Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 8/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Αύγουστος 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-161/17, Land Nordrhein-Westfalen κατά Dirk Renckhoff - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Oμόσπονδου Κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και του Dirk Renckhoff, φωτογράφου, σχετικά με τη χρήση χωρίς άδεια, από μαθήτρια σχολείου που βρίσκεται στην περιφέρεια του εν λόγω ομόσπονδου κράτους, φωτογραφίας του D. Renckhoff, η οποία ήταν ελεύθερα διαθέσιμη σε ιστότοπο, ως εικονογράφηση σε σχολική εργασία την οποία δημοσίευσε το σχολείο σε άλλον ιστότοπο. Ειδικότερα, το Ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας είχε υπό την εποπτεία του το σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεωςWaltrop (Gesamtschule Waltrop) και αποτελούσε τον εργοδότη των διδασκόντων του συγκεκριμένου σχολείου. Μια μαθήτρια του σχολείου, στο πλαίσιο γλωσσικού μαθήματος που διδάσκεται στο σχολείο αυτό, συμπεριέλαβε ως εικονογράφηση, μια φωτογραφία του D. Renckhoff την οποία η εν λόγω μαθήτρια είχε τηλεφορτώσει μέσω ιστότοπου για ταξίδια. Η φωτογραφία υπήρχε στον τελευταίο αυτό ιστότοπο χωρίς περιορισμούς που να εμποδίζουν την τηλεφόρτωση ενώ κάτω από τη φωτογραφία, η μαθήτρια ανέφερε τον εν λόγω ιστότοπο.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν η «παρουσίαση στο κοινό» κατά το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι καλύπτει την ανάρτηση σε ιστότοπο φωτογραφίας προηγουμένως δημοσιευθείσας, χωρίς περιορισμούς και με την άδεια του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού, σε άλλον ιστότοπο.
Το ΔΕΕ σε μια αρχική του σκέψη διαπίστωσε ότι μια φωτογραφία μπορεί να προστατεύεται μέσω του δικαιώματος του δημιουργού υπό την προϋπόθεση ότι είναι αποτέλεσμα διανοητικής εργασίας του δημιουργού, που αντανακλά την προσωπικότητά του και εκδηλώνεται με τις ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές του κατά την παραγωγή της φωτογραφίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος «παρουσίαση στο κοινό», κατά το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ έχει την έννοια ότι καλύπτει την ανάρτηση σε ιστότοπο φωτογραφίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-485/17, Verbraucherzentrale BerlineV κατά Unimatic Vertriebs GmbH– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 9, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 9 της ανωτέρω οδηγίας «εμπορικό κατάστημα: α) κάθε ακίνητος χώρος λιανικής πώλησης, όπου ο έμπορος πραγματοποιεί τη δραστηριότητά του σε μόνιμη βάση, ή β) κάθε κινητός χώρος λιανικής πώλησης, όπου ο έμπορος πραγματοποιεί τη δραστηριότητά του σε συνήθη βάση [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ένωσης καταναλωτών και της Unimatic Vertriebs GmbH, εταιρίας διανομής που διαθέτει στο εμπόριο αγαθά, όσον αφορά την ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή στο πλαίσιο πωλήσεως συναφθείσας σε εμπορική έκθεση. Ειδικότερα, ένας πελάτης παρήγγειλε στο εκθεσιακό περίπτερο που διατηρούσε η Unimatic στη συγκεκριμένη έκθεση μια συσκευή καθαρισμού με ατμό/ηλεκτρική σκούπα. Ωστόσο, η εταιρεία δεν ενημέρωσε τον εν λόγω πελάτη σχετικά με την ύπαρξη δικαιώματος υπαναχωρήσεως που προβλέπεται από τη γερμανική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Oδηγίας 2011/83.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, σημείο 9, της Οδηγίας 2011/83 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εκθεσιακό περίπτερο, το οποίο διατηρεί έμπορος σε εμπορική έκθεση και στο οποίο αυτός ασκεί τις δραστηριότητές του για μερικές ημέρες ετησίως, αποτελεί «εμπορικό κατάστημα», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, σημείο 9, της Οδηγίας 2011/83 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εκθεσιακό περίπτερο αποτελεί «εμπορικό κατάστημα» συνεκτιμώντας α) τον τρόπο που εμφανίζεται το ως άνω εκθεσιακό περίπτερο και των πληροφοριών που παρέχονται στους χώρους της ίδιας της εκθέσεως, και β) το γεγονός ότι ένας καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο εν λόγω έμπορος ασκεί τις δραστηριότητές του στο ως άνω εκθεσιακό περίπτερο και απευθύνεται στον εν λόγω καταναλωτή προκειμένου να συνάψουν σύμβαση.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-123/17, Nefiye Yön κατά Landeshauptstadt Stuttgart – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της αποφάσεως 2/76, η οποία ελήφθη από το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας και του άρθρου 13 της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/76 «Τα κράτη μέλη της Κοινότητας και η Τουρκία δεν δύνανται να επιβάλλουν στους εργαζομένους που διαμένουν και απασχολούνται νομίμως στο έδαφός τους νέους περιορισμούς σχετικά με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην απασχόληση». Επιπρόσθετα, το άρθρο 13 της Αποφάσεως 1/80 «Τα κράτη μέλη της Κοινότητας και η Τουρκία δεν δύνανται να επιβάλλουν στους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους που διαμένουν και απασχολούνται νομίμως στο έδαφός τους νέους περιορισμούς σχετικά με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην απασχόληση». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Nefiye Yön και του Δήμου Στουτγάρδης. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η απόρριψη από τον Δήμο Στουγκάρδης της αιτήσεως της πρώτης για χορήγηση άδειας διαμονής στη Γερμανία λόγω οικογενειακής επανενώσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 της Αποφάσεως 2/76 ή το άρθρο 13 της Αποφάσεως 1/80 έχουν την έννοια ότι μέτρο εθνικής νομοθεσίας, το οποίο εξαρτά τη χορήγηση άδειας διαμονής, λόγω οικογενειακής επανενώσεως, σε υπηκόους τρίτου κράτους που είναι μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου από τη λήψη εκ μέρους των υπηκόων αυτώνθεωρήσεως συνιστά «νέο περιορισμό». Στην περίπτωση που το ανωτέρω μέτρο συνιστά νέο περιορισμό ζητήθηκε να ερμηνευθεί εάν μπορεί το μέτρο να δικαιολογείται  λόγω της ανάγκης αποτελεσματικού ελέγχου της μεταναστεύσεως και της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τέτοιο μέτρο συνιστά «νέο περιορισμό» κατά την έννοια των επίμαχων διατάξεων. Ωστόσο, το εθνικό μέτρο μπορεί να δικαιολογείται για λόγους που αφορούν τον αποτελεσματικό έλεγχο της μεταναστεύσεως και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, αλλά μπορεί να επιτραπεί μόνον εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-61/17, C-62/17 και C-72/17, Miriam Bichat κ.λπ. κατά Aviation Passage Service Berlin GmbH&Co. KG– Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 4, της Οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου για προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών-μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 της επίμαχης Οδηγίας «Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν θα λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών του Βερολίνου -Βρανδεμβούργου της Γερμανίας (Landesarbeitsgericht Berlin - Brandenburg) στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, της Miriam Bichat, της Daniela Chlubna και της Isabelle Walkner και του πρώην εργοδότη τους, της εταιρίας Aviation Passage Service Berlin GmbH& Co. Kg. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε το κύρος των απολύσεών τους υπό το πρίσμα των διαδικασιών διαβουλεύσεως που προβλέπει το άρθρο 2 της Οδηγίας 98/59.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, παρ. 4, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά μόνον επιχείρηση, η οποία είναι συνδεδεμένη με τον εργοδότη βάσει μεριδίων συμμετοχής ή δικαιωμάτων ψήφου ή επίσης επιχείρηση η οποία, δυνάμει συμβατικών δεσμών ή εν τοις πράγμασι, ασκεί ομοίως δεσπόζουσα επιρροή στον εν λόγω εργοδότη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 παρ. 4 της Οδηγίας 98/59 την έννοια ότι ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά κάθε επιχείρηση που είναι συνδεδεμένη με τον εργοδότη μέσω σχέσεων συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο του τελευταίου ή μέσω άλλων εννόμων σχέσεων που της παρέχουν τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή στα όργανα λήψεως αποφάσεων του εργοδότη και να τον υποχρεώνει στον σχεδιασμό ή στην πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-52/17, VTBBank (Austria) AG κατά Finanzmarktaufsichtsbehörde (FMA) - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε, κυρίως, την ερμηνεία του άρθρου 64 και του άρθρου 65, παρ. 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και του άρθρου 395, παρ. 1 και 5, του Κανονισμού 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της VTB Bank (Austria) AG και της εποπτικής αρχής των χρηματοπιστωτικών αγορών της Αυστρίας (FMA) σχετικά με την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων λόγω υπερβάσεως των ορίων για μεγάλα ανοίγματα σύμφωνα με το άρθρο 395, παρ. 1, του Κανονισμού 575/2013.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα ερμηνευόμενα άρθρα του ενωσιακού δικαίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων ανοίγματος, που προβλέπονται, επιβάλλονται άνευ ετέρου αντισταθμιστικοί τόκοι σε πιστωτικό ίδρυμα, ακόμη και αν το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων παρέχεται στο ίδρυμα η δυνατότητα να υπερβεί τα εν λόγω όρια.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα του ενωσιακού δικαίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-96/16 και C-94/17, Banco Santander SA κατά Mahamadou Demba και Mercedes Godoy Bonet και Rafael Ramón Escobedo Cortés κατά Banco de SabadellSA – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Πρωτοδικείο της Βαρκελώνης της Ισπανίας (Juzgado de PrimeraInstancia n° 38 de Barcelona) στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, όσον αφορά την πρώτη, της Banco Santander SA, αφενός, και της Mercedes Godoy Bonet και του Mahamadou Demba, αφετέρου (C-96/16), και, όσον αφορά τη δεύτερη, μεταξύ του Rafael Ramón Escobedo Cortés και της Banco de Sabadell SA (C-94/17), σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων δανείου που είχαν συναφθεί μεταξύ των εν λόγω διαδίκων.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε επιχειρηματική πρακτική η οποία συνίσταται στην εκχώρηση ή αγορά απαιτήσεως έναντι καταναλωτή, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του καταναλωτή για την εκχώρηση αυτή ή τη συγκατάθεσή του και χωρίς παροχή στον καταναλωτή της δυνατότητας να εξαγοράσει την οφειλή του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 93/13 δεν εφαρμόζεται στην ανωτέρω επίδικη επιχειρηματική πρακτική.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογίατου Ανωτάτου Δικαστηρίου (Tribunal Supremo), σύμφωνα με την οποία οι συνέπειες του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας, η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως σε σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή συνίστανται στην πλήρη απάλειψη των τόκων υπερημερίας ενώ εξακολουθούν να οφείλονται οι συμβατικοί τόκοι που προβλέπει η σύμβαση αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 93/13 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομολογία 

7. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-300/17, Hochtief AG κατά Budapest Főváros Önkormányzata

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 89/665 του Συμβουλίου για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 της Οδηγίας 89/665 «Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν ζητείται αποζημίωση για το λόγο ότι απόφαση ελήφθη παρανόμως, πρέπει πρώτα να ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση από αρμόδιο προς τούτο όργανο». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουγγαρίας (Kúria) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Hochtief AG και της Τοπικής κυβερνήσεως της Βουδαπέστης, Ουγγαρία, (αναθέτουσα αρχή) στο πλαίσιο αγωγής αποκαταστάσεως ζημίας που η Hochtief υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω παραβάσεως των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα, ο λόγος απόρριψης της προσφοράς της προσφεύγουσας εταιρείας ήταν το γεγονός ότι η κοινοπραξία είχε διορίσει επικεφαλής του έργου εμπειρογνώμονα, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην προετοιμασία του δημόσιου διαγωνισμού από την αναθέτουσα αρχή.
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, παράγραφος 6, της Οδηγίας 89/665 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική δικονομική ρύθμιση, η οποία εξαρτά τη δυνατότητα ασκήσεως οποιασδήποτε αξιώσεως αστικού δικαίου σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις από την προϋπόθεση να έχει αναγνωριστεί κατά τρόπο απρόσβλητο η παράβαση του κανόνα από το τμήμα προσφυγών δημόσιων συμβάσεων ή από δικαστήριο επιλαμβανόμενο προσφυγής κατά της αποφάσεως του εν λόγω τμήματος προσφυγών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι επίμαχο άρθρο της Οδηγίας 89/665 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, σε κανόνα του εθνικού δικονομικού δικαίου που περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται από τμήμα προσφυγώνστην εξέταση των λόγων και μόνον που προβλήθηκαν ενώπιον του εν λόγω τμήματος προσφυγών. Ας σημειωθεί ότι το ανωτέρω τμήμα προσφυγών είναι αρμόδιο σε πρώτο βαθμό για τον έλεγχο των αναθετουσών αρχών
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση δικονομικού δικαίου.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 3/2018
Εθνικοί προϋπολογισμοί και διαδικασία εκτίμησης των σχεδίων των προϋπολογισμών των Κρατών-μελών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Αν. Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ

Κατατέθηκε από την Κυβέρνηση στη Βουλή το σχέδιο Προϋπολογισμού για το 2019. Ο προς ψήφιση προϋπολογισμός είναι ο πρώτος μετά τη λήξη του 3ου Προγράμματος Χρηματοδοτικής Συνδρομής και αποτυπώνει σύμφωνα με κυβερνητικούς κύκλους την «ανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας από την Ελλάδα μετά τη λήξη των μνημονίων». Πόσο ελεύθερο, όμως, είναι ένα μέλος της Ευρωζώνης, όπως η χώρα μας, στην χάραξη της οικονομικής – δημοσιονομικής πολιτικής; Υπάρχουν περιορισμοί και ποια η ακολουθητέα διαδικασία μέχρι την τελική ψήφιση του Προϋπολογισμού; Στα ερωτήματα αυτά θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο παρόν σημείωμα. 

1. Με την καθιέρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου (δέσμη των έξι νομοθετικών μέτρων) υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 121 ΣΛΕΕ διαδικασίας της πολυμερούς εποπτείας των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών των Κρατών-μελών της Ένωσης μια δομημένη κατά στάδια εξαμηνιαία διαδικασία, που έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο και την αξιολόγησης των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων από τα όργανα της Ένωσης. Το ευρωπαϊκό εξάμηνο ολοκληρώνεται τον Ιούλιο με την υιοθέτηση από το Συμβούλιο των Συστάσεων ανά Κράτος-μέλος για τις αναγκαίες αλλαγές στην οικονομική και δημοσιονομική του πολιτική έτσι ώστε αυτές να είναι σύμφωνες με τους Γενικούς Προσανατολισμούς της Οικονομικής Πολιτικής των Κρατών-μελών και της ΕΕ, που υιοθετούνται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Μάρτιο κάθε έτους. Τις παραπάνω Συστάσεις οφείλουν να λάβουν υπόψη τους τα Κράτη-μέλη κατά τη φάση της σύνταξης και ψήφισης των εθνικών τους προϋπολογισμών, που ακολουθεί. Κατά την Επιτροπή, που εισηγήθηκε τη «δέσμη των δύο νομοθετικών μέτρων» (δίπτυχο) το ευρωπαϊκό εξάμηνο παρουσίαζε τα εξής κενά:
Πρώτον, δεν διασφαλίζονταν αποτελεσματικά ότι τα Κράτη-μέλη θα λάβουν υπόψη τους τις Συστάσεις του Συμβουλίου κατά τη σύνταξη των προϋπολογισμών τους. 
Δεύτερον, οι τρόποι με τους οποίους τα Κράτη-μέλη πραγματοποίησαν την «εσωτερίκευση» (internalization) του ευρωπαϊκού εξαμήνου, εντάσσοντάς το στις εθνικές διαδικασίες σχεδιασμού, ψήφισης και ελέγχου των δημοσιονομικών πλαισίων (προϋπολογισμών) ποικίλει εξαιρετικά από Κράτος σε Κράτος. 
Τρίτον, απουσίαζε η συνοχή μεταξύ δύο ευρωπαϊκών εξαμήνων, αφού η διαδικασία συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των Κρατών-μελών διακόπτονταν ουσιαστικά τον Ιούλιο (λήξη εξαμήνου)  και ξανάρχιζε τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους (έναρξη εξαμήνου).  
Τέταρτον, το ευρωπαϊκό εξάμηνο αποσκοπεί γενικά στο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των Κρατών-μελών της Ένωσης. Στο πλαίσιό του κατ’ ουσία δεν προβλέπονταν διαδικασία ελέγχου στη δημοσιονομική αποτύπωση των επιλογών οικονομικής πολιτικής του κάθε Κράτους-μέλους.
Πέμπτον, απουσίαζαν κοινοί (εναρμονισμένοι) δημοσιονομικοί κανόνες, που να εφαρμόζονται κατά τη σύνταξη και ψήφιση των εθνικών προϋπολογισμών, ώστε να διευκολύνεται η εκτίμησή τους από τα εποπτικά όργανα της Ένωσης. 

2. Για την κάλυψη των παραπάνω κενών και τη συμπλήρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου υιοθετήθηκε ο Κανονισμός (ΕΕ) 473/2013 με τον οποίο θεσπίστηκε ένα κοινό δημοσιονομικό χρονοδιάγραμμα με ενισχυμένες εξουσίες εποπτείας και εκτίμησης από την Επιτροπή, κοινοί δημοσιονομικοί κανόνες για τα Κράτη- μέλη της Ζώνης του Ευρώ, ενώ προβλέπονται ειδικοί κανόνες για τα Κράτη-μέλη που υπάγονται στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος.  Έτσι, για τα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης  «το δίπτυχο» προσθέτει το φθινοπωρινό αντίστοιχο της εαρινής διαδικασίας,  εστιάζοντας μόνο στα δημοσιονομικά σχέδια για το επόμενο έτος. Ειδικότερα, και με αρχή τον δημοσιονομικό κύκλο του 2014 το κοινό δημοσιονομικό χρονοδιάγραμμα καθορίζει τα εξής ορόσημα:
Μέχρι τις 30 Απριλίου, τα Κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ πρέπει να δημοσιεύουν τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδιά τους (προγράμματα σταθερότητας), μαζί με τις προτεραιότητες πολιτικής για την ανάπτυξη και την απασχόληση για τους επόμενους 12 μήνες (Εθνικά Προγράμματα Μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής.
Μέχρι τις 15 Οκτωβρίου, τα Κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ πρέπει να δημοσιεύουν το σχέδιο προϋπολογισμού τους για το επόμενο έτος. Η δημοσίευση του σχεδίου προϋπολογισμού της κεντρικής κυβέρνησης θα πρέπει να συνοδεύεται από τη δημοσίευση των βασικών παραμέτρων των σχεδίων προϋπολογισμού όλων των άλλων υποτομέων του δημοσίου. Τέτοιες παράμετροι θα πρέπει να περιλαμβάνουν ιδίως τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα των άλλων υποτομέων, τις κύριες παραδοχές στις οποίες βασίζονται αυτές οι προβολές και τους λόγους για αναμενόμενες αλλαγές σε σχέση με τις παραδοχές του προγράμματος σταθερότητας. Το σχέδιο του προϋπολογισμού, που υποβάλλεται στην Επιτροπή και στην Ευρωομάδα, θα πρέπει να είναι συμβατό με τις Συστάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο του ΣΣΑ (ευρωπαϊκό εξάμηνο) και, κατά περίπτωση, με τις Συστάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο του ετήσιου κύκλου εποπτείας περιλαμβανομένης της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών και με τις γνώμες για τα προγράμματα οικονομικής εταιρικής σχέσης, που αναφέρονται στο άρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΕ) 473/2013.
Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, τα Κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ πρέπει να εγκρίνουν τον προϋπολογισμό τους για το επόμενο έτος. 

3. Η σημαντικότερη καινοτομία της «δέσμης δύο μέτρων» αποτελεί η κατά το άρθρο 7 Κανονισμού (ΕΕ) 473/2013 διαδικασία εκτίμησης των σχεδίων προϋπολογισμών από την Επιτροπή, η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης ενίσχυσης του ρόλου της, αναλαμβάνει μια σημαντικότατη εξουσία. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι η Επιτροπή θα εξετάζει και θα εκφέρει γνώμη σχετικά με κάθε σχέδιο προϋπολογισμού το αργότερο μέχρι τις 30 Νοεμβρίου. Εάν η Επιτροπή εντοπίσει σοβαρή περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπονται στο ΣΣΑ, εκδίδει, μετά από διαβούλευση με το οικείο Κράτος-μέλος,  την γνώμη της εντός δύο εβδομάδων από την υποβολή του σχεδίου προϋπολογισμού. Τούτο συμβαίνει «ειδικότερα οσάκις η εφαρμογή του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ή οσάκις η εφαρμογή του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος θα οδηγούσε καταφανώς σε σημαντική παραβίαση των συστάσεων που ενέκρινε το Συμβούλιο στο πλαίσιο του ΣΣΑ». Με τη γνώμη της η Επιτροπή ζητά την υποβολή αναθεωρημένου σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος (προϋπολογισμού) το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία έκδοσης της γνώμης της. Το αίτημα της Επιτροπής αιτιολογείται και δημοσιοποιείται. Η Επιτροπή εγκρίνει νέα γνώμη για το αναθεωρημένο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριών εβδομάδων από την υποβολή του αναθεωρημένου σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος. Ακόμη, για το σύνολο της Ζώνης του Ευρώ, η Επιτροπή θα δημοσιεύει συνολική αξιολόγηση των δημοσιονομικών προοπτικών για το επόμενο έτος. Οι γνώμες της Επιτροπής σχετικά με εθνικούς προϋπολογισμούς και τη ζώνη του Ευρώ αποσκοπούν στη διευκόλυνση των  συζητήσεων στο Eurogroup κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

4. Ευθέως συνδεδεμένη με την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας και εκτίμησης, που ανατίθενται στην Επιτροπή, είναι η ποιότητα των εθνικών δημοσιονομικών προβλέψεων, αφού κατά τον Κανονισμό ΕΕ 473/2013 «οι μεροληπτικές και μη ρεαλιστικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις μπορούν να παρεμποδίσουν την αποτελεσματικότητα του δημοσιονομικού προγραμματισμού και, κατά συνέπεια, να εξασθενίσουν τη δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία». Έτσι, προβλέπεται η υποχρέωση των Κρατών-μελών της Ζώνης του Ευρώ να συστήσουν ανεξάρτητους φορείς, λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και τη διοικητική δομή του αντίστοιχου Κράτους-μέλους, για την παροχή «αντικειμενικών και ρεαλιστικών μακροοικονομικών προβλέψεων», που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε όλη τη δημοσιονομική διαδικασία (ανεξάρτητες μακροοικονομικές προβλέψεις). Κατά τους ορισμούς του Κανονισμού ως «ανεξάρτητοι φορείς νοούνται φορείς, που είναι διαρθρωτικά ανεξάρτητοι ή φορείς που διαθέτουν λειτουργική αυτονομία έναντι των δημοσιονομικών αρχών του Κράτους μέλους, και οι οποίοι στηρίζονται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις που διασφαλίζουν υψηλό βαθμό λειτουργικής αυτονομίας και λογοδοσίας». Ειδικότερα οι φορείς αυτοί θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διαθέτουν τα εξής χαρακτηριστικά:
i) το νομικό καθεστώς τους στηρίζεται σε εθνική νομοθεσία, κανονιστική ρύθμιση ή διοικητικές διατάξεις νομικά δεσμευτικού χαρακτήρα,
ii) δεν λαμβάνουν οδηγίες από τις δημοσιονομικές αρχές του οικείου Κράτους- μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα,
iii) είναι σε θέση να επικοινωνούν έγκαιρα με το κοινό,
iv) οι διαδικασίες ορισμού των μελών τους βασίζονται στην εμπειρία και την ικανότητα,
v) έχουν επάρκεια πόρων και κατάλληλη πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους·

Ως «ανεξάρτητες μακροοικονομικές προβλέψεις» νοούνται οι προβλέψεις τις οποίες εκπονούν ή εγκρίνουν οι κατά τα παραπάνω ανεξάρτητοι φορείς.
Τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά προγράμματα και τα σχέδια προϋπολογισμών, τα οποία καλείται να εκτιμήσει και να εκφέρει τη γνώμη της η Επιτροπή θα  πρέπει να βασίζονται σε ανεξάρτητες μακροοικονομικές προβλέψεις και αναφέρουν εάν οι δημοσιονομικές προβλέψεις έχουν εκπονηθεί ή εγκριθεί από ανεξάρτητο φορέα. Ειδικότερα οι ανεξάρτητοι φορείς παρακολουθούν τη συμμόρφωση προς:
α) αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι ενσωματώνουν στην εθνική δημοσιονομική διαδικασία τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο τους·
β) αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες. 
Εξάλλου, οι εν λόγω φορείς παρέχουν, κατά περίπτωση, δημόσιες εκτιμήσεις, μεταξύ άλλων, σχετικά με:
α) την ύπαρξη περιστάσεων που οδηγούν στην ενεργοποίηση του διορθωτικού μηχανισμού για τις περιπτώσεις όπου παρατηρείται σημαντική απόκλιση από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή την πορεία προσαρμογής προς αυτόν, 
β) το κατά πόσον η εκτέλεση της δημοσιονομικής διόρθωσης διενεργείται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες και σχέδια,
γ) τυχόν ύπαρξη ή παύση περιστάσεων, που μπορεί να επιτρέπουν προσωρινή απόκλιση από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή την πορεία προσαρμογής προς αυτόν, υπό τον όρο ότι η απόκλιση αυτή δεν θέτει σε κίνδυνο την μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα.

5. Η καθιέρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου με τη «δέσμη των έξι νομοθετικών μέτρων» συνοδεύτηκε με πολλές αντιδράσεις, σε νομικό και σε πολιτικό επίπεδο, για το σοβαρό ρήγμα, που επιφέρει, στην παραδοσιακή κυριαρχία του κράτους επί του κρατικού προϋπολογισμού και τη συνακόλουθη συρρίκνωση των εξουσιών των εθνικών κοινοβουλίων. Στις επιφυλάξεις που σχετίζονται με τη δημοκρατική νομιμοποίηση της διαδικασίας του ευρωπαϊκού εξαμήνου θα πρέπει να προστεθούν και αυτές που αφορούν και τη μη αποφασιστική συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαμόρφωση των αποφάσεων (Γενικοί Προσανατολισμοί των Οικονομικών Πολιτικών των Κρατών-μελών και της Ένωσης, Συστάσεις) σε ευρωπαϊκό επίπεδο.  Οι αντιδράσεις αυτές εδράστηκαν και μόνο στο γεγονός ότι οι εθνικές αρχές, που είναι επιφορτισμένες με τη σύνταξη και την έγκριση του προϋπολογισμού, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους  τις  Συστάσεις, που υιοθετεί το Συμβούλιο για τις αναγκαίες αλλαγές στην οικονομική και δημοσιονομική του πολιτική έτσι ώστε αυτές να είναι σύμφωνες με τους Γενικούς Προσανατολισμούς της Οικονομικής Πολιτικής των Κρατών-μελών και της Ένωσης, που υιοθετούνται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Μάρτιο κάθε έτους. Με τη «δέσμη των δύο νομοθετικών μέτρων» και την καθιέρωση της υποχρέωσης των Κρατών-μελών της Ευρωζώνης να υποβάλλουν το σχέδιο προϋπολογισμού τους, της εξουσίας εκτίμησης που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή, η οποία μπορεί να ζητά τροποποιήσεις επί του σχεδίου προϋπολογισμού, αν αυτό αποκλίνει από τις παραπάνω Συστάσεις του Συμβουλίου, οι παραπάνω αντιδράσεις μοιάζουν παρωχημένες, ενώ οι υποχρεώσεις, που αναλαμβάνονταν  στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, εξαιρετικά ήπιες (soft coordination). 

Βέβαια, η Επιτροπή, που είχε τη νομοθετική πρωτοβουλία για τη συμπλήρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου με τον Κανονισμό (ΕΕ) 473/2013 και καλείται να ασκήσει σημαντικά αναβαθμισμένες εξουσίες ελέγχου, προβάλλει την θέση «ότι η δέσμη δύο μέτρων δεν δίνει το δικαίωμα στην Επιτροπή να αλλάζει τα σχέδια εθνικών προϋπολογισμών και δεν δημιουργεί την υποχρέωση να ακολουθούν τα κράτη μέλη αυστηρά τη γνώμη της Επιτροπής». Για να συμπληρώσει ότι «η προστιθέμενη αξία αυτής της διαδικασίας συνίσταται στο ότι εισάγει το στοιχείο των άμεσων κατευθύνσεων στη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού, παρέχοντας σε όλους όσοι συμμετέχουν στην εθνική δημοσιονομική διαδικασία τις πληροφορίες τις οποίες χρειάζονται για να λάβουν αποφάσεις σχετικά με τον προϋπολογισμό». 

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε, πάντως, ότι η παραπάνω θέση εμπεριέχει τη μισή αλήθεια, αφού ναι μεν δεν αναγνωρίζεται εξουσία στην Επιτροπή να τροποποιεί τα σχέδια των εθνικών προϋπολογισμών, ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 473/2013, η γνώμη της, με την οποία προτείνονται αλλαγές σ’ αυτά, εξοπλίζεται με τέτοια δύναμη, που καθίσταται σχεδόν αδύνατη η μη συμμόρφωση σ’ αυτή. Συγκεκριμένα, στην 22η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού προβλέπεται ότι «ο βαθμός στον οποίο θα έχει ληφθεί υπόψη στο νόμο για τον προϋπολογισμό ενός κράτους μέλους η εν λόγω γνώμη θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην εκτίμηση, εάν και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, για την έκδοση απόφασης σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στο οικείο κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτή, η μη συμμόρφωση με την έγκαιρη προειδοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής θα πρέπει να θεωρηθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας» (η υπογράμμιση δική μας). Το άρθρο 12 παράγραφος 1 του Κανονισμού έρχεται να προσδιορίσει την έννοια «του επιβαρυντικού παράγοντα». Έτσι, ορίζεται ότι ο βαθμός στον οποίο το οικείο Κράτος  μέλος έχει λάβει υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής εξετάζεται από: 

α) την Επιτροπή, όταν συντάσσει έκθεση βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ  (εκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης και του ύψους του δημόσιου χρέους Κράτους-μέλους) και όταν απευθύνει σύσταση προς το Συμβούλιο για την επιβολή κυρώσεων (άτοκης κατάθεσης) στο διορθωτικό σκέλος του ΣΣΑ (Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος) σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 1173/2011·

β) από το Συμβούλιο, όταν αποφασίζει κατά πόσον υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ. 

γ) εξάλλου, θα πρέπει να σημειώσουμε την προσπάθεια διάχυσης της «μακροοικονομικής αιρεσιμότητας» (macroeconomic conditionality), στο μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών της Ένωσης και ειδικά αυτών που έχουν αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Έτσι, σταδιακά αυτή θα καταστεί «ακρογωνιαίος λίθος» ή condition sine qua non της συμμετοχής ενός Κράτους στην ΕΕ, αφού, η απόλαυση συγκεκριμένων ενωσιακού χαρακτήρα δικαιωμάτων για το Κράτος-μέλος και τους πολίτες του θα εξαρτάται από την τήρηση εκ μέρους του των υποχρεώσεων που απορρέουν από τους κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τη διατήρηση υγιών δημόσιων οικονομικών. Το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι θεωρητικό, αν λάβει κανείς υπόψη τη δέσμη των νομοθετικών ρυθμίσεων, που αφορούν τη νέα Πολιτική Συνοχής (Προγραμματική Περίοδος 2014–2020) και υιοθετήθηκαν το Δεκέμβριο του 2013. Έτσι, με το άρθρο 23 παρ. 9 του Κανονισμού (EE) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που ως γενικός Κανονισμός αφορά το σύνολο των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ), εισάγεται η «μακροοικονομική αιρεσιμότητα», αφού προβλέπεται ότι το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής που προφανώς θα έχει ως σημείο αναφοράς τη γνώμη της επί του προϋπολογισμού Κράτους-μέλους, μπορεί να αναστέλλει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, μέρος ή το σύνολο των πληρωμών και των αναλήψεων υποχρεώσεων για τα προγράμματα ενός Κράτους-μέλους, που αυτό εμφανίζεται «δημοσιονομικά απείθαρχο».  

6. Ο τρόπος με τον οποίο συμπληρώθηκε το ευρωπαϊκό εξάμηνο με τη «δέσμη των δύο οικονομικών μέτρων» και η καθιέρωση της υποχρέωσης των Κρατών-μελών της Ευρωζώνης να υποβάλλουν προς έλεγχο το σχέδιο προϋπολογισμού τους, της εξουσίας εκτίμησης που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή, η οποία μπορεί να ζητήσει τροποποιήσεις επί του σχεδίου προϋπολογισμού, αν αυτό αποκλίνει από τις Συστάσεις του Συμβουλίου, δείχνει ότι «αυτό που σήμερα φαντάζει αναπόφευκτο τέσσερα χρόνια πριν ήταν απλώς αδιανόητο». Κατά τη γνώμη μας, πάντως, βρισκόμαστε στο μέσο του δρόμου, αφού σύμφωνα με την Επιτροπή (Σχέδιο στρατηγικής για μια βαθιά και ουσιαστική οικονομική και νομισματική ένωση, Έναρξη συζήτησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, COM/2012/0777 final/2 – 2012) σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα «θα απαιτηθεί περαιτέρω δημοσιονομικός συντονισμός, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να απαιτηθεί αναθεώρηση εθνικού προϋπολογισμού σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις» (η υπογράμμιση δική μας). Η Επιτροπή μάλιστα έχει θέσει προς συζήτηση τις εξής σχετικές επιλογές, αναγνωρίζοντας, πάντως, ότι για την υιοθέτησή τους απαιτείται προηγούμενη τροποποίηση της Συνθήκης:

  • Πρόβλεψη της υποχρέωσης ενός Κράτους-μέλους να αναθεωρήσει το σχέδιο του εθνικού προϋπολογισμού, εάν το απαιτήσει η Ένωση σε περίπτωση αποκλίσεων από τις υποχρεώσεις δημοσιονομικής πειθαρχίας, που είχαν καθοριστεί προηγουμένως σε ενωσιακό επίπεδο. Αυτό συνεπάγεται τροποποίηση της φύσης των γνωμοδοτήσεων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς, που προβλέπεται στο «δίπτυχο» έτσι ώστε από μη δεσμευτικό να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. 
  • Σε ορισμένες ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις που θα καθοριστούν, θέσπιση δικαιώματος να ζητηθεί αναθεώρηση των επιμέρους αποφάσεων για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, όσον αφορά αποφάσεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα σοβαρή απόκλιση από την πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης που έχει οριστεί σε επίπεδο ΕΕ.
  • Απονομή αρμοδιότητας στην Ένωση να εναρμονίζει την εθνική δημοσιονομική νομοθεσία και δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.  

Περισσότερα βλ. Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση: Οικοδόμηση, Εμβάθυνση, Ζητήματα Δημοκρατίας και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com