να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της απόφασης C 119/02 της 24ης Ιουνίου 2004, Επιτροπή κατά Ελλάδας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για την εγκατάσταση αποχετευτικού δικτύου των αστικών λυμάτων της περιοχής του Θριάσιου Πεδίου και μη υποβάλλοντας σε επεξεργασία αυστηρότερη της δευτεροβάθμιας τα αστικά λύματα της περιοχής αυτής πριν από την απόρριψή τους στην ευαίσθητη περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, παραβίασε τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από το άρθρο 3, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 5, παρ. 2, της Οδηγίας 91/271.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι:
1. Η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως της C-119/02 παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παρ. 1 ΣΛΕΕ.
2. Σε περίπτωση που η παράβαση εξακολουθεί κατά την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 3.276.000 ευρώ ανά εξάμηνο καθυστερήσεως στην εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωση προς την επίμαχη απόφαση από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως έως την πλήρη εκτέλεσή της.
3. Η Ελληνική Δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses κατά Tribunal de Contas - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πορτογαλίας (Supremo Tribunal Administrativo) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της συνδικαλιστικής ένωσης Πορτογάλων δικαστών και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η μείωση των αποδοχών των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατ’ εφαρμογή νόμου, ο οποίος μείωσε προσωρινά το ύψος των αποδοχών στον δημόσιο τομέα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσεως στην Πορτογαλία. Στο πλαίσιο της ασκούμενης προσφυγής κατά των διοικητικών πράξεων που μείωναν τις αποδοχές των δικαστών, η Ένωση των δικαστών υποστήριξε ότι τα μέτρα μειώσεως των αποδοχών συνεπάγονταν παραβίαση της «αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών», η οποία κατοχυρώνεται από το Πορτογαλικό Σύνταγμα, αλλά και από το δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 19 ΣΕΕ και άρθρο 45 ΧΘΔ).
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν επιτρέπει την εφαρμογή γενικών μέτρων μειώσεως αποδοχών στα μέλη της δικαστικής εξουσίας Κράτους-μέλους, τα οποία μέτρα υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και συνδέονται με πρόγραμμα χρηματοοικονομικής συνδρομής εκ μέρους της Ένωσης.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε, αρχικά, ότι η καταβολή αποδοχών στους δικαστικούς λειτουργούς αποτελεί εγγύηση σύμφυτη με την ανεξαρτησία των δικαστών και θα πρέπει να τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν. Ωστόσο, έκρινε ότι το άρθρο 19, παρ. 1 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή μέτρων μειώσεως των αποδοχών προκειμένου να ασκηθεί πολιτική εξάλειψης υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-518/15, Ville de Nivelles κατά Rudy Matzak – Προδικαστική
H αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 17, παρ. 3, στοιχ. γ, σημείο iii, της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της ανωτέρω Οδηγίας «Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: 1. χρόνος εργασίας: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, 2. περίοδος ανάπαυσης: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας». Επιπρόσθετα και σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3, στοιχ. γʹ, σημείο iii «Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16, είναι δυνατόν να επιτρέπονται: [...] γ) για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως: [...] iii) για τις υπηρεσίες τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ταχυδρομείων ή τηλεπικοινωνιών, τις υπηρεσίες ασθενοφόρων, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες ή την πολιτική άμυνα· [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Εργατικών Διαφορών των Βρυξελλών (Cour du Travail de Bruxelles ) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Δήμου της Nivelles και του Rudy Matzak σχετικά με τις αποδοχές για υπηρεσίες παρεχόμενες εντός της πυροσβεστικής υπηρεσίας του Δήμου. Ειδικότερα, ο R. Matzak ανέλαβε υπηρεσία στον Δήμο της Nivelles τον Αύγουστο του 1980 και απέκτησε την ιδιότητα του εθελοντή πυροσβέστη μετά από ένα έτος. Τον Δεκέμβριο του 2009, o Matzak άσκησε αγωγή προκειμένου να υποχρεωθεί ο Δήμος της Nivelles να του καταβάλει το ποσό του ενός ευρώ, προσωρινώς καθοριζόμενο ως αποζημίωση για τη μη καταβολή, κατά τα έτη της υπηρεσίας του, των αποδοχών για τις υπηρεσίες που παρείχε με την ιδιότητα του εθελοντή πυροσβέστη, ιδίως για τις υπηρεσίες που συνίσταντο στις κατ’ οίκον εφημερίες ετοιμότητας. Η αγωγή έγινε αποδεκτή στο μεγαλύτερο μέρος της σε πρώτο βαθμό και εν συνεχεία ο Δήμος άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2 της Οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο χρόνος κατ’ οίκον εφημερίας ενός εργαζομένου, κατά τον οποίον έχει την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών, υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων, πρέπει να θεωρηθεί ως «χρόνος εργασίας».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος παραμένει κατ’ οίκον στο πλαίσιο των εφημεριών ετοιμότητας με την υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις κλήσεις του εργοδότη του εντός 8 λεπτών αποτελεί υποχρέωση που περιορίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αναλήψεως άλλων δραστηριοτήτων και θα πρέπει να θεωρείται ως «χρόνος εργασίας».
5. ΔΕΕ, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-518/16 «ZPT» AD κατά Narodno sabranie na Republika Bulgaria κ.λπ. - Προδικαστική
H αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, στοιχ. δ, του Κανονισμού 1998/2006/ΕΚ της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας σε σχέση με το άρθρο 35 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της Σόφιας της Βουλγαρίας (Sofiyski gradski sad) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της «ZPT» AD και, αφετέρου, του Εθνικού Κοινοβουλίου της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου και της Εθνικής Υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων με αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 1, παρ. 1, στοιχείο δ, του Κανονισμού 1998/2006. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 στοιχ. δ του επίμαχου Κανονισμού «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς, εκτός από: [...] δ) ενισχύσεις για δραστηριότητες που σχετίζονται με εξαγωγές προς τρίτες χώρες ή προς κράτη μέλη, ιδίως δε ενισχύσεις που συνδέονται άμεσα με τις εξαγόμενες ποσότητες, με τη δημιουργία και λειτουργία δικτύου διανομής ή με άλλες τρέχουσες δαπάνες που σχετίζονται με εξαγωγική δραστηριότητα·[...]». Η εθνική ρύθμιση, ήτοι το άρθρο 182, παρ. 2, του Zakon Νόμου περί φορολογίας νομικών προσώπων όριζε: «Η φορολογική ελάφρυνση η οποία συνιστά ενίσχυση ήσσονος σημασίας δεν ισχύει: [...] 7) όσον αφορά την επένδυση στοιχείων του ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για δραστηριότητες συνδεόμενες με τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες ή προς κράτη μέλη»
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, στοιχείο δ, του Κανονισμού 1998/2006 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία αποκλείει από το ευεργέτημα της φορολογικής ελαφρύνσεως, η οποία συνιστά ενίσχυση ήσσονος σημασίας τις επενδύσεις στοιχείων του ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για δραστηριότητες συνδεόμενες με τις εξαγωγές.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω διάταξη του εθνικού δικαίου.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-359/16, Altun κ.λπ. – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχ. αʹ, του Κανονισμού 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 14, σημείο 1 στοιχ. α του ανωτέρω Κανονισμού «Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ισχύει, με την επιφύλαξη των ακόλουθων εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων: 1) α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους σε επιχείρηση, στην οποία κανονικά υπάγεται και η οποία τον αποσπά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προς εκτέλεση εργασίας για λογαριασμό της, εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και ότι δεν αποστέλλεται σε αντικατάσταση άλλου προσώπου του οποίου έληξε η περίοδος αποσπάσεως». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Βελγίου (Hof van Cassatie) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά των Ömer Altun, Abubekir Altun, Sedrettin Maksutogullari και Yunus Altun, καθώς και κατά των Absa NV, M. Sedat BVBA και Alnur BVBA, με αντικείμενο την απόσπαση Βούλγαρων εργαζομένων στο Βέλγιο. Ειδικότερα η Κοινωνική Επιθεώρηση του Βελγίου πραγματοποίησε έλεγχο σχετικά με την απασχόληση του προσωπικού της ABSA (Εταιρεία Βελγικού Δικαίου). Από την έρευνα προέκυψε ότι εν λόγω εταιρεία δεν απασχολούσε προσωπικό αλλά ανέθετε όλες τις εργασίες της καθ’ υπεργολαβία σε βουλγάρικες επιχειρήσεις, οι οποίες αποσπούσαν εργαζομένους στο Βέλγιο. Αποδείχθηκε ότι εργαζόμενοι δεν δηλώνονταν στον αρμόδιο, για την είσπραξη εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, φορέα διότι διέθεταν πιστοποιητικά Ε 101. Ας σημειωθεί ότι το πιστοποιητικό Ε 101, το οποίο χορηγείται από τον αρμόδιο φορέα Κράτους-μέλους (Βουλγαρία), ισχύει στην εσωτερική έννομη τάξη του Κράτους-μέλους (Βέλγιο) στο οποίο μεταβαίνει ο μισθωτός εργαζόμενος για να παράσχει την εργασία του και ως εκ τούτου, δεσμεύει τους αρμόδιους φορείς του Κράτους-μέλους αυτού (Βέλγιο).
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση ήταν αν το άρθρο 14, σημείο 1, στοιχ. αʹ, του Κανονισμού 1408/71 και το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού 574/72 έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ένας εργαζόμενος απασχολούμενος από επιχείρηση εγκατεστημένη στο έδαφος Κράτους- μέλους (Βουλγαρία) έχει αποσπασθεί στο έδαφος άλλου Κράτους-μέλους (Βέλγιο), δικαστήριο του τελευταίου αυτού Κράτους-μέλους (Βέλγιο) μπορεί να μη λάβει υπόψη πιστοποιητικό E 101, εφόσον από τα υποβληθέντα στην κρίση του πραγματικά περιστατικά δύναται να συναχθεί ότι το εν λόγω πιστοποιητικό εκδόθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ανωτέρω άρθρα έχουν την έννοια ότι:
1. Όταν ο φορέας Κράτους-μέλους (Βέλγιο) στο οποίο έχουν αποσπαστεί οι εργαζόμενοι υποβάλλει στον φορέα έκδοσης πιστοποιητικών E 101 αίτημα επανεξέτασης και ανάκλησης των πιστοποιητικών υπό το φως συγκεκριμένων στοιχείων που συνελέγησαν από την οποία κατέστη δυνατόν να διαπιστωθεί ότι τα πιστοποιητικά αποκτήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με δόλιο τρόπο και
2. Ο εκδίδων φορέας της Βουλγαρίας παραλείπει να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά την επανεξέταση του βάσιμου της έκδοσης των πιστοποιητικών
3. Ο εθνικός δικαστής μπορεί, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας κατά των προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουν απασχολήσει αποσπασμένους εργαζόμενους με τέτοια πιστοποιητικά, να μη λάβει υπόψη τα πιστοποιητικά αν διαπιστώνει την ύπαρξη τέτοιας απάτης.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-132/17, Peugeot Deutschland GmbH κατά Deutsche Umwelthilfe eV – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των Κρατών-μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 1, στοιχ. αʹ, της επίμαχης Οδηγίας «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί : α) “υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων”: i) υπηρεσία όπως ορίζεται στα άρθρα 56 και 57 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία τελεί υπό τη συντακτική ευθύνη παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, κύριος σκοπός της οποίας είναι η παροχή προγραμμάτων με σκοπό την ενημέρωση, την ψυχαγωγία ή την εκπαίδευση του ευρέως κοινού μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α) της οδηγίας 2002/21/ΕΚ. Οι εν λόγω υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων είναι είτε τηλεοπτικές εκπομπές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου, είτε κατά παραγγελία υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο ζ) της παρούσας παραγράφου, ii) οπτικοακουστική εμπορική ανακοίνωση». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Peugeot Deutschland GmbH και της Deutsche Umwelthilfe eV. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η δημοσίευση από την Peugeot Deutschland, στο κανάλι βίντεο που διαχειρίζεται στην υπηρεσία διαδικτύου YouTube, βίντεο μικρής διάρκειας για ένα μοντέλο νέου επιβατηγού αυτοκινήτου, χωρίς να περιλάβει σε αυτό στοιχεία για την επίσημη κατανάλωση καυσίμου και τις επίσημες εκπομπές CO2 του μοντέλου αυτού.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2010/13 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι ο ορισμός της «υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων» περιλαμβάνει είτε κανάλι βίντεο από το οποίο οι χρήστες του διαδικτύου μπορούν να τηλεφορτώνουν μικρής διάρκειας διαφημιστικά βίντεο για μοντέλα νέων επιβατηγών αυτοκινήτων, είτε τέτοιου είδους μεμονωμένο βίντεο.
Το ΔΕΕ, αρχικά, έκρινε ότι ένα κανάλι διαφημιστικών βίντεο στην υπηρεσία διαδικτύου YouTube, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έχει ως κύριο σκοπό την παροχή προγραμμάτων με σκοπό την ενημέρωση, την ψυχαγωγία ή την εκπαίδευση του ευρέος κοινού.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι στην έννοια της «υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων» δεν εμπίπτουν ούτε ένα κανάλι βίντεο από το οποίο οι χρήστες του διαδικτύου μπορούν να τηλεφορτώνουν μικρής διάρκειας διαφημιστικά βίντεο για μοντέλα νέων επιβατηγών αυτοκινήτων ούτε ένα από αυτά τα βίντεο μεμονωμένως λαμβανόμενο.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018,Υπόθεση C 103/16, Jessica Porras Guisado κατά Bankia SA κ.λπ. - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 10, σημεία 1 και 2, της Οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, καθώς και του άρθρου 1 παρ. 1, στοιχείο α, της Οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου για προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών-μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 10, σημεία 1 και 2, της Οδηγίας 92/85/ΕΟΚ «Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι: 1.τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευθεί η απόλυση των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές και, ενδεχομένως, εφόσον το εγκρίνει η αρμόδια αρχή 2. σε περίπτωση που απολυθεί εργαζόμενη γυναίκα, κατά την έννοια του άρθρου 2, κατά το διάστημα που προβλέπεται στο σημείο 1, ο εργοδότης πρέπει να δικαιολογήσει δεόντως την απόλυση γραπτώς». Επιπρόσθετα σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, στοιχ. α «Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας: α) Ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών: i) είτε για περίοδο 30 ημερών: – τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζομένους, – τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζομένους, – τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους, ii) είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το ανώτερο δικαστήριο της Καταλονίας της Ισπανίας (Tribunal Superior de Justicia de Cataluña) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Jessica Porras Guisado και, αφετέρου, της Bankia SA, διαφόρων επιχειρησιακών συνδικαλιστικών οργανώσεων και του Ταμείου Εγγυήσεως Μισθών. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η νομιμότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της J. Porras Guisado, στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 10, σημείο 1, της Οδηγίας 92/85 έχει την έννοια ότι οι «εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές», ως εξαίρεση από την απαγόρευση απολύσεως εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς «ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 98/59, αλλά συνιστούν αυστηρότερη προϋπόθεση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 10, σημείο 1, της Οδηγίας 92/85 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την απόλυση εγκύου εργαζομένης στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων.
Ένα ακόμη νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 10, σημείο 1, της Οδηγίας 92/85 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων δεν προβλέπει, υπέρ των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων, προτεραιότητα όσον αφορά τη διατήρηση των θέσεων εργασίας τους και την τοποθέτησή τους σε άλλη θέση, η οποία να ισχύει πριν από τις ομαδικές αυτές απολύσεις.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι επίμαχο άρθρο δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία δεν προβλέπει το ανωτέρω δικαίωμα προτεραιότητας υπέρ των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων.
9. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Υπόθεση C-182/17, Nagyszénás Településszolgáltatási Nonprofit Kft. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága - Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 13, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη, οι περιφέρειες, οι νομοί, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις, τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, έστω και αν, για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές, εισπράττουν δικαιώματα, τέλη, εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις. Εντούτοις, όταν πραγματοποιούν τέτοιες δραστηριότητες ή πράξεις, πρέπει να θεωρούνται υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές εφόσον η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Σε κάθε περίπτωση, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου θεωρούνται υποκείμενοι στον φόρο, ιδίως για τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και εφόσον οι πράξεις αυτές δεν είναι αμελητέες.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουγγαρίας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Nagyszénás Településszolgáltatási Nonprofit Kft.(εταιρεία περιορισμένης ευθύνης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ανήκει εξ ολοκλήρου στον Δήμο) και της Διευθύνσεως προσφυγών της εθνικής φορολογικής και τελωνειακής αρχής της Ουγγαρίας ως προς το ζήτημα της υπαγωγής της εταιρίας αυτής στον ΦΠΑ, στο πλαίσιο ορισμένων δραστηριοτήτων διαχείρισης ακινήτων τις οποίες ανέλαβε δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας με τον Δήμο Nagyszénás.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχείο γ, της Οδηγίας 2006/112 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνιστά παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας, υποκείμενη στον ΦΠΑ, δραστηριότητα που συνίσταται στην εκτέλεση από εταιρία ορισμένων καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας διαχείρισης κατοικιών και άλλων ακινήτων δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της εταιρίας αυτής και ενός Δήμου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι συνιστά παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας, υποκείμενη στον ΦΠΑ η εκτέλεση από εταιρία ορισμένων καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας δυνάμει συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ της εταιρίας αυτής και του Δήμου.
10. ΔΕΕ, αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C-523/16 και C-536/16, MA.T.I. SUD SpA κατά Centostazioni SpA – Προδικαστική
Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 45 και 51 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, καθώς και των αρχών του μεγαλύτερου δυνατού ανταγωνισμού, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τη διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων δημοσίων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών. Σύμφωνα με τα άρθρο 51 της Οδηγίας 2004/18 «Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και έγγραφα που υπέβαλαν κατ’ εφαρμογή των άρθρων 45 έως 50.». Ειδικότερα, στην υπόθεση C-523/16, η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Περιφέρειας του Λατίου της Ιταλίας (Tribunale amministrativo regionale per il Lazio) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της MA.T.I. SUD SpA και της Societa Centostazioni SpA, σχετικά με διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως που αφορούσε σε ολοκληρωμένες εργασίες τακτικής και έκτακτης συντηρήσεως και της υπηρεσίας ενέργειας σε ακίνητα των σιδηροδρομικών σταθμών του δικτύου Centostazioni SpA. Στην υπόθεση C-536/16, η αίτηση υποβλήθηκε από το ανωτέρω εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της DuemmeSGR SpA και του Εθνικού συνταξιοδοτικού ταμείου και ταμείου προνοίας των λογιστών και εμπειρογνωμόνων λογιστών σχετικά με ανοιχτή διαδικασία υποβολής προσφορών για την υπογραφή συμφωνίας-πλαισίου για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου κινητών αξιών της CNPR. Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 51 της Οδηγίας 2004/18 και οι αρχές που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων (αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, αρχή της αναλογικότητας) έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση που θεσπίζει μηχανισμό συνδρομής στην κατάρτιση του φακέλου κατ’ εφαρμογή του οποίου η αναθέτουσα αρχή μπορεί, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, να καλέσει τους προσφέροντες (των οποίων η προσφορά ενέχει ουσιώδεις παρατυπίες) προκειμένου να τακτοποιήσουν τις προσφορές τους, υπό τον όρο της καταβολής χρηματικής κυρώσεως. Η χρηματική κύρωση είχε εκ των προτέρων καθοριστεί, ήταν υψηλή και δεν κλιμακωνόταν ανάλογα με τη βαρύτητα της θεραπεύσιμης παρατυπίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο της Οδηγίας και οι ανωτέρω αρχές έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση που επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να καλέσει τους προσφέροντες να τακτοποιήσουν την προσφορά τους, υπό τον όρο της καταβολής χρηματικής κυρώσεως, εφόσον το ύψος της κυρώσεως αυτής παραμένει σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας. Αντίθετα, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις και αρχές έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον προσφέροντα, έναντι καταβολής από αυτόν χρηματικής κυρώσεως, να θεραπεύσει την έλλειψη εγγράφου η οποία, κατά τους ρητούς όρους των εγγράφων της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, συνεπάγεται υποχρεωτικώς τον αποκλεισμό του, ή να εξαλείψει τις παρατυπίες που επηρεάζουν την προσφορά του κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι διενεργούμενες διορθώσεις ή τροποποιήσεις να προσομοιάζουν με υποβολή νέας προσφοράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου