Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 5/2016
ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 2016: Τραμπ ή Κλίντον; 
Σύγκριση των θέσεων των δύο μονομάχων
Γιώργος Τζογόπουλος, Eιδικός Συνεργάτης Τομέα Διεθνών Σπουδών του ΔΠΘ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Η ψήφος υπέρ της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 23 Ιουνίου επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, τη γενική αδυναμία πρόβλεψης εκλογικών αποτελεσμάτων και τη μεγάλη διαφορά που χωρίζει την οικονομική και πολιτική ελίτ από πολλούς απλούς πολίτες. Υπό το πρίσμα αυτό, το αποτέλεσμα των Αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 8ης Νοεμβρίου δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Μπορεί οι περισσότερες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι η Χίλαρι Κλίντον προηγείται, όμως το «προφίλ» των πιθανών υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ είναι τέτοιο που δεν συμπεριλαμβάνεται απαραίτητα στις μετρήσεις της κοινής γνώμης. Πάντως, αν τελικά τα προγνωστικά επαληθευθούν αυτή τη φορά, η νίκη της Κλίντον θα αποδοθεί πολύ περισσότερο στην ανησυχία για μία πιθανή προεδρία Τραμπ παρά στην προσωπικότητά της ή στο πολιτικό της πρόγραμμα.  
Οι φετινές προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες κρίνουν κατά κάποιο τρόπο αν θα υπάρχει συνέχεια στη διακυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα. Από τη μία πλευρά, ο Τραμπ αντιπροσωπεύει το άγνωστο, το διαφορετικό. Εκμεταλλευόμενος την εσωτερική κρίση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος κατάφερε να πάρει το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου και χάρη στον εκκεντρικό του χαρακτήρα να εκπλήσσει με τις προτάσεις του στα διάφορα κομβικά ζητήματα. Από την άλλη πλευρά, η Χίλαρι Κλίντον εγγυάται μία σχετική ομαλότητα στην αμερικανική πολιτική. Δεν εντυπωσιάζει με τη ρητορική και το πρόγραμμά της, αλλά η πιθανή της νίκη θεωρείται ως το «λιγότερο κακό» σενάριο συγκριτικά με την άγνωστη επαύριον μιας προεδρίας Τραμπ. 
Πριν παρουσιαστούν συνοπτικά οι θέσεις των δύο υποψηφίων για το αξίωμα του Προέδρου των ΗΠΑ στα κυριότερα θέματα, πρέπει να υπογραμμιστεί πως σε περίπτωση επικράτησης του Τραμπ είναι αβέβαιο κατά πόσο θα εφαρμόσει στην πράξη όσα έχει αναφέρει στην προεκλογική περίοδο. Ο ακραίος χαρακτήρας της προεκλογικής του ρητορικής ίσως ακολουθηθεί από στροφή στο ρεαλισμό με δεδομένο τον αντιφατικό χαρακτήρα πολλών δηλώσεών του.  Επίσης, τo σύστημα των συνταγματικών ελέγχων (checks and balances) δεν επιτρέπει ριζοσπαστικές κινήσεις. Παρόλα αυτά, με την ιδιότητα ως επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, κάθε Αμερικανός πρόεδρος έχει τη δυνατότητα ελιγμών και καινούριων αποφάσεων στην εξωτερική πολιτική. Πολλά, επίσης, θα εξαρτηθούν από το επιτελείο το οποίο θα εργαστεί κοντά στο νέο πρόεδρο είτε αυτός είναι ο Τραμπ είτε η Κλίντον. 
Σε επίπεδο υποψήφιων αντιπροέδρων ο Μάικ Πενς, ο οποίος αποδέχθηκε την πρόταση του Τραμπ για τη θέση, θεωρείται περισσότερο ήπιος και μετρημένος και έχει μεγάλη εμπειρία από την πολιτική. Όσον αφορά την Κλίντον, ο Τιμ Κέιν υποστηρίζει τη διακομματική συνεργασία σε διάφορα μέτωπα αλλά είναι αρκετά σκληρός στις θέσεις του για την εξωτερική πολιτική, καθώς έπαιξε καθοριστικό ρόλο ώστε το Κογκρέσο να δώσει εξουσιοδότηση για την στρατιωτική καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους.  Σε επίπεδο συμβούλων για θέματα εξωτερικής πολιτικής ισχυρό λόγο στο στρατόπεδο του Τραμπ αναμένεται να έχει ο Κάρτερ Πέιτζ. O Πέιτζ είναι ο ιθύνων νους της θεωρητικά φιλορωσικής προσέγγισης του υποψήφιου προέδρου των Ρεπουμπλικάνων.  Από την άλλη πλευρά, η Κλίντον βασίζεται πολύ στο σύμβουλό της Τζέικ Σάλιβαν, με τον οποίο συνεργάζεται από το 2008. Ο Σάλιβαν συνέβαλε στην κατάρτιση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και σε περίπτωση νίκης της Κλίντον θα λάβει πιθανώς πολύ σημαντική θέση στο Λευκό Οίκο. 

2. ΕΛΛΑΔΑ

Ξεκινώντας με το ζήτημα της Ελλάδας, και κυρίως με αυτό της διαχείρισης της ελληνικής κρίσης, η ελληνική κυβέρνηση επενδύει στη στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης. Η επίσκεψη του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στα μέσα Νοεμβρίου στην Αθήνα είναι ενδεικτική της επιθυμίας της Ουάσιγκτον να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη, να υλοποιήσει τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις και να αποφασιστεί μια βιώσιμη λύση για το χρέος με τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο τρίτο πρόγραμμα στήριξης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, μια πιθανή νίκη της Κλίντον εγγυάται τη συνέχιση της αμερικανικής υποστήριξης έστω και σε επίπεδο ρητορικής. Επίσης, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει αναπτύξει ένα είδος συνεργασίας με την οικογένεια Κλίντον. Το Σεπτέμβριο 2015, για παράδειγμα, ήταν καλεσμένος ομιλητής σε ημερίδα που διοργάνωσε το ίδρυμα του συζύγου της Χίλαρι Κλίντον, και πρώην Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον.  
Αντίθετα, ο Τραμπ δείχνει περισσότερο αδιάφορος για το ελληνικό ζήτημα. Πριν η ελληνική κυβέρνηση υπογράψει το τρίτο μνημόνιο τον Ιούλιο 2015, είχε αναφέρει πως η υπόθεση αφορούσε τη Γερμανία και όχι τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνεπώς, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων δεν πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη σκληρή γερμανική γραμμή, πιέζοντας προς την κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης χρέους. Πέρα από το ζήτημα της ελληνικής κρίσης, επικρατεί προβληματισμός για την πιθανή μελλοντική εξέλιξη των σχέσεων του Τραμπ με τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα,  ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος είχε πει ότι η Αμερική δεν έπρεπε να ασκεί κριτική στον Τούρκο πρόεδρο για την πολιτική των εκκαθαρίσεων. Σε αντίθεση με τον Τραμπ, η Κλίντον αποδίδει πολύ μεγαλύτερη σημασία σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημιουργώντας κάποιες φορές αμηχανία στον Τούρκο πρόεδρο. 

3. ΕΥΡΩΠΗ

Το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών θα είναι καθοριστικό για το μέλλον των διατλαντικών σχέσεων.  Η ρητορική του Τραμπ φοβίζει τις Βρυξέλλες, καθώς είναι σαφές ότι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων δεν επενδύει ιδιαίτερα στην αμερικανική συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι περισσότερο απαισιόδοξοι, μάλιστα, προβλέπουν επιστροφή στα πρώτα χρόνια του Τζορτς Μπους, όταν λόγω του πολέμου στο Ιράκ, η κρίση για τις διατλαντικές σχέσεις ήταν πρωτοφανής. Οι δηλώσεις του Τραμπ για πιθανή μείωση της στήριξης των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ εντείνει την ευρωπαϊκή ανησυχία.  Από τη δική της πλευρά, η Κλίντον δεν πρόκειται να διαταράξει το αρμονικό κλίμα της συνεργασίας των ετών του Ομπάμα αλλά έχει απαιτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την μάχη κατά της τρομοκρατίας. Ζητάει, δηλαδή, να αυξηθεί ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός ώστε να μπορέσει η Αμερική να μειώσει τις δαπάνες της. Πάντως, ενώ μια προεδρία Τραμπ θα αποτελέσει ουσιαστικό εμπόδιο για τις διατλαντικές σχέσεις, μια προεδρία Κλίντον απλώς θα θέσει νέες βάσεις. 

4. ΡΩΣΙΑ

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής υπό τη νέα ηγεσία θα είναι η διαμόρφωση των σχέσεων με τη Ρωσία. Ο Τραμπ προτείνει αυτό, που ιδίως μετά την έναρξη της ουκρανικής κρίσης, φαντάζει αδιανόητο για τους περισσότερους δυτικούς αναλυτές: την προσπάθεια προσέγγισης με το Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν. Κατά την άποψη του υποψήφιου Ρεπουμπλικάνου προέδρου, με τον τρόπο αυτό, θα δημιουργηθεί προοπτική ουσιαστικής επίλυσης όχι μόνο της ουκρανικής κρίσης αλλά και της συριακής. Αντίθετα, η Κλίντον, η οποία έχει αποκαλέσει στον παρελθόν τον Πούτιν «bully», πρόκειται να συνεχίσει τη σκληρή αμερικανική γραμμή απέναντι στο Κρεμλίνο. Μάλιστα, συνδέει το ρωσικό ενδιαφέρον για τις αμερικανικές εκλογές με τη θεωρητική επιθυμία Πούτιν για μία νίκη του Τραμπ ώστε να αποδημήσει τον πολιτικό της αντίπαλο. 
Η θέση του Τραμπ για τη Ρωσία έχει δημιουργήσει προβληματισμό όχι μόνο στην Ευρώπη – ιδίως στις πρώην κομμουνιστικές χώρες– αλλά και στο ίδιο το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές και πρώην γερουσιαστές αμφιβάλλουν για το κατά πόσο το μοντέλο του εκκεντρικού πολιτικού είναι βιώσιμο. Πολλοί από τους νεοσυντηρητικούς, μάλιστα, τόσο πολιτικοί όσο και διανοούμενοι νιώθουν τόσο αποξενωμένοι, που προτιμούν να ψηφίσουν την Κλίντον. Άλλωστε, βασική πτυχή της ιδεολογίας του νεοσυντηρητισμού είναι η σκλήρυνση της αμερικανικής προσέγγισης απέναντι στη Ρωσία. Σε περίπτωση επικράτησης του Τραμπ, λοιπόν, δεν αποκλείεται ο νέος Αμερικανός πρόεδρος να αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα ελέγχου του κόμματός του αλλά και  έγκρισης των αποφάσεών του από το Κογκρέσο. 

5. ΑΣΙΑ

Βλέποντας προς την Ασία τόσο ο Τραμπ όσο και η Κλίντον δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην Κίνα. Η ρητορική τους είναι επιθετική με τον πρώτο να εστιάζει σε οικονομικά θέματα και τη δεύτερη σε πολιτικά. Συγκεκριμένα, ο Τραμπ κατηγορεί το Πεκίνο ότι χειραγωγεί το νόμισμά του και δεν σέβεται την αμερικανική πνευματική ιδιοκτησία. Η Κλίντον εμμένει στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία της έκφρασης. Ως βασική αρχιτέκτων της στροφής της Ουάσιγκτον προς την Ασία, καθώς διετέλεσε υπουργός εξωτερικών, η υποψήφια των Δημοκρατικών αναμένεται να συνεχίσει την αμερικανική πολιτική της στήριξης των ασιατικών συμμάχων της. Αντίθετα, ο Τραμπ έχει αναφέρει ότι τόσο η Ιαπωνία όσο και η Νότιος Κορέα θα πρέπει να βρουν μόνες τους τα οικονομικά μέσα για ενισχύουν την άμυνά τους. Τόσο ο Τραμπ όσο και η Κλίντον, πάντως, επενδύουν στο ρόλο της Κίνας με γνώμονα την εξεύρεση λύσης για το πυρηνικό πρόγραμμα της Βορείου Κορέας. 

6. ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

H καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους στη Μέση Ανατολή αποτελεί βασική προτεραιότητα για τον Τραμπ και την Κλίντον. Ο πρώτος, ο οποίος έχει μεταβάλει την άποψή του αρκετές φορές, φαίνεται ότι καταλήγει στην ανάγκη στρατιωτικής καταπολέμησής του με τη συμμετοχή χερσαίων δυνάμεων. Παράλληλα, έχει πει ότι θα σταματήσει την αγορά πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία, αν η χώρα δεν συμβάλει αποτελεσματικά στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους και παρουσιάζεται σκεπτικός για τον αντίκτυπο της απομάκρυνσης της τρομοκρατικής οργάνωσης από τη Μοσούλη του Ιράκ, θεωρώντας ότι ίσως έτσι ευνοηθεί το Ιράν. 
Από τη δική της πλευρά, η Κλίντον υποστηρίζει τη σημερινή στρατιωτική επιχείρηση, παρόλο που θεωρεί ότι υπήρξε καθυστέρηση από την κυβέρνηση του Ομπάμα στην εκπαίδευση των μετριοπαθών δυνάμεων της αντιπολίτευσης στη Συρία. Τοποθετείται υπέρ της δημιουργίας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Συρία, την εντατικοποίηση της αμερικανικής συνεργασίας με τις κουρδικές στρατιωτικές δυνάμεις στη Συρία και το Ιράκ και την εξάλειψη της διαδικτυακής προπαγάνδας του Ισλαμικού Κράτους.  Όσον αφορά τον πόλεμο κατά του Ιράκ το 2003, η Κλίντον είχε ψηφίσει υπέρ ένα χρόνο νωρίτερα αλλά πέρυσι είπε ότι η απόφαση ήταν λάθος. Όσον αφορά τον Τραμπ, ο οποίος τότε βρισκόταν εκτός πολιτικής, μάλλον τίθεται κατά, αλλά η θέση του δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη λόγω αντιφατικών δηλώσεων. 

7. ΑΣΦΑΛΕΙΑ – ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ 

Η πρόσφατη έκρηξη που πραγματοποιήθηκε στο Μανχάταν με δράστη έναν 28χρονο Αφγανό, έχει επαναφέρει τον εφιάλτη του τρόμου στην αμερικανική κοινωνία. Ακολούθως Τραμπ και Κλίντον προσπαθούν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια, χωρίς, όμως, να τα καταφέρνουν. O Τραμπ, o ο οποίος επενδύει στη επιθετική ρητορική του κατά των μεταναστών, δεν έχει διευκρινίσει αν σκοπεύει να προχωρήσει στην κατηγοριοποίηση των μεταναστών με βάση την καταγωγή τους. Θα είναι, πάντως, πολύ δύσκολο στην πράξη να εφαρμόσει αντίστοιχες μεθόδους με αυτές που είχε ακολουθήσει ο Φράνκλιν Ρούζβελτ ύστερα από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, όσον αφορά τη βίαια προσαγωγή και φυλάκιση Ιαπώνων που βρίσκονταν στην Αμερική. Στο παρελθόν το έχει απορρίψει αλλά έχει, επίσης, αναφέρει ότι στον πόλεμο απαιτούνται σκληρές αποφάσεις. 
Η Κλίντον εστιάζει περισσότερο στην καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης πιθανών τρομοκρατών σε αρχικό στάδιο. Προτείνει, δηλαδή, την απόδοση ιδιαίτερης έμφασης στον τρόπο ζωής τους και ενσωμάτωσής των μεταναστών και των παιδιών τους στην κοινωνία, ώστε είτε μέσω της σωστής εκπαίδευσης να μην καλλιεργηθεί η εξτρεμιστική λογική είτε αν υπάρχει τέτοια τάση να εντοπίζεται έγκαιρα. Και με αυτή τη μέθοδο, ωστόσο, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι τελικά ακριβώς τα αντίθετα από τα επιθυμητά ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος του διαδικτύου.

8. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αν και παραδοσιακά το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων τίθεται κατά της ενεργού συμμετοχής του κράτους, ο Τραμπ πρωτοπορεί και προτείνει αύξηση των δαπανών στις υποδομές. Επίσης, υπόσχεται φοροαπαλλαγές αλλά και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για τους Αμερικανούς πολίτες μέσω της επιστροφής της βάσης αμερικανικών εταιρειών στη χώρα. Όσον αφορά το ύψος του χρέους, το πρόγραμμά του είναι ασαφές. Άλλοτε κάνει λόγο για νέα διαπραγμάτευση επί του ζητήματος και άλλοτε για αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω τόνωσης ανάπτυξης. Η Κλίντον, αντίθετα, ακολουθεί την παραδοσιακή ατζέντα των Δημοκρατικών και δίνει μεγάλη έμφαση στη μελλοντική φορολόγηση των πλουσίων και την αύξηση των δαπανών για την παιδεία. Υπόσχεται, ακόμα, αύξηση του κατώτατου μισθού. Αναφορικά με το ζήτημα του χρέους, δείχνει ότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα με μεγαλύτερη σοβαρότητα αλλά δεν έχει καταθέσει πειστική πρόταση για τη βέβαιη και ασφαλή εξυπηρέτησή του. 

9. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΜΠΟΡΙΟ

Όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση και το εμπόριο, ο Τραμπ είναι θιασώτης μίας νέας πολιτικής που θα δώσει τέλος στη σημερινή «ασυδοσία». Για αυτό στρέφεται κατά των συμφωνιών που ενδεχομένως θα οδηγήσουν στη δημιουργία ζωνών ελεύθερου εμπορίου, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό προστατεύει το αμερικανικό εθνικό συμφέρον. Συγκεκριμένα, απορρίπτει τα σχέδια «TPP» και «TTIP», δηλαδή το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ  Ηνωμένων Πολιτειών και χωρών της Ασίας από τη μία, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την άλλη. Σε πολύ πιο δύσκολη θέση βρίσκεται σήμερα η πολιτική του αντίπαλος, Χίλαρι Κλίντον, η οποία συμφωνεί μεν ιδεολογικά με τα εν λόγω σχέδια αλλά αναγκάστηκε λόγω της έντασης της προεκλογικής εκστρατείας να στραφεί εναντίον τους. Πάντως, δεν αποκλείεται ο «ΤΡΡ», που αποτελεί προσωπικό στοίχημα του Ομπάμα, να περάσει από το Κογκρέσο μέχρι να ορκιστεί ο νέος πρόεδρος. 

10. ΠΑΙΔΕΙΑ

Τέλος, αναφορικά με το μέλλον της παιδείας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο ο Τραμπ όσο και η Κλίντον επικρίνουν την τακτική του αμερικανικού κράτους να κερδίζει πολλά χρήματα από το δανεισμό σε φοιτητές. Χαρακτηριστικό είναι πως το χρέος των φοιτητών την τελευταία δεκαετία αγγίζει τα 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, ο Τραμπ δεν έχει εξηγήσει ακριβώς πώς σκέπτεται να διαμορφώσει την πολιτική του εκτός από κάποιες γενικές προτάσεις για ανάληψη ενεργότερου ρόλου από τις ιδιωτικές τράπεζες και οικονομική τιμωρία των κολεγίων, οι φοιτητές των οποίων αδυνατούν να ξεπληρώσουν τα δάνεια που έχουν λάβει. Από τη δική της πλευρά, η Κλίντον συνδέει τη δωρεάν εκπαίδευση στα πανεπιστήμια με το εισόδημα των οικογενειών, θεωρώντας ως όριο τα 85 χιλιάδες δολάρια ανά έτος. Επίσης, τοποθετείται υπέρ της εξυπηρέτησης του υπάρχοντος χρέους με σύναψη νέων δανείων με τα ίδια επιτόκια αλλά και διαγραφής μικρού τμήματός τους για τους νέους επιχειρηματίες.