Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

CES-DUTH FOCUS ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1/2017
Απόκλιση από τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου  Προστασίας του 
Περιβάλλοντος σε Ενεργειακές Δραστηριότητες

Χαρίκλεια Αρώνη, Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμονας στη Νομική Σχολή ΔΠΘ

Επιτρέπεται απόκλιση από το δίκαιο προστασίας περιβάλλοντος όταν πρόκειται για ενεργειακές δραστηριότητες; Μπορούμε να επικαλεστούμε, σε περιπτώσεις παραβιάσεων των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Προστασίας του Περιβάλλοντος, τις περιστάσεις πού αίρουν τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης του κράτους, σύμφωνα με τα Άρθρα για τη Διεθνή Ευθύνη των Κρατών;
Το ερώτημα τίθεται κατ' αρχήν μέσα στο πλαίσιο της αντίστιξης ανάμεσα στον χαρακτήρα των υποχρεώσεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και τις περιστάσεις που αίρουν  τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης. Η κύρια υποχρέωση των κρατών σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος είναι η επίδειξη της «προσήκουσας επιμέλειας» έτσι ώστε οι δραστηριότητες που εµπίπτουν στη δικαιοδοσία τους να μην προκαλούν ζηµίες στο περιβάλλον άλλων κρατών και συνδέεται με μια σειρά άλλες υποχρεώσεις, όπως η υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών και διεξαγωγής διαβουλεύσεων. Σε γενικές γραμμές, οι υποχρεώσεις αυτές έχουν ένα διαρκή χαρακτήρα. Αντίθετα, ο χαρακτήρας των περιστάσεων που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα μιας κρατικής ενέργειας είναι προσωρινός καθώς αίρουν το άδικο για εκείνο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υφίστανται και μόνο.
Περαιτέρω, το Διεθνές Δίκαιο της Προστασίας του Περιβάλλοντος, συμπεριλαμβάνει κανόνες που αφορούν προβλήματα διασυνοριακά και περιφερειακά, κανόνες που αφορούν οικουμενικά ζητήματα, ή ακόμα και ζητήματα που αφορούν το εσωτερικό του κράτους και μάλιστα για πολλαπλά αντικείμενα, π.χ. την προστασία του εδάφους, των υδάτων, της χλωρίδας και της πανίδας. Κάθε ενέργεια του κράτους η οποία έχει πιθανές περιβαλλοντικές συνέπειες, ρυθμίζεται από ποικίλες νομικές διατάξεις. Ωστόσο, από τις περιστάσεις πού αίρουν τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης του κράτους, η συναίνεση, η νόμιμη άμυνα και τα αντίμετρα εξουδετερώνουν τον άδικο χαρακτήρα της κρατικής ενέργειας, μόνο όσον αφορά τις σχέσεις του κράτους που ευθύνεται για την παραβίαση και του κράτους που την υφίσταται.  
Σε διαφορετικό πλαίσιο τίθεται η κατάσταση ανάγκης η οποία εκφράζει τη σύγκρουση ανάμεσα στην προστασία ενός θεμελιώδους συμφέροντος από σοβαρό και επικείμενο κίνδυνο και την εκπλήρωση μιας διεθνούς υποχρέωσης. Εάν η αναγκαιότητα τόσο της προστασίας του περιβάλλοντος όσο και της πρόσβασης σε ενέργεια μπορούν να θεωρηθούν θεμελιώδη συμφέροντα, τότε η κατάσταση ανάγκης εκφράζει τη σύγκρουση ανάμεσα τους. Τίθεται, επομένως το ερώτημα εάν είναι δυνατόν, υπό ιδιαίτερες περιστάσεις, να επιτρέπει την απόκλιση από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος σε ενεργειακές δραστηριότητες.
Υπό διαφορετικό πρίσμα, η αρχή της πρόληψης είναι πιθανόν να δυσχεραίνει στην πράξη την επίκληση λόγων που αίρουν το άδικο. Σύμφωνα με την αρχή της πρόληψης, δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι ένα σχεδιαζόμενο έργο θα επιφέρει σοβαρή ή αμετάκλητη βλάβη για να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα αλλά αρκεί και μόνο η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας σχετικά. Η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας η οποία ανακύπτει συχνά ως προς τις συνέπειες μεγάλων και μακρόπνοων έργων, όπως αυτά που συναντάμε στο σύγχρονο ενεργειακό τομέα σημαίνει ότι δεν θα είναι βέβαιο σε ποια κράτη θα εκτείνονται οι συνέπειες της σχεδιαζόμενης δράσης. Επομένως, η επίκληση, ιδίως της συναίνεσης και των αντιμέτρων δεν θα είναι πρακτικά δυνατή (Βλ την μελέτη εδώ )

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 7/2017
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Υπόθεση C-125/16, Malta Dental Technologists Association και John Salomone Reynaud κατά Superintendent tas-Saħħa Pubblika και Kunsill tal-Professjonijiet Kumplimentari għall-Mediċina - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 49, 52 και 56 ΣΛΕΕ και της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Σύμφωνα με το άρθρο 4  παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων από το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει στους δικαιούχους τη δυνατότητα να αποκτήσουν, στο εν λόγω κράτος μέλος, πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα για το οποίο διαθέτουν τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και να το ασκούν στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως και οι υπήκοοί του». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.1 της Οδηγίας  «Εάν σε ένα κράτος μέλος υποδοχής απαιτείται για την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους παρέχει τη δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 11 και απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του». Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε από το πρώτο τμήμα του πολιτικού δικαστηρίου της Μάλτας (Prim’Awla tal-Qorti Ċivili) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Ένωσης Οδοντικών τεχνολόγων και του John Salomone Reynaud και, αφετέρου, του Επόπτη Δημόσιας Υγείας και του Συμβουλίου των συμπληρωματικών της ιατρικής επαγγελμάτων. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε το αίτημα να αναγνωριστούν στη Μάλτα τα επαγγελματικά προσόντα των κλινικών οδοντικών τεχνολόγων. Ειδικότερα η Ένωση Οδοντικών Τεχνολόγων και ο J. S. Reynaud ζήτησαν να περιλαμβάνονται οι κλινικοί οδοντικοί τεχνολόγοι στο μητρώο των οδοντικών τεχνολόγων για τη διαχείριση του οποίου είναι υπεύθυνο το Συμβούλιο των συμπληρωματικών της ιατρικής επαγγελμάτων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι αν οι διατάξεις της ΣΛΕΕ, που αφορούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες και εκείνες της Οδηγίας 2005/36 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία προβλέπει ότι οι δραστηριότητες του οδοντικού τεχνολόγου πρέπει να ασκούνται σε συνεργασία με οδοντίατρο, στο μέτρο που η απαίτηση αυτή έχει εφαρμογή, έναντι των κλινικών οδοντικών τεχνολόγων που έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα τους σε άλλο κράτος μέλος και που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στη Μάλτα.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η υποχρεωτική συμμετοχή οδοντιάτρου κατά τη θεραπεία ασθενούς στον οποίο ένας οδοντικός τεχνολόγος παρέχει τις υπηρεσίες του έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας, που αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, δυνάμενο να δικαιολογήσει την ύπαρξη περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως.  Επιπρόσθετα, έκρινε ότι  η απαίτηση να υπάρχει υποχρεωτική μεσολάβηση οδοντιάτρου τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, συνεκτιμώντας τον κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου, τη σπουδαιότητα του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας και του περιθωρίου εκτιμήσεως των Κρατών-μελών για την υλοποίηση του σκοπού της δημόσιας υγείας
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4, παρ. 1, καθώς και το άρθρο 13, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 2005/36 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση. 

2. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Υπόθεση C-184/16, Ovidiu-Mihaita Petrea κατά Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης- Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία των άρθρων 27, 28 και 30 έως 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Επίσης, αναφέρεται  στην ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Σύμφωνα με το άρθρο 27 της Οδηγίας 2004/38 «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν [χωρεί] επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών. 2.  Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του [ενδιαφερομένου]. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφεαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων. Η προσωπική συμπεριφορά του [ενδιαφερομένου] πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές». Σύμφωνα με το άρθρο 6, παρ. 1, της Οδηγίας 2008/115 «Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ovidiu Mihăiță Petrea και του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η νομιμότητα διοικητικής αποφάσεως, με την οποία ο Υπουργός ανακάλεσε τη βεβαίωση εγγραφής που είχε χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο και διέταξε την επιστροφή του στη Ρουμανία. Ειδικότερα, ο O.- M. Petrea (ρουμάνος υπήκοος) καταδικάσθηκε το 2011 από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά (Ελλάδα) σε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών με τριετή αναστολή για το αδίκημα της κλοπής κατά συναυτουργία. Οι ελληνικές διοικητικές αρχές διέταξαν την επιστροφή του στη Ρουμανία για τον λόγο ότι αποτελούσε σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.  Τον Σεπτέμβριο του 2013, ο O.-M. Petrea επέστρεψε στην Ελλάδα και υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής του ως πολίτη της Ένωσης, η οποία του χορηγήθηκε αυθημερόν Ωστόσο, η υπηρεσία αλλοδαπών της αστυνομίας, αφού ανακάλυψε ότι σε βάρος του O.- M. Petrea εξακολουθούσε να ισχύει απαγόρευση εισόδου στην εθνική επικράτεια, αποφάσισε να ανακαλέσει τη βεβαίωση αυτή και να διατάξει την επιστροφή του στη Ρουμανία. Ο O.-M. Petrea άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ελλάδα).
Το πρώτο  νομικό ζήτημα που τίθεται με τη συγκεκριμένη προδικαστική απόφαση είναι αν η Οδηγία 2004/38, ειδικότερα δε τα άρθρα της 27 και 32, και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αντιτίθενται στην εκ μέρους Κράτους-μέλους ανάκληση βεβαιώσεως εγγραφής που κακώς είχε χορηγηθεί σε πολίτη της Ένωσης σε βάρος του οποίου εξακολουθούσε να ισχύει απόφαση απαγορεύσεως εισόδου στην εθνική επικράτεια, στηριζομένης αποκλειστικώς στη διαπίστωση ότι το μέτρο απαγορεύσεως εισόδου στην εθνική επικράτεια εξακολουθεί να ισχύει.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2004/38 και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους Κράτους-μέλους ανάκληση βεβαιώσεως εγγραφής υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα, που τέθηκε, είναι αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στο ενδεχόμενο απόφαση επιστροφής πολίτη της Ένωσης να εκδίδεται από τις ίδιες αρχές και κατά την ίδια διαδικασία που ισχύει για απόφαση επιστροφής παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2008/115.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι Οδηγίες 2004/38 και 2008/115 δεν αντιτίθενται στο ενδεχόμενο απόφαση επιστροφής πολίτη της Ένωσης να εκδίδεται από τις ίδιες αρχές και κατά την ίδια διαδικασία που ισχύει για απόφαση επιστροφής παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας εφόσον εφαρμόζονται τα μέτρα για τη μεταφορά της Οδηγίας 2004/38 στην εθνική έννομη τάξη τα οποία είναι ευνοϊκότερα για τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης.

3. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Υπόθεση C-320/15, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας - Προσφυγή για παράβαση

H  Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε με την προσφυγή της από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να εξασφαλίσει το κατάλληλο επίπεδο επεξεργασίας των αστικών λυμάτων των οικισμών Προσοτσάνης, Δοξάτου, Ελευθερούπολης, Βάγιας, Γαλάτιστας, Δεσφίνας και Χανιώτη, με ισοδύναμο πληθυσμού (ι.π.) μεταξύ 2.000 και 10.000 κατοίκων, καθώς και του οικισμού του Πολύχρονου, με ι.π. μεταξύ 10.000 και 15.000 κατοίκων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων. Ειδικότερα, η Επιτροπή προσήψε στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν εξασφάλισε δευτεροβάθμια ή ισοδύναμη επεξεργασία των απορριπτόμενων αστικών λυμάτων για τους ανωτέρω οικισμούς. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να εξασφαλίσει δευτεροβάθμια ή ισοδύναμη επεξεργασία των αστικών λυμάτων των ανωτέρω οικισμών παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 91/271/ΕΟΚ.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Υπόθεση C-569/15, X κατά Staatssecretaris van Financiën - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του, άρθρου 14, παρ. 2, στοιχείο β΄, σημείο i, του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο  «το πρόσωπο, πλην του αναφερομένου στο στοιχείο α΄, υπόκειται: i)  στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτό ή αν απασχολείται για λογαριασμό περισσότερων επιχειρήσεων ή περισσότερων εργοδοτών που έχουν την έδρα ή κατοικία τους στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του X και του Υφυπουργού Οικονομικών με αντικείμενο πράξη προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 14, παρ. 2, στοιχείο β΄, σημείο i, του Κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι πρόσωπο που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος Κράτους-μέλους, το οποίο λαμβάνει τρίμηνη άδεια άνευ αποδοχών και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου Κράτους-μέλους, πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο Κρατών-μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω άρθρο έχει την έννοια ότι πρόσωπο που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος Κράτους-μέλους, το οποίο λαμβάνει τρίμηνη άδεια άνευ αποδοχών και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου Κράτους-μέλους, πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο Κρατών-μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Ωστόσο, τα ανωτέρω ισχύουν υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις: 
1.  Υπό την προϋπόθεση ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου άδειας το πρόσωπο αυτό θεωρείται ότι ασκεί μισθωτή δραστηριότητα κατά τη νομοθεσία του πρώτου Κράτους-μέλους στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και 
2. Υπό την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα που ασκείται στο έδαφος του δεύτερου Κράτους-μέλους έχει συνήθη και σημαντικό χαρακτήρα, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Υπόθεση C-174/16, H. κατά Land Berlin - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία της ρήτρας 5, σημεία 1 και 2, της συναφθείσας στις 18 Ιουνίου 2009 αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της Οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια. Σύμφωνα με τη ρήτρα 5 παρ. 1 και 2 «1. Στο τέλος της γονικής άδειας, οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν στην ίδια θέση εργασίας ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, σε ισοδύναμη ή ανάλογη θέση που είναι σύμφωνη με την εργασιακή σύμβαση ή σχέση. 2. Τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα υπό κτήση δικαιώματα από τον εργαζόμενο κατά την ημερομηνία έναρξης της γονικής άδειας διατηρούνται ως έχουν έως το τέλος της γονικής άδειας. Με τη λήξη της γονικής άδειας, εφαρμόζονται τα εν λόγω δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που προέρχονται από το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή πρακτικές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο του Βερολίνου (Verwaltungsgericht Βερολίνο) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της H. και του Ομόσπονδου κράτους του Βερολίνου.  Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η νομιμότητα απόφασης που το Ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου απηύθυνε στην H. κατά τη διάρκεια της γονικής της άδειας για να την ενημερώσει ότι δεν είχε συμπληρώσει επιτυχώς, εξαιτίας της απουσίας της λόγω γονικής άδειας, τη διετή δοκιμαστική υπηρεσία στη διευθυντική θέση στην οποία είχε τοποθετηθεί πριν από την εν λόγω άδεια, οπότε η ιδιότητά της του δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου είχε λήξει και είχε, συνεπώς, επανατοποθετηθεί στην κατώτερη θέση που κατείχε προηγουμένως. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε στη συγκεκριμένη απόφαση είναι εάν η ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία εξαρτά την οριστική προαγωγή σε διευθυντική θέση της δημοσίας διοικήσεως από την προϋπόθεση να πραγματοποιήσει ο επιλεγείς υποψήφιος προηγουμένως με επιτυχία διετή δοκιμαστική υπηρεσία στη θέση αυτή. Ειδικότερα, ερμηνεύεται το ανωτέρω άρθρο υπό την προϋπόθεση  ότι ο υποψήφιος τελούσε, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της δοκιμαστικής αυτής υπηρεσίας, και εξακολουθεί να τελεί σε γονική άδεια, ο δε ενδιαφερόμενος επανατοποθετείται, ως εκ τούτου, κατά την επιστροφή του από τη γονική άδεια, στην κατώτερη θέση, τόσο από υπηρεσιακή όσο και από μισθολογική άποψη, που κατείχε προτού γίνει δεκτός για την εν λόγω δοκιμαστική περίοδο.
Το ΔΕΕ έκρινε  ότι  η ρήτρα 5, σημεία 1 και 2, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση. Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι ανωτέρω παραβάσεις της ρήτρας αυτής δεν είναι δυνατόν να δικαιολογούνται από τον σκοπό της ίδιας της δοκιμαστικής υπηρεσίας, που συνίσταται στο να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση της καταλληλότητας για την κάλυψη της διαθέσιμης διευθυντικής θέσεως.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017,  Υπόθεση C -132/16 Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Sofia  κατά «Iberdrola Inmobilaria Real Estate Investments» EOOD - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 26, παρ. 1, και των άρθρων 168 και 176 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας. Σύμφωνα με το άρθρο 168  στοιχ. α της Οδηγίας «Στο βαθμό που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογούμενων πράξεών του, ο υποκείμενος στον φόρο έχει το δικαίωμα, στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιεί τις πράξεις του, να εκπίπτει από τον οφειλόμενο φόρο τα ακόλουθα ποσά: α) τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα στο εν λόγω κράτος μέλος ΦΠΑ για τα αγαθά που του παραδόθηκαν ή πρόκειται να του παραδοθούν και για τις υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν ή πρόκειται να του παρασχεθούν από άλλον υποκείμενο στον φόρο». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας (Varhoven administrativen sad) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Προϊσταμένου της διευθύνσεως «Προσφυγές και πρακτική στους τομείς της φορολογίας και της κοινωνικής ασφαλίσεως» της Σόφιας και της «Iberdrola Inmobiliaria Real Estate Investments» EOOD, που αφορούσε δύο διορθωτικές πράξεις με αποδέκτη την Iberdrola σχετικά με το δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) επί των εισροών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι  εάν το άρθρο 168, στοιχ. α΄, της Οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι υποκείμενος στον φόρο έχει δικαίωμα εκπτώσεως του καταβληθέντος επί των εισροών ΦΠΑ για παροχή υπηρεσιών συνιστάμενων στην κατασκευή ή αναβάθμιση ακινήτου που ανήκει κατά κυριότητα σε τρίτον, όταν ο τελευταίος απολαύει άνευ ανταλλάγματος του αποτελέσματος των υπηρεσιών αυτών και αυτές χρησιμοποιούνται τόσο από τον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο όσο και από τον εν λόγω τρίτο στο πλαίσιο των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 168, στοιχείο α΄, της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι υποκείμενος στον φόρο έχει δικαίωμα εκπτώσεως του καταβληθέντος επί των εισροών φόρου προστιθέμενης αξίας για παροχή υπηρεσιών συνιστάμενων στην κατασκευή ή αναβάθμιση ακινήτου που ανήκει κατά κυριότητα σε τρίτον υπό τις ανωτέρω επίδικες συνθήκες. Ωστόσο, τα ανωτέρω ισχύουν στον βαθμό που οι εν λόγω υπηρεσίες δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο προκειμένου να μπορέσει ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο να πραγματοποιήσει φορολογούμενες πράξεις εκροών και στον βαθμό που το κόστος τους περιλαμβάνεται στην τιμή των πράξεων αυτών.

7.ΔΕΕ,  απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-215/16, C-216/16, C-220/16 και C-221/16, Elecdey Carcelen SA κ.λπ. κατά Comunidad Autónoma de Castilla-La Mancha - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αναφέρονται, κυρίως, στην ερμηνεία του άρθρου 13, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο  «1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικοί κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες έγκρισης, πιστοποίησης και χορήγησης άδειας που εφαρμόζονται στους σταθμούς και τις συνδεδεμένες υποδομές δικτύων μεταφοράς και διανομής για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης ή ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και στη διαδικασία μεταποίησης της βιομάζας σε βιοκαύσιμα ή άλλα ενεργειακά προϊόντα να είναι αναλογικοί και αναγκαίοι. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι: [...] ε)      είναι διαφανή και συνδεόμενα με το κόστος τα διοικητικά τέλη που καταβάλλουν οι καταναλωτές, οι πολεοδόμοι, οι αρχιτέκτονες, οι κατασκευαστές και οι εγκαταστάτες και προμηθευτές εξοπλισμού και συστημάτων [...]». Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Καστίλλης-Λα Μάντσα της Ισπανίας (Τribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha) στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, των Elecdey Carcelen SA, Energías Eólicas de Cuenca SA, Iberenova Promociones SAU και Iberdrola Renovables Castilla La Mancha SA και, αφετέρου, Αυτόνομης Κοινότητας της Καστίλλης-Λα Μάντσα, με αντικείμενο την καταβολή τέλους το οποίο επιβάλλεται στις προοριζόμενες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ανεμογεννήτριες. Ειδικότερα οι προσφεύγουσες εκμεταλλεύονται, εντός της Αυτόνομης Κοινότητας της Καστίλλης-Λα Μάντσα, ανεμογεννήτριες προοριζόμενες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Έχοντας εξοφλήσει, κατά τα φορολογικά έτη 2011 και 2012, το τέλος που καθιέρωσε ο νόμος 9/2011 και εκτιμώντας ότι τούτο είναι αντισυνταγματικό και προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης, οι εν λόγω προσφεύγουσες ζήτησαν από τις αρμόδιες εθνικές αρχές τη διόρθωση των σχετικών αυτοεκκαθαρίσεών τους, καθώς και την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών. Μετά την απόρριψη των ως άνω αιτημάτων, καθεμία από τις εν λόγω προσφεύγουσες άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου.
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι κατά πόσον η Οδηγία 2009/28, και ιδίως το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο ιαʹ, και το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο εʹ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία προβλέπει την επιβολή τέλους στις ανεμογεννήτριες, που προορίζονται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι  το ανωτέρω άρθρο έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία προβλέπει την επιβολή τέλους στις ανεμογεννήτριες, που προορίζονται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

8. Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Υπόθεση C-186/16, Ruxandra Paula Andriciuc κ.λπ. κατά Banca Românească SA - Προδικαστική

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, και του άρθρου 4, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παρ. 1, της ανωτέρω Οδηγίας «1. Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας: «2. Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Oradea, της Ρουμανίας (Curtea de Apel Oradea)  στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Ruxandra Paula Andriciuc και 68 ακόμα προσώπων και, αφετέρου, της τράπεζας Banca Românească SΑ, σχετικά με τον φερόμενο ως καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών συμβάσεων δανείου, οι οποίες προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, την εξόφληση του δανείου στο ίδιο ξένο νόμισμα με εκείνο στο οποίο συνομολογήθηκαν οι εν λόγω συμβάσεις. 
Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζήτησε, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν η σημαντική ανισορροπία που δημιουργεί μια καταχρηστική ρήτρα μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη σύμβαση, υπό την έννοια του άρθρου 3, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13, πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικώς κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων τις οποίες μπορούσε να γνωρίζει ο επαγγελματίας κατά τον χρόνο αυτόν και οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως. Επιπρόσθετα, διαπίστωσε ότι το αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αξιολογήσει την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας.
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση είναι εάν το άρθρο 4, παρ.2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι οι φράσεις «κύριο αντικείμενο της σύμβασης» και «το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου» καλύπτουν ρήτρα συμβάσεως δανείου συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και κατά την οποία το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο νόμισμα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω συμβατική ρήτρα εμπίπτει στο κύριο αντικείμενο της σύμβασης δεδομένου ότι η εν λόγω ρήτρα καθορίζει κύρια παροχή.  Κατά συνέπεια, η εν λόγω ρήτρα δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.

9. ΔΕΕ,  απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Υπόθεση C-248/16, Austria Asphalt GmbH & Co OG κατά Bundeskartellanwalt - Προδικαστική 

Η αίτηση αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 3 του Κανονισμού 139/2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων. Το άρθρο 3 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει, στις παρ. 1 και 4, τα εξής: «1.  Συγκέντρωση θεωρείται ότι υπάρχει όταν προκύπτει μόνιμη μεταβολή του ελέγχου από: [...] β)    την απόκτηση, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη μία τουλάχιστον επιχείρηση ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, με την αγορά τίτλων ή στοιχείων του ενεργητικού, με σύμβαση ή με άλλο τρόπο, ελέγχου στο σύνολο ή σε τμήματα μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων. [....] 4. Η δημιουργία κοινής επιχείρησης, η οποία μόνιμα εκπληροί όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας αποτελεί πράξη συγκέντρωσης κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Berster Gerichtshof)  στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Austria Asphalt GmbH & Co. OG και του Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα για συμπράξεις επιχειρήσεων σχετικά με φερόμενη συγκέντρωση μεταξύ επιχειρήσεων. Ειδικότερα η Austria Asphalt είναι έμμεση θυγατρική της Strabag SE. Ο όμιλος Strabag στον οποίο ανήκουν οι εταιρίες αυτές είναι διεθνής όμιλος κατασκευαστικών επιχειρήσεων που ασκούν τη δραστηριότητά τους μεταξύ άλλων στον τομέα της οδοποιίας. Η Porr AG, η οποία επίσης ανήκει σε διεθνή όμιλο κατασκευαστικών επιχειρήσεων οδοποιίας, κατέχει το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της Teerag Asdag AG. Η δεύτερη αυτή εταιρία είναι η μοναδική ιδιοκτήτρια της μονάδας παραγωγής ασφαλτούχου μίγματος του Mürzzuschlag (επιχείρηση στόχος), η οποία παράγει την άσφαλτο που είναι απαραίτητη για την κατασκευή των δρόμων. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της προορίζεται για τον όμιλο Porr, με αποτέλεσμα η επιχείρηση αυτή να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως λειτουργικά αυτόνομη. Η Austria Asphalt και η Teerag Asdag σχεδιάζουν τη σύσταση εταιρίας αυστριακού δικαίου στην οποία θα μεταβιβαστεί η επιχείρηση στόχος. Ειδικότερα, η Austria Asphalt θα αναλάβει το 50% του κεφαλαίου της εταιρίας αυτής και θα ασκεί, από κοινού με την Teerag Asdag, τον έλεγχο της επιχειρήσεως στόχου.
 Το νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν το άρθρο 3, παρ. 1, στοιχείο β΄, και παρ. 4, του Κανονισμού 139/2004 έχει την έννοια ότι θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση κατόπιν μεταβολής της φύσεως του ασκούμενου ελέγχου επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο μόνον εφόσον η κοινή επιχείρηση που προκύπτει από την πράξη συγκεντρώσεως εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3 του Κανονισμού 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων έχει την έννοια ότι θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση κατόπιν μεταβολής της φύσεως του ασκούμενου ελέγχου επί υφισταμένης επιχειρήσεως από αποκλειστικό σε από κοινού έλεγχο μόνον εφόσον η κοινή επιχείρηση που προκύπτει από την πράξη συγκεντρώσεως εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-643/15 και C-647/15, Δημοκρατία της Σλοβακίας και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Προσφυγή ακυρώσεως

Με τις προσφυγές τους, η Σλοβακική Δημοκρατία και η Ουγγαρία ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως 2015/1601 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του άρθρου 78, παρ. 3, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι, «εφόσον ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν επείγουσα κατάσταση, λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει, μετά από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προσωρινά μέτρα υπέρ του εν λόγω κράτους μέλους ή των εν λόγω κρατών μελών. Το Συμβούλιο αποφασίζει μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο». Η ανωτέρω απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο της μεταναστευτικής κρίσης που έπληξε την Ευρωπαϊκή Ένωση από το έτος 2014 και εντάθηκε κατά το έτος 2015, και ειδικότερα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του έτους αυτού, καθώς και της ανθρωπιστικής καταστροφής που προκλήθηκε από την κρίση αυτή ιδίως στα Κράτη-μέλη της πρώτης γραμμής, όπως η Ιταλική Δημοκρατία και η Ελληνική Δημοκρατία. Οι χώρες αυτές αντιμετώπισαν μαζική εισροή μεταναστών από τρίτες χώρες όπως η Αραβική Δημοκρατία της Συρίας, η Ισλαμική Δημοκρατία του Αφγανιστάν, η Δημοκρατία του Ιράκ και το Κράτος της Ερυθραίας. Η απόφαση προβλέπει τη μετεγκατάσταση, εντός περιόδου δύο ετών, 120.000 ατόμων που χρήζουν σαφώς διεθνούς προστασίας από τα δύο αυτά Κράτη-μέλη προς τα άλλα Κράτη-μέλη.
Οι κύριοι ισχυρισμοί της Σλοβακικής Δημοκρατίας (C-643/15) και της Ουγγαρίας  (C-643/15) ήταν οι εξής: 
1. Η Σλοβακική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, μολονότι εκδόθηκε σύμφωνα με μη νομοθετική διαδικασία και συνεπώς αποτελεί, από τυπικής απόψεως, μη νομοθετική πράξη, πρέπει εντούτοις να χαρακτηρισθεί ως νομοθετική πράξη λόγω του περιεχομένου της και των συνεπειών της.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι νομική πράξη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νομοθετική πράξη της Ένωσης μόνον εάν εκδόθηκε βάσει διατάξεως των Συνθηκών που παραπέμπει ρητώς είτε στη συνήθη νομοθετική διαδικασία είτε στην ειδική νομοθετική διαδικασία. Ο χαρακτήρας της προσβαλλόμενης απόφασης ως μη νομοθετικής πράξης δεν αμφισβητείται καθόσον το 78 παρ. 3 δεν παραπέμπει ρητώς ούτε στη συνήθη νομοθετική διαδικασία ούτε στην ειδική νομοθετική διαδικασία.  
2. Η Σλοβακική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υποστήριξαν ότι το άρθρο 78, παρ. 3, ΣΛΕΕ δεν αποτελεί προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η απόφαση αυτή δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα, σε αντίθεση προς τις απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επιλογή περιόδου εφαρμογής 24 μηνών παρίσταται δικαιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι μετεγκατάσταση σημαντικού αριθμού ατόμων, όπως αυτή την οποία προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι διαδικασία καινοφανής και συγχρόνως περίπλοκη, η οποία απαιτεί ορισμένο χρόνο για να προετοιμαστεί και να τεθεί σε εφαρμογή, ιδίως σε επίπεδο συντονισμού των διοικητικών αρχών των κρατών μελών, πριν αρχίσει να αναπτύσσει απτά αποτελέσματα.
3. Η Σλοβακική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υποστήριξαν ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 68 ΣΛΕΕ και τον ουσιώδη τύπο, στο μέτρο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με αυξημένη πλειοψηφία, ενώ από τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης και 26ης Ιουνίου 2015 προέκυπτε ότι αυτή έπρεπε να εκδοθεί με «συναίνεση» και «λαμβανομένων υπόψη των ειδικών καταστάσεων των κρατών μελών».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ επιτρέπει στο Συμβούλιο να θεσπίσει μέτρα με αυξημένη (ειδική) πλειοψηφία. Η αρχή της θεσμικής ισορροπίας απαγορεύει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να τροποποιεί αυτόν τον κανόνα ψηφοφορίας επιβάλλοντας στο Συμβούλιο, μέσω Συμπερασμάτων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 68 ΣΛΕΕ, κανόνα ομόφωνης ψήφου. Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των προσφευγόντων Κρατών-μελών απορρίφθηκαν.  

Το Δικαστήριο απέρριψε τελικά τις προσφυγές και αποφάσισε ότι η Σλοβακική Δημοκρατία και η Ουγγαρία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.