Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 9/2017
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Νοέμβριος 2017 
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-481/16, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας - Παράβαση Κράτους-μέλους

Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, η κρατική ενίσχυση ύψους 135.820,35 ευρώ προς τη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ το 2008, το 2010 και το 2011 και συμμετοχής του Δημοσίου στην αύξηση κεφαλαίου της εταιρείας το 2009 χορηγήθηκε παρανόμως από την Ελληνική Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 της ΣΛΕΕ και ήταν μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την προσφυγή της, υποστήριξε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εφαρμόσει την Απόφαση 2014/539/ΕΕ και να ανακτήσει εμπρόθεσμα την ενίσχυση ενώ δεν ενημέρωσε επαρκώς την Επιτροπή αναφορικά με τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της ανωτέρω Αποφάσεως. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το Κράτος-μέλος που είναι αποδέκτης Αποφάσεως σύμφωνα με την οποία υποχρεούται να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει να λάβει όλα τα προσήκοντα μέτρα για την εφαρμογή της Αποφάσεως. Ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο δύναται να προβάλει Κράτος-μέλος στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, που έχει ασκήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παρ. 2 ΣΛΕΕ, είναι αυτός με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη αδυναμία προσήκουσας εκτελέσεως της εκδοθείσας από το θεσμικό όργανο αυτό αποφάσεως περί ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως. Ωστόσο, υπενθύμισε ότι η προϋπόθεση περί υπάρξεως απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως δεν πληρούται οσάκις το καθού Κράτος-μέλος απλώς επικαλείται δυσχέρειες νομικής, πολιτικής ή πρακτικής φύσεως τις οποίες αντιμετώπισε κατά την εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ουσιαστική ενέργεια έναντι των οικείων επιχειρήσεων προς ανάκτηση της ενισχύσεως και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, οι οποίοι θα καθιστούσαν δυνατή την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών, και, αφετέρου, ότι προβαλλόμενα εσωτερικά προβλήματα που τυχόν ανέκυψαν κατά την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση από το εν λόγω κράτος μέλος των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε τις διατάξεις της Αποφάσεως (Άρθρα 3 και 5) και τις σχετικές διατάξεις της ΣΛΕΕ καθόσον δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, για την εκτέλεση της Αποφάσεως 2014/539 και δεν ενημέρωσε την Επιτροπή για τα μέτρα που ελήφθησαν. 

2. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-217/16, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δήμου Ζαγορίου – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Αθηνών στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Δήμου Ζαγορίου. Η υπόθεση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αφορούσε απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (η οποία αποτελούσε εκτελεστό τίτλο βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ) περί επιστροφής ενισχύσεως που είχε χορηγήσει το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ). Ειδικότερα, η Επιτροπή, με την Απόφαση C (2006) 4798, προσδιόρισε σε 284.739,20 το ποσό το οποίο όφειλε η Δημοτική Επιχείρηση Τουριστικής Ανάπτυξης της Κοινότητας Αρίστης Ζαγορίου Ιωαννίνων. Ο Δήμος Κεντρικού Ζαγορίου άσκησε ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα) κατά της επιταγής προς πληρωμή που του είχε κοινοποιηθεί βάσει της ανωτέρω Αποφάσεως της Επιτροπής. Η Επιτροπή ασκώντας έφεση επί της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου υποστήριξε  ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον η διαφορά αυτή, ως έχουσα διοικητικό χαρακτήρα, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και ότι η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να επισπευσθεί κατά του Δήμου Ζαγορίου.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν αν το άρθρο 299 ΣΛΕΕ, που ορίζει ότι «Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται»,  έχει την έννοια ότι βάσει του άρθρου αυτού καθορίζεται  η επιλογή των εθνικών δικαστηρίων, που έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν ενδίκων βοηθημάτων απτομένων της αναγκαστικής εκτελέσεως πράξεων της Επιτροπής οι οποίες επιβάλλουν, σε βάρος προσώπων εκτός των Κρατών-μελών, χρηματική υποχρέωση και οι οποίες αποτελούν εκτελεστό τίτλο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες εφαρμόζονται επί των ενδίκων βοηθημάτων που άπτονται της αναγκαστικής εκτελέσεως στο πλαίσιο των πράξεων του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, ο καθορισμός των εθνικών δικονομικών κανόνων θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καθίσταται η ανάκτηση των ποσών-ενισχύσεων δυσχερέστερη σε σχέση με παρεμφερείς περιπτώσεις που αφορούν την εφαρμογή αντίστοιχων εθνικών διατάξεων.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-214/16, Conley King κατά The Sash Window Workshop Ltd και Richard Dollar – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πολιτικό τμήμα του Εφετείου του Ηνωμένου Βασιλείου (Court of Appeal, England & Wales, Civil Division) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Conley King και του πρώην εργοδότη του, ήτοι της εταιρείας «The Sash Window Workshop Ltd» και του R. Dollar. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε το αίτημα του εργαζομένου να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση έναντι της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δεν έλαβε κατά τα έτη 1999 έως 2012. Η Οδηγία 2003/38 ενσωματώθηκε στην έννομη τάξη του  Ηνωμένου Βασιλείου με τους Working Time Regulations του 1988 σχετικά με το χρόνο εργασίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88, καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς μεταξύ εργαζομένου και του εργοδότη του σχετικά με το εάν ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση με την οποία υποχρεώνεται ο εργαζόμενος να λαμβάνει την άδειά του χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων εάν δικαιούται τις αντίστοιχες αποδοχές.
Το ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, διαπίστωσε ότι κάθε πράξη ή παράλειψη του εργοδότη,  η οποία ενδέχεται να αποτρέψει τον εργαζόμενο από το να κάνει χρήση της ετήσιας άδειάς του είναι αντίθετη στον σκοπό του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εθνική κανονιστική ρύθμιση, που υποχρεώνει τον εργαζόμενο να λαμβάνει την άδειά του χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων εάν δικαιούται τις αντίστοιχες αποδοχές.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-165/16, Toufik Lounes κατά Secretary of State for the Home Department – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το High Court του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Toufik Lounes και του Υπουργού Εσωτερικών. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η άρνηση χορήγησης στον ανωτέρω ενδιαφερόμενο άδειας διαμονής. Ειδικότερα, η P. N. García Ormazabal, Ισπανίδα υπήκοος, μετέβη για σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 2009 απέκτησε τη βρετανική ιθαγένεια. Το έτος 2014, η P. N. García Ormazabal και ο T. Lounes συνήψαν θρησκευτικό και πολιτικό γάμο. Την ίδια περίοδο, ο Τ. Lounes, ως μέλος της οικογένειας υπηκόου του ΕΟΧ, ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών να του χορηγηθεί άδεια διαμονής. Ο Υπουργός απέρριψε το αίτημα του ενδιαφερομένου περί χορηγήσεως τίτλου διαμονής, με την αιτιολογία ότι η σύζυγός του, υπήκοος της Ένωσης, απέκτησε, με πολιτογράφηση, τη βρετανική ιθαγένεια, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει πλέον στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/38. Το ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το γεγονός ότι ένας πολίτης της Ένωσης αποκτά την ιθαγένεια του Κράτους-μέλους στο οποίο μετέβη και διέμενε δυνάμει της Οδηγίας 2004/38 μπορεί να στερήσει τον ίδιο, όπως και τον σύζυγό του, υπήκοο τρίτου κράτους, από δικαιώματα τα οποία είχε αποκτήσει προηγουμένως βάσει της Οδηγίας και τα οποία ασκούσε πλήρως μέχρι τότε.
Ειδικότερα, το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν η Οδηγία 2004/38 και το άρθρο 21 παρ.1 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι στην περίπτωση που πολίτης της Ένωσης μεταβαίνει σε άλλο Κράτος-μέλος (Ηνωμένο Βασίλειο) διαφορετικό από εκείνο της ιθαγένειάς του, αποκτά την ιθαγένεια του Κράτους-μέλους στο οποίο διαμένει (Ηνωμένο Βασίλειο) διατηρώντας παράλληλα την αρχική του ιθαγένεια και συνάπτει γάμο με υπήκοο τρίτου κράτους έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38 και του άρθρου 21 παρ. 1 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο υπήκοος του τρίτου κράτους δεν έχει δευτερογενές δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38. Ωστόσο, έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 21 παρ.1 ΣΛΕΕ υπό προϋποθέσεις οι οποίες δεν μπορεί να είναι αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην Οδηγία 2004/38 για την παροχή του δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, που άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκαταστάθηκε σε Κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο της ιθαγένειάς του.   

5. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, C-547/16, Gasorba SL κ.λπ. κατά Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 16 του Κανονισμού 1/2003/ΕΚ του Συμβουλίου για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ανωτέρω Κανονισμού «Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Πρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς το σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.» Επιπρόσθετα, το άρθρο 9 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει ότι «Όταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρονται να αναλάβουν ορισμένες δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση, τότε η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καταστήσει αυτές τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις. Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πρέπει να συμπεραίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει δράση η Επιτροπή». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας (Tribunal Supremo) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Gasorba SL, Josefa Rico Gil και Antonio Ferrándiz González και της Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA και έχει ως αντικείμενο το κύρος, βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, συμβάσεως εκμισθώσεως πρατηρίου υγρών καυσίμων με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεως αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν το άρθρο 16, παρ. 1, του Κανονισμού 1/2003 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει την ακυρότητα συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 101, παρ, 2 ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή έχει προηγουμένως αποδεχθεί αναλήψεις δεσμεύσεων που αφορούν την ίδια συμφωνία, τις οποίες και κατέστησε υποχρεωτικές με απόφασή της.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 16, παρ. 1 έχει την έννοια ότι η απόφαση περί αναλήψεως δεσμεύσεων που εκδίδει η Επιτροπή δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν οι εν λόγω συμφωνίες συνάδουν προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και να διαπιστώνουν, ενδεχομένως, την ακυρότητά τους σύμφωνα με το άρθρο 101, παρ. 2 ΣΛΕΕ.

6. ΔΕΕ, απόφαση  της 9ης Νοεμβρίου 2017 C 306/16, António Fernando Maio Marques da Rosa κατά Varzim Sol – Turismo, Jogo e Animação SA – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, την ερμηνεία του άρθρου 5 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Οδηγίας 93/104/ΕΚ «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3». Επιπρόσθετα σύμφωνα με το άρθρο 5 της Οδηγίας 2003/88 «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3. Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας, μπορεί να ορίζεται ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης 24 ωρών». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο του Πόρτο της Πορτογαλίας (Tribunal da Relação do Porto) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του A. F. Maio Marques de Rosa και της Varzim Sol – Turismo, Jogo e Animação SA  σχετικά με τη χορήγηση στον πρώτο, υπό την ιδιότητά του ως εργαζομένου, μίας ημέρας υποχρεωτικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως ανά περίοδο επτά ημερών. Ειδικότερα,  ο A. F. Maio Marques da Rosa, υπήρξε, από το 1991 έως το 2014, εργαζόμενος της Varzim Sol, εταιρίας η οποία έχει στην ιδιοκτησία της ένα καζίνο. Ο ανωτέρω άσκησε αγωγή, ζητώντας να υποχρεωθεί η Varzim Sol να του καταβάλει το ποσό των 18.602 ευρώ ως αποζημίωση, δεδομένου ότι οι έβδομες ημέρες που εργάστηκε θα έπρεπε να είχαν αμειφθεί ως πρόσθετες ώρες και ότι δεν έλαβε ημέρες αντισταθμιστικής αναπαύσεως. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με την εν λόγω προδικαστική παραπομπή ήταν  εάν το άρθρα του Χάρτη και των ανωτέρω Οδηγιών έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν να χορηγείται η ελάχιστη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών, την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος, το αργότερο την ημέρα που έπεται της περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας.
Το ΔΕΕ ερμηνεύοντας το άρθρο 5 της Οδηγίας 2003/88, διαπίστωσε ότι το εν λόγω άρθρο δεν προσδιορίζει το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να χορηγείται αυτή η ελάχιστη περίοδος αναπαύσεως των εικοσιτεσσάρων ωρών, παρέχοντας, συνεπώς, στα Κράτη-μέλη διαθέτουν ορισμένη ευελιξία όσον αφορά την επιλογή του εν λόγω χρονικού σημείου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα δεν επιβάλλουν να χορηγείται η ελάχιστη περίοδος εβδομαδιαίας συνεχούς αναπαύσεως εικοσιτεσσάρων ωρών το αργότερο την ημέρα που έπεται μιας περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας, αλλά ότι επιβάλλουν να χορηγείται αυτή εντός κάθε περιόδου επτά ημερών.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-298/16, Teodor Ispas και Anduţa Ispas κατά Direcţia Generală a Finanţelor Publice Cluj

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της γενικής αρχής του δικαίου της ΕΕ περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και υποβλήθηκε από το Εφετείο του Cluj, της Ρουμανίας (Curtea de Apel Cluj)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Teodor Ispas και της συζύγου του Anduţa Ispas (ζεύγος Ispas) και, αφετέρου, της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίων Οικονομικών του Cluj με αντικείμενο πράξη βεβαιώσεως ΦΠΑ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν η αρχή του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει στο πλαίσιο εθνικών διοικητικών διαδικασιών για τον έλεγχο και τον καθορισμό της βάσης επιβολής ΦΠΑ να έχουν οι ιδιώτες πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων και των εγγράφων τα οποία περιέχονται στον διοικητικό φάκελο και τα οποία έλαβε υπόψη του η δημόσια αρχή κατά την έκδοση της αποφάσεως. 
Το ΔΕΕ διαπίστωσε, σε μια αρχική του σκέψη, ότι η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν αποτελεί απόλυτο δικαίωμα αλλά μπορεί να περιέχει περιορισμούς  υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι  σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας οι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να τους γνωστοποιηθούν τα στοιχεία και έγγραφα τα οποία περιέχονται στον διοικητικό φάκελο και τα οποία έλαβε υπόψη η δημόσια αρχή προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της. Εξαίρεση στο ανωτέρω δικαίωμα των πολιτών μπορεί να δικαιολογηθεί στην περίπτωση σκοπών γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν τον περιορισμό της προσβάσεως στα εν λόγω στοιχεία και έγγραφα.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-292/16, A Oy κατά Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö και Verohallinto – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 49 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 10 παρ. 2, της Οδηγίας 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες διαφορετικών Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο του Ελσίνκι (Helsingin hallinto oikeus). Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 της ανωτέρω Οδηγίας «Όταν το κράτος μέλος στο δίκαιο του οποίου υπάγεται η εισφέρουσα εταιρία εφαρμόζει καθεστώς φορολόγησης των κερδών σε διεθνή κλίμακα, το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να φορολογεί τα κέρδη ή τις υπεραξίες της μόνιμης εγκατάστασης που προκύπτουν κατά τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή την εισφορά ενεργητικού με την προϋπόθεση ότι δέχεται την έκπτωση του φόρου ο οποίος σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα είχε επιβληθεί στα εν λόγω κέρδη ή υπεραξίες στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση και, επίσης, ότι δέχεται αυτήν την έκπτωση φόρου με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό που θα εδέχετο αν ο φόρος είχε βεβαιωθεί και καταβληθεί στην πραγματικότητα». Το άρθρο 52 e, τρίτο εδάφιο, του φινλανδικού νόμου περί φορολογίας εισοδημάτων από οικονομικές δραστηριότητες  (EVL) ορίζει ότι «Αν τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού συνδέονται με μόνιμη εγκατάσταση ημεδαπού νομικού προσώπου ευρισκόμενη σε άλλο Κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πιθανολογούμενη αξία μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού και οι προμήθειες που έχουν αφαιρεθεί κατά τη φορολόγηση της μόνιμης εγκαταστάσεως ενσωματώνονται στα φορολογητέα κέρδη της εισφέρουσας εταιρίας. Από τον οφειλόμενο στη Φινλανδία φόρο επί των κερδών αυτών αφαιρείται ο φόρος που θα είχε βαρύνει τα ίδια κέρδη εντός του κράτους στο οποίο βρίσκεται η ως άνω μόνιμη εγκατάσταση αν δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της [οδηγίας περί συγχωνεύσεων] που μνημονεύονται στο άρθρο 52.». Το 2006, η εταιρία A μεταβίβασε σε αυστριακή εταιρία, στο πλαίσιο εισφοράς ενεργητικού, μια μόνιμη εγκατάσταση ευρισκόμενη στην Αυστρία και έλαβε ως αντιπαροχή μετοχές της τελευταίας αυτής εταιρίας. Σύμφωνα με το άρθρο 52 e, τρίτο εδάφιο, του EVL, επιβλήθηκε στην A φόρος επί της υπεραξίας που πραγματοποιήθηκε, λόγω της εισφοράς αυτής, εντός του φορολογικού έτους 2006, ο δε φόρος εισπράχθηκε κατά το ίδιο φορολογικό έτος. Ας σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη απόφαση εξετάζεται  η περίπτωση κατά την οποία ημεδαπή εταιρία εισφέρει αλλοδαπή μόνιμη εγκατάσταση σε εταιρία εγκατεστημένη στην αλλοδαπή, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα όχι χρήματα, αλλά μετοχές. Τέτοιες εισφορές φορολογούνται στη Φινλανδία άμεσα, σε αντίθεση προς τις περιπτώσεις εισφοράς ημεδαπής μόνιμης εγκαταστάσεως σε ημεδαπή επιχείρηση. Ωστόσο, εκπίπτει πλασματικός αλλοδαπός φόρος της χώρας στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση.
Ειδικότερα, το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν αν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, σε περίπτωση που ημεδαπή εταιρία μεταβιβάζει, στο πλαίσιο εισφοράς ενεργητικού, αλλοδαπή μόνιμη εγκατάσταση σε επίσης αλλοδαπή εταιρία, αφενός, προβλέπει την άμεση φορολόγηση της υπεραξίας που πραγματοποιείται λόγω της ως άνω πράξεως και, αφετέρου, δεν επιτρέπει την ετεροχρονισμένη είσπραξη του οφειλόμενου φόρου, ενώ, σε ανάλογη περίπτωση χωρίς στοιχεία αλλοδαπότητας, τέτοιες υπεραξίες φορολογούνται μόνον κατά τη μεταβίβαση των εισφερόμενων στοιχείων ενεργητικού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση. 
  
9. ΔΕΕ,  απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-98/15, María Begoña  Espadas Recio κατά Servicio Público de Empleo Estatal (SPE,E) – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4 της Συμφωνίας-Πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997, η οποία προσαρτάται στην Οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη Συμφωνία-Πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES και του άρθρου 4 της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως.  Σύμφωνα με τη ρήτρα 4, παρ. 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου «1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. 2. Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.» Επιπρόσθετα, το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ ορίζει ότι «Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά: –  το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά –  την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών –        τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.».  Ας σημειωθεί ότι το άρθρο 3, παρ. 4, του ΒΔ 625/1985 (Εθνική κανονιστική ρύθμιση) ορίζει ότι, όταν οι καταβληθείσες εισφορές αντιστοιχούν σε εργασία μερικής απασχολήσεως ή σε εργασία πραγματοποιηθείσα στις περιπτώσεις μειώσεως του ωραρίου, κάθε δεδουλευμένη ημέρα υπολογίζεται ως ημέρα ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας του ωραρίου εργασίας. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από  το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Βαρκελώνης της Ισπανίας (Juzgado de lo Social n° 33 de Barcelona)  στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της María Begoña Espadas Recio και της δημόσιας υπηρεσίας απασχολήσεως σχετικά με τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού της περιόδου καταβολής του επιδόματος ανεργίας στους εργαζομένους κάθετης μερικής απασχολήσεως. (κάθετης κατανομής του χρόνου εργασίας που παρέχεται σε συγκεκριμένες μόνον ημέρες της εβδομάδας).
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εάν η ρήτρα 4 της Συμφωνίας-Πλαισίου έχει εφαρμογή σε ανταποδοτικό επίδομα ανεργίας. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 4 της Συμφωνίας Πλαισίου δεν έχει εφαρμογή σε ανταποδοτικό επίδομα ανεργίας. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους η οποία, στην περίπτωση εργασίας που παρέχεται υπό μορφή κάθετης μερικής απασχολήσεως, αποκλείει τις μη δεδουλευμένες ημέρες από τον υπολογισμό των ημερών για τις οποίες έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, με αποτέλεσμα τη συνακόλουθη μείωση της περιόδου καταβολής του επιδόματος ανεργίας, όταν διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των εργαζομένων υπό καθεστώς κάθετης μερικής απασχολήσεως αποτελείται από γυναίκες οι οποίες επηρεάζονται αρνητικώς από τα εθνικά αυτά μέτρα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση. 

10. ΔΕΕ, συνεκδικασθείσες αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2017, Υπόθεση C-374/16, Rochus Geissel, ενεργών ως εκκαθαριστής της RGEX GmbH i.L. κατά Finanzamt Neuss, Υπόθεση C-375/16 Finanzamt Bergisch Gladbach κατά Igor Butin - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 168, στοιχείο α, του άρθρου 178, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 226, σημείο 5, της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 178 της ανωτέρω Οδηγίας: «Για να έχει τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης, ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) για την προβλεπόμενη στο άρθρο 168, στοιχείο α), έκπτωση, όσον αφορά τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, να κατέχει τιμολόγιο, το οποίο έχει εκδοθεί σύμφωνα με τα άρθρα 220 έως 236 και τα άρθρα 238, 239 και 240». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 226 σημείο 5 «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, μόνον οι ακόλουθες ενδείξεις είναι υποχρεωτικές για τους σκοπούς του ΦΠΑ, όσον αφορά τα τιμολόγια που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 220 και 221: 5) το πλήρες όνομα και η πλήρης διεύθυνση του υποκειμένου στον φόρο και του αποκτώντος τα αγαθά ή του λήπτη των υπηρεσιών». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο  της Γερμανίας (Bundesfinanzhof) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ του Rochus Geissel, ενεργούντος ως εκκαθαριστή της RGEX GmbH i.L., και της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας του Neuss, και, αφετέρου, μεταξύ της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας του Bergisch Gladbach και του Igor Butin. Αντικείμενο ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η άρνηση των ως άνω υπηρεσιών να χορηγήσουν την έκπτωση του καταβληθέντος ΦΠΑ επί των εισροών δυνάμει τιμολογίων επί των οποίων αναγραφόταν η διεύθυνση του εκδότη τους, στην οποία είναι μεν εφικτή η ταχυδρομική επικοινωνία, αλλά δεν ασκείται καμία οικονομική δραστηριότητα. Ας σημειωθεί ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση απαιτούσε να αναγράφεται στο τιμολόγιο η πλήρης επωνυμία και η πλήρης διεύθυνση του παρέχοντος επιχειρηματία και του λήπτη της παροχής για την ενεργοποίηση του δικαιώματος έκπτωσης από το ΦΠΑ. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπ΄θεση ήταν  εάν τα ανωτέρω άρθρα της Οδηγίας περί ΦΠΑ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών από την αναγραφή στο τιμολόγιο της διευθύνσεως του τόπου στον οποίο ο εκδότης του ασκεί την οικονομική του δραστηριότητα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα αντίκεινται στην επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση. 


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 5/2017
Η «κρίση Κράτους Δικαίου» στην Πολωνία και η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Αν. Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ «στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Μεταξύ των παραπάνω «συνταγματικών θεμελίων», που συγκροτούν την αξιακή ταυτότητα της Ένωσης, κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα θεσμικά όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη. Η ένταξη της αρχής του Κράτους Δικαίου στις θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης των Κοινοτήτων το 1986 με τη διάσημη απόφασή του ΔΕΚ στην υπόθεση των Πρασίνων (Les Verts), όταν αυτό  διακήρυξε ότι «η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα συνιστά κοινότητα δικαίου υπό την έννοια ότι ούτε τα Κράτη-μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο των πράξεών τους απέναντι στο βασικό καταστατικό χάρτη, που αποτελεί η Συνθήκη» ικανοποίησε ταυτόχρονα διάφορες ανάγκες. Πρώτιστα, μια εσωτερική ανάγκη που συνδέονταν με την αναζήτηση «συνταγματικής ποιότητας» και νομιμοποίησης όσο διευρύνονταν η παραχώρηση δημόσιας εξουσίας στα όργανα της Ένωσης και γίνονταν βήματα προς την πολιτική ενοποίηση. Εξάλλου, η εμβάθυνση του Κράτους Δικαίου στην εσωτερική «συνταγματική» δομή της Ένωσης και στις σχέσεις της με τα Κράτη-μέλη της αποτέλεσε επίδειξη συνέπειας προς τα υποψήφια κράτη, τα οποία καλούνταν για να προσχωρήσουν στην Ένωση να αποδεικνύουν τον αναγκαίο σεβασμό στην αρχή. Ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι σήμερα κομβικής σημασίας, αφού αφενός αποτελεί νομιμοποιητικό στοιχείο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Ένωσης και αφετέρου «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών και μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας Ασφάλεια και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων (άρθρα 81 και 82 ΣΛΕΕ). Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η Ένωση, παράλληλα με την οικονομική κρίση, αντιμετωπίζει και «κρίσεις Κράτους Δικαίου», στο βαθμό που σε Κράτη-μέλη (Ουγγαρία, Ρουμανία, Πολωνία) παρουσιάζονται παραβιάσεις της αρχής και γενικότερα των θεμελιωδών αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ, που δεν είναι μεμονωμένες ή περιστασιακές αλλά προσλαμβάνουν «συστηματικό χαρακτήρα». Η κατάσταση αυτή έδωσε το έναυσμα για να αναπτυχθεί μια εκτεταμένη συζήτηση, που διεξάγεται σε επιστημονικό, πολιτικό και θεσμικό επίπεδο και αφορά των επάρκεια των μηχανισμών που προβλέπουν οι Συνθήκες για την αντιμετώπιση «συστημικών παραβιάσεων» του Κράτους Δικαίου από τα Κράτη-μέλη και προχωρά στην αναζήτηση των ενδεδειγμένων λύσεων για την ενίσχυση των μηχανισμών διασφάλισης του Κράτους Δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και υιοθέτηση από την Επιτροπή το 2014 «ενός νέου πλαισίου της ΕΕ για την ενίσχυση του Κράτους Δικαίου» (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση της 11/3/2014 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο: Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου, COM (2014) 158 final), που έρχεται να λειτουργήσει ως «μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης» και να συμπληρώσει τα προβλεπόμενα από τις Συνθήκες νομικά (προσφυγή κατά Κράτους-μέλους στο Δικαστήριο) και πολιτικά (ενεργοποίηση των μηχανισμών του άρθρου 7 ΣΕΕ) μέσα. 

2. Η Πολωνική «κρίση Κράτους Δικαίου» και η αντιμετώπισή της από την Επιτροπή

Ο νέος μηχανισμός , που προκάλεσε μεγάλη επιστημονική συζήτηση και την αντίδραση των Κρατών-μελών, για πρώτη φορά τέθηκε σε εφαρμογή το 2016 στην περίπτωση της Πολωνίας. Κατά την Επιτροπή η ενεργοποίηση του «νέου πλαισίου» αφορούσε τις προσπάθειες της νέας πολωνικής κυβέρνησης, που προέκυψε από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2015 στις οποίες πλειοψήφησε το Κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη», υπερσυντηρητικών και ευρωσκεπτικιστικών απόψεων, που ίδρυσαν οι δίδυμοι αδελφοί Κατσίνσκι υπό την ηγεσία πλέον της Μπεάτα Σίντλο, να ελέγξει τη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, περιορίζοντας έτσι την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την μη εφαρμογή των αποφάσεων του εν λόγω δικαστηρίου που έκριναν ως αντισυνταγματικές τις κυβερνητικές αποφάσεις, ενώ, τέλος, σειρά τροποποιήσεων των δικονομικών κανόνων που εφάρμοζε το Συνταγματικό Δικαστήριο κατέτειναν στον περιορισμό του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Πολωνία (περισσότερα βλ Μ. Χρυσομάλλης, Η διασφάλιση της αρχής του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η περίπτωση της Πολωνίας, http://digestaonline.gr/pdfs/Digesta%202016/chrisb16.pdf). Η ενεργοποίηση του «νέου πλαισίου» οδήγησε σε «διαρθρωμένο διάλογο» της Επιτροπής και των πολωνικών αρχών, που διήρκεσε δύο χρόνια. Στο διάστημα αυτό η Επιτροπή εξέδωσε τρεις Συστάσεις για το Κράτος Δικαίου (Rule of Law Recommendations) προς τις πολωνικές αρχές (27/7/2016, 21/12/2016 και 27/7/2017).  Ωστόσο οι Συστάσεις της Επιτροπής είχαν φτωχά αποτελέσματα, αφού η πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε κατ’ ουσία να συμμορφωθεί. Αντίθετα, η Πολωνική Δίαιτα (Sejm) στις 15/12/2017 προχώρησε στην ψήφιση δύο νέων νομοθετημάτων που αφορούσαν το Ανώτατο Δικαστήριο, το πρώτο, και το Εθνικό Συμβούλιο για τη Δικαιοσύνη, το δεύτερο. Κατόπιν, τούτων η Επιτροπή στις  20 Δεκεμβρίου εξέδωσε την τέταρτη κατά σειρά Σύσταση «διευκρινίζοντας με σαφήνεια τα μέτρα που καλούνται να λάβουν οι πολωνικές αρχές για να διορθώσουν την τρέχουσα κατάσταση». Κατά την Επιτροπή «οι μεταρρυθμίσεις στην δικαιοσύνη στην Πολωνία σημαίνουν ότι το δικαστικό σώμα της χώρας βρίσκεται πλέον υπό τον πολιτικό έλεγχο της κυβερνώσας πλειοψηφίας. Ελλείψει δικαστικής ανεξαρτησίας, τίθενται σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ, την προστασία των επενδύσεων, την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων σε τομείς τόσο διαφορετικούς όσο οι διαφορές επιμέλειας τέκνων ή η εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης». Ειδικότερα, η Επιτροπή ζήτησε από τις πολωνικές αρχές:  

Να τροποποιήσουν τον πρόσφατο νόμο για το Ανώτατο Δικαστήριο, έτσι ώστε να μην εφαρμοσθεί το καθεστώς πρόωρης συνταξιοδότησης των σημερινών δικαστών, να καταργηθεί η διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Πολωνικής Δημοκρατίας να παρατείνει τη θητεία των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να καταργηθεί η έκτακτη διαδικασία προσφυγής, η οποία περιλαμβάνει την εξουσία να αναθεωρούνται οριστικές αποφάσεις, που ελήφθησαν πριν από χρόνια .
Να τροποποιήσουν το νόμο σχετικά με το Εθνικό Συμβούλιο για τη Δικαιοσύνη, έτσι ώστε να μην τερματιστεί πρόωρα η θητεία των μελών του, που είναι δικαστές και να διασφαλιστεί ότι το νέο καθεστώς διορισμού θα εξακολουθήσει να εγγυάται την εκλογή των δικαστών-μελών του Συμβουλίου από τους ίδιους τους δικαστές.
Να τροποποιήσουν ή να αποσύρουν το νόμο για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων, ιδίως να καταργήσουν το νέο καθεστώς συνταξιοδότησης των δικαστών, συμπεριλαμβανομένης της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού Δικαιοσύνης να παρατείνει την θητεία των δικαστών, να διορίζει και να απαλλάσσει τους προεδρεύοντες των δικαστηρίων.
Να αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία και τη νομιμότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου, διασφαλίζοντας ότι οι δικαστές, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος εκλέγονται νομίμως και διασφαλίζοντας ότι όλες οι αποφάσεις του δημοσιεύονται και εφαρμόζονται πλήρως.
Να αποφεύγουν πράξεις και δημόσιες δηλώσεις, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν περαιτέρω τη νομιμότητα της δικαστικής εξουσίας. 

Εξάλλου, η Επιτροπή με Δελτίο Τύπου στις 21 Δεκεμβρίου 2017 ανακοίνωσε ότι προσφεύγει κατά της Πολωνίας στα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη μέσα για τη διασφάλιση των αξιών της Ένωσης και ειδικότερα της αρχής του Κράτους Δικαίου. Τα μέσα αυτά είναι (α) η ενεργοποίηση του μηχανισμού του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ και (β) η προσφυγή στο Δικαστήριο της ΕΕ για παράβαση του ενωσιακού δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ (European Commission - Press release, Rule of Law: European Commission acts to defend judicial independence in Poland, Brussels, 20 December 2017, http://europa.eu/rapid/press-release_IP-17-5367_en.htm). Παρακάτω θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τα παρακάτω μέσα και θα διερευνήσουμε την αποτελεσματικότητά τους. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής τόσο δικαστικά όσο και πολιτικά, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» σ’ ένα Κράτος- μέλος, παρουσιάζεται αρκετά ανεπαρκής. Κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίζεται εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από τα Κράτη-μέλη. 

3. Τα προβλεπόμενα από τις Συνθήκες μέσα ελέγχου του σεβασμού της αρχής του Κράτους Δικαίου από τα Κράτη-μέλη και η ενεργοποίησή τους στην περίπτωση της Πολωνίας 

3.1. Η πολιτική αντιμετώπιση: οι μηχανισμοί του άρθρου 7 ΣΕΕ 

Ο «συντακτικός νομοθέτης» της Ένωσης (Κράτη-μέλη) με τη διάταξη του άρθρου 7 ΣΕΕ, που εισήχθη για πρώτη φορά στη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997), προτίμησε ο έλεγχος των Κρατών-μελών ως προς την τήρηση εκ μέρους τους των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της αρχής του Κράτους Δικαίου, να έχει πολιτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 ΣΕΕ το Συμβούλιο μπορεί κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του ενός τρίτου των Κρατών- μελών ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής και αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων (4/5) των μελών του (22 Κράτη-μέλη σήμερα υπέρ της πρότασης) και κατόπιν έγκρισης (σύμφωνης γνώμης) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2» και να του απευθύνει συστάσεις. Κατά συνέπεια στην περίπτωση «σαφούς κινδύνου» το Συμβούλιο δεν μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις, περιοριζόμενο σε συστάσεις για την άρση των μέτρων που αποτελούν κίνδυνο ή απειλή για το Κράτος Δικαίου. Οι συστάσεις αυτές, πάντως, ιδιαίτερα αν δημοσιοποιηθούν (η διάταξη δεν προβλέπει σχετικά) ασκούν πίεση μέσω του «στιγματισμού», που συνεπάγονται για το Κράτος-μέλος στην Ένωση και στη διεθνή κοινότητα γενικότερα (naming and shaming). Η διάταξη της παρ. 1, που εισήχθη με τη Συνθήκη της Νίκαιας το 2001 και επ’ ευκαιρία της «Αυστριακής κρίσης», αποτελεί τον «προληπτικό μηχανισμό» του άρθρου 7 ΣΕΕ.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 ΣΕΕ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των Κρατών-μελών ή της Επιτροπής και αφού λάβει την έγκριση (σύμφωνη γνώμη) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των μελών από τα οποία απαρτίζεται) μπορεί «να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2», αφού καλέσει το εν λόγω κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Στην περίπτωση μιας τέτοιας διαπίστωσης, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, «την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο». Οι υποχρεώσεις, πάντως, του εν λόγω Κράτους-μέλους, εξακολουθούν να το δεσμεύουν ενώ μεταξύ των κυρώσεων δεν προβλέπεται η αποπομπή Κράτους-μέλους. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, εν συνεχεία, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει ή να ανακαλέσει μέτρα που έχει λάβει στην περίπτωση συμμόρφωσης. Ο πολιτικός χαρακτήρας της όλης διαδικασίας δεν αναιρείται από τον περιορισμένο ρόλο που ανατίθεται στο ΔΕΕ με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 269 ΣΛΕΕ καθίσταται αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 7 ΣΕΕ «μόνο όσον αφορά την τήρηση των διαδικαστικών επιταγών του άρθρου αυτού». Το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά την λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 7 ΣΕΕ αποφασίζουν χωρίς τη συμμετοχή των αντιπροσώπων του Κράτους-μέλους κατά του οποίου κινείται η διαδικασία της εν λόγω διάταξης. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 ΣΕΕ, που αποτελεί τον «κυρωτικό μηχανισμό» της διαδικασίας, αν και μπορεί να εφαρμοσθεί σε κάθε περίπτωση «ύπαρξης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης» του Κράτους Δικαίου, ακόμη και αν αυτή εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, παρουσιάζεται εξαιρετικά δύσχρηστη, με αποτέλεσμα να μην έχει εφαρμοσθεί μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο εφαρμογής της διάταξης. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν για κάποιους η αποκάλυψη της σύμπραξης την περίοδο 2002 – 2003 Κρατών-μελών της Ένωσης (Πολωνία) στη λειτουργία μυστικών φυλακών της CIA μετά τις επιθέσεις της 9ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη ενώ για άλλους η περίπτωση της συνταγματικής αναθεώρησης του 2011 στην Ουγγαρία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εφαρμογής των διαδικασιών του άρθρου 7 παρ. 2 ΣΕΕ. Αυτό οφείλεται αφενός στις διαδικαστικές προϋποθέσεις (ομοφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) αλλά και στις ουσιαστικές προϋποθέσεις (ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης), που δύσκολα μπορούν να συγκεντρωθούν και αφετέρου στον πολιτικό χαρακτήρα της διαδικασίας, που επιτρέπει πολιτική διαχείριση της κρίσης και συμφωνίες μεταξύ των Κρατών-μελών «πίσω από τις κουρτίνες». Έτσι, υποστηρίζεται ότι η διάταξη, που λόγω των προβλεπόμενων κυρώσεων χαρακτηρίζεται «πυρηνική επιλογή», μπορεί να εφαρμοσθεί σε ακραίες, τελικά, προσβολές των αξιών της Ένωσης, δηλαδή στην περίπτωση πραξικοπήματος σ’ ένα Κράτος-μέλος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα Κράτη-μέλη παρουσιάζονται απρόθυμα να καταφύγουν στις διαδικασίες του άρθρου 7 ΣΕΕ. 

Τα παραπάνω εξηγούν την επιλογή της Επιτροπής να μην επιχειρήσει στην περίπτωση της Πολωνίας να  ενεργοποιήσει το 7 παρ. 2 ΣΕΕ που προβλέπει κυρώσεις άλλα τον προληπτικό μηχανισμό της παραγράφου 1 του άρθρου 7 ΣΕΕ, που εξαντλείται σε συστάσεις. Πέρα βέβαια από μια προσπάθεια κλιμάκωσης της αντίδρασης (η ενεργοποίηση του προληπτικού μηχανισμού δεν αποκλείει την ενεργοποίηση αργότερα του κυρωτικού σκέλους του άρθρου 7 ΣΕΕ) αποφεύγεται το πιθανότατο μπλοκάρισμα της αναγκαίας για την επιβολή κυρώσεων ομόφωνης απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που διαπιστώνει σοβαρή και διαρκή παραβίαση των αξιών της Ένωσης,  από χώρες Wizegrad και κυρίως την Ουγγαρία, που η κυβέρνησή της είναι ίδιων αντιλήψεων με αυτήν της Πολωνίας.

3.2. Η δικαστική αντιμετώπιση: η προσφυγή για παράβαση

Είναι γεγονός ότι η προσφυγή στο Δικαστήριο για παράβαση  (προσφυγή κατά Κράτους-μέλους) του άρθρο 258 ΣΛΕΕ χρησιμοποιήθηκε με αρκετή επιτυχία για να επιβάλλει τη συμμόρφωση των Κρατών-μελών στους κανόνες αρνητικής ή θετικής ολοκλήρωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης της Εσωτερικής Αγοράς, ουδέποτε όμως για να επιβάλλει το σεβασμό προς τις αξίες της Ένωσης και το Κράτος Δικαίου ειδικά. Αν και δεν αμφισβητείται ο δεσμευτικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 2 ΣΕΕ και των απαριθμούμενων σε αυτό αξιών/αρχών, στις οποίες θεμελιώνεται η Ένωση, ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού τους από τα Κράτη-μέλη εκ μέρους του Δικαστηρίου είναι περιορισμένος. Και αυτό γιατί, αν και δεν υφίσταται κανένας περιορισμός στη χρησιμοποίηση της προσφυγής κατά Κράτους-μέλους για τον έλεγχο παραβιάσεων εκ μέρους των Κρατών-μελών των αξιών της Ένωσης (όπου ο συντάκτης της Συνθήκης επιθυμεί έναν τέτοιο περιορισμό το ορίζει ρητά, όπως στην περίπτωση της ΚΕΠΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 ΣΕΕ), ο «ανοικτός» και πολυσχιδής χαρακτήρας της αρχής του Κράτους Δικαίου σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης συγκεκριμένης παραβίασης της ενωσιακής νομοθεσίας για την ενεργοποίηση του άρθρου 258 ΣΛΕΕ καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων. Εξάλλου, η θέσπιση νομοθεσίας από την Ένωση σε τομείς που συνδέονται στενά με το Κράτος Δικαίου και μπορούν να αποτελέσουν πεδίο «συστημικής απειλής κατά της αρχής» σ’ ένα Κράτος-μέλος, όπως αυτός της συγκρότησης και της απονομής της δικαιοσύνης, είναι αδύνατη λόγω της αποκλειστικής αρμοδιότητας των Κρατών- μελών στο συγκεκριμένο τομέα. Πρόσθετες δυσκολίες δημιουργεί το γεγονός ότι η Συνθήκη δεν καθορίζει επαρκώς τη σχέση της προσφυγής κατά Κράτους-μέλους με τους μηχανισμούς του άρθρου 7 ΣΕΕ. Οι ανωτέρω λόγοι σε συνδυασμό με μια συντηρητική ανάγνωση της διάταξης από την Επιτροπή (υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι Επιτροπή θα πρέπει να αποτολμήσει να προσφύγει επικαλούμενη αυτοτελώς παραβίαση του άρθρου 2 ΣΕΕ)  έχουν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική αδυναμία αυτοτελούς επίκλησης του άρθρου 2 ΣΕΕ και του Κράτους Δικαίου, στο πλαίσιο της ανωτέρω προσφυγής. Η αδυναμία αυτή οδήγησε σε αναζήτηση συνδυασμών της διάταξης με άλλες διατάξεις της Συνθήκης, όπως αυτές του άρθρου 3 παρ. 1 ΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία «η Ένωση έχει σκοπό να προάγει την ειρήνη, τις αξίες της και την ευημερία των λαών της» και του άρθρου 13 παρ. 1 ΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία «η Ένωση διαθέτει θεσμικό πλαίσιο που αποσκοπεί στην προώθηση των αξιών της…» δεν μπορούν να αποφέρουν αποτελέσματα λόγω του προγραμματικού χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων. Ίσως θα μπορούσε να προσφέρει στη συγκεκριμενοποίηση της παραβίασης εκ μέρους των Κρατών-μελών η προσθήκη στον παραπάνω συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 3 ΣΕΕ, που καθιερώνει την υποχρέωση της καλόπιστης συνεργασίας των Κρατών-μελών με την Ένωση, αν και γενικώς η Επιτροπή παρουσιάζεται επιφυλακτική στην επίκληση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 4 παρ. 3 ή του άρθρου 19 ΣΕΕ σύμφωνα με την οποία «τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», με το οποίο επιχειρείται η συγκεκριμενοποίηση της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας σε ότι αφορά τα εθνικά δικαστικά συστήματα. Λύσεις, εξάλλου, υπό προϋποθέσεις μπορεί να προσφέρει ο συνδυασμός του άρθρου 2 ΣΕΕ με τις διατάξεις για την Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια, ιδιαίτερα όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί δυναμικά από το Δικαστήριο. Χαρακτηριστικό των δυσκολιών που παρουσιάζονται είναι το γεγονός ότι απέναντι σε μια μείζονα προσπάθεια ελέγχου των ανωτάτων δικαστηρίων εκ μέρους της συντηρητικής Ουγγρικής Κυβέρνησης η Επιτροπή αναγκάσθηκε να καταφύγει στη νομοθεσία για την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης λόγω ηλικίας για να αντιμετωπίσει την υποχρεωτική πρόωρη συνταξιοδότηση των ανωτάτων δικαστών που αποφάσισε η Ουγγρική Κυβέρνηση και όχι την αρχή του Κράτους Δικαίου αυτοτελώς (βλ C- 286/12, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας). Η ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χρησιμοποιήθηκε, εξάλλου, για να θεμελιώσει την προσφυγή της η Επιτροπή κατά της Ουγγαρίας, όταν η ίδια Ουγγρική Κυβέρνηση επέβαλλε την πρόωρη παύση της θητείας του ανεξάρτητου Επίτροπου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, με αρμοδιότητα να διασφαλίζει το συνταγματικό δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την πρόσβαση σε δεδομένα γενικού ενδιαφέροντος (βλ C- 288/12, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας). Αυτό, όμως, δεν είναι εφικτό πάντα. 

Την δικονομική τακτική, που εφάρμοσε στην περίπτωση της Ουγγαρίας, ακολουθεί η Επιτροπή και στην περίπτωση της Πολωνίας, αφού το Σώμα των Επιτρόπων αποφάσισε να παραπέμψει την πολωνική κυβέρνηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση του δικαίου της ΕΕ σχετικά με το νόμο περί τακτικών δικαστηρίων και ειδικότερα το καθεστώς συνταξιοδότησης των δικαστών  που αυτός εισάγει. Οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν τη διάκριση λόγω φύλου, στο βαθμό που η νέα πολωνική νομοθεσία εισάγει διαφορετική ηλικία συνταξιοδότησης για γυναίκες δικαστές (60 ετών) και άνδρες δικαστές (65 ετών) κατά παράβαση του άρθρου 157 ΣΛΕΕ (αρχή ισότητας ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία) και της Οδηγία 2006/54 (ισότητα των φύλων στην απασχόληση). Ακόμη, η Επιτροπή δηλώνει ότι προτίθεται με την προσφυγή της να εγείρει ζήτημα ανεξαρτησίας των πολωνικών δικαστηρίων στο βαθμό που ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει τη θητεία των δικαστών, που έχουν συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης κατά παράβαση του προαναφερθέντος άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου).

Τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι η προσφυγή για παράβαση του άρθρου 258 ΣΛΕΕ έχει περιορισμένη εμβέλεια, αφού μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε μια κατά περίπτωση προσέγγιση (case-by-case basis) των παραβιάσεων και όχι για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση συστηματικής παραβίασης των αξιών της ΕΕ. Με τον τρόπο, όμως, αυτό η Επιτροπή είναι δύσκολο να παρουσιάσει στο Δικαστήριο μια ξεκάθαρη και συνολική εικόνα συστηματικής παραβίασης των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ. Όπως παρατηρείται, η διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή στην περίπτωση της Ουγγαρίας και τώρα στην περίπτωση της Πολωνίας «αν και μπορεί να προσφέρει ορισμένες σημαντικές νομικές νίκες, τελικά δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει ευρύτερα θεσμικά θέματα, που απειλούν τα ίδια τα θεμέλια του κράτους δικαίου και των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας». 

4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

(α) Ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι κομβικής σημασίας για τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, οι  «κρίσεις Κράτους Δικαίου» που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια σε Κράτη-μέλη, ως αποτέλεσμα «συστημικών παραβιάσεων» της αρχής εκ μέρους τους καταδεικνύουν ότι η προσπάθεια εμβάθυνσης της αρχής πρέπει να είναι διαρκής και επίμονη, ενώ θέτει προς συζήτηση το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των διαθέσιμων μηχανισμών της Ένωσης για τη διασφάλιση της αρχής του Κράτους Δικαίου. 

(β) Η ενεργοποίηση από την Επιτροπή για πρώτη φορά του άρθρου 7 ΣΕΕ (έστω του προληπτικού μηχανισμού), σε συνδυασμό με την προσφυγή κατά της Πολωνίας στο Δικαστήριο, είναι από μόνη της σημαντική ενέργεια, αφού αφενός έχει έναν υψηλό πολιτικό συμβολισμό και αφετέρου θα δώσει την ευκαιρία να δοκιμαστεί στην πράξη η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών διασφάλισης του Κράτους Δικαίου στα Κράτη-μέλη της Ένωσης. Έτσι, αυτό που μέχρι σήμερα διαπιστώνει πρωτίστως η θεωρεία, μπορεί να καταδειχθεί στην πράξη και να δημιουργήσει το πολιτικό υπόβαθρο για την αναγκαία ενίσχυση των ενωσιακών μηχανισμών σε μια μελλοντική τροποποίηση των Συνθηκών.

(γ) Η πρόσφατη αντίδραση της Επιτροπής στην περίπτωση της Πολωνίας θα δοκιμάσει, εξάλλου, και την πολιτική βούληση των υπολοίπων Κρατών-μελών να λάβουν μέτρα σε προσπάθειες ακύρωσης του πολιτικού στόχου της «ανατολικής διεύρυνσης», που ήταν η διασφάλιση και εμβάθυνση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στα υποψήφια πρώην κομμουνιστικά κράτη της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης. Ο στόχος αυτός ενσωματώθηκε στα «κριτήρια της Κοπεγχάγης» και στη σχετική διαδικασία έλεγχου υπήχθησαν οικιοθελώς τα υποψήφια Κράτη-μέλη με την αίτηση προσχώρησής τους. Το γεγονός αυτό εμποδίζει κυβερνήσεις των εν λόγω Κρατών-μελών από το να διολισθαίνουν από τις αξίες της Ένωσης, για το σεβασμό των οποίων δεσμεύτηκαν. Τέτοια, πολιτική βούληση ουσιαστικής αντίδρασης δεν επέδειξαν, πάντως, στην ευθεία αμφισβήτηση των αξιών της Ένωσης με δηλώσεις, όπως αυτή του Ούγγρου Πρωθυπουργού Viktor Orbán, στις 26/7/2014, σύμφωνα με τον οποίο «We are parting ways with western European dogmas, making ourselves independent from them … We have to abandon liberal methods and principles of organising a society. The new state that we are building is an illiberal state, a non-liberal state» (η δήλωση τίθεται αμετάφραστη για ευνόητους λόγους).

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com


Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 8/2017
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2017
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-413/15, Elaine Farrell κατά Alan Whitty κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στο ζήτημα εάν οι δυνάμενες να έχουν άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις της 2ης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών- μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων στην ΕΕ είναι αντιτάξιμες έναντι οργανισμού ιδιωτικού δικαίου στον οποίον έχει ανατεθεί από Κράτος-μέλος η αποστολή που προβλέπεται στο άρθρο 1, παρ. 4, της ανωτέρω Οδηγίας. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ «Κάθε Κράτος-μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1. Η διάταξη αυτή δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να προσδώσουν ή όχι στην παρέμβαση του οργανισμού αυτού επικουρικό χαρακτήρα, ούτε το δικαίωμα να ρυθμίζουν τις προσφυγές μεταξύ του οργανισμού αυτού και του υπεύθυνου ή των υπεύθυνων του ατυχήματος και των άλλων ασφαλιστών ή οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που υποχρεούνται να αποζημιώσουν το θύμα για το ίδιο ατύχημα». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Supreme Court της Ιρλανδίας στο πλαίσιο διαφοράς με αντιδίκους, πρωτοδίκως, την E. Farrell, αφενός, και τον A. Whitty, τον Υπουργό Περιβάλλοντος της Ιρλανδίας, τον Attorney General, καθώς και τη Motor Insurers Bureau of Ireland (MIBI), αφετέρου, με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης στην E. Farrell λόγω σωματικών βλαβών που υπέστη σε τροχαίο ατύχημα. Ειδικότερα, η E. Farrell υπήρξε θύμα τροχαίου δυστυχήματος, όταν ο κύριος και οδηγός του οχήματος στο οποίο επέβαινε, ο A. Whitty, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος. O A. Whitty δεν ήταν ασφαλισμένος για τις σωματικές βλάβες που υπέστη η E. Farrell, οπότε αυτή ζήτησε την καταβολή αποζημίωσης από τη MIBI.   Η MIBI είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης χωρίς εταιρικό κεφάλαιο, χρηματοδοτούμενη εξ ολοκλήρου από τα μέλη της, τα οποία είναι οι ασφαλιστικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της ασφάλισης μηχανοκίνητων οχημάτων στην Ιρλανδία. Η MIBI ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1954, μετά από συμφωνία μεταξύ του Υπουργείου Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Ιρλανδίας και των ασφαλιστικών φορέων, που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της ασφάλισης μηχανοκίνητων οχημάτων στην Ιρλανδία.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 288 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείεται η επίκληση διατάξεων Οδηγίας, που μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα, έναντι φορέα ο οποίος δεν πληροί όλα τα χαρακτηριστικά που παρατίθενται στη σκέψη 20 της υπόθεσης C-188/89 Foster. Σύμφωνα με την ανωτέρω σκέψη του Δικαστηρίου στην υπόθεση Foster «μεταξύ των φορέων έναντι των οποίων είναι δυνατή η επίκληση οδηγιών που μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα περιλαμβάνεται ένας οργανισμός στον οποίο, ασχέτως της νομικής μορφής του, έχει ανατεθεί δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής η παροχή υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος υπό την εποπτεία της αρχής αυτής και ο οποίος έχει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες».
To ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, διαπίστωσε ότι η φράση «μεταξύ των φορέων έναντι των οποίων είναι δυνατή η επίκληση οδηγιών που μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα περιλαμβάνεται» υποδηλώνει ότι το Δικαστήριο δεν θέλησε να διατυπώσει ένα γενικό κριτήριο που να καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η επίκληση έναντι ενός φορέα διατάξεων Οδηγίας, δυνάμενων να έχουν άμεσο αποτέλεσμα, αλλά αποφάνθηκε ότι ένας οργανισμός όπως ο επίδικος πρέπει να χαρακτηρίζεται ως τέτοιος φορέας εφόσον συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της υπόθεσης Foster.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, το ΔΕΕ έκρινε το άρθρο 288 ΣΛΕΕ δεν αποκλείει την επίκληση διατάξεων Οδηγίας δυνάμενων να έχουν άμεσο αποτέλεσμα έναντι φορέα ο οποίος δεν πληροί όλα τα χαρακτηριστικά που παρατίθενται στη σκέψη 20 της απόφασης Foster. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν υπάρχει κάποια θεμελιώδης αρχή βάσει της οποίας τα δικαστήρια πρέπει να εξετάζουν εάν είναι δυνατή η επίκληση διατάξεων Οδηγίας που έχουν άμεσο αποτέλεσμα έναντι οργανισμού στον οποίον έχει ανατεθεί από Κράτος-μέλος η αποστολή που προβλέπεται στο άρθρο 1, παρ. 4, της Οδηγίας 84/5.
Το ΔΕΕ αρχικά έκρινε ότι είναι δυνατή η επίκληση των διατάξεων Οδηγίας έναντι φορέα ή οργανισμού, ακόμη και ιδιωτικού δικαίου, στον οποίο έχει ανατεθεί από Κράτος-μέλος η εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και ο οποίος διαθέτει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες. Ειδικότερα, η αποστολή η οποία έχει ανατεθεί  στον οργανισμό καταβολής αποζημιώσεων (MIBI) από το κράτος εμπίπτει στον γενικότερο σκοπό της προστασίας των θυμάτων και πρέπει να θεωρείται ως αποστολή δημοσίου συμφέροντος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι δυνατή η επίκληση διατάξεων Οδηγίας έναντι οργανισμού ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος διαθέτει εξαιρετικές εξουσίες, όπως είναι η εξουσία επιβολής στους ασφαλιστικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ασφάλισης μηχανοκίνητων οχημάτων στο έδαφος του Κράτους-μέλους της υποχρέωσης να γίνουν μέλη του οργανισμού και να τον χρηματοδοτούν.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-164/16, Commissioners for Her Majesty's Revenue & Customs κατά Mercedes-Benz Financial Services UK Ltd - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 14 παρ. 2 στοιχ. βʹ της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. β της ανωτέρω Οδηγίας «2. Εκτός από την πράξη της παραγράφου 1, ως παράδοση αγαθών νοούνται οι κατωτέρω πράξεις: α) η μεταβίβαση, με καταβολή αποζημίωσης, της κυριότητας αγαθού, κατόπιν επιταγής της δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου, β)  η υλική παράδοση αγαθού με βάση σύμβαση, η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος, γ) η μεταβίβαση αγαθού, η οποία πραγματοποιείται με βάση σύμβαση εντολής προς αγορά ή πώληση.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Court of Appeal, England & Wales, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Mercedes-Benz Financial Services UK Ltd και της φορολογικής και δασμολογικής αρχής του ΗΒ. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε ο χαρακτηρισμός της παραδόσεως οχημάτων δυνάμει μιας τυποποιημένης συμβάσεως όσον αφορά φορολογητέες πράξεις στο πλαίσιο του ΦΠΑ. Η φορολογική αρχή εκτιμά ότι η τυποποιημένη σύμβαση «Agility», όπως και η τυποποιημένη σύμβαση «Hire Purchase», συνιστούν «παράδοση αγαθών» σύμφωνα με το επίδικο άρθρο της ανωτέρω Οδηγίας. Ως εκ τούτου, ζήτησε από τη Mercedes-Benz Financial Services UK την καταβολή του συνόλου του φόρου κατά τον χρόνο παραδόσεως των οχημάτων βάσει των ανωτέρω συμβάσεων. Από την πλευρά της, η Mercedes-Benz αμφισβήτησε τον ως άνω χαρακτηρισμό υποστηρίζοντας ότι η τυποποιημένη σύμβαση «Agility», η οποία δεν προβλέπει μεταβίβαση της κυριότητας, πρέπει να λογίζεται ως «παροχή υπηρεσιών» και ότι, επομένως, ο ΦΠΑ πρέπει να επιβάλλεται επί κάθε μηνιαίας δόσεως.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν, και σε ποιο βαθμό, η έκφραση «σύμβαση η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα, το αργότερο κατά την αποπληρωμή του τιμήματος», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14 παρά. 2 στοιχ. βʹ της Οδηγίας έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι ο όρος παράδοση, υπό το πρίσμα του προδικαστικού ερωτήματος και της ερμηνευόμενης διάταξης της ανωτέρω Οδηγίας εμπεριέχει δύο στοιχεία: Πρώτον, η διάταξη πρέπει να εννοηθεί ως ορίζουσα ότι η σύμβαση δυνάμει της οποίας πραγματοποιείται η παράδοση του αγαθού περιλαμβάνει ρητή ρήτρα σχετικά με τη μεταβίβαση της κυριότητας του αγαθού αυτού από τον εκμισθωτή στον μισθωτή και δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή χρησιμοποιεί τον όρο «δόση», γνωστό στις δανειακές συμβάσεις και, αντιθέτως, ασυνήθη στις συμβάσεις απλής μισθώσεως, που χρησιμοποιούν γενικά τον όρο «μίσθωμα». Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όταν ο μισθωτής έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ένα δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς, η συμβατική κατάληξη της μεταβιβάσεως της κυριότητας είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξη, υπέρ του μισθωτή, μιας πραγματικής εναλλακτικής οικονομικής δυνατότητας στο πλαίσιο της οποίας αυτός να μπορεί να επιλέξει, την κατάλληλη στιγμή, είτε να αποκτήσει το αγαθό είτε να το επιστρέψει στον εκμισθωτή, ή να παρατείνει τη μίσθωση. Ωστόσο, η  κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον αν η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αγοράς, όσο και αν είναι τύποις προαιρετική, ήταν στην πραγματικότητα, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών όρων της συμβάσεως, η μόνη οικονομικώς εύλογη επιλογή του μισθωτή
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη έκφραση που χρησιμοποιείται στο ερμηνευόμενο άρθρο έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε τυποποιημένη σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς όταν από τους οικονομικούς όρους της συμβάσεως μπορεί να συναχθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αποτελεί για τον μισθωτή τη μόνη οικονομικώς εύλογη επιλογή σε περίπτωση πλήρους εκτελέσεως της συμβάσεως. Το γεγονός το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο για να το εξακριβώσει.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-295/16, Europamur Alimentación SA κατά Dirección General de Comercio y Protección del Consumidor de la Comunidad Autónoma de la Región de Murcia - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά. Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Περιφερειακό Δικαστήριο αριθ. 4 της Murcia (Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n. 4 de Murcia) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Europamur Alimentación SA και της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου και Καταναλωτών της Αυτόνομης Περιφέρειας της Murcia. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι η νομιμότητα διοικητικής κυρώσεως που επιβλήθηκε στην Europamur λόγω παραβάσεως της απαγορεύσεως πωλήσεως επί ζημία η οποία προβλέπεται από την ισπανική νομοθεσία σχετικά με το λιανεμπόριο. Η επίδικη εθνική ρύθμιση (άρθρο 14 του LOCM) ορίζει ότι δεν επιτρέπεται η προσφορά ή η πραγματοποίηση λιανικών πωλήσεων επί ζημία, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων (πώληση κατά τις εκπτώσεις, πώληση σε περίπτωση εκκαθαρίσεως), εκτός εάν το πρόσωπο που τις πραγματοποιεί έχει ως σκοπό την προσέγγιση των τιμών ενός ή περισσοτέρων ανταγωνιστών με δυνατότητα σημαντικού επηρεασμού των πωλήσεών του ή πρόκειται για ευπαθή είδη των οποίων πλησιάζει η ημερομηνία λήξεως. Ειδικότερα,  η Europamur πωλεί, ως εταιρία χονδρικής, προϊόντα οικιακής χρήσεως και τρόφιμα σε υπεραγορές και σε συνοικιακά καταστήματα που επηρεάζονται άμεσα από τον ανταγωνισμό των μεγάλων αλυσίδων υπεραγορών. Δεδομένου ότι είναι ενταγμένη σε ένα κεντρικό πρακτορείο προμηθειών, η Europamur μπορεί να προτείνει στα μικρά εμπορικά καταστήματα που είναι πελάτες της προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές, ώστε αυτά να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων Η περιφερειακή διοίκηση επέβαλε στην Europamur πρόστιμο ύψους 3.001 ευρώ λόγω παραβάσεως της απαγορεύσεως του άρθρου 14 του LOCM, επειδή πώλησε επί ζημία ορισμένα προϊόντα που εμπορεύεται.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποκλείει την επίμαχη εθνική διάταξη,  η οποία επιβάλλει γενική απαγόρευση της προσφοράς προς πώληση ή της πωλήσεως αγαθών επί ζημία και η οποία προβλέπει λόγους παρεκκλίσεως από την εν λόγω απαγόρευση στηριζόμενους σε κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται στην Οδηγία αυτή.
Το Δικαστήριο, αρχικά, έκρινε ότι η Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και τα Κράτη-μέλη δεν δύνανται να λαμβάνουν μέτρα αυστηρότερα των οριζομένων από την Οδηγία αυτή, ακόμη και αν σκοπός των σχετικών μέτρων είναι η διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική διάταξη, που έχει ως περιεχόμενο την επιβολή γενικής απαγόρευσης της προσφοράς προς πώληση ή της πωλήσεως αγαθών επί ζημία και προβλέπει λόγους παρεκκλίσεως και εξαιρέσεις από την εν λόγω απαγόρευση στηριζόμενους σε κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται στην Οδηγία αυτή. 

4. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-531/15, Elda Otero Ramos κατά Servicio Galego de Saúde και Instituto Nacional de la Seguridad Social - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 19 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης  καθώς και του άρθρου 5, παρ. 3 της Οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/54 «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Οδηγίας 92/85 «1.   Όσον αφορά οιαδήποτε δραστηριότητα που ενδέχεται να εγκλείει συγκεκριμένο κίνδυνο έκθεσης στους παράγοντες, τις μεθόδους παραγωγής ή τις συνθήκες εργασίας, που περιλαμβάνονται στο μη εξαντλητικό κατάλογο του παραρτήματος Ι, πρέπει να αξιολογείται, από τον εργοδότη, η φύση, ο βαθμός και η διάρκεια της έκθεσης των εργαζόμενων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή/και εγκατάσταση, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω των υπηρεσιών προστασίας και πρόληψης που προβλέπονται στο άρθρο 7 της [Οδηγίας 89/391], προκειμένου: –  να εκτιμηθεί κάθε κίνδυνος που απειλεί την ασφάλεια ή την υγεία καθώς και κάθε αντίκτυπος στην εγκυμοσύνη ή γαλουχία των εργαζομένων γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 2, –  να καθορισθούν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Γαλικίας της Ισπανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Elda Otero Ramos και του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφάλισης και της Υγειονομικής υπηρεσίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Γαλικίας, με αντικείμενο τη μη έκδοση βεβαίωσης που να πιστοποιεί ότι η εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης εργασίας (νοσηλεύτρια στο τμήμα επειγόντων περιστατικών πανεπιστημιακού νοσοκομείου) της Elda Otero Ramos ενείχε κίνδυνο για τον θηλασμό του τέκνου της, ενόψει της χορήγησης επιδόματος λόγω κινδύνου κατά τη διάρκεια της γαλουχίας. 
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 19, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54 εφαρμόζεται σε περίπτωση, στην οποία μια εργαζομένη αμφισβητεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής του οικείου Κράτους-μέλους, την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η θέση εργασίας της καθόσον αυτή δεν διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 92/85. 
Το Δικαστήριο αρχικά διαπίστωσε ότι η αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η θέση εργασίας μιας γαλουχούσας εργαζομένης πρέπει να περιλαμβάνει ειδικό έλεγχο, που να λαμβάνει υπόψη την ατομική κατάσταση της συγκεκριμένης εργαζομένης ώστε να προσδιορίζεται κατά πόσον τόσο η δική της υγεία και ασφάλεια όσο και του τέκνου της είναι εκτεθειμένες σε κίνδυνο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ.  1 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία μια γαλουχούσα εργαζομένη αμφισβητεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής Κράτους-μέλους, την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η θέση εργασίας της, καθόσον αυτή δεν διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 92/85/ΕΟΚ 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα αναφέρεται στον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54 αναφορικά με το βάρος απόδειξης 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι στην ενδιαφερόμενη εργαζομένη εναπόκειται να αποδείξει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, από τα οποία δύναται να συναχθεί ότι η αξιολόγηση των κινδύνων αναφορικά με  τη θέση εργασίας της δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 92/85, ώστε να τεκμαίρεται επομένως η ύπαρξη άμεσης διάκρισης λόγω φύλου, κατά την έννοια της Οδηγίας 2006/54, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Οι εναγόμενοι, από την πλευρά τους, θα πρέπει να αποδείξουν ότι η εν λόγω αξιολόγηση των κινδύνων πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διάταξης αυτής και ότι δεν υπήρξε επομένως παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-278/16, Ποινική δίκη κατά Franck Sleutjes - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 3 της Οδηγίας 2010/64/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία.  Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε από το Πλημμελειοδικείο του Ααχεν της Γερμανίας στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Frank Sleutjes λόγω παράνομης εγκαταλείψεως του τόπου ατυχήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2010/64, σχετικά με το δικαίωμα μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων, «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας να παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης. 2.  Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.». Ειδικότερα, τον Νοέμβριο του 2015, κατόπιν αιτήσεως της Εισαγγελίας του Άαχεν, το πταισματοδικείο του Düren, εξέδωσε, απόφαση με τη συνοπτική διαδικασία κατά του F. Sleutjes, Ολλανδού υπηκόου, με την οποία τον καταδίκασε, μεταξύ άλλων, σε πρόστιμο λόγω παράνομης εγκαταλείψεως του τόπου ατυχήματος. Η ανωτέρω απόφαση, που επιδόθηκε στον F. Sleutjes., ήταν συντεταγμένη στη γερμανική γλώσσα και συνοδευόταν από μετάφραση στην ολλανδική γλώσσα μόνο της ενημερώσεως σχετικά με τα ένδικα μέσα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3 της Οδηγίας 2010/64 έχει την έννοια ότι η απόφαση που επιβάλει κυρώσεις για ποινικά αδικήματα ήσσονος σημασίας και εκδίδεται από δικαστή κατόπιν απλοποιημένης μονομερούς διαδικασίας, αποτελεί «ουσιώδες έγγραφο», η γραπτή μετάφραση του οποίου πρέπει, να διασφαλίζεται για τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής διαδικασίας προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα υπερασπίσεως
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3 της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ έχει την έννοια ότι η ανωτέρω πράξη - απόφαση αποτελεί «ουσιώδες έγγραφο». Ως εκ τούτου, πρέπει να διασφαλίζεται η γραπτή μετάφραση του προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα υπερασπίσεως αποτελεσματικά.
6. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-194/16, Bolagsupplysningen OÜ και Ingrid Ilsjan κατά Svensk Handel AB

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.  Σύμφωνα με το άρθρο 7 σημείο 2 του ανωτέρω Κανονισμού «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος Κράτους-μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο Κράτος-μέλος: [...] 2) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας (Riigikohus) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Bolagsupplysningen OÜ, της I. Ilsjan και της Svensk Handel AB (Ομοσπονδία Εμπόρων Σουηδικού Δικαίου) σχετικά με αίτημα διορθώσεως στοιχείων τα οποία δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπο της τελευταίας, και τα οποία φέρονται ως αναληθή, αίτημα διαγραφής σχετικών με τις ενάγουσες σχολίων που έχουν διατυπωθεί σε φόρουμ συζητήσεως στον εν λόγω ιστότοπο και αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που οι ενάγουσες υποστήριξαν ότι υπέστησαν. Ειδικότερα, η Εσθονική εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη Σουηδία μπήκε σε «μαύρη λίστα», στον ιστότοπο σουηδικής ομοσπονδίας εμπορίου, για τις φερόμενες ως αμφισβητήσιμες επιχειρηματικές της πρακτικές. Η εταιρία άσκησε αγωγή κατά της σουηδικής ομοσπονδίας εμπορίου ενώπιον των εσθονικών δικαστηρίων ζητώντας να υποχρεωθεί η σουηδική ομοσπονδία εμπορίου να διορθώσει τις πληροφορίες και να αφαιρέσει τα σχόλια από τον ιστότοπό της και να της επιδικασθεί αποζημίωση για τη ζημία την οποία ισχυρίσθηκε ότι υπέστη λόγω της δημοσιεύσεως των πληροφοριών και των σχολίων στο διαδίκτυο.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι νομικό πρόσωπο το οποίο προβάλλει ότι τα δικαιώματά προσωπικότητάς του έχουν προσβληθεί λόγω της δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο αναληθών περί αυτού στοιχείων δύναται να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι τα κριτήρια και ποιες οι περιστάσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη ώστε να κριθεί πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το κέντρο συμφερόντων.
Το ΔΕΕ αρχικά έκρινε ότι στην περίπτωση διαδικτυακής προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας, το πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται λόγω πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στο Διαδίκτυο έχει την ευχέρεια να ασκήσει αγωγή με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για το σύνολο της προκληθείσας ζημίας ενώπιον των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. «Κέντρου των συμφερόντων του παθόντος» νοείται ο τόπος στον οποίον επέρχεται κατά κύριο λόγο η βλάβη που προξενείται από διαδικτυακές πληροφορίες, υπό την έννοια του άρθρου 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι νομικό πρόσωπο δύναται να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των δικαστηρίων του Κράτους-μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων. Όταν το οικείο νομικό πρόσωπο ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του σε Κράτος-μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα, δύναται να εναγάγει τον φερόμενο ως αυτουργό της προσβολής, βάσει του τόπου επελεύσεως της ζημίας, σε αυτό το άλλο Κράτος-μέλος. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο προβάλλει ότι τα δικαιώματά του έχουν προσβληθεί λόγω της δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο αναληθών στοιχείων δύναται να ασκήσει αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων κάθε Κράτους- μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμες οι δημοσιευθείσες στο διαδίκτυο πληροφορίες.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι άρθρο 7 σημείο 2 του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι νομικό πρόσωπο δεν δύναται να ασκήσει αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων κάθε Κράτους-μέλους εντός του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμες οι δημοσιευθείσες στο διαδίκτυο πληροφορίες

7.  ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-106/16, POLBUD - WYKONAWSTWO - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (Sąd Najwyższy) στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησε η Polbud – Wykonawstwo sp. z o.o. κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως διαγραφής της από το εμπορικό μητρώο της Πολωνίας, που υπέβαλε κατόπιν μεταφοράς της εταιρικής έδρας της στο Λουξεμβούργο.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως έχει εφαρμογή ως προς τη μεταφορά της καταστατικής έδρας εταιρίας, συσταθείσας βάσει του δικαίου ενός Κράτους-μέλους (Πολωνία), προς άλλο Κράτος-μέλος (Λουξεμβούργο), με σκοπό τη μετατροπή της σε εταιρία που διέπεται από το δίκαιο του άλλου Κράτους-μέλους, χωρίς μετατόπιση της πραγματικής έδρας της εν λόγω εταιρίας.
Το Δικαστήριο αρχικά διαπιστωσε ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως παρέχει στην Polbud, εταιρία πολωνικού δικαίου, το δικαίωμα να μετατραπεί σε εταιρία λουξεμβουργιανού δικαίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις συστάσεως που καθορίζονται από τη λουξεμβουργιανή νομοθεσία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως έχει εφαρμογή ως προς τη μεταφορά της καταστατικής έδρας εταιρίας, συσταθείσας βάσει του δικαίου ενός Κράτους-μέλους (Πολωνία), προς άλλο Κράτος-μέλος(Λουξεμβούργο), με σκοπό τη μετατροπή της, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του άλλου Κράτους-μέλους (Λουξεμβούργο), σε εταιρία υπαγόμενη στο δίκαιο του τελευταίου αυτού Κράτους-μέλους, χωρίς μετατόπιση της πραγματικής έδρας της εν λόγω εταιρίας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τίθεται  είναι εάν τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους κατά την οποία η μεταφορά της καταστατικής έδρας εταιρίας, συσταθείσας βάσει του δικαίου ενός Κράτους-μέλους, προς άλλο Κράτος-μέλος, με σκοπό τη μετατροπή της, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του άλλου Κράτους-μέλους (Λουξεμβούργο), εξαρτάται από την εκκαθάρισή της.
Το ΔΕΕ κρίνει ότι τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους κατά την οποία η μεταφορά της καταστατικής έδρας εταιρίας σε άλλο Κράτος-μέλος, με σκοπό τη μετατροπή της εξαρτάται από την εκκαθάρισή της.

8. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-101/16 SC Paper Consult SRL κατά Direcţia Regională a Finanţelor Publice Cluj-Napoca και Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Bistriţa Năsăud - Προδικαστική

Η συγκεκριμένη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναφέρεται στην ερμηνεία της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο του Cluj της Ρουμανίας (Curtea de Apel Cluj) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της εταιρίας SC Paper Consult SRL και, αφετέρου, της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημοσίων Οικονομικών του Cluj-Napoca και της νομαρχιακής διοικήσεως δημοσίων οικονομικών του Bistrița-Năsăud της Ρουμανιας. Αντικείμενο  της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτελεί η προσφυγή της Paper Consult με την οποία αμφισβητεί διοικητική απόφαση με την οποία δεν αναγνωρίστηκε το δικαίωμά της να εκπέσει τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που είχε καταβάλει επί της εκ μέρους της εταιρίας Rom Packaging SPRL παροχής υπηρεσιών, με την αιτιολογία ότι η τελευταία αυτή εταιρία είχε κηρυχθεί «ανενεργός» φορολογούμενος κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε 'ηταν εάν η Οδηγία 2006/112 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα προς έκπτωση του ΦΠΑ σε υποκείμενο στον φόρο για τον λόγο ότι ο επιχειρηματίας που του παρέσχε υπηρεσία εκδίδοντας τιμολόγιο στο οποίο περιλαμβάνονται χωριστά η σχετική δαπάνη και ο ΦΠΑ έχει κηρυχθεί ανενεργός από τη φορολογική αρχή Κράτους-μέλους. Ας σημειωθεί ότι η ανωτέρω πληροφορία είναι δημοσίως γνωστή και προσβάσιμη μέσω του διαδικτύου σε κάθε υποκείμενο στον φόρο εντός του κράτους αυτού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2006/112/ΕΚ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στην περίπτωση που η ως άνω άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος προς έκπτωση είναι συστηματική και οριστική, αποκλειόμενης της δυνατότητας να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται φοροδιαφυγή ή απώλεια φορολογικών εσόδων.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Υπόθεση C-687/15, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την προσφυγή της ζήτησε την ακύρωση των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου της ΕΕ σχετικά με την Παγκόσμια Διάσκεψη Ραδιοεπικοινωνιών του 2015 (WRC-15) της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU), τα οποία εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο κατά την 3419η σύνοδό του, που πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2015 στο Λουξεμβούργο. Σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 9 ΣΛΕΕ «Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής […], εκδίδει απόφαση για […] τον καθορισμό των θέσεων που θα πρέπει να ληφθούν, εξ ονόματος της Ένωσης, σε όργανο που συνιστάται από δεδομένη συμφωνία, όταν το εν λόγω όργανο καλείται να θεσπίσει πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα, με εξαίρεση τις πράξεις που συμπληρώνουν ή τροποποιούν το θεσμικό πλαίσιο της συμφωνίας».
Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προέβαλε έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως κατά τον οποίο το Συμβούλιο, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη πράξη, αντί αποφάσεως, όπως είχε προτείνει η Επιτροπή, παρέβη το άρθρο 218 παρ. 9, ΣΛΕΕ. 
Κατά την εκτίμηση του ΔΕΕ η έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως με τη μορφή Συμπερασμάτων και όχι Απόφασης, όπως προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τη νομική φύση και το πεδίο εφαρμογής της πράξεως αυτής. Επιπλέον συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. 
Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το Συμβούλιο, υιοθετώντας Συμπεράσματα σχετικά με τη WRC-15, αντί να εκδώσει Απόφαση όπως προβλέπεται από το άρθρο 218 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ, παρέβη τον ουσιώδη τύπο, που απαιτείται από την εν λόγω διάταξη και έκανε δεκτή την προσφυγή της Επιτροπής.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, The English Bridge Union Limited κατά Commissioners for Her Majesty's Revenue & Customs - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 132 παρ. 1 στοιχείο ιγ΄ της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Η εν λόγω διάταξη της Οδηγίας 2006/112, με τίτλο Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος «τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις: [...]  ιγ)  ορισμένες παροχές υπηρεσιών συνδεόμενες στενά με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή που προσφέρονται από οργανώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σε πρόσωπα ασχολούμενα με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή». Η αίτηση υποβλήθηκε από το δευτεροβάθμιο διοικητικό δικαστήριο φορολογικών διαφορών (Upper Tribunal. Tax and Chancery Chamber) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της The English Bridge Union Limited και της Φορολογικής και Τελωνειακής αρχής του ΗΒ, σχετικά με την υπαγωγή στον ΦΠΑ των δικαιωμάτων συμμετοχής που εισπράττει η ανωτέρω μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ένωση για τα τουρνουά αγωνιστικού μπριτζ τα οποία διοργανώνει.
Το κρίσιμο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 132 παρ. 1 στοιχείο ιγ΄ της Οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι δραστηριότητα, όπως το αγωνιστικό μπριτζ, η οποία χαρακτηρίζεται από αμελητέο σωματικό στοιχείο, εμπίπτει στην έννοια του «αθλήματος».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 132 παρ. 1 στοιχείο ιγ΄ της Οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι μια δραστηριότητα όπως το αγωνιστικό μπριτζ δεν εμπίπτει στην έννοια του «αθλήματος».





Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 2/2017
Τα ενεργειακά ζητήματα της τρίτης αξιολόγησης
Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ, Ειδικός Συνεργάτης Νομικής Σχολής ΔΠΘ

Η εξέλιξη της αγοράς ενέργειας αποτελεί στην παρούσα φάση γεγονός φυσιολογικό και αναμενόμενο. Οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν από την Ελληνική Κυβέρνηση είναι δεδομένοι με βάση το ενωσιακό δίκαιο ενώ ο τρόπος και η μεθοδολογία αποτελούν αντικείμενο των διαπραγματεύσεων της τρίτης αξιολόγησης.  
Η μεταρρύθμιση της ελληνικής αγοράς ενέργειας πρέπει να είναι συμβατή με τους στόχους της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής,  όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 194 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ). Ειδικότερα, η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική επιδιώκει τη διασφάλιση της ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς ενέργειας και του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης, την προώθηση  της ενεργειακής αποδοτικότητας, την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. Στο ανωτέρω πλαίσιο των στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής και των μνημονιακών υποχρεώσεων της Ελληνικής Κυβέρνησης, όπως αυτές απορρέουν από το νόμο 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.08.2015) "Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης" (Τρίτο Μνημόνιο), εντοπίζουμε τα βασικά ενεργειακά ζητήματα της τρίτης αξιολόγησης:
Στο ειδικό κεφάλαιο (υποπαράγραφος Β2) του ανωτέρω νόμου, που φέρει τον τίτλο "ρυθμίσεις για την ηλεκτρική ενέργεια", θεσμοθετήθηκε το αποτέλεσμα στο οποίο πρέπει να οδηγηθεί η αγορά ενέργειας προκειμένου να θεωρείται απελευθερωμένη, ανταγωνιστική και συμβατή με το Δίκαιο της ΕΕ. Ειδικότερα, από 1.1.2020, καμία επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται σε αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα και δίκτυο της χώρας, δεν επιτρέπεται να παράγει ή εισάγει σ’ αυτό, άμεσα ή έμμεσα, ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας από εγχώριες μονάδες παραγωγής και εισαγωγές, σε ετήσια βάση. Εγγυητής της ανωτέρω  κατάστασης είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού (EA) με δυο κυρίους τρόπους: 
Πρώτον, στην EA παρέχεται η αρμοδιότητα εκτίμησης της δυνατότητας εκπλήρωσης του ανωτέρω στόχου, καθώς επίσης και η λήψη κατάλληλων μέτρων στην περίπτωση διαπίστωσης αποκλίσεων από την επίτευξη του στόχου. 
Δεύτερον, η ΕA δύναται να επιβάλει κυρώσεις (προστίμων) με αιτιολογημένη απόφασή της στην περίπτωση που επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται σε αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα και δίκτυο της χώρας, δεν συμμορφώνεται με μέτρο ή μέτρα που της έχουν επιβληθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. 
Υποχρέωση απορρέουσα από το Μνημόνιο αποτελεί και ο σχεδιασμός του συστήματος δημοπρασιών ΝΟΜΕ (Nouvelle Organisationdu Marché de l’Electricité). Πρόκειται για ένα σύστημα υποχρεωτικής πώλησης φθηνής ενέργειας από τη χονδρεμπορική στη λιανική αγορά με στόχευση τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στη χονδρεμπορική και λιανική αγορά ενέργειας (Βλ. αναλυτικά Ε. Κουνενού, Τρίτο μνημόνιο και ενέργεια: τροποποιήσεις νέες ρυθμίσεις και επικείμενες μεταρρυθμίσεις, Ενέργεια και Δίκαιο 2015, Τεύχος 23ο, σελ. 74, ειδικά 77).  
Επιπλέον, τέθηκε το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) μέσω της επίτευξης πλήρους ιδιοκτησιακού διαχωρισμού από τη ΔΕΗ.

Επιδιώκοντας να παρουσιάσουμε αλλά και να ακολουθήσουμε τις εξελίξεις επικεντρωνόμαστε σε τρία σημαντικά ενεργειακά ζητήματα:
Σύμφωνα με το άρθρο 142 του νόμου 4389/2016 διασφαλίζεται ο πλήρης διαχωρισμός του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΑΔΜΗΕ παραμένει υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου. Ο έλεγχος επί της ΑΔΜΗΕ ΑΕ ασκείται από διαφορετικό φορέα του Δημοσίου σε σχέση με τη ΔΕΗ ΑΕ ή άλλη επιχείρηση που ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου. Η άμεση ή έμμεση συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικών προσώπων στα οποία συμμετέχει κατά πλειοψηφία ή ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το Ελληνικό Δημόσιο στο εκάστοτε μετοχικό κεφάλαιο της ΑΔΜΗΕ ΑΕ δεν δύναται να υπολείπεται του 51%. Στο ανωτέρω πλαίσιο είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στις 20 Ιουνίου 2017 μεταβλήθηκε η μετοχική σύνθεση του ΑΔΜΗΕ ως εξής: 51% ΑΔΜΗΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ, 25% ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ Α.Ε., 24% State Grid Europe Limited. Έτσι, πλέον, ο ΑΔΜΗΕ ακολουθεί το μοντέλο του ιδιοκτησιακά διαχωρισμένου Διαχειριστή (Ownership Unbundling) και είναι εναρμονισμένος πλήρως με την Οδηγία 2009/72/ΕΚ. 

Αναφορικά με τις τρέχουσες εξελίξεις της τρίτης αξιολόγησης έχουν τεθεί δύο σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και ειδικότερα με την σημαντική μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά ενέργειας:
α) Η πώληση των λιγνιτικών και ενδεχομένως των υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ αφενός και 
β) Η ομαλή ροή και εξέλιξη των δημοπρασιών ΝΟΜΕ αφετέρου. 
Το πρώτο ζήτημα αναφέρεται στην πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Στόχευση της πώλησης λιγντικών μονάδων είναι η μερική αποεπένδυση της ΔΕΗ από τους λιγνίτες αλλά και η μεταφορά της υπεραξίας που αποκτά η ΔΕΗ (γεγονός αμφιλεγόμενο) από την εκμετάλλευση του λιγνίτη σε τρίτους. Η Eλληνική Kυβέρνηση είναι έτοιμη να αποδεχθεί το λιγνιτικό πακέτο (π.χ. Λιγνιτικές μονάδες στο Αμύνταιο, στη Μεγαλόπολη κ.λπ.). Ωστόσο, η Ελληνική Κυβέρνηση έχει θέσει ως "κόκκινη γραμμή" τη μη ένταξη και των υδροηλεκτρικών μονάδων στο ανωτέρω, προς πώληση, λιγνιτικό πακέτο. Από την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Κουαρτέτο γενικότερα επιθυμούν οι προς πώληση μονάδες να είναι ικανές να προσελκύσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον. Ως εκ τούτου, η σύνθεση του "πακέτου" πώλησης μονάδων της ΔΕΗ δεν έχει προσδιοριστεί με οριστικό τρόπο λόγω της διαφωνίας σχετικά με την ένταξη ή μη των υδροηλεκτρικών μονάδων στο λιγνιτικό πακέτο πώλησης και της επενδυτικής επάρκειας των προς πώληση μονάδων
Στο δεύτερο ζήτημα είναι σημαντικό να τονιστεί ότι με το νόμο 4389/2016 (ΦΕΚ Α' 94/27-05-2016) "Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις" (άρθρο 135) θεσπίστηκε μηχανισμός πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ, δυνάμει δημοπρασιών προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση, μέσω του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού (ΗΕΠ) και με ρυθμιστικά καθοριζόμενη τιμή εκκίνησης (Δημοπρασίες ΝΟΜΕ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μηχανισμός αποτέλεσε επιλογή της Ελληνικής Κυβέρνησης στην προσπάθειά της να αποφύγει την πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 5 δημοπρασίες προθεσμιακών προϊόντων στις 25/10/2016, στις 31/01/2017, στις 26/04/2017, στις 19/07/2017 και στις 25/10/2017. Στις ανωτέρω δημοπρασίες, που διενεργούνται από το Λειτουργό Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΛΑΓΗΕ) έχουν δικαίωμα συμμετοχής, κυρίως, οι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι είναι κάτοχοι αδειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Συμμετεχόντων του Συστήματος Συναλλαγών Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού και στο Μητρώο Επιλέξιμων Προμηθευτών. Η τελευταία δημοπρασία είχε διάρκεια 13 ωρών. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στόχευση των δημοπρασιών ΝΟΜΕ είναι η διάθεση ποσοτήτων ρεύματος από τη ΔΕΗ σε χαμηλές τιμές στους φορείς της αγοράς ενέργειας η τιμή έφτασε στα 45,2 ευρώ ανά MWh/h (τιμή εκκίνησης 32,05 ευρώ ανά MWh/h). Η ανωτέρω εξέλιξη καταδεικνύει την μη αποτελεσματική λειτουργία των δημοπρασιών ΝΟΜΕ καθόσον η τιμή πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώθηκε σε υψηλά επίπεδα. Δεδομένης της μη αποτελεσματικής εφαρμογής των ΝΟΜΕ, είναι πλέον πιθανό να ζητηθεί από τα Ευρωπαϊκά όργανα η πώληση λιγνιτικών αλλά και υδροηλεκτρικών μονάδων. 
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα δύο ζητήματα συμπλέκονται και συνδέονται. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν υπάρχει, ακόμη, τελική συμφωνία. Ωστόσο, φαίνεται ότι η περίοδος χάριτος για την ελληνική αγορά ενέργειας τελειώνει και οδεύουμε με αργά αλλά σταθερά βήματα στην διαμόρφωση ενός ενεργειακού πλαισίου εντός του οποίου η ΔΕΗ θα είναι απλά ένας από τους φορείς της αγοράς ενέργειας καθόσον το μερίδιο της στην ανωτέρω αγορά βαίνει διαρκώς μειούμενο.