Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

  CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 1/2022

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η αξιακή ταυτότητα της ΕΕ

Μ. Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(Εισήγηση στις 17ες  Διεθνολογικές Συναντήσεις Ναυπλίου, 23-25/9/2022)


Κύριε Πρόεδρε,

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Κυρίες και κύριοι,

Η αρχική μου πρόθεση ήταν να θέσω ως τίτλο σε αυτήν την εισήγηση κάτι πιο υπαινικτικό: «το κλαδί». Εξηγούμαι: παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παρατήρησα ότι πολύ συχνά χρησιμοποιείται από τους φανερούς  και κρυφούς υποστηρικτές της Ρωσίας, μεταξύ των άλλων επιχειρημάτων η φράση «με τη θέση που έλαβε η ΕΕ απέναντι στη Ρωσία πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται». Εναλλακτικά, γίνεται λόγος για «αυτοκτονία της ΕΕ». Η επιχειρηματολογία αυτή εντάθηκε τελευταία έχοντας ως επίκεντρο την ενεργειακή κρίση και «τα παθήματα που μας έρχονται το χειμώνα λόγω διακοπής της παροχής ρωσικού αερίου». Σε αγαστή, ηθελημένη ή μη, συνεργασία με τη ρωσική προπαγάνδα, το αφήγημα πλέον είναι ότι «θα παγώσουμε χωρίς ρωσικό αέριο, επιμένοντας σε κυρώσεις που έτσι κι αλλιώς δε δουλεύουν». Άλλωστε, η σωστή προπαγάνδα έχει και απειλή αλλά και δήθεν έγνοια για τον αδύναμο. Η θέση αυτή, που αποσκοπεί να στρέψει την κοινή γνώμη κατά των επιλογών των κυβερνήσεων των Κρατών-μελών και της ΕΕ έτσι ώστε να πιεστούν και  να άρουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, βασίζεται στην παραδοχή ότι λόγος ύπαρξης, θεμέλιο και σκοπός της ΕΕ είναι να διασφαλίζει την διαρκή οικονομική ανάπτυξη και μέσω αυτής την ευημερία των πολιτών της. Αυτό είναι λοιπόν το κλαδί στο οποίο κάθεται η Ένωση. Έτσι πιστεύουν. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι (βλέπε, κατά προέκταση, οι Δημοκρατίες σε σύγκριση με τα απολυταρχικά καθεστώτα) είμαστε πιο μαλθακοί και δεν αντέχουμε σε καμία έκπτωση της ποιότητας της ζωής μας. 

Από τη
ν άλλη πλευρά παρατηρεί κανείς ότι οι πρόσφατες μετρήσεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών είναι υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης της Ουκρανίας, ακόμη και αν αυτό σημαίνει υψηλές τιμές ενέργειας, ακρίβεια και πληθωρισμό. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι σύμφωνα με το πολιτικό βαρόμετρο του ZDF το 70% των Γερμανών (αυτών δηλαδή που φαίνεται να θίγονται περισσότερο λόγω της μεγάλης ενεργειακής εξάρτησης της χώρας τους) τάσσεται υπέρ της συνέχισης της στήριξης της Ουκρανίας. Εξάλλου, τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσίασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις αρχές Σεπτεμβρίου δείχνουν ότι η υποστήριξη της Ουκρανίας παραμένει αρκετά ισχυρή, με τους περισσότερους να λένε ότι η χώρα τους κάνει το σωστό ή θα πρέπει να κάνει περισσότερα για να στηρίξει την Ουκρανία (από 64% στην Πολωνία, 66% στη Γαλλία και 76% στο ΗΒ), ενώ σχετικά λίγοι είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η κυβέρνησή τους κάνει πάρα πολλά για να στηρίξει την Ουκρανία (από 10% στο Ηνωμένο Βασίλειο έως 32 % στην Πολωνία). 

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι Ευρωπαίοι, τόσοι οι πολίτες όσο και οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα, αντιλαμβάνονται διαφορετικά «το κλαδί το οποίο κάθεται η Ένωση». Αυτό δεν είναι άλλο από τις αξίες της δημοκρατίας, του σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του Κράτους Δικαίου κα, όπως αυτές διατυπώνονται με σαφήνεια στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και συγκροτούν την αξιακή της ταυτότητα. Για να το πούμε διαφορετικά μόνο ο σεβασμός αυτών των αξιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις μπορούν να εξασφαλίσουν την ειρήνη και την ευημερία στην ήπειρο. Αυτές είναι λοιπόν που απειλούνται από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εξ ου και η έντονη στήριξη των κυρώσεων, που λαμβάνονται κατά της Ρωσίας.   

Ομολογουμένως η απάντηση της ΕΕ στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με σκοπό να υπερασπιστεί τις δικές της αξίες και συμφέροντα ήταν άνευ προηγουμένου τόσο ως προς την ταχύτητα εκδήλωσης όσο και ως προς το εύρος της. Βέβαια, η Ένωση είναι συνηθισμένη στις κρίσεις, αφού τα τελευταία 15 χρόνια παρατηρήθηκε μια σειρά από υπαρξιακές προκλήσεις για την ΕΕ, στην αντιμετώπιση των οποίων αυτή έχει δοκιμαστεί: η ΕΕ μας είχε συνηθίσει να αργεί στην αντίδρασή της, η απάντησή της χαρακτηρίζεται πρώτα από εσωτερικές συγκρούσεις και διαφωνίες και μόνο στο σημείο έκτακτης ανάγκης από λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες νομικές και πολιτικές λύσεις, ως αποτέλεσμα ενός επώδυνου συμβιβασμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις εξωτερικές υποθέσεις, όπου η Ένωση εμποδίζεται από την απαίτηση της ομοφωνίας και τη μεγάλη ποικιλία συμφερόντων των Κρατών-μελών, που επιτρέπουν σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες να φέρνουν τα Κράτη- μέλη εναντίον του άλλου. 

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άλλαξε μια ευρέως διαδεδομένη υπόθεση ότι ο πόλεμος στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι παρελθόν. Σε λιγότερο από ένα μήνα και κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής των Βερσαλλιών στις 11 Μαρτίου, οι ηγέτες της ΕΕ χαρακτήρισαν την εισβολή «τεκτονική αλλαγή στην ευρωπαϊκή ιστορία». Σε απάντηση η Ένωση, λοιπόν,  έλαβε σημαντικές αποφάσεις για να αντιμετωπίσει τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας: πρωτοφανή πακέτα κυρώσεων, στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια και ενιαία διπλωματική απάντηση. Σε αυτή πρέπει να προστεθεί και η στρατιωτική βοήθεια από τα Κράτη-μέλη της ΕΕ σε διμερές επίπεδο. Μετά τη ρωσική εισβολή ταμπού πολλών δεκαετιών ξεπεράστηκαν τόσο εντός των Κρατών-μελών όσο και στο πλαίσιο της εξωτερικής δράσης της ΕΕ. Στην ουσία αυτή αναδιατύπωσε τον εαυτό της: απώλεσε την αυτοκατανόησή της και την εικόνα της ως απρόθυμου διεθνούς παράγοντα, που εστιάζει στη διπλωματία και την κανονιστική ρύθμιση, και αντ' αυτού αναδείχθηκε σε παράγοντα, που μπορεί να προστατεύσει γρήγορα και αποτελεσματικά τα στρατηγικά βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά του. Πρόκειται για την ανάδυση ενός νέου γεωπολιτικού αυτή τη φορά ρόλου για την ΕΕ, που η σημασία του αναδεικνύεται αν συγκριθεί με την αντίδραση της Ένωσης στην προσάρτηση της Κριμαίας ή την εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία. Αυτή η μετατροπή της ΕΕ σε γεωπολιτικό παράγοντα, ικανό να αντιδρά και να ενεργεί για τα στρατηγικά της συμφέροντα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, έχει  μια σειρά επιπτώσεων που αναμφισβήτητα θα αλλάξουν την  Ένωση μακροπρόθεσμα. Αναμφισβήτητα, η απάντηση της ΕΕ στη ρωσική εισβολή προμηνύει ορισμένες θεμελιώδεις αλλαγές στη φύση της: 

Μια πρώτη αλλαγή αφορά τον σκοπό και τον λόγο ύπαρξης της ΕΕ. Η διατήρηση της «ειρήνης και ευημερίας», που ήταν ικανή να κινητοποιήσει τις ελίτ και τους πολίτες κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών και να προσδώσει την αναγκαία νομιμοποίηση στο ενοποιητικό εγχείρημα δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Ο πόλεμος και η φτώχεια σε ολόκληρη την ήπειρο που ήταν αδιανόητα χάρη της ΕΕ, δεν εξαρτώνται πλέον από αυτήν και την ύπαρξή της. Γιατί λοιπόν τα Κράτη-μέλη και οι πολίτες να επωμίζονται το κόστος της ένταξης στις επόμενες δεκαετίες; Τώρα μπορούμε να έχουμε μια νέα απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα: αποστολή της ΕΕ είναι να  προστατεύει τα στρατηγικά γεωπολιτικά συμφέροντα των Κρατών-μελών και των πολιτών της είτε στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής είτε στις σχέσεις της με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας από στρατιωτικές απειλές. Αναμένεται ότι η ΕΕ θα κάνει πολλά τα επόμενα χρόνια προς την κατεύθυνση της  δημιουργίας ενός νέου λόγου ύπαρξης που θα ενισχύει τη νομιμοποίησή της, διαμορφώνοντας τις εσωτερικές της δομές κατά τρόπο που θα επιτρέπει στα κράτη μέλη και στους πολίτες της να συσπειρωθούν εκ νέου γύρω της 

Αλλά ένας τέτοιος νέος λόγος ύπαρξης θα επιφέρει, αναπόφευκτα, τις αναγκαίες νομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Πέρα από τη διαφαινόμενη ανακατανομή των εξουσιών μεταξύ των θεσμικών οργάνων, η αυξημένη χρήση της εσωτερικής και εξωτερικής αιρεσιμότητας, που έρχεται να εμπλουτίσει την εργαλειοθήκη των μέσων συμμόρφωσης στους κανόνες της, η συρρίκνωση του δικαιώματος αρνησικυρίας των Κρατών-μελών σε ορισμένες πτυχές των εξωτερικών υποθέσεων σε συνδυασμό με την χρήση της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης αλλά και η χρήση της (προσωρινής και περιορισμένης) αμοιβαιοποίησης του χρέους τόσο για την αντιμετώπιση της κρίσης όσο και για τη μόχλευση της συστημικής αλλαγής στις κοινωνίες και τις οικονομίες των Κρατών-μελών και τρίτων χωρών, είναι ορισμένες από τις επερχόμενες αλλαγές. Η υιοθέτηση του Next Generation EU με τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ, που είναι διαθέσιμα για οικονομική ανάκαμψη μετά τον Covid-19 αλλά και το προτεινόμενο πακέτο RePower, που προορίζεται για να ενισχύσει την ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ και την στρατιωτική της ικανότητα δείχνουν ότι οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις ως ένα βαθμό είναι ήδη παρούσες. 

Η ανάδυση της ΕΕ ως γεωπολιτικού παράγοντα, ωστόσο, συνοδεύεται και από πολλαπλές τις προκλήσεις της. Η κυριότερη μεταξύ αυτών των προκλήσεων είναι το γεγονός ότι η Ένωση αναγκάζεται να αντιμετωπίσει αμφιλεγόμενα ερωτήματα και επιλογές που προτιμούσε να αποφύγει εδώ και δεκαετίες. Οι προκλήσεις τις οποίες να αντιμετωπίσει η ΕΕ εντελώς επιγραμματικά είναι: 

1. Ασφάλεια και άμυνα, με βελτιωμένη συνεργασία ΕΕ–ΝΑΤΟ και έναν ισχυρότερο «ευρωπαϊκό στρατιωτικό πυλώνα»•

2. Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση, με νέο πακέτο ανάκαμψης και μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων•

3. Ενεργειακή πολιτική, με ταχεία απεξάρτηση των Κρατών-μελών από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και εξασφάλιση ταυτόχρονα αποδεκτών τιμών ενέργειας για τους καταναλωτές και σεβασμό των κλιματικών στόχων•

4. Διεύρυνση και πολιτική γειτονίας, με επανεξέταση των στόχων τους και δημιουργία επιλογών για τις χώρες που είναι απίθανο να γίνουν μέλη της Ε.Ε στο εγγύς μέλλον; και

5. Οπισθοδρόμηση του κράτους δικαίου σε Κράτη-μέλη και διασφάλιση των αξιών της Ένωσης στο εσωτερικό της. 

Για να μπορεί όμως η Ένωση να εξελιχθεί σε ένα στρατηγικά οξυδερκή γεωπολιτικό παράγοντα και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να απαντήσει σε ένα ερώτημα που είναι περισσότερο υπαρξιακό. Είναι δύσκολο να έχουμε μια εξωτερική στρατηγική χωρίς πρώτα να κατανοήσουμε ποια είναι η αξιακή ταυτότητα της Ένωσης: ποιες είναι οι προκλήσεις, οι στόχοι, οι ανάγκες και οι φιλοδοξίες της; Τι προστατεύει στρατηγικά η ΕΕ; Ποια θα πρέπει να είναι η αυτοκατανόηση των αξιών της;

 Όπως υποστηρίζεται μπορούμε εδώ να εντοπίσουμε μια σύγκρουση μεταξύ δύο πολύ διαφορετικών οραμάτων για το τι προσπαθεί να προστατεύσει η ΕΕ μέσω του γεωπολιτικού της ρόλου:

Από τη μια πλευρά συναντά κανείς ένα όραμα, που παρουσιάζεται ως στενό, τοπικό και περιορισμένο, εστιάζοντας στον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής», μια εικόνα και μια γλώσσα που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να δικαιολογήσει ή να συγκαλύψει ξενοφοβικές και επαρχιώτικες διαισθήσεις, συχνά προϊόν των ραγδαίων αλλαγών στις οποίες η ίδια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει συμβάλει. Αυτή η σχεδόν συντηρητική άποψη της ταυτότητας της ΕΕ βλέπει τη γεωπολιτική της εμφάνιση ως αμυντικό μέσο, που θα της επιτρέπει σε τελευταία ανάλυση να περιπολεί πιο δυναμικά στα σύνορα μεταξύ «υμών» και «των άλλων».

Από την άλλη πλευρά ένα δεύτερο όραμα για την ταυτότητας τη ΕΕ είναι πιο κοσμοπολίτικο και βλέπει τη γεωπολιτική της Ένωσης ως μέσο υπεράσπισης των δημοκρατικών αξίων και αυτού που συνιστά μια αξιοπρεπή κοινωνία, η οποία  πρέπει να προστατεύεται όπου είναι δυνατόν σε συνεργασία με εταίρους που ενστερνίζονται τα ίδια ιδεώδη. 

Είναι βέβαιο ότι η σύγκρουση μεταξύ των δύο οραμάτων θα αναδυθεί ξανά στην επιφάνεια τα επόμενα χρόνια. Ειδικά, όταν η εξωτερική απειλή που θα αντιμετωπίσει η ΕΕ δεν θα είναι τόσο βάρβαρη όσο οι ενέργειες του Πούτιν, οι οποίες δεν αφήνουν χώρο για εσωτερική πόλωση των Κρατών-μελών ούτε για διάσπαση της δημόσιας υποστήριξης για αποφασιστική δράση.

Κυρίες και κύριοι,

Αναμφισβήτητα, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα πρέπει να ιδωθεί ως σημείο καμπής στην ιστορία της ΕΕ, αφού την ανάγκασε να στραφεί προς τα προς τα έξω και την μεταμόρφωσε σε έναν παράγοντα που μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά τα στρατηγικά της συμφέροντα σε διαφορετικούς τομείς με τη χρήση ενός ευρέος οπλοστασίου ρυθμιστικών, πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών μέσων. Αυτό αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στη φύση της ΕΕ, που δεν μπορεί να υποτιμηθεί, και φέρνει μαζί της πολλές ευκαιρίες, που απαιτούν μια σειρά από σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αλλά επίσης, αναπόφευκτα, φέρνει στο προσκήνιο αμφιλεγόμενα ζητήματα που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φροντίσει (ίσως σοφά) να αποφύγει στο παρελθόν.

Τόσο η πανδημία COVID-19 όσο και η βάρβαρη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποκάλυψαν ότι τα θεσμικά όργανα και τα Κράτη-μέλη είναι ικανά στη διαχείριση κρίσεων γρήγορα και αποφασιστικά. Αυτή η πραγματικότητα ασφαλώς αυξάνει τη νομιμοποίησή της στα μάτια των πολιτών της καθώς και των συμμάχων της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, λοιπόν, αυτή τη στιγμή της αλλαγής για να αυξήσει τη φιλοδοξία της για μεταρρυθμίσεις και για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, 

Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com


Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

 CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1/2022
Προστασία οικιακών πελάτων και μηχανισμός – ρήτρα αναπροσαρμογής

Παναγιώτη Αργαλιά, Δικηγόρου, ΔΝ, Ειδικού Συνεργάτη Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline στις 5/92022)


Η παρούσα ενεργειακή κρίση απασχολεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη σε διάφορα επίπεδα. Ο προσδιορισμός των αιτιών της κρίσης, οι προβλέψεις σχετικά με τη διάρκεια της κρίσης, η υλοποίηση πολιτικών συμβατών με το Δίκαιο της ΕΕ απασχόλησαν και συνεχίζουν να προβληματίζουν τους ιθύνοντες των ευρωπαϊκών και εθνικών θεσμών.

Η ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης δεν δείχνει να είναι επαρκής ενώ τα κράτη μέλη λαμβάνουν τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες προστασίας των οικιακών πελατών. Ωστόσο, η ίδια η Επιτροπή της ΕΕ αναγνωρίζει ότι οι τιμές δεν θα επανέλθουν στα επίπεδα πριν από την ενεργειακή κρίση.

Στο ανωτέρω πλαίσιο, η προστασία των οικιακών πελάτων στην ανταγωνιστική αγορά ενέργειας αποτελεί επίκαιρο νομικό ζήτημα.  Ειδικότερα, η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στην προστασία του οικιακού πελάτη ενέργειας σε σχέση με την αύξηση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω του μηχανισμού αναπροσαρμογής, σε συνδυασμό και με το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης προμήθειας από την πλευρά του προμηθευτή.

Στόχευση της μελέτης είναι η αποσαφήνιση της προστασίας των καταναλωτών - οικιακών πελάτων ενέργειας στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ και του εθνικού δικαίου σε μια περίοδο που τίθενται πολλά ζητήματα προκαλώντας σύγχυση στους ίδιους τους οικιακούς πελάτες και τους νομικούς τους παραστάτες.

Δες τη μελέτη εδώ


 CES-Duth Working Paper 2/2022

 Η καθιέρωση καθεστώτος αιρεσιμότητας Κράτους Δικαίου για την προστασία του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ο Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ


(Η μελέτη είναι υπό δημοσίευση στην ΕΕΕυρΔ,  στο τεύχος 2/2022)


Η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ βασίζεται «στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Μεταξύ των παραπάνω «συνταγματικών θεμελίων», που συγκροτούν την φιλελεύθερη αξιακή ταυτότητα της Ένωσης, κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που λειτουργεί ως «αρχή ομπρέλα» περικλείοντας τυπικά και ουσιαστικά στοιχεία και επί μέρους αρχές ενώ αποκτά καθολικό χαρακτήρα, αφού υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα Θεσμικά Όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη. 

Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας παρουσιάστηκαν σε Κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως  στην Ουγγαρία (2011), στην Ρουμανία (2012) και στην Πολωνία (2015) σοβαρές αποκλίσεις από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα αυτής του Κράτους Δικαίου. Έτσι, γίνεται λόγος για «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» (rule of law backsliding) με σκοπό να περιγράψει το γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, της συστηματικής αποδυνάμωσης των συνταγματικών μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances) από μια νέα γενιά εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών. Εξάλλου, ο όρος αποτυπώνει, ιδιαίτερα για το χώρο της ΕΕ, μια κατάσταση διολίσθησης χωρών από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο ίσχυε σε αυτές και αποτέλεσε προϋπόθεση για την προσχώρησή τους στην Ένωση σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης (illiberalism). Οι L. Pech και K. L. Scheppele ορίζουν την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου ως «τη διαδικασία μέσω της οποίας εκλεγμένες δημόσιες αρχές εφαρμόζουν εσκεμμένα κυβερνητικά σχέδια, που αποσκοπούν στη συστηματική αποδυνάμωση, εκμηδένιση ή έλεγχο των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου της εξουσίας, με στόχο την απογύμνωση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους και την εδραίωση της μακροχρόνιας κυριαρχίας του επικρατούντος κόμματος». Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κυβερνητικών σχεδίων για την αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου, που εκδηλώθηκαν σε Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την τελευταία δεκαετία, είναι οι παρεμβάσεις στη δικαστική εξουσία, με σκοπό την επιβολή περιορισμών στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης,  στην αμεροληψία του δικαστικού σώματος, στο σύστημα του δικαστικού ελέγχου, ιδιαίτερα των συνταγματικών δικαστηρίων, όπου αυτά υφίστανται. 

Η οπισθοδρόμηση αυτή του Κράτους Δικαίου εγκυμονεί σοβαρούς πολιτικούς και νομικούς κινδύνους για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενωσιακής έννομης τάξης ειδικότερα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων της Ένωσης από τη συμμετοχή σε αυτό κυβερνήσεων που δεν σέβονται τις φιλελεύθερες αξίες της. Εξάλλου, ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι κομβικής σημασίας, αφού «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών. Τέλος, επειδή η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου συνδυάζεται κατά κανόνα με εκτεταμένη διαφθορά, που αφορά και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων των οποίων επωφελούνται τα Κράτη-μέλη, αυτή απειλεί και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. 

Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης τα διαθέσιμα μέσα ελέγχου του σεβασμού της αρχής, ιδιαίτερα οι μηχανισμοί του άρθρου 7 ΣΕΕ, παρουσιάστηκαν αρκετά ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν «συστημικές απειλές» του Κράτους Δικαίου σ’ ένα Κράτος-μέλος. Κοινή διαπίστωση υπήρξε ότι κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από Κράτη-μέλη της. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε το έδαφος για μια εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με τους τρόπους ενίσχυσης των μηχανισμών διασφάλισης του Κράτους Δικαίου, με την αναζήτηση λύσεων ιδιαίτερα στο πλαίσιο των Συνθηκών, αφού η τροποποίησή τους φάνταζε αδύνατη. Μια από αυτές τις λύσεις, που δημιούργησε υψηλές προσδοκίες, αποτέλεσε η υιοθέτηση ενός καθεστώτος «αιρεσιμότητας κράτους δικαίου» με τον Κανονισμό (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 2020/2092 της 16ης Δεκεμβρίου 2020 με αντικείμενο την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του Κράτους Δικαίου στα Κράτη-μέλη. 

Η μελέτη προσεγγίζει το νέο μηχανισμό και να αξιολογήσουμε τις ρυθμίσεις του Κανονισμού 2020/2092 υπό το φως των σχετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020. Έτσι, μετά τις Εισαγωγικές Σκέψεις (1), παρακολουθεί την μακρόσυρτη κυοφορία του μηχανισμού αιρεσιμότητας (conditionality) Κράτους Δικαίου (2), αναλύει τη λειτουργία του μηχανισμού (πεδίο εφαρμογής, προβλεπόμενα μέτρα και διαδικασία επιβολής και άρσης), συγκρίνοντας αυτές με τις αντίστοιχες της πρότασης της Επιτροπής (3), καταγράφει τα νομικά και πολιτικά προβλήματα που δημιούργησε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020 ιδιαίτερα σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα του νέου μηχανισμού (4), παρουσιάζει και σχολιάζει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των προσφυγών ακυρώσεως του Κανονισμού 2020/2092 και τη «νομική του διάσωση» (5), ενώ συνοπτικά παρουσιάζει τις «κατευθυντήριες γραμμές» εφαρμογής, που υιοθέτησε η Επιτροπή (6) και ακολουθούν οι Συμπερασματικές Παρατηρήσεις (5).

Δες τη μελέτη εδώ


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com                                



  CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2022

Η «νομική διάσωση» του μηχανισμού αιρεσιμότητας Κράτους Δικαίου (Κανονισμός 2020/2092) από το ΔΕΕ: οι αποφάσεις C-156/21 και C-157/21 της 16.2.2022

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ


(Το σχόλιο δημοσιεύτηκε στις 25/5/2022 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)


Στις 16 Φεβρουαρίου 2022 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ ή Δικαστήριο) εξέδωσε τις αποφάσεις, με τις οποίες απέρριψε τις προσφυγές ακυρώσεως της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, με τις οποίες αυτές προσβάλλαν τη νομιμότητα του Κανονισμού 2020/2092 περί «γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης». Ο εν λόγω Κανονισμός, που υιοθετήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2020 μετά από μια μακρά περίοδο κυοφορίας και ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών συμβιβασμών μεταξύ των Θεσμικών Οργάνων αλλά και μεταξύ των Κρατών-μελών της Ένωσης, καθιερώνει ένα μηχανισμό αιρεσιμότητας (conditionality) Κράτους Δικαίου σε ότι αφορά τα χρηματοδοτικά μέσα (προϋπολογισμός) της Ένωσης. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού, αυτός «ορίζει τους κανόνες που είναι απαραίτητοι για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη».   

Όπως είχε προαναγγελθεί με την «ερμηνευτική δήλωση» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020, η Ουγγαρία και η Πολωνία στις 11 Μαρτίου 2021 προσέφυγαν στο ΔΕΕ κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και με τις προσφυγές τους ζήτησαν, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, την ακύρωση του Κανονισμού 2020/2092. Με αίτηση του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ζήτησε να υποβληθεί η εκδίκαση των υποθέσεων στην ταχεία διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με απόφασή του στις 9 Ιουνίου 2021 ο Πρόεδρος του ΔΕΕ έκανε δεκτό το αίτημα κρίνοντας ότι οι υποθέσεις είχαν «θεμελιώδη σημασία για την έννομη τάξη της Ένωσης, ιδίως στο βαθμό που σχετίζεται με τις αρμοδιότητές της να υπερασπίζεται τον προϋπολογισμό της και τα οικονομικά της συμφέροντα έναντι προσβολών, που ενδέχεται να προέρχονται από παραβιάσεις των αξιών που περιέχονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ». Εξάλλου, στις 7 Σεπτεμβρίου 2021, θεωρώντας ότι οι υποθέσεις  είναι εξαιρετικής σημασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε, αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα (ΓΕ), να παραπέμψει την υπόθεση στη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 16, τελευταίο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Στις δίκες παρενέβησαν υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Σουηδία και η Επιτροπή, ενώ η Πολωνία παρενέβη υπέρ της Ουγγαρίας και το αντίστροφο.  Απορία προκαλεί η μη παρέμβαση  της Ελλάδας προς στήριξη της νομιμότητας του μηχανισμού αιρεσιμότητας. Ωστόσο, η διερεύνηση της επιλογής αυτής της Ελληνικής Κυβέρνησης ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτής της μελέτης. Στις 2 Δεκεμβρίου 2021 ο ΓΕ  Manuel Campos Sáncez-Bordona πρότεινε στο Δικαστήριο την απόρριψη των προσφυγών. 

Προς στήριξη των προσφυγών τους η Ουγγαρία και η Πολωνία προέβαλαν 9 και 10 λόγους ακύρωσης αντίστοιχα. Για λόγους οικονομίας στο σχόλιο μας θα αναφερθούμε μόνο στους κύριους λόγους (ζητήματα), που τέθηκαν προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου από τα προσφεύγοντα Κράτη-μέλη. Αυτά είναι: (α) η επιλογή του άρθρου 322 ΣΛΕΕ ως νομικής βάσης του Κανονισμού 2020/2092, (β) η καταστρατήγηση των άρθρων 7 ΣΕΕ και 269 ΣΛΕΕ, (γ) η παραβίαση του άρθρου 4 παρ. 2 ΣΕΕ και των αρχών της ισότητας των Κρατών-μελών και του σεβασμού της συνταγματικής τους ταυτότητας (ο λόγος αυτός προβλήθηκε από την Πολωνία) και (δ) η παραβίαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου.  Προδικαστικά το Δικαστήριο κλήθηκε να τοποθετηθεί σε ένα σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με τα διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας. 


Δες τo σχόλιο εδώ        

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com                                



 CES-Duth Working Paper 3/2022

 Η αιρεσιμότητα (conditionality) στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: 
Τεχνικό εργαλείο συμμόρφωσης ή «συνταγματική» αρχή με ευρύτερες επιπτώσεις;

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(Η μελέτη αποτελεί τη συμβολή μας στον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο 
Κωνσταντίνου Καλαβρού)


Η μακρόσυρτη διαδικασία υιοθέτησης του Κανονισμού 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης έφερε, μεταξύ άλλων, στο προσκήνιο, όσο ποτέ άλλοτε, το ζήτημα της αιρεσιμότητας (conditionality), ως εργαλείο διακυβέρνησης σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα, όπως αυτό της Ένωσης. Ο Κανονισμός θεσπίζει μηχανισμό αιρεσιμότητας κράτους δικαίου, όταν οι παραβιάσεις του εκ μέρους των Κρατών-μελών θίγουν κατά τρόπο επαρκώς άμεσο τον προϋπολογισμό και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, Θυμίζουμε ότι η αιρεσιμότητα έγινε ευρύτερα γνωστή στο ελληνικό κοινό με τη μορφή των «αυστηρών όρων πολιτικής», που αποτυπώθηκαν στα Μνημόνια που κλήθηκε να εφαρμόσει η χώρα μας κατά τη διάρκεια της χρηματοδοτικής κρίσης της περιόδου 2010 – 2018. Τι είναι, όμως, η περιβόητη αιρεσιμότητα; 

O όρος αιρεσιμότητα (conditionality) «αναφέρεται στην υιοθέτηση μιας καθορισμένης συμπεριφοράς από τις κυβερνήσεις ή τους ιδιωτικούς φορείς, επειδή η εν λόγω συμπεριφορά αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση σε ένα υποσχόμενο όφελος από την ΕΕ». Με άλλα λόγια είναι η σύνδεση μιας παροχής με την εκπλήρωση ορισμένων όρων ή μιας δεδομένης συμπεριφοράς.

Σήμερα η  αιρεσιμότητας στην έννομη τάξη της Ένωσης «γίνεται συστημική», αποτελεί πλέον «μια καθιερωμένη πρακτική» και ένα «καθοριστικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», με τάση εφαρμογής της και σε άλλους τομείς, όπως η μετανάστευση, το άσυλο και την κλιματική αλλαγή. Ενώ, όμως, «η αιρεσιμότητα ήρθε για να μείνει» με σοβαρές επιπτώσεις στην ενοποιητική διαδικασία η ΕΕ στερείται ακόμη ενός «δόγματος αιρεσιμότητας» αντίστοιχου με αυτό των ΗΠΑ ή για να είμαστε πιο σαφείς φαίνεται ότι βρισκόμαστε στις απαρχές της δημιουργίας ενός τέτοιου δόγματος.  

Όπως συνάγεται και από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές ακυρώσεως του Κανονισμού 2020/2092, που άσκησαν η Ουγγαρία και η Πολωνία, η αιρεσιμότητα και η σύμφυτη λογική του «οφέλους σε αντάλλαγμα μιας καλής συμπεριφοράς» μπορεί, ιδιαίτερα η «εσωτερική αιρεσιμότητα» (στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των Κρατών-μελών της), να έχει αντίκτυπο σε βασικές «συνταγματικές» αρχές της ‘Ένωσης, όπως η αρχή της ισότητας των Κρατών-μελών, η αρχή της πίστης, της αλληλεγγύης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ενώ επιπτώσεις υπάρχουν και στην κατανομή αρμοδιοτήτων είτε πρόκειται για κάθετη είτε πρόκειται για οριζόντια. Τα ζητήματα αυτά επιχειρεί να προσεγγίσει η μελέτη, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τη συζήτηση και την ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ αυτών που αντιτίθενται στην αιρεσιμότητα και των υποστηρικτών της. 

Δες τη μελέτη εδώ


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com                                


Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΕ: ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Υπόθεση C-13/20, Top System SA κατά État belge – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 1, της Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο «1. Ελλείψει ειδικών συμβατικών διατάξεων, δεν απαιτείται η άδεια του δικαιούχου για τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 στοιχεία α) και β), όταν αυτές είναι αναγκαίες για την κατά προορισμό χρησιμοποίηση του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από το πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης σφαλμάτων.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Βρυξελλών του Βελγίου (cour d’appel de Bruxelles) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Top System SA και του Βελγικού Δημοσίου που αφορούσε την αντίστροφη μεταγλώττιση από το Selor (γραφείο επιλογής προσωπικού της ομοσπονδιακής διοίκησης), προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο ανέπτυξε η Top System και το οποίο αποτελεί μέρος εφαρμογής για την οποία το ως άνω γραφείο επιλογής διαθέτει άδεια χρήσεως.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 5, παρ. 1, της Οδηγίας 91/250 έχει την έννοια ότι το πρόσωπο που απέκτησε νομίμως πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή δικαιούται να προβεί στην αντίστροφη μεταγλώττιση του συνόλου ή τμήματος του προγράμματος αυτού για να διορθώσει σφάλματα που επηρεάζουν τη λειτουργία του προγράμματος, ακόμη και όταν η διόρθωση συνίσταται στην απενεργοποίηση λειτουργίας, που επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία της εφαρμογής της οποίας αποτελεί το εν λόγω πρόγραμμα.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, παρ. 1, της Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι το πρόσωπο που απέκτησε νομίμως πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή δικαιούται να προβεί στην ανωτέρω διεργασία της αντίστροφης μεταγλώττισης σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Υπόθεση C-866/19 SC κατά Zakład Ubezpieczeń Społecznych I Oddział w Warszawie - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 52, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.  Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής: α)….β) με τον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού και, εν συνεχεία, ενός πραγματικού ποσού (αναλογική παροχή), ως εξής: i) το θεωρητικό ποσό της παροχής ισούται προς την παροχή την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφάλισης ή/και κατοικίας οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί δυνάμει των νομοθεσιών των άλλων κρατών μελών είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας, κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της παροχής· εάν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί, το ποσό αυτό εκλαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό· ii) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της αναλογικής παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού κατ’ αναλογίαν της διάρκειας των περιόδων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας σε σχέση προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την επέλευση του κινδύνου δυνάμει των νομοθεσιών όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (ąd Najwyższy) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του SC και του υποκαταστήματος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Πολωνίας, σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της αναλογικώς επιμερισμένης σύνταξης γήρατος που πρέπει να του καταβάλει το εν λόγω όργανο.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 52, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας του Κράτους-μέλους πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για τις ανάγκες του καθορισμού του ορίου το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν οι περίοδοι ασφάλισης χωρίς καταβολή εισφορών σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης με καταβολή εισφορών σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Κράτους-μέλους, όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλων Κρατών-μελών, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού και του πραγματικού ποσού της παροχής.

Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το άρθρο 52, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους οφείλει, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού της παροχής να λάβει υπόψη όλες τις περιόδους ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, ενώ ο υπολογισμός του πραγματικού ποσού της παροχής γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τις περιόδους ασφάλισης που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, Υπόθεση C-683/19, Viesgo Iαnfraestructuras Energéticas SL κατά Administración General del Estado κ.λπ. - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας (Tribunal Supremo) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Viesgo Infraestructuras Energéticas SL, πρώην E.ON España SLU, και, αφετέρου, του Ισπανικού Δημοσίου και ισπανικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, σχετικά με τη νομιμότητα του συστήματος χρηματοδοτήσεως υποχρεώσεως παροχής υπηρεσίας κοινής ωφέλειας συνιστάμενης σε έκπτωση επί της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας της οποίας επωφελούνται ορισμένοι ευάλωτοι καταναλωτές.

Οι προσφεύγουσες, εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην ισπανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κλήθηκαν να συμβάλουν στη χρηματοδότηση μέτρου κοινωνικού χαρακτήρα για την αρωγή υπέρ ευάλωτων καταναλωτών στην Ισπανία. Ο Ισπανός νομοθέτης χαρακτήρισε την εν λόγω υποχρέωση ως «υποχρέωση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ. Μία από τις προσφεύγουσες προσέβαλε τη συμβατότητα της εν λόγω υποχρεώσεως χρηματοδοτήσεως με το δίκαιο της Ένωσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ισπανίας.

Το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο έκανε δεκτή την προσφυγή. Κατά το Ανώτατο Δικαστήριο, οι απαιτήσεις συμβατότητας που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2009/72 αποτελούν «σαφή πράξη» (acte clair) και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαία η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Εντούτοις, αποφαινόμενο κατόπιν προσφυγής στο πλαίσιο της προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων, το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο) εξαφάνισε την ως άνω απόφαση. Το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο έκρινε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εσφαλμένα διαπιστώσει την ύπαρξη «σαφούς πράξεως» (acte clair), προσβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα συνταγματικά δικαιώματα του Ισπανικού Δημοσίου, καθόσον το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε το εσωτερικό δίκαιο ασύμβατο με το δίκαιο της Ένωσης χωρίς να έχει προηγουμένως υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ζητώντας από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας της υποχρεώσεως χρηματοδοτήσεως που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2009/72.

Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2009/72 έχει την έννοια ότι αποκλείει την άνευ χρονικού περιορισμού και άνευ μέτρων αντισταθμίσεως θέσπιση του συστήματος χρηματοδοτήσεως υποχρεώσεως παροχής υπηρεσίας κοινής ωφέλειας, η οποία συνίσταται στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε μειωμένη τιμή σε ορισμένους ευάλωτους καταναλωτές.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η απαίτηση περί τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, η οποία απορρέει από τη σχετική με τη διάταξη αυτή νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη υπέχουν την υποχρέωση να επανεξετάζουν περιοδικώς και ανά σύντομα διαστήματα ένα τέτοιο σύστημα χρηματοδοτήσεως.

Επίσης, όσον αφορά την απουσία μέτρων αντισταθμίσεως, διαπιστώθηκε ότι το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2009/72 δεν κάνει καμία αναφορά σε ενδεχόμενη υποχρέωση αντισταθμίσεως όταν τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις επιχειρήσεις του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας δυνάμει της εν λόγω διατάξεως. 

4. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż., Υπόθεση C-487/19 - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 2 και 6, παρ. 1 και 3, και 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (Sąd Najwyższy) στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο δικαστής W.Ż. σχετικά με πόρισμα βάσει του οποίου το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο της Πολωνίας, (KRS) αποφάσισε την περάτωση της διαδικασίας επί της προσφυγής του W.Ż. κατά αποφάσεως του προέδρου του περιφερειακού δικαστηρίου με την οποία διετάχθη η μετακίνηση του W.Ż. σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου αυτού και κατά του οποίου ο W.Ż. άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνοδευόμενη από αίτηση εξαιρέσεως όλων των δικαστών του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που καλούνταν να εξετάσουν την προσφυγή του.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση εξαιρέσεως αφορώσα την εκδίκαση προσφυγής ενός δικαστή, η οποία βάλλει κατά της αποφάσεως με την οποία αυτός μετακινήθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή του από το τμήμα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούσε σε άλλο, οφείλει να θεωρήσει ανυπόστατη τη διάταξη με την οποία ένα δικαστήριο, αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό και στο πλαίσιο μονομελούς δικαστικού σχηματισμού, απέρριψε την ανωτέρω προσφυγή για τον λόγο ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε ο διορισμός του δικαστή που αποφαίνεται ως μονομελής δικαστικός σχηματισμός, ο δικαστής αυτός δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο διορισμός αυτός πραγματοποιήθηκε κατά πρόδηλη παράβαση θεμελιωδών κανόνων οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των κανόνων που διέπουν τη συγκρότηση και τη λειτουργία του οικείου δικαιοδοτικού συστήματος και ότι το αδιάβλητο του αποτελέσματος στο οποίο κατέληξε η εν λόγω διαδικασία υπονομεύεται, δημιουργώντας εύλογες αμφιβολίες στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του οικείου δικαστή.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, Υπόθεση C-233/20, WD κατά job-medium GmbH - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του WD και, αφετέρου, της πρώην εργοδότριάς του, εταιρίας με την επωνυμία job-medium. Αντικείμενο της διαφοράς ήταν η αξίωση του WD περί καταβολής χρηματικής αποζημίωσης για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι αποτέλεσμα της απόφασης του εργαζομένου να καταγγείλει πρόωρα τη σύμβαση εργασίας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη προθεσμία προειδοποίησης.

Το νομικό ζήτημα αν το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου κατά την οποία δεν καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών του τρέχοντος τελευταίου έτους εργασίας, στην περίπτωση πρόωρης και χωρίς σπουδαίο λόγο λύσης της σχέσης εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου ή της εργαζομένης.

Το Δικαστήριο έκρινε, αρχικά, ότι το άρθρο 7 παρ. 2, της Οδηγίας 2003/88 δεν θέτει καμία προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος χρηματικής αποζημιώσεως, πέραν εκείνης κατά την οποία, αφενός, η σχέση εργασίας πρέπει να έχει λυθεί και, αφετέρου, ο εργαζόμενος ή η εργαζομένη δεν πρέπει να έχει λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία εδικαιούτο, κατά τον χρόνο λύσεως της σχέσεως αυτής. 

Εν τέλει, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Υπόθεση C-852/19, prokuratura κατά Ivan Gavanozov - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε  την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 4, και του άρθρου 14, παρ. 1 έως 4, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις καθώς και των άρθρων 7 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το ειδικό ποινικό δικαστήριο της Βουλγαρίας, (Spetsializiran nakazatelen sad) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Ivan Gavanozov, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι ηγούνταν εγκληματικής οργανώσεως και ότι διέπραξε φορολογικές παραβάσεις. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά ο Ivan Gavanozov διώκεται ποινικά στη Βουλγαρία για αδικήματα σχετικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας συνδεόμενα κατά τα φαινόμενα, με τη συμμετοχή εικονικών εταιριών, συμπεριλαμβανομένης μιας εταιρίας που εδρεύει στην Τσεχική Δημοκρατία και του εκπροσώπου της, ο οποίος, πλέον, αποτελεί μάρτυρα στην ποινική διαδικασία. Το εθνικό δικαστήριο διέταξε τη διενέργεια έρευνας στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις της τσεχικής εταιρίας, τη διενέργεια έρευνας στην κατοικία του μάρτυρα, την κατάσχεση ορισμένων εγγράφων, εφόσον βρεθούν, και την εξέταση του μάρτυρα μέσω εικονοτηλεδιασκέψεως. Δεδομένου ότι η συλλογή αυτή αποδείξεων έπρεπε να γίνει στην Τσεχική Δημοκρατία, το αιτούν δικαστήριο έκρινε αναγκαία την έκδοση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 4, και το άρθρο 14, παρ. 1 έως 4, της Οδηγίας 2014/41 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση Κράτους-μέλους εκδόσεως ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που δεν προβλέπει κανένα μέσο ένδικης προστασίας κατά της εκδόσεως Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας με αντικείμενο τη διενέργεια έρευνας και κατασχέσεως καθώς και τη διοργάνωση εξέταση εξετάσεως μάρτυρα με εικονοτηλεδιάσκεψη.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Ποινικές διαδικασίες κατά WB κ.λπ., Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-748/19 έως C-754/19 – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν, κυρίως, την ερμηνεία αφενός, του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, εξεταζόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 2 ΣΕΕ, και αφετέρου, του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της Οδηγίας 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν από περιφερειακό δικαστήριο της Βαρσοβίας στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατά των WB (C‑748/19), XA και YZ (C‑749/19), DT (C‑750/19), ZY (C‑751/19), AX (C‑752/19), BV (C‑753/19) και CU (C‑754/19).

Tο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος συγχρόνως έχει και την ιδιότητα του γενικού εισαγγελέα, μπορεί, βάσει κριτηρίων που δεν δημοσιοποιούνται, να αποσπά δικαστές σε ανώτερα δικαστήρια επ’ αορίστω και να ανακαλεί ανά πάσα στιγμή την εν λόγω απόσπαση κατά διακριτική ευχέρεια.

Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι οι ανωτέρω εθνικές ρυθμίσεις  θέτουν υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία των δικαστών και της δικαιοσύνης, συνεπώς αντιτίθενται στο επίμαχο ενωσιακό δίκαιο.

8. Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Υπόθεση C-497/20, Randstad Italia SpA κατά Umana SpA κ.λπ.

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3, και του άρθρου 19, παρ. 1, ΣΕΕ, καθώς και του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης), όπως επίσης και του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Randstad Italia SpA και της τοπικής υπηρεσίας υγειονομικής περίθαλψης της περιφέρειας της Κοιλάδας της Αόστης της Ιταλίας και Synergie Italia agenzia per il Lavoro SpA  με αντικείμενο, αφενός, τον αποκλεισμό της Randstad από διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης και, αφετέρου, το νομότυπο της εν λόγω διαδικασίας.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίμαχο δίκαιο της ΕΕ αντιτίθεται σε διάταξη του εσωτερικού δικαίου Κράτους-μέλους η οποία, κατά την εθνική νομολογία, έχει ως αποτέλεσμα οι διοικούμενοι, όπως οι προσφέροντες που συμμετείχαν σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας συμβάσεως, να μην μπορούν να αμφισβητήσουν, στο πλαίσιο ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου του εν λόγω Κράτους-μέλους, τη συμβατότητα αποφάσεως του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου του ίδιου Κράτους-μέλους με το δίκαιο της Ένωσης.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική διάταξη 

9. Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Υπόθεση C-490/20, V.М.А. κατά Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo»

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, ΣΕΕ, των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 7, 9, 24 και 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Σόφιας της Βουλγαρίας (Administrativen sad Sofia-grad) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της V.M.A. και του Δήμου Σόφιας, δημοτικό διαμέρισμα Pancharevo (Βουλγαρία), σχετικά με την άρνηση του προαναφερθέντος δήμου να εκδώσει πιστοποιητικό γεννήσεως της θυγατέρας της V.M.A. και της συζύγου της.

Η V.M.A. ήταν πολίτης της Βουλγαρίας και η K.D.K. πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου. Η K.D.K. γεννήθηκε στο Γιβραλτάρ, όπου οι δύο γυναίκες παντρεύτηκαν το 2018. Από το 2015, διαμένουν στην Ισπανία.

Τον Δεκέμβριο του 2019 η V.M.A. και η K.D.K. απέκτησαν θυγατέρα, την S.D.K.A., η οποία γεννήθηκε και διαμένει μαζί με τους δύο γονείς της στην Ισπανία. Το πιστοποιητικό γεννήσεως της εν λόγω θυγατέρας, το οποίο εκδόθηκε από τις ισπανικές αρχές, αναγράφει τη V.M.A. ως «μητέρα Α» και την K.D.K. ως «μητέρα» του τέκνου.

Η V.М.А. ζήτησε από τον Δήμο Σόφιας να της χορηγήσει πιστοποιητικό γεννήσεως της S.D.K.A., το οποίο ήταν, μεταξύ άλλων, αναγκαίο για την έκδοση βουλγαρικού εγγράφου ταυτότητας. Ο Δήμος Σόφιας ζήτησε από τη V.М.А. να προσκομίσει, εντός επτά ημερών, στοιχεία που να αποδεικνύουν ποια είναι η βιολογική μητέρα της S.D.K.A. Η V.М.А. απάντησε στον Δήμο Σόφιας ότι, βάσει της κείμενης βουλγαρικής νομοθεσίας, δεν υποχρεούτο να προσκομίσει τις ζητηθείσες πληροφορίες και στη συνέχεια ο Δήμος απέρριψε την αίτηση.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το δίκαιο της Ένωσης υποχρεώνει ένα Κράτος-μέλος να εκδώσει πιστοποιητικό γεννήσεως με σκοπό την απόκτηση εγγράφου ταυτότητας, κατά τα προβλεπόμενα στην εθνική νομοθεσία, για τέκνο το οποίο είναι πολίτης του οικείου Κράτους-μέλους και του οποίου η γέννηση σε άλλο Κράτος-μέλος πιστοποιείται από πιστοποιητικό γεννήσεως εκδοθέν από τις αρχές αυτού του άλλου Κράτους-μέλους σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία, όπου αναγράφονται ως μητέρες του τέκνου μια πολίτης του πρώτου εξ αυτών των Κρατών-μελών και η σύζυγός της, χωρίς να διασαφηνίζει ποια από τις δύο γυναίκες είναι η βιολογική μητέρα του τέκνου. 

Το ΔΕΕ έκρινε το κράτος μέλος του οποίου το εν λόγω τέκνο είναι πολίτης υποχρεούται, αφενός, να του χορηγήσει ταυτότητα ή διαβατήριο χωρίς να απαιτείται η έκδοση πιστοποιητικού γεννήσεως από τις δικές του αρμόδιες αρχές και, αφετέρου, να αναγνωρίσει, όπως και κάθε άλλο κράτος μέλος, το έγγραφο το οποίο προέρχεται από το κράτος μέλος υποδοχής και το οποίο καθιστά δυνατό για το εν λόγω τέκνο να ασκήσει με καθένα εκ των προαναφερθέντων προσώπων το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών.


 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 3/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΕ: ΙΟΥΝΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Υπόθεση C-709/20, CG κατά The Department for Communities in Northern Ireland – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ και υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κοινωνικών και φορολογικών υποθέσεων της Βόρειας Ιρλανδίας  του Ηνωμένου Βασίλειου (Appeal Tribunal for Northern Ireland). Σύμφωνα με το άρθρο 24 της Οδηγίας 2004/38 «1. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της συνθήκης. Το ευεργέτημα του δικαιώματος αυτού εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο β), ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, […] πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και […] μέλη των οικογενειών τους.». Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της CG, έχουσας διπλή ιθαγένεια, κροατική και ολλανδική και διαμένουσας στη Βόρεια Ιρλανδία (Ηνωμένο Βασίλειο) από το 2018, και του Υπουργείου Κοινοτήτων της Βόρειας Ιρλανδίας σχετικά με την εκ μέρους του δευτέρου απόρριψη της αιτήσεως της πρώτης για τη χορήγηση κοινωνικής παροχής.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 24 της Οδηγίας 2004/38 αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους υποδοχής που αποκλείει από το ευεργέτημα κοινωνικών παροχών τους οικονομικώς ανενεργούς πολίτες της Ένωσης, δηλαδή αυτούς που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και στους οποίους το εν λόγω κράτος μέλος παρέσχε, βάσει του εθνικού δικαίου, δικαίωμα προσωρινής διαμονής, μολονότι διασφαλίζεται η χορήγηση των παροχών αυτών στους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους που τελούν στην ίδια κατάσταση.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 24 της Oδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση κράτους μέλους υποδοχής. Ωστόσο, καθόσον πολίτης της Ένωσης διαμένει νομίμως, βάσει του εθνικού δικαίου, εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, οι αρμόδιες για τη χορήγηση κοινωνικών παροχών εθνικές αρχές οφείλουν να διακριβώνουν ότι ενδεχόμενη απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση τέτοιων παροχών βάσει της ρυθμίσεως αυτής δεν εκθέτει τον πολίτη της Ένωσης, καθώς και τα τέκνα που αυτός συντηρεί, σε συγκεκριμένο και ενεστώτα κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, όπως κατοχυρώνονται με τα άρθρα 1, 7 και 24 του Χάρτη. 

2. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Υπόθεση C-178/20, Pharma Expressz Szolgáltató és Kereskedelmi Kft κατά Országos Gyógyszerészeti és Élelmezés-egészségügyi Intézet – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 70 έως 73 της Οδηγίας 2001/83/ΕΚ περί Κοινοτικού Κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση και του άρθρου 36 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο Βουδαπέστης της Ουγγαρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Pharma Expressz Szolgáltató és Kereskedelmi Kft και του Εθνικού Ινστιτούτου Φαρμάκων και Διατροφής σχετικά με την πώληση στην Ουγγαρία φαρμάκου το οποίο δεν είχε λάβει στην Ουγγαρία άδεια κυκλοφορίας στην αγορά (ΑΚΑ), αλλά διέθετε ΑΚΑ σε άλλο Κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), στο οποίο χορηγούνταν χωρίς ιατρική συνταγή.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 36 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι ποσοτικός περιορισμός επί των εισαγωγών, ο οποίος επιβάλλει, για τη χορήγηση φαρμάκου το οποίο δεν διαθέτει ΑΚΑ, ιατρική συνταγή και βεβαίωση της αρμόδιας για θέματα υγείας αρχής δικαιολογείται από λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, ακόμη και αν το φάρμακο αυτό έχει καταχωρισθεί σε άλλο κράτος μέλος ως φάρμακο που μπορεί να χορηγηθεί χωρίς ιατρική συνταγή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανωτέρω κρατική ρύθμιση δεν αποτελεί ποσοτικό περιορισμό και μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος, κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Υπόθεση C-795/19, XX κατά Tartu Vangla  - Προδικαστική 

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 2, και του άρθρου 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας (Riigikohus) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του XX και της φυλακής του Tartu κατόπιν της απόφασης του διευθυντή της τελευταίας να απολύσει τον XX λόγω μη τήρησης των απαιτήσεων σχετικά με την ακουστική οξύτητα των σωφρονιστικών υπαλλήλων.

Ο προσφεύγων απασχολήθηκε στη φυλακή του Tartu ως σωφρονιστικός υπάλληλος επί σχεδόν δεκαπέντε έτη. Εργάστηκε ως φύλακας στο τμήμα «Κράτηση» της φυλακής αυτής και, εν συνεχεία, ως φύλακας στο τμήμα «Επιτήρηση» της φυλακής.

Οι υπηρεσιακές υποχρεώσεις του στην τελευταία αυτή θέση περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την εποπτεία, σύμφωνα με τις οδηγίες, προσώπων τελούντων υπό ηλεκτρονική επιτήρηση μέσω ενός συστήματος παρακολούθησης καθώς και τη διαβίβαση πληροφοριών σχετικών με τα πρόσωπα αυτά, την παρακολούθηση των συσκευών ελέγχου και σηματοδότησης, την αντίδραση και την παροχή πληροφοριών ιδίως σε περίπτωση συναγερμού, καθώς και τη διαπίστωση παραβάσεων του εσωτερικού κανονισμού της φυλακής.

Από ιατρικό πιστοποιητικό προέκυψε ότι το όριο αντίληψης του ήχου στο αριστερό αυτί του προσφεύγοντος πληρούσε τις απαιτήσεις της κανονιστικής απόφασης υπ’ αριθ. 12, ενώ, στο δεξί του αυτί, ανερχόταν σε 55 έως 75 ντεσιμπέλ (dB) για τις συχνότητες από 500 έως 2 000 χερτζ (Hz). Κατά τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, επρόκειτο για πρόβλημα ακοής το οποίο υφίστατο από την παιδική του ηλικία.

Εν συνεχεία, ο διευθυντής της φυλακής του Tartu απέλυσε τον προσφεύγοντα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εσθονικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του άρθρου 5 της κανονιστικής αυτής απόφασης, για τον λόγο ότι η ακουστική οξύτητά του δεν πληρούσε τα καθοριζόμενα από την κανονιστική απόφαση ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι είναι απολύτως αδύνατο να παραμείνει στα καθήκοντά του σωφρονιστικός υπάλληλος του οποίου η ακουστική οξύτητα δεν ανταποκρίνεται στα καθοριζόμενα από τη ρύθμιση αυτή ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου, χωρίς να επιτρέπει τη χρήση μέσων διόρθωσης κατά την εκτίμηση της τήρησης των απαιτήσεων σχετικά με την ακουστική οξύτητα.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι  το επίδικο δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι είναι απολύτως αδύνατο να παραμείνει στα καθήκοντά του σωφρονιστικός υπάλληλος σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά

4. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Υπόθεση C-791/19, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας - Παράβαση Κράτους-μέλους 

Η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε προσφυγή για παράβαση ασκηθείσα από την Επιτροπή κατά της Πολωνίας. Η Επιτροπή ζήτησε, μεταξύ άλλων, από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Πολωνία: α) επιτρέποντας τον χαρακτηρισμό του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων ως πειθαρχικού αδικήματος όσον αφορά τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων, β) μη διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου (πειθαρχικό τμήμα), στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει ο έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδονται επί πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών, γ) παρέχοντας στον πρόεδρο του πειθαρχικού τμήματος διακριτική ευχέρεια κατά τον ορισμό του αρμόδιου σε πρώτο βαθμό πειθαρχικού δικαστηρίου σε υποθέσεις δικαστών των τακτικών δικαστηρίων παραβίασε  τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Πολωνία παραβίασε τις υποχρεώσεις της που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

5. ΔΕΕ Απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Υπόθεση C-371/20, Peek & Cloppenburg KG, légalement représentée par Peek & Cloppenburg Düsseldorf Komplementär B.V. κατά Peek & Cloppenburg KG, légalement représentée par Van Graaf Management GmbH - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του σημείου 11, πρώτο τμήμα περιόδου, του παραρτήματος I της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με το παράρτημα I της Οδηγίας, τιτλοφορούμενο «Εμπορικές πρακτικές οι οποίες, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, κρίνονται αθέμιτες» (ειδικότερα το σημείο 11) η «χρήση ανακοινώσεων στα μέσα, για την προώθηση ενός προϊόντος, πληρωμένων από τον εμπορευόμενο, χωρίς αυτό να γίνεται σαφές από το περιεχόμενο της ανακοίνωσης ή από εικόνα ή ήχο σαφώς αναγνωρίσιμα από τον καταναλωτή (κεκαλυμμένη διαφήμιση)». H αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Peek & Cloppenburg KG, νομίμως εκπροσωπούμενης από την Peek & Cloppenburg Düsseldorf Komplementär BV και της Peek & Cloppenburg KG, νομίμως εκπροσωπούμενης από την Van Graaf Management GmbH, νομικώς και οικονομικώς ανεξάρτητων εταιριών, σχετικά με τον αθέμιτο χαρακτήρα διαφημιστικής ενέργειας.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το σημείο 11, πρώτο τμήμα περιόδου, του παραρτήματος I της Οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι η προϋπόθεση πληρωμής την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή καλύπτει κάθε είδους παροχή εκ μέρους του εμπορευομένου και κάθε οικονομικό πλεονέκτημα παρεχόμενο από αυτόν προκειμένου να δημοσιευθεί ένα άρθρο και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η εν λόγω παροχή πρέπει να πραγματοποιείται ως άμεσο αντάλλαγμα για την ως άνω δημοσίευση.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το σημείο 11, πρώτο τμήμα περιόδου, του παραρτήματος I της Οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι η προώθηση προϊόντος μέσω δημοσιεύσεως ανακοινώσεως στα μέσα είναι «πληρωμένη» από εμπορευόμενο, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν ο εμπορευόμενος παρέχει για τη δημοσίευση αντάλλαγμα έχον περιουσιακή αξία, είτε με τη μορφή της καταβολής χρηματικού ποσού είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, εφόσον υφίσταται βέβαιη σχέση μεταξύ της με τον τρόπο αυτό πραγματοποιούμενης πληρωμής από τον εμπορευόμενο και της εν λόγω δημοσιεύσεως. Τούτο συμβαίνει ιδίως σε περίπτωση δωρεάν παραχωρήσεως από τον εμπορευόμενο εικόνων που προστατεύονται από δικαιώματα χρήσεως, στις οποίες απεικονίζονται οι εμπορικές εγκαταστάσεις του εμπορευομένου και τα προϊόντα που αυτός εμπορεύεται.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Υπόθεση C-107/19XR κατά Dopravní podnik hl. m. Prahy, a.s., Προδικαστική

Η αίτηση αφορoύσε την ερμηνεία του άρθρου 2 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω Οδηγίας, χρόνος εργασίας νοείται κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοδικείο 9ου τομέα Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία (Obvodní soud pro Prahu 9) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του XR και της Dopravní podnik hl. m. Prahy, akciová společnost (DPP), όσον αφορά την άρνηση της δεύτερης να καταβάλει στον XR το ποσό των 95 335 τσεχικών κορωνών (CZK) (περίπου 3 600 ευρώ), πλέον τόκων υπερημερίας, ως αμοιβή για τα διαλείμματα που αυτός έλαβε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του από τον Νοέμβριο του 2005 έως τον Δεκέμβριο του 2008.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν συνιστά «χρόνο εργασίας» ή «περίοδο ανάπαυσης», κατά την έννοια του άρθρου 2 της Οδηγίας 2003/88, το παρεχόμενο σε εργαζόμενο κατά τον χρόνο της ημερήσιας εργασίας διάλειμμα κατά τη διάρκεια του οποίου αυτός οφείλει, σε περίπτωση ανάγκης, να είναι σε θέση να αναχωρήσει εντός δύο λεπτών για άμεση επέμβαση και εάν ο περιστασιακός και απρόβλεπτος χαρακτήρας καθώς και η συχνότητα των επεμβάσεων αυτών κατά τον χρόνο του διαλείμματος ασκούν επίδραση στον εν λόγω χαρακτηρισμό.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το παρεχόμενο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά διάλειμμα συνιστά εργασία, εφόσον από τη σφαιρική εκτίμηση όλων των κρίσιμων περιστάσεων προκύπτει ότι οι δεσμεύσεις που επιβάλλονται στον εργαζόμενο, καθώς διαρκεί το διάλειμμα είναι τέτοιας φύσης ώστε να επηρεάζουν αντικειμενικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό την ευχέρειά του να διαχειρίζεται ελεύθερα τον χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου δεν απαιτείται να παρέχει τις επαγγελματικές του υπηρεσίες και να τον αφιερώνει στα δικά του ενδιαφέροντα.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Υπόθεση C-718/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας – Προδικαστική

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από διάφορες διατάξεις της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ.

Η συγκεκριμένη απόφαση, μεταξύ άλλων, αφορούσε το περιεχόμενο της έννοιας της «κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησης (ΚΟΕ)» στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου.

Το ΔΕΕ ως προς το ζήτημα  του ορισμού της ΚΟΕ διαπίστωσε ότι συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη των επιβαλλόμενων από την αρχή της ισότητας επιταγών της ομοιόμορφης εφαρμογής του εν λόγω δικαίου. Επομένως, το περιεχόμενο της ως άνω έννοιας δεν μπορεί να καθοριστεί με αναφορά στις γνωστές έννοιες του δικαίου των κρατών μελών ή των κατηγοριοποιήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο.

Επιπλέον, καθόσον το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 21, της οδηγίας 2009/72 και του άρθρου 2, σημείο 20, της Οδηγίας 2009/73 δεν μνημονεύει κανένα στοιχείο σχετικά με το έδαφος στο οποίο ασκεί τη δραστηριότητά της η ΚΟΕ ή τον τόπο της έδρας της, έπεται ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν επιβάλλουν κανέναν ρητό εδαφικό περιορισμό σε σχέση με την έννοια της «ΚΟΕ», βάσει του οποίου να πρέπει να θεωρηθεί ότι η έννοια αυτή αφορά τις δραστηριότητες που ασκούνται στο εσωτερικό της Ένωσης και μόνον.















Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

 CES-DUTH Working Paper 1/2022
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕE: ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2021

Επιμέλεια, Πρόλογος: Μ. Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής Νομικής Σχολής, ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline τον Απρίλιο 2022)

Προλογικό σημείωμα

Παρακάτω προσεγγίζουμε την παρουσία της Ελλάδας ενώπιον των δικαστικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το έτος 2021. Πρόκειται για μία καταγραφή, που γίνεται εκ μέρους μας ετησίως από το 2004, των αποφάσεων των ενωσιακών Δικαστηρίων με ελληνικό ενδιαφέρον, ταξινομημένων κατά θεματική ενότητα και όχι κατά την ημερομηνία έκδοσης ή το είδος διαδικασίας ή προσφυγής. Τέτοιες θεωρούμε, κυρίως, τις αποφάσεις επί προσφυγών για παράβαση που ασκήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, τις αποφάσεις επί προσφυγών ακυρώσεως, κατά παραλείψεων και αποζημιώσεως που ασκήθηκαν από την ελληνική Κυβέρνηση ή από Έλληνες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) κατά των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, τις προδικαστικές παραπομπές στο ΔΕΕ εκ μέρους ελληνικών δικαστηρίων και, ενδεχομένως, τις παραπομπές στο Δικαστήριο εκ μέρους δικαστηρίων άλλων Κρατών-μελών, στις οποίες εμπλέκεται Έλληνας ως διάδικος στην κύρια δίκη και, τέλος, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου (ΔΕΕ) επί αναιρέσεων κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (ΓΔΕΕ). 

Στην παρουσίαση καταγράφονται μόνο οι οριστικές αποφάσεις του ΔΕΕ ή του ΓΔΕΕ και όχι οι εισαχθείσες υποθέσεις κατά την περίοδο αναφοράς ή οι υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση αλλά βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο (π.χ. έχουν δημοσιευθεί οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα). Η αναφορά περιορίζεται στον τίτλο της απόφασης (Δικαστήριο, αριθμός απόφασης, διάδικοι, ημερομηνία εκδόσεως), στη συνοπτική περίληψη καθώς και στο διατακτικό της ενώ δεν περιλαμβάνει άλλα μέρη και, κυρίως, το σκεπτικό της απόφασης. Οι ενδιαφερόμενοι, πάντως, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη διαδικτυακή πύλη του ΔΕΕ (http://curia.eu.int) για να αντλήσουν το σύνολο των στοιχείων μίας αποφάσεως, που τους ενδιαφέρει. Από τη μελέτη των ελληνικού ενδιαφέροντος αποφάσεων των Δικαστηρίων της ΕΕ θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: 

1. Κατά την περίοδο αναφοράς (2021) καταγράφτηκαν  έντεκα (11) αποφάσεις με ελληνικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν παραπάνω. Έτσι, ο αριθμός των αποφάσεων επανήλθε εκεί που ήταν πριν από την πανδημία COVID-19, όταν και παρατηρήθηκε επιβράδυνση στις εργασίες του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο του 2020 (το 2018 και το 2019 καταγράφτηκαν 12 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος ενώ το 2020 μόλις 6).

Το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται από τη διαχρονική έρευνα της παρουσίας της Ελλάδας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι ο ετήσιος αριθμός αποφάσεων με ελληνικό ενδιαφέρον δεν μπορεί να αυξηθεί θεαματικά, πρωτίστως, γιατί ο αριθμός ελληνικών προδικαστικών παραπομπών παραμένει εξαιρετικά χαμηλός, αποκλίνοντας σημαντικά από τους αριθμούς άλλων Κρατών-μελών και κατά δεύτερο λόγο στην σημαντική μείωση των καταδικαστικών αποφάσεων κατόπιν προσφυγών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή για παράβαση). 

2. Και το 2021 παρουσιάζεται η ίδια βελτιωμένη εικόνα της χώρας μας σε ότι αφορά τις παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, που παρατηρείται από το 2010 και μετά. Έτσι, από τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των είκοσι δύο  (22) αποφάσεων του Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν το 2009, με τις οποίες αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ η παραβίαση των υποχρεώσεων εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, καταγράφεται μόλις μία (1) καταδικαστική απόφαση (κρατικές ενισχύσεις) κατά την περίοδο αναφοράς. Ο αριθμός αποτελεί την καλύτερη επίδοση της χώρας μας, σε σχέση με τη συμμόρφωση στις υποχρεώσεις της και κινείται στο μέσο όρο του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων ανά Κράτος-μέλος στην Ένωση των 27, που είναι περίπου 1 έως 1,2  αποφάσεις με τις οποίες το ΔΕΕ αναγνωρίζει παραβίαση του ενωσιακού δικαίου.  Οι λόγοι αυτής της βελτίωσης έχουν εκτεθεί διεξοδικά στο αντίστοιχο σημείωμά μας για το 2014, οπότε παρέλκει η εκτενής επανάληψή τους. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι αυτή, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται: στη σημασία που φαίνεται να αποδίδει πλέον η χώρα μας στην τήρηση των υποχρεώσεών της έναντι της Ένωσης, στην προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω της την κατηγορία του Κράτους – παραβάτη των υποχρεώσεών του και ταυτόχρονα να ενδυναμώσει τις διαπραγματευτικές δυνατότητές της εντός της ενωσιακών θεσμών και, τέλος, στη βελτίωση των ρυθμών με τους οποίους η ελληνική δημόσια διοίκηση προωθεί την ενσωμάτωση κανόνων του ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη αλλά και των δυνατοτήτων συνεννόησης και διαπραγμάτευσης με την Επιτροπή, με σκοπό τη διευθέτηση των παραβιάσεων σε προδικαστικό στάδιο. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι δεν παρατηρείται  καταδικαστική απόφαση, που να αφορά τον τομέα του περιβάλλοντος, που ιστορικά αποτελεί τον τομέα της ενωσιακής νομοθεσίας, στον οποίο σημειώνονται οι περισσότερες παραβιάσεις τόσο από την χώρα μας όσο και από τα υπόλοιπα  Κράτη-μέλη.  Το γεγονός αυτό, βέβαια, θα πρέπει να αξιολογηθεί τα επόμενα χρόνια, για να κριθεί αν είναι ευκαιριακό ή έχει μονιμότερο χαρακτήρα.   

3. Το 2021 εντοπίζεται μόνο μία (1) απόφαση του ΔΕΕ επί προδικαστικής  παραπομπής κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, προερχόμενη από τον Άρειο Πάγο. Η σταθερά μικρή έως ελάχιστη συνεργασία των ελληνικών δικαστηρίων με το ΔΕΕ επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε παρουσιάζοντας την ελληνική παρουσία στα δικαστικά όργανα της Ένωσης για την προηγούμενη πενταετία, ορισμένα εκ των οποίων είμαστε υποχρεωμένοι σε γενικές γραμμές να επαναλάβουμε: 

Πρώτον, ο εξαιρετικά μικρός αριθμός των προδικαστικών παραπομπών εκ μέρους των ελληνικών δικαστηρίων  κινείται σε ρυθμούς αντίθετους με την ευρωπαϊκή τάση αύξησης του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και αντιμετώπισης τόσο από τις Νομικές Σχολές όσο και από τα αρμόδια διοικητικά και εκπαιδευτικά όργανα της δικαιοσύνης. Κατά τη γνώμη μας δεν περιποιεί τιμή για το δικαστικό σύστημα της χώρας η 22η θέση μεταξύ 27 Κρατών-μελών με βάση των αριθμό προδικαστικών παραπομπών στο ΔΕΕ στο διάστημα 2016 – 2020. 

Δεύτερον, δεν φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών προερχομένων από τα ελληνικά δικαστήρια τα εξής γεγονότα: η αναγνώριση από το ΔΕΚ, με τη γνωστή απόφαση Köbler, της ευθύνης των Κρατών-μελών σε αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, όταν αυτές είναι αντίθετες με ενωσιακό δίκαιο (εξωσυμβατική ευθύνη), η σημαντική βελτίωση στις επιδόσεις του ΔΕΕ όσον αφορά το χρόνο, που απαιτείται για την έκδοση εκ μέρους του αποφάσεων επί προδικαστικών παραπομπών (κατά μέσο όρο 16 μήνες), η καθιέρωση ταχείας διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, καθώς και η σημαντική αύξηση της δικαστικής ύλης στο πλαίσιο των πολιτικών του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (Μετανάστευση, Άσυλο, Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία στις Ποινικές Υποθέσεις, Δικαστική Συνεργασία στις Αστικέ Υποθέσεις). Στα γεγονότα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και την πρόσφατη καταδίκη Κράτους-μέλους (Γαλλίας) κατόπιν προσφυγής της Επιτροπής για παράβαση της υποχρέωσης προδικαστικής παραπομπής από ανώτατο δικαστήριό του.

4. Στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος θα πρέπει να επισημάνουμε, ως έχουσες ιδιαίτερη σημασία, τις παρακάτω αποφάσεις του Δικαστηρίου:

(α) Υπόθεση C 511/19, ΑΒ κατά Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών – Σπύρος Λούης,  προδικαστική παραπομπή από τον Άρειο Πάγο (Ελλάδα)

Με τα προδικαστικά ερωτήματα o Άρειος Πάγος ζήτησε κατ’ ουσία από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρα 2 και 6, παρ. 1 της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος τίθενται, έως τη λύση της σύμβασης εργασίας τους, υπό καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, το οποίο συνεπάγεται μείωση των αποδοχών τους, απώλεια της τυχόν δυνατότητας επαγγελματικής εξέλιξής τους και μείωση, ή ακόμη και απώλεια, της αποζημίωσης απόλυσης την οποία θα δικαιούνταν να λάβουν κατά τη λύση της σχέσης εργασίας. 

Τα ερωτήματα προέκυψαν όταν ο ΑΒ, ο οποίος εργάζονταν με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών – Σπύρος Λούης (ΟΑΚΑ), εντάχθηκε σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας πριν από τη συνταξιοδότησή του. Με την αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο AB αμφισβήτησε τη νομιμότητα της θέσης του υπό το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας σύμφωνα με το άρθρο  34 του νόμου 4024/2011, που περιλαμβάνεται στα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα για την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και τη μείωση των δημόσιων δαπανών στο πλαίσιο της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την οποία αντιμετώπισε το 2010. Ο ΑΒ υποστήριξε ότι η εν λόγω διάταξη εισήγαγε διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, που αντιβαίνει στην Οδηγία 2000/78, χωρίς η διαφορετική αυτή μεταχείριση να δικαιολογείται αντικειμενικά από κάποιον θεμιτό στόχο και χωρίς τα μέσα για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου να είναι πρόσφορα και αναγκαία. Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του ΑΒ, το ΟΑΚΑ άσκησε έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών το οποίο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή του ΑΒ κατά το μέρος που είχε γίνει δεκτή πρωτοδίκως. Ο AB άσκησε αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος εκτίμησε ότι δεν συντρέχει άμεση διάκριση λόγω ηλικίας, καθόσον οι διατάξεις του άρθρου 34 του νόμου 4024/2011 δεν προβλέπουν συγκεκριμένο ηλικιακό όριο για το προσωπικό που εντάσσεται στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας. Ωστόσο, διερωτήθηκε  αν το καθεστώς αυτό ενέχει έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας, καθόσον έχει εφαρμογή μόνο στους μισθωτούς που πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη γήρατος, για την οποία απαιτούνται 35 έτη ασφάλισης, και συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης εντός της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013.

Το ΔΕΕ, αφού έκρινε, αρχικά, ότι επίμαχη ελληνική διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2000/78, διαπίστωσε ότι η εφαρμογή του καθεστώτος εργασιακής εφεδρείας στηρίζεται σε κριτήριο άρρηκτα συνδεδεμένο με την ηλικία των εργαζομένων τους οποίους αφορά (συμπλήρωση 58 έτους της ηλικίας) και συνεπώς η ελληνική ρύθμιση ενέχει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στο κριτήριο της ηλικίας κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των  άρθρων 1 και 2, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας. Κατόπιν τούτων εξέτασε αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2000/78, η οποία ορίζει ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από αυτούς της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Το ΔΕΕ, αφού υπενθύμισε  ότι έχει επανειλημμένως κρίνει ότι τα Κράτη-μέλη έχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την επιλογή όχι μόνον του συγκεκριμένου σκοπού, που προτίθενται να επιδιώξουν, μεταξύ άλλων, στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αλλά και για τον καθορισμό των μέτρων επίτευξης του σκοπού αυτού, έκρινε ότι ο σκοπός της περιστολής των δημόσιων δαπανών σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα έναντι των δανειστών της δεν μπορεί να αποτελέσει αφ’ εαυτού θεμιτό σκοπό, δυνάμει του άρθρου 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78, ο οποίος να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας. Αντίθετα, έκρινε ότι η επιλογή της ένταξης των οικείων εργαζομένων στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, αντί της απόλυσής τους, μπορεί να συμβάλει στη προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης (άρθρο 3, παρ. 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ και άρθρο 9 ΣΛΕΕ)  καθώς και η δημιουργία μιας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ νεαρής ηλικίας δημόσιων υπαλλήλων και μεγαλύτερης ηλικίας δημόσιων υπαλλήλων, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την παροχή κινήτρων για την πρόσληψη και επαγγελματική προώθηση των νέων, μπορούν να αποτελέσουν θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας, στο βαθμό που το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας για τους εργαζομένους που πλησίαζαν τη συνταξιοδότηση είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αποτροπή ενδεχόμενων απολύσεων νεότερων εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη των σκοπών αυτών είναι «πρόσφορα και αναγκαία». Το ΔΕΕ διαπίστωσε σχετικά ότι το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας πρέπει να θεωρηθεί πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των ως άνω σκοπών, αφού, αφενός, η επιλογή να μην απολυθούν οι εργαζόμενοι, που πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση, αλλά να παραμείνουν στον ανήκοντα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα εργοδότη τους συμβάλλει προδήλως στην προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης και, αφετέρου, η θέσπιση του καθεστώτος αυτού, κατά το μέτρο που κατέστησε, μεταξύ άλλων, δυνατή την αποτροπή της απόλυσης όχι μόνο εργαζομένων που πλησίαζαν τη συνταξιοδότηση, αλλά επίσης και νεότερων εργαζομένων, συνέβαλε στη διασφάλιση συνολικά ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης στο πλαίσιο του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι (α) μολονότι οι θιγόμενοι εργαζόμενοι υφίστανται σημαντική μείωση των αποδοχών και απώλεια της ευκαιρίας επαγγελματικής εξέλιξης, η ένταξη στο επίδικο καθεστώς γίνεται για μικρό χρονικό διάστημα (κατ’ ανώτατο όριο για 24 μήνες) και μετά το πέρας του ως άνω διαστήματος λαμβάνουν πλήρη σύνταξη γήρατος, (β) η απώλεια της αποζημίωσης απόλυσης δεν στερείται λογικής υπό το πρίσμα του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου θεσπίστηκε η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση και (γ) η ένταξη των οικείων εργαζομένων στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας συνοδεύεται από προστατευτικά μέτρα υπέρ αυτών, με αποτέλεσμα την άμβλυνση των επιπτώσεων του ως άνω καθεστώτος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο είναι και αναγκαίο. Κατόπιν όλων των παραπάνω η απάντηση του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα του Αρείου Πάγου ήταν: 

«Το άρθρο 2 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος τίθενται, έως τη λύση της σύμβασης εργασίας τους, υπό καθεστώς εργασιακής εφεδρείας το οποίο συνεπάγεται μείωση των αποδοχών τους, απώλεια της τυχόν δυνατότητας επαγγελματικής εξέλιξής τους και μείωση, ή ακόμη και απώλεια, της αποζημίωσης απόλυσης την οποία θα δικαιούνταν να λάβουν κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, εφόσον η ρύθμιση αυτή επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία».


(β) Υπόθεση T-147/17, Νικόλαος Αναστασόπουλος και λοιποί κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης  και Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Με την προσφυγή τους οι αιτούντες στρεφόμενοι κατά της Επιτροπής και του Συμβουλίου ζήτησαν βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής υποχρεωτικής ανταλλαγής τίτλων κρατικού χρέους στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2012 (PSI) με τη συμμετοχή ιδιωτικών επενδυτές, που συνεπάγονται την εφαρμογή ρητρών συλλογικής δράσης, λόγω συμπεριφοράς ή πράξεων του Eurogroup, του προέδρου του, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ και της Επιτροπής. Προς στήριξη των αξιώσεών τους για αποζημίωση, οι αιτούντες επικαλέστηκαν αρκούντως σοβαρή παραβίαση του δικαιώματός τους για ίση μεταχείριση, που εγγυάται το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την απαγόρευση κάθε διάκρισης (άρθρο 21, παρ. 1, του Χάρτη) από τη συμπεριφορά του Eurogroup, του Προέδρου του, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και της Επιτροπής. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή από την πλευρά τους υποστήριξαν, κυρίως, ότι οι αξιώσεις των αιτούντων έχουν παραγραφεί και ότι η φερόμενη συμπεριφορά, ιδίως εκείνη του Eurogroup, δεν μπορεί να καταλογιστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο ζήτημα της παραγραφής παρουσιάστηκε διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία επήλθε η εικαζόμενη ζημία. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστήριξαν η εικαζόμενη ζημία επήλθε την επομένη της ψήφισης του νόμου 4050/2012 (PSI) ενώ σύμφωνα με τους αιτούντες αυτή επήλθε το νωρίτερα στις 9 Μαρτίου 2012, μετά το πέρας, δηλαδή, της διαδικασίας προσφοράς ανταλλαγής τίτλων. Το ΓΔΕΕ, αφού υπενθύμισε την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία η πενταετής παραγραφή των αξιώσεων για εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης αρχίζει να τρέχει όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η υποχρέωση αποκατάστασης, απέρριψε την ένσταση παραγραφής.

Στο ζήτημα του καταλογισμού των επίδικων μέτρων στην Ένωση οι προσφεύγοντες άντλησαν επιχειρήματα από την απόφαση του ΔΕΕ  στην υπόθεση Ledra Advertising σύμφωνα με την οποία τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν την υποχρέωση, όταν συμπράττουν, ως agents, σε διακυβερνητικούς μηχανισμούς (ΕΜΣ), «προφύλαξης», ακόμη και «προληπτικής παρέμβασης», η οποία συνίσταται στη διασφάλιση ότι δεν λαμβάνονται παράνομα μέτρα από τους μηχανισμούς αυτούς. Σε περίπτωση σύμπραξης η παρανομία που δημιουργεί την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης μπορεί να συνίσταται στην παραβίαση διάταξης του Χάρτη, που είναι δεσμευτική για τα θεσμικά της όργανα ακόμη και αν «ενεργούν εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης». Ειδικότερα, η Επιτροπή θα πρέπει να απέχει από την υπογραφή μνημονίου, αν διαπιστώσει ότι αυτό παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης. Το ΓΔΕΕ, αφού υπενθύμισε ότι η απλή έλλειψη νομικά δεσμευτικού χαρακτήρα των δηλώσεων του Eurogroup δεν αρκεί για να απαλλάξει την Ένωση εκ προοιμίου από την εξωσυμβατική της ευθύνη για τη συμπεριφορά ενός από τα θεσμικά της όργανα,  έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν έχουν εντοπίσει κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά, πράξη ή αδράνεια για την οποία είναι υπεύθυνη η Επιτροπή. Αντίθετα, αφενός, οι καταγγελλόμενες ενέργειες δεν αποδίδονταν στην ΕΕ αλλά στις κυρίαρχες και αυτόνομες αποφάσεις των ελληνικών αρχών, για τις οποίες, επειδή βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου (άρθρο 51 του Χάρτη), η Επιτροπή δεν ήταν και δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 παρ. 1 της ΣΕΕ, ή δεν ήταν σε θέση να αναλάβει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης για τη ζημία που φέρεται να υπέστησαν οι προσφεύγοντες μετά την εφαρμογή των επίδικων μέτρων. Από την άλλη πλευρά, οι δηλώσεις του Eurogroup, του Προέδρου του ή των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και των θεσμών, δεν συνεπάγονται καμία «εντολή», στην οποία η Επιτροπή θα μπορούσε να αντιταχθεί. Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, δεν απαιτείται να συμμετάσχει στη διαπραγμάτευση μιας πολιτικής συμφωνίας ή ενός μνημονίου συμφωνίας, που θα είχε ως αντικείμενο μια τέτοια αναδιάρθρωση. Ανεξάρτητα από τις παραπάνω διαπιστώσεις το ΓΔΕΕ εξέτασε αν υπάρχει όντως παραβίαση της αρχή της ίσης μεταχείρισης και διέκρινε ότι «οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι έπρεπε να είχαν διαφορετική μεταχείριση λόγω της ιδιαίτερης κατάστασής τους, κατά την έννοια της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία συγκρίσιμες καταστάσεις δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά και διαφορετικές καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, εκτός εάν αυτή η μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά». Τέλος, το ΓΔΕΕ απέρριψε, ως αβάσιμο, το αίτημα αποζημίωσης που στηρίχθηκε σε εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αποτέλεσμα νόμιμων πράξεων, κρίνοντας ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης του ενωσιακού δικαίου δεν υφίσταται σύστημα εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από νόμιμες πράξεις. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή αποζημιώσεως τόνισε ότι  «η ζημία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν υπερβαίνει τα όρια των οικονομικών κινδύνων που είναι εγγενείς στις εμπορικές συναλλαγές στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδίως σε συναλλαγές που αφορούν διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους που εκδόθηκαν από ένα κράτος, ιδίως όταν αυτό Το κράτος έχει, όπως και η Ελληνική Δημοκρατία από τα τέλη του 2009, μειωμένη βαθμολογία. Αντίθετα, ανεξάρτητα από τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία όλοι οι πιστωτές πρέπει να φέρουν τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας του οφειλέτη τους, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, τέτοιες συναλλαγές πραγματοποιούνται σε ιδιαίτερα ασταθείς αγορές, που συχνά υπόκεινται σε ιδιοτροπίες και ανεξέλεγκτους κινδύνους. αύξηση της αξίας των τίτλων αυτών, που μπορεί να προκαλέσει την κερδοσκοπία για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι όλοι οι αιτούντες δεν συμμετείχαν σε συναλλαγές κερδοσκοπικού χαρακτήρα, θα έπρεπε να είχαν επίγνωση των εν λόγω κινδύνων και κινδύνων σε σχέση με πιθανή σημαντική απώλεια της αξίας των τίτλων που αποκτήθηκαν». 

Με ενδιαφέρον αναμένεται η απόφαση του ΔΕΕ επί της αναιρέσεως που άσκησαν οι προσφεύγοντες στην απόφαση του ΓΔΕΕ.

Κλείνοντας αυτό το προλογικό σημείωμα θα ήθελα να ευχαριστήσω την κα  Κυριακή Ραφτοπούλου, Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, για τη συμβολή της στην έρευνα,  συγκέντρωση, επεξεργασία και ταξινόμηση του υλικού, που ακολουθεί.

Δες τις αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος εδώ        


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com                                                                                                     

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΑΠΡΛΙΟΣ -ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Υπόθεση C-896/19, Repubblika κατά Il-Prim Ministru – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 19 ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρώτο τμήμα του πολιτικού δικαστηρίου δικάζον ως Συνταγματικό Δικαστήριο της Μάλτας (Prim’Awla tal-Qorti Ċivili – Ġurisdizzjoni Kostituzzjonali) στο πλαίσιο δίκης μεταξύ της Repubblika, ενώσεως η οποία είναι καταχωρισμένη ως νομικό πρόσωπο στη Μάλτα και έχει ως σκοπό την προώθηση της προστασίας της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου στο εν λόγω Kράτος-μέλος και του Πρωθυπουργού. Αντικείμενο της δίκης ήταν η άσκηση λαϊκής αγωγής σχετικά με τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης των διατάξεων του Συντάγματος της Μάλτας που διέπει τη διαδικασία διορισμού των δικαστών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις, οι οποίες παρέχουν στον Πρωθυπουργό του οικείου Κράτους-μέλους (Μάλτα) αποφασιστική εξουσία κατά τη διαδικασία διορισμού των δικαστών, προβλέποντας συγχρόνως την παρέμβαση, στη διαδικασία αυτή, οργάνου επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων, με την αξιολόγηση των υποψηφίων για τη θέση του δικαστή και την παροχή γνώμης στον εν λόγω Πρωθυπουργό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν αντιτίθεται στις ανωτέρω εθνικές διατάξεις.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Υπόθεση C-826/19, WZ κατά Austrian Airlines AG – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5 έως και 9 του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοδικείο Korneuburg της Αυστρίας, (Landesgericht Korneuburg) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του WZ και της Austrian Airlines AG με αντικείμενο αίτημα αποζημιώσεως του πρώτου λόγω της ταλαιπωρίας που υπέστη συνεπεία της ανακατευθύνσεως πτήσεως προς άλλον αερολιμένα προορισμού από εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση, ο οποίος όμως βρίσκεται εντός της ίδιας γεωγραφικής ζώνης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 5, παρ. 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση ανακατευθύνσεως πτήσεως και προσγειώσεώς της σε άλλον αερολιμένα από εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση, ο οποίος όμως εξυπηρετεί την ίδια πόλη ή περιοχή, μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα του επιβάτη σε αποζημίωση λόγω ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι σε περίπτωση ανακατευθύνσεως πτήσεως και προσγειώσεώς της σε άλλον αερολιμένα από εκείνον για τον οποίο είχε γίνει η κράτηση, ο οποίος όμως εξυπηρετεί την ίδια πόλη ή περιοχή, δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα του επιβάτη σε αποζημίωση λόγω ματαιώσεως της πτήσεως. Ωστόσο, ο επιβάτης πτήσεως δικαιούται, κατ’ αρχήν, αποζημίωση όταν φθάνει στον τελικό προορισμό του τρεις ή περισσότερες ώρες μετά την ώρα αφίξεως που είχε αρχικά προγραμματίσει ο πραγματικός αερομεταφορέας.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Υπόθεση C-511/19, AB κατά Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών – Σπύρος Λούης – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2 (ορισμός της άμεσης και της έμμεσης διακρίσεως στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης) και του άρθρου 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους». Η αίτηση υποβλήθηκε από τον Άρειο Πάγο στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του ΑΒ και του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών – Σπύρος Λούης σχετικά με την ένταξη του πρώτου, πριν από τη συνταξιοδότησή του, στο προβλεπόμενο από το εθνικό δίκαιο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2 και το άρθρο 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα οι οποίοι συμπληρώνουν, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με πλήρη σύνταξη γήρατος τίθενται, έως τη λύση της σύμβασης εργασίας τους, υπό καθεστώς εργασιακής εφεδρείας το οποίο συνεπάγεται μείωση των αποδοχών τους, απώλεια της τυχόν δυνατότητας επαγγελματικής εξέλιξής τους και μείωση, ή ακόμη και απώλεια, της αποζημίωσης απόλυσης την οποία θα δικαιούνταν να λάβουν κατά τη λύση της σχέσης εργασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο Δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση εφόσον η ρύθμιση αυτή επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.(αρχή της αναλογικότητας)

4. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Υπόθεση C-485/19, LH κατά Profi Credit Slovakia s.r.o. – Προδικαστική 
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης), της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, καθώς και των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό δικαστήριο Prešov της Σλοβακίας (Krajský súd v Prešove), στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ LH και Profi Credit Slovakia s. r. o. σχετικά με αδικαιολόγητο πλουτισμό της εταιρίας αυτής από πληρωμή στην οποία προέβη ο δανειολήπτης βάσει ρητρών σύμβασης καταναλωτικής πίστης, οι οποίες φέρονται ως καταχρηστικές ή παράνομες.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η αρχή της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία προβλέπει ότι αγωγή την οποία ασκεί καταναλωτής για την απόδοση ποσών που αχρεωστήτως κατέβαλε με βάση ρήτρες καταχρηστικές κατά την έννοια της Οδηγίας 93/13 ή ρήτρες αντίθετες προς τις επιταγές της Οδηγίας 2008/48, υπόκειται σε τριετή παραγραφή που αρχίζει να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση 

5. ΔΕΕ, απόφαση της 20ης Μαΐου 2021, Υπόθεση C-8/20, L.R. κατά Bundesrepublik Deutschland – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 33, παρ. 2, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 2 στοιχ. δ «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:[….] «δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95».
Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο Schleswig‑Holstein της Γερμανίας (Schleswig-Holsteinisches Verwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του L.R. και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σχετικά με τη νομιμότητα αποφάσεως της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αίτηση ασύλου του ενδιαφερομένου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα απορρίψεως ως απαράδεκτης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, που υποβάλλεται στο Κράτος-μέλος αυτό από υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή του οποίου προγενέστερη αίτηση για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, υποβληθείσα σε τρίτο κράτος το οποίο εφαρμόζει τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ σύμφωνα με τη Συμφωνία μεταξύ της Ένωσης, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας, είχε απορριφθεί από το τρίτο κράτος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 33, παρ. 2, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, Υπόθεση C-6/20, Sotsiaalministeerium κατά Riigi Tugiteenuste Keskus, anciennement Innove SA – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 2 (αρχή της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων) και 46 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με το άρθρο 46 της ανωτέρω Οδηγίας «Είναι δυνατόν να ζητείται από κάθε οικονομικό φορέα που επιθυμεί να συμμετάσχει σε δημόσια σύμβαση να αποδεικνύει την εγγραφή του σε επαγγελματικό ή εμπορικό μητρώο ή να προσκομίζει ανάλογη ένορκη βεβαίωση ή πιστοποιητικό, όπως προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΧ Α για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, στο παράρτημα ΙΧ Β για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και στο παράρτημα ΙΧ Γ για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους στο κράτος μέλος εγκατάστασής του. Στις διαδικασίες σύναψης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, οσάκις οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες πρέπει να διαθέτουν ειδική έγκριση ή να είναι μέλη συγκεκριμένου οργανισμού για να είναι σε θέση να παράσχουν τη σχετική υπηρεσία στη χώρα καταγωγής τους, η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν να τους ζητάει να αποδείξουν ότι διαθέτουν την έγκριση αυτή ή ότι είναι μέλη του εν λόγω οργανισμού.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Ταλίν της Εσθονίας (Tallinna Ringkonnakohus) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Υπουργείου Κοινωνικών Υποθέσεων και του κέντρου υπηρεσιών αρωγής του κράτους σχετικά με την απόφαση οικονομικής διόρθωσης με την οποία το τελευταίο απέρριψε ορισμένες αιτήσεις πληρωμής που υπέβαλε το υπουργείο στο πλαίσιο έργου για την αγορά και τη διανομή επισιτιστικής βοήθειας για τα πλέον μειονεκτούντα άτομα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 2 και 46 της Οδηγίας 2004/18 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή οφείλει να απαιτεί από τους προσφέροντες, με την προκήρυξη διαγωνισμού και ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής, να αποδείξουν, ήδη κατά την υποβολή της προσφοράς τους, ότι διαθέτουν την κατά τον νόμο απαιτούμενη βεβαίωση εγγραφής σε μητρώο ή άδεια για την άσκηση της δραστηριότητας που αποτελεί αντικείμενο της επίμαχης δημόσιας σύμβασης και έχει χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης της σύμβασης, ενώ έχουν ήδη εγγραφεί σε αντίστοιχο μητρώο ή έχουν λάβει αντίστοιχη άδεια στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένοι.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση. 

7. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. κατά Inspecţia Judiciară κ.λπ. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19 – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από δικαστήρια της Ρουμανίας και αφορούσαν θεσμικές πτυχές του ρουμανικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, οι οποίες τροποποιήθηκαν στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης που πραγματοποιήθηκε στο εν λόγω Κράτος-μέλος με αντικείμενο τους λεγόμενους «νόμους για τη δικαιοσύνη». Οι πέντε αιτήσεις αφορούσαν τον προσωρινό διορισμό του επικεφαλής της Δικαστικής Επιθεώρησης και τη σύσταση μιας υπηρεσίας της εισαγγελικής αρχής, επιφορτισμένης με τη διερεύνηση των αδικημάτων που διαπράττονται εντός του δικαστικού σώματος.

Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης απόφασης ήταν εάν αν το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών καθώς και η απόφαση 2006/928 έχουν την έννοια ότι αντιβαίνουν σε εθνική ρύθμιση, η οποία θεσπίστηκε από την κυβέρνηση κράτους μέλους και της επιτρέπει να προβαίνει σε προσωρινούς διορισμούς στις διευθυντικές θέσεις της δικαστικής αρχής που είναι αρμόδια για τη διενέργεια των πειθαρχικών ερευνών και για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης εις βάρος των δικαστών και των εισαγγελέων, χωρίς να τηρείται η συνήθης διαδικασία διορισμού η οποία προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο για τέτοιες θέσεις.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο Δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση εφόσον μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να εγείρει εύλογες αμφιβολίες περί χρησιμοποίησης των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων της αρχής αυτής ως μέσου άσκησης πιέσεων στο έργο των δικαστών και των εισαγγελέων ή ως μέσου πολιτικού ελέγχου του έργου τους.

Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ εξέτασε το ζήτημα αν το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και η απόφαση 2006/928 έχουν την έννοια ότι αντιβαίνουν σε εθνική ρύθμιση που προβλέπει την ίδρυση εξειδικευμένης υπηρεσίας της εισαγγελικής αρχής με αποκλειστική αρμοδιότητα διερεύνησης των αδικημάτων που διαπράττονται από τους δικαστές και τους εισαγγελείς.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο Δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση, χωρίς η ίδρυση τέτοιας υπηρεσίας

– να δικαιολογείται από αντικειμενικές και επαληθεύσιμες επιτακτικές ανάγκες που άπτονται της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και

–  να συνοδεύεται από ειδικές εγγυήσεις, χάρη στις οποίες, αφενός, να αποκλείεται κάθε κίνδυνος χρησιμοποίησης της υπηρεσίας αυτής ως μέσου πολιτικού ελέγχου του έργου των δικαστών και των εισαγγελέων, ικανός να υπονομεύσει την ανεξαρτησία τους, και, αφετέρου, να διασφαλίζεται ότι κατά την άσκηση της ως άνω αρμοδιότητας έναντι των δικαστών και των εισαγγελέων μπορούν να τηρούνται πλήρως οι απαιτήσεις που απορρέουν από τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη.

8. ΔΕΕ απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-94/20, Land Oberösterreich κατά KV - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, του άρθρου 2 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 11 της ανωτέρω Οδηγίας που φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», προβλέπει ότι «1. Ο επί μακρόν διαμένων απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά: […] δ)      την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο· […] 4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία στα βασικά πλεονεκτήματα. […]».
Η αίτηση υποβλήθηκε από το περιφερειακό δικαστήριο του Linz, της Αυστρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του KV και του Land Oberösterreich ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας, σχετικά με αίτημα αποκατάστασης της ζημίας την οποία υπέστη ο KV λόγω της απόρριψης αιτήματος για τη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, ακόμη και όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπει το άρθρο 11, παρ. 4, της Οδηγίας αυτής, σε ρύθμιση Κράτους-μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, ακόμη και όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση εφόσον το στεγαστικό επίδομα συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-65/20, VI κατά KRONE – Verlag Gesellschaft mbH & Co KG – Προδικαστική 
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 6, της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των Κρατών-μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της VI, Αυστριακής υπηκόου και της KRONE – Verlag Gesellschaft mbH & Co KG, δημοσιογραφικής επιχειρήσεως με έδρα την Αυστρία, με αντικείμενο αγωγή της VI για την καταβολή αποζημιώσεως λόγω σωματικής βλάβης οφειλόμενης στην τήρηση εσφαλμένης συμβουλής υγείας που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα την οποία εκδίδει η ως άνω εταιρία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2 της Οδηγίας 85/374, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 1 και του άρθρου 6 αυτής, έχει την έννοια ότι συνιστά «ελαττωματικό προϊόν», κατά τις εν λόγω διατάξεις, φύλλο έντυπης εφημερίδας το οποίο, κατά την εξέταση παραϊατρικού θέματος, παρέχει μια εσφαλμένη συμβουλή υγείας σχετικά με τη χρήση ενός φυτού, της οποίας η τήρηση προκάλεσε βλάβη στην υγεία ενός αναγνώστη της εφημερίδας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 της Οδηγίας 85/374 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά «ελαττωματικό προϊόν» σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά. περιστατικά.

10. ΔΕΕ απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-719/19, FS κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1 και του άρθρου 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών. Το άρθρο 15 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει «1.  Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας. […] 3. Το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλλει απαγόρευση εισόδου σε συνδυασμό με απόφαση απέλασης για την οποία ισχύει η παράγραφος 1.».
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των κάτω Χωρών (Raad van State)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του FS, πολίτη της Ένωσης που εγκατέλειψε την επικράτεια των Κάτω Χωρών κατόπιν εκδόσεως εις βάρος του αποφάσεως απομακρύνσεως, και του Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας (Κάτω Χώρες) σχετικά με απόφαση με την οποία ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης τέθηκε υπό διοικητική κράτηση κατόπιν επανεισόδου του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 15, παρ.  1, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι απόφαση απομακρύνσεως πολίτη της Ένωσης από το έδαφος του Κράτους-μέλους υποδοχής, εκδοθείσα βάσει της διατάξεως αυτής, με την αιτιολογία ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει πλέον δικαίωμα προσωρινής διαμονής στο έδαφος του εν λόγω Κράτους έχει εκτελεστεί πλήρως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ο πολίτης της Ένωσης εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος εντός της ταχθείσας με την απόφαση απομακρύνσεως προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρησή του, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν, αφενός, στην περίπτωση άμεσης επανεισόδου του στο έδαφος αυτό, ο συγκεκριμένος πολίτης της Ένωσης απολαύει νέου δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 6, παρ. 1, της Οδηγίας ή αν, αφετέρου, το Κράτος-μέλος υποδοχής μπορεί να λάβει νέα απόφαση απομακρύνσεως προκειμένου να τον εμποδίσει να εισέρχεται επανειλημμένως στο έδαφός του για σύντομο διάστημα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι απόφαση απομακρύνσεως πολίτη της Ένωσης δεν έχει εκτελεστεί πλήρως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ο πολίτης της Ένωσης εγκατέλειψε το εν λόγω έδαφος εντός της ταχθείσας με την απόφαση απομακρύνσεως προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρησή του. Προκειμένου να απολαύει νέου δικαιώματος διαμονής στην εν λόγω επικράτεια πρέπει όχι μόνο να έχει εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, αλλά και να έχει επίσης όντως θέσει πραγματικό τέρμα στη διαμονή του στο συγκεκριμένο έδαφος, ούτως ώστε, σε περίπτωση επανεισόδου του σε αυτό, να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαμονή του συνιστά, στην πραγματικότητα, συνέχεια της προηγούμενης διαμονής του στο ίδιο έδαφος. 

11. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-718/19, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. κατά Conseil des ministers – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ και της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου (Cour constitutionnelle) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Ordre des barreaux francophones et germanophone, Association pour le droit des Étrangers ASBL, Coordination et Initiatives pour et avec les Réfugiés et Étrangers ASBL, Ligue des Droits de l’Homme ASBL και Vluchtelingenwerk Vlaanderen ASBL και του Συμβουλίου Υπουργών με αντικείμενο εθνική ρύθμιση που εφαρμόζει στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους α) μέτρα παρεμφερή με αυτά που εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών για την αποφυγή παντός κινδύνου διαφυγής των εν λόγω υπηκόων κατά την προθεσμία που τους τάσσεται για να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μετά την έκδοση αποφάσεως επιστροφής και β) ανώτατο χρονικό διάστημα κράτησης ενόψει απομάκρυνσης πανομοιότυπο με εκείνο που εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών.
Η Βελγική νομοθεσία όριζε ότι δύναται να εκδοθεί διαταγή εγκατάλειψης του εδάφους απευθυνόμενη σε πολίτη της Ένωσης και μέλη της οικογένειας του τάσσοντας συγκεκριμένη για την εφαρμογή της διαταγής. Εντός της προθεσμίας, η βελγική νομοθεσία όριζε ότι θα μπορούσαν να ληφθούν και προληπτικά μέτρα προς αποφυγή κινδύνου διαφυγής. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το Δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει την επιβολή μέτρων στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους προς αποφυγή του κινδύνου διαφυγής τους, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τους τάσσεται για να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ή κατά την παράταση της προθεσμίας αυτής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν  τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ καθώς και η Οδηγία 2004/38 αντιτίθενται στην πρόβλεψη εθνικών διατάξεων εφαρμοστέων στο πλαίσιο της εκτελέσεως αποφάσεως απομάκρυνσης πολιτών της Ένωσης και μελών των οικογενειών τους των οποίων το περιεχόμενο είναι πανομοιότυπο ή παρεμφερές με διατάξεις που αποσκοπούν στη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2008/115 σχετικά με την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι:

–  δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εφαρμόζει στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τους τάσσεται για να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής διατάξεις που αποσκοπούν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, οι οποίες είναι παρεμφερείς με εκείνες οι οποίες αφορούν τους υπηκόους τρίτων χωρών (Οδηγία 2008/115/ΕΚ) υπό την προϋπόθεση ότι οι πρώτες διατάξεις τηρούν τις γενικές αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 27 της Οδηγίας 2004/38,

- αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εφαρμόζει στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους, οι οποίοι, μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας ή της παράτασης της προθεσμίας αυτής, δεν συμμορφώθηκαν προς απόφαση απομάκρυνσης, μέτρο κράτησης ανώτατης διάρκειας οκτώ μηνών ενόψει απομάκρυνσης, δεδομένου ότι η διάρκεια αυτή είναι ίδια με εκείνη που εφαρμόζεται, κατά το εθνικό δίκαιο, στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν συμμορφώθηκαν προς απόφαση επιστροφής (βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2008/115).


12. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-645/19, Facebook Ireland Limited κ.λπ. κατά Gegevensbeschermingsautoriteit – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 55, παρ. 1, των άρθρων 56 έως 58 και 60 έως 66 του Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Το άρθρο 58 παρ. 5 του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπει «Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες εξουσίες έρευνας:[….] 5. Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι η οικεία εποπτική αρχή έχει την εξουσία να γνωστοποιεί στις δικαστικές αρχές τις παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και, κατά περίπτωση, να κινεί ή να μετέχει κατ’ άλλο τρόπο σε νομικές διαδικασίες, ώστε να επιβάλει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο των Βρυξελλών (hof van beroep te Brussel) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Facebook Ireland Ltd, Facebook Inc. και Facebook Belgium BVBA και της αρχής προστασίας δεδομένων με αντικείμενο αγωγή παραλείψεως εγερθείσα από τον πρόεδρο της τελευταίας με σκοπό να παύσει η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των χρηστών του διαδικτύου στο βελγικό έδαφος, η οποία πραγματοποιείται από το ηλεκτρονικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook μέσω τεχνολογιών όπως τα «cookies», τα «social plugins» και τα «pixels».
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης απόφασης τέθηκε το ζήτημα αν το άρθρο 58, παρ. 5, του Κανονισμού 2016/679 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων, εποπτική αρχή κράτους μέλους διαφορετική από την επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να κινεί ένδικες διαδικασίες, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μόνον εφόσον ο υπεύθυνος της διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά του οποίου στρέφεται η ένδικη διαδικασία διαθέτει «κύρια εγκατάσταση» στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους ή κάποια άλλη εγκατάσταση σε αυτό (Βέλγιο).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι εποπτική αρχή κράτους μέλους διαφορετική από την επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να κινεί ένδικες διαδικασίες, χωρίς να απαιτείται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών τη διασυνοριακή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά του οποίου στρέφεται η ένδικη διαδικασία να διαθέτει κύρια εγκατάσταση ή άλλη εγκατάσταση στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού.
Επιπροσθέτως,  τέθηκε το ζήτημα αν το άρθρο 58, παρ. 5, του Κανονισμού 2016/679 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής επεξεργασίας δεδομένων, εποπτική αρχή κράτους μέλους διαφορετική από την επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να ασκήσει την εξουσία της να γνωστοποιεί οποιαδήποτε προβαλλόμενη παράβαση του εν λόγω Κανονισμού σε δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους και να κινεί, κατά περίπτωση, ένδικες διαδικασίες, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η ένδικη διαδικασία στρέφεται κατά της κύριας εγκαταστάσεως του υπευθύνου επεξεργασίας ή κατά της εγκαταστάσεως η οποία κείται στο κράτος μέλος στο οποίο η ίδια υπάγεται.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 58, παρ. 5, του Κανονισμού 2016/679 έχει την έννοια ότι εποπτική αρχή Κράτους-μέλους διαφορετική από την επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να ασκεί την εξουσία να γνωστοποιεί οποιαδήποτε προβαλλόμενη παράβαση του εν λόγω Κανονισμού σε δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους και να κινεί, κατά περίπτωση, ένδικες διαδικασίες στρεφόμενη τόσο κατά της κύριας εγκαταστάσεως του υπευθύνου επεξεργασίας η οποία ευρίσκεται στο Κράτος-μέλος στο οποίο υπάγεται η εν λόγω αρχή όσο και κατά άλλης εγκαταστάσεως του εν λόγω υπευθύνου, εφόσον η ένδικη διαδικασία αφορά επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εγκαταστάσεως αυτής και εφόσον η εν λόγω αρχή έχει αρμοδιότητα ασκήσεως της εξουσίας αυτής.

13. ΔΕΕ απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Υπόθεση C-439/19, Διαδικασία που κίνησε ο/η B - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5, 6 και 10 του Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, του άρθρου 1, παρ. 2, στοιχείο γγʹ, της Οδηγίας 2003/98/ΕΚ για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα καθώς και των αρχών της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της ασφάλειας δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ανωτέρω Κανονισμού «Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας που βασίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 διενεργείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής ή εάν η επεξεργασία επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Πλήρες ποινικό μητρώο τηρείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Λετονίας στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο B σχετικά με το σύννομο εθνικής νομοθεσίας η οποία προβλέπει την πρόσβαση του κοινού στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τους βαθμούς ποινής που επιβάλλονται για τροχαίες παραβάσεις.
Το σημαντικότερο νομικό ζήτημα που προέκυψε από την συγκεκριμένη απόφαση ήταν εάν οι διατάξεις του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία υποχρεώνει τον δημόσιο φορέα που διατηρεί το μητρώο στο οποίο καταχωρίζονται οι βαθμοί ποινής που επιβάλλονται στους οδηγούς οχημάτων για τροχαίες παραβάσεις να γνωστοποιεί τα δεδομένα αυτά σε οποιονδήποτε υποβάλλει σχετική αίτηση, χωρίς ο αιτών να χρειάζεται να αποδείξει ειδικό συμφέρον για τη λήψη των εν λόγω δεδομένων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, παρ. 1, το άρθρο 6, παρ. 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 10, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
Επιπροσθέτως,  τέθηκε το νομικό ζήτημα αν οι διατάξεις του ΓΚΠΔ, ιδίως το άρθρο 5, παρ. 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 10, καθώς και το άρθρο 1, παρ, 2, στοιχείο γγʹ, της Οδηγίας 2003/98, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στον δημόσιο φορέα που διατηρεί το μητρώο στο οποίο καταχωρίζονται οι βαθμοί ποινής που επιβάλλονται στους οδηγούς οχημάτων για τροχαίες παραβάσεις να γνωστοποιεί τα δεδομένα αυτά σε επιχειρηματίες για σκοπούς περαιτέρω χρήσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο Δίκαιο της ΕΕ αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομοθεσία.

14. ΔΕΕ απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-682/18 και C-683/18, Frank Peterson κατά Google LLC κ.λπ. και Elsevier Inc. κατά Cyando AG - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την  ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, και του άρθρου 8, παρ. 3, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Το άρθρο 3 της ανωτέρω Οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι: «Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ του Frank Peterson και των εταιριών Google LLC και YouTube LLC (υπόθεση C-682/18) καθώς και μεταξύ της Elsevier Inc. και της Cyando AG (υπόθεση C-683/18), με αντικείμενο πλείονες προσβολές των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας του F. Peterson και της Elsevier εκ μέρους χρηστών της πλατφόρμας διαμοιρασμού βίντεο που διαχειρίζεται η YouTube και της πλατφόρμας φιλοξενίας και ανταλλαγής αρχείων που διαχειρίζεται η Cyando, αντίστοιχα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έχει την έννοια ότι ο διαχειριστής πλατφόρμας διαμοιρασμού βίντεο ή πλατφόρμας φιλοξενίας και ανταλλαγής αρχείων, στην οποία οι χρήστες μπορούν να θέτουν παρανόμως στη διάθεση του κοινού προστατευόμενο περιεχόμενο, τελεί ο ίδιος πράξη «παρουσίασης στο κοινό» του περιεχομένου αυτού, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας έχει την έννοια ότι ο διαχειριστής πλατφόρμας διαμοιρασμού βίντεο δεν τελεί πράξη «παρουσίασης στο κοινό» σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, εκτός εάν συμβάλλει, κατά τρόπο που δεν περιορίζεται απλώς στη διάθεση της πλατφόρμας, στην παροχή στο κοινό πρόσβασης σε προστατευόμενο περιεχόμενο η οποία συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν ο διαχειριστής α) γνωρίζει συγκεκριμένα ότι είναι παρανόμως διαθέσιμο στην πλατφόρμα του προστατευόμενο περιεχόμενο και παραλείπει να το διαγράψει ή να καταστήσει ταχέως αδύνατη την πρόσβαση σε αυτό, ή β) όταν ο διαχειριστής, μολονότι γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι, γενικώς, τίθεται παρανόμως στη διάθεση του κοινού προστατευόμενο περιεχόμενο μέσω της πλατφόρμας του από τους χρήστες αυτής, δεν λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά μέτρα που θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να ληφθούν από έναν ευρισκόμενο στη θέση του επιχειρηματία ο οποίος επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια, για να αντιμετωπίσει με αξιόπιστο και αποτελεσματικό τρόπο τις προσβολές του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.