CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 8/2017
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2017
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-413/15, Elaine Farrell κατά Alan Whitty κ.λπ. - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στο ζήτημα εάν οι δυνάμενες να έχουν άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις της 2ης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών- μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων στην ΕΕ είναι αντιτάξιμες έναντι οργανισμού ιδιωτικού δικαίου στον οποίον έχει ανατεθεί από Κράτος-μέλος η αποστολή που προβλέπεται στο άρθρο 1, παρ. 4, της ανωτέρω Οδηγίας. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ «Κάθε Κράτος-μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1. Η διάταξη αυτή δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να προσδώσουν ή όχι στην παρέμβαση του οργανισμού αυτού επικουρικό χαρακτήρα, ούτε το δικαίωμα να ρυθμίζουν τις προσφυγές μεταξύ του οργανισμού αυτού και του υπεύθυνου ή των υπεύθυνων του ατυχήματος και των άλλων ασφαλιστών ή οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που υποχρεούνται να αποζημιώσουν το θύμα για το ίδιο ατύχημα». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Supreme Court της Ιρλανδίας στο πλαίσιο διαφοράς με αντιδίκους, πρωτοδίκως, την E. Farrell, αφενός, και τον A. Whitty, τον Υπουργό Περιβάλλοντος της Ιρλανδίας, τον Attorney General, καθώς και τη Motor Insurers Bureau of Ireland (MIBI), αφετέρου, με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης στην E. Farrell λόγω σωματικών βλαβών που υπέστη σε τροχαίο ατύχημα. Ειδικότερα, η E. Farrell υπήρξε θύμα τροχαίου δυστυχήματος, όταν ο κύριος και οδηγός του οχήματος στο οποίο επέβαινε, ο A. Whitty, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος. O A. Whitty δεν ήταν ασφαλισμένος για τις σωματικές βλάβες που υπέστη η E. Farrell, οπότε αυτή ζήτησε την καταβολή αποζημίωσης από τη MIBI. Η MIBI είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης χωρίς εταιρικό κεφάλαιο, χρηματοδοτούμενη εξ ολοκλήρου από τα μέλη της, τα οποία είναι οι ασφαλιστικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της ασφάλισης μηχανοκίνητων οχημάτων στην Ιρλανδία. Η MIBI ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1954, μετά από συμφωνία μεταξύ του Υπουργείου Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Ιρλανδίας και των ασφαλιστικών φορέων, που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της ασφάλισης μηχανοκίνητων οχημάτων στην Ιρλανδία.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 288 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείεται η επίκληση διατάξεων Οδηγίας, που μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα, έναντι φορέα ο οποίος δεν πληροί όλα τα χαρακτηριστικά που παρατίθενται στη σκέψη 20 της υπόθεσης C-188/89 Foster. Σύμφωνα με την ανωτέρω σκέψη του Δικαστηρίου στην υπόθεση Foster «μεταξύ των φορέων έναντι των οποίων είναι δυνατή η επίκληση οδηγιών που μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα περιλαμβάνεται ένας οργανισμός στον οποίο, ασχέτως της νομικής μορφής του, έχει ανατεθεί δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής η παροχή υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος υπό την εποπτεία της αρχής αυτής και ο οποίος έχει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες».
To ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, διαπίστωσε ότι η φράση «μεταξύ των φορέων έναντι των οποίων είναι δυνατή η επίκληση οδηγιών που μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα περιλαμβάνεται» υποδηλώνει ότι το Δικαστήριο δεν θέλησε να διατυπώσει ένα γενικό κριτήριο που να καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η επίκληση έναντι ενός φορέα διατάξεων Οδηγίας, δυνάμενων να έχουν άμεσο αποτέλεσμα, αλλά αποφάνθηκε ότι ένας οργανισμός όπως ο επίδικος πρέπει να χαρακτηρίζεται ως τέτοιος φορέας εφόσον συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της υπόθεσης Foster.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, το ΔΕΕ έκρινε το άρθρο 288 ΣΛΕΕ δεν αποκλείει την επίκληση διατάξεων Οδηγίας δυνάμενων να έχουν άμεσο αποτέλεσμα έναντι φορέα ο οποίος δεν πληροί όλα τα χαρακτηριστικά που παρατίθενται στη σκέψη 20 της απόφασης Foster.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν υπάρχει κάποια θεμελιώδης αρχή βάσει της οποίας τα δικαστήρια πρέπει να εξετάζουν εάν είναι δυνατή η επίκληση διατάξεων Οδηγίας που έχουν άμεσο αποτέλεσμα έναντι οργανισμού στον οποίον έχει ανατεθεί από Κράτος-μέλος η αποστολή που προβλέπεται στο άρθρο 1, παρ. 4, της Οδηγίας 84/5.
Το ΔΕΕ αρχικά έκρινε ότι είναι δυνατή η επίκληση των διατάξεων Οδηγίας έναντι φορέα ή οργανισμού, ακόμη και ιδιωτικού δικαίου, στον οποίο έχει ανατεθεί από Κράτος-μέλος η εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και ο οποίος διαθέτει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες. Ειδικότερα, η αποστολή η οποία έχει ανατεθεί στον οργανισμό καταβολής αποζημιώσεων (MIBI) από το κράτος εμπίπτει στον γενικότερο σκοπό της προστασίας των θυμάτων και πρέπει να θεωρείται ως αποστολή δημοσίου συμφέροντος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι δυνατή η επίκληση διατάξεων Οδηγίας έναντι οργανισμού ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος διαθέτει εξαιρετικές εξουσίες, όπως είναι η εξουσία επιβολής στους ασφαλιστικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ασφάλισης μηχανοκίνητων οχημάτων στο έδαφος του Κράτους-μέλους της υποχρέωσης να γίνουν μέλη του οργανισμού και να τον χρηματοδοτούν.
2. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-164/16, Commissioners for Her Majesty's Revenue & Customs κατά Mercedes-Benz Financial Services UK Ltd - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 14 παρ. 2 στοιχ. βʹ της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. β της ανωτέρω Οδηγίας «2. Εκτός από την πράξη της παραγράφου 1, ως παράδοση αγαθών νοούνται οι κατωτέρω πράξεις: α) η μεταβίβαση, με καταβολή αποζημίωσης, της κυριότητας αγαθού, κατόπιν επιταγής της δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου, β) η υλική παράδοση αγαθού με βάση σύμβαση, η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος, γ) η μεταβίβαση αγαθού, η οποία πραγματοποιείται με βάση σύμβαση εντολής προς αγορά ή πώληση.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Court of Appeal, England & Wales, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Mercedes-Benz Financial Services UK Ltd και της φορολογικής και δασμολογικής αρχής του ΗΒ. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε ο χαρακτηρισμός της παραδόσεως οχημάτων δυνάμει μιας τυποποιημένης συμβάσεως όσον αφορά φορολογητέες πράξεις στο πλαίσιο του ΦΠΑ. Η φορολογική αρχή εκτιμά ότι η τυποποιημένη σύμβαση «Agility», όπως και η τυποποιημένη σύμβαση «Hire Purchase», συνιστούν «παράδοση αγαθών» σύμφωνα με το επίδικο άρθρο της ανωτέρω Οδηγίας. Ως εκ τούτου, ζήτησε από τη Mercedes-Benz Financial Services UK την καταβολή του συνόλου του φόρου κατά τον χρόνο παραδόσεως των οχημάτων βάσει των ανωτέρω συμβάσεων. Από την πλευρά της, η Mercedes-Benz αμφισβήτησε τον ως άνω χαρακτηρισμό υποστηρίζοντας ότι η τυποποιημένη σύμβαση «Agility», η οποία δεν προβλέπει μεταβίβαση της κυριότητας, πρέπει να λογίζεται ως «παροχή υπηρεσιών» και ότι, επομένως, ο ΦΠΑ πρέπει να επιβάλλεται επί κάθε μηνιαίας δόσεως.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν, και σε ποιο βαθμό, η έκφραση «σύμβαση η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα, το αργότερο κατά την αποπληρωμή του τιμήματος», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14 παρά. 2 στοιχ. βʹ της Οδηγίας έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι ο όρος παράδοση, υπό το πρίσμα του προδικαστικού ερωτήματος και της ερμηνευόμενης διάταξης της ανωτέρω Οδηγίας εμπεριέχει δύο στοιχεία: Πρώτον, η διάταξη πρέπει να εννοηθεί ως ορίζουσα ότι η σύμβαση δυνάμει της οποίας πραγματοποιείται η παράδοση του αγαθού περιλαμβάνει ρητή ρήτρα σχετικά με τη μεταβίβαση της κυριότητας του αγαθού αυτού από τον εκμισθωτή στον μισθωτή και δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή χρησιμοποιεί τον όρο «δόση», γνωστό στις δανειακές συμβάσεις και, αντιθέτως, ασυνήθη στις συμβάσεις απλής μισθώσεως, που χρησιμοποιούν γενικά τον όρο «μίσθωμα». Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όταν ο μισθωτής έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ένα δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς, η συμβατική κατάληξη της μεταβιβάσεως της κυριότητας είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξη, υπέρ του μισθωτή, μιας πραγματικής εναλλακτικής οικονομικής δυνατότητας στο πλαίσιο της οποίας αυτός να μπορεί να επιλέξει, την κατάλληλη στιγμή, είτε να αποκτήσει το αγαθό είτε να το επιστρέψει στον εκμισθωτή, ή να παρατείνει τη μίσθωση. Ωστόσο, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον αν η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αγοράς, όσο και αν είναι τύποις προαιρετική, ήταν στην πραγματικότητα, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών όρων της συμβάσεως, η μόνη οικονομικώς εύλογη επιλογή του μισθωτή
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη έκφραση που χρησιμοποιείται στο ερμηνευόμενο άρθρο έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε τυποποιημένη σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς όταν από τους οικονομικούς όρους της συμβάσεως μπορεί να συναχθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αποτελεί για τον μισθωτή τη μόνη οικονομικώς εύλογη επιλογή σε περίπτωση πλήρους εκτελέσεως της συμβάσεως. Το γεγονός το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο για να το εξακριβώσει.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-295/16, Europamur Alimentación SA κατά Dirección General de Comercio y Protección del Consumidor de la Comunidad Autónoma de la Región de Murcia - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο αριθ. 4 της Murcia (Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n. 4 de Murcia) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Europamur Alimentación SA και της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου και Καταναλωτών της Αυτόνομης Περιφέρειας της Murcia. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι η νομιμότητα διοικητικής κυρώσεως που επιβλήθηκε στην Europamur λόγω παραβάσεως της απαγορεύσεως πωλήσεως επί ζημία η οποία προβλέπεται από την ισπανική νομοθεσία σχετικά με το λιανεμπόριο. Η επίδικη εθνική ρύθμιση (άρθρο 14 του LOCM) ορίζει ότι δεν επιτρέπεται η προσφορά ή η πραγματοποίηση λιανικών πωλήσεων επί ζημία, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων (πώληση κατά τις εκπτώσεις, πώληση σε περίπτωση εκκαθαρίσεως), εκτός εάν το πρόσωπο που τις πραγματοποιεί έχει ως σκοπό την προσέγγιση των τιμών ενός ή περισσοτέρων ανταγωνιστών με δυνατότητα σημαντικού επηρεασμού των πωλήσεών του ή πρόκειται για ευπαθή είδη των οποίων πλησιάζει η ημερομηνία λήξεως. Ειδικότερα, η Europamur πωλεί, ως εταιρία χονδρικής, προϊόντα οικιακής χρήσεως και τρόφιμα σε υπεραγορές και σε συνοικιακά καταστήματα που επηρεάζονται άμεσα από τον ανταγωνισμό των μεγάλων αλυσίδων υπεραγορών. Δεδομένου ότι είναι ενταγμένη σε ένα κεντρικό πρακτορείο προμηθειών, η Europamur μπορεί να προτείνει στα μικρά εμπορικά καταστήματα που είναι πελάτες της προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές, ώστε αυτά να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων Η περιφερειακή διοίκηση επέβαλε στην Europamur πρόστιμο ύψους 3.001 ευρώ λόγω παραβάσεως της απαγορεύσεως του άρθρου 14 του LOCM, επειδή πώλησε επί ζημία ορισμένα προϊόντα που εμπορεύεται.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποκλείει την επίμαχη εθνική διάταξη, η οποία επιβάλλει γενική απαγόρευση της προσφοράς προς πώληση ή της πωλήσεως αγαθών επί ζημία και η οποία προβλέπει λόγους παρεκκλίσεως από την εν λόγω απαγόρευση στηριζόμενους σε κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται στην Οδηγία αυτή.
Το Δικαστήριο, αρχικά, έκρινε ότι η Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και τα Κράτη-μέλη δεν δύνανται να λαμβάνουν μέτρα αυστηρότερα των οριζομένων από την Οδηγία αυτή, ακόμη και αν σκοπός των σχετικών μέτρων είναι η διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική διάταξη, που έχει ως περιεχόμενο την επιβολή γενικής απαγόρευσης της προσφοράς προς πώληση ή της πωλήσεως αγαθών επί ζημία και προβλέπει λόγους παρεκκλίσεως και εξαιρέσεις από την εν λόγω απαγόρευση στηριζόμενους σε κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται στην Οδηγία αυτή.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-531/15, Elda Otero Ramos κατά Servicio Galego de Saúde και Instituto Nacional de la Seguridad Social - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 19 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης καθώς και του άρθρου 5, παρ. 3 της Οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/54 «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Οδηγίας 92/85 «1. Όσον αφορά οιαδήποτε δραστηριότητα που ενδέχεται να εγκλείει συγκεκριμένο κίνδυνο έκθεσης στους παράγοντες, τις μεθόδους παραγωγής ή τις συνθήκες εργασίας, που περιλαμβάνονται στο μη εξαντλητικό κατάλογο του παραρτήματος Ι, πρέπει να αξιολογείται, από τον εργοδότη, η φύση, ο βαθμός και η διάρκεια της έκθεσης των εργαζόμενων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή/και εγκατάσταση, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω των υπηρεσιών προστασίας και πρόληψης που προβλέπονται στο άρθρο 7 της [Οδηγίας 89/391], προκειμένου: – να εκτιμηθεί κάθε κίνδυνος που απειλεί την ασφάλεια ή την υγεία καθώς και κάθε αντίκτυπος στην εγκυμοσύνη ή γαλουχία των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, – να καθορισθούν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Γαλικίας της Ισπανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Elda Otero Ramos και του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφάλισης και της Υγειονομικής υπηρεσίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Γαλικίας, με αντικείμενο τη μη έκδοση βεβαίωσης που να πιστοποιεί ότι η εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης εργασίας (νοσηλεύτρια στο τμήμα επειγόντων περιστατικών πανεπιστημιακού νοσοκομείου) της Elda Otero Ramos ενείχε κίνδυνο για τον θηλασμό του τέκνου της, ενόψει της χορήγησης επιδόματος λόγω κινδύνου κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 19, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54 εφαρμόζεται σε περίπτωση, στην οποία μια εργαζομένη αμφισβητεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής του οικείου Κράτους-μέλους, την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η θέση εργασίας της καθόσον αυτή δεν διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 92/85.
Το Δικαστήριο αρχικά διαπίστωσε ότι η αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η θέση εργασίας μιας γαλουχούσας εργαζομένης πρέπει να περιλαμβάνει ειδικό έλεγχο, που να λαμβάνει υπόψη την ατομική κατάσταση της συγκεκριμένης εργαζομένης ώστε να προσδιορίζεται κατά πόσον τόσο η δική της υγεία και ασφάλεια όσο και του τέκνου της είναι εκτεθειμένες σε κίνδυνο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία μια γαλουχούσα εργαζομένη αμφισβητεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής Κράτους-μέλους, την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η θέση εργασίας της, καθόσον αυτή δεν διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 92/85/ΕΟΚ
Το δεύτερο νομικό ζήτημα αναφέρεται στον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54 αναφορικά με το βάρος απόδειξης
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι στην ενδιαφερόμενη εργαζομένη εναπόκειται να αποδείξει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, από τα οποία δύναται να συναχθεί ότι η αξιολόγηση των κινδύνων αναφορικά με τη θέση εργασίας της δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 92/85, ώστε να τεκμαίρεται επομένως η ύπαρξη άμεσης διάκρισης λόγω φύλου, κατά την έννοια της Οδηγίας 2006/54, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Οι εναγόμενοι, από την πλευρά τους, θα πρέπει να αποδείξουν ότι η εν λόγω αξιολόγηση των κινδύνων πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διάταξης αυτής και ότι δεν υπήρξε επομένως παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.
5. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-278/16, Ποινική δίκη κατά Franck Sleutjes - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 3 της Οδηγίας 2010/64/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία. Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε από το Πλημμελειοδικείο του Ααχεν της Γερμανίας στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Frank Sleutjes λόγω παράνομης εγκαταλείψεως του τόπου ατυχήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2010/64, σχετικά με το δικαίωμα μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων, «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας να παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης. 2. Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.». Ειδικότερα, τον Νοέμβριο του 2015, κατόπιν αιτήσεως της Εισαγγελίας του Άαχεν, το πταισματοδικείο του Düren, εξέδωσε, απόφαση με τη συνοπτική διαδικασία κατά του F. Sleutjes, Ολλανδού υπηκόου, με την οποία τον καταδίκασε, μεταξύ άλλων, σε πρόστιμο λόγω παράνομης εγκαταλείψεως του τόπου ατυχήματος. Η ανωτέρω απόφαση, που επιδόθηκε στον F. Sleutjes., ήταν συντεταγμένη στη γερμανική γλώσσα και συνοδευόταν από μετάφραση στην ολλανδική γλώσσα μόνο της ενημερώσεως σχετικά με τα ένδικα μέσα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3 της Οδηγίας 2010/64 έχει την έννοια ότι η απόφαση που επιβάλει κυρώσεις για ποινικά αδικήματα ήσσονος σημασίας και εκδίδεται από δικαστή κατόπιν απλοποιημένης μονομερούς διαδικασίας, αποτελεί «ουσιώδες έγγραφο», η γραπτή μετάφραση του οποίου πρέπει, να διασφαλίζεται για τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής διαδικασίας προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα υπερασπίσεως
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3 της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ έχει την έννοια ότι η ανωτέρω πράξη - απόφαση αποτελεί «ουσιώδες έγγραφο». Ως εκ τούτου, πρέπει να διασφαλίζεται η γραπτή μετάφραση του προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα υπερασπίσεως αποτελεσματικά.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-194/16, Bolagsupplysningen OÜ και Ingrid Ilsjan κατά Svensk Handel AB
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 7 σημείο 2 του ανωτέρω Κανονισμού «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος Κράτους-μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο Κράτος-μέλος: [...] 2) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας (Riigikohus) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Bolagsupplysningen OÜ, της I. Ilsjan και της Svensk Handel AB (Ομοσπονδία Εμπόρων Σουηδικού Δικαίου) σχετικά με αίτημα διορθώσεως στοιχείων τα οποία δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπο της τελευταίας, και τα οποία φέρονται ως αναληθή, αίτημα διαγραφής σχετικών με τις ενάγουσες σχολίων που έχουν διατυπωθεί σε φόρουμ συζητήσεως στον εν λόγω ιστότοπο και αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που οι ενάγουσες υποστήριξαν ότι υπέστησαν. Ειδικότερα, η Εσθονική εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη Σουηδία μπήκε σε «μαύρη λίστα», στον ιστότοπο σουηδικής ομοσπονδίας εμπορίου, για τις φερόμενες ως αμφισβητήσιμες επιχειρηματικές της πρακτικές. Η εταιρία άσκησε αγωγή κατά της σουηδικής ομοσπονδίας εμπορίου ενώπιον των εσθονικών δικαστηρίων ζητώντας να υποχρεωθεί η σουηδική ομοσπονδία εμπορίου να διορθώσει τις πληροφορίες και να αφαιρέσει τα σχόλια από τον ιστότοπό της και να της επιδικασθεί αποζημίωση για τη ζημία την οποία ισχυρίσθηκε ότι υπέστη λόγω της δημοσιεύσεως των πληροφοριών και των σχολίων στο διαδίκτυο.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι νομικό πρόσωπο το οποίο προβάλλει ότι τα δικαιώματά προσωπικότητάς του έχουν προσβληθεί λόγω της δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο αναληθών περί αυτού στοιχείων δύναται να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι τα κριτήρια και ποιες οι περιστάσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη ώστε να κριθεί πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το κέντρο συμφερόντων.
Το ΔΕΕ αρχικά έκρινε ότι στην περίπτωση διαδικτυακής προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας, το πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται λόγω πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στο Διαδίκτυο έχει την ευχέρεια να ασκήσει αγωγή με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για το σύνολο της προκληθείσας ζημίας ενώπιον των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. «Κέντρου των συμφερόντων του παθόντος» νοείται ο τόπος στον οποίον επέρχεται κατά κύριο λόγο η βλάβη που προξενείται από διαδικτυακές πληροφορίες, υπό την έννοια του άρθρου 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι νομικό πρόσωπο δύναται να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων. Όταν το οικείο νομικό πρόσωπο ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του σε Κράτος-μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα, δύναται να εναγάγει τον φερόμενο ως αυτουργό της προσβολής, βάσει του τόπου επελεύσεως της ζημίας, σε αυτό το άλλο Κράτος-μέλος.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο προβάλλει ότι τα δικαιώματά του έχουν προσβληθεί λόγω της δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο αναληθών στοιχείων δύναται να ασκήσει αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων κάθε Κράτους- μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμες οι δημοσιευθείσες στο διαδίκτυο πληροφορίες.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι άρθρο 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι νομικό πρόσωπο δεν δύναται να ασκήσει αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων κάθε Κράτους-μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμες οι δημοσιευθείσες στο διαδίκτυο πληροφορίες
7. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-106/16, POLBUD - WYKONAWSTWO - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (Sąd Najwyższy) στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησε η Polbud – Wykonawstwo sp. z o.o. κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως διαγραφής της από το εμπορικό μητρώο της Πολωνίας, που υπέβαλε κατόπιν μεταφοράς της εταιρικής έδρας της στο Λουξεμβούργο.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως έχει εφαρμογή ως προς τη μεταφορά της καταστατικής έδρας εταιρίας, συσταθείσας βάσει του δικαίου ενός Κράτους-μέλους (Πολωνία), προς άλλο Κράτος-μέλος (Λουξεμβούργο), με σκοπό τη μετατροπή της σε εταιρία που διέπεται από το δίκαιο του άλλου Κράτους-μέλους, χωρίς μετατόπιση της πραγματικής έδρας της εν λόγω εταιρίας.
Το Δικαστήριο αρχικά διαπιστωσε ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως παρέχει στην Polbud, εταιρία πολωνικού δικαίου, το δικαίωμα να μετατραπεί σε εταιρία λουξεμβουργιανού δικαίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις συστάσεως που καθορίζονται από τη λουξεμβουργιανή νομοθεσία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως έχει εφαρμογή ως προς τη μεταφορά της καταστατικής έδρας εταιρίας, συσταθείσας βάσει του δικαίου ενός Κράτους-μέλους (Πολωνία), προς άλλο Κράτος-μέλος(Λουξεμβούργο), με σκοπό τη μετατροπή της, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του άλλου Κράτους-μέλους (Λουξεμβούργο), σε εταιρία υπαγόμενη στο δίκαιο του τελευταίου αυτού Κράτους-μέλους, χωρίς μετατόπιση της πραγματικής έδρας της εν λόγω εταιρίας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τίθεται είναι εάν τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους κατά την οποία η μεταφορά της καταστατικής έδρας εταιρίας, συσταθείσας βάσει του δικαίου ενός Κράτους-μέλους, προς άλλο Κράτος-μέλος, με σκοπό τη μετατροπή της, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του άλλου Κράτους-μέλους (Λουξεμβούργο), εξαρτάται από την εκκαθάρισή της.
Το ΔΕΕ κρίνει ότι τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους κατά την οποία η μεταφορά της καταστατικής έδρας εταιρίας σε άλλο Κράτος-μέλος, με σκοπό τη μετατροπή της εξαρτάται από την εκκαθάρισή της.
8. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-101/16 SC Paper Consult SRL κατά Direcţia Regională a Finanţelor Publice Cluj-Napoca και Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Bistriţa Năsăud - Προδικαστική
Η συγκεκριμένη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναφέρεται στην ερμηνεία της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο του Cluj της Ρουμανίας (Curtea de Apel Cluj) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της εταιρίας SC Paper Consult SRL και, αφετέρου, της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημοσίων Οικονομικών του Cluj-Napoca και της νομαρχιακής διοικήσεως δημοσίων οικονομικών του Bistrița-Năsăud της Ρουμανιας. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτελεί η προσφυγή της Paper Consult με την οποία αμφισβητεί διοικητική απόφαση με την οποία δεν αναγνωρίστηκε το δικαίωμά της να εκπέσει τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που είχε καταβάλει επί της εκ μέρους της εταιρίας Rom Packaging SPRL παροχής υπηρεσιών, με την αιτιολογία ότι η τελευταία αυτή εταιρία είχε κηρυχθεί «ανενεργός» φορολογούμενος κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε 'ηταν εάν η Οδηγία 2006/112 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα προς έκπτωση του ΦΠΑ σε υποκείμενο στον φόρο για τον λόγο ότι ο επιχειρηματίας που του παρέσχε υπηρεσία εκδίδοντας τιμολόγιο στο οποίο περιλαμβάνονται χωριστά η σχετική δαπάνη και ο ΦΠΑ έχει κηρυχθεί ανενεργός από τη φορολογική αρχή Κράτους-μέλους. Ας σημειωθεί ότι η ανωτέρω πληροφορία είναι δημοσίως γνωστή και προσβάσιμη μέσω του διαδικτύου σε κάθε υποκείμενο στον φόρο εντός του κράτους αυτού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2006/112/ΕΚ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στην περίπτωση που η ως άνω άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος προς έκπτωση είναι συστηματική και οριστική, αποκλειόμενης της δυνατότητας να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται φοροδιαφυγή ή απώλεια φορολογικών εσόδων.
9. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-687/15, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την προσφυγή της ζήτησε την ακύρωση των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου της ΕΕ σχετικά με την Παγκόσμια Διάσκεψη Ραδιοεπικοινωνιών του 2015 (WRC-15) της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU), τα οποία εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο κατά την 3419η σύνοδό του, που πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2015 στο Λουξεμβούργο. Σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 9 ΣΛΕΕ «Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής […], εκδίδει απόφαση για […] τον καθορισμό των θέσεων που θα πρέπει να ληφθούν, εξ ονόματος της Ένωσης, σε όργανο που συνιστάται από δεδομένη συμφωνία, όταν το εν λόγω όργανο καλείται να θεσπίσει πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα, με εξαίρεση τις πράξεις που συμπληρώνουν ή τροποποιούν το θεσμικό πλαίσιο της συμφωνίας».
Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προέβαλε έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως κατά τον οποίο το Συμβούλιο, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη πράξη, αντί αποφάσεως, όπως είχε προτείνει η Επιτροπή, παρέβη το άρθρο 218 παρ. 9, ΣΛΕΕ.
Κατά την εκτίμηση του ΔΕΕ η έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως με τη μορφή Συμπερασμάτων και όχι Απόφασης, όπως προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τη νομική φύση και το πεδίο εφαρμογής της πράξεως αυτής. Επιπλέον συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το Συμβούλιο, υιοθετώντας Συμπεράσματα σχετικά με τη WRC-15, αντί να εκδώσει Απόφαση όπως προβλέπεται από το άρθρο 218 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ, παρέβη τον ουσιώδη τύπο, που απαιτείται από την εν λόγω διάταξη και έκανε δεκτή την προσφυγή της Επιτροπής.
10. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, The English Bridge Union Limited κατά Commissioners for Her Majesty's Revenue & Customs - Προδικαστική
Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 132 παρ. 1 στοιχείο ιγ΄ της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Η εν λόγω διάταξη της Οδηγίας 2006/112, με τίτλο Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος «τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις: [...] ιγ) ορισμένες παροχές υπηρεσιών συνδεόμενες στενά με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή που προσφέρονται από οργανώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σε πρόσωπα ασχολούμενα με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή». Η αίτηση υποβλήθηκε από το δευτεροβάθμιο διοικητικό δικαστήριο φορολογικών διαφορών (Upper Tribunal. Tax and Chancery Chamber) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της The English Bridge Union Limited και της Φορολογικής και Τελωνειακής αρχής του ΗΒ, σχετικά με την υπαγωγή στον ΦΠΑ των δικαιωμάτων συμμετοχής που εισπράττει η ανωτέρω μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ένωση για τα τουρνουά αγωνιστικού μπριτζ τα οποία διοργανώνει.
Το κρίσιμο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 132 παρ. 1 στοιχείο ιγ΄ της Οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι δραστηριότητα, όπως το αγωνιστικό μπριτζ, η οποία χαρακτηρίζεται από αμελητέο σωματικό στοιχείο, εμπίπτει στην έννοια του «αθλήματος».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 132 παρ. 1 στοιχείο ιγ΄ της Οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι μια δραστηριότητα όπως το αγωνιστικό μπριτζ δεν εμπίπτει στην έννοια του «αθλήματος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου