Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιανουάριος 2018 
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-498/16, Maximilian Schrems κατά Facebook Ireland Limited - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 15 και 16 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Το άρθρο 16 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα: «1. Η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή. 2. Η αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής[……..]». Τα προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Maximilian Schrems, κατοίκου Αυστρίας, και της Facebook Ireland Limited, που έχει την έδρα της στην Ιρλανδία. Ειδικότερα, ο Schrems διατηρούσε λογαριασμό στο Facebook για τις ιδιωτικής φύσης δραστηριότητές του από το 2010 ενώ άνοιξε σελίδα στο Facebook με σκοπό να ενημερώνει τους χρήστες του διαδικτύου για τη δράση του κατά της Facebook Ireland Limited (διαλέξεις, συμμετοχή του σε δημόσιες συζητήσεις, εμφανίσεις του στα μέσα μαζικής ενημερώσεως κ.λπ..). O Shrems άσκησε αγωγή κατά της Facebook Ireland Limited ισχυριζόμενος ότι η εναγόμενη εταιρεία προσέβαλε τα δικαιώματα του στην ιδιωτική του ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιπροσθέτως, επτά άλλοι χρήστες του Facebook, ανταποκρινόμενοι σε σχετική πρόσκληση, που ο M. Schrems απηύθυνε μέσω του διαδικτύου, εκχώρησαν σε αυτόν τις απαιτήσεις τους που απορρέουν από παρόμοιες αιτιάσεις. Ο M. Schrems υποστήριξε ότι τα δικαστήρια της Βιέννης έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά τόσο τις δικές του απαιτήσεις όσο και τις απαιτήσεις που του εκχωρήθηκαν, δεδομένου ότι είναι καταναλωτής κατά την έννοια των άρθρων 15 και 16 του Κανονισμού 44/2001. Η υπόθεση κατέληξε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Αυστρίας, το οποίο και υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα.  
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 15 του επίδικου Κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι ο χρήστης ιδιωτικού λογαριασμού στο Facebook δεν αποβάλλει την ιδιότητα του «καταναλωτή» όταν δημοσιεύει βιβλία, δίνει διαλέξεις, εκμεταλλεύεται ιστότοπους, συγκεντρώνει δωρεές και αναλαμβάνει την ενώπιον δικαστηρίων διεκδίκηση των απαιτήσεων πολυάριθμων καταναλωτών, οι οποίες του εκχωρούνται.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι μπορεί να γίνει επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή  εάν η κατ’ ουσία μη επαγγελματική χρήση των υπηρεσιών αυτών, για την οποία συνήψε αρχικώς τη σύμβαση, δεν απέκτησε, εν συνεχεία, ουσιαστικά επαγγελματικό χαρακτήρα.
Το ΔΕΕ έκρινε, συνεκτιμώντας τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ότι τα άρθρα 15 και 16 έχουν την έννοια ότι χρήστης ιδιωτικού λογαριασμού στο Facebook δεν αποβάλλει την ιδιότητα του «καταναλωτή» στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών

2. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-363/16, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας - Παράβαση Κράτους-μέλους 

Τον Φεβρουάριο του 2012, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/541 (η οποία κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία) σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα χορήγησε υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ΑΕ κρατικές ενισχύσεις, υπό μορφή κρατικής εγγύησης το 2007 και αναδιάταξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης το 2009. Η απόφαση της Επιτροπής έκρινε ότι οι ανωτέρω ενισχύσεις ήταν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.
Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εντός των προβλεπομένων προθεσμιών όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541/ΕΕ ή μη ενημερώνοντας την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της εν λόγω αποφάσεως καθώς και από τη ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε την ανωτέρω απόφαση και τις σχετικές διατάξεις της ΣΛΕΕ και έκρινε ότι οι προτεινόμενοι, από την Επιτροπή, λόγοι της προσφυγής  ήταν βάσιμοι.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-270/16, Carlos Enrique Ruiz Conejero κατά Ferroser Servicios Auxiliares SA - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε την έννοια της έμμεσης διάκρισης σύμφωνα  με το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχ. β, της ανωτέρω Οδηγίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το μονομελές πρωτοδικείο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών της Cuenca της Ισπανίας  (Juzgado de lo Social n° 1 de Cuenca) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Carlos Enrique Ruiz Conejero και της Ferroser Servicios Auxiliares SA και του Ministerio Fiscal (εισαγγελικής αρχής), σχετικά με τη νομιμότητα της απολύσεώς του πρώτου εξαιτίας δικαιολογημένων απουσιών από την εργασία. Ειδικότερα, το 1993 o C.–E. Ruiz Conejero προσελήφθη ως εργαζόμενος καθαριότητας σε νοσοκομείο της Cuenca. Τον Σεπτέμβριο του 2014 διαπιστώθηκε ότι πάσχει από αναπηρία  και μεταξύ 2014 και 2015, ο C.–E. Ruiz Conejero περιήλθε σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την εθνική ρύθμιση του Ισπανικού Εργατικού Κώδικα «Λύση σύμβασης χωρεί   για απουσίες, έστω και δικαιολογημένες, από την εργασία που όμως επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα και αντιστοιχούν στο 20 % των εργάσιμων ημερών σε δύο συναπτούς μήνες εφόσον το σύνολο των απουσιών κατά τους δώδεκα προηγούμενους μήνες ανέρχεται στο 5 % των εργάσιμων ημερών, ή στο 25 % σε τέσσερις μη συναπτούς μήνες εντός περιόδου δώδεκα μηνών». Η υπόθεση κατέληξε στο αιτούν εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχ. β, της Οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι ο εργοδότης δύναται να απολύσει εργαζόμενο εξαιτίας απουσιών από την εργασία που επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, έστω και αν οι απουσίες είναι δικαιολογημένες, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι απουσίες αποτελούν συνέπεια ασθενειών οφειλόμενων στην αναπηρία από την οποία πάσχει ο εργαζόμενος.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η εθνική ρύθμιση εφαρμόζεται κατά τρόπο πανομοιότυπο στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα χωρίς αναπηρία, Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εφαρμοστεί εις βάρος τους η ανωτέρω εθνική ρύθμιση (άρθρο 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα) σε σύγκριση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία. Ειδικότερα, σε σύγκριση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία, οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν τον πρόσθετο κίνδυνο να απουσιάζουν λόγω ασθενείας σχετιζόμενης με την αναπηρία τους. 
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχ. β, σημείο i, της επίμαχης Οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομοθεσία. Το ΔΕΕ, επίσης, έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση είναι συμβατή με την επίμαχη Οδηγία εάν επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό της καταπολεμήσεως του απουσιασμού και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-473/16, F κατά Bevándorlási és Állampolgársági Hivatal - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/95/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szeged της Ουγγαρίας (Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του F, Νιγηριανού υπηκόου, και του Γραφείου Μεταναστεύσεως και Ιθαγένειας, σχετικά με την απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ασύλου του F και διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει κώλυμα για την επαναπροώθησή του. Ειδικότερα, ο F υποστήριξε προς θεμελίωση της αίτησης ασύλου, ότι είναι ομοφυλόφιλος και ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο διώξεως. Το γραφείο έκρινε, αφού υπέβαλε τον αιτούντα σε ψυχολογικά τεστ, ότι δεν επιβεβαιώνονταν τα όσα δήλωσε ο F και ως εκ τούτου απέρριψε το αίτημα του.  Ο F προσέφυγε κατά της αποφάσεως του Γραφείου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το εξεταζόμενο ζητήματα στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι  με ποιον τρόπο οι εθνικές αρχές μπορούν να ελέγχουν την αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτούντος άσυλο, ο οποίος, ως δικαιολογητικό λόγο για τη χορήγηση ασύλου, επικαλείται φόβο διώξεως στη χώρα καταγωγής του λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει στην υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας αρχή ή στα δικαστήρια να διατάσσουν τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των γεγονότων και των περιστάσεων που αφορούν τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό του αιτούντος.  
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των γεγονότων και των περιστάσεων που αφορούν τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό του αιτούντος. Ωστόσο, θα πρέπει ο τρόπος διενέργειας μιας τέτοιας πραγματογνωμοσύνης να είναι σύμφωνος με τα θεμελιώδη δικαιώματα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, με την έννοια ότι η υπεύθυνη αρχή και τα αρμόδια δικαστήρια θα πρέπει να μην θεμελιώνουν την απόφασή τους απλώς και μόνο στα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης και να μην δεσμεύονται από τα πορίσματα αυτά κατά την εκτίμηση των δηλώσεων του αιτούντος σχετικά με τον γενετήσιο προσανατολισμό του.
Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διενέργεια και στη χρήση ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία αποβλέπει στο να δώσει μια εικόνα, βάσει προβολικών τεστ προσωπικότητας, για τον γενετήσιο προσανατολισμό του αιτούντος.
Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 7 (Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διενέργεια και στη χρήση ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης η οποία έχει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-367/16, Dawid Piotrowski - Προδικαστική

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 3, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο των Βρυξελλών (hof van beroep te Brussel) στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως, στο Βέλγιο, ΕΕΣ, εκδοθέντος στις 17 Ιουλίου 2014 από το Περιφερειακό δικαστήριο του Bialystok της  Πολωνίας κατά του Dawid Piotrowski. Σύμφωνα με το άρθρο 3.3 της ανωτέρω Αποφάσεως – Πλαίσιο «Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης αρνείται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στις ακόλουθες περιπτώσεις: […] 3)  εάν το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί, λόγω της ηλικίας του, να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνο για τις πράξεις για τις οποίες εξεδόθη το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.»
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, σημείο 3, της Αποφάσεως-Πλαίσιο 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να αρνείται την παράδοση κάθε προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και το οποίο θεωρείται ως ανήλικος δυνάμει του δικαίου του Κράτους-μέλους εκτελέσεως ή μόνον την παράδοση των ανηλίκων οι οποίοι, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, δεν έχουν την απαιτούμενη ηλικία προκειμένου να θεωρούνται ποινικώς υπεύθυνοι για τις πράξεις για τις οποίες εξεδόθη ένταλμα κατ’ αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, σημείο 3, της Αποφάσεως-Πλαίσιο 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να αρνείται την παράδοση των ανηλίκων για τους οποίους έχει εκδοθεί ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μόνον εφόσον οι ανήλικοι αυτοί, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκτελέσεως, δεν έχουν την απαιτούμενη ηλικία προκειμένου να θεωρούνται ποινικώς υπεύθυνοι.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-179/16, F. Hoffmann-La Roche Ltd κ.λπ. κατά Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των F. Hoffmann-La Roche Ltd, La Roche SpA, Novartis AG και Novartis Farma SpA και της Αρχής διασφαλίσεως της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και της αγοράς, της Ιταλίας. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσαν οι διώξεις που ασκήθηκαν και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στις ανωτέρω εταιρείες από την ανωτέρω Αρχή  λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Ιουνίου 2011 και 27ης Φεβρουαρίου 2014. Ειδικότερα, η ανωτέρω αρχή, με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014 επέβαλε δύο πρόστιμα, το ένα στη Roche και στη θυγατρική της, τη Roche Italia, ύψους περίπου 90,6 εκατομμυρίων ευρώ, και το άλλο στη Novartis και στη θυγατρική της, τη Novartis Italia, ύψους περίπου 92 εκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης η εταιρεία Genetech (δραστηριότητα αποκλειστικά εντός των ΗΠΑ) ανέθεσε την εκμετάλλευση του φαρμάκου Avastin (ογκολογικές παθήσεις) εκτός της επικράτειας των ΗΠΑ στην εταιρεία Roche και στην εταιρεία Novartis την εκμετάλλευση του φαρμάκου Lucentis (εκτός της επικράτειας των ΗΠΑ), που χρησιμοποιείται στον τομέα της οφθαλμολογίας. Τον Ιανουάριο του 2005, η Επιτροπή χορήγησε  άδεια κυκλοφορίας στην αγορά (ΑΚΑ) στο Avastin για τη θεραπεία ορισμένων ογκολογικών παθήσεων και ΑΚΑ στο Lucentis για τη θεραπεία οφθαλμολογικών παθήσεων. Ας σημειωθεί ότι ο Ιταλικός Οργανισμός Φαρμάκων κατέταξε το Avastin στα φάρμακα των οποίων τη δαπάνη αποδίδει το σύστημα υγείας και το Lucentis στα φάρμακα των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται. Ωστόσο, πριν από τη θέση σε κυκλοφορία του Lucentis, ορισμένοι ιατροί είχαν αρχίσει να συνταγογραφούν το Avastin σε ασθενείς τους με οφθαλμολογικές ασθένειες. Η συνταγογράφηση του Avastin για ενδείξεις μη αντιστοιχούσες στις αναγραφόμενες στην ΑΚΑ εξαπλώθηκε παγκοσμίως  λόγω της χαμηλότερης τιμής μονάδας του Avastin, η χρήση του οποίου για τις οφθαλμολογικές παθήσεις εξακολούθησε μετά τη θέση σε κυκλοφορία του Lucentis. Με απόφαση της 30ής Αυγούστου 2012, η Επιτροπή, αφού έλαβε τη θετική γνώμη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, τροποποίησε την περίληψη των χαρακτηριστικών του Avastin, προκειμένου να αναγραφούν ορισμένες ανεπιθύμητες συνέπειες από τη χρήση του φαρμάκου αυτού για τη θεραπεία οφθαλμολογικών παθήσεων μη προβλεπόμενων στην ΑΚΑ του φαρμάκου αυτού.
Σύμφωνα με την απόφαση της Ιταλικής Αρχής διασφαλίσεως των κανόνων ανταγωνισμού και της αγοράς οι όμιλοι Roche και Novartis συνήψαν συμφωνία κατανομής της αγοράς, η οποία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Η σύμπραξη σκοπούσε στη σύνταξη και διάδοση ανακοινώσεων ικανών να δημιουργήσουν ανησυχία στο κοινό ως προς την ασφάλεια των οφθαλμολογικών χρήσεων του Avastin και να απαξιώσουν τις αντίθετες επιστημονικές γνώμες. Η ανωτέρω Αρχή υποστήριξε ότι η σύμπραξη επέφερε μείωση των πωλήσεων του Avastin και προκάλεσε μετατόπιση της ζητήσεως στο Lucentis. Το αποτέλεσμα αυτό προκάλεσε πρόσθετη επιβάρυνση για το εθνικό σύστημα υγείας, η οποία εκτιμάται μόνο για το έτος 2012 περίπου σε 45 εκατομμύρια ευρώ.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τίθεται ήταν εάν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνική αρχή ανταγωνισμού μπορεί να συμπεριλάβει στη σχετική αγορά, πέραν των εγκεκριμένων για τη θεραπεία των οικείων παθήσεων φαρμάκων, άλλο φάρμακο του οποίου η ΑΚΑ δεν προβλέπει τη θεραπεία αυτή, αλλά το οποίο χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτόν.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνική αρχή ανταγωνισμού μπορεί να συμπεριλάβει στη σχετική αγορά άλλο φάρμακο (AVASTIN) του οποίου η ΑΚΑ δεν προβλέπει μεν τη θεραπεία αυτή, αλλά χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό και, επομένως, έχει συγκεκριμένη σχέση υποκαταστάσεως με άλλα φάρμακα (LUCENTIS). Ωστόσο, για τον καθορισμό της σχέσης υποκαταστάσεως η εθνική αρχή ανταγωνισμού οφείλει να λάβει υπόψη της το αποτέλεσμα της εξετάσεως της συμμορφώσεως του επίμαχου προϊόντος με τις διατάξεις που διέπουν την παραγωγή και την εμπορία του, εκτιμώντας τα τυχόν αποτελέσματά της στη δομή της ζητήσεως και της προσφοράς.
Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα που εξετάστηκε ήταν αν το άρθρο 101, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου» η σύμπραξη μεταξύ δύο επιχειρήσεων που διαθέτουν στο εμπόριο δύο ανταγωνιστικά φάρμακα, η οποία αφορά τη διάδοση, εντός πλαισίου χαρακτηριζόμενου από αβεβαιότητα ως προς τις συναφείς επιστημονικές γνώσεις, πληροφοριών περί των ανεπιθύμητων ενεργειών της χρήσεως ενός από τα φάρμακα αυτά για ενδείξεις μη προβλεπόμενες στην ΑΚΑ του φαρμάκου αυτού, με σκοπό τη μείωση της ανταγωνιστικής πιέσεως που προκύπτει από τη χρήση αυτή επί άλλου φαρμάκου καλυπτόμενου από ΑΚΑ η οποία προβλέπει τις ενδείξεις αυτές.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω σύμπραξη των δύο επιχειρήσεων καθώς επίσης και η διάδοση των ανωτέρω πληροφοριών συνιστούν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-463/16, Stadion Amsterdam CV κατά Staatssecretaris van Financiën – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12, παρ. 3, στοιχείο α, της έκτης Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των Κρατών-μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.  Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Stadion Amsterdam CV και του Υφυπουργού Οικονομικών των Κάτω Χωρών, σχετικά με την άρνηση του δεύτερου να εφαρμόσει μειωμένο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στις προσφερόμενες από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης τουριστικές επισκέψεις. Ειδικότερα, η Stadion Amsterdam εκμεταλλεύεται ένα συγκρότημα πολλών χρήσεων, με την ονομασία Arena, το οποίο αποτελείται από ένα στάδιο και παρεπόμενες εγκαταστάσεις, στο οποίο βρίσκεται το μουσείο της ποδοσφαιρικής ομάδας AFC Ajax.  Σε περιόδους που δεν διεξάγονται αθλητικές και μουσικές διοργανώσεις, η Stadion Amsterdam προσφέρει τη δυνατότητα επισκέψεων στην Arena, στο πλαίσιο τουριστικών επισκέψεων έναντι αμοιβής, υπό τον τίτλο «World of Ajax», οι οποίες περιλαμβάνουν ξενάγηση στο στάδιο και επίσκεψη, χωρίς ξεναγό, στο μουσείο της AFC Ajax.  Η Stadion Amsterdam, φρονώντας ότι η τουριστική επίσκεψη έπρεπε να θεωρηθεί παροχή υπηρεσιών στον τομέα του πολιτισμού ή διασκέδαση ή αναψυχή, εφάρμοσε τον προβλεπόμενο από τον εν λόγω νόμο μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στον κύκλο εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. Κατά τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου ο επιθεωρητής της φορολογικής αρχής έκρινε ότι η εν λόγω παροχή έπρεπε να υπαχθεί στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ. Ως εκ τούτου, εξέδωσε διορθωτική πράξη επιβολής φόρου. Ακολούθησε προσφυγή της εταιρείας  στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση ήταν αν η έκτη Οδηγία έχει την έννοια ότι μια ενιαία παροχή, που αποτελείται από δύο διακριτά στοιχεία, (ξενάγηση στο στάδιο και επίσκεψη στο μουσείο) εκ των οποίων το ένα είναι κύριο και το άλλο παρεπόμενο και τα οποία αν προσφέρονταν χωριστά θα υπάγονταν σε διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ πρέπει να φορολογηθεί με τους συντελεστές ΦΠΑ που ισχύουν για τα στοιχεία αυτά, όταν μπορεί να προσδιοριστεί η τιμή του κάθε στοιχείου που συναποτελεί τη συνολική τιμή, την οποία καταβάλλει ο καταναλωτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι μια ενιαία παροχή, που αποτελείται από δύο διακριτά στοιχεία, πρέπει να φορολογηθεί μόνο με τον συντελεστή ΦΠΑ που ισχύει για την ενιαία αυτή παροχή ο οποίος καθορίζεται βάσει του κύριου στοιχείου αυτής, ακόμη και αν μπορεί να προσδιοριστεί η τιμή του κάθε στοιχείου, που συναποτελεί τη συνολική τιμή που καταβάλλει ο καταναλωτής.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-360/15 και C-31/16, College van Burgemeester en Wethouders van de gemeente Amersfoort και Visser Vastgoed Beleggingen BV κατά Raad van de gemeente Appingedam - Προδικαστική

Η αιτήσεις υποβλήθηκαν  από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) (C 360/15) και το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών (Raad van State) (C 31/16) και αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών α) του δημοτικού συμβουλίου Amersfoort και της X BV, σχετικά με την καταβολή τελών αναφορικά με την εγκατάσταση καλωδίων οπτικών ινών για δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών και β) μεταξύ της Visser Vastgoed Beleggingen BV και του δημοτικού συμβουλίου Appingedam σχετικά με κανόνες χωροταξικού σχεδίου, δυνάμει των οποίων σε ορισμένες γεωγραφικές ζώνες εκτός του κέντρου της πόλεως επιτρέπεται αποκλειστικώς το λιανικό εμπόριο ογκωδών προϊόντων.
Ένα από τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν ήταν εάν το άρθρο 4, σημείο 1, της Οδηγίας 2006/123 έχει την έννοια ότι η δραστηριότητα λιανικού εμπορίου προϊόντων όπως τα υποδήματα και τα ενδύματα συνιστά «υπηρεσία». 
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας έχει ως εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας: 1) ως «υπηρεσία» νοείται κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής»
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι το λιανικό εμπόριο υποδημάτων και ενδυμάτων αποτελεί υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της επίμαχης Οδηγίας.
Επόμενο νομικό ζήτημα που εξετάστηκε ήταν εάν οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας 2006/123, περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των παρόχων, εφαρμόζονται σε κατάσταση της οποίας όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνου Κράτους-μέλους.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας 2006/123 εφαρμόζονται όχι μόνο στον πάροχο υπηρεσιών ο οποίος επιθυμεί να εγκατασταθεί σε άλλο Κράτος-μέλος αλλά και σε εκείνον που επιθυμεί να εγκατασταθεί στο δικό του Κράτος-μέλος.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας 2006/123, σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως των παρόχων υπηρεσιών, έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται και σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.


9. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-360/16, Bundesrepublik Deutschland κατά Aziz Hasan - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 18, 23 και 24 του Κανονισμού  604/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του Κράτους-μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε Κράτος- μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Aziz Hasan, Σύρου υπήκοου, σχετικά με την απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μεταναστεύσεως και Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση παροχής ασύλου που υπέβαλε ο A. Hasan και διατάχθηκε η μεταφορά του στην Ιταλία. Ειδικότερα, ο Hasan  τον Οκτώβριο του 2014 υπέβαλε αίτηση ασύλου στη Γερμανία. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι ο ενδιαφερόμενος είχε υποβάλει αίτηση ασύλου και στην Ιταλία. Έτσι, η Γερμανική αρχή ζήτησε από τις Ιταλικές αρχές να αναλάβουν εκ νέου τον Hasan σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ. Εν συνεχεία, η Γερμανική υπηρεσία μεταναστεύσεως, με απόφαση της, απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση ασύλου που είχε υποβάλει ο A. Hasan, υποστηρίζοντας ότι η Ιταλική Δημοκρατία ήταν το υπεύθυνο Κράτος-μέλος για την εξέταση της εν λόγω αιτήσεως και διέταξε τη μεταφορά του στην Ιταλία.  Ο A. Hasan άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Γερμανίας και τα αιτήματά του απορρίφθηκαν. Τον Αύγουστο του 2015, ο Hasan  μεταφέρθηκε στην Ιταλία αλλά κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα επέστρεψε παρανόμως στη Γερμανία και άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Το αρμόδιο γερμανικό εφετείο έκρινε ότι η Γερμανία ήταν αρμόδια για την εξέταση της αίτησης ασύλου διότι είχε εκπνεύσει η εξάμηνη προθεσμίας του άρθρου 29, παρ. 1, του Κανονισμού Δουβλίνο III. Μετά την ανωτέρω δικαστική απόφαση η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε, ενώπιον του αιτούντος εθνικού δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως.
Ένα από τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν ήταν αν τα άρθρα 23 και 24 του Κανονισμού Δουβλίνο III έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας, αφού υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας σε ένα πρώτο Κράτος-μέλος (Ιταλία), μεταφέρθηκε στο Κράτος-μέλος αυτό κατόπιν απορρίψεως νέας αιτήσεως που υπέβαλε σε άλλο Κράτος- μέλος (Γερμανία), εν συνεχεία δε επέστρεψε χωρίς τίτλο διαμονής στο δεύτερο αυτό Κράτος-μέλος (Γερμανία), είναι δυνατό να κινηθεί διαδικασία εκ νέου ανάληψης όσον αφορά τον εν λόγω υπήκοο ή αν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί εκ νέου μεταφορά του προς το πρώτο από τα Κράτη-μέλη (Ιταλία) αυτά χωρίς να ακολουθηθεί τέτοια διαδικασία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών  είναι δυνατό να κινηθεί διαδικασία εκ νέου ανάληψης (επιστροφή στην Ιταλία) και δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί εκ νέου μεταφορά του προς το πρώτο από τα Κράτη-μέλη αυτά χωρίς να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία.
Επόμενο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 24, παρ. 2, του Κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια το αίτημα εκ νέου ανάληψης πρέπει να υποβληθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη και, εφόσον τούτο ισχύει, ότι οι προθεσμίες αυτές δεν είναι δυνατό να αρχίσουν να τρέχουν πριν το αιτούν κράτος μέλος λάβει γνώση της επιστροφής του ενδιαφερομένου στο έδαφός του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 24, παρ. 2, του Κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια ότι το αίτημα εκ νέου ανάληψης πρέπει να υποβληθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη και ότι οι προθεσμίες αυτές δεν είναι δυνατό να αρχίσουν να τρέχουν πριν το αιτούν Κράτος-μέλος λάβει γνώση της επιστροφής του ενδιαφερομένου στο έδαφός του.
Επίσης, εξετάστηκε το νομικό ζήτημα περί του αν το άρθρο 24, παρ. 3, του Κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια ότι, από τη στιγμή που το αίτημα εκ νέου ανάληψης δεν υποβάλλεται εντός της προθεσμίας του άρθρου 24, παρ. 2 το Κράτος- μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένει το εν λόγω πρόσωπο χωρίς τίτλο διαμονής είναι υπεύθυνο για την εξέταση της νέας αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 24, παρ. 3, του κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια ότι όταν το αίτημα εκ νέου ανάληψης δεν υποβάλλεται εντός της προθεσμίας του άρθρου 24, παρ. 2, του Κανονισμού, το Κράτος-μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένει το εν λόγω πρόσωπο χωρίς τίτλο διαμονής είναι υπεύθυνο για την εξέταση της νέας αιτήσεως διεθνούς προστασίας την οποία το εν λόγω πρόσωπο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, Υπόθεση C-240/17, E κατά Maahanmuuttovirasto – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 25, παρ. 2, της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα. Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σένγκεν «Όταν προκύπτει ότι αλλοδαπός, κάτοχος ενός ισχύοντος τίτλου διαμονής που έχει χορηγηθεί από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, έχει καταχωρηθεί ως ανεπιθύμητος, το συμβαλλόμενο μέρος που τον έχει καταχωρήσει συνεννοείται με το μέρος που χορήγησε τον τίτλο διαμονής, προκειμένου να αποφασισθεί αν υφίστανται επαρκείς λόγοι για να ανακληθεί ο τίτλος διαμονής. Εάν ο τίτλος διαμονής δεν ανακληθεί, το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος προβαίνει στην ανάκληση της καταχωρήσεως, αλλά μπορεί να εγγράψει τον αλλοδαπό στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθύμητων.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Φινλανδίας (Korkein hallinto-oikeus) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του E, Νιγηριανού υπηκόου, και της Εθνικής Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως. Αντικείμενο της δίκης αποτέλεσε η απόφαση της ανωτέρω υπηρεσίας να απομακρύνει τον Ε στη χώρα καταγωγής του και να του απαγορεύσει την είσοδο στον χώρο Σένγκεν. Ειδικότερα, ο Ε κατείχε τίτλο διαμονής που είχε εκδοθεί από την Ισπανία και είχε ισχύ μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018. Η Υπηρεσία Αλλοδαπών αιτιολόγησε την ανωτέρω απόφασή της στηριζόμενη στο γεγονός ότι ο E συνιστούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια, λαμβανομένων υπόψη των αδικημάτων που είχε διαπράξει. Η υπηρεσία αλλοδαπών και μετανάστευσης της Φιλανδίας επιχείρησε να έλθει σε διαβουλεύσεις αρκετές φορές με τις αρμόδιες ισπανικές αρχές προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι ως άνω λόγοι αρκούν για να ανακληθεί ο τίτλος διαμονής τον οποίο είχε χορηγήσει η Ισπανία στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης. (Άρθρο 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σένγκεν). Ωστόσο οι ανωτέρω προσπάθειες δεν ευδοκίμησαν.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 25, παρ. 2, της Συμφωνίας Σένγκεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν ένα συμβαλλόμενο κράτος (Φιλανδία) προτίθεται να προβεί σε απομάκρυνση και σε επιβολή απαγορεύσεως εισόδου και παραμονής στον χώρο Σένγκεν σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος είναι κάτοχος ισχύοντος τίτλου διαμονής που έχει εκδοθεί από άλλο συμβαλλόμενο κράτος (Ισπανία), η διαδικασία διαβουλεύσεως πρέπει να κινηθεί από το πρώτο κράτος (Φιλανδία) πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως ή αν μπορεί να κινηθεί μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 25, παρ. 2, της Συμφωνίας Σένγκεν έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει την εκτέλεση αποφάσεως περί επιστροφής, συνοδευόμενης από απαγόρευση εισόδου ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία διαβουλεύσεως υπό την προϋπόθεση ότι υπήκοος της τρίτης χώρας θεωρείται, νομίμως, από το συμβαλλόμενο κράτος που τον καταχωρίζει ως ανεπιθύμητο ως απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που αντλεί από τον ισχύοντα τίτλο διαμονής, μεταβαίνοντας αργότερα στο έδαφος του δεύτερου συμβαλλομένου κράτους. Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την έναρξη της διαδικασίας διαβουλεύσεως και ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους του συμβαλλομένου κράτους με το οποίο ζητήθηκε διαβούλευση, εναπόκειται στο συμβαλλόμενο κράτος (Φιλανδία) που καταχωρίζει ως ανεπιθύμητο τον υπήκοο τρίτης χώρας να προβεί στην ανάκληση της καταχωρίσεώς του ως ανεπιθύμητου και, ενδεχομένως, να καταχωρίσει τον υπήκοο αυτόν στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθύμητων.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 25, παρ. 2, της ΣΕΣΣ έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από τη διαδικασία διαβουλεύσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο της συμφωνίας Σένγκεν έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τα έννομα αποτελέσματα που απορρέουν από τη διαδικασία διαβουλεύσεως.


Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 1/2018
Τα Δυτικά Βαλκάνια, οι μεγάλες δυνάμεις και η Ελλάδα
Δρ. Γιώργος Τζογόπουλος, Eιδικός Συνεργάτης Τομέα Διεθνών Σπουδών του ΔΠΘ

Τα Δυτικά Βαλκάνια έχουν πλέον επιστρέψει στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. H πρόσφατη δολοφονία του ηγέτη των Σέρβων του Κοσόβου, Όλιβερ Ιβάνοβιτς, έξω από τα γραφεία του κόμματος του στη Μιτρόβιτσα δείχνει ότι η σταθερότητα κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Ο Ιβάνοβιτς ήταν ο πρώτος υψηλόβαθμος αξιωματούχος των Σέρβων του Κοσόβου που συνελήφθη, το 2014, από την EULEX με την κατηγορία των εγκλημάτων πολέμου εις βάρος Αλβανών. Πριν από δύο χρόνια είχε καταδικαστεί σε εννιά χρόνια κάθειρξη αλλά πέρυσι το εφετείο ακύρωσε την καταδίκη του και ζήτησε νέα δίκη. Σε γενικές γραμμές θεωρούνταν μετριοπαθής πολιτικός. Ο Κοσοβάρος πρωθυπουργός, Ραμούς Χαραντινάι, καταδίκασε την επίθεση αλλά υπάρχει έντονη ανησυχία πως θα ακολουθήσει νέος κύκλος βίας. 
Παράλληλα με τη δολοφονία, η επαναφορά του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ στην ατζέντα του ΟΗΕ, δείχνει πως για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η περιοχή κάθε άλλο παρά είναι αδιάφορη. Ο ενεργός ρόλος της Ρωσίας στην περιοχή σε συνδυασμό με την αυξανόμενη οικονομική επιρροή που ασκεί η Κίνα, έχουν ενεργοποιήσει τη Δύση, ώστε να ενισχύσει την παρουσία της. Η πιθανή μελλοντική διεύρυνση του ΝΑΤΟ  αποτελεί έναν από τους στόχους που η Δύση έχει θέσει και ενδιαφέρεται να υλοποιήσει. 

Ηνωμένες Πολιτείες

Παρά το γεγονός πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προτιμούσαν να μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να ακολουθεί επιτυχημένη εξωτερική πολιτική στα Δυτικά Βαλκάνια, η αποτυχία της τελευταία να το πράξει, τις αναγκάζουν να εξακολουθούν να έχουν το πάνω χέρι. Πέρυσι τον Απρίλιο, για παράδειγμα, η εσωτερική κρίση στην ΠΓΔΜ διευθετήθηκε ύστερα από μεσολάβηση του υφυπουργού εξωτερικών Χόιτ Γι. Πριν από λίγους μήνες, μάλιστα, ο ίδιος εξέφρασε την αισιοδοξία του για επίλυση του ζητήματος της ονομασίας λόγω του καλού κλίματος που έχει δημιουργηθεί σε Αθήνα και Σκόπια. 
Σε γενικές γραμμές, η επίσημη γραμμή της Ουάσιγκτον είναι ότι – σε συνεργασία με τις Βρυξέλλες – χρειάζεται να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες εκδημοκρατισμού και σταθεροποίησης των Δυτικών Βαλκανίων. Πριν από λίγες εβδομάδες, ο υπουργός εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον ανέφερε ότι παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, εξακολουθεί να επικρατεί αστάθεια, καλώντας όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να εγκαταλείψουν την εχθρότητα του παρελθόντος. Ο ίδιος περιμένει από τη νεότερη γενιά Αλβανών, Σέρβων, Κροατών, Κοσοβάρων, Βόσνιων και Σλαβομακεδόνων να συγχωρέσουν το παρελθόν, έστω και αν είναι αδύνατο να το ξεχάσουν. Την τρέχουσα χρονική περίοδο η Ουάσιγκτον εξετάζει ορισμένες προτάσεις, όπως η ύπαρξη μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας – για παράδειγμα στη βάση στο Κόσοβο –  η έναρξη ενός νέου κεφαλαίου στις σχέσεις της με το Βελιγράδι, και η ενίσχυση του ρόλου της ως αξιόπιστου μεσολαβητή.

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ο όρος «διεύρυνση» βρίσκεται πρακτικά εκτός ευρωπαϊκής ατζέντας. Αυτό σημαίνει πως οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων θα πρέπει να περιμένον πολλά χρόνια μέχρι να δουν το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα. Βλέποντας από το 2014 τη δυσκολία του όλου εγχειρήματος, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ πρότεινε μία καινούρια πολιτική, γνωστή ως «Διαδικασία του Βερολίνου», με στόχο την αναζωογόνηση των οικονομικών σχέσεων με τα Δυτικά Βαλκάνια σε μία περίοδο που η προοπτική ένταξης είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Όπως συνήθως συμβαίνει με την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, τα αποτελέσματα είναι ασήμαντα. 
Η ελπίδα πως η αυξημένη οικονομική συνεργασία, θα οδηγούσε τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων σε τήρηση του κράτους δικαίου έχει αποδειχθεί υπερβολική. Η αδυναμία θεσμών και συνταγματικών ελέγχων στην περιοχή, η διαφθορά και η αυταρχική τάση ορισμένων πολιτικών αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μάλιστα, μετά τη δολοφονία του  Όλιβερ Ιβάνοβιτς στη Μιτρόβιτσα ίσως ανατρέψει ολοκληρωτικά τις προτεραιότητες της βουλγαρικής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που φυσιολογικά επικεντρώνονται στα Δυτικά Βαλκάνια. 

Ρωσία

Εδώ και αρκετά χρόνια η Ρωσία επενδύει στην ενίσχυση των δεσμών της με τους ορθόδοξους πληθυσμούς των Δυτικών Βαλκανίων. Από την οπτική γωνία των ΗΠΑ, ο ρόλος της Ρωσίας σε κάθε αναστάτωση στην περιοχή είναι υπαρκτός. Για παράδειγμα, το Νοέμβριο του 2016 οι αρχές στο Μαυροβούνιο συνέλαβαν είκοσι άτομα, τα οποία σχεδίαζαν φιλορωσικό πραξικόπημα, το οποίο ίσως οργανώθηκε από Σέρβους εθνικιστές με την υποστήριξη δυνάμεων ασφαλείας της Ρωσίας. Το Κρεμλίνο απορρίπτει τον εν λόγω ισχυρισμό ως ανόητο αλλά στο Μαυροβούνιο βρίσκεται σε εξέλιξη δίκη για το συγκεκριμένο θέμα. 
Παράλληλα, έχει καταγραφεί περιστατικό που σερβικό τρένο κατασκευασμένο στη Ρωσία έφτασε στα σύνορα Σερβίας - Κοσόβου, αναγράφοντας το σύνθημα «Το Κόσοβο είναι Σερβία» σε είκοσι γλώσσες. Επίσης, η Ρωσία υποστηρίζει τον εθνικιστή πρόεδρο της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας, Μίρολαντ Ντόντικ, στην προσπάθειά του να διοργανώσει δημοψήφισμα με σκοπό την ανεξαρτητοποίηση της εν λόγω Δημοκρατίας από το κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Πρέπει να τονιστεί πως η ρωσική προσέγγιση σε όλη την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων είναι χαμηλού κόστους και έχει έντονο καιροσκοπικό χαρακτήρα, καθώς είναι άγνωστο αν η Μόσχα θέλει να συμβάλει στην επίλυση των προβλημάτων της περιοχής ή επιθυμεί απλώς να προκαλέσει ανησυχία στη Δύση. 

Κίνα

Η χώρα εκείνη η οποία αναδεικνύεται σε σημαντικό παίκτη στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων είναι η Κίνα. Η πρωτοβουλία αναβίωσης του αρχαίου δρόμου του μεταξιού, που περνάει από την περιοχή, σημαίνει πως το Πεκίνο προωθεί το εμπόριο και τις επενδύσεις μεταξύ διαφορετικών χωρών. Ο τζίρος των εμπορικών συναλλαγών των χωρών της Δυτικών Βαλκανίων με την Κίνα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις υψηλότερος από αυτόν με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ρωσία. Προηγείται, βέβαια, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως πιο σημαντικός εμπορικός εταίρος, αλλά το σχετικό νούμερο αφορά και τις 28 χώρες μαζί. Ταυτόχρονα οι μεγάλες κινεζικές επενδύσεις σε έργα υποδομής σε χώρες όπως η ΠΓΔΜ, η Σερβία και η Αλβανία, ή η χορήγηση δανείων με σχετικά ευνοϊκούς όρους, ενισχύουν τη δημόσια εικόνα της Κίνας στα Δυτικά Βαλκάνια. 
Οι Βρυξέλλες κατηγορούν την Κίνα ότι προσπαθεί να διασπάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, προσεγγίζοντας τόσο τις βαλκανικές χώρες όσο και αυτές της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Είναι γνωστό πως κάθε χρόνο πραγματοποιείται πλέον η σύνοδος «16+1» που κάθε άλλο παρά αρέσει στη Δύση. Ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, για παράδειγμα, έχει αναφέρει δημοσίως πως στόχος της Κίνας είναι να διαιρέσει την Ευρώπης, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του κινεζικού υπουργείου εξωτερικών. Το Πεκίνο ενδιαφέρεται για τη συνέχιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά την ίδια στιγμή εξυπηρετεί τα συμφέροντά του όπως κρίνει καλύτερα.  

To ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και τα ελληνικά συμφέροντα

Όπως γίνεται αντιληπτό, η συνεχιζόμενη ενεργή ενασχόληση κατά πρώτο λόγο της Ρωσίας και κατά δεύτερο της Κίνας  με την Βαλκανική Χερσόνησο έχουν θορυβήσει τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες στηρίζουν πλέον πιο ενεργά τον φιλοδυτικό προσανατολισμό των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Παρόλο που όπως προαναφέρθηκε η ευρωπαϊκή διεύρυνση βρίσκεται εκτός ατζέντας, δεν ισχύει το ίδιο για την ένταξη νέων κρατών στο ΝΑΤΟ. Η πρόσφατη ένταξη του Μαυροβουνίου ήταν ενδεικτική. Για να δοθεί συνέχεια στη διεύρυνση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας θα πρέπει να ενταχθεί και η ΠΓΔΜ – εφόσον βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα της ονομασίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Με μια πρώτη ματιά, τα ρωσικά συμφέροντα εξυπηρετούνται από την αντίδραση της κοινής γνώμης – τόσο σε Ελλάδα όσο και σε ΠΓΔΜ – καθώς έτσι μειώνονται οι πιθανότητες επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας, που θα ανοίξει το δρόμο ώστε η ΠΔΓΜ να λάβει πρόσκληση ένταξης στο εγγύς μέλλον. H Kίνα από τη δική της πλευρά δεν αναμειγνύεται. Από άποψη αρχής ενδιαφέρεται μόνον να λυθεί το πρόβλημα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ώστε να εξασφαλιστεί η σταθερότητα και να μην τίθεται σε κίνδυνο η υλοποίηση της πρωτοβουλίας της «Ζώνης και του Δρόμου του μεταξιού» στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Δεν είναι τυχαίο πως η περυσινή πολιτική αστάθεια στην ΠΓΔΜ είχε δημιουργήσει έντονη ανησυχία στο Πεκίνο. 
Σχετικά με τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ που θα πραγματοποιηθεί το φετινό καλοκαίρι, η Ελλάδα έχει το πάνω χέρι. Η πολιτική της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή τον Απρίλιο 2008 στο Βουκουρέστι είχε αποτέλεσμα να μη μπορεί η ΠΓΔΜ να λάβει πρόσκληση ένταξης αν προηγουμένως δε βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα της ονομασίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ακόμα πιο θετικό είναι πως εκείνη η επιτυχία υπερισχύει πρακτικά της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στην αξιολόγηση των Συμμάχων. Αν, λοιπόν, δεν υπάρξει λύση στο ζήτημα της ονομασίας, η ΠΓΔΜ – αντί πρόσκλησης ένταξης – θα λάβει πρόταση ενός διαφορετικού τύπου συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, ίσως όπως συμβαίνει με κράτη όπως η Σουηδία και η Φινλανδία ή κάτι παρεμφερές. 
Το γεγονός πως η Ελλάδα έχει το πάνω χέρι δε σημαίνει πως εξυπηρετείται με τη διαρκή παραμονή της ΠΓΔΜ εκτός ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα δεν κοιτάει προφανώς προς τη Ρωσία και την Κίνα, όπως φυσιολογικά πράττουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά προς την Τουρκία. Τα τελευταία χρόνια η Άγκυρα  –  υπό την καθοδήγηση του προέδρου της Ταγίπ Ερντογάν – αυξάνει την οικονομική της παρουσία στην ΠΓΔΜ και προσπαθεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της σε βάρος των ελληνικών. Αυτή ακριβώς η τουρκική τακτική χρήζει ιδιαίτερης προσοχής σε ότι αφορά μία αυξανόμενη αστάθεια στα Σκόπια σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. 
Από τότε που αναδύθηκε η διαφορά Αθήνας - Σκοπίων για το θέμα της ονομασίας, η Άγκυρα έσπευσε να αναγνωρίσει το καινούργιο κράτος με τη συνταγματική του ονομασία. Παράλληλα, εγγράφει απαρέγκλιτα υποσημείωση στα έγγραφα του ΝΑΤΟ ότι το αναγνωρίζει ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».Tα παρελθόντα έτη ο τέως Σκοπιανός πρωθυπουργός Νίκολα Γκρούεφσι και ο Ταγίπ Ερντογάν – είτε ως πρωθυπουργός είτε ως πρόεδρος της Τουρκίας – είχαν αναπτύξει εξαιρετική συνεργασία. Το ίδιο φαίνεται πως συμβαίνει και με το σημερινό Σκοπιανό πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ. Ο Ζάεφ βρέθηκε πρόσφατα στην Άγκυρα απολαμβάνοντας της πλήρους στήριξης της τουρκικής κυβέρνησης. Ο Τούρκος πρωθυπουργός, Μπινάλι Γιλντιρίμ, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να προτρέψει ανοιχτά την ελληνική κυβέρνηση να μην προσπαθεί να επιβάλει στην ΠΓΔΜ πώς θα ονομάζεται. Εξαιρετικά θερμό ήταν το κλίμα και στην πρόσφατη συνάντηση του Σκοπιανού προέδρου, Γκιόργκι Ιβάνοφ με τον Ερντογάν. Κάθε άλλο παρά είναι τυχαίο πως η Τουρκία επιθυμεί να προκαλέσει την Ελλάδα στο Μακεδονικό σε μία περίοδο εντάσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. 


Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

CES-Duth Working Paper 2/2018
Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου των διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Ηνωμένο Βασίλειο: ένα βήμα πιο κοντά στο BREXIT;
Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στις 12/2/2018 στο περιοδικό Digestaonline)

Σε συνέχεια του βρετανικού  δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου 2016 και την επικράτηση των υποστηρικτών της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου (Leavers) από την Ένωση και αφού αντιμετωπίστηκαν εσωτερικά (συνταγματικά) ζητήματα, στις 29 Μαρτίου 2017 με αρκετή καθυστέρηση η Βρετανική Κυβέρνηση  γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ. Στις 29 Απριλίου 2017 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ΕΕ 27) ενέκρινε τους προβλεπόμενες από την εν λόγω διάταξη προσανατολισμούς (πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές) για τη διαπραγμάτευση από την Ένωση της Συμφωνίας Αποχώρησης ενώ στις 22 Μαΐου 2017 το Συμβούλιο (Γενικές Υποθέσεις, ΕΕ 27) εξουσιοδότησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το ΗΒ και εξέδωσε οδηγίες για τη διαπραγμάτευση, εξειδικεύοντας τους προσανατολισμούς του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών ξεκίνησαν στα μέσα Ιουνίου 2017. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαπραγμάτευση εξελίσσεται κατά στάδια (φάσεις) και με προκαθορισμένη ατζέντα θεμάτων ανά στάδιο. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο επόμενο εξαρτάται από σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου με την οποία διαπιστώνεται επαρκής κάθε φορά πρόοδος. Παρά τη σταδιακή προσέγγιση των διαπραγματεύσεων τηρείται η αρχή σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει συμφωνία σε τίποτα έως ότου επιτευχθεί συμφωνία σε όλα». Έτσι, «επιμέρους στοιχεία δεν μπορούν να διευθετούνται ιδιαιτέρως». Για το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ΕΕ 27) όρισε κατά προτεραιότητα τα εξής προς διευθέτηση ζητήματα:
Την επίτευξη συμφωνίας στο ζήτημα των αμοιβαίων εγγυήσεων για τη διασφάλιση του καθεστώτος και των δικαιωμάτων, που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ κατά την ημερομηνία αποχώρησης για τους πολίτες της ΕΕ και του ΗΒ και τις οικογένειές τους, που θίγονται από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση,
Τον ενιαίο δημοσιονομικό διακανονισμό (ο λεγόμενος «λογαριασμός Brexit»), που θα περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις του ΗΒ, που απορρέουν από το τρέχον Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), καθώς και όσα σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης (ΕΤΑ) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), 
Την εξεύρεση «ευέλικτων και δημιουργικών λύσεων», που να συνάδουν με το ενωσιακό δίκαιο και να σέβονται  την ακεραιότητα της έννομης τάξης της Ένωσης, στο ζήτημα των συνόρων της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, όπως αυτές ρυθμίστηκαν με τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» (1998), την οποία υποστηρίζει η Ένωση ως μέσο για την ειρήνευση και τη συμφιλίωση. Λόγω «των μοναδικών περιστάσεων στο νησί» θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποφευχθεί η δημιουργία «σκληρών συνόρων». Στο πλαίσιο αυτό η Ένωση θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσει τις υπάρχουσες διμερείς συμφωνίες και ρυθμίσεις μεταξύ του ΗΒ και της Ιρλανδίας. 

Οι δύο διαπραγματευτικές ομάδες, αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό το Michael Barnier και αυτή της βρετανικής κυβέρνησης υπό το David Davis, πραγματοποίησαν έξι (6) διαπραγματευτικούς γύρους μέχρι τις 9 – 10 Νοεμβρίου 2017 και αντιμετώπισαν το σύνολο των θεμάτων του πρώτου διαπραγματευτικού σταδίου καθώς και άλλα επιμέρους θέματα. Η πρόοδος που επιτεύχθηκε προς την επίτευξη συμφωνίας αποτυπώθηκε στην «Κοινή Έκθεση των διαπραγματευτών» (Join Report of negotiators), που επικυρώθηκε (εγκρίθηκε) στις 8 Δεκεμβρίου 2017 από την Βρετανίδα Πρωθυπουργό Theresa May και τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  Jean-Claude Juncker.  Με βάση την παραπάνω «Κοινή Έκθεση» και την ίδια ημέρα η Επιτροπή απευθύνθηκε με Ανακοίνωσή της προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ΕΕ 27) σχετικά με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων κατά το πέρας του πρώτου σταδίου τους. Η Επιτροπή με Ανακοίνωσή της πρότεινε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «να συμπεράνει ότι έχει σημειωθεί ικανοποιητική πρόοδος κατά την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την εύτακτη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιτρέποντας την μετάβαση των διαπραγματεύσεων στο δεύτερο τους στάδιο». Στις 15 Δεκεμβρίου 2017, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι υπήρξε ικανοποιητική πρόοδος και ενέκρινε νέες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το δεύτερο στάδιο των διαπραγματεύσεων.

0ρισμένες συμπερασματικές παρατηρήσεις:

(α) Η πορεία και η πολυπλοκότητα των διαπραγματεύσεων για μια «εύτακτη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση» κατέδειξαν ότι η αποδέσμευση ενός Κράτους-μέλους δεν είναι απλή και εύκολη υπόθεση, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να είναι άμεση, όπως υποστήριζαν οι σκληρότεροι Brexiteers, που θεωρούσαν ότι το ΗΒ θα μπορούσε γρήγορα να πετύχει μια εμπορική συμφωνία, με την ΕΕ να υποχωρεί αμέσως στις βρετανικές απαιτήσεις. Και αυτή δεν είναι η μόνη αυταπάτη που δημιουργήθηκε κατά το βρετανικό Δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016. Φαίνεται ότι η βρετανική πλευρά υπερεκτίμησε τις δυνατότητές της και υποτίμησε τους 27, που βρήκε απέναντί της. Το γεγονός, όμως, ότι «η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έδειξε προθυμία να συμβιβαστεί σε ορισμένα δύσκολα ζητήματα υποδηλώνει ότι αναγνώρισε ότι η λύση της «μη συμφωνίας» (hard brexit) είναι κακή ιδέα». 

(β) Η πρώτη εφαρμογή του άρθρου 50 ΣΕΕ για την (εθελούσια) αποχώρηση Κράτους-μέλους καταδεικνύει ότι η όλη διαδικασία χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία, με το αποχωρούν Κράτος-μέλος να εμφανίζεται διαπραγματευτικά αδύναμο, ιδιαίτερα όταν συναντά απέναντί του την πλευρά της Ένωσης, που παρουσιάστηκε εξαιρετικά συμπαγής και καλά οργανωμένη. Πολύ περισσότερο όταν, όπως υποστηρίζεται από πολλούς, η Βρετανική Κυβέρνηση παρουσιάστηκε σχετικά απροετοίμαστη και ανέτοιμη, λόγω και των εσωτερικών της αντιφάσεων.

(γ) Δεν μπορεί να γίνει εκτίμηση του προϊόντος της διαπραγμάτευσης αλλά και της προσέγγισης σε αυτές εκ μέρους της Βρετανικής Κυβέρνησης, αν δεν ληφθεί υπόψη η εσωτερική πολιτική κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με την Κυβέρνηση των Συντηρητικών να είναι αποδυναμωμένη μετά την απώλεια της πλειοψηφίας στις εκλογές, που ακολούθησαν του δημοψηφίσματος, με την Πρωθυπουργό Theresa May να προσπαθεί να ισορροπήσει στο εσωτερικό της Κυβέρνησής της τις θέσεις των οπαδών του «σκληρού» και του «μαλακού Brexit» ενώ θα πρέπει ταυτόχρονα να υπολογίζει τις απαιτήσεις του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP), στους βουλευτές του οποίου στηρίζεται η Κυβέρνησή της, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η βρετανική πλευρά παρουσιάστηκε υποχωρητική στα κύρια ζητήματα του πρώτου σταδίου (δικαιώματα πολιτών και δημοσιονομικό διακανονισμό) για να πετύχει το άνοιγμα της συζήτησης για τις μελλοντικές σχέσεις του ΗΒ με την Ένωση. Ωστόσο, αυτό αμφισβητείται έντονα τόσο λόγω των μεγάλων εκκρεμοτήτων, που αφέθηκαν προς διευθέτηση στο δεύτερο στάδιο ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 15ης  Δεκεμβρίου 2017 για το στάδιο αυτό δεν καταλείπουν αμφιβολία ως το αντικείμενο τους. Η σύναψη μιας συμφωνίας των μελλοντικών σχέσεων δεν μπορεί να υπάρξει πριν το ΗΒ καταστεί «τρίτο κράτος». Στο μόνο που μπορεί να ελπίζει η βρετανική πλευρά είναι μια πολιτική Δήλωση, με το περίγραμμα της μελλοντικής σχέσης, που θα προσαρτηθεί στη Συμφωνία Αποχώρησης.  

(δ) Η «Κοινή Έκθεση των διαπραγματευτών» για την πρόοδο που σημειώθηκε  στο πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων και η οποία τέθηκε υπόψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν αποτελεί την οριστική Συμφωνία Αποχώρησης αλλά αποτυπώνει μια γενική συν-αντίληψη ως βάση των διαπραγματεύσεων στο επόμενο στάδιο, όπου θα επιχειρηθεί η νομική διατύπωση της Συμφωνίας. Ωστόσο, παραμένουν σοβαρές εκκρεμότητες και λεπτομέρειες που μπορούν να καθυστερήσουν ή και να οδηγήσουν σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις: το ακανθώδες ζήτημα του συνόρου στην Ιρλανδία, λεπτομέρειες όχι αμελητέες σχετικά με τα δικαιώματα των πολιτών ειδικά στο θέμα των εγγυήσεων για το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που θα εγκρίνει τη Συμφωνία, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς επίσης ο καθορισμός του ύψους του δημοσιονομικού διακανονισμού και του χρονοδιαγράμματος των βρετανικών καταβολών αλλά και το ζήτημα της διακυβέρνησης της Συμφωνίας Αποχώρησης. Στα ζητήματα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και αυτό του καθορισμού της μεταβατικής περιόδου που απαιτεί η βρετανική πλευρά για να αντιμετωπίσει τις τεράστιες εσωτερικές προκλήσεις που γεννά το Brexit (αντικατάσταση ενωσιακής νομοθεσίας, απορρόφηση οικονομικών επιπτώσεων, σχέση με τρίτες χώρες κα). Η μεταβατική περίοδος, που συνδυάζεται υποχρεωτικά με την εφαρμογή από το ΗΒ του συνόλου του ενωσιακού κεκτημένου ενώ αυτό θα έχει αποχωρήσει από την Ένωση, τείνει κατά τον St. Peers «να μετατρέψει το Ηνωμένο Βασίλειο σταδιακά από ένα ημιαπομονωμένο μέλος σε ένα ημιανεξάρτητο μη - μέλος της ΕΕ» για μεγάλο χρονικό διάστημα.

(ε) Η λήξη του πρώτου σταδίου των διαπραγματεύσεων αποτελεί αναμφίβολά ένα  βήμα που φέρνει το Brexit εγγύτερα, ωστόσο οι εκκρεμότητες που άφησε δημιουργούν ερωτηματικά για το κατά πόσο αυτό θα αποδειχθεί σταθερό και όχι μετέωρο. Δημιουργεί σχετική ικανοποίηση στην πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο ως προς το αποτέλεσμα όσο και ως την ενότητα που αυτή παρουσίασε διαπραγματευόμενη. Από την άλλη πλευρά η Theresa May φαίνεται να κερδίζει χρόνο αλλά το αποτέλεσμα αφήνει ανικανοποίητους τους σκληρούς Brexiteers και σχετικά απογοητευμένους τους οπαδούς του Remain. Ωστόσο ξεκαθαρίζει την ατμόσφαιρα για τις δυνατότητες και τις στοχεύσεις της βρετανικής πλευράς.   

Βλέπε το σύνολο της μελέτης εδώ

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

CES-Duth Working Paper 1/2018
Ο θεσμός της Ενισχυμένης Εποπτείας Κρατών-μελών της Ευρωζώνης και η μεταπρογραμματική επιτήρηση της Ελλάδας
Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

1. Εισαγωγή 

Το τελευταίο διάστημα και όσο πλησιάζουμε στη λήξη του τρέχοντος ελληνικού προγράμματος (Αύγουστος 2018), που ήταν το αποτέλεσμα της χρηματοδοτικής συνδρομής της χώρας μας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) τον Αύγουστο του 2015, η συζήτηση στρέφεται στο τι θα ακολουθήσει σε σχέση με την εποπτεία (επιτροπεία για πολλούς) της Ελλάδας από τους μηχανισμούς της Ευρωζώνης. Ακούγονται και γράφονται διάφορα, όπως ότι η Ελλάδα εξέρχεται της επιτροπείας, ότι ανακτά την εθνική – οικονομική της κυριαρχία, ότι τελειώνει η απεχθής και εξωθεσμική τρόικα (ή κουαρτέτο) κα. Υπάρχουν, βέβαια και αυτοί που υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει και ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται σε εποπτεία για πολλά ακόμη χρόνια. Στην περίπτωση αυτή αναζητούνται οι μηχανισμοί εποπτείας που μπορεί να εφαρμοσθούν. Και πάλι ακούγονται και γράφονται διάφορα, όπως ότι κάποιου είδους εποπτεία θα υπάρξει, που όμως θα είναι ηπιότερη της σημερινής, ότι θα εφαρμοσθεί μια «υβριδικού τύπου εποπτεία» κα. Στη συζήτηση αυτή παραγνωρίζεται, ενδεχομένως σκοπίμως, ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη σε μια προσπάθεια εμβάθυνσης της διακυβέρνησης της ΟΝΕ και της Ζώνης του Ευρώ έχουν ήδη από το 2013 υιοθετήσει το μηχανισμό εποπτείας, που εφαρμόζεται τόσο στα Κράτη-μέλη που ζητούν ή λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή και βρίσκονται σε πρόγραμμα  προσαρμογής όσο και στα Κράτη-μέλη που εξήλθαν ενός τέτοιο προγράμματος (μεταπρογραμματική εποπτεία). Ο θεσμός αυτός είναι η Ενισχυμένη Οικονομική και Δημοσιονομική Εποπτεία, στην οποία μετά μεγάλης πιθανότητας πρόκειται να τεθεί η Ελλάδα με απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ. Παρακάτω παρουσιάζεται η Ενισχυμένη Εποπτεία (πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο) ως ο εν δυνάμει μηχανισμός μεταπρογραμματικής εποπτείας της Ελλάδας. Οι γραμμές που ακολουθούν αποτελούν προσαρμοσμένο απόσπασμα από τη μελέτη μας: Μ. Δ. Χρυσομάλλη, Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση:  Οικοδόμηση, Εμβάθυνση, Ζητήματα Δημοκρατίας και Κράτους Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2018, σελ.  209 – 215. 

Με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1176/2011 (δέσμη έξι νομοθετικών μέτρων) επεκτάθηκε το πεδίο ελέγχου και συντονισμού των οικονομικών πολιτικών στο πλαίσιο της ΟΝΕ, πέρα από το χρέος και το έλλειμμα και σε κάθε πτυχή ή επιλογή οικονομικής επιλογής, που θα μπορούσε να επιφέρει μακροοικονομικές ανισορροπίες. Προς τούτο δημιουργήθηκε Μηχανισμός Επαγρύπνησης για την παρακολούθηση και τον έγκαιρο εντοπισμό των νεοεμφανιζόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών ενώ για την αποτελεσματική λειτουργία του Μηχανισμού, καθιερώθηκε η τήρηση Πίνακα Αποτελεσμάτων (scoreboard) στο πλαίσιο του οποίου αξιολογούνται οικονομικές επιλογές των Κρατών-μελών. Οι παραπάνω ρυθμίσεις αφορούν το σύνολο των Κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των διαδικασιών της Πολυμερούς Εποπτείας του άρθρου 121 ΣΛΕΕ και του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Ωστόσο, οι παραπάνω ρυθμίσεις, αξιολογούμενες με βάση την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ειδικά στο πλαίσιο της Ευρωζώνης με τη κρίση χρέους Κρατών-μελών της και το γεγονός ότι κάποια απ’ αυτά βρίσκονταν ήδη σε καθεστώς χρηματοδοτικής συνδρομής ή και στα πρόθυρα αυτής, κρίθηκαν ανεπαρκείς. Έτσι, θεωρήθηκε σκόπιμο να ενισχυθεί η ασκούμενη εποπτεία ειδικά για τα Κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ, ώστε να ικανοποιήσει τις εξής ανάγκες:

Πρώτον, να υπάρξει η αναγκαία και πλήρης συνέπεια του ενωσιακού πλαισίου Πολυμερούς Εποπτείας, που καθιερώνει η Συνθήκη (άρθρο 121 ΣΛΕΕ) και το παράγωγο δίκαιο, με τους πιθανούς «αυστηρούς όρους  πολιτικής» από τους οποίους εξαρτάται η χρηματοδοτική συνδρομή (conditionality), που λαμβάνουν Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς μηχανισμούς χρηματοδοτικής στήριξης. Κατ’ ουσία οι προβλέψεις της Συνθ.ΕΜΣ για την παρακολούθηση του βαθμού συμμόρφωσης των Κρατών-μελών, που βρίσκονται σε πρόγραμμα χρηματοδοτικής συνδρομής, εξειδικεύονται και ενσωματώνονται στην ενωσιακή έννομη τάξη, περνώντας από το επίπεδο του δημοσίου διεθνούς δικαίου (Συνθ.ΕΜΣ) και της αναπτυχθείσας πρακτικής στο επίπεδο της νομοθεσίας της Ένωσης με ότι αυτό συνεπάγεται. 

Δεύτερον, να κλιμακωθεί η ένταση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας, έτσι ώστε αυτή να είναι ανάλογη και αντίστοιχη με τη σοβαρότητα των χρηματοοικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει κάθε Κράτος-μέλος της Ευρωζώνης και να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η φύση της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει χορηγηθεί, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από απλή προληπτική στήριξη βασισμένη σε όρους επιλεξιμότητας έως ένα πλήρες πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής, συνοδευόμενο από «αυστηρούς όρους πολιτικής».

Για την ικανοποίηση των παραπάνω αναγκών ο Κανονισμός ΕΕ 472/2013 καθιέρωσε την Ενισχυμένη Οικονομική και Δημοσιονομική Εποπτεία, που εφαρμόζεται μόνο στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. 

2. Το πεδίο εφαρμογής της Ενισχυμένης Εποπτείας

Η Ενισχυμένη Εποπτεία εφαρμόζεται στις εξής περιπτώσεις Κρατών-μελών της Ζώνης του Ευρώ: 

(α) Κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής μπορεί να τεθεί Κράτος-μέλος της Ζώνης του Ευρώ υπό Ενισχυμένη Εποπτεία, όταν αυτό αντιμετωπίζει ή απειλείται από σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα, που ενδέχεται να έχουν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Για την εκτίμησή της Επιτροπή, που ενεργεί προληπτικά και κατά διακριτική ευχέρεια, λαμβάνει υπόψη το Μηχανισμό Επαγρύπνησης του Κανονισμού (ΕΕ) 1176/2011, σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών ή, όταν υπάρχει, την πιο πρόσφατη ενδελεχή επισκόπηση, καθώς επίσης και τους όρους δανεισμού του εν λόγω Κράτους-μέλους, το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής των χρεών του, την ευρωστία του δημοσιονομικού του πλαισίου, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών του, τη σοβαρότητα του βάρους του χρέους του και τον κίνδυνο μετάδοσης σοβαρών πιέσεων στον χρηματοπιστωτικό του τομέα για τη δημοσιονομική του κατάσταση ή στον χρηματοπιστωτικό τομέα άλλων Κρατών-μελών. Στο εν λόγω Κράτος-μέλος παρέχεται η δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του προτού η Επιτροπή λάβει την απόφασή της για να το θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία. Η απόφαση της Επιτροπής ανανεώνεται κάθε έξι μήνες.

(β) Υποχρεωτικά με απόφαση της Επιτροπής τίθεται υπό το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας ένα Κράτος-μέλος, που λαμβάνει χρηματοδοτική συνδρομή σε προληπτική βάση από ένα ή περισσότερα Κράτη-μέλη ή τρίτες χώρες ή τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς χρηματοδοτικής στήριξης (ΕΜΧΣ, ΕΤΧΣ και ΕΜΣ) ή από άλλο διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπως το ΔΝΤ. Κράτος-μέλος, πάντως, που λαμβάνει χρηματοδοτική συνδρομή σε προληπτική βάση με τη μορφή γραμμών πίστωσης, οι οποίες δεν συνδέονται με τη λήψη νέων μέτρων πολιτικής από το οικείο Κράτος- μέλος, εφόσον οι γραμμές πίστωσης δεν διακόπτονται, δεν τίθεται υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. 

(γ) Υποχρεωτικά με απόφαση της Επιτροπής τίθεται υπό το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας ένα Κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, που ζητά ή λαμβάνει ήδη χρηματοδοτική συνδρομή από ένα ή περισσότερα Κράτη-μέλη ή τρίτες χώρες ή τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς χρηματοδοτικής στήριξης (ΕΜΧΣ, ΕΤΧΣ και ΕΜΣ) ή από άλλο διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπως το ΔΝΤ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εισάγεται και εξειδικεύεται στην ενωσιακή νομοθεσία η πρόβλεψη του άρθρου 13 παρ. 7 Συνθ.ΕΜΣ σύμφωνα με την οποία «η Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ επιφορτίζεται με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής». Για την αποτελεσματική, λοιπόν, «παρακολούθηση της συμμόρφωσης» καθιερώνεται το «καθεστώς της Ενισχυμένης Εποπτείας».

(δ) Κατόπιν αποφάσεως του Συμβουλίου τα Κράτη-μέλη, που έχουν εξέλθει προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο χορήγησης χρηματοδοτικής συνδρομής, μπορούν να παραμείνουν υπό καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας (μετά-προγραμματική εποπτεία) εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της συνδρομής που έχουν λάβει. Στην περίπτωση αυτή για την παράταση του καθεστώτος Ενισχυμένης Εποπτείας αποφασίζει το Συμβούλιο, αν, μετά από πρόταση της Επιτροπής, κρίνει ότι  «εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου Κράτους-μέλους». Η σχετική πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή (αντίστροφη ειδική πλειοψηφία).

Από τις παραπάνω περιπτώσεις η πιο ενδιαφέρουσα είναι η τελευταία, αφού κατ’ ουσία η διατήρηση της Ενισχυμένης Εποπτείας σηματοδοτεί την έλλειψη εμπιστοσύνης των υπολοίπων Κρατών-μελών της Ευρωζώνης και δανειστών στο Κράτος-μέλος που εξέρχεται προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Προφανώς λόγω του πολιτικού χαρακτήρα και των πολιτικών επιπτώσεων που συνεπάγεται μια τέτοια απόφαση η λήψη της ανατίθεται στο Συμβούλιο, που, πάντως,  αποφασίζει σχετικά υπό τους περιορισμούς που θέτει η αντίστροφη ειδική πλειοψηφία.  Έτσι ίσως έτσι εξηγείται η φιλολογία που αναπτύσσεται κατά καιρούς γύρω από την πιθανή ύπαρξη «χρηματοδοτικού κενού» της Ελλάδας μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και η «προθυμία» των υπολοίπων Κρατών-μελών να το καλύψουν με νέα χρηματοδοτική συνδρομή, όταν μάλιστα διαφαίνεται ότι οι όποιες δανειακές ανάγκες της χώρας μπορούν να καλυφθούν από τις αγορές μετά τη σταδιακή αποκατάσταση της δυνατότητας πρόσβασης σε αυτές. Τα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης προτιμούν ενδεχομένως με την παροχή (ή επιβολή) ενός νέου δανείου να διατηρήσουν με αυτόματο τρόπο την Ενισχυμένη Εποπτεία παρά να χρειασθεί να λάβουν την πολιτική απόφαση, με την οποία θα εκδηλώσουν την έλλειψη εμπιστοσύνης στην Ελλάδα σχετικά με τη διατήρηση της «δημοσιονομικής βιωσιμότητάς της», όταν μάλιστα μια τέτοια απόφαση θα κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση με τις δηλώσεις περί επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος.   

3. Το περιεχόμενο της Ενισχυμένης Εποπτείας

Κατά την Επιτροπή οι διαδικασίες που συνεπάγεται το καθεστώς της Ενισχυμένης Εποπτείας αφενός θα επιτρέψουν τη στενότερη παρακολούθηση χωρών, που είτε απειλούνται, είτε αντιμετωπίζουν χρηματοπιστωτικές δυσκολίες και αφετέρου θα δώσουν στην Επιτροπή και στα άλλα όργανα εποπτείας τις απαιτούμενες εξουσίες για να διασφαλίσουν ή να αποκαταστήσουν μια διατηρήσιμη πορεία για τα δημόσια οικονομικά του Κράτους-μέλους που υπάγεται στο εν λόγω καθεστώς. Συγκεκριμένα, 

Πρώτον, το Κράτος- μέλος, που υπόκειται σε Ενισχυμένη Εποπτεία, μετά από διαβούλευση και σε συνεργασία με την Επιτροπή, η οποία με τη σειρά της ενεργεί σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τις Εθνικές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και, όπου είναι σκόπιμο, το ΔΝΤ, εγκρίνει μέτρα που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των πηγών ή των δυνητικών πηγών των δυσκολιών. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά με τα παραπάνω μέτρα την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την ΟΔΕ, το Euro Working Group, καθώς και το κοινοβούλιο του οικείου Κράτους-μέλους, όπου έχει εφαρμογή η Ενισχυμένη Εποπτεία και σύμφωνα με την εθνική πρακτική. Η στενότερη παρακολούθηση της δημοσιονομικής κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2, 3 και 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 473/2013,  σχετικά με κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την εκτίμηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και τη διασφάλιση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος των Κρατών-μελών της Ζώνης του Ευρώ, εφαρμόζεται σε Κράτος-μέλος που υπόκειται σε Ενισχυμένη Εποπτεία, ασχέτως της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος στο εν λόγω Κράτος-μέλος. Η σχετική έκθεση υποβάλλεται σε τριμηνιαία βάση.

Δεύτερον, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, το Κράτος-μέλος, που υπόκειται σε Ενισχυμένη Εποπτεία κατόπιν σχετικής αποφάσεως της Επιτροπής ή που λαμβάνει χρηματοδοτική συνδρομή σε προληπτική βάση, υποχρεώνεται:
α) Να κοινοποιεί στην ΕΚΤ, υπό την εποπτική ιδιότητά της, και, όπου είναι σκόπιμο, στις αρμόδιες ΕΕΑ, με τη συχνότητα που του έχει ζητηθεί, αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό του σύστημα, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ή των αναλύσεων ευαισθησίας.
β) Να διενεργεί, υπό την Εποπτεία της ΕΚΤ, υπό την εποπτική ιδιότητά της, ή, όταν είναι σκόπιμο, υπό την εποπτεία των αρμόδιων ΕΕΑ, τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων ή τις αναλύσεις ευαισθησίας, κατά περίπτωση, για να εκτιμήσει την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διάφορους μακροοικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς κραδασμούς, όπως ορίζεται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ, σε συνεννόηση με τις αρμόδιες ΕΕΑ και με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου.
γ) Να υποβάλλεται σε τακτικές εκτιμήσεις των εποπτικών ικανοτήτων του επί του χρηματοπιστωτικού τομέα στο πλαίσιο ειδικής αξιολόγησης, που διενεργείται από την ΕΚΤ, υπό την εποπτική ιδιότητά της, ή, όταν είναι σκόπιμο, από τις αρμόδιες ΕΕΑ.
δ) Να κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε πληροφορία που χρειάζεται για την παρακολούθηση μακροοικονομικών ανισορροπιών, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1176/2011.
Με βάση την ανάλυση των αποτελεσμάτων των παραπάνω προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και τις αναλύσεις ευαισθησίας και λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της εκτίμησης των σχετικών δεικτών του πίνακα επιδόσεων όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες (Κανονισμός ΕΕ 1176/2011), η ΕΚΤ, υπό την εποπτική ιδιότητά της, καθώς και οι αρμόδιες ΕΕΑ, εκπονούν, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, εκτίμηση των δυνητικών ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και υποβάλλουν την εν λόγω εκτίμηση στην Επιτροπή, με τη συχνότητα που ορίζει η τελευταία, και στην ΕΚΤ. Στο πλαίσιο της άσκησης των παραπάνω αρμοδιοτήτών τους η Επιτροπή, η ΕΚΤ και οι αρμόδιες ΕΕΑ χειρίζονται ως απόρρητη κάθε αναλυτική πληροφορία που τους διαβιβάζεται.

Τρίτον, η  Επιτροπή, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ και τις αρμόδιες ΕΕΑ και, όταν είναι σκόπιμο, το ΔΝΤ, πραγματοποιεί τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο Κράτος- μέλος που υπόκειται σε Ενισχυμένη Εποπτεία, προκειμένου να επαληθεύσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί από το εν λόγω Κράτος-μέλος όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προαναφέρθηκαν. Η Επιτροπή κοινοποιεί ανά τρίμηνο την εκτίμησή της στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (ΟΔΕ). Στην εν λόγω εκτίμηση, εξετάζει, ειδικότερα, αν χρειάζονται περαιτέρω μέτρα. Κατά την προετοιμασία της εκτίμησής της η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα τυχόν εμπεριστατωμένης επισκόπησης δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 1176/2011, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης των δευτερογενών αποτελεσμάτων των εθνικών οικονομικών πολιτικών στο Κράτος-μέλος που υπόκειται σε Ενισχυμένη Εποπτεία. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει, με βάση τις αποστολές επιθεώρησης ότι απαιτούνται περαιτέρω μέτρα και ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση του οικείου Κράτους-μέλους έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ζώνης του Ευρώ ή των Κρατών-μελών της, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει στο οικείο κράτος μέλος να λάβει προληπτικά διορθωτικά μέτρα ή να καταρτίσει σχέδιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να δημοσιοποιήσει τη Σύστασή του. Όταν δημοσιοποιείται μια Σύσταση:
Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία στο οικείο Κράτος-μέλος και στην Επιτροπή να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων.
Εκπρόσωποι της Επιτροπής μπορούν να κληθούν από το Κοινοβούλιο του οικείου Κράτους-μέλους να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων.
Το Συμβούλιο ενημερώνει έγκαιρα την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το περιεχόμενο της Σύστασής του.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας Ενισχυμένης Εποπτείας, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Κοινοβούλιο του οικείου Κράτους-μέλους μπορούν να καλέσουν εκπροσώπους της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ να συμμετάσχουν σε οικονομικό διάλογο.

Τέταρτον, τα Κράτη-μέλη, εξάλλου, που υπόκεινται σε Ενισχυμένη Εποπτεία ή σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής και λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή για την ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών τους ιδρυμάτων ενημερώνουν δύο φορές το χρόνο την ΟΔΕ σχετικά με τους όρους που επιβάλλονται στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μεταξύ άλλων τους όρους σχετικά με τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών. Τα εν λόγω Κράτη-μέλη υποβάλλουν επίσης πληροφορίες σχετικά με τις πιστώσεις που προσφέρει ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην πραγματική οικονομία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, που υπάγονται σε καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας, αναστέλλεται η εφαρμογής της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών στο πλαίσιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ), καθώς και της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Αυτό συμβαίνει γιατί τα προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής επί των οποίων εφαρμόζεται η Ενισχυμένη Εποπτεία είναι ευρύτατης εμβέλειας και προχωρούν πέρα από τα καθαρά δημοσιονομικά ζητήματα και την Πολυμερή Εποπτεία. Στην πράξη, το σχετικό Κράτος-μέλος καλείται να καταβάλει τις προσπάθειες, που κρίνονται αναγκαίες για να βελτιώσει την τρέχουσα, την μεσοπρόθεσμη και την μακροπρόθεσμη οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάστασή του. Έτσι, αποφεύγεται η περιττή επικάλυψη των υποχρεώσεων παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων. 

4. Συμπεράσματα

(α) Είναι φανερό ότι η Ενισχυμένη Εποπτεία τόσο ως προς τη συγκρότηση του εποπτικού μηχανισμού (Επιτροπή, ΕΚΤ, ΕΜΣ και ΔΝΤ) όσο και ως περιεχόμενό της συνιστά μεταφορά  και ενσωμάτωση στην ενωσιακή έννομη τάξη και μετατροπή από διεθνή υποχρέωση (άρθρο 13 παρ. 7 Συνθ.ΕΜΣ) σε τέτοια ενωσιακού χαρακτήρα της ελεγκτικής πρακτικής που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών μηχανισμών χρηματοδοτικής συνδρομής, που επικράτησε να αποκαλείται «τρόικα» (σήμερα «κουατρέτο»), με ότι αυτό συνεπάγεται.  

(β) Η Ενισχυμένη Εποπτεία τόσο ως προς το εύρος της εποπτείας όσο και ως προς τα μέσα δεν διαφέρει από την πρακτική της τρόικα. Έτσι, και πρόγραμμα, η πιστή εφαρμογή του οποίου ελέγχεται, υπάρχει (Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής  2018 – 2021), και επικαιροποιήσεις (λήψη πρόσθετων μέτρων) επιβάλλονται αλλά και οι ιδιαίτερα ενοχλητικές για πολλούς επιτόπιες επισκέψεις προβλέπονται. Θα πρέπει να σημειωθεί, εξάλλου,  σε ενίσχυση των παραπάνω ότι ο Κανονισμός ΕΕ 472/2013 σχετικά με την Ενισχυμένη Εποπτεία δεν  διακρίνει μεταξύ της προγραμματικής και μεταπρογραμματικής Ενισχυμένη Εποπτεία ως προς την ένταση τους. 

(γ) Το θετικό της ενσωμάτωσης της πρακτικής της τρόικα στην ενωσιακή έννομη τάξη με τη μορφή της Ενισχυμένης Εποπτείας είναι ότι η υπαγωγή σε αυτή αποτελεί  πλέον υποχρέωση από το δίκαιο της Ένωσης, με αποτέλεσμα τόσο τα Κράτη-μέλη όσο βέβαια και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά την εφαρμογή της είναι υποχρεωμένα να σέβονται τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ελεγχόμενα από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται ο περιορισμός του άρθρου 51 παρ. 1 του Χάρτη, σύμφωνα με το οποίο τα Κράτη-μέλη δεσμεύονται από τον Χάρτη μόνο όταν εφαρμόζουν δίκαιο της Ένωσης. Ο περιορισμός αυτός απέκλειε μέχρι σήμερα τη σχετική δραστηριότητα του διακυβερνητικού ΕΜΣ από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (βλ απόφαση Pringle). 

(δ) Για να υπάρξει, πάντως, μια ολοκληρωμένη εικόνα της εποπτείας στην οποία μετά μεγάλης πιθανότητας θα υπαχθεί η Ελλάδα μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος και των περιθωρίων κατά την άσκηση της οικονομικής και δημοσιονομικής της πολιτικής θα πρέπει στο μηχανισμό της Ενισχυμένης Εποπτείας να προσθέσει κανείς και μια ακόμη σημαντικότατη καινοτομία της «δέσμης δύο μέτρων»: την κατά το άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 473/2013 διαδικασία εκτίμησης των σχεδίων των εθνικών προϋπολογισμών από την Επιτροπή, η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης ενίσχυσης του ρόλου της, αναλαμβάνει σημαντικότατες εξουσίες. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι η Επιτροπή θα εξετάζει και θα εκφέρει γνώμη σχετικά με κάθε σχέδιο προϋπολογισμού το αργότερο μέχρι τις 30 Νοεμβρίου. Εάν η Επιτροπή εντοπίσει σοβαρή περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις δημοσιονομικής πολιτικής, που προβλέπονται στο ΣΣΑ, εκδίδει, μετά από διαβούλευση με το οικείο Κράτος-μέλος,  την γνώμη της εντός δύο εβδομάδων από την υποβολή του σχεδίου προϋπολογισμού. Με τη γνώμη της η Επιτροπή ζητά την υποβολή αναθεωρημένου σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος (προϋπολογισμού) το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία έκδοσης της γνώμης της. Το αίτημα της Επιτροπής αιτιολογείται και δημοσιοποιείται. Η Επιτροπή εγκρίνει νέα γνώμη για το αναθεωρημένο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριών εβδομάδων από την υποβολή του αναθεωρημένου σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος. 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com