Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιανουάριος 2018 
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-498/16, Maximilian Schrems κατά Facebook Ireland Limited - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 15 και 16 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Το άρθρο 16 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα: «1. Η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή. 2. Η αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής[……..]». Τα προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Maximilian Schrems, κατοίκου Αυστρίας, και της Facebook Ireland Limited, που έχει την έδρα της στην Ιρλανδία. Ειδικότερα, ο Schrems διατηρούσε λογαριασμό στο Facebook για τις ιδιωτικής φύσης δραστηριότητές του από το 2010 ενώ άνοιξε σελίδα στο Facebook με σκοπό να ενημερώνει τους χρήστες του διαδικτύου για τη δράση του κατά της Facebook Ireland Limited (διαλέξεις, συμμετοχή του σε δημόσιες συζητήσεις, εμφανίσεις του στα μέσα μαζικής ενημερώσεως κ.λπ..). O Shrems άσκησε αγωγή κατά της Facebook Ireland Limited ισχυριζόμενος ότι η εναγόμενη εταιρεία προσέβαλε τα δικαιώματα του στην ιδιωτική του ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιπροσθέτως, επτά άλλοι χρήστες του Facebook, ανταποκρινόμενοι σε σχετική πρόσκληση, που ο M. Schrems απηύθυνε μέσω του διαδικτύου, εκχώρησαν σε αυτόν τις απαιτήσεις τους που απορρέουν από παρόμοιες αιτιάσεις. Ο M. Schrems υποστήριξε ότι τα δικαστήρια της Βιέννης έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά τόσο τις δικές του απαιτήσεις όσο και τις απαιτήσεις που του εκχωρήθηκαν, δεδομένου ότι είναι καταναλωτής κατά την έννοια των άρθρων 15 και 16 του Κανονισμού 44/2001. Η υπόθεση κατέληξε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Αυστρίας, το οποίο και υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα.  
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 15 του επίδικου Κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι ο χρήστης ιδιωτικού λογαριασμού στο Facebook δεν αποβάλλει την ιδιότητα του «καταναλωτή» όταν δημοσιεύει βιβλία, δίνει διαλέξεις, εκμεταλλεύεται ιστότοπους, συγκεντρώνει δωρεές και αναλαμβάνει την ενώπιον δικαστηρίων διεκδίκηση των απαιτήσεων πολυάριθμων καταναλωτών, οι οποίες του εκχωρούνται.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι μπορεί να γίνει επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή  εάν η κατ’ ουσία μη επαγγελματική χρήση των υπηρεσιών αυτών, για την οποία συνήψε αρχικώς τη σύμβαση, δεν απέκτησε, εν συνεχεία, ουσιαστικά επαγγελματικό χαρακτήρα.
Το ΔΕΕ έκρινε, συνεκτιμώντας τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ότι τα άρθρα 15 και 16 έχουν την έννοια ότι χρήστης ιδιωτικού λογαριασμού στο Facebook δεν αποβάλλει την ιδιότητα του «καταναλωτή» στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών

2. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-363/16, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας - Παράβαση Κράτους-μέλους 

Τον Φεβρουάριο του 2012, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/541 (η οποία κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία) σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα χορήγησε υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ΑΕ κρατικές ενισχύσεις, υπό μορφή κρατικής εγγύησης το 2007 και αναδιάταξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης το 2009. Η απόφαση της Επιτροπής έκρινε ότι οι ανωτέρω ενισχύσεις ήταν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.
Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εντός των προβλεπομένων προθεσμιών όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541/ΕΕ ή μη ενημερώνοντας την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της εν λόγω αποφάσεως καθώς και από τη ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε την ανωτέρω απόφαση και τις σχετικές διατάξεις της ΣΛΕΕ και έκρινε ότι οι προτεινόμενοι, από την Επιτροπή, λόγοι της προσφυγής  ήταν βάσιμοι.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-270/16, Carlos Enrique Ruiz Conejero κατά Ferroser Servicios Auxiliares SA - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε την έννοια της έμμεσης διάκρισης σύμφωνα  με το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχ. β, της ανωτέρω Οδηγίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το μονομελές πρωτοδικείο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών της Cuenca της Ισπανίας  (Juzgado de lo Social n° 1 de Cuenca) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Carlos Enrique Ruiz Conejero και της Ferroser Servicios Auxiliares SA και του Ministerio Fiscal (εισαγγελικής αρχής), σχετικά με τη νομιμότητα της απολύσεώς του πρώτου εξαιτίας δικαιολογημένων απουσιών από την εργασία. Ειδικότερα, το 1993 o C.–E. Ruiz Conejero προσελήφθη ως εργαζόμενος καθαριότητας σε νοσοκομείο της Cuenca. Τον Σεπτέμβριο του 2014 διαπιστώθηκε ότι πάσχει από αναπηρία  και μεταξύ 2014 και 2015, ο C.–E. Ruiz Conejero περιήλθε σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την εθνική ρύθμιση του Ισπανικού Εργατικού Κώδικα «Λύση σύμβασης χωρεί   για απουσίες, έστω και δικαιολογημένες, από την εργασία που όμως επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα και αντιστοιχούν στο 20 % των εργάσιμων ημερών σε δύο συναπτούς μήνες εφόσον το σύνολο των απουσιών κατά τους δώδεκα προηγούμενους μήνες ανέρχεται στο 5 % των εργάσιμων ημερών, ή στο 25 % σε τέσσερις μη συναπτούς μήνες εντός περιόδου δώδεκα μηνών». Η υπόθεση κατέληξε στο αιτούν εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχ. β, της Οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι ο εργοδότης δύναται να απολύσει εργαζόμενο εξαιτίας απουσιών από την εργασία που επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, έστω και αν οι απουσίες είναι δικαιολογημένες, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι απουσίες αποτελούν συνέπεια ασθενειών οφειλόμενων στην αναπηρία από την οποία πάσχει ο εργαζόμενος.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η εθνική ρύθμιση εφαρμόζεται κατά τρόπο πανομοιότυπο στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα χωρίς αναπηρία, Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εφαρμοστεί εις βάρος τους η ανωτέρω εθνική ρύθμιση (άρθρο 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα) σε σύγκριση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία. Ειδικότερα, σε σύγκριση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία, οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν τον πρόσθετο κίνδυνο να απουσιάζουν λόγω ασθενείας σχετιζόμενης με την αναπηρία τους. 
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχ. β, σημείο i, της επίμαχης Οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομοθεσία. Το ΔΕΕ, επίσης, έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση είναι συμβατή με την επίμαχη Οδηγία εάν επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό της καταπολεμήσεως του απουσιασμού και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-473/16, F κατά Bevándorlási és Állampolgársági Hivatal - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/95/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szeged της Ουγγαρίας (Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του F, Νιγηριανού υπηκόου, και του Γραφείου Μεταναστεύσεως και Ιθαγένειας, σχετικά με την απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ασύλου του F και διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει κώλυμα για την επαναπροώθησή του. Ειδικότερα, ο F υποστήριξε προς θεμελίωση της αίτησης ασύλου, ότι είναι ομοφυλόφιλος και ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο διώξεως. Το γραφείο έκρινε, αφού υπέβαλε τον αιτούντα σε ψυχολογικά τεστ, ότι δεν επιβεβαιώνονταν τα όσα δήλωσε ο F και ως εκ τούτου απέρριψε το αίτημα του.  Ο F προσέφυγε κατά της αποφάσεως του Γραφείου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το εξεταζόμενο ζητήματα στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι  με ποιον τρόπο οι εθνικές αρχές μπορούν να ελέγχουν την αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτούντος άσυλο, ο οποίος, ως δικαιολογητικό λόγο για τη χορήγηση ασύλου, επικαλείται φόβο διώξεως στη χώρα καταγωγής του λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει στην υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας αρχή ή στα δικαστήρια να διατάσσουν τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των γεγονότων και των περιστάσεων που αφορούν τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό του αιτούντος.  
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των γεγονότων και των περιστάσεων που αφορούν τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό του αιτούντος. Ωστόσο, θα πρέπει ο τρόπος διενέργειας μιας τέτοιας πραγματογνωμοσύνης να είναι σύμφωνος με τα θεμελιώδη δικαιώματα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, με την έννοια ότι η υπεύθυνη αρχή και τα αρμόδια δικαστήρια θα πρέπει να μην θεμελιώνουν την απόφασή τους απλώς και μόνο στα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης και να μην δεσμεύονται από τα πορίσματα αυτά κατά την εκτίμηση των δηλώσεων του αιτούντος σχετικά με τον γενετήσιο προσανατολισμό του.
Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διενέργεια και στη χρήση ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία αποβλέπει στο να δώσει μια εικόνα, βάσει προβολικών τεστ προσωπικότητας, για τον γενετήσιο προσανατολισμό του αιτούντος.
Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 7 (Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διενέργεια και στη χρήση ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης η οποία έχει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-367/16, Dawid Piotrowski - Προδικαστική

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 3, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο των Βρυξελλών (hof van beroep te Brussel) στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως, στο Βέλγιο, ΕΕΣ, εκδοθέντος στις 17 Ιουλίου 2014 από το Περιφερειακό δικαστήριο του Bialystok της  Πολωνίας κατά του Dawid Piotrowski. Σύμφωνα με το άρθρο 3.3 της ανωτέρω Αποφάσεως – Πλαίσιο «Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης αρνείται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στις ακόλουθες περιπτώσεις: […] 3)  εάν το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί, λόγω της ηλικίας του, να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνο για τις πράξεις για τις οποίες εξεδόθη το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.»
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, σημείο 3, της Αποφάσεως-Πλαίσιο 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να αρνείται την παράδοση κάθε προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και το οποίο θεωρείται ως ανήλικος δυνάμει του δικαίου του Κράτους-μέλους εκτελέσεως ή μόνον την παράδοση των ανηλίκων οι οποίοι, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, δεν έχουν την απαιτούμενη ηλικία προκειμένου να θεωρούνται ποινικώς υπεύθυνοι για τις πράξεις για τις οποίες εξεδόθη ένταλμα κατ’ αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, σημείο 3, της Αποφάσεως-Πλαίσιο 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να αρνείται την παράδοση των ανηλίκων για τους οποίους έχει εκδοθεί ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μόνον εφόσον οι ανήλικοι αυτοί, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκτελέσεως, δεν έχουν την απαιτούμενη ηλικία προκειμένου να θεωρούνται ποινικώς υπεύθυνοι.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-179/16, F. Hoffmann-La Roche Ltd κ.λπ. κατά Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των F. Hoffmann-La Roche Ltd, La Roche SpA, Novartis AG και Novartis Farma SpA και της Αρχής διασφαλίσεως της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και της αγοράς, της Ιταλίας. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσαν οι διώξεις που ασκήθηκαν και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στις ανωτέρω εταιρείες από την ανωτέρω Αρχή  λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Ιουνίου 2011 και 27ης Φεβρουαρίου 2014. Ειδικότερα, η ανωτέρω αρχή, με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014 επέβαλε δύο πρόστιμα, το ένα στη Roche και στη θυγατρική της, τη Roche Italia, ύψους περίπου 90,6 εκατομμυρίων ευρώ, και το άλλο στη Novartis και στη θυγατρική της, τη Novartis Italia, ύψους περίπου 92 εκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης η εταιρεία Genetech (δραστηριότητα αποκλειστικά εντός των ΗΠΑ) ανέθεσε την εκμετάλλευση του φαρμάκου Avastin (ογκολογικές παθήσεις) εκτός της επικράτειας των ΗΠΑ στην εταιρεία Roche και στην εταιρεία Novartis την εκμετάλλευση του φαρμάκου Lucentis (εκτός της επικράτειας των ΗΠΑ), που χρησιμοποιείται στον τομέα της οφθαλμολογίας. Τον Ιανουάριο του 2005, η Επιτροπή χορήγησε  άδεια κυκλοφορίας στην αγορά (ΑΚΑ) στο Avastin για τη θεραπεία ορισμένων ογκολογικών παθήσεων και ΑΚΑ στο Lucentis για τη θεραπεία οφθαλμολογικών παθήσεων. Ας σημειωθεί ότι ο Ιταλικός Οργανισμός Φαρμάκων κατέταξε το Avastin στα φάρμακα των οποίων τη δαπάνη αποδίδει το σύστημα υγείας και το Lucentis στα φάρμακα των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται. Ωστόσο, πριν από τη θέση σε κυκλοφορία του Lucentis, ορισμένοι ιατροί είχαν αρχίσει να συνταγογραφούν το Avastin σε ασθενείς τους με οφθαλμολογικές ασθένειες. Η συνταγογράφηση του Avastin για ενδείξεις μη αντιστοιχούσες στις αναγραφόμενες στην ΑΚΑ εξαπλώθηκε παγκοσμίως  λόγω της χαμηλότερης τιμής μονάδας του Avastin, η χρήση του οποίου για τις οφθαλμολογικές παθήσεις εξακολούθησε μετά τη θέση σε κυκλοφορία του Lucentis. Με απόφαση της 30ής Αυγούστου 2012, η Επιτροπή, αφού έλαβε τη θετική γνώμη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, τροποποίησε την περίληψη των χαρακτηριστικών του Avastin, προκειμένου να αναγραφούν ορισμένες ανεπιθύμητες συνέπειες από τη χρήση του φαρμάκου αυτού για τη θεραπεία οφθαλμολογικών παθήσεων μη προβλεπόμενων στην ΑΚΑ του φαρμάκου αυτού.
Σύμφωνα με την απόφαση της Ιταλικής Αρχής διασφαλίσεως των κανόνων ανταγωνισμού και της αγοράς οι όμιλοι Roche και Novartis συνήψαν συμφωνία κατανομής της αγοράς, η οποία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Η σύμπραξη σκοπούσε στη σύνταξη και διάδοση ανακοινώσεων ικανών να δημιουργήσουν ανησυχία στο κοινό ως προς την ασφάλεια των οφθαλμολογικών χρήσεων του Avastin και να απαξιώσουν τις αντίθετες επιστημονικές γνώμες. Η ανωτέρω Αρχή υποστήριξε ότι η σύμπραξη επέφερε μείωση των πωλήσεων του Avastin και προκάλεσε μετατόπιση της ζητήσεως στο Lucentis. Το αποτέλεσμα αυτό προκάλεσε πρόσθετη επιβάρυνση για το εθνικό σύστημα υγείας, η οποία εκτιμάται μόνο για το έτος 2012 περίπου σε 45 εκατομμύρια ευρώ.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τίθεται ήταν εάν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνική αρχή ανταγωνισμού μπορεί να συμπεριλάβει στη σχετική αγορά, πέραν των εγκεκριμένων για τη θεραπεία των οικείων παθήσεων φαρμάκων, άλλο φάρμακο του οποίου η ΑΚΑ δεν προβλέπει τη θεραπεία αυτή, αλλά το οποίο χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτόν.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνική αρχή ανταγωνισμού μπορεί να συμπεριλάβει στη σχετική αγορά άλλο φάρμακο (AVASTIN) του οποίου η ΑΚΑ δεν προβλέπει μεν τη θεραπεία αυτή, αλλά χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό και, επομένως, έχει συγκεκριμένη σχέση υποκαταστάσεως με άλλα φάρμακα (LUCENTIS). Ωστόσο, για τον καθορισμό της σχέσης υποκαταστάσεως η εθνική αρχή ανταγωνισμού οφείλει να λάβει υπόψη της το αποτέλεσμα της εξετάσεως της συμμορφώσεως του επίμαχου προϊόντος με τις διατάξεις που διέπουν την παραγωγή και την εμπορία του, εκτιμώντας τα τυχόν αποτελέσματά της στη δομή της ζητήσεως και της προσφοράς.
Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα που εξετάστηκε ήταν αν το άρθρο 101, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου» η σύμπραξη μεταξύ δύο επιχειρήσεων που διαθέτουν στο εμπόριο δύο ανταγωνιστικά φάρμακα, η οποία αφορά τη διάδοση, εντός πλαισίου χαρακτηριζόμενου από αβεβαιότητα ως προς τις συναφείς επιστημονικές γνώσεις, πληροφοριών περί των ανεπιθύμητων ενεργειών της χρήσεως ενός από τα φάρμακα αυτά για ενδείξεις μη προβλεπόμενες στην ΑΚΑ του φαρμάκου αυτού, με σκοπό τη μείωση της ανταγωνιστικής πιέσεως που προκύπτει από τη χρήση αυτή επί άλλου φαρμάκου καλυπτόμενου από ΑΚΑ η οποία προβλέπει τις ενδείξεις αυτές.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω σύμπραξη των δύο επιχειρήσεων καθώς επίσης και η διάδοση των ανωτέρω πληροφοριών συνιστούν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-463/16, Stadion Amsterdam CV κατά Staatssecretaris van Financiën – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12, παρ. 3, στοιχείο α, της έκτης Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των Κρατών-μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.  Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Stadion Amsterdam CV και του Υφυπουργού Οικονομικών των Κάτω Χωρών, σχετικά με την άρνηση του δεύτερου να εφαρμόσει μειωμένο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στις προσφερόμενες από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης τουριστικές επισκέψεις. Ειδικότερα, η Stadion Amsterdam εκμεταλλεύεται ένα συγκρότημα πολλών χρήσεων, με την ονομασία Arena, το οποίο αποτελείται από ένα στάδιο και παρεπόμενες εγκαταστάσεις, στο οποίο βρίσκεται το μουσείο της ποδοσφαιρικής ομάδας AFC Ajax.  Σε περιόδους που δεν διεξάγονται αθλητικές και μουσικές διοργανώσεις, η Stadion Amsterdam προσφέρει τη δυνατότητα επισκέψεων στην Arena, στο πλαίσιο τουριστικών επισκέψεων έναντι αμοιβής, υπό τον τίτλο «World of Ajax», οι οποίες περιλαμβάνουν ξενάγηση στο στάδιο και επίσκεψη, χωρίς ξεναγό, στο μουσείο της AFC Ajax.  Η Stadion Amsterdam, φρονώντας ότι η τουριστική επίσκεψη έπρεπε να θεωρηθεί παροχή υπηρεσιών στον τομέα του πολιτισμού ή διασκέδαση ή αναψυχή, εφάρμοσε τον προβλεπόμενο από τον εν λόγω νόμο μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στον κύκλο εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. Κατά τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου ο επιθεωρητής της φορολογικής αρχής έκρινε ότι η εν λόγω παροχή έπρεπε να υπαχθεί στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ. Ως εκ τούτου, εξέδωσε διορθωτική πράξη επιβολής φόρου. Ακολούθησε προσφυγή της εταιρείας  στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση ήταν αν η έκτη Οδηγία έχει την έννοια ότι μια ενιαία παροχή, που αποτελείται από δύο διακριτά στοιχεία, (ξενάγηση στο στάδιο και επίσκεψη στο μουσείο) εκ των οποίων το ένα είναι κύριο και το άλλο παρεπόμενο και τα οποία αν προσφέρονταν χωριστά θα υπάγονταν σε διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ πρέπει να φορολογηθεί με τους συντελεστές ΦΠΑ που ισχύουν για τα στοιχεία αυτά, όταν μπορεί να προσδιοριστεί η τιμή του κάθε στοιχείου που συναποτελεί τη συνολική τιμή, την οποία καταβάλλει ο καταναλωτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι μια ενιαία παροχή, που αποτελείται από δύο διακριτά στοιχεία, πρέπει να φορολογηθεί μόνο με τον συντελεστή ΦΠΑ που ισχύει για την ενιαία αυτή παροχή ο οποίος καθορίζεται βάσει του κύριου στοιχείου αυτής, ακόμη και αν μπορεί να προσδιοριστεί η τιμή του κάθε στοιχείου, που συναποτελεί τη συνολική τιμή που καταβάλλει ο καταναλωτής.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-360/15 και C-31/16, College van Burgemeester en Wethouders van de gemeente Amersfoort και Visser Vastgoed Beleggingen BV κατά Raad van de gemeente Appingedam - Προδικαστική

Η αιτήσεις υποβλήθηκαν  από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) (C 360/15) και το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών (Raad van State) (C 31/16) και αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών α) του δημοτικού συμβουλίου Amersfoort και της X BV, σχετικά με την καταβολή τελών αναφορικά με την εγκατάσταση καλωδίων οπτικών ινών για δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών και β) μεταξύ της Visser Vastgoed Beleggingen BV και του δημοτικού συμβουλίου Appingedam σχετικά με κανόνες χωροταξικού σχεδίου, δυνάμει των οποίων σε ορισμένες γεωγραφικές ζώνες εκτός του κέντρου της πόλεως επιτρέπεται αποκλειστικώς το λιανικό εμπόριο ογκωδών προϊόντων.
Ένα από τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν ήταν εάν το άρθρο 4, σημείο 1, της Οδηγίας 2006/123 έχει την έννοια ότι η δραστηριότητα λιανικού εμπορίου προϊόντων όπως τα υποδήματα και τα ενδύματα συνιστά «υπηρεσία». 
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας έχει ως εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας: 1) ως «υπηρεσία» νοείται κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής»
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι το λιανικό εμπόριο υποδημάτων και ενδυμάτων αποτελεί υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της επίμαχης Οδηγίας.
Επόμενο νομικό ζήτημα που εξετάστηκε ήταν εάν οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας 2006/123, περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των παρόχων, εφαρμόζονται σε κατάσταση της οποίας όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνου Κράτους-μέλους.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας 2006/123 εφαρμόζονται όχι μόνο στον πάροχο υπηρεσιών ο οποίος επιθυμεί να εγκατασταθεί σε άλλο Κράτος-μέλος αλλά και σε εκείνον που επιθυμεί να εγκατασταθεί στο δικό του Κράτος-μέλος.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας 2006/123, σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως των παρόχων υπηρεσιών, έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται και σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.


9. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-360/16, Bundesrepublik Deutschland κατά Aziz Hasan - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 18, 23 και 24 του Κανονισμού  604/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του Κράτους-μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε Κράτος- μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Aziz Hasan, Σύρου υπήκοου, σχετικά με την απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μεταναστεύσεως και Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση παροχής ασύλου που υπέβαλε ο A. Hasan και διατάχθηκε η μεταφορά του στην Ιταλία. Ειδικότερα, ο Hasan  τον Οκτώβριο του 2014 υπέβαλε αίτηση ασύλου στη Γερμανία. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι ο ενδιαφερόμενος είχε υποβάλει αίτηση ασύλου και στην Ιταλία. Έτσι, η Γερμανική αρχή ζήτησε από τις Ιταλικές αρχές να αναλάβουν εκ νέου τον Hasan σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ. Εν συνεχεία, η Γερμανική υπηρεσία μεταναστεύσεως, με απόφαση της, απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση ασύλου που είχε υποβάλει ο A. Hasan, υποστηρίζοντας ότι η Ιταλική Δημοκρατία ήταν το υπεύθυνο Κράτος-μέλος για την εξέταση της εν λόγω αιτήσεως και διέταξε τη μεταφορά του στην Ιταλία.  Ο A. Hasan άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Γερμανίας και τα αιτήματά του απορρίφθηκαν. Τον Αύγουστο του 2015, ο Hasan  μεταφέρθηκε στην Ιταλία αλλά κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα επέστρεψε παρανόμως στη Γερμανία και άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Το αρμόδιο γερμανικό εφετείο έκρινε ότι η Γερμανία ήταν αρμόδια για την εξέταση της αίτησης ασύλου διότι είχε εκπνεύσει η εξάμηνη προθεσμίας του άρθρου 29, παρ. 1, του Κανονισμού Δουβλίνο III. Μετά την ανωτέρω δικαστική απόφαση η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε, ενώπιον του αιτούντος εθνικού δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως.
Ένα από τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν ήταν αν τα άρθρα 23 και 24 του Κανονισμού Δουβλίνο III έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας, αφού υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας σε ένα πρώτο Κράτος-μέλος (Ιταλία), μεταφέρθηκε στο Κράτος-μέλος αυτό κατόπιν απορρίψεως νέας αιτήσεως που υπέβαλε σε άλλο Κράτος- μέλος (Γερμανία), εν συνεχεία δε επέστρεψε χωρίς τίτλο διαμονής στο δεύτερο αυτό Κράτος-μέλος (Γερμανία), είναι δυνατό να κινηθεί διαδικασία εκ νέου ανάληψης όσον αφορά τον εν λόγω υπήκοο ή αν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί εκ νέου μεταφορά του προς το πρώτο από τα Κράτη-μέλη (Ιταλία) αυτά χωρίς να ακολουθηθεί τέτοια διαδικασία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών  είναι δυνατό να κινηθεί διαδικασία εκ νέου ανάληψης (επιστροφή στην Ιταλία) και δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί εκ νέου μεταφορά του προς το πρώτο από τα Κράτη-μέλη αυτά χωρίς να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία.
Επόμενο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 24, παρ. 2, του Κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια το αίτημα εκ νέου ανάληψης πρέπει να υποβληθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη και, εφόσον τούτο ισχύει, ότι οι προθεσμίες αυτές δεν είναι δυνατό να αρχίσουν να τρέχουν πριν το αιτούν κράτος μέλος λάβει γνώση της επιστροφής του ενδιαφερομένου στο έδαφός του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 24, παρ. 2, του Κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια ότι το αίτημα εκ νέου ανάληψης πρέπει να υποβληθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη και ότι οι προθεσμίες αυτές δεν είναι δυνατό να αρχίσουν να τρέχουν πριν το αιτούν Κράτος-μέλος λάβει γνώση της επιστροφής του ενδιαφερομένου στο έδαφός του.
Επίσης, εξετάστηκε το νομικό ζήτημα περί του αν το άρθρο 24, παρ. 3, του Κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια ότι, από τη στιγμή που το αίτημα εκ νέου ανάληψης δεν υποβάλλεται εντός της προθεσμίας του άρθρου 24, παρ. 2 το Κράτος- μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένει το εν λόγω πρόσωπο χωρίς τίτλο διαμονής είναι υπεύθυνο για την εξέταση της νέας αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 24, παρ. 3, του κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια ότι όταν το αίτημα εκ νέου ανάληψης δεν υποβάλλεται εντός της προθεσμίας του άρθρου 24, παρ. 2, του Κανονισμού, το Κράτος-μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένει το εν λόγω πρόσωπο χωρίς τίτλο διαμονής είναι υπεύθυνο για την εξέταση της νέας αιτήσεως διεθνούς προστασίας την οποία το εν λόγω πρόσωπο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-240/17, E κατά Maahanmuuttovirasto – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 25, παρ. 2, της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα. Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σένγκεν «Όταν προκύπτει ότι αλλοδαπός, κάτοχος ενός ισχύοντος τίτλου διαμονής που έχει χορηγηθεί από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, έχει καταχωρηθεί ως ανεπιθύμητος, το συμβαλλόμενο μέρος που τον έχει καταχωρήσει συνεννοείται με το μέρος που χορήγησε τον τίτλο διαμονής, προκειμένου να αποφασισθεί αν υφίστανται επαρκείς λόγοι για να ανακληθεί ο τίτλος διαμονής. Εάν ο τίτλος διαμονής δεν ανακληθεί, το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος προβαίνει στην ανάκληση της καταχωρήσεως, αλλά μπορεί να εγγράψει τον αλλοδαπό στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθύμητων.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Φινλανδίας (Korkein hallinto-oikeus) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του E, Νιγηριανού υπηκόου, και της Εθνικής Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως. Αντικείμενο της δίκης αποτέλεσε η απόφαση της ανωτέρω υπηρεσίας να απομακρύνει τον Ε στη χώρα καταγωγής του και να του απαγορεύσει την είσοδο στον χώρο Σένγκεν. Ειδικότερα, ο Ε κατείχε τίτλο διαμονής που είχε εκδοθεί από την Ισπανία και είχε ισχύ μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018. Η Υπηρεσία Αλλοδαπών αιτιολόγησε την ανωτέρω απόφασή της στηριζόμενη στο γεγονός ότι ο E συνιστούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια, λαμβανομένων υπόψη των αδικημάτων που είχε διαπράξει. Η υπηρεσία αλλοδαπών και μετανάστευσης της Φιλανδίας επιχείρησε να έλθει σε διαβουλεύσεις αρκετές φορές με τις αρμόδιες ισπανικές αρχές προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι ως άνω λόγοι αρκούν για να ανακληθεί ο τίτλος διαμονής τον οποίο είχε χορηγήσει η Ισπανία στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης. (Άρθρο 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σένγκεν). Ωστόσο οι ανωτέρω προσπάθειες δεν ευδοκίμησαν.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 25, παρ. 2, της Συμφωνίας Σένγκεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν ένα συμβαλλόμενο κράτος (Φιλανδία) προτίθεται να προβεί σε απομάκρυνση και σε επιβολή απαγορεύσεως εισόδου και παραμονής στον χώρο Σένγκεν σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος είναι κάτοχος ισχύοντος τίτλου διαμονής που έχει εκδοθεί από άλλο συμβαλλόμενο κράτος (Ισπανία), η διαδικασία διαβουλεύσεως πρέπει να κινηθεί από το πρώτο κράτος (Φιλανδία) πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως ή αν μπορεί να κινηθεί μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 25, παρ. 2, της Συμφωνίας Σένγκεν έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει την εκτέλεση αποφάσεως περί επιστροφής, συνοδευόμενης από απαγόρευση εισόδου ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία διαβουλεύσεως υπό την προϋπόθεση ότι υπήκοος της τρίτης χώρας θεωρείται, νομίμως, από το συμβαλλόμενο κράτος που τον καταχωρίζει ως ανεπιθύμητο ως απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που αντλεί από τον ισχύοντα τίτλο διαμονής, μεταβαίνοντας αργότερα στο έδαφος του δεύτερου συμβαλλομένου κράτους. Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την έναρξη της διαδικασίας διαβουλεύσεως και ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους του συμβαλλομένου κράτους με το οποίο ζητήθηκε διαβούλευση, εναπόκειται στο συμβαλλόμενο κράτος (Φιλανδία) που καταχωρίζει ως ανεπιθύμητο τον υπήκοο τρίτης χώρας να προβεί στην ανάκληση της καταχωρίσεώς του ως ανεπιθύμητου και, ενδεχομένως, να καταχωρίσει τον υπήκοο αυτόν στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθύμητων.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 25, παρ. 2, της ΣΕΣΣ έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από τη διαδικασία διαβουλεύσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο της συμφωνίας Σένγκεν έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τα έννομα αποτελέσματα που απορρέουν από τη διαδικασία διαβουλεύσεως.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου