Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΊΑ 03/2020

ΔΕΛΤΊΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Φεβρουάριος 2020

Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-836/18, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real κατά RH – Προδικαστική

H αίτηση, που αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Καστίλλης-Λα Μάντσα της Ισπανίας (Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha). Η συγκεκριμένη αίτηση αφορούσε ένδικη διαφορά μεταξύ της αντιπροσωπείας της Κυβερνήσεως στην επαρχία της Ciudad Real και του RH σχετικά με την απόρριψη, από την αντιπροσωπεία της Κυβερνήσεως, της αιτήσεως του RH να του χορηγηθεί άδεια διαμονής υπό την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, ο RH, Μαροκινός υπήκοος, συνήψε γάμο, στη Ciudad Real (Ισπανία), με ενήλικη Ισπανίδα υπήκοο, η οποία ουδέποτε είχε ασκήσει το δικαίωμά της να κυκλοφορεί ελεύθερα εντός της Ένωσης, ενώ η νομιμότητα του γάμου δεν αμφισβητήθηκε. Ο RH υπέβαλε αίτηση να του χορηγηθεί προσωρινή άδεια διαμονής ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης και η αρμόδια διοικητική αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι η σύζυγος του RH (Ενήλικη Ισπανίδα) δεν είχε αποδείξει ότι διέθετε επαρκείς οικονομικούς πόρους για να συντηρήσει τον σύζυγό της. Ας σημειωθεί ότι δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η υποχρέωση να διαθέτει επαρκείς πόρους βάρυνε αποκλειστικώς την ίδια.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε Κράτος-μέλος (Ισπανία) να απορρίψει αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβληθείσα από υπήκοο τρίτης χώρας, σύζυγο πολίτη της Ένωσης, που δεν άσκησε το δικαίωμά ελεύθερης κυκλοφορίας, για τον λόγο και μόνον ότι η ως άνω πολίτης της Ένωσης δεν διέθετε για τον εαυτό του και τον σύζυγό της επαρκείς πόρους ούτως ώστε να μην επιβαρύνει το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Το ερώτημα κατέστη ιδιαίτερα ενδιαφέρον καθόσον δεν είχε εξεταστεί αν μεταξύ της συζύγου του RH και του ιδίου υφίστατο σχέση εξάρτησης τέτοιας φύσεως ώστε, αν δεν αναγνωριζόταν στον δεύτερο παράγωγο δικαίωμα διαμονής, η  πολίτης της Ένωσης θα εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε Κράτος-μέλος να απορρίψει αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβληθείσα από υπήκοο τρίτης χώρας, σύζυγο πολίτη της Ένωσης χωρίς να έχει εξεταστεί αν μεταξύ του ως άνω πολίτη της Ένωσης και του RH της συζύγου του υφίστατο σχέση εξάρτησης.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-773/18 έως C-775/18, TK κ.λπ. κατά Land Sachsen-Anhalt – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 2, 6, 9 και 17 της Οδηγίας 2000/78 σχετικά με τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία καθώς επίσης και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το διοικητικό πρωτοδικείο Halle της Γερμανίας (Verwaltungsgericht Halle) στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ των TK, δικαστή (C‑773/18), UL, δημοσίου υπαλλήλου (C‑774/18) και VM, δημοσίου υπαλλήλου (C‑775/18) και του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ, της Γερμανίας με αντικείμενο αιτήματα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για τη διάκριση λόγω ηλικίας την οποία οι πρώτοι υποστήριξαν ότι ενείχε η κατάταξή τους σε κλιμάκιο κατά τον διορισμό τους ως δικαστών ή υπαλλήλων του εν λόγω ομόσπονδου κράτους.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 2 και 6 της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε μέτρο δυνάμει του οποίου χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους δικαστές, προς εξασφάλιση της καταβολής επαρκών αποδοχών, αναδρομική αύξηση υπολογιζόμενη ως ποσοστό του βασικού μισθού που τους καταβαλλόταν βάσει κατάταξης σε κλιμάκιο του βασικού μισθού, εντός εκάστου βαθμού, η οποία κατάταξη είχε γίνει, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, σε συνάρτηση με την ηλικία τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 2 και 6 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο ανωτέρω μέτρο εφόσον ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, σε ένα πλαίσιο χαρακτηριζόμενο τόσο από μεγάλο αριθμό θιγόμενων δημοσίων υπαλλήλων και δικαστών όσο και από την απουσία έγκυρου συστήματος αναφοράς και δεν συνεπάγεται τη διαιώνιση της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας.

3. ΔΕΕ, της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-405/18, AURES Holdings a.s. κατά Odvolací finanční ředitelství - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 49, 52 και 54 ΣΛΕΕ. H αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας (Nejvyšší správní soud)  στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας AURES Holdings a.s. και της δευτεροβάθμιας οικονομικής διεύθυνσης σχετικά με την άρνηση της τελευταίας να αναγνωρίσει στην εταιρία αυτή τη δυνατότητα να εκπέσει τις φορολογικές ζημίες που κατέγραψε εντός άλλου Κράτους- μέλους (Κάτω Χώρες) πέραν της Δημοκρατίας της Τσεχίας.  Ειδικότερα, AURES Holdings ιδρύθηκε βάσει του ολλανδικού δικαίου και η καταστατική και πραγματική της έδρα βρίσκονταν στις Κάτω Χώρες και ως εκ τούτου η εταιρεία είχε την φορολογική της έδρα στις Κάτω Χώρες. Τον Ιανουάριο του 2008 η Aures σύστησε στην Τσεχική Δημοκρατία υποκατάστημα, το οποίο αποτελεί, δυνάμει του τσεχικού δικαίου, μόνιμη εγκατάσταση της εταιρίας αυτής στερούμενη ιδίας νομικής προσωπικότητας και του οποίου η δραστηριότητα φορολογείται εντός του Κράτους-μέλους αυτού. Μετά από ένα χρόνο, η Aures μετέφερε την έδρα της πραγματικής της διοίκησης και τη φορολογική της έδρα από τις Κάτω Χώρες στη Τσεχική Δημοκρατία και, συγκεκριμένα, στη διεύθυνση του εν λόγω υποκαταστήματος. Ωστόσο, διατήρησε την καταστατική της έδρα και την εγγραφή της στο εμπορικό μητρώο του Άμστερνταμ στις Κάτω Χώρες. Η Aures ζήτησε από την φορολογική αρχή της Τσεχίας να εκπέσει από τη βάση επιβολής του φόρου εταιριών, τον οποίο όφειλε για το οικονομικό έτος 2012, τη ζημία την οποία είχε καταγράψει στις Κάτω Χώρες στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2007 και η φορολογική αρχή της Τσεχίας αρνήθηκε.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους (Τσέχικη Δημοκρατία) που αποκλείει τη δυνατότητα εταιρίας η οποία μετέφερε την έδρα της πραγματικής της διοίκησης (και τη φορολογική της έδρα) στο Κράτος-μέλος αυτό να εκπέσει φορολογική ζημία που κατέγραψε, πριν από τη μεταφορά, σε άλλο Κράτος-μέλος (Κάτω Χώρες) εντός του οποίου διατηρεί την καταστατική της έδρα. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-298/18, Reiner Grafe και Jürgen Pohle κατά Südbrandenburger Nahverkehrs GmbH και OSL Bus GmbH - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ (που κωδικοποιήθηκε από την Οδηγία 2001/23) περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών-μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/23  «α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης. β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο εργατικών διαφορών Cottbus της Γερμανίας (Arbeitsgericht Cottbus – Kammern Senftenberg) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Reiner Grafe και Jürgen Pohle και, αφετέρου, των Südbrandenburger Nahverkehrs GmbH (SBN) και OSL Bus GmbH (OSL) σχετικά με τη νομιμότητα της απόλυσης των πρώτων από την SBN.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι, όταν μια οικονομική οντότητα αναλαμβάνει ορισμένη δραστηριότητα κατόπιν διαδικασίας διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, η μη ανάληψη, εκ μέρους της, των μέσων λειτουργίας που ανήκαν στην οικονομική οντότητα που ασκούσε προηγουμένως τη δραστηριότητα αυτή αποκλείει τον χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης πράξης ως μεταβίβασης επιχείρησης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι η μη ανάληψη από την εταιρεία των μέσων, τα οποία ανήκαν στην οικονομική οντότητα που ασκούσε προηγουμένως τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, λόγω επιβεβλημένων από την αναθέτουσα αρχή νομικών, περιβαλλοντικών και τεχνικών περιορισμών, δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην τον χαρακτηρισμό της ως άνω ανάληψης της δραστηριότητας ως μεταβίβασης επιχείρησης, εφόσον προκύπτει ανάληψη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού και η αδιάλειπτη άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-341/18, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά J. e.a. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11, παρ. 1, του Κανονισμού 2016/399 περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν). Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.1 του ανωτέρω Κανονισμού «1. Τα ταξιδιωτικά έγγραφα των υπηκόων τρίτων χωρών σφραγίζονται συστηματικά κατά την είσοδο και την έξοδο. Ειδικότερα, σφραγίδα εισόδου ή εξόδου τοποθετείται: α) στα έγγραφα των υπηκόων τρίτων χωρών που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων τα οποία φέρουν ισχύουσα θεώρηση· β) στα έγγραφα που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων από υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους έχει χορηγηθεί θεώρηση στα σύνορα από κάποιο κράτος μέλος· γ) στα έγγραφα που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων από υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών (Raad van State) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας και των J. κ.λ.π., υπηκόων τρίτων χωρών, ναυτικών, σχετικά με την άρνηση θέσεως σφραγίδων εξόδου από τη ζώνη Σένγκεν στα διαβατήριά τους κατά το χρονικό σημείο της ναυτολόγησής τους σε πλοία ελλιμενισμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα στον λιμένα του Ρότερνταμ. Ειδικότερα, όταν, σε διαφορετικές ημερομηνίες από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2016, οι εν λόγω ναυτικοί παρουσιάστηκαν στην αστυνομία του θαλάσσιου λιμένος του Ρότερνταμ, δηλώνοντας ότι προτίθενται να ναυτολογηθούν σε πλοίο ελλιμενισμένο στον λιμένα αυτόν, η εν λόγω αρχή, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθούσε στο παρελθόν, αρνήθηκε να θέσει σφραγίδα εξόδου στα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, με το αιτιολογικό ότι δεν διευκρινίστηκε η ημερομηνία κατά την οποία το συγκεκριμένο πλοίο θα αποπλεύσει πράγματι από τον εν λόγω λιμένα και θα εξέλθει, επομένως, από τη ζώνη Σένγκεν.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 11, παρ. 1, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν έχει την έννοια ότι, όταν ναυτικός, υπήκοος τρίτης χώρας, ναυτολογείται σε πλοίο ελλιμενισμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα σε θαλάσσιο λιμένα κράτους που αποτελεί μέρος της ζώνης Σένγκεν, προκειμένου να εργαστεί σε αυτό πριν αναχωρήσει από τον λιμένα αυτόν με το εν λόγω πλοίο, η σφραγίδα εξόδου πρέπει να τίθεται στα ταξιδιωτικά έγγραφα του ναυτικού αυτού κατά το χρονικό σημείο της ναυτολόγησής του, ακόμη και αν το πλοίο δεν πρόκειται να αποπλεύσει από τον εν λόγω λιμένα σύντομα, ή σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ναυτολόγησης και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 11, παρ. 1, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν έχει την έννοια ότι, δεν πρέπει να τίθεται στα ταξιδιωτικά έγγραφα του ναυτικού η σφραγίδα εξόδου κατά το χρονικό σημείο της ναυτολόγησής του, αλλά κατά το χρονικό σημείο που ο πλοίαρχος του πλοίου ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές για την επικείμενη αναχώρηση του πλοίου.

6. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-298/19, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

Η συγκεκριμένη απόφαση αναφέρεται σε προσφυγή που άσκησε η Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2019, βάσει του άρθρου 260 παρ. 2 ΣΛΕΕ με το ακόλουθο αιτητικό: α) το ΔΕΕ να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14) και ως εκ τούτου παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, β) να υποχρεωθεί η Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή την προτεινόμενη χρηματική ποινή ύψους 23 753,25 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της αποφάσεως C-149/14 από την ημερομηνία που θα εκδοθεί η απόφαση στην παρούσα υπόθεση μέχρι την ημερομηνία που θα έχει εκτελεστεί η ανωτέρω απόφαση, γ) να υποχρεώσει η Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 2 639,25 ευρώ, με συνολικό ποσό τουλάχιστον 1 310 000 ευρώ, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως C-149/14 μέχρι την ημερομηνία που θα εκδοθεί η απόφαση στην παρούσα υπόθεση ή μέχρι την ημερομηνία εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως.
Ας σημειωθεί ότι με την απόφαση C‑149/14, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, δεν χαρακτήρισε ως ευπρόσβλητες ζώνες ορισμένες ζώνες στις οποίες παρατηρείται παρουσία μαζών υπόγειων και επιφανειακών υδάτων που προσβάλλονται από συγκεντρώσεις νιτρικών ιόντων μεγαλύτερες από 50 mg/l και/ή από φαινόμενο ευτροφισμού και δεν εκπόνησε τα προγράμματα δράσεως σχετικά με τις ζώνες αυτές εντός ενός έτους μετά τον εν λόγω χαρακτηρισμό και ως εκ τούτου παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παρ. 4, και το άρθρο 5, παρ. 1, της Οδηγίας 91/676 για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης.
Η Ελληνική Δημοκρατία άμεσα και σε σύντομο χρονικό διάστημα προέβη στον χαρακτηρισμό των ζωνών ευπρόσβλητων ζωνών σε νιτρορύπανση. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2019, η Ελληνική Δημοκρατία εξέδωσε κοινή υπουργική απόφαση με τίτλο «Πρόγραμμα Δράσης περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί ως ευπρόσβλητες ζώνες από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης σύμφωνα με το άρθρο 2 της οικ. 19652/1906/1999 κοινής υπουργικής απόφασης ([ΦΕΚ] Bʹ 1575), όπως ισχύει, σε συμμόρφωση με την [οδηγία 91/676]» (ΦΕΚ Bʹ 1496/3.5.2019), προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση C-149/14 σχετικά με το μέρος του διατακτικού που αφορούσε τα προγράμματα δράσης για τις συγκεκριμένες ζώνες. Η Επιτροπή έκρινε ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελληνική Δημοκρατία είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως εκείνης. Για τον λόγο αυτόν, με το υπόμνημά της απαντήσεως, παραιτήθηκε εν μέρει από την προσφυγή της όσον αφορά το αίτημα επιβολής της προτεινόμενης χρηματικής ποινής. Ενέμεινε, εντούτοις, στην προσφυγή της όσον αφορά το αίτημα να της καταβληθεί το αναγραφόμενο στην προσφυγή κατ’ αποκοπήν ποσό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι Η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την προειδοποιητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήτοι στις 5 Δεκεμβρίου 2017, τα αναγκαία μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως τηC‑149/14, παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επίσης, υποχρέωσε την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 3 500 000 ευρώ, σε λογαριασμό που θα προσδιορισθεί από την Επιτροπή.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-803/18, AAS «BALTA» κατά UAB «GRIFS AG» 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 15, σημείο 5, και του άρθρου 16, σημείο 5, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας (Lietuvos Aukščiausiasis Teismas) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της AAS «Balta», ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα τη Λετονία, και της UAB «Grifs AG», εταιρίας φυλάξεως κτιρίων εγγεγραμμένης στο μητρώο εταιριών στη Λιθουανία, σχετικά με την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως. Ειδικότερα, η Grifs παρείχε υπηρεσίες ασφάλειας και ανήκε στην εταιρία «Grifs AG» SIA, καταχωρισμένη στο μητρώο εταιριών στη Λετονία. Η Grifs AG και η Balta συνήψαν σύμβαση γενικής ασφαλίσεως αστικής ευθύνης καλύπτουσα επίσης την αστική ευθύνη της Grifs. Οι γενικοί όροι της συμβάσεως ασφαλίσεως όριζαν ότι όλες οι σχετικές με την εν λόγω σύμβαση διαφορές διευθετούνται με διαπραγμάτευση και ότι, αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η διαφορά επιλύεται από τα λετονικά δικαστήρια, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει στο έδαφος της Δημοκρατίας της Λετονίας. Τον Αύγουστο του 2012 διαπράχθηκε κλοπή κοσμημάτων και μετρητών σε κοσμηματοπωλείο το οποίο ανήκε στην εταιρία UAB «Jaunystės romantika» στη Λιθουανία, του οποίου τη φύλαξη είχε αναλάβει η Grifs δυνάμει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ασφάλειας. Η Jaunystės romantika και ο ασφαλιστής της, ήτοι η εταιρία ERGO Insurance SE, άσκησαν ενώπιον των λιθουανικών δικαστηρίων αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της κλοπής αυτής και επέτυχαν την καταβολή αποζημιώσεως καθώς και την απόδοση των δικαστικών εξόδων. Εν συνεχεία, η Grifs άσκησε ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Λιθουανίας αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η Balta να καταβάλει το ποσό των 114 941,58 ευρώ ως ασφαλιστική αποζημίωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 15, σημείο 5, και το άρθρο 16, σημείο 5, του Κανονισμού 1215/2012 έχουν την έννοια ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία προβλέπεται σε σύμβαση ασφαλίσεως που καλύπτει «μεγάλο κίνδυνο» και που συνάπτεται μεταξύ του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του μπορεί να αντιταχθεί στον ασφαλισμένο εκ της συμβάσεως αυτής, ο οποίος δεν είναι επαγγελματίας του ασφαλιστικού τομέα, δεν συναίνεσε στην εν λόγω ρήτρα και έχει την κατοικία του σε Κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15, σημείο 5, και το άρθρο 16, σημείο 5, του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 έχουν την έννοια ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς μπορούσε να αντιταχθεί στον ασφαλισμένο εκ της συμβάσεως αυτής, ο οποίος δεν είναι επαγγελματίας του ασφαλιστικού τομέα, δεν συναίνεσε στην εν λόγω ρήτρα και έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-788/18, Stanleyparma Sas di Cantarelli Pietro & C. και Stanleybet Malta Ltd κατά Agenzia delle Dogane e dei Monopoli UM Emilia Romagna – SOT Parma - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 52, 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων στον φορολογικό τομέα και της ίσης μεταχείρισης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο επαρχιακό φορολογικό δικαστήριο Πάρμας της Ιταλίας (Commissione tributaria provinciale di Parma) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Stanleyparma Sas di Cantarelli Pietro & C. και Stanleybet Malta Ltd, αφενός, και της υπηρεσίας τελωνείων και μονοπωλίων, Γραφείο Μονοπωλίων, Εμίλια Ρομάνια, γραφείο Πάρμας (ADM), αφετέρου, με αντικείμενο τη νομιμότητα της απόφασης της ADM σχετικά με την υποχρέωση την οποία υπέχουν στην Ιταλία τα κέντρα διαβιβάσεως δεδομένων, όπως η Stanleyparma, καθώς και η Stanleybet Malta, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπόχρεη, να καταβάλλουν τον ενιαίο φόρο στοιχημάτων. Ειδικότερα, η ADM απηύθυνε στη Stanleyparma, καθώς και στη Stanleybet Malta ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπόχρεη, πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, για την καταβολή του ενιαίου φόρου επί των στοιχημάτων που συνελέγησαν στην Ιταλία κατά το φορολογικό έτος 2011, ανερχόμενου σε 8 422,60 ευρώ.  Η ADM έκρινε ότι ο φόρος αυτός οφειλόταν διότι η Stanleyparma ασκούσε, «για λογαριασμό τρίτου», δραστηριότητα διαχείρισης στοιχημάτων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία επιβάλλει φόρο στοιχημάτων στα Κέντρα Διαβιβάσεως Δεδομένων που είναι εγκατεστημένα στο Κράτος-μέλος αυτό καθώς και, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στις επιχειρήσεις στοιχημάτων που είναι εντολείς τους και είναι εγκατεστημένες σε άλλο Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.

9. ΔΕΕ απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-704/18, Ποινική δίκη κατά Nikolay Boykov Kolev κ.λπ. - Προδικαστικη

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2012/13 σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ενώ υποβλήθηκε από το ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων της Βουλγαρίας (Spetsializiran nakazatelen sad). Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 2012/13 «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το αργότερο με τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο να παρέχονται λεπτομερή στοιχεία για την ποινική κατηγορία, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης και του είδους της συμμετοχής του κατηγορουμένου.», ενώ το άρθρο 7 παρ. 3 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει  «Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η πρόσβαση στο υλικό σύμφωνα με την παράγραφο 2 παραχωρείται εγκαίρως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και το αργότερο έως την υποβολή των στοιχείων της κατηγορίας στην κρίση του δικαστηρίου. Εφόσον νέο αποδεικτικό υλικό περιέλθει στην κατοχή των αρμόδιων αρχών, παραχωρείται πρόσβαση σε αυτό το υλικό εγκαίρως ώστε να εξετασθεί δεόντως.». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά των Nikolay Kolev κ.λπ. οκτώ ατόμων που κατηγορούνται ότι διέπραξαν διάφορα ποινικά αδικήματα ως υπάλληλοι των βουλγαρικών τελωνείων. Συνοπτικά το αιτούν δικαστήριο, λόγω τυπικών πλημμελειών, με διάταξη ανέπεμψε την ανωτέρω υπόθεση στον εισαγγελέα για την πλήρωση των πλημμελειών τρεις φορές, ενώ δεν διέταξε την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του Κράτους-μέλους. Ωστόσο, το δικαστήριο που επιλήφθηκε της ασκηθείσας κατά της εν λόγω διατάξεως εφέσεως έκρινε ότι το αιτούν δικαστήριο έπρεπε να είχε περατώσει την ποινική διαδικασία, και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Με απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο μια πρώτη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ. (C-612/15) Στο σημείο 1 του διατακτικού της αποφάσεως εκείνης το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει διαδικασία παύσης της ποινικής δίωξης, όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 368 και 369 του βουλγαρικού κώδικα ποινικής δικονομίας, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται σε διαδικασίες που κινούνται σε περιπτώσεις σοβαρής απάτης ή άλλης σοβαρής παράνομης δραστηριότητας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τελωνειακό τομέα. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και τα άρθρα της Οδηγίας 2012/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου, ο οποίος υποχρεώνει το αιτούν δικαστήριο να συμμορφωθεί προς απευθυνόμενη προς αυτό, από ανώτερο δικαστήριο (εφετείο) διαταγή αναπομπής της υποθέσεως της κύριας δίκης στον εισαγγελέα, κατόπιν της περατώσεως του δικαστικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας, προς θεραπεία των διαδικαστικών πλημμελειών που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου της διαδικασίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στον επίδικο κανόνα του δικονομικού δικαίου υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τηρούνται στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας ή στο πλαίσιο του δικαστικού σταδίου αυτής το οποίο θα ακολουθήσει.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-688/18, Spetsializirana prokuratura κατά TX και UW - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 της ανωτέρω Οδηγίας «1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα παράστασης στη δίκη τους. 2.Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι μια δίκη που μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί ερήμην αυτού, υπό τον όρο ότι: α) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης· ή β) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος, αφού ενημερώθηκε για τη δίκη, εκπροσωπείται από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε είτε από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο είτε από το κράτος.». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης που κινήθηκε κατά των TX και UW για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως τόσο για τη διεξαγωγή της δίκης του όσο και για τις συνέπειες της μη παράστασής του σε αυτήν και έχει εκπροσωπηθεί από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο τον οποίο διόρισε ο ίδιος, δεν προσβάλλεται το δικαίωμά του να παρίσταται στη δίκη του, σε περίπτωση που:

– ο ίδιος αποφάσισε με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση να μην παραστεί σε μία από τις συνεδριάσεις ή

– δεν παρέστη σε μία από τις συνεδριάσεις αυτές για λόγο πέραν του ελέγχου του, πλην όμως, κατόπιν της συγκεκριμένης συνεδρίασης, ενημερώθηκε για τις δικονομικές πράξεις οι οποίες διενεργήθηκαν ερήμην του και αποφάσισε, έχοντας επίγνωση της κατάστασης, να δηλώσει είτε ότι δεν θα επικαλούνταν την απουσία του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των ως άνω πράξεων είτε ότι επιθυμούσε να μετάσχει στις πράξεις αυτές

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι επιτρέπει την ανωτέρω εθνική ρύθμιση