Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

  CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 1/2022

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η αξιακή ταυτότητα της ΕΕ

Μ. Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(Εισήγηση στις 17ες  Διεθνολογικές Συναντήσεις Ναυπλίου, 23-25/9/2022)


Κύριε Πρόεδρε,

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Κυρίες και κύριοι,

Η αρχική μου πρόθεση ήταν να θέσω ως τίτλο σε αυτήν την εισήγηση κάτι πιο υπαινικτικό: «το κλαδί». Εξηγούμαι: παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παρατήρησα ότι πολύ συχνά χρησιμοποιείται από τους φανερούς  και κρυφούς υποστηρικτές της Ρωσίας, μεταξύ των άλλων επιχειρημάτων η φράση «με τη θέση που έλαβε η ΕΕ απέναντι στη Ρωσία πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται». Εναλλακτικά, γίνεται λόγος για «αυτοκτονία της ΕΕ». Η επιχειρηματολογία αυτή εντάθηκε τελευταία έχοντας ως επίκεντρο την ενεργειακή κρίση και «τα παθήματα που μας έρχονται το χειμώνα λόγω διακοπής της παροχής ρωσικού αερίου». Σε αγαστή, ηθελημένη ή μη, συνεργασία με τη ρωσική προπαγάνδα, το αφήγημα πλέον είναι ότι «θα παγώσουμε χωρίς ρωσικό αέριο, επιμένοντας σε κυρώσεις που έτσι κι αλλιώς δε δουλεύουν». Άλλωστε, η σωστή προπαγάνδα έχει και απειλή αλλά και δήθεν έγνοια για τον αδύναμο. Η θέση αυτή, που αποσκοπεί να στρέψει την κοινή γνώμη κατά των επιλογών των κυβερνήσεων των Κρατών-μελών και της ΕΕ έτσι ώστε να πιεστούν και  να άρουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, βασίζεται στην παραδοχή ότι λόγος ύπαρξης, θεμέλιο και σκοπός της ΕΕ είναι να διασφαλίζει την διαρκή οικονομική ανάπτυξη και μέσω αυτής την ευημερία των πολιτών της. Αυτό είναι λοιπόν το κλαδί στο οποίο κάθεται η Ένωση. Έτσι πιστεύουν. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι (βλέπε, κατά προέκταση, οι Δημοκρατίες σε σύγκριση με τα απολυταρχικά καθεστώτα) είμαστε πιο μαλθακοί και δεν αντέχουμε σε καμία έκπτωση της ποιότητας της ζωής μας. 

Από τη
ν άλλη πλευρά παρατηρεί κανείς ότι οι πρόσφατες μετρήσεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών είναι υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης της Ουκρανίας, ακόμη και αν αυτό σημαίνει υψηλές τιμές ενέργειας, ακρίβεια και πληθωρισμό. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι σύμφωνα με το πολιτικό βαρόμετρο του ZDF το 70% των Γερμανών (αυτών δηλαδή που φαίνεται να θίγονται περισσότερο λόγω της μεγάλης ενεργειακής εξάρτησης της χώρας τους) τάσσεται υπέρ της συνέχισης της στήριξης της Ουκρανίας. Εξάλλου, τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσίασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις αρχές Σεπτεμβρίου δείχνουν ότι η υποστήριξη της Ουκρανίας παραμένει αρκετά ισχυρή, με τους περισσότερους να λένε ότι η χώρα τους κάνει το σωστό ή θα πρέπει να κάνει περισσότερα για να στηρίξει την Ουκρανία (από 64% στην Πολωνία, 66% στη Γαλλία και 76% στο ΗΒ), ενώ σχετικά λίγοι είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η κυβέρνησή τους κάνει πάρα πολλά για να στηρίξει την Ουκρανία (από 10% στο Ηνωμένο Βασίλειο έως 32 % στην Πολωνία). 

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι Ευρωπαίοι, τόσοι οι πολίτες όσο και οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα, αντιλαμβάνονται διαφορετικά «το κλαδί το οποίο κάθεται η Ένωση». Αυτό δεν είναι άλλο από τις αξίες της δημοκρατίας, του σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του Κράτους Δικαίου κα, όπως αυτές διατυπώνονται με σαφήνεια στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και συγκροτούν την αξιακή της ταυτότητα. Για να το πούμε διαφορετικά μόνο ο σεβασμός αυτών των αξιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις μπορούν να εξασφαλίσουν την ειρήνη και την ευημερία στην ήπειρο. Αυτές είναι λοιπόν που απειλούνται από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εξ ου και η έντονη στήριξη των κυρώσεων, που λαμβάνονται κατά της Ρωσίας.   

Ομολογουμένως η απάντηση της ΕΕ στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με σκοπό να υπερασπιστεί τις δικές της αξίες και συμφέροντα ήταν άνευ προηγουμένου τόσο ως προς την ταχύτητα εκδήλωσης όσο και ως προς το εύρος της. Βέβαια, η Ένωση είναι συνηθισμένη στις κρίσεις, αφού τα τελευταία 15 χρόνια παρατηρήθηκε μια σειρά από υπαρξιακές προκλήσεις για την ΕΕ, στην αντιμετώπιση των οποίων αυτή έχει δοκιμαστεί: η ΕΕ μας είχε συνηθίσει να αργεί στην αντίδρασή της, η απάντησή της χαρακτηρίζεται πρώτα από εσωτερικές συγκρούσεις και διαφωνίες και μόνο στο σημείο έκτακτης ανάγκης από λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες νομικές και πολιτικές λύσεις, ως αποτέλεσμα ενός επώδυνου συμβιβασμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις εξωτερικές υποθέσεις, όπου η Ένωση εμποδίζεται από την απαίτηση της ομοφωνίας και τη μεγάλη ποικιλία συμφερόντων των Κρατών-μελών, που επιτρέπουν σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες να φέρνουν τα Κράτη- μέλη εναντίον του άλλου. 

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άλλαξε μια ευρέως διαδεδομένη υπόθεση ότι ο πόλεμος στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι παρελθόν. Σε λιγότερο από ένα μήνα και κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής των Βερσαλλιών στις 11 Μαρτίου, οι ηγέτες της ΕΕ χαρακτήρισαν την εισβολή «τεκτονική αλλαγή στην ευρωπαϊκή ιστορία». Σε απάντηση η Ένωση, λοιπόν,  έλαβε σημαντικές αποφάσεις για να αντιμετωπίσει τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας: πρωτοφανή πακέτα κυρώσεων, στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια και ενιαία διπλωματική απάντηση. Σε αυτή πρέπει να προστεθεί και η στρατιωτική βοήθεια από τα Κράτη-μέλη της ΕΕ σε διμερές επίπεδο. Μετά τη ρωσική εισβολή ταμπού πολλών δεκαετιών ξεπεράστηκαν τόσο εντός των Κρατών-μελών όσο και στο πλαίσιο της εξωτερικής δράσης της ΕΕ. Στην ουσία αυτή αναδιατύπωσε τον εαυτό της: απώλεσε την αυτοκατανόησή της και την εικόνα της ως απρόθυμου διεθνούς παράγοντα, που εστιάζει στη διπλωματία και την κανονιστική ρύθμιση, και αντ' αυτού αναδείχθηκε σε παράγοντα, που μπορεί να προστατεύσει γρήγορα και αποτελεσματικά τα στρατηγικά βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά του. Πρόκειται για την ανάδυση ενός νέου γεωπολιτικού αυτή τη φορά ρόλου για την ΕΕ, που η σημασία του αναδεικνύεται αν συγκριθεί με την αντίδραση της Ένωσης στην προσάρτηση της Κριμαίας ή την εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία. Αυτή η μετατροπή της ΕΕ σε γεωπολιτικό παράγοντα, ικανό να αντιδρά και να ενεργεί για τα στρατηγικά της συμφέροντα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, έχει  μια σειρά επιπτώσεων που αναμφισβήτητα θα αλλάξουν την  Ένωση μακροπρόθεσμα. Αναμφισβήτητα, η απάντηση της ΕΕ στη ρωσική εισβολή προμηνύει ορισμένες θεμελιώδεις αλλαγές στη φύση της: 

Μια πρώτη αλλαγή αφορά τον σκοπό και τον λόγο ύπαρξης της ΕΕ. Η διατήρηση της «ειρήνης και ευημερίας», που ήταν ικανή να κινητοποιήσει τις ελίτ και τους πολίτες κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών και να προσδώσει την αναγκαία νομιμοποίηση στο ενοποιητικό εγχείρημα δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Ο πόλεμος και η φτώχεια σε ολόκληρη την ήπειρο που ήταν αδιανόητα χάρη της ΕΕ, δεν εξαρτώνται πλέον από αυτήν και την ύπαρξή της. Γιατί λοιπόν τα Κράτη-μέλη και οι πολίτες να επωμίζονται το κόστος της ένταξης στις επόμενες δεκαετίες; Τώρα μπορούμε να έχουμε μια νέα απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα: αποστολή της ΕΕ είναι να  προστατεύει τα στρατηγικά γεωπολιτικά συμφέροντα των Κρατών-μελών και των πολιτών της είτε στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής είτε στις σχέσεις της με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας από στρατιωτικές απειλές. Αναμένεται ότι η ΕΕ θα κάνει πολλά τα επόμενα χρόνια προς την κατεύθυνση της  δημιουργίας ενός νέου λόγου ύπαρξης που θα ενισχύει τη νομιμοποίησή της, διαμορφώνοντας τις εσωτερικές της δομές κατά τρόπο που θα επιτρέπει στα κράτη μέλη και στους πολίτες της να συσπειρωθούν εκ νέου γύρω της 

Αλλά ένας τέτοιος νέος λόγος ύπαρξης θα επιφέρει, αναπόφευκτα, τις αναγκαίες νομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Πέρα από τη διαφαινόμενη ανακατανομή των εξουσιών μεταξύ των θεσμικών οργάνων, η αυξημένη χρήση της εσωτερικής και εξωτερικής αιρεσιμότητας, που έρχεται να εμπλουτίσει την εργαλειοθήκη των μέσων συμμόρφωσης στους κανόνες της, η συρρίκνωση του δικαιώματος αρνησικυρίας των Κρατών-μελών σε ορισμένες πτυχές των εξωτερικών υποθέσεων σε συνδυασμό με την χρήση της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης αλλά και η χρήση της (προσωρινής και περιορισμένης) αμοιβαιοποίησης του χρέους τόσο για την αντιμετώπιση της κρίσης όσο και για τη μόχλευση της συστημικής αλλαγής στις κοινωνίες και τις οικονομίες των Κρατών-μελών και τρίτων χωρών, είναι ορισμένες από τις επερχόμενες αλλαγές. Η υιοθέτηση του Next Generation EU με τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ, που είναι διαθέσιμα για οικονομική ανάκαμψη μετά τον Covid-19 αλλά και το προτεινόμενο πακέτο RePower, που προορίζεται για να ενισχύσει την ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ και την στρατιωτική της ικανότητα δείχνουν ότι οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις ως ένα βαθμό είναι ήδη παρούσες. 

Η ανάδυση της ΕΕ ως γεωπολιτικού παράγοντα, ωστόσο, συνοδεύεται και από πολλαπλές τις προκλήσεις της. Η κυριότερη μεταξύ αυτών των προκλήσεων είναι το γεγονός ότι η Ένωση αναγκάζεται να αντιμετωπίσει αμφιλεγόμενα ερωτήματα και επιλογές που προτιμούσε να αποφύγει εδώ και δεκαετίες. Οι προκλήσεις τις οποίες να αντιμετωπίσει η ΕΕ εντελώς επιγραμματικά είναι: 

1. Ασφάλεια και άμυνα, με βελτιωμένη συνεργασία ΕΕ–ΝΑΤΟ και έναν ισχυρότερο «ευρωπαϊκό στρατιωτικό πυλώνα»•

2. Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση, με νέο πακέτο ανάκαμψης και μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων•

3. Ενεργειακή πολιτική, με ταχεία απεξάρτηση των Κρατών-μελών από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και εξασφάλιση ταυτόχρονα αποδεκτών τιμών ενέργειας για τους καταναλωτές και σεβασμό των κλιματικών στόχων•

4. Διεύρυνση και πολιτική γειτονίας, με επανεξέταση των στόχων τους και δημιουργία επιλογών για τις χώρες που είναι απίθανο να γίνουν μέλη της Ε.Ε στο εγγύς μέλλον; και

5. Οπισθοδρόμηση του κράτους δικαίου σε Κράτη-μέλη και διασφάλιση των αξιών της Ένωσης στο εσωτερικό της. 

Για να μπορεί όμως η Ένωση να εξελιχθεί σε ένα στρατηγικά οξυδερκή γεωπολιτικό παράγοντα και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να απαντήσει σε ένα ερώτημα που είναι περισσότερο υπαρξιακό. Είναι δύσκολο να έχουμε μια εξωτερική στρατηγική χωρίς πρώτα να κατανοήσουμε ποια είναι η αξιακή ταυτότητα της Ένωσης: ποιες είναι οι προκλήσεις, οι στόχοι, οι ανάγκες και οι φιλοδοξίες της; Τι προστατεύει στρατηγικά η ΕΕ; Ποια θα πρέπει να είναι η αυτοκατανόηση των αξιών της;

 Όπως υποστηρίζεται μπορούμε εδώ να εντοπίσουμε μια σύγκρουση μεταξύ δύο πολύ διαφορετικών οραμάτων για το τι προσπαθεί να προστατεύσει η ΕΕ μέσω του γεωπολιτικού της ρόλου:

Από τη μια πλευρά συναντά κανείς ένα όραμα, που παρουσιάζεται ως στενό, τοπικό και περιορισμένο, εστιάζοντας στον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής», μια εικόνα και μια γλώσσα που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να δικαιολογήσει ή να συγκαλύψει ξενοφοβικές και επαρχιώτικες διαισθήσεις, συχνά προϊόν των ραγδαίων αλλαγών στις οποίες η ίδια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει συμβάλει. Αυτή η σχεδόν συντηρητική άποψη της ταυτότητας της ΕΕ βλέπει τη γεωπολιτική της εμφάνιση ως αμυντικό μέσο, που θα της επιτρέπει σε τελευταία ανάλυση να περιπολεί πιο δυναμικά στα σύνορα μεταξύ «υμών» και «των άλλων».

Από την άλλη πλευρά ένα δεύτερο όραμα για την ταυτότητας τη ΕΕ είναι πιο κοσμοπολίτικο και βλέπει τη γεωπολιτική της Ένωσης ως μέσο υπεράσπισης των δημοκρατικών αξίων και αυτού που συνιστά μια αξιοπρεπή κοινωνία, η οποία  πρέπει να προστατεύεται όπου είναι δυνατόν σε συνεργασία με εταίρους που ενστερνίζονται τα ίδια ιδεώδη. 

Είναι βέβαιο ότι η σύγκρουση μεταξύ των δύο οραμάτων θα αναδυθεί ξανά στην επιφάνεια τα επόμενα χρόνια. Ειδικά, όταν η εξωτερική απειλή που θα αντιμετωπίσει η ΕΕ δεν θα είναι τόσο βάρβαρη όσο οι ενέργειες του Πούτιν, οι οποίες δεν αφήνουν χώρο για εσωτερική πόλωση των Κρατών-μελών ούτε για διάσπαση της δημόσιας υποστήριξης για αποφασιστική δράση.

Κυρίες και κύριοι,

Αναμφισβήτητα, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα πρέπει να ιδωθεί ως σημείο καμπής στην ιστορία της ΕΕ, αφού την ανάγκασε να στραφεί προς τα προς τα έξω και την μεταμόρφωσε σε έναν παράγοντα που μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά τα στρατηγικά της συμφέροντα σε διαφορετικούς τομείς με τη χρήση ενός ευρέος οπλοστασίου ρυθμιστικών, πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών μέσων. Αυτό αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στη φύση της ΕΕ, που δεν μπορεί να υποτιμηθεί, και φέρνει μαζί της πολλές ευκαιρίες, που απαιτούν μια σειρά από σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αλλά επίσης, αναπόφευκτα, φέρνει στο προσκήνιο αμφιλεγόμενα ζητήματα που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φροντίσει (ίσως σοφά) να αποφύγει στο παρελθόν.

Τόσο η πανδημία COVID-19 όσο και η βάρβαρη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποκάλυψαν ότι τα θεσμικά όργανα και τα Κράτη-μέλη είναι ικανά στη διαχείριση κρίσεων γρήγορα και αποφασιστικά. Αυτή η πραγματικότητα ασφαλώς αυξάνει τη νομιμοποίησή της στα μάτια των πολιτών της καθώς και των συμμάχων της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, λοιπόν, αυτή τη στιγμή της αλλαγής για να αυξήσει τη φιλοδοξία της για μεταρρυθμίσεις και για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, 

Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com


Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

 CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1/2022
Προστασία οικιακών πελάτων και μηχανισμός – ρήτρα αναπροσαρμογής

Παναγιώτη Αργαλιά, Δικηγόρου, ΔΝ, Ειδικού Συνεργάτη Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline στις 5/92022)


Η παρούσα ενεργειακή κρίση απασχολεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη σε διάφορα επίπεδα. Ο προσδιορισμός των αιτιών της κρίσης, οι προβλέψεις σχετικά με τη διάρκεια της κρίσης, η υλοποίηση πολιτικών συμβατών με το Δίκαιο της ΕΕ απασχόλησαν και συνεχίζουν να προβληματίζουν τους ιθύνοντες των ευρωπαϊκών και εθνικών θεσμών.

Η ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης δεν δείχνει να είναι επαρκής ενώ τα κράτη μέλη λαμβάνουν τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες προστασίας των οικιακών πελατών. Ωστόσο, η ίδια η Επιτροπή της ΕΕ αναγνωρίζει ότι οι τιμές δεν θα επανέλθουν στα επίπεδα πριν από την ενεργειακή κρίση.

Στο ανωτέρω πλαίσιο, η προστασία των οικιακών πελάτων στην ανταγωνιστική αγορά ενέργειας αποτελεί επίκαιρο νομικό ζήτημα.  Ειδικότερα, η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στην προστασία του οικιακού πελάτη ενέργειας σε σχέση με την αύξηση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω του μηχανισμού αναπροσαρμογής, σε συνδυασμό και με το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης προμήθειας από την πλευρά του προμηθευτή.

Στόχευση της μελέτης είναι η αποσαφήνιση της προστασίας των καταναλωτών - οικιακών πελάτων ενέργειας στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ και του εθνικού δικαίου σε μια περίοδο που τίθενται πολλά ζητήματα προκαλώντας σύγχυση στους ίδιους τους οικιακούς πελάτες και τους νομικούς τους παραστάτες.

Δες τη μελέτη εδώ


 CES-Duth Working Paper 2/2022

 Η καθιέρωση καθεστώτος αιρεσιμότητας Κράτους Δικαίου για την προστασία του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ο Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ


(Η μελέτη είναι υπό δημοσίευση στην ΕΕΕυρΔ,  στο τεύχος 2/2022)


Η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ βασίζεται «στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Μεταξύ των παραπάνω «συνταγματικών θεμελίων», που συγκροτούν την φιλελεύθερη αξιακή ταυτότητα της Ένωσης, κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που λειτουργεί ως «αρχή ομπρέλα» περικλείοντας τυπικά και ουσιαστικά στοιχεία και επί μέρους αρχές ενώ αποκτά καθολικό χαρακτήρα, αφού υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα Θεσμικά Όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη. 

Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας παρουσιάστηκαν σε Κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως  στην Ουγγαρία (2011), στην Ρουμανία (2012) και στην Πολωνία (2015) σοβαρές αποκλίσεις από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα αυτής του Κράτους Δικαίου. Έτσι, γίνεται λόγος για «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» (rule of law backsliding) με σκοπό να περιγράψει το γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, της συστηματικής αποδυνάμωσης των συνταγματικών μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances) από μια νέα γενιά εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών. Εξάλλου, ο όρος αποτυπώνει, ιδιαίτερα για το χώρο της ΕΕ, μια κατάσταση διολίσθησης χωρών από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο ίσχυε σε αυτές και αποτέλεσε προϋπόθεση για την προσχώρησή τους στην Ένωση σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης (illiberalism). Οι L. Pech και K. L. Scheppele ορίζουν την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου ως «τη διαδικασία μέσω της οποίας εκλεγμένες δημόσιες αρχές εφαρμόζουν εσκεμμένα κυβερνητικά σχέδια, που αποσκοπούν στη συστηματική αποδυνάμωση, εκμηδένιση ή έλεγχο των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου της εξουσίας, με στόχο την απογύμνωση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους και την εδραίωση της μακροχρόνιας κυριαρχίας του επικρατούντος κόμματος». Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κυβερνητικών σχεδίων για την αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου, που εκδηλώθηκαν σε Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την τελευταία δεκαετία, είναι οι παρεμβάσεις στη δικαστική εξουσία, με σκοπό την επιβολή περιορισμών στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης,  στην αμεροληψία του δικαστικού σώματος, στο σύστημα του δικαστικού ελέγχου, ιδιαίτερα των συνταγματικών δικαστηρίων, όπου αυτά υφίστανται. 

Η οπισθοδρόμηση αυτή του Κράτους Δικαίου εγκυμονεί σοβαρούς πολιτικούς και νομικούς κινδύνους για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενωσιακής έννομης τάξης ειδικότερα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων της Ένωσης από τη συμμετοχή σε αυτό κυβερνήσεων που δεν σέβονται τις φιλελεύθερες αξίες της. Εξάλλου, ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι κομβικής σημασίας, αφού «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών. Τέλος, επειδή η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου συνδυάζεται κατά κανόνα με εκτεταμένη διαφθορά, που αφορά και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων των οποίων επωφελούνται τα Κράτη-μέλη, αυτή απειλεί και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. 

Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης τα διαθέσιμα μέσα ελέγχου του σεβασμού της αρχής, ιδιαίτερα οι μηχανισμοί του άρθρου 7 ΣΕΕ, παρουσιάστηκαν αρκετά ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν «συστημικές απειλές» του Κράτους Δικαίου σ’ ένα Κράτος-μέλος. Κοινή διαπίστωση υπήρξε ότι κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από Κράτη-μέλη της. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε το έδαφος για μια εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με τους τρόπους ενίσχυσης των μηχανισμών διασφάλισης του Κράτους Δικαίου, με την αναζήτηση λύσεων ιδιαίτερα στο πλαίσιο των Συνθηκών, αφού η τροποποίησή τους φάνταζε αδύνατη. Μια από αυτές τις λύσεις, που δημιούργησε υψηλές προσδοκίες, αποτέλεσε η υιοθέτηση ενός καθεστώτος «αιρεσιμότητας κράτους δικαίου» με τον Κανονισμό (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 2020/2092 της 16ης Δεκεμβρίου 2020 με αντικείμενο την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του Κράτους Δικαίου στα Κράτη-μέλη. 

Η μελέτη προσεγγίζει το νέο μηχανισμό και να αξιολογήσουμε τις ρυθμίσεις του Κανονισμού 2020/2092 υπό το φως των σχετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020. Έτσι, μετά τις Εισαγωγικές Σκέψεις (1), παρακολουθεί την μακρόσυρτη κυοφορία του μηχανισμού αιρεσιμότητας (conditionality) Κράτους Δικαίου (2), αναλύει τη λειτουργία του μηχανισμού (πεδίο εφαρμογής, προβλεπόμενα μέτρα και διαδικασία επιβολής και άρσης), συγκρίνοντας αυτές με τις αντίστοιχες της πρότασης της Επιτροπής (3), καταγράφει τα νομικά και πολιτικά προβλήματα που δημιούργησε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020 ιδιαίτερα σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα του νέου μηχανισμού (4), παρουσιάζει και σχολιάζει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των προσφυγών ακυρώσεως του Κανονισμού 2020/2092 και τη «νομική του διάσωση» (5), ενώ συνοπτικά παρουσιάζει τις «κατευθυντήριες γραμμές» εφαρμογής, που υιοθέτησε η Επιτροπή (6) και ακολουθούν οι Συμπερασματικές Παρατηρήσεις (5).

Δες τη μελέτη εδώ


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com                                



  CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2022

Η «νομική διάσωση» του μηχανισμού αιρεσιμότητας Κράτους Δικαίου (Κανονισμός 2020/2092) από το ΔΕΕ: οι αποφάσεις C-156/21 και C-157/21 της 16.2.2022

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ


(Το σχόλιο δημοσιεύτηκε στις 25/5/2022 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)


Στις 16 Φεβρουαρίου 2022 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ ή Δικαστήριο) εξέδωσε τις αποφάσεις, με τις οποίες απέρριψε τις προσφυγές ακυρώσεως της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, με τις οποίες αυτές προσβάλλαν τη νομιμότητα του Κανονισμού 2020/2092 περί «γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης». Ο εν λόγω Κανονισμός, που υιοθετήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2020 μετά από μια μακρά περίοδο κυοφορίας και ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών συμβιβασμών μεταξύ των Θεσμικών Οργάνων αλλά και μεταξύ των Κρατών-μελών της Ένωσης, καθιερώνει ένα μηχανισμό αιρεσιμότητας (conditionality) Κράτους Δικαίου σε ότι αφορά τα χρηματοδοτικά μέσα (προϋπολογισμός) της Ένωσης. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού, αυτός «ορίζει τους κανόνες που είναι απαραίτητοι για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη».   

Όπως είχε προαναγγελθεί με την «ερμηνευτική δήλωση» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020, η Ουγγαρία και η Πολωνία στις 11 Μαρτίου 2021 προσέφυγαν στο ΔΕΕ κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και με τις προσφυγές τους ζήτησαν, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, την ακύρωση του Κανονισμού 2020/2092. Με αίτηση του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ζήτησε να υποβληθεί η εκδίκαση των υποθέσεων στην ταχεία διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με απόφασή του στις 9 Ιουνίου 2021 ο Πρόεδρος του ΔΕΕ έκανε δεκτό το αίτημα κρίνοντας ότι οι υποθέσεις είχαν «θεμελιώδη σημασία για την έννομη τάξη της Ένωσης, ιδίως στο βαθμό που σχετίζεται με τις αρμοδιότητές της να υπερασπίζεται τον προϋπολογισμό της και τα οικονομικά της συμφέροντα έναντι προσβολών, που ενδέχεται να προέρχονται από παραβιάσεις των αξιών που περιέχονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ». Εξάλλου, στις 7 Σεπτεμβρίου 2021, θεωρώντας ότι οι υποθέσεις  είναι εξαιρετικής σημασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε, αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα (ΓΕ), να παραπέμψει την υπόθεση στη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 16, τελευταίο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Στις δίκες παρενέβησαν υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Σουηδία και η Επιτροπή, ενώ η Πολωνία παρενέβη υπέρ της Ουγγαρίας και το αντίστροφο.  Απορία προκαλεί η μη παρέμβαση  της Ελλάδας προς στήριξη της νομιμότητας του μηχανισμού αιρεσιμότητας. Ωστόσο, η διερεύνηση της επιλογής αυτής της Ελληνικής Κυβέρνησης ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτής της μελέτης. Στις 2 Δεκεμβρίου 2021 ο ΓΕ  Manuel Campos Sáncez-Bordona πρότεινε στο Δικαστήριο την απόρριψη των προσφυγών. 

Προς στήριξη των προσφυγών τους η Ουγγαρία και η Πολωνία προέβαλαν 9 και 10 λόγους ακύρωσης αντίστοιχα. Για λόγους οικονομίας στο σχόλιο μας θα αναφερθούμε μόνο στους κύριους λόγους (ζητήματα), που τέθηκαν προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου από τα προσφεύγοντα Κράτη-μέλη. Αυτά είναι: (α) η επιλογή του άρθρου 322 ΣΛΕΕ ως νομικής βάσης του Κανονισμού 2020/2092, (β) η καταστρατήγηση των άρθρων 7 ΣΕΕ και 269 ΣΛΕΕ, (γ) η παραβίαση του άρθρου 4 παρ. 2 ΣΕΕ και των αρχών της ισότητας των Κρατών-μελών και του σεβασμού της συνταγματικής τους ταυτότητας (ο λόγος αυτός προβλήθηκε από την Πολωνία) και (δ) η παραβίαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου.  Προδικαστικά το Δικαστήριο κλήθηκε να τοποθετηθεί σε ένα σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με τα διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας. 


Δες τo σχόλιο εδώ        

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com                                



 CES-Duth Working Paper 3/2022

 Η αιρεσιμότητα (conditionality) στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: 
Τεχνικό εργαλείο συμμόρφωσης ή «συνταγματική» αρχή με ευρύτερες επιπτώσεις;

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(Η μελέτη αποτελεί τη συμβολή μας στον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο 
Κωνσταντίνου Καλαβρού)


Η μακρόσυρτη διαδικασία υιοθέτησης του Κανονισμού 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης έφερε, μεταξύ άλλων, στο προσκήνιο, όσο ποτέ άλλοτε, το ζήτημα της αιρεσιμότητας (conditionality), ως εργαλείο διακυβέρνησης σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα, όπως αυτό της Ένωσης. Ο Κανονισμός θεσπίζει μηχανισμό αιρεσιμότητας κράτους δικαίου, όταν οι παραβιάσεις του εκ μέρους των Κρατών-μελών θίγουν κατά τρόπο επαρκώς άμεσο τον προϋπολογισμό και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, Θυμίζουμε ότι η αιρεσιμότητα έγινε ευρύτερα γνωστή στο ελληνικό κοινό με τη μορφή των «αυστηρών όρων πολιτικής», που αποτυπώθηκαν στα Μνημόνια που κλήθηκε να εφαρμόσει η χώρα μας κατά τη διάρκεια της χρηματοδοτικής κρίσης της περιόδου 2010 – 2018. Τι είναι, όμως, η περιβόητη αιρεσιμότητα; 

O όρος αιρεσιμότητα (conditionality) «αναφέρεται στην υιοθέτηση μιας καθορισμένης συμπεριφοράς από τις κυβερνήσεις ή τους ιδιωτικούς φορείς, επειδή η εν λόγω συμπεριφορά αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση σε ένα υποσχόμενο όφελος από την ΕΕ». Με άλλα λόγια είναι η σύνδεση μιας παροχής με την εκπλήρωση ορισμένων όρων ή μιας δεδομένης συμπεριφοράς.

Σήμερα η  αιρεσιμότητας στην έννομη τάξη της Ένωσης «γίνεται συστημική», αποτελεί πλέον «μια καθιερωμένη πρακτική» και ένα «καθοριστικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», με τάση εφαρμογής της και σε άλλους τομείς, όπως η μετανάστευση, το άσυλο και την κλιματική αλλαγή. Ενώ, όμως, «η αιρεσιμότητα ήρθε για να μείνει» με σοβαρές επιπτώσεις στην ενοποιητική διαδικασία η ΕΕ στερείται ακόμη ενός «δόγματος αιρεσιμότητας» αντίστοιχου με αυτό των ΗΠΑ ή για να είμαστε πιο σαφείς φαίνεται ότι βρισκόμαστε στις απαρχές της δημιουργίας ενός τέτοιου δόγματος.  

Όπως συνάγεται και από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές ακυρώσεως του Κανονισμού 2020/2092, που άσκησαν η Ουγγαρία και η Πολωνία, η αιρεσιμότητα και η σύμφυτη λογική του «οφέλους σε αντάλλαγμα μιας καλής συμπεριφοράς» μπορεί, ιδιαίτερα η «εσωτερική αιρεσιμότητα» (στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των Κρατών-μελών της), να έχει αντίκτυπο σε βασικές «συνταγματικές» αρχές της ‘Ένωσης, όπως η αρχή της ισότητας των Κρατών-μελών, η αρχή της πίστης, της αλληλεγγύης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ενώ επιπτώσεις υπάρχουν και στην κατανομή αρμοδιοτήτων είτε πρόκειται για κάθετη είτε πρόκειται για οριζόντια. Τα ζητήματα αυτά επιχειρεί να προσεγγίσει η μελέτη, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τη συζήτηση και την ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ αυτών που αντιτίθενται στην αιρεσιμότητα και των υποστηρικτών της. 

Δες τη μελέτη εδώ


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com