Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2019
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ ΚΑΤΑ ΤΟ 2018
Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στις 11/1/2019 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)

Στις σελίδες του digestaonline προσεγγίζουμε, όπως κάθε χρόνο από το 2004, την παρουσία της Ελλάδας ενώπιον των δικαστικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο και Γενικό Δικαστήριο) κατά το έτος 2018. Πρόκειται για μία καταγραφή των οριστικών αποφάσεων των ενωσιακών Δικαστηρίων με ελληνικό ενδιαφέρον, ταξινομημένων κατά θεματική ενότητα και όχι κατά την ημερομηνία έκδοσης ή το είδος διαδικασίας / προσφυγής. Η αναφορά μας περιορίζεται στον τίτλο της απόφασης (Δικαστήριο, αριθμός απόφασης, διάδικοι, ημερομηνία εκδόσεως), στη συνοπτική περίληψη καθώς και στο διατακτικό της ενώ δεν περιλαμβάνει άλλα μέρη και, κυρίως, το σκεπτικό της απόφασης. Οι ενδιαφερόμενοι, πάντως, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη διαδικτυακή πύλη του ΔΕΕ (http://curia.eu.int) για να αντλήσουν το σύνολο των στοιχείων μίας αποφάσεως. Από τη μελέτη των ελληνικού ενδιαφέροντος αποφάσεων των Δικαστηρίων της ΕΕ παρατηρούμε τα εξής:

1. Κατά την περίοδο αναφοράς (2018) καταγράφτηκαν δώδεκα (12) μόνο αποφάσεις με ελληνικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν παραπάνω. Ο αριθμός αυτός είναι κατά πολύ μειωμένος σε σύγκριση με το 2017, όταν σημειώθηκε σχεδόν διπλάσιος αριθμός υποθέσεων (21) αλλά σε συμφωνία με προηγούμενα έτη (μόλις 11 αποφάσεις το 2011 και το 2013, 13 το 2012 και 17 το 2016). Το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται από τη διαχρονική έρευνα της παρουσίας της Ελλάδας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι ο ετήσιος αριθμός αποφάσεων με ελληνικό ενδιαφέρον δεν μπορεί να αυξηθεί θεαματικά όσο ο αριθμός ελληνικών προδικαστικών παραπομπών παραμένει εξαιρετικά χαμηλός και αποκλίνει σημαντικά από τους αριθμούς άλλων Κρατών-μελών. Ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί προδικαστικών παραπομπών που περιήλθαν στο Δικαστήριο κατά το 2018: Γερμανία 78, Ιταλία 68, Ισπανία 67, Γαλλία 41 και Βέλγιο 40. 

2. Το 2018 παρουσιάζεται η ίδια βελτιωμένη εικόνα της χώρας μας σε ότι αφορά τις παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, που παρατηρείται από το 2010 και μετά. Έτσι, από τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των είκοσι δύο  (22) αποφάσεων του Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν το 2009, με τις οποίες αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή κατά Κράτους-μέλους) η παραβίαση των υποχρεώσεων εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, καταγράφονται τέσσερις  (4) καταδικαστικές αποφάσεις κατά την περίοδο αναφοράς. Οι λόγοι αυτής της βελτίωσης έχουν εκτεθεί διεξοδικά σε παλαιότερα σημειώματά μας, οπότε παρέλκει η εκτενής επανάληψή τους. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι αυτή, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται: Στη σημασία που φαίνεται να αποδίδει πλέον η χώρα μας στην τήρηση των υποχρεώσεών της έναντι της Ένωσης, στην προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω της την κατηγορία του Κράτους – παραβάτη των υποχρεώσεων του και ταυτόχρονα να ενδυναμώσει τις διαπραγματευτικές δυνατότητές της εντός της ενωσιακών θεσμών και, τέλος, στη βελτίωση των ρυθμών με τους οποίους η ελληνική δημόσια διοίκηση προωθεί την ενσωμάτωση κανόνων του ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη αλλά και των δυνατοτήτων συνεννόησης και διαπραγμάτευσης με την Επιτροπή, με σκοπό τη διευθέτηση των παραβιάσεων σε προδικαστικό στάδιο. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διερευνηθεί αυτόνομα αν η κατάσταση αυτή οφείλεται και στην πίεση που ασκείται από την υπαγωγή της χώρας μας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας (τρόικα και κουαρτέτο) κατόπιν της προσφυγής της στους ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς οργανισμούς από το Μάιο 2010. Η βελτιωμένη αυτή εικόνα «θαμπώνει» αν ληφθούν υπόψη δύο παράμετροι:
Πρώτον, η Ελλάδα παραμένει η πρώτη χώρα σε εισηγμένες προσφυγές για παράβαση κατά την πενταετία 2013 – 2017, αφού η Επιτροπή προσέφυγε κατά της χώρας μας συνολικά είκοσι τέσσερις (24) φορές για παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας (τις επόμενες θέσεις καταλαμβάνουν η Πολωνία με 21 προσφυγές και η Γερμανία με 19), ενώ στο ίδιο διάστημα εκδόθηκαν δέκα οκτώ (18) καταδικαστικές αποφάσεις κατά της χώρας μας, που και πάλι την φέρνουν στην πρώτη θέση μεταξύ των 28 Κρατών-μελών (τις επόμενες θέσεις καταλαμβάνουν η Ισπανία με 17 καταδικαστικές αποφάσεις και η Ιταλία με 16). Θα πρέπει να σημειώσουμε, εξάλλου, ότι κατά μέσο όρο τα τελευταία έτη αντιστοιχεί 1 έως 1,2 καταδικαστικές αποφάσεις ανά Κράτος-μέλος (ΕΕ/28). Έτσι το 2018 το Δικαστήριο εξέδωσε τριάντα (30) καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος δέκα επτά (17) Κρατών-μελών.  
Δεύτερον, αναμφίβολα αποτελεί αρνητικό στοιχείο το γεγονός ότι μεταξύ των τεσσάρων (4) καταδικαστικών αποφάσεων του 2018 καταγράφονται δύο (2) με τις οποίες απ’ αυτές που χαρακτηρίζονται «πεισματικές», δηλαδή αυτές με τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 260 ΣΛΕΕ, επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση σε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση του ΔΕΕ. Οι δύο αποφάσεις αφορούσαν (α) την παράλειψη της Ελλάδας να ανακτήσει τις κηρυχθείσες με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C 485/10, Επιτροπή κατά Ελλάδας, παράνομες κρατικές ενισχύσεις, που χορηγήθηκαν προς τα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ στο διάστημα 1996 – 2003 και (β) τη μη συμμόρφωση στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C 119/02, Επιτροπή κατά Ελλάδας, με την οποία κρίθηκε ότι η Ελλάδα μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για την εγκατάσταση αποχετευτικού δικτύου των αστικών λυμάτων της περιοχής του Θριασίου Πεδίου και μη υποβάλλοντας σε επεξεργασία αυστηρότερη της δευτεροβάθμιας τα αστικά λύματα της περιοχής αυτής πριν από την απόρριψή τους στην ευαίσθητη περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τι διατάξεις της Οδηγίας 91/271. Σε μια περίοδο οικονομικής στενότητας της χώρας μας η υποχρέωση καταβολής κατ’ συνολικού αποκοπή ποσού 15 εκατομμυρίων ευρώ (10 εκατ. για την πρώτη των παραπάνω περιπτώσεων και 5 εκατ. για την δεύτερη) αλλά και απειλή καταβολής χρηματικών ποινών ύψους 7.294.000 και 3.276.00 ευρώ αντίστοιχα ανά εξάμηνο μη συμμόρφωσης στις αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν αμελητέες.
Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί ότι μεταξύ των τεσσάρων (4) καταδικαστικών αποφάσεων οι δύο (2) αφορούν τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, μια (1) τη φορολογία (ειδικοί φόροι κατανάλωσης) και μια (1) την προστασία του περιβάλλοντος, που ιστορικά αποτελεί τον τομέα της ενωσιακής νομοθεσίας, στον οποίο σημειώνονται οι περισσότερες παραβιάσεις τόσο από την χώρα μας όσο και από τα υπόλοιπα  Κράτη-μέλη.   

3. Το 2018 εντοπίζεται μόλις μια (1) απόφαση του ΔΕΕ επί προδικαστικής παραπομπής κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, που προήλθε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Η σταθερά μικρή έως ελάχιστη συνεργασία των ελληνικών δικαστηρίων με το ΔΕΕ μέσω της προδικαστικής διαδικασίας και το 2018 επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε παρουσιάζοντας την ελληνική παρουσία στα δικαστικά όργανα της Ένωσης για την προηγούμενη πενταετία, ορισμένα εκ των οποίων είμαστε υποχρεωμένοι σε γενικές γραμμές να επαναλάβουμε: 
Πρώτον, ο εξαιρετικά μικρός αριθμός των προδικαστικών παραπομπών εκ μέρους των ελληνικών δικαστηρίων  κινείται σε ρυθμούς αντίθετους με την ευρωπαϊκή τάση αύξησης του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών. Είναι ενδεικτικό ότι το 2018 το Δικαστήριο εξέδωσε πεντακόσιες είκοσι (520) αποφάσεις επί προδικαστικών παραπομπών, που ισοδυναμεί κατά μέσο όρο σε 18,5 προδικαστικές παραπομπές ανά Κράτος-μέλος (ΕΕ 28). Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και αντιμετώπισης τόσο από τις Νομικές Σχολές όσο και από τα αρμόδια διοικητικά και εκπαιδευτικά όργανα της δικαιοσύνης. 
Δεύτερον, δεν φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών προερχομένων από τα ελληνικά δικαστήρια τα εξής γεγονότα: η αναγνώριση από το ΔΕΚ, με τη γνωστή απόφαση Köbler, της ευθύνης των Κρατών-μελών σε αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, όταν αυτές είναι αντίθετες με ενωσιακό δίκαιο (εξωσυμβατική ευθύνη), η σημαντική βελτίωση στις επιδόσεις του ΔΕΕ όσον αφορά το χρόνο, που απαιτείται για την έκδοση εκ μέρους του αποφάσεων επί προδικαστικών παραπομπών (κατά μέσο όρο 15,7 μήνες), η καθιέρωση ταχείας διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής (στην εν λόγω διαδικασία η απόφαση εκδίδεται κατά μέσο όρο σε 3,1 μήνες), καθώς και η σημαντική αύξηση της δικαστικής ύλης στο πλαίσιο των πολιτικών του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (Μετανάστευση, Άσυλο, Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία στις Ποινικές Υποθέσεις, Δικαστική Συνεργασία στις Αστικέ Υποθέσεις). 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Απρίλιος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Υπόθεση C-254/18, Syndicat des cadres dela sécurité intérieure κατά Premier Ministre κ.λπ. – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, στοιχ. β, του άρθρου 16, στοιχ. β, του άρθρου 17, παρ. 3, και του άρθρου 19, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας της Γαλλίας (Conseil d’ État) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Συνδικαλιστικής οργανώσεως προσωπικού ασφαλείας ανωτέρας βαθμίδας (SCSI) και του Πρωθυπουργού, του Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργού Δημόσιας Διοικήσεως και Οικονομικών. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας του επιχειρησιακού προσωπικού που υπηρετεί στην εθνική αστυνομία. Ειδικότερα, η επίδικη εθνική ρύθμιση προέβλεπε ότι η καταγραφόμενη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, ανά επταήμερο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ ώρες κατά μέσο όρο για περίοδο ενός εξαμήνου του ημερολογιακού έτους. Η SCSI προσέφυγε ενώπιον του Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωση της διατάξεως αυτής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6, στοιχείο β, το άρθρο 16, στοιχείο β, και το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία οι περίοδοι αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας δεν είναι κυλιόμενες, αλλά αρχίζουν και λήγουν σε καθορισμένες ημερομηνίες.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση δεν αντιτίθεται τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/88 υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία αυτή περιλαμβάνει μηχανισμούς που καθιστούν δυνατό να διασφαλιστεί η τήρηση της μέσης μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας 48 ωρών σε κάθε εξάμηνη περίοδο που επιμερίζεται μεταξύ δύο διαδοχικών προκαθορισμένων περιόδων αναφοράς.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Απριλίου 2019, Υπόθεση C-617/17 Powszechny Zakład Ubezpieczeńna Życie S.A. w Warszawie κατά Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της αρχής nebis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 3, παρ. 1, του Κανονισμού 1/2003 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (Sąd Najwyższy) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Powszechny Zakład Ubezpieczeńna Życie S.A. και του προϊσταμένου της υπηρεσίας προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών σχετικά με απόφαση του τελευταίου με την οποία επιβλήθηκε στην ανωτέρω εταιρεία, λόγω καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, πρόστιμο για παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και πρόστιμο για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού. Η ανωτέρω εταιρεία είχε καταχραστεί δεσπόζουσα θέση στην αγορά ομαδικής ασφαλίσεως για εργαζόμενους στην Πολωνία και ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας προστασίας ανταγωνισμού και καταναλωτών επέβαλε χρηματική κύρωση αποτελούμενη από πρόστιμο περίπου 7.664.000 ευρώ για την παράβαση των διατάξεων του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και από πρόστιμο 4.033.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 82 Συνθ.ΕΚ κατά την περίοδο από την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ένωση, έως τις 25 Οκτωβρίου 2007.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η αρχή nebis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού επιβολή σε μια επιχείρηση, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, προστίμου για παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και προστίμου για παράβαση του άρθρου 82 Συνθ.ΕΚ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή nebis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού επιβολή σε μια επιχείρηση, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, προστίμου για παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και προστίμου για παράβαση του άρθρου 82 Συνθ.ΕΚ. Ωστόσο, η εθνική αρχή ανταγωνισμού οφείλει να βεβαιωθεί ότι τα πρόστιμα είναι αναλογικά προς τη φύση της παραβάσεως.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Υπόθεση C-603/17, Peter Bosworth και Colin Hurley κατά Arcadia Petroleum Limited and others – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των διατάξεων του τίτλου II, τμήμα 5 (άρθρα 18 έως 21), της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Σύμβαση του Λουγκάνο II). Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου (Supreme Court of the United Kingdom) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Peter Bosworth και Colin Hurley (οι οποίοι τυγχάνουν κάτοικοι Ελβετίας) και της Arcadia Petroleum Limited και άλλων εταιριών, με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που οι δεύτερες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω δολίων ενεργειών των πρώτων. Ειδικότερα, οι αγωγές της εταιρείας στηρίζονταν στην τέλεση από τους Peter Bosworth και Colin Hurley των αδικημάτων της οργανωμένης συμφωνίας με χρήση παράνομων μέσων, της παράβασης της υποχρεώσεως πίστεως και της παράβασης ρητών ή σιωπηρών υποχρεώσεων από τις συμβάσεις εργασίας των εναγομένων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν οι διατάξεις του τίτλου II, τμήμα 5 (άρθρα 18 έως 21), της Συμβάσεως του Λουγκάνο II έχουν την έννοια ότι μια σύμβαση που συνδέει εταιρία με φυσικό πρόσωπο μπορεί να χαρακτηριστεί «ατομική σύμβαση εργασίας» στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό είναι σε θέση να καθορίσει ή πραγματικά καθορίζει τους όρους της συμβάσεως και έχει αυτονομία ως προς την εκπλήρωση των καθηκόντων του αλλά ο μέτοχος ή οι μέτοχοι της εν λόγω εταιρίας έχουν την εξουσία να καταγγείλουν την εν λόγω σύμβαση.
Το ΔΕΕ έκρινε, αρχικά ότι η έννοια του εργαζομένου δεν δύναται να προσδιοριστεί από το εθνικό δίκαιο αλλά θα πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς στο πλαίσιο των συμβαλλομένων μερών της Σύμβασης Λουγκάνο. Επίσης, η σχέση εργασίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη προϋποθέτει σχέση εξαρτήσεως, η οποία πρέπει να εκτιμάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις του τίτλου II, τμήμα 5 (άρθρα 18 έως 21), της Συμβάσεως του Λουγκάνο II έχουν την έννοια ότι μια σύμβαση με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν ιδρύει σχέση εξαρτήσεως και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ατομική σύμβαση εργασίας»ακόμη και αν ο μέτοχος ή οι μέτοχοι της εν λόγω εταιρίας έχουν την εξουσία να καταγγείλουν την ως άνω σύμβαση.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2019, Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C-582/17 και C-583/17, Staatssecretaris van Veiligheiden Justitie κατά H. (C-582/17)και R. (C‑583/17) – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του Κανονισμού 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του Κράτους-μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε Κράτος-μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ). Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών  (Raad van State) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ του Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης και των H. και R., υπηκόων Συρίας, σχετικά με την άρνηση εξέτασης των αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας. Ειδικότερα, οι δύο ενδιαφερόμενοι υπέβαλαν αιτήσεις διεθνούς προστασίας στις αρμόδιες αρχές των Κάτω Χωρών. Ο υφυπουργός έχοντας λάβει υπόψη ότι οι ενδιαφερόμενοι είχαν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στη Γερμανία υπέβαλε στις γερμανικές αρχές αίτημα εκ νέου ανάληψής της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παρ. 1, στοιχ. β του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Στην πρώτη περίπτωση οι γερμανικές αρχές δεν απάντησαν καθόλου ενώ στη δεύτερη περίπτωση απέρριψαν το αίτημα αυτό, με την αιτιολογία ότι η R. ήταν σύζυγος δικαιούχου διεθνούς προστασίας στις Κάτω Χώρες.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος υπέβαλε αρχικώς αίτηση διεθνούς προστασίας σε ένα Κράτος-μέλος (Γερμανία), εν συνεχεία εγκατέλειψε το Κράτος-μέλος αυτό και, ακολούθως, υπέβαλε νέα αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο Κράτος-μέλος (Κάτω Χώρες), μπορεί να επικαλεσθεί, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 27, παρ. 1, του Κανονισμού αυτού στο δεύτερο Κράτος-μέλος κατά της απόφασης περί μεταφοράς του, το σχετικό με τον προσδιορισμό της ευθύνης κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 9 του εν λόγω Κανονισμού. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο του Κανονισμού «Εάν ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος, ανεξαρτήτως του αν οι οικογενειακοί δεσμοί είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως στη χώρα καταγωγής, έλαβε άδεια διαμονής σε κράτος μέλος ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας, το εν λόγω κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, υπό τον όρο ότι οι ενδιαφερόμενοι εξέφρασαν την επιθυμία τους γραπτώς.»
Το ΔΕΕ θεώρησε ότι στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων θα πρέπει να προσδιοριστεί αν οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να προβούν στον προσδιορισμό του Κράτους-μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης λαμβάνοντας υπόψη το κριτήριο του άρθρου 9 του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (Μέλη της οικογένειας που είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας) πριν να είναι σε θέση να υποβάλουν εγκύρως αίτημα εκ νέου ανάληψης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο Κανονισμός 604/2013 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά:
– δεν μπορεί να επικαλεστεί στις Κάτω Χώρες κατά της απόφασης περί μεταφοράς του, το σχετικό με τον προσδιορισμό της ευθύνης κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 9 του  Κανονισμού
– μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να επικαλεστεί αυτό το κριτήριο περί προσδιορισμού της ευθύνης, όταν συντρέχει περίπτωση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20, παρ. 5, του ίδιου Κανονισμού, υπό τον όρο ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει προσκομίσει στην αρμόδια αρχή του αιτούντος Κράτους-μέλους στοιχεία που αποδεικνύουν κατά τρόπο πρόδηλο ότι αυτό το Κράτος-μέλος θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είναι το υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης του.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, Υπόθεση C-501/17, Germanwings GmbH κατά Wolfgang Pauels – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3  του ανωτέρω Κανονισμού «Ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο της Κολωνίας  Landgericht Köln στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Wolfgang Pauels και της αεροπορικής εταιρίας Germanwings GmbH σχετικά με την άρνηση της τελευταίας να καταβάλει αποζημίωση στον επιβάτη αυτόν συνεπεία της μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεώς του.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 14 του Κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι η βλάβη που προκαλείται σε ελαστικό αεροσκάφους από ξένο αντικείμενο, όπως είναι ένα εγκαταλελειμμένο θραύσμα, ευρισκόμενο στον διάδρομο αποπροσγειώσεως εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» της διατάξεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε αρχικά ότι ως έκτακτα γεγονότα νοούνται αυτά τα οποία δεν συνδέονται με την άσκηση της κανονικής δραστηριότητας του αερομεταφορέα και επί των οποίων ο αερομεταφορέας δεν έχει πραγματικό  έλεγχο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η βλάβη σε ελαστικό αεροσκάφους η οποία προκλήθηκε από ξένο αντικείμενο, όπως είναι ένα εγκαταλελειμμένο θραύσμα, ευρισκόμενο στον διάδρομο αποπροσγειώσεως ενός αεροδρομίου εμπίπτει στην έννοια των «έκτακτων περιστάσεων».
Ωστόσο, ο αερομεταφορέας για να απαλλαγεί από  την υποχρέωση αποζημιώσεως οφείλει να αποδείξει ότι χρησιμοποίησε όλες τις δυνατότητες που διέθετε σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές του δυνατότητες, προκειμένου να αποτρέψει την εν λόγω σημαντική καθυστέρηση της συγκεκριμένης πτήσεως εξαιτίας του συγκεκριμένου έκτακτου γεγονότος.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Υπόθεση C-483/17, Neculai Tarola κατά Minister for Social Protection – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 7, παρ. 1, στοιχείο α, και παρ. 3, στοιχείο γ, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1, στοιχείο α, και παρ. 3, στοιχείο γτης ανωτέρω Οδηγίας, «1. Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:α) είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής [...][...]3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο α), η ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που δεν είναι πλέον μισθωτός ή μη μισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις:γ) αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών και έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο της Ιρλανδίας (Court of Αppeal) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Neculai Tarola (Ρουμάνος υπήκοος) και του Υπουργού Κοινωνικής Προστασίας, Ιρλανδία), με αντικείμενο την εκ μέρους του δεύτερου απόρριψη της αιτήσεως του πρώτου για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας (job seeker’ sallowance).
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 1, στοιχείο α, και παρ. 3, στοιχείο γ, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος Κράτους-μέλους ο οποίος εργάσθηκε σε άλλο Κράτος-μέλος (Ιρλανδία) επί δύο εβδομάδες, βάσει εργασιακής σχέσεως μη στηριζόμενης σε σύμβαση ορισμένου χρόνου, και ακολούθως κατέστη ακουσίως άνεργος διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένουγια επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου και, συνακόλουθα, έχει το δικαίωμα να λαμβάνει επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας ή, ενδεχομένως, παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ως εάν ήταν υπήκοος του Κράτους-μέλους υποδοχής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπήκοος Κράτους-μέλους σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου για επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία

7.ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, Υπόθεση C-699/17, Διαδικασία που κίνησε ο/η Allianz Vorsorgekasse AG –  Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ, των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και της υποχρεώσεως διαφάνειας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας  στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε από την Allianz Vorsorgekasse AG σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη σύναψη μεταξύ, αφενός, των Bundestheater-Holding GmbH, Burgtheater GmbH, Wiener Staatsoper GmbH, Volksoper Wien GmbH, και ART for ART Theaterservice GmbH και, αφετέρου, της fair-finance Vorsorgekasse AG συμβάσεων σχετικών με τη διαχείριση και επένδυση εισφορών που προορίζονται για τη χρηματοδότηση αποζημιώσεων λόγω αποχωρήσεως οι οποίες καταβάλλονται στους μισθωτούς των επίμαχων εταιριών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθώς και η υποχρέωση διαφάνειας έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται στη σύναψη σύμβασης ασφάλισης μεταξύ εργοδότη, που είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου, και επαγγελματικού ασφαλιστικού ταμείου, με σκοπό τη διαχείριση και την επένδυση των ασφαλιστικών εισφορών που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των αποζημιώσεων λόγω αποχωρήσεως που καταβάλλονται στους μισθωτούς του εργοδότη, μολονότι για τη σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης δεν αρκεί μόνη η βούληση του εργοδότη, αλλά απαιτείται η συναίνεση είτε του προσωπικού είτε του συμβουλίου εργαζομένων.
Το Δικαστήριο έκρινε, αρχικά, ότι η συγκεκριμένη σύμβαση δεν εμπίπτει στις ρυθμίσεις της Οδηγίας 2014/24 διότι η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης είναι κατώτερη από τα όρια που θέτει η επίμαχη Οδηγία. Ωστόσο, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο θεμελιώδης χαρακτήρας του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορείνα συνεπάγεται αυτοδικαίως την εξαίρεση ενός εργοδότη από την τήρηση των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις οι οποίοι απορρέουν από τη Συνθήκη. 
Έτσι, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και οι επίδικες αρχές της ΕΕ έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται στην ανωτέρω σύναψη σύμβασης ασφάλισης.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Υπόθεση C-464/18, ZX κατά Ryanair DAC – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 5, και του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Το άρθρο 7 παρ. 5 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει ότι «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:ως προς διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης, ενώπιον του δικαστηρίου της τοποθεσίας τους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρώτο Εμποροδικείο Gerona της Ισπανίας  (Juzgado de lo Mercantil n° 1 de Gerona) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της επιβάτιδος ZX και της αεροπορικής εταιρίας Ryanair DAC. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η ZX λόγω καθυστερήσεως της πτήσεως. Η ενδιαφερομένη - ενάγουσα άσκησε ενώπιον του αιτούντος εθνικού δικαστηρίου αγωγή δυνάμει του άρθρου 7 του Κανονισμού 261/2004 προκειμένου να της καταβληθεί αποζημίωση ύψους 250 ευρώ λόγω της καθυστερήσεως της πτήσεως. Ας σημειωθεί ότι η ενάγουσα δεν κατοικεί ούτε διαμένει στην Ισπανία και επιπροσθέτως η εναγόμενη αεροπορική εταιρεία εδρεύει στην Ιρλανδία και διαθέτει υποκατάστημα στην Gerona.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, σημείο 5, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι δικαστήριο Κράτους-μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει διαφορά σχετική με αγωγή αποζημιώσεως, η οποία ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 7 του Κανονισμού 261/2004 και στρέφεται κατά αεροπορικής εταιρίας εδρεύουσας στο έδαφος άλλου Κράτους-μέλους, για τον λόγο ότι η εταιρία αυτή διαθέτει υποκατάστημα εντός της περιφέρειας του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, σημείο 5, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 έχει την έννοια ότι δικαστήριο Κράτους-μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει διαφορά σχετική με αγωγή αποζημιώσεωςγια τον λόγο ότι η εταιρία αυτή διαθέτει εντός της περιφέρειας του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου υποκατάστημα, εφόσον αυτό δεν αποτελούσε μέρος της έννομης σχέσεως μεταξύ της εταιρίας και του συγκεκριμένου επιβάτη.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Απριλίου 2019, Υπόθεση C-266/18, Aqua Medsp. z o.o. z siedzibą w Opalenicy κατά Irena Skóra-Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παρ. 1, της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο Poznań της Πολωνίας (Sąd Okręgowy w Poznaniu) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Aqua Medsp. z o.o. και της Irena Skóra σχετικά με την κατά τόπον αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση αγωγής ασκηθείσας από τον επαγγελματία κατά του καταναλωτή με αίτημα την καταβολή του τιμήματος της πώλησης. Ειδικότερα, η Aqua Med ήταν επαγγελματίας με έδρα το Opalenica (Πολωνία) και συνήψε σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος με την καταναλώτρια Ι. Skóra, κάτοικο Legnica (Πολωνία). Στο πλαίσιο της σύναψη της συμβάσεως τέθηκε συμβατική ρήτρα σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η εφαρμογή εθνικής διάταξης κατά την οποία ο επαγγελματίας δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του καταναλωτή ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του εν λόγω επαγγελματία.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας συμβατική ρήτρα η οποία, όσον αφορά τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, παραπέμπει στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας δεν αποκλείεται συμβατική ρήτρα, η οποία παραπέμπει γενικώς στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε δικονομικούς κανόνες στους οποίους παραπέμπει ορισμένη συμβατική ρήτρα και οι οποίοι επιτρέπουν στον επαγγελματία να επιλέξει μεταξύ του αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του εναγόμενου και του δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης της σύμβασης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε δικονομικούς κανόνες στους οποίους παραπέμπει η επίδικη συμβατική ρήτρα. 

10. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-29/18, C-30/18 και C-44/18, Cobra Servicios Auxiliares SA κατά José David Sánchez Iglesias (C-29/18), José Ramón Fiuza Asorey (C-30/18), Jesús Valiño Lopez (C-44/18), FOGASA (C-29/18 και C-44/18)  - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP καθώς και των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα την ανωτέρω ρήτρα 4 «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.». Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ανώτερο Δικαστήριο της Γαλικίας της Ισπανίας (Tribunal Superior de Justicia de Galicia) στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ της εταιρίας Cobra Servicios Auxiliares SA και του José David Sánchez Iglesias (C-29/18), του José Ramón Fiuza Asorey (C-30/18) και του Jesus Valiño Lopez (C-44/18) καθώς και της FOGASA (C-29/18 και C-44/18), σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως κατόπιν της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα που είχαν συναφθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων και της Cobra. Ειδικότερα, η Cobra συνήψε με την εταιρία διανομής ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου Unión Fenosa σύμβαση με την οποία η τελευταία της ανέθεσε την καταγραφή των στοιχείων καταναλώσεως από τους μετρητές παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, την εγκατάσταση και την αντικατάσταση μετρητών, τη διενέργεια περιοδικών ελέγχων, την πραγματοποίηση μονίμων ή μη διακοπών παροχής, καθώς και την καταγραφή σε μηνιαία βάση των στοιχείων καταναλώσεως από τους μετρητές παροχής φυσικού αερίου στην επαρχία Λα Κορούνια (Ισπανία). Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης παροχής υπηρεσιών η Cobra προσέλαβε τους ενδιαφερομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για την εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η διάρκεια των οποίων τελούσε σε συνάρτηση προς τη διάρκεια της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 2015, η Unión Fenosa ενημέρωσε την Cobra για την επικείμενη καταγγελία της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Η Cobra επικαλούμενη λόγους που αφορούσαν την παραγωγή κίνησε διαδικασία ομαδικής απολύσεως και ενημέρωσε τους ενδιαφερομένους ότι θα ελάμβαναν την αποζημίωση που προβλέπεται στην εθνική εργατική νομοθεσία. Η εταιρεία θεώρησε ότι εργαζόμενοι θα έπρεπε να λάβουν αποζημίωση ίση με το ποσό που αντιστοιχεί σε δώδεκα ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας ή την αποζημίωση που προβλέπεται ενδεχομένως από την εφαρμοστέα ειδική νομοθεσία, ενώ οι εργαζόμενοι θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί διαφορετική διάταξη της εργατικής νομοθεσίας σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να λαμβάνουν αποζημίωση ίσης προς 20 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας, η αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως που καταβάλλεται στους ενδιαφερομένους εργαζόμενους είναι χαμηλότερη από εκείνη που καταβάλλεται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, το νομικό ζήτημα ήταν εάν συντρέχει αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί το γεγονός ότι η λήξη των συμβάσεων για εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η οποία είναι άμεσο αποτέλεσμα της καταγγελίας της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, συνεπάγεται την καταβολή στους οικείους εργαζομένους ορισμένου χρόνου χαμηλότερης αποζημιώσεως από εκείνη που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου όταν απολύονται, κατόπιν καταγγελίας της ίδιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική νομοθεσία

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 1/2019
Δημοκρατία και κράτος δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Αστέρη Πλιάκου, καθηγητή Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

(δημοσιεύτηκε στις 9/7/2019 στο Capital.gr)

Η δυστοκία στον ορισμό Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως και επιβολής κυρώσεων στην Πολωνία για την παραβίαση των ευρωπαϊκών αξιών, αναδεικνύει την ελλειπτική θεσμογένεση της Ένωσης, η οποία, παρ’ όλη την εντυπωσιακή πορεία οικοδόμησής της, ως μιας ευρωπαϊκής συμπολιτείας, εξακολουθεί να είναι δέσμια των κρατών - μελών της. 

Αποτελεί αναμφισβήτητη πραγματικότητα ότι, καίτοι η Συνθήκη της Λισαβόνας, σε συνέχεια της Συνθήκης για την εκπόνηση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, έθεσε σαφέστερα τις βάσεις μετατροπής της Ένωσης σε μια δημοκρατική Ένωση δικαίου, με την  υιοθέτηση σπουδαίων μεταρρυθμιστικών αλλαγών, όπως της καθιέρωσης ευρωπαϊκών αξιών και δεσμευτικότητας του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, η λογική της Ευρώπης των κρατών αντιστέκεται, θέτει εμπόδια, εκμεταλλεύεται τα ρυθμιστικά κενά, επιχειρεί να αλλοιώσει το ενωσιακό πνεύμα. 

Το παράδειγμα αδυναμίας ορισμού Προέδρου της Επιτροπής, το οποίο και κατά τον ορισμό του νυν Προέδρου κ. Γιούνκερ είχε εκδηλωθεί με το Ηνωμένο Βασίλειο να εκδηλώνει την απροθυμία του λόγω των υπερβολικών ομοσπονδιακών απόψεων του, εμφανίστηκε και πάλι προ ημερών, αυτή τη φορά με αντίστροφη επιχειρηματολογία, όσον αφορά τον νέο πρόεδρο της Επιτροπής. Ωστόσο, η Συνθήκη είναι σαφής. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Διαφορετικά, η οικοδόμηση μιας υπερεθνικής δημοκρατίας πλήττεται δεινώς, αφού στέλνεται ένα απογοητευτικό μήνυμα στους πολίτες της Ένωσης, η θέληση των οποίων αγνοείται με καταλυτικές συνέπειες για τη συμμετοχή τους στα ενωσιακά δρώμενα και επομένως για τη νομιμοποίηση των θεσμών.  

Αυτή η θεσμική διελκυστίνδα εκδηλώνεται και στην αδυναμία του Συμβουλίου να αποφασίσει για την παραβίαση των ευρωπαϊκών αξιών από την Πολωνία και την Ουγγαρία, λόγω ελλείψεως της πλειοψηφίας των τεσσάρων πέμπτων των μελών του. Ωστόσο, με όλα τα κοινώς αποδεκτά κριτήρια αξιολόγησης των μεταρρυθμίσεων που επιχειρούνται στις χώρες αυτές, το συμπέρασμα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας: πρόκειται για μια επιχείρηση άλωσης του κράτους δικαίου και υπαγωγής ιδίως της δικαστικής εξουσίας στη σκοπιμότητα των κρατικών οργάνων. Όσο και να επικαλούνται οι δύο αυτές χώρες την εθνική δημοκρατική αρχή, υπό την έννοια ότι οι εθνικές εκλογές δεν αποδοκίμασαν τους "μεταρρυθμιστές" του δικαιοδοτικού συστήματος, η αλήθεια όπως πάντα είναι απλή και τους τη θύμισε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην πρόσφατη απόφασή του της 24.6.2019. 

Πράγματι, το σύνολο των κρατών-μελών, διαχρονικά, διάφανα και δημοκρατικά αποφάσισαν, όχι άπαξ αλλά σε βάθος πολλών δεκαετιών, να δημιουργήσουν μια νέα υπερεθνική συνταγματική τάξη, όχι μόνο "κατ’ εικόνα και ομοίωση" των εθνικών, αλλά και εμπλουτισμένη με τις καλύτερες ευρωπαϊκές παραδόσεις, στο επίκεντρο της οποίας θα είναι ο σεβασμός και η προαγωγή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αρχής του κράτους δικαίου και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μάλιστα, τόνισαν ότι οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη-μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. 

Επομένως, μεταρρυθμίσεις που αποβλέπουν στην αποβολή από το δικαστικό σώμα δικαστών μη αρεστών στην εκάστοτε εκτελεστική εξουσία, όπως και η θεσμική δυνατότητα της τελευταίας να επηρεάζει την ανεξάρτητη λειτουργία των Εισαγγελέων, είναι ασυμβίβαστες με την αρχή του κράτους δικαίου και εκείνης της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της πρώτης. Η κατάργηση των επίμαχων μεταρρυθμίσεων στην Πολωνία αποτελεί νίκη των ευρωπαϊκών αξιών και των ενωσιακών θεσμών. 

Απολογιστικά, δεν μπορούμε παρά να ευγνωμονούμε τη θεσμική ιδιοφυΐα των αρχικών ιδρυτών των ευρωπαϊκών συνθηκών, οι οποίοι φρόντισαν, ήδη από το 1952, να εντάξουν στο πολιτικό κοινοτικό σύστημα το δικαστήριο, κατανοώντας ότι μόνο έτσι οι διακρατικές διενέξεις δεν θα μπορέσουν να δηλητηριάζουν τους λαούς και να χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα άλλων σκοπιμοτήτων των κρατούντων. Δυστυχώς, η Ιστορία έχει αποδείξει ότι η Ευρώπη των κρατών είναι επιρρεπής σε συγκρούσεις και πολέμους, τις περισσότερες φορές με την επίκληση της προστασίας των λαών τους. 

Στην Ευρώπη αυτή, πρέπει να αντιταχθεί η Ευρώπη των πολιτών και των κρατών που σέβονται τις αξίες τους. Αποτελεί ευτύχημα ότι οι πρόσφατες ευρωεκλογές περιόρισαν τους κινδύνους από την αναβίωση και επέκταση του ακραίων ιδεολογιών που μόνο δεινά προκάλεσαν στους λαούς της Ευρώπης. Θα ήταν επομένως εκκωφαντικά παράταιρο να αγνοηθεί η βούληση που εκδηλώθηκε με τις Ευρωεκλογές, όπως βέβαια και να επιτραπεί σε ορισμένα κράτη μέλη να ενεργούν πρόδηλα και κυνικά σε βάρος των ευρωπαϊκών αξιών.