CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 9/2017
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Νοέμβριος 2017
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ
1. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-481/16, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας - Παράβαση Κράτους-μέλους
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, η κρατική ενίσχυση ύψους 135.820,35 ευρώ προς τη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ το 2008, το 2010 και το 2011 και συμμετοχής του Δημοσίου στην αύξηση κεφαλαίου της εταιρείας το 2009 χορηγήθηκε παρανόμως από την Ελληνική Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 της ΣΛΕΕ και ήταν μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την προσφυγή της, υποστήριξε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εφαρμόσει την Απόφαση 2014/539/ΕΕ και να ανακτήσει εμπρόθεσμα την ενίσχυση ενώ δεν ενημέρωσε επαρκώς την Επιτροπή αναφορικά με τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της ανωτέρω Αποφάσεως. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το Κράτος-μέλος που είναι αποδέκτης Αποφάσεως σύμφωνα με την οποία υποχρεούται να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει να λάβει όλα τα προσήκοντα μέτρα για την εφαρμογή της Αποφάσεως. Ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο δύναται να προβάλει Κράτος-μέλος στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, που έχει ασκήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παρ. 2 ΣΛΕΕ, είναι αυτός με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη αδυναμία προσήκουσας εκτελέσεως της εκδοθείσας από το θεσμικό όργανο αυτό αποφάσεως περί ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως. Ωστόσο, υπενθύμισε ότι η προϋπόθεση περί υπάρξεως απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως δεν πληρούται οσάκις το καθού Κράτος-μέλος απλώς επικαλείται δυσχέρειες νομικής, πολιτικής ή πρακτικής φύσεως τις οποίες αντιμετώπισε κατά την εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ουσιαστική ενέργεια έναντι των οικείων επιχειρήσεων προς ανάκτηση της ενισχύσεως και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, οι οποίοι θα καθιστούσαν δυνατή την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών, και, αφετέρου, ότι προβαλλόμενα εσωτερικά προβλήματα που τυχόν ανέκυψαν κατά την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση από το εν λόγω κράτος μέλος των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε τις διατάξεις της Αποφάσεως (Άρθρα 3 και 5) και τις σχετικές διατάξεις της ΣΛΕΕ καθόσον δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, για την εκτέλεση της Αποφάσεως 2014/539 και δεν ενημέρωσε την Επιτροπή για τα μέτρα που ελήφθησαν.
2. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-217/16, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δήμου Ζαγορίου – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Αθηνών στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Δήμου Ζαγορίου. Η υπόθεση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αφορούσε απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (η οποία αποτελούσε εκτελεστό τίτλο βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ) περί επιστροφής ενισχύσεως που είχε χορηγήσει το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ). Ειδικότερα, η Επιτροπή, με την Απόφαση C (2006) 4798, προσδιόρισε σε 284.739,20 το ποσό το οποίο όφειλε η Δημοτική Επιχείρηση Τουριστικής Ανάπτυξης της Κοινότητας Αρίστης Ζαγορίου Ιωαννίνων. Ο Δήμος Κεντρικού Ζαγορίου άσκησε ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα) κατά της επιταγής προς πληρωμή που του είχε κοινοποιηθεί βάσει της ανωτέρω Αποφάσεως της Επιτροπής. Η Επιτροπή ασκώντας έφεση επί της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου υποστήριξε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον η διαφορά αυτή, ως έχουσα διοικητικό χαρακτήρα, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και ότι η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να επισπευσθεί κατά του Δήμου Ζαγορίου.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν αν το άρθρο 299 ΣΛΕΕ, που ορίζει ότι «Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται», έχει την έννοια ότι βάσει του άρθρου αυτού καθορίζεται η επιλογή των εθνικών δικαστηρίων, που έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν ενδίκων βοηθημάτων απτομένων της αναγκαστικής εκτελέσεως πράξεων της Επιτροπής οι οποίες επιβάλλουν, σε βάρος προσώπων εκτός των Κρατών-μελών, χρηματική υποχρέωση και οι οποίες αποτελούν εκτελεστό τίτλο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες εφαρμόζονται επί των ενδίκων βοηθημάτων που άπτονται της αναγκαστικής εκτελέσεως στο πλαίσιο των πράξεων του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, ο καθορισμός των εθνικών δικονομικών κανόνων θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καθίσταται η ανάκτηση των ποσών-ενισχύσεων δυσχερέστερη σε σχέση με παρεμφερείς περιπτώσεις που αφορούν την εφαρμογή αντίστοιχων εθνικών διατάξεων.
3. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-214/16, Conley King κατά The Sash Window Workshop Ltd και Richard Dollar – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πολιτικό τμήμα του Εφετείου του Ηνωμένου Βασιλείου (Court of Appeal, England & Wales, Civil Division) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Conley King και του πρώην εργοδότη του, ήτοι της εταιρείας «The Sash Window Workshop Ltd» και του R. Dollar. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε το αίτημα του εργαζομένου να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση έναντι της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δεν έλαβε κατά τα έτη 1999 έως 2012. Η Οδηγία 2003/38 ενσωματώθηκε στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου με τους Working Time Regulations του 1988 σχετικά με το χρόνο εργασίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88, καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς μεταξύ εργαζομένου και του εργοδότη του σχετικά με το εάν ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση με την οποία υποχρεώνεται ο εργαζόμενος να λαμβάνει την άδειά του χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων εάν δικαιούται τις αντίστοιχες αποδοχές.
Το ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, διαπίστωσε ότι κάθε πράξη ή παράλειψη του εργοδότη, η οποία ενδέχεται να αποτρέψει τον εργαζόμενο από το να κάνει χρήση της ετήσιας άδειάς του είναι αντίθετη στον σκοπό του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εθνική κανονιστική ρύθμιση, που υποχρεώνει τον εργαζόμενο να λαμβάνει την άδειά του χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων εάν δικαιούται τις αντίστοιχες αποδοχές.
4. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-165/16, Toufik Lounes κατά Secretary of State for the Home Department – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το High Court του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Toufik Lounes και του Υπουργού Εσωτερικών. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η άρνηση χορήγησης στον ανωτέρω ενδιαφερόμενο άδειας διαμονής. Ειδικότερα, η P. N. García Ormazabal, Ισπανίδα υπήκοος, μετέβη για σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 2009 απέκτησε τη βρετανική ιθαγένεια. Το έτος 2014, η P. N. García Ormazabal και ο T. Lounes συνήψαν θρησκευτικό και πολιτικό γάμο. Την ίδια περίοδο, ο Τ. Lounes, ως μέλος της οικογένειας υπηκόου του ΕΟΧ, ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών να του χορηγηθεί άδεια διαμονής. Ο Υπουργός απέρριψε το αίτημα του ενδιαφερομένου περί χορηγήσεως τίτλου διαμονής, με την αιτιολογία ότι η σύζυγός του, υπήκοος της Ένωσης, απέκτησε, με πολιτογράφηση, τη βρετανική ιθαγένεια, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει πλέον στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/38. Το ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το γεγονός ότι ένας πολίτης της Ένωσης αποκτά την ιθαγένεια του Κράτους-μέλους στο οποίο μετέβη και διέμενε δυνάμει της Οδηγίας 2004/38 μπορεί να στερήσει τον ίδιο, όπως και τον σύζυγό του, υπήκοο τρίτου κράτους, από δικαιώματα τα οποία είχε αποκτήσει προηγουμένως βάσει της Οδηγίας και τα οποία ασκούσε πλήρως μέχρι τότε.
Ειδικότερα, το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν η Οδηγία 2004/38 και το άρθρο 21 παρ.1 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι στην περίπτωση που πολίτης της Ένωσης μεταβαίνει σε άλλο Κράτος-μέλος (Ηνωμένο Βασίλειο) διαφορετικό από εκείνο της ιθαγένειάς του, αποκτά την ιθαγένεια του Κράτους-μέλους στο οποίο διαμένει (Ηνωμένο Βασίλειο) διατηρώντας παράλληλα την αρχική του ιθαγένεια και συνάπτει γάμο με υπήκοο τρίτου κράτους έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38 και του άρθρου 21 παρ. 1 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο υπήκοος του τρίτου κράτους δεν έχει δευτερογενές δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38. Ωστόσο, έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 21 παρ.1 ΣΛΕΕ υπό προϋποθέσεις οι οποίες δεν μπορεί να είναι αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην Οδηγία 2004/38 για την παροχή του δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, που άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκαταστάθηκε σε Κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο της ιθαγένειάς του.
5. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, C-547/16, Gasorba SL κ.λπ. κατά Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 16 του Κανονισμού 1/2003/ΕΚ του Συμβουλίου για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ανωτέρω Κανονισμού «Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Πρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς το σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.» Επιπρόσθετα, το άρθρο 9 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει ότι «Όταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρονται να αναλάβουν ορισμένες δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση, τότε η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καταστήσει αυτές τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις. Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πρέπει να συμπεραίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει δράση η Επιτροπή». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας (Tribunal Supremo) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Gasorba SL, Josefa Rico Gil και Antonio Ferrándiz González και της Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA και έχει ως αντικείμενο το κύρος, βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, συμβάσεως εκμισθώσεως πρατηρίου υγρών καυσίμων με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεως αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν το άρθρο 16, παρ. 1, του Κανονισμού 1/2003 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει την ακυρότητα συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 101, παρ, 2 ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή έχει προηγουμένως αποδεχθεί αναλήψεις δεσμεύσεων που αφορούν την ίδια συμφωνία, τις οποίες και κατέστησε υποχρεωτικές με απόφασή της.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 16, παρ. 1 έχει την έννοια ότι η απόφαση περί αναλήψεως δεσμεύσεων που εκδίδει η Επιτροπή δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν οι εν λόγω συμφωνίες συνάδουν προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και να διαπιστώνουν, ενδεχομένως, την ακυρότητά τους σύμφωνα με το άρθρο 101, παρ. 2 ΣΛΕΕ.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017 C 306/16, António Fernando Maio Marques da Rosa κατά Varzim Sol – Turismo, Jogo e Animação SA – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, την ερμηνεία του άρθρου 5 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3». Επιπρόσθετα σύμφωνα με το άρθρο 5 της Οδηγίας 2003/88 «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3. Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας, μπορεί να ορίζεται ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης 24 ωρών». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο του Πόρτο της Πορτογαλίας (Tribunal da Relação do Porto) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του A. F. Maio Marques de Rosa και της Varzim Sol – Turismo, Jogo e Animação SA σχετικά με τη χορήγηση στον πρώτο, υπό την ιδιότητά του ως εργαζομένου, μίας ημέρας υποχρεωτικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως ανά περίοδο επτά ημερών. Ειδικότερα, ο A. F. Maio Marques da Rosa, υπήρξε, από το 1991 έως το 2014, εργαζόμενος της Varzim Sol, εταιρίας η οποία έχει στην ιδιοκτησία της ένα καζίνο. Ο ανωτέρω άσκησε αγωγή, ζητώντας να υποχρεωθεί η Varzim Sol να του καταβάλει το ποσό των 18.602 ευρώ ως αποζημίωση, δεδομένου ότι οι έβδομες ημέρες που εργάστηκε θα έπρεπε να είχαν αμειφθεί ως πρόσθετες ώρες και ότι δεν έλαβε ημέρες αντισταθμιστικής αναπαύσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με την εν λόγω προδικαστική παραπομπή ήταν εάν το άρθρα του Χάρτη και των ανωτέρω Οδηγιών έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν να χορηγείται η ελάχιστη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος, το αργότερο την ημέρα που έπεται της περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας.
Το ΔΕΕ ερμηνεύοντας το άρθρο 5 της Οδηγίας 2003/88, διαπίστωσε ότι το εν λόγω άρθρο δεν προσδιορίζει το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να χορηγείται αυτή η ελάχιστη περίοδος αναπαύσεως των εικοσιτεσσάρων ωρών, παρέχοντας, συνεπώς, στα Κράτη-μέλη διαθέτουν ορισμένη ευελιξία όσον αφορά την επιλογή του εν λόγω χρονικού σημείου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα δεν επιβάλλουν να χορηγείται η ελάχιστη περίοδος εβδομαδιαίας συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών το αργότερο την ημέρα που έπεται μιας περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας, αλλά ότι επιβάλλουν να χορηγείται αυτή εντός κάθε περιόδου επτά ημερών.
7. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-298/16, Teodor Ispas και Anduţa Ispas κατά Direcţia Generală a Finanţelor Publice Cluj
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της γενικής αρχής του δικαίου της ΕΕ περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και υποβλήθηκε από το Εφετείο του Cluj, της Ρουμανίας (Curtea de Apel Cluj) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Teodor Ispas και της συζύγου του Anduţa Ispas (ζεύγος Ispas) και, αφετέρου, της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίων Οικονομικών του Cluj με αντικείμενο πράξη βεβαιώσεως ΦΠΑ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν η αρχή του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει στο πλαίσιο εθνικών διοικητικών διαδικασιών για τον έλεγχο και τον καθορισμό της βάσης επιβολής ΦΠΑ να έχουν οι ιδιώτες πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων και των εγγράφων τα οποία περιέχονται στον διοικητικό φάκελο και τα οποία έλαβε υπόψη του η δημόσια αρχή κατά την έκδοση της αποφάσεως.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε, σε μια αρχική του σκέψη, ότι η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν αποτελεί απόλυτο δικαίωμα αλλά μπορεί να περιέχει περιορισμούς υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας οι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να τους γνωστοποιηθούν τα στοιχεία και έγγραφα τα οποία περιέχονται στον διοικητικό φάκελο και τα οποία έλαβε υπόψη η δημόσια αρχή προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της. Εξαίρεση στο ανωτέρω δικαίωμα των πολιτών μπορεί να δικαιολογηθεί στην περίπτωση σκοπών γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν τον περιορισμό της προσβάσεως στα εν λόγω στοιχεία και έγγραφα.
8. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-292/16, A Oy κατά Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö και Verohallinto – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 49 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 10 παρ. 2, της Οδηγίας 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες διαφορετικών Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο του Ελσίνκι (Helsingin hallinto oikeus). Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 της ανωτέρω Οδηγίας «Όταν το κράτος μέλος στο δίκαιο του οποίου υπάγεται η εισφέρουσα εταιρία εφαρμόζει καθεστώς φορολόγησης των κερδών σε διεθνή κλίμακα, το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να φορολογεί τα κέρδη ή τις υπεραξίες της μόνιμης εγκατάστασης που προκύπτουν κατά τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή την εισφορά ενεργητικού με την προϋπόθεση ότι δέχεται την έκπτωση του φόρου ο οποίος σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα είχε επιβληθεί στα εν λόγω κέρδη ή υπεραξίες στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση και, επίσης, ότι δέχεται αυτήν την έκπτωση φόρου με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό που θα εδέχετο αν ο φόρος είχε βεβαιωθεί και καταβληθεί στην πραγματικότητα». Το άρθρο 52 e, τρίτο εδάφιο, του φινλανδικού νόμου περί φορολογίας εισοδημάτων από οικονομικές δραστηριότητες (EVL) ορίζει ότι «Αν τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού συνδέονται με μόνιμη εγκατάσταση ημεδαπού νομικού προσώπου ευρισκόμενη σε άλλο Κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πιθανολογούμενη αξία μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού και οι προμήθειες που έχουν αφαιρεθεί κατά τη φορολόγηση της μόνιμης εγκαταστάσεως ενσωματώνονται στα φορολογητέα κέρδη της εισφέρουσας εταιρίας. Από τον οφειλόμενο στη Φινλανδία φόρο επί των κερδών αυτών αφαιρείται ο φόρος που θα είχε βαρύνει τα ίδια κέρδη εντός του κράτους στο οποίο βρίσκεται η ως άνω μόνιμη εγκατάσταση αν δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της [οδηγίας περί συγχωνεύσεων] που μνημονεύονται στο άρθρο 52.». Το 2006, η εταιρία A μεταβίβασε σε αυστριακή εταιρία, στο πλαίσιο εισφοράς ενεργητικού, μια μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη στην Αυστρία και έλαβε ως αντιπαροχή μετοχές της τελευταίας αυτής εταιρίας. Σύμφωνα με το άρθρο 52 e, τρίτο εδάφιο, του EVL, επιβλήθηκε στην A φόρος επί της υπεραξίας που πραγματοποιήθηκε, λόγω της εισφοράς αυτής, εντός του φορολογικού έτους 2006, ο δε φόρος εισπράχθηκε κατά το ίδιο φορολογικό έτος. Ας σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη απόφαση εξετάζεται η περίπτωση κατά την οποία ημεδαπή εταιρία εισφέρει αλλοδαπή μόνιμη εγκατάσταση σε εταιρία εγκατεστημένη στην αλλοδαπή, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα όχι χρήματα, αλλά μετοχές. Τέτοιες εισφορές φορολογούνται στη Φινλανδία άμεσα, σε αντίθεση προς τις περιπτώσεις εισφοράς ημεδαπής μόνιμης εγκαταστάσεως σε ημεδαπή επιχείρηση. Ωστόσο, εκπίπτει πλασματικός αλλοδαπός φόρος της χώρας στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση.
Ειδικότερα, το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν αν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, σε περίπτωση που ημεδαπή εταιρία μεταβιβάζει, στο πλαίσιο εισφοράς ενεργητικού, αλλοδαπή μόνιμη εγκατάσταση σε επίσης αλλοδαπή εταιρία, αφενός, προβλέπει την άμεση φορολόγηση της υπεραξίας που πραγματοποιείται λόγω της ως άνω πράξεως και, αφετέρου, δεν επιτρέπει την ετεροχρονισμένη είσπραξη του οφειλόμενου φόρου, ενώ, σε ανάλογη περίπτωση χωρίς στοιχεία αλλοδαπότητας, τέτοιες υπεραξίες φορολογούνται μόνον κατά τη μεταβίβαση των εισφερόμενων στοιχείων ενεργητικού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.
9. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-98/15, María Begoña Espadas Recio κατά Servicio Público de Empleo Estatal (SPE,E) – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4 της Συμφωνίας-Πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997, η οποία προσαρτάται στην Οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη Συμφωνία-Πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES και του άρθρου 4 της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Σύμφωνα με τη ρήτρα 4, παρ. 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου «1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. 2. Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.» Επιπρόσθετα, το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ ορίζει ότι «Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά: – το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά – την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών – τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.». Ας σημειωθεί ότι το άρθρο 3, παρ. 4, του ΒΔ 625/1985 (Εθνική κανονιστική ρύθμιση) ορίζει ότι, όταν οι καταβληθείσες εισφορές αντιστοιχούν σε εργασία μερικής απασχολήσεως ή σε εργασία πραγματοποιηθείσα στις περιπτώσεις μειώσεως του ωραρίου, κάθε δεδουλευμένη ημέρα υπολογίζεται ως ημέρα ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας του ωραρίου εργασίας. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Βαρκελώνης της Ισπανίας (Juzgado de lo Social n° 33 de Barcelona) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της María Begoña Espadas Recio και της δημόσιας υπηρεσίας απασχολήσεως σχετικά με τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού της περιόδου καταβολής του επιδόματος ανεργίας στους εργαζομένους κάθετης μερικής απασχολήσεως. (κάθετης κατανομής του χρόνου εργασίας που παρέχεται σε συγκεκριμένες μόνον ημέρες της εβδομάδας).
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν η ρήτρα 4 της Συμφωνίας-Πλαισίου έχει εφαρμογή σε ανταποδοτικό επίδομα ανεργίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 4 της Συμφωνίας Πλαισίου δεν έχει εφαρμογή σε ανταποδοτικό επίδομα ανεργίας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους η οποία, στην περίπτωση εργασίας που παρέχεται υπό μορφή κάθετης μερικής απασχολήσεως, αποκλείει τις μη δεδουλευμένες ημέρες από τον υπολογισμό των ημερών για τις οποίες έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, με αποτέλεσμα τη συνακόλουθη μείωση της περιόδου καταβολής του επιδόματος ανεργίας, όταν διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των εργαζομένων υπό καθεστώς κάθετης μερικής απασχολήσεως αποτελείται από γυναίκες οι οποίες επηρεάζονται αρνητικώς από τα εθνικά αυτά μέτρα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.
10. ΔΕΕ, συνεκδικασθείσες αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-374/16, Rochus Geissel, ενεργών ως εκκαθαριστής της RGEX GmbH i.L. κατά Finanzamt Neuss, Υπόθεση C-375/16 Finanzamt Bergisch Gladbach κατά Igor Butin - Προδικαστική
Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 168, στοιχείο α, του άρθρου 178, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 226, σημείο 5, της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 178 της ανωτέρω Οδηγίας: «Για να έχει τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης, ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) για την προβλεπόμενη στο άρθρο 168, στοιχείο α), έκπτωση, όσον αφορά τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, να κατέχει τιμολόγιο, το οποίο έχει εκδοθεί σύμφωνα με τα άρθρα 220 έως 236 και τα άρθρα 238, 239 και 240». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 226 σημείο 5 «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, μόνον οι ακόλουθες ενδείξεις είναι υποχρεωτικές για τους σκοπούς του ΦΠΑ, όσον αφορά τα τιμολόγια που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 220 και 221: 5) το πλήρες όνομα και η πλήρης διεύθυνση του υποκειμένου στον φόρο και του αποκτώντος τα αγαθά ή του λήπτη των υπηρεσιών». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesfinanzhof) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ του Rochus Geissel, ενεργούντος ως εκκαθαριστή της RGEX GmbH i.L., και της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας του Neuss, και, αφετέρου, μεταξύ της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας του Bergisch Gladbach και του Igor Butin. Αντικείμενο ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η άρνηση των ως άνω υπηρεσιών να χορηγήσουν την έκπτωση του καταβληθέντος ΦΠΑ επί των εισροών δυνάμει τιμολογίων επί των οποίων αναγραφόταν η διεύθυνση του εκδότη τους, στην οποία είναι μεν εφικτή η ταχυδρομική επικοινωνία, αλλά δεν ασκείται καμία οικονομική δραστηριότητα. Ας σημειωθεί ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση απαιτούσε να αναγράφεται στο τιμολόγιο η πλήρης επωνυμία και η πλήρης διεύθυνση του παρέχοντος επιχειρηματία και του λήπτη της παροχής για την ενεργοποίηση του δικαιώματος έκπτωσης από το ΦΠΑ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπ΄θεση ήταν εάν τα ανωτέρω άρθρα της Οδηγίας περί ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών από την αναγραφή στο τιμολόγιο της διευθύνσεως του τόπου στον οποίο ο εκδότης του ασκεί την οικονομική του δραστηριότητα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα αντίκεινται στην επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου