Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 10/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Οκτώβριος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ


1. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-489/19 PPU, NJ κατά Generalstaatsanwaltschaft Berlin – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο του Βερολίνου της Γερμανίας (Kammergericht Berlin) στο πλαίσιο της εκτελέσεως ΕΕΣ, στη Γερμανία, εκδοθέντος κατά του NJ, από τη Εισαγγελία της Βιέννης της Αυστρίας και επικυρωθέντος με απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βιέννης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν εμπίπτουν στην έννοια του ΕΕΣ αυτά που εκδίδονται από τις εισαγγελικές αρχές Κράτους-μέλους οι οποίες, στο πλαίσιο της εκδόσεως αυτών των ενταλμάτων συλλήψεως, ενδέχεται να δεχθούν, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη υπόθεση αναφέρεται  σε οδηγίες από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, έχοντας συνεκτιμήσει το γεγονός ότι τα εντάλματα αυτά πρέπει υποχρεωτικώς να επικυρωθούν από δικαστήριο που ελέγχει, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τις αναγκαίες προϋποθέσεις εκδόσεως καθώς και την αναλογικότητα των εν λόγω ενταλμάτων συλλήψεως. Άρα το ζήτημα σχετίζεται με το κατά πόσο είναι επιτρεπτή η επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στις εισαγγελικές αρχές συνεκτιμώντας ότι η τελική επικύρωση πραγματοποιείται από τα δικαστήρια. 
Το ΔΕΕ, αρχικά, επανέλαβε την πάγια νομολογία του ότι το σύστημα του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία συνδέεται με την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών μελών. Έτσι τα ΕΕΣ πρέπει να εκδίδονται βάσει των προϋποθέσεων που θέτει η Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584 και να καλύπτονται από τις εγγυήσεις που προσιδιάζουν στις δικαστικές αποφάσεις.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι στην έννοια του «ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» εμπίπτουν τα ΕΕΔ που εκδίδονται από τις εισαγγελικές αρχές Κράτους-μέλους, υπό την προϋπόθεση 
Α) ότι τα εν λόγω εντάλματα υπόκεινται, υποχρεωτικώς, προκειμένου να είναι δυνατή η διαβίβασή τους από τις εν λόγω εισαγγελικές αρχές, σε επικύρωση από δικαστήριο
Β) Το εθνικό δικαστήριο ελέγχει κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο, έχοντας πρόσβαση στο σύνολο της ποινικής δικογραφίας στην οποία περιλαμβάνονται οι τυχόν εντολές ή οδηγίες στη συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, τις προϋποθέσεις εκδόσεως καθώς και την αναλογικότητα αυτών των ίδιων των ενταλμάτων συλλήψεως, εκδίδοντας ως εκ τούτου μια αυτοτελή απόφαση η οποία προσδίδει σε αυτά την οριστική τους μορφή.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-274/18, Minoo Schuch-Ghannadan κατά Medizinische Universität Wien – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 97/81/ΕΚ. Σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της Συμφωνίας Πλαισίου «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Εργατικών και Κοινωνικών υποθέσεων της Αυστρίας (Arbeits- und Sozialgericht Wien) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Minoo Schuch-Ghannadan και του Ιατρικού Πανεπιστημίου Βιέννης σχετικά με αγωγή της πρώτης με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η μεταξύ τους σχέση εργασίας κατέστη αορίστου χρόνου.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία ορίζει, όσον αφορά τους εργαζομένους μεγαλύτερη μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο αντιτίθεται στην εθνική κανονιστική ρύθμιση, εφόσον διαπιστωθεί ότι η ρύθμιση αυτή επηρεάζει αρνητικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών εργαζομένων απ’ ό,τι ανδρών εργαζομένων και εφόσον δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο σκοπό ή τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεν είναι πρόσφορα και αναγκαία.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-260/18, Kamil Dziubak και Justyna Dziubak κατά Raiffeisen Bank International AG, prowadzący działalność w Polsce w formie oddziału pod nazwą Raiffeisen Bank International AG Oddział w Polsce, anciennement Raiffeisen Bank Polska SA,– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 2, του άρθρου 4, του άρθρου 6, παρ. 1, και του άρθρου 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Kamil Dziubak και της Justyna Dziubak, αφενός, και της Raiffeisen Bank International AG, prowadzący działalność w Polsce w formie oddziału pod nazwą Raiffeisen Bank International AG Oddział w Polsce, σχετικά με τον φερόμενο ως καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών που αφορούν τον μηχανισμό μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών δανειακής συμβάσεως με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος και με επιτόκιο άμεσα συνδεόμενο με το διατραπεζικό επιτόκιο του συγκεκριμένου νομίσματος, να κρίνει, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις ρήτρες αυτές για τον λόγο ότι η απάλειψή τους θα είχε ως συνέπεια τη μεταβολή της φύσεως του κυρίου αντικειμένου της εν λόγω συμβάσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε εθνικό δικαστήριο, να διαπιστώσει ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις ρήτρες αυτές για τον λόγο ότι η απάλειψή τους θα είχε ως συνέπεια τη μεταβολή της φύσεως του κυρίου αντικειμένου της εν λόγω συμβάσεως.
Ένα δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 6, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη συμπλήρωση των κενών συμβάσεως, τα οποία προκαλούνται λόγω της απαλείψεως των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε αυτή, αποκλειστικώς και μόνον βάσει εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα οι οποίες προβλέπουν ότι οι έννομες συνέπειες δικαιοπραξίας συμπληρώνονται, ιδίως, από τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την αρχή της επιεικείας ή από τα συναλλακτικά ήθη
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 1 της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη συμπλήρωση των κενών συμβάσεως υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις


4. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-285/18, Kauno miesto savivaldybė και Kauno miesto savivaldybės administracija κατά UAB „Irgita“ και UAB „Kauno švara“ – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών και άρθρων της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων και ειδικότερα το άρθρο 12 παρ. 1 της τελευταίας. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ.1 στοιχ. α-γ της Οδηγίας 2014/24 «Μια δημόσια σύμβαση που ανατίθεται από αναθέτουσα αρχή σε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εάν πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις: α) η αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του εν λόγω νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών· β) περισσότερο από το 80 % των δραστηριοτήτων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου διεξάγεται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή άλλες νομικές οντότητες που ελέγχει η εν λόγω αναθέτουσα αρχή, και γ) δεν υπάρχει άμεση ιδιωτική κεφαλαιακή συμμετοχή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση μειοψηφικές και χωρίς δυνατότητα αρνησικυρίας μορφές ιδιωτικής κεφαλαιακής συμμετοχής που απαιτούνται από τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις, σύμφωνα με τις Συνθήκες, οι οποίες δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο. […..]»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας (Lietuvos Aukščiausiasis Teismas) στο πλαίσιο διαδικασίας την οποία κίνησαν ο Δήμος του Κάουνας και η διοίκηση του Δήμου του Κάουνας, (αναθέτουσα αρχή) με αντικείμενο τη σύναψη, μεταξύ της UAB «Kauno švara» και της αναθέτουσας αρχής, μιας σύμβασης για την παροχή υπηρεσιών. Ειδικότερα τον Φεβρουάριο 2014 η αναθέτουσα αρχή δημοσίευσε προκήρυξη διαγωνισμού για την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και διαχείρισης των χώρων πρασίνου, των δασών και των πάρκων του Δήμου του Κάουνας. Η σχετική δημόσια σύμβαση ανατέθηκε στην Irgita και, στο πλαίσιο αυτό, υπογράφηκε, μεταξύ άλλων, στις 18 Μαρτίου 2014 σύμβαση παροχής υπηρεσιών αποψίλωσης και κλαδέματος για διάρκεια τριών ετών, ήτοι έως τις 18 Μαρτίου 2017. Επειδή η αναθέτουσα αρχή δεν δεσμευόταν να παραγγείλει όλες τις υπηρεσίες ούτε ολόκληρο τον όγκο των υπηρεσιών που προβλέπονταν στην εν λόγω σύμβαση, τον Απρίλιο του 2016 ζήτησε την άδεια της αρχής δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να συνάψει με την Kauno švara σύμβαση εσωτερικής ανάθεσης για υπηρεσίες ανάλογες με εκείνες τις οποίες είχε αναλάβει η Irgita. Ας σημειωθεί ότι η Kauno švara, η οποία διαθέτει νομική προσωπικότητα, ελέγχεται από την αναθέτουσα αρχή, που κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της.
Το βασικό νομικό ζήτημα που προέκυψε ήταν  να διευκρινιστεί αν η πραγματοποίηση εσωτερικής ανάθεσης που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12, παρ. 1, στοιχ. αʹ έως γʹ, της Οδηγίας 2014/24 είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.
Το Δικαστήριο έκρινε αρχικά ότι το γεγονός ότι μια εσωτερική ανάθεση, υπό την έννοια του άρθρου 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2014/24, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής δεν μπορεί να απαλλάξει τα Κράτη-μέλη αλλά ούτε και τις αναθέτουσες αρχές από την υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της αναλογικότητας και της διαφάνειας.
Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το δικαστήριο οφείλει ειδικότερα να κρίνει αν η αναθέτουσα αρχή, πραγματοποιώντας εσωτερική ανάθεση, της οποίας το αντικείμενο επικαλύπτει εκείνο της δημόσιας σύμβασης που εκτελούσε ήδη η Irgita ως ανάδοχος, παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε από τη δημόσια αυτή σύμβαση και παραβίασε την αρχή της διαφάνειας, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι η αναθέτουσα αρχή δεν προσδιόρισε με επαρκή σαφήνεια τις ανάγκες της, ιδίως παραλείποντας να εξασφαλίσει στην ανάδοχο την παροχή ενός ελάχιστου όγκου υπηρεσιών, ή ακόμη αν η εν λόγω εσωτερική ανάθεση συνιστά ουσιώδη τροποποίηση της όλης οικονομίας της σύμβασης που είχε συναφθεί με την Irgita.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-267/18, Delta Antrepriză de Construcţii şi Montaj 93 SA κατά Compania Naţională de Administrare a Infrastructurii Rutiere SA – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 57, παρ. 4, στοιχ. ζʹ, της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Βουκουρεστίου της Ρουμανίας (Curtea de Apel Bucureşti) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Delta Antrepriză de Construcții și Montaj 93 SA και της Compania Națională de Administrare a Infrastructurii Rutiere SA, υπό την ιδιότητά της ως αναθέτουσας αρχής, με αντικείμενο τον αποκλεισμό της Delta από τη συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 4 στοιχ. ζ «Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείουν ή μπορούν να υποχρεώνονται από τα κράτη μέλη να αποκλείουν από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης οποιονδήποτε οικονομικό φορέα σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις: […] ζ) εάν ο οικονομικός φορέας έχει επιδείξει σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη πλημμέλεια κατά την εκτέλεση ουσιώδους απαίτησης στο πλαίσιο προηγούμενης δημόσιας σύμβασης, προηγούμενης σύμβασης με αναθέτοντα φορέα ή προηγούμενης σύμβασης παραχώρησης που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη καταγγελία της προηγούμενης σύμβασης, αποζημιώσεις ή άλλες παρόμοιες κυρώσεις».
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 57, παρ. 4, στοιχ. ζʹ, της Οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι η ανάθεση σε υπεργολάβο, από οικονομικό φορέα, μέρους των έργων στο πλαίσιο προγενέστερης δημόσιας συμβάσεως, η οποία αποφασίστηκε χωρίς την έγκριση της αναθέτουσας αρχής και είχε ως αποτέλεσμα την καταγγελία της συμβάσεως αυτής, συνιστά σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη πλημμέλεια κατά την εκτέλεση ουσιώδους υποχρέωσης σχετικής με την προγενέστερη δημόσια σύμβαση, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, και δικαιολογεί τον αποκλεισμό του εν λόγω οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή του σε διαδικασία σύναψης μεταγενέστερης δημόσιας σύμβασης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 57, παρ. 4, στοιχ. ζʹ, της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ έχει την έννοια ότι η ανάθεση σε υπεργολάβο, από οικονομικό φορέα, μέρους των έργων στο πλαίσιο προγενέστερης δημόσιας συμβάσεως, η οποία αποφασίστηκε χωρίς την έγκριση της αναθέτουσας αρχής και είχε ως αποτέλεσμα την καταγγελία της συμβάσεως αυτής, συνιστά σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη πλημμέλεια και δικαιολογεί τον αποκλεισμό του εν λόγω οικονομικού φορέα
Τα ανωτέρω ισχύουν εφόσον η αναθέτουσα αρχή που οργανώνει την εν λόγω διαδικασία σύναψης της μεταγενέστερης σύμβασης, αφού προβεί στη δική της αξιολόγηση όσον αφορά την ακεραιότητα και την αξιοπιστία του οικονομικού φορέα για τον οποίον είχε αποφασισθεί η καταγγελία της προγενέστερης δημόσιας συμβάσεως, κρίνει ότι μια τέτοια υπεργολαβία συνεπάγεται τον κλονισμό της σχέσεως εμπιστοσύνης με τον συγκεκριμένο οικονομικό φορέα. 

6. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-128/18, Dumitru-Tudor Dorobantu κατά Generalstaatsanwaltschaft Hamburg – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) καθώς και της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο Αμβούργου της Γερμανίας (Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg) στο πλαίσιο της εκτελέσεως στη Γερμανία (ΕΕΣ) εκδοθέντος στις 12 Αυγούστου 2016 από το Πλημμελειοδικείο Medgidia, εις βάρος του Dumitru-Tudor Dorobantu, με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων στη Ρουμανία. Ειδικότερα, τον Αυγούστου 2016, το Πλημμελειοδικείο Medgidia εξέδωσε ΕΕΣ κατά του D.-T. Dorobantu, Ρουμάνου πολίτη, με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως για πράξεις που συνιστούν εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, καθώς και εγκλήματα πλαστογραφίας ή πλαστογραφίας μετά χρήσεως και το Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο του Αμβούργου έκρινε νόμιμη την παράδοση του D.‑T. Dorobantu στις ρουμανικές αρχές κατ’ εκτέλεση του ΕΕΣ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν ποιες είναι οι ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι συνθήκες κρατήσεως ώστε να συνάδουν με το άρθρο 4 ΧΘΔΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση του άρθρου 4 του Χάρτη στην περίπτωση προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως η οποία έχει στη διάθεσή της αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως επικαιροποιημένα στοιχεία τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων πλημμελειών οφείλει, ακολούθως, να εκτιμήσει συγκεκριμένα και με ακρίβεια εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι προκειμένου να θεωρηθεί ότι, κατόπιν της παραδόσεώς του στο κράτος μέλος αυτό, το συγκεκριμένο πρόσωπο θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, 

7. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-70/18, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά A κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της απόφασης 2/76, η οποία λήφθηκε από το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών (Raad van State) στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, του Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας και του Α, και του υφυπουργού, αφενός, και των Β και P, αφετέρου, σχετικά με την υποχρέωση συνεργασίας κατά τη λήψη των βιομετρικών δεδομένων των A και B για τη χορήγηση άδειας προσωρινής διαμονής στις Κάτω Χώρες. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της απόφασης 2/76 και της Απόφασης 1/80: «Τα κράτη μέλη της Κοινότητας και η [Τουρκική Δημοκρατία] δεν δύνανται να επιβάλλουν στους εργαζομένους που διαμένουν και απασχολούνται νομίμως στο έδαφός τους νέους περιορισμούς σχετικά με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην απασχόληση.»
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7 της απόφασης 2/76 και το άρθρο 13 της απόφασης 1/80 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η χορήγηση άδειας προσωρινής διαμονής σε υπηκόους τρίτων κρατών, συμπεριλαμβανομένων Τούρκων υπηκόων, τελεί υπό την προϋπόθεση της λήψης, καταχώρισης και διατήρησης των βιομετρικών δεδομένων τους σε κεντρικό αρχείο, συνιστά «νέο περιορισμό» κατά την έννοια των διατάξεων αυτών και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 13 της απόφασης 1/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση συνιστά «νέο περιορισμό». Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από τον σκοπό που συνίσταται στην πρόληψη και στην καταπολέμηση της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα.

8. ΔΕΕ απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-673/17, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände - Verbraucherzentrale Bundesverband e.V. κατά Planet49 GmbH – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχ. στʹ, και του άρθρου 5, παρ. 3, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών καθώς και του άρθρου 6, παρ. 1, στοιχ. αʹ, του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ομοσπονδίας των οργανώσεων και ενώσεων καταναλωτών και της Planet49 GmbH, εταιρίας η οποία παρέχει υπηρεσίες διαδικτυακών παιχνιδιών, σχετικά με τη συγκατάθεση των συμμετεχόντων σε διαφημιστικό παιχνίδι διοργανωθέν από την εταιρία αυτή για τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων τους σε χορηγούς και εμπορικούς εταίρους της εν λόγω εταιρίας καθώς και για την αποθήκευση πληροφοριών και την πρόσβαση σε πληροφορίες αποθηκευμένες στον τερματικό εξοπλισμό των χρηστών αυτών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το ανωτέρω ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι η συγκατάθεση δίδεται έγκυρα όταν η αποθήκευση πληροφοριών ή η πρόσβαση σε πληροφορίες ήδη αποθηκευμένες στον τερματικό εξοπλισμό του χρήστη ιστοτόπου, μέσω cookies, επιτρέπεται βάσει προσυμπληρωμένου τετραγωνιδίου το οποίο ο χρήστης πρέπει να από-επιλέξει προκειμένου να αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεσή του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι η κατά τις εν λόγω διατάξεις συγκατάθεση δεν δίδεται έγκυρα υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-703/17, Adelheid Krah κατά Universität Wien – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, του άρθρου 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης καθώς και των άρθρων 20 και 21 του ΧΘΔΕΕ. Το άρθρο 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011 ορίζει τα εξής: «Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο της Βιέννης στην Αυστρία στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Adelheid Krah και του Πανεπιστημίου της Βιέννης της Αυστρίας σχετικά με τη μερική προσμέτρηση της συναφούς προϋπηρεσίας την οποία συμπλήρωσε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης για τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών της.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, το άρθρο 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση πανεπιστημίου Κράτους-μέλους, κατά την οποία, για τη μισθολογική κατάταξη εργαζομένου ως μεταδιδακτορικού senior lecturer στο πανεπιστήμιο, η συναφής προϋπηρεσία που έχει πραγματοποιήσει ο εργαζόμενος προσμετράται μόνο μέχρι το ανώτατο όριο των τεσσάρων συνολικά ετών, ανεξάρτητα του αν πρόκειται για προϋπηρεσία συμπληρωθείσα στο ίδιο πανεπιστήμιο ή σε άλλα πανεπιστήμια ή παρόμοια ιδρύματα του ίδιου ή άλλου Κράτους-μέλους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45, παρ. 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση. 

10. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2019, Υπόθεση C-93/18, Ermira Bajratari κατά Secretary of State for the Home Department - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας, «Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον: α) είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή β) διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Βόρειας Ιρλανδίας (Court of Appeal in Northern Ireland)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ermira Bajratari και του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με το δικαίωμά της διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 1, στοιχ. β, της Οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ανήλικος πολίτης της Ένωσης διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνει υπέρμετρα το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του Κράτους-μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της διαμονής του, ακόμη και όταν οι πόροι αυτοί προέρχονται από εισοδήματα αντλούμενα από απασχόληση την οποία ασκεί παράνομα ο πατέρας του, υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος δεν διαθέτει τίτλο διαμονής και άδεια εργασίας στο εν λόγω Κράτος-μέλος (Ηνωμένο Βασίλειο).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, παρ. 1, στοιχ. β, της Οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ανήλικος πολίτης της Ένωσης διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνει υπέρμετρα το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του Κράτους-μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της διαμονής του υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις.