Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018



CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 10/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Οκτώβριος 2018
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-416/17, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας – Προσφυγή για παράβαση 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την εν λόγω προσφυγή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία παραβίασε το δίκαιο της ΕΕ διατηρώντας μεταχείριση, η οποία δημιουργεί διακρίσεις και είναι δυσανάλογη έναντι των γαλλικών μητρικών εταιριών που λαμβάνουν μερίσματα από αλλοδαπές θυγατρικές όσον αφορά το δικαίωμα επιστροφής του φόρου που εισπράχθηκε. Η συγκεκριμένη προσφυγή για παράβαση αποτελεί συνέχεια της απόφασης του ΔΕΕ της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Υπόθεση C-310/09 (Accor), σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ απαγορεύουν νομοθετική ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία επιτρέπει σε μητρική εταιρία να συμψηφίσει με τον φόρο κινητών αξιών (τον οποίο οφείλει όταν αναδιανέμει στους μετόχους της μερίσματα που της κατέβαλαν θυγατρικές της) την πίστωση φόρου που συνεπάγεται η διανομή των εν λόγω μερισμάτων, εφόσον αυτά προέρχονται από θυγατρική εγκατεστημένη στη Γαλλία ενώ δεν παρέχει την ίδια δυνατότητα εάν τα εν λόγω μερίσματα προέρχονται από θυγατρική εταιρεία εγκατεστημένη σε άλλο Κράτος-μέλος.
Μετά την απόφαση του ΔΕΕ στην ανωτέρω υπόθεση Accor προέκυψαν οι αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας {(Rhodia (FR:CESSR:2012:317074.20121210), Accor (FR:CESSR:2012:317075.20121210)}, οι οποίες έθεσαν προϋποθέσεις αναφορικά με την επιστροφή των φόρων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του Δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, οι τεθείσες προϋποθέσεις δεν συνέβαλαν στην αποτελεσματική εφαρμογή της απόφασης του ΔΕΕ. Έτσι, η Επιτροπή μετά από καταγγελίες άσκησε την εν λόγω προσφυγή. Οι αιτιάσεις της Επιτροπής θα μπορούσαν να διακριθούν σε δύο μέρη, ήτοι την παράβαση των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ και την παραβίαση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας που  αντλούνται από το άρθρο 267 παρ. 3 ΣΛΕΕ (υποχρεωτική αποστολή προδικαστικού ερωτήματος). Συνοπτικά οι αιτιάσεις της Επιτροπής αναφορικά με το πρώτο μέρος ήταν οι ακόλουθες:
α)Η πρώτη αιτίαση αναφέρεται στον περιορισμό του δικαιώματος επιστροφής του φόρου κατά παράβαση των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ λόγω του μη συνυπολογισμού της φορολογίας που επιβλήθηκε στις υποθυγατρικές που είναι εγκατεστημένες σε άλλο Κράτος-μέλος εκτός της Γαλλικής Δημοκρατίας
β) Η δεύτερη αιτίαση αναφέρεται στο δυσανάλογο χαρακτήρα των απαιτήσεων που προβλέπονται για την απόδειξη της θεμελίωσης του δικαιώματος επιστροφής του παρανόμως εισπραχθέντος φόρου κινητών αξιών
γ) Η τρίτη αιτίαση αναφέρεται στον καθορισμό ανώτατου ορίου του επιστρεπτέου ποσού του παρανόμως εισπραχθέντος φόρου κινητών αξιών ανερχόμενου στο ένα τρίτο του ποσού των διανεμηθέντων μερισμάτων
Αναφορικά με το δεύτερο μέρος η μία και μοναδική αιτίαση της Επιτροπής σχετίζεται με την υποχρέωση του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας να υποβάλλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πριν καθορίσει τις προϋποθέσεις της επιστροφής του φόρου κινητών αξιών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι α) η Γαλλική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας υπόψη τον φόρο που κατέβαλε η αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία επί των κερδών που αναλογούν στα εν λόγω μερίσματα, σε αντίθεση με τις αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ και ότι
β)Το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας παραλείποντας να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να καθοριστεί το επίδικο ζήτημα (δεδομένου ότι η ερμηνεία του Δικαίου της Ένωσης δεν ήταν τόσο προφανής ώστε να μην καταλείπει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία) παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

2. ΔΕΕ, Διάταξη της 19 Οκτωβρίου 2018της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου, Υπόθεση C-619/18 R,  Επιτροπή κατά Πολωνίας  - Ασφαλιστικά μέτρα

Η Επιτροπή άσκησε στις 2 Οκτωβρίου 2018 προσφυγή κατά της Πολωνίας (C-619/18) λόγω παραβάσεως  του ενωσιακού δικαίου. Η αιτίαση της Επιτροπής ήταν ότι η μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών που διορίσθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο έως τις 3 Απριλίου 2018 (πρόωρη συνταξιοδότηση) και η παροχή διακριτικής ευχέρειας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου παραβίασε  το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα τα άρθρα 2 ΣΕΕ (Αξίες της ΕΕ) και 19 ΣΕΕ (Δικαστήριο της ΕΕ – Αποτελεσματική δικαστική προστασία). Παράλληλα με την προσφυγή της η Επιτροπή ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ώστε να υποχρεωθεί η Πολωνία να λάβει τα εξής προσωρινά μέτρα: 1) να αναστείλει την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων περί μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου 2) να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου να έχουν τη δυνατότητα να ασκούν τα καθήκοντά τους στην ίδια θέση, απολαύοντας ταυτόχρονα του ιδίου καθεστώτος και των ιδίων δικαιωμάτων και συνθηκών απασχολήσεως, όπως και πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου περί του Ανώτατου Δικαστηρίου 3) να απέχει από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου που θα έχει ως σκοπό τον διορισμό δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο αντί των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου τους οποίους αφορούν οι διατάξεις αυτές 4) να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της διατάξεως της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου όλα τα μέτρα τα οποία θα έχει λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.
Η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου Rosario Silva de Lapuerta, με διάταξη της, δέχτηκε προσωρινά όλα τα αιτήματα της Επιτροπής μέχρι να εκδοθεί η διάταξη με την οποία θα περατώνεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 
Συνοπτικά το σκεπτικό της επίμαχης διάταξης διαμορφώνεται υπό την κατωτέρω συλλογιστική:
Πρώτον, τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα της Επιτροπής δεν είναι προδήλως απαράδεκτα στερούμενα ερείσματος (αρχή fumus boni juris – αληθοφάνεια της προβαλλόμενης αξιώσεως).
Δεύτερον, ο επείγων χαρακτήρας δικαιολογείται από το γεγονός ότι εάν η προσφυγή της Επιτροπής γίνει τελικά δεκτή, όλες οι αποφάσεις που θα εκδώσει το Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της προσφυγής αυτής θα πάσχουν λόγω μη τηρήσεως των εγγυήσεων που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα όλων των πολιτών περί προσβάσεως σε ανεξάρτητο δικαστήριο. 
Τρίτον, η Αντιπρόεδρος εξετάζοντας τη στάθμιση υπέρ της λήψεως προσωρινών μέτρων διαπίστωσε ότι εάν δεν γίνει δεκτή η προσφυγή της Επιτροπής η λήψη των προσωρινών μέτρων θα έχει ως αποτέλεσμα μόνον την αναβολή των επίδικων εθνικών ρυθμίσεων. Η Αντιπρόεδρος προσθέτει ότι εάν γίνει τελικά δεκτή η προσφυγή, η άμεση εφαρμογή των εθνικών διατάξεων θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στο θεμελιώδες δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο δικαστήριο και κατά λογική ακολουθία στο Κράτος Δικαίου.

3. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου, Υπόθεση C-234/17,  XC κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 3 ΣΕΕ καθώς και των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (ObersterGerichtshof) στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής συνδρομής σε ποινική υπόθεση, η οποία διενεργήθηκε από τις αυστριακές δικαστικές αρχές κατόπιν αιτήματος της Εισαγγελίας του καντονίου του St. Gallen, της Ελβετίας, σχετικά με τους XC, YB και ZA, οι οποίοι είναι ύποπτοι, στην Ελβετία, για την τέλεση του αδικήματος της φοροδιαφυγής περί του ΦΠΑ (σύμφωνα με τον ελβετικό νόμο), καθώς και για την τέλεση άλλων ποινικών αδικημάτων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίδικο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο να επεκτείνει στις περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις περιπτώσεις προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου του εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το προαναφερθέν δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιβάλει στο εθνικό δικαστήριο να επεκτείνει στις περιπτώσεις παραβίασης του Δικαίου της ΕΕ και ειδικότερων διατάξεων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου του εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, μόνο σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ την επανάληψη ποινικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με απόφαση εθνικού δικαστηρίου, που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

4. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-207/16,  Διαδικασία που κίνησε το Ministerio Fiscal - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας  «Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4 και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας [95/46]. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Εφετείο της Ταραγόνας της Ισπανίας στο πλαίσιο ενδίκου μέσου της Εισαγγελικής αρχής της Ισπανίας κατά του ανακριτή δικαστή της Ταραγόνας με την οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση της δικαστικής αστυνομίας σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία διατηρούν πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ειδικότερα, ο Hernandez Sierra υπέβαλε ενώπιον της αστυνομίας μήνυση για ληστεία τελεσθείσα τον Φεβρουάριο του 2015, κατά την οποία ο ίδιος υπέστη σωματική βλάβη και του αφαιρέθηκαν το πορτοφόλι του και το κινητό του τηλέφωνο. Μετά από αίτημα της δικαστικής αστυνομίας ζητήθηκε να γνωστοποιηθούν τηλεφωνικοί αριθμοί από τους ηλεκτρονικούς πάροχους του κλαπέντος κινητού τηλεφώνου καθώς και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούσαν την ταυτότητα των κατόχων ή των χρηστών των τηλεφωνικών αριθμών που αντιστοιχούσαν στις κάρτες SIM. Ωστόσο, ο αρμόδιος ανακριτής απέρριψε το ανωτέρω αίτημα. Η ratio της διάταξης του ανακριτή ήταν α) ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν  προσφερόταν για την ταυτοποίηση των δραστών και β) ότι το εθνικό πλαίσιο περιόριζε την κοινοποίηση δεδομένων από του ηλεκτρονικούς πάροχους επικοινωνιών στις περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων (Βάσει του ποινικού κώδικα, τα σοβαρά αδικήματα τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των πέντε ετών, ενώ η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη δεν φαίνεται να στοιχειοθετούσε σοβαρό αδίκημα)
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η πρόσβαση δημοσίων αρχών στα δεδομένα ταυτοποίησης των κατόχων των καρτών SIM που ενεργοποιήθηκαν με κλαπέν κινητό τηλέφωνο, συνεπάγεται επέμβαση στα κατοχυρωμένα στα άρθρα αυτά του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα των εν λόγω κατόχων, η οποία έχει τόσο σοβαρό χαρακτήρα ώστε η πρόσβαση αυτή να πρέπει να περιορίζεταιστην καταπολέμηση της βαριάς εγκληματικότητας 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι πρόσβαση δημοσίων αρχών στα δεδομένα ταυτοποίησης των καρτών SIM συνεπάγεται, αφενός, επέμβαση στα αναφερόμενα  άρθρα του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα των εν λόγω κατόχων, η οποία δεν έχει τόσο σοβαρό χαρακτήρα αφετέρου. Με άλλα λόγια το ΔΕΕ έκρινε ότι η πρόσβαση πρέπει να περιορίζεται στην καταπολέμηση της βαριάς εγκληματικότητας.

5.ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-260/17, Ανοδική Services ΕΠΕ κατά ΓΝΑ Ο Ευαγγελισμός – Οφθαλμιατρείο Αθηνών – Πολυκλινική και Γενικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Κηφισιάς – (ΓΟΝΚ) «Οι Άγιοι Ανάργυροι» - Προδικαστική 

H αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 10, περ. ζʹ, της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδας στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ της Ανοδική Services ΕΠΕ, αφενός, και του ΓΝΑ Ο Ευαγγελισμός – Οφθαλμιατρείο Αθηνών – Πολυκλινική και του Γενικού Ογκολογικού Νοσοκομείου Κηφισιάς –«Οι Άγιοι Ανάργυροι», αφετέρου. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικό δικαστηρίου ήταν η ορθότητα των αποφάσεων που έλαβαν τα διοικητικά συμβούλια των εν λόγω δημόσιων νοσοκομείων περί συνάψεως ατομικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την κάλυψη των αναγκών τους στους τομείς της εστιάσεως, της σιτίσεως και της καθαριότητας.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 10, περίπτωση ζ, της Οδηγίας 2014/24, η έννοια «συμβάσεις απασχόλησης», καταλαμβάνει συμβάσεις εργασίας και ειδικότερα συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσες με πρόσωπα τα οποία επελέγησαν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως είναι ο χρόνος ανεργίας, η προηγούμενη πείρα και ο αριθμός των συντηρούμενων ανηλίκων τέκνων.
Το ΔΕΕ σε μια αρχική του σκέψη διαπιστώνει ότι η επίμαχη έννοια πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση και για την ερμηνεία της θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το γράμμα της οικείας διατάξεως, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη καθώς επίσης και ο σκοπός που επιδιώκεται με την σχετική ρύθμιση.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι η έννοια  «συμβάσεις απασχόλησης» καταλαμβάνει ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσες με πρόσωπα τα οποία επελέγησαν βάσει των ανωτέρω αντικειμενικών κριτηρίων.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν οι διατάξεις της Οδηγίας 2014/24, τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της διαφάνειας και της αναλογικότητας, καθώς και τα άρθρα 16 και 52 του Χάρτη αντιτίθενται σε απόφαση δημοσίας αρχής να προσφύγει στη σύναψη συμβάσεων απασχόλησης προκειμένου να εκπληρώσει καθήκοντα απτόμενα των υποχρεώσεών της δημοσίου συμφέροντος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό πλαίσιο δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση αποφάσεως δημοσίας αρχής να προσφύγει στη σύναψη συμβάσεων απασχόλησης προκειμένου να εκπληρώσει ορισμένα καθήκοντα απτόμενα των υποχρεώσεών της δημοσίου συμφέροντος.

6. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-149/17, Bastei Lübbe GmbH &Co. KG κατά Michael Strotzer – Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1 και του άρθρου 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, της ανωτέρω οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας έναντι της προσβολής των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. 2. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι δικαιούχοι των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από προσβολές τελεσθείσες στο έδαφός του να μπορούν να ασκούν αγωγή αποζημίωσης ή/και να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και, κατά περίπτωση, την κατάσχεση του σχετικού υλικού καθώς και των συσκευών, προϊόντων ή συστατικών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Πρώτης Περιφέρειας του Μονάχου της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Bastei Lübbe GmbH & Co. KG, εκδοτικού οίκου, και του Michael Strotzer, όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως λόγω προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού μέσω της ανταλλαγής αρχείων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν  το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2001/29, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παρ. 1, αυτής έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας ο κάτοχος συνδέσεως με το διαδίκτυο, μέσω της οποίας διαπράττεται προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού με την ανταλλαγή αρχείων, μπορεί να απαλλάσσεται από την ευθύνη του εφόσον κατονομάζει τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειάς του, που είχε δυνατότητα να χρησιμοποιεί την ως άνω σύνδεση, χωρίς να δίδει περισσότερες διευκρινίσεις όσον αφορά τη χρονική στιγμή κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η ως άνω σύνδεση από το εν λόγω μέλος της οικογένειάς του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση αντιτίθεται στο ανωτέρω ενωσιακό πλαίσιο

7. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-105/17, Komisiazazashtitanapotrebitelite κατά Evelina Kamenova - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχεία βʹ και δʹ, της Οδηγίας 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και του κανονισμού 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο της Βάρνας της Βουλγαρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής προστασίας των καταναλωτών (ΕΠΚ) με αντικείμενο πράξη της ΕΠΚ περί επιβολής διοικητικών προστίμων στην Kamenova με το αιτιολογικό ότι παρέλειψε να παράσχει πληροφορίες στους καταναλωτές σε αγγελίες για την πώληση αγαθών που είχαν δημοσιευθεί σε διαδικτυακό τόπο. Ειδικότερα, καταναλωτής αγόρασε ρολόι στον διαδικτυακό τόπο www.olx.bg με σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως. Εκτιμώντας ότι το ρολόι αυτό δεν αντιστοιχούσε στα χαρακτηριστικά που αναγράφονταν στην αγγελία που ήταν αναρτημένη στον σχετικό διαδικτυακό τόπο, υπέβαλε καταγγελία στην ΕΠΚ μετά την άρνηση του προμηθευτή να δεχτεί πίσω το ρολόι έναντι επιστροφής του καταβληθέντος ποσού. Κατόπιν ελέγχων, η ΕΠΚ διαπίστωσε ότι η Ε. Kamenova, η οποία ήταν καταχωρισμένη στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο με το ψευδώνυμο «eveto-ZZ», ήταν η πωλήτρια του ρολογιού. Κατά τον διαχειριστή του διαδικτυακού τόπου www.olx.bg, ο χρήστης του ψευδώνυμου αυτού είχε δημοσιεύσει συνολικά οκτώ αγγελίες για την πώληση διαφόρων προϊόντων στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο, μεταξύ δε αυτών και το επίμαχο στην κύρια δίκη ρολόι. Με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η ΕΠΚ διαπίστωσε ότι η Ε. Kamenova είχε υποπέσει σε διοικητική παράβαση και της επέβαλε διάφορα διοικητικά πρόστιμα. Ακολούθως η Kamenova άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ένα φυσικό πρόσωπο που δημοσιεύει σε διαδικτυακό τόπο, ταυτόχρονα, ορισμένες αγγελίες για την πώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων αγαθών μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» και η δραστηριότητά του «εμπορική πρακτική» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β και δ, της Οδηγίας 2005/29.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι ένα φυσικό πρόσωπο που δημοσιεύει σε διαδικτυακό τόπο, ταυτόχρονα, ορισμένες αγγελίες για την πώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων αγαθών πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «εμπορευόμενος/έμπορος» και η δραστηριότητα αυτή συνιστά «εμπορική πρακτική». Τα ανωτέρω ισχύουν εάν το πρόσωπο αυτό ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

8. Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-571/16 Nikolay Kantarev κατά Balgarska Narodna Banka

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων. Σύμφωνα με την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου της Οδηγίας 94/19 «1.Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων πρέπει να είναι σε θέση να καταβάλλουν τις δεόντως αποδεδειγμένες απαιτήσεις καταθετών που αφορούν μη διαθέσιμες καταθέσεις εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση που περιγράφεται στο άρθρο 1 σημείο 3) i), ή μια δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που περιγράφεται στο άρθρο 1 σημείο 3) ii). Η προθεσμία αυτή περιλαμβάνει τη συλλογή και διαβίβαση των στοιχείων σχετικά με τους καταθέτες και τις καταθέσεις, που είναι αναγκαία για την επαλήθευση των απαιτήσεων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια αρχή αίτηση για παράταση της προθεσμίας. Η παράταση αυτή δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο της Βάρνας, της Βουλγαρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Nikolay Kantarev και της Balgarska Narodna Βanka (ΒΝΒ) σχετικά με τη ζημία την οποία ο Ν. Kantarev υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της προβαλλόμενης εκπρόθεσμης καταβολής της εγγυήσεως των καταθέσεων, ήτοι των κεφαλαίων που ήταν κατατεθειμένα σε τρεχούμενο λογαριασμό τον οποίο είχε ανοίξει στην Korporativna Targovska Banka (KTB) και τα οποία δεν ήταν πλέον διαθέσιμα.
Ένα σημαντικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, και το άρθρο 10, παρ. 1, της Οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παράγουν άμεση ισχύ και παρέχουν στους καταθέτες δικαίωμα ασκήσεως αποζημιώσεως για την αποκατάσταση ζημίας από εκπρόθεσμη επιστροφή καταθέσεων κατά δημόσιας αρχής (ΒΝΒ, αρμόδια για να διαπιστώσει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος, αγωγής).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της Οδηγίας 94/19 έχει άμεση ισχύ και συνιστά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες δυνάμει των οποίων οι καταθέτες έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας, που προκλήθηκε από την εκπρόθεσμη επιστροφή των καταθέσεων. 
Επίσης, τέθηκε το νομικό ζήτημα εάν το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ελλείψει ειδικής διαδικασίας στη Βουλγαρία και προκειμένου να θεμελιωθεί ευθύνη του Κράτους-μέλους για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από εθνική αρχή, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει δύο διαφορετικά ένδικα βοηθήματα εμπίπτοντα στην αρμοδιότητα διαφορετικών δικαστηρίων και εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση α) από την ύπαρξη προθέσεως της οικείας εθνικής αρχής προς πρόκληση της ζημίας, β) από την υποχρέωση του ιδιώτη να αποδείξει την ύπαρξη πταίσματος, γ) από την καταβολή πάγιου τέλους ή τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς ή δ) από την προηγούμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας.
Το ΔΕΕ έκρινε αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα ότι το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ελλείψει ειδικής διαδικασίας στη Βουλγαρία προκειμένου να θεμελιωθεί ευθύνη αυτού του Κράτους-μέλους για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από εθνική αρχή:
α) δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει δύο διαφορετικά ένδικα βοηθήματα, τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα διαφορετικών δικαστηρίων και υποκείμενα σε διαφορετικές προϋποθέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το αιτούν δικαστήριο καθορίζει εάν πρέπει να θεμελιωθεί ευθύνη μιας εθνικής αρχής βάσει του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή βάσει του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων
β) αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την πρόσθετη προϋπόθεση της υπάρξεως προθέσεως εκ μέρους της εθνικής αρχής προς πρόκληση της ζημίας
γ) δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την υποχρέωση του ιδιώτη να αποδείξει την ύπαρξη πταίσματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έννοια του «πταίσματος» δεν βαίνει πέραν της εννοίας της «κατάφωρης παραβιάσεως»
δ) δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την καταβολή ενός πάγιου τέλους ή ενός τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι η καταβολή ενός πάγιου τέλους δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας
ε) δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την προηγούμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εύλογη η επιβολή της απαιτήσεως αυτής στον ζημιωθέντα

9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-393/18 PPU UD κατά XB – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8 του Κανονισμού 2201/2003 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού «Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής». Η αίτηση υποβλήθηκε από το τμήμα του οικογενειακού δικαίου του High Court of Justice (Ηνωμένο Βασίλειο) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της UD, μητέρας ενός παιδιού που γεννήθηκε στο Μπανγκλαντές στις 2 Φεβρουαρίου 2017 και του ΧΒ, πατέρα του παιδιού αυτού. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν τα αιτήματα της UD να διαταχθεί α) η θέση του εν λόγω παιδιού υπό την προστασία του αιτούντος δικαστηρίου και β) η επιστροφή της μαζί με το παιδί στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να μετάσχουν στη δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 8, παρ. 1, του Κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι ένα παιδί πρέπει να είχε φυσική παρουσία εντός Κράτους-μέλους προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο Κράτος-μέλος, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Το αιτούν δικαστήριο Ζήτησε, επίσης, να διευκρινισθεί αν ασκούν επιρροή ορισμένες περιστάσεις εφόσον αποδειχθούν, ήτοι ο καταναγκασμός που άσκησε ο πατέρας στη μητέρα με συνέπεια να γεννήσει η μητέρα το παιδί τους σε τρίτο κράτος και να διαμένει έκτοτε εκεί με το παιδί αυτό και η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της μητέρας ή του παιδιού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 8, παρ. 1, του Κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι ένα παιδί πρέπει να είχε φυσική παρουσία σε Κράτος-μέλος προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος αυτό, κατά την έννοια δεν ασκούν επιρροή.

10. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-384/17, Dooel Uvoz-Izvoz Skopje Link Logistic N&N κατά Budapest Rendőrfőkapitánya – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 9α της Οδηγίας 1999/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής. Το άρθρο 9α της ανωτέρω οδηγίας ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη καθιερώνουν κατάλληλους ελέγχους και προσδιορίζουν το σύστημα κυρώσεων το οποίο ισχύει για τις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι καθοριζόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Szombathely, της Ουγγαρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Dooel Uvoz-Izvoz Skopje Link Logistic N&Nκαι του αστυνομικού διευθυντή της Βουδαπέστης σχετικά με την επιβολή προστίμου στη Link Logistic N&N για τον λόγο ότι χρησιμοποίησε τμήμα αυτοκινητοδρόμου χωρίς να έχει καταβάλει το αντίστοιχο τέλος.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η αρχή της αναλογικότητας, όπως τυποποιείται στο άρθρο 9α της Οδηγίας 1999/62, αναφορικά με την εκτίμηση των κυρώσεων οι οποίες προβλέπονται από τα Κράτη- μέλη για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων οδικής κυκλοφορίας είναι α) διάταξη αμέσου ισχύος και β) σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές του συγκεκριμένου Κράτους-μέλους έχουν τη δυνατότητα ή την υποχρέωση, για τους σκοπούς μιας σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, να συμπληρώσουν, χωρίς παρέμβαση του εθνικού νομοθέτη, την επίμαχη εθνική νομοθεσία διά της προσθήκης ουσιαστικών κριτηρίων που έχουν καθοριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έχει άμεση ισχύ και ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Επιπροσθέτως, έκρινε ότι αν μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία δεν είναι δυνατή θα πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη στο μέτρο που η εφαρμογή της, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.





Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 9/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Σεπτέμβριος 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-327/18 PPU, R O - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ και της Απόφασης-Πλαισίο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το High Court της Ιρλανδίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης στην Ιρλανδία δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν από τις δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου (HB) σε βάρος του RO. Ειδικότερα, ο  RO προβάλλοντας αντιρρήσεις κατά της παράδοσής του επικαλέστηκε την αποχώρηση του ΗB από την Ένωση και το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, υποστηρίζοντας ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση εγκλεισμού του στη φυλακή του Maghaberry στη Βόρεια Ιρλανδία. Το αιτούν δικαστήριο της Ιρλανδίας προβληματίστηκε αναφορικά με το γεγονός ότι εάν πραγματοποιηθεί η παράδοση του RO, τότε κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε φυλακή του ΗB και μετά την ημερομηνία της αποχώρησης του ΗB από την ΕΕ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 50 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η γνωστοποίηση, από Κράτος-μέλος, της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ένωση έχει ως συνέπεια ότι, σε περίπτωση έκδοσης ΕΕΣ από το εν λόγω Κράτος-μέλος σε βάρος κάποιου προσώπου, το Κράτος-μέλος εκτέλεσης του εντάλματος οφείλει είτε να αρνηθεί να το εκτελέσει είτε να αναβάλει την εκτέλεσή του, έως ότου διευκρινιστεί το νομικό καθεστώς που θα ισχύει στο Κράτος-μέλος έκδοσης του εντάλματος μετά την αποχώρησή του από την Ένωση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ έχει την έννοια ότι μόνη η γνωστοποίηση από Κράτος-μέλος της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σημαίνει ότι  το Κράτος-μέλος εκτέλεσης του εντάλματος οφείλει είτε να αρνηθεί να το εκτελέσει είτε να αναβάλει την εκτέλεσή του, έως ότου διευκρινιστεί το νομικό καθεστώς που θα ισχύει στο Κράτος-μέλος έκδοσης του εντάλματος μετά την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, τόνισε ότι εφόσον δεν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι μετά την αποχώρηση του Κράτους-μέλους έκδοσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση το πρόσωπο διατρέχει τον κίνδυνο να στερηθεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Απόφαση - πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, η Ιρλανδία δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ενώ το Κράτος-μέλος έκδοσης εξακολουθεί να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-312/17, Surjit Singh Bedi κατά Bundesrepublik Deutschland και Bundesrepublik Deutschland in Prozessstandschaft für das Vereinigte Königreich von Großbritannien und Nordirland - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 2 της Οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε  από το Περιφερειακό Δικαστήριο των Εργατικών Διαφορών του Hamm της Γερμανίας (Landesarbeitsgericht Hamm) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Surjit Singh Bedi και της ΟΔ της Γερμανίας και της ΟΔ της Γερμανίας ασκούσας, ως εκπρόσωπος, τα δικαιώματα του ΗΒ. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος, που προβλέπεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, από τη στιγμή που συνέτρεξαν στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου οι προϋποθέσεις για τη λήψη πρόωρης συντάξεως, που χορηγείται στα άτομα με αναπηρία δυνάμει του συστήματος υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίμαχο άρθρο της Οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στις διατάξεις συλλογικής συμβάσεως εργασίας που προβλέπουν την παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος, χορηγούμενου για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς εισοδήματος σε εργαζόμενο που απώλεσε την εργασία του και μέχρις ότου αυτός θεμελιώσει δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος βάσει του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος, από τη στιγμή που ο εργαζόμενος πληροί τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος που προβλέπεται για τα άτομα με σοβαρή αναπηρία.
Αρχικά, το ΔΕΕ εξέτασε εάν το προσωρινό επίδομα αποτελεί αμοιβή και διαπίστωσε ότι η επίδική παροχή αποτελεί αμοιβή. Αναφορικά με το κύριο προαναφερόμενο ζήτημα το ΔΕΕ παρατήρησε ότι το άρθρο 8 παρ. 1 της συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που συσχετίζει την παύση του προσωρινού επιδόματος με τις προϋποθέσεις του συστήματος πρόωρης συνταξιοδότησης, δεν εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην αναπηρία, καθόσον το κριτήριο της διακρίσεως δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αναπηρία. Στο ζήτημα της έμμεσης διακρίσεως το ΔΕΕ επισήμανε ότι οι εργαζόμενοι με σοβαρή αναπηρία λαμβάνουν πρόωρη σύνταξη ανάλογα με το έτος γεννήσεώς τους, και ότι, κατά συνέπεια, δικαιούνται κατά κανόνα προσωρινού επιδόματος για διάρκεια μικρότερη από ένα έως τρία έτη σε σχέση με τη διάρκεια του επιδόματος που καταβάλλεται στους εργαζομένους χωρίς αναπηρία της ίδιας ηλικίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στις διατάξεις συλλογικής συμβάσεως εργασίας που προβλέπουν την παύση της καταβολής ενός προσωρινού επιδόματος λόγω του γεγονότος ότι ο εργαζόμενος αυτός πληροί τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος που προβλέπεται για τα άτομα με σοβαρή αναπηρία.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-244/17, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προσφυγή ακύρωσης 

Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε προσφυγή ακύρωσης της Επιτροπής με την οποία ζητούσε την ακύρωση της Αποφάσεως 2017/477 του Συμβουλίου για τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας που συγκροτήθηκε βάσει της ενισχυμένης συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-μελών και της Δημοκρατίας του Καζακστάν. Η συγκεκριμένη ενισχυμένη συμφωνία εταιρικής σχέσης αφορούσε τις εργασιακές ρυθμίσεις του Συμβουλίου Συνεργασίας, της Επιτροπής Συνεργασίας, ειδικών υποεπιτροπών ή οποιωνδήποτε άλλων οργάνων. Η Επιτροπή, παραθέτοντας το μοναδικό λόγο ακύρωσης, υποστήριξε ότι το Συμβούλιο προσέθεσε, στη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 31, παρ. 1, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων ότι οι αποφάσεις οι οποίες εμπίπτουν στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ {(Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ)}, λαμβάνονται ομόφωνα, πλην των περιπτώσεων στις οποίες το κεφάλαιο αυτό ορίζει διαφορετικά. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη πράξη θα έπρεπε να ληφθεί δυνάμει των άρθρων 218, παρ. 9, ΣΛΕΕ και 218, παρ. 8, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα το τελευταίο προβλέπει απλοποιημένη διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθείται από το Συμβούλιο όταν αυτό προσδιορίζει τις θέσεις που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο οργάνου συσταθέντος με συμφωνία, τόσο στα θέματα που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ όσο και σε εκείνα που δεν εμπίπτουν σε αυτήν. Ας σημειωθεί ότι το Συμβούλιο ζήτησε από το Δικαστήριο  να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά της Απόφασης σε σχέση με εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου Συνεργασίας, της Επιτροπής Συνεργασίας και των ειδικών υποεπιτροπών, που υιοθετήθηκαν και άρχισαν να ισχύουν στις 28 Μαρτίου 2017.
Το Δικαστήριο σε μια αρχική του σκέψη αναγνώρισε ότι όταν μία απόφαση περιλαμβάνει διάφορα συστατικά στοιχεία ή επιδιώκει περισσότερους του ενός σκοπούς, εκ των οποίων ορισμένοι εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ, ο εφαρμοστέος για την έκδοσή της κανόνας ψηφοφορίας πρέπει να προσδιορίζεται υπό το πρίσμα του κύριου ή πρωτεύοντος σκοπού ή συστατικού στοιχείου αυτής. Επιπρόσθετα, τόνισε ότι τα συνδετικά στοιχεία μεταξύ της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως και της ΚΕΠΠΑ δεν επαρκούν για να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη πράξη έπρεπε να ληφθεί με τον κανόνα της ομοφωνίας.
Έτσι, το ΔΕΕ ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη και διατήρησε σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2017/477.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-68/17 IR κατά JQ – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας «Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν στην ισχύουσα κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας εθνική τους νομοθεσία ή να προβλέψουν σε μελλοντική νομοθεσία η οποία αφορά τις ισχύουσες εθνικές πρακτικές, κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας διατάξεις βάσει των οποίων, στην περίπτωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των εκκλησιών ή άλλων δημοσίων ή ιδιωτικών ενώσεων η δεοντολογία των οποίων εδράζεται στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, η διαφορετική μεταχείριση που εδράζεται στο θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις ενός προσώπου δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται, η θρησκεία ή οι πεποιθήσεις αποτελούν επαγγελματική απαίτηση ουσιώδη, θεμιτή και δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη τη δεοντολογία της οργάνωσης. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση ασκείται τηρουμένων των συνταγματικών διατάξεων και αρχών των κρατών μελών, καθώς και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και δεν μπορεί να αιτιολογεί διάκριση η οποία βασίζεται σε άλλους λόγους. Εφόσον οι διατάξεις της τηρούνται κατά τα λοιπά, η παρούσα οδηγία δεν θίγει συνεπώς το δικαίωμα των εκκλησιών και των λοιπών δημόσιων ή ιδιωτικών ενώσεων των οποίων η δεοντολογία εδράζεται στο θρήσκευμα ή στις πεποιθήσεις, εφόσον ενεργούν σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, να απαιτούν από τα πρόσωπα που εργάζονται για λογαριασμό τους στάση καλής πίστεως και συμμόρφωσης προς την δεοντολογία τους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Γερμανίας (Bundesarbeitsgerich) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του JQ και της εργοδότριάς του, IR, σχετικά με τη νομιμότητα της απολύσεως του JQ λόγω φερόμενης παραβάσεως εκ μέρους του της υποχρεώσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως προς τη δεοντολογία της IR.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 2, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι μια εκκλησία ή άλλη οργάνωση, η δεοντολογία της οποίας εδράζεται στη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις και η οποία διαχειρίζεται νοσηλευτικό ίδρυμα με μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας ιδιωτικού δικαίου, μπορεί να ορίσει δεσμευτικά για τους εργαζομένους της που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα διαφορετικές απαιτήσεις τηρήσεως στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως ανάλογα με το θρήσκευμα ή την απουσία θρησκεύματος των εργαζομένων αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι μια εκκλησία ή άλλη οργάνωση με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά  δεν μπορεί να αποφασίσει να επιβάλει στους εργαζομένους της, που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα, διαφορετικές απαιτήσεις στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως ανάλογα με το θρήσκευμα ή την απουσία θρησκεύματος των εργαζομένων αυτών, χωρίς η απόφασή της να μπορεί να υποβληθεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων, που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, ως προς τις απαιτήσεις στάσεως καλής πίστεως και συμμορφώσεως δύναται να δικαιολογηθεί εάν βάσει της φύσεως των σχετικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων το θρήσκευμα ή οι πεποιθήσεις αποτελούν επαγγελματική απαίτηση που είναι ουσιώδης, θεμιτή και δικαιολογημένη. Ωστόσο, η ανωτέρω διαφορετική μεταχείριση οφείλει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, ένα εθνικό δικαστήριο υποχρεούται, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να μην εφαρμόσει εθνική διάταξη, η οποία δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα προς το άρθρο 4, παρ 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών υποχρεούται, όταν αδυνατεί να ερμηνεύσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο κατά τρόπο συνάδοντα προς το άρθρο 4, παρ. 2, της Οδηγίας 2000/78, να παράσχει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που απορρέει για τους πολίτες από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων που κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη.

5. ΔΕΕ, απόφασητης 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-214/17, Alexander Mölk κατά Valentina Mölk – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής, που εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την Απόφαση 2009/941/ΕΚ του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης «Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3, το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή εφαρμόζεται όταν ο δικαιούχος διατροφής έχει προσφύγει στην αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη συνήθη διαμονή του. Εντούτοις, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου, όταν ο δικαιούχος δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο δυνάμει του δικαίου του δικάζοντος δικαστή[…]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Alexander Mölk και της θυγατέρας του Valentina Mölk, με αντικείμενο απαιτήσεις διατροφής. Ειδικότερα, ο Alexander Mölk έχει συνήθη διαμονή στην Αυστρία ενώ η συνήθης διαμονή της θυγατέρας του Valentina Mölk βρίσκεται στην Ιταλία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Innsbruck, της Αυστρίας αποφάσισε με διάταξή του ότι ο Α. Mölk υποχρεούται να καταβάλλει μηνιαία διατροφή στη V. Mölk. Ωστόσο, ο Α. Mölk ζήτησε από το ανωτέρω εθνικό δικαστήριο να μειώσει το ποσό της εν λόγω διατροφής λόγω μειώσεως του καθαρού εισοδήματός του και η θυγατέρα του ζήτησε να απορριφθεί αυτό το αίτημα μειώσεως της διατροφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του Α. Mölk κατ’ εφαρμογή του ιταλικού δικαίου. Το περιφερειακό δικαστήριο του Innsbruck μετά από έφεση του πατέρα επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στηριζόμενο στο αυστριακό δίκαιο. Ο Α. Mölk άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας να κριθεί η απαίτηση διατροφής βάσει του ιταλικού δικαίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 4, παρ. 3, του Πρωτοκόλλου της Χάγης έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η καταβλητέα διατροφή επιδικάσθηκε με απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου, κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή το οποίο ορίζει η διάταξη αυτή, το δίκαιο αυτό διέπει και μεταγενέστερο αίτημα του υπόχρεου, ενώπιον της αρμόδιας αρχής του κράτους της συνήθους διαμονής του, σε βάρος του δικαιούχου περί μειώσεως της διατροφής αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4 παρ. 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης δεν διέπει μεταγενέστερο αίτημα περί μειώσεως της διατροφής του υπόχρεου, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους της συνήθους διαμονής του.

6. ΔΕΕ απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-180/17, X και Y κατά Staatssecretarisvan Veiligheiden Justitie – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και του άρθρου 13 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε συνδυασμό με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παρ. 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των X και Y και του Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης στις Κάτω Χώρες, με αντικείμενο την απόρριψη των αιτήσεων διεθνούς προστασίας τις οποίες είχαν υποβάλει, και την έκδοση αποφάσεων περί επιστροφής τους. Ειδικότερα, κατά των X και Y, Ρώσων υπηκόων, εκδόθηκαν αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις τους για παροχή διεθνούς προστασίας και τους επιβλήθηκε υποχρέωση επιστροφής. Κατόπιν της απόρριψης των προσφυγών εφεσίβαλαν τις πρωτόδικες αποφάσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεδομένου ότι η έφεση δεν είχε αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα, ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να λάβει ασφαλιστικά μέτρα εν αναμονή της έκδοσης απόφασης επί της ουσίας. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και αποφάσισε ότι δεν επιτρεπόταν να απελαθούν ο X και Y πριν περατωθεί η κατ’ έφεση διαδικασία επί της ουσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία που, ενώ προβλέπει ότι χωρεί έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης με την οποία επικυρώνεται απορριπτική διοικητική απόφαση επί αίτησης διεθνούς προστασίας και επιβάλλεται υποχρέωση επιστροφής, δεν προσδίδει αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στο ένδικο αυτό μέσο, ακόμη και σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται σοβαρό κίνδυνο παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια  δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-176/17, Profi Credit Polska S.A. w Bielsku Białej κατά Mariusz Wawrzosek - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο Siemianowice Śląskie της Πολωνίας (Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich I Wydział Cywilny) στο πλαίσιο διαδικασίας μεταξύ της Profi Credit Polska και του Mariusz Wawrzosek σχετικά με αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή που εξέδωσε ο δεύτερος για την καταβολή ποσών φερόμενων ως οφειλόμενων σε εκτέλεση σύμβασης καταναλωτικού δανείου που του χορήγησε η εταιρία αυτή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή το οποίο εξασφαλίζει απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, όταν ο δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13 αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στο μέτρο που οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ανακοπής κατά της οικείας διαταγής πληρωμής δεν διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από την οδηγία αυτή.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-546/16, Montte SL κατά Musikene - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό όργανο της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων για τις προσφυγές κατά διοικητικών αποφάσεων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων της Ισπανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Montte SL και της Musikene, σχετικά με διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2014/24 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στις αναθέτουσες αρχές να επιβάλλουν, με τη συγγραφή υποχρεώσεων δημόσιας σύμβασης με ανοιχτή διαδικασία, ελάχιστες απαιτήσεις ως προς την τεχνική αξιολόγηση, κατά τρόπο ώστε οι υποβαλλόμενες προσφορές που δεν υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο βαθμολογίας να αποκλείονται από τη μεταγενέστερη αξιολόγηση η οποία στηρίζεται τόσο στα τεχνικά κριτήρια όσο και στην τιμή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2014/24 δεν αντιτίθεται στην προαναφερόμενη εθνική νομοθεσία.

9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-358/16, UBS Europe SE και Alain Hondequinetconsorts κατά DV κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, σε συνδυασμό με τα άρθρα 41, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1και 2 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 48 παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας. 2. Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να κοινολογούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό εφετείο του Λουξεμβούργου (Couradministrative) στο πλαίσιο διαδικασιών τριτανακοπής που κίνησε η εταιρία UBS Europe SE, καθώς και οι Alain Hondequin κ.λπ. (υπό την ιδιότητα των πρώην μελών του διοικητικού συμβουλίου της Luxalpha) κατά της αποφάσεως του διοικητικού εφετείου, το οποίο αποφάνθηκε επί της εφέσεως που άσκησαν οι DV και EU σχετικά με την άρνηση της χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής να γνωστοποιήσει ορισμένα έγγραφα στο πλαίσιο των διαφορών μεταξύ DV και CSSF (Εποπτική αρχή) κατόπιν της αποφάσεως της τελευταίας με την οποία αυτή έκρινε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε πλέον τα εχέγγυα επαγγελματικής εντιμότητας. Ας σημειωθεί ότι η εποπτική χρηματοπιστωτική αρχή διέταξε τον DV να παραιτηθεί από κάθε θέση που κατείχε το συντομότερο δυνατό, για τον λόγο ότι δεν ήταν πλέον άξιος εμπιστοσύνης και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν πλέον ικανός να ασκεί στο πλαίσιο επιβλεπόμενης επιχειρήσεως καθήκοντα διευθύνοντος ή άλλα καθήκοντα των οποίων η άσκηση εξαρτάται από σχετική άδεια. Η CSSF αιτιολόγησε την απόφασή της, μεταξύ άλλων, με τον ρόλο που είχε διαδραματίσει ο DV στη σύσταση και τη λειτουργία της εταιρίας Luxalpha Sicav. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39, σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η εξαίρεση από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, η οποία προβλέπεται στη διάταξη αυτή σχετικά με τις «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», έχει εφαρμογή σε κατάσταση στην οποία οι αρχές τις οποίες ορίζουν τα Κράτη-μέλη προς άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται από την Οδηγία αυτή λαμβάνουν μέτρο, ή ακόμη επιβάλλουν κύρωση, που εμπίπτει στο εθνικό διοικητικό δίκαιο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», που περιλαμβάνεται άρθρου 54, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, δεν καταλαμβάνει την περίπτωση στην οποία οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρο που συνίσταται στην επιβαλλόμενη σε ορισμένο πρόσωπο απαγόρευση να ασκεί σε μια εποπτευόμενη επιχείρηση διευθυντικά καθήκοντα ή άλλα καθήκοντα για την άσκηση των οποίων απαιτείται άδεια. Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ τόνισε ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στην παρ. 1 του εν λόγω άρθρου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να διασφαλίζεται και να εφαρμόζεται στην πράξη κατά τρόπον ώστε να συμβιβάζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

10. ΔΕΕ,  απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Υπόθεση C-41/17, Isabel González Castro κατά Mutua Umivale κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 19, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας  «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Γαλικίας Tribunal (Superior de Justicia de Galicia) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Isabel González Castro και του Ταμείο αλληλασφαλίσεως Umivale, της εργοδότριάς της, Prosegur España SL  και του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ισπανία σχετικά με την άρνηση των τελευταίων να αναστείλουν τη σύμβαση εργασίας της πρώτης και να της χορηγήσουν επίδομα λόγω κινδύνου κατά τη γαλουχία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 19, παρ. 1, της Οδηγίας 2006/54 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας εργαζομένη στην οποία δεν χορηγήθηκε ιατρικό πιστοποιητικό που βεβαιώνει την ύπαρξη κινδύνου για τον θηλασμό τον οποίο ενέχει η θέση εργασίας της και στην οποία κατά συνέπεια δεν χορηγήθηκε το επίδομα λόγω κινδύνου κατά τη γαλουχία αμφισβητεί, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής του οικείου Κράτους-μέλους, την αξιολόγηση των κινδύνων της θέσεως εργασίας της 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο του ενωσιακού δικαίου εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση εφόσον η εργαζομένη αυτή επικαλείται πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται ότι η αξιολόγηση αυτή δεν συμπεριέλαβε ειδικό έλεγχο που να λαμβάνει υπόψη την ατομική κατάστασή της και από τα οποία μπορεί έτσι να συναχθεί τεκμήριο περί υπάρξεως άμεσης διακρίσεως λόγω φύλου.




Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 4/2018
Πόσο V. Orbán είσαι; 
Ο "οδικός χάρτης" για την εγκαθίδρυση ανελευθερων καθεστώτων
Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Αν. Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ

                                                  «We are parting ways with western European dogmas,
                                                   making ourselves independent from them … We have
                                                   to abandon liberal methods and principles of organising
                                                   a society. The new state that we are building is an
                                                   illiberal state, a non-liberal state»
                                                                                                                 Viktor Orbán, 29/10/2014

1. Το τελευταίο διάστημα και στο πλαίσιο της μακρόσυρτης προεκλογικής περιόδου, που διάγει η χώρα  μας, ακούσαμε αρκετές φορές να παρομοιάζουν οι βασικοί «παίκτες» της εγχώριας πολιτικής σκηνής ό ένας τον άλλον με τον Πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Viktor Orbán. Εξάλλου, οι ασχολούμενοι με τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχαν την ευκαιρία τα τελευταία χρόνια να παρακολουθήσουν διάφορα «επεισόδια» έντασης στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και της υπό τον Orbán Ουγγρικής Κυβέρνησης σχετικά με τις πολιτικές επιλογές της. Η περίπτωση της Ουγγαρίας απασχόλησε δε και το Δικαστήριο της ΕΕ. Σε τι συνίσταται λοιπόν το φαινόμενο Orbán; 
 Στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο παρόν, λαμβάνοντας υπόψη ότι η περίπτωση Orbán εντάσσεται σε ένα γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, μιας γενιάς εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών (Τσάβες, Πούτιν, Ερντογάν, Ούρμπαν, Κατσίνσκι και Σίντλο), που παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, παρουσιάζουν κοινά στοιχεία, αφού πολιτεύονται εγκαθιδρύοντας καθεστώτα, που χαρακτηρίζονται από τη σοβαρή οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου. Τα κοινά αυτά στοιχεία, θα αναδείξουμε παρακάτω, αφού προηγουμένως οριοθετήσουμε εννοιολογικά την «οπισθοδρόμηση του Κράτους δικαίου» και τους κινδύνους που εγκυμονεί για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.    

2. Από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας παράλληλα με την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, που μονοπώλησε σχεδόν το πολιτικό και επιστημονικό ενδιαφέρον, παρουσιάστηκαν σε Κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως  στην Ουγγαρία (2011), στην Ρουμανία (2012) και τελευταία στην Πολωνία (2016) σοβαρές αποκλίσεις από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη η Ένωση βασίζεται «στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Μεταξύ των παραπάνω «συνταγματικών θεμελίων», που συγκροτούν την φιλελεύθερη αξιακή ταυτότητα της Ένωσης, κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα θεσμικά όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη. Έτσι, γίνεται λόγος για «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» (rule of law backsliding), με σκοπό να περιγράψει το γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, της συστηματικής αποδυνάμωσης των συνταγματικών μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances) από μια νέα γενιά εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών. Εξάλλου, ο όρος αποτυπώνει, ιδιαίτερα για το χώρο της ΕΕ, μια κατάσταση διολίσθησης χωρών, όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Πολωνία, από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο ίσχυε σε αυτές και αποτέλεσε προϋπόθεση για την προσχώρησή τους στην Ένωση σε αντιφιλελεύθερες μορφές διακυβέρνησης (illiberalism). Οι  L. Pech και K. L. Scheppele ορίζουν την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου ως «τη διαδικασία μέσω της οποίας εκλεγμένες δημόσιες αρχές εσκεμμένα εφαρμόζουν κυβερνητικά σχέδια, που αποσκοπούν στη συστηματική αποδυνάμωση, εκμηδένιση ή έλεγχο των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου της εξουσίας, με στόχο την απογύμνωση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους και την εδραίωση της μακροχρόνιας κυριαρχίας του επικρατούντος κόμματος». 
Η οπισθοδρόμηση αυτή του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μελή της Ένωσης εγκυμονεί σοβαρούς πολιτικούς και νομικούς κινδύνους για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενωσιακής έννομης τάξης ειδικότερα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων της Ένωσης από τη συμμετοχή σε αυτό κυβερνήσεων που δεν σέβονται τις φιλελεύθερες αξίες της. Σήμερα που η ΕΕ και τα Θεσμικά της Όργανα καθορίζουν μέσω του ενωσιακού δικαίου τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η τύχη τους εξαρτάται από αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις, όταν αυτές καλούνται να συμπράξουν στην ενωσιακή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εξάλλου, ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι κομβικής σημασίας, αφού «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών και μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. 

3. Για την εγκαθίδρυση ανελεύθερων καθεστώτων (illiberal states) από ηγέτες «τύπου  Orbán» ακολουθείται ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, που παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, τα στοιχεία του συνοψίζονται στον παρακάτω «οδικό χάρτη»

(α) Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου τείνει να αρχίσει με σημαντικό αριθμό πολιτών να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας  για λόγους που ποικίλλουν: από την αυξανόμενη ανισότητα, την υψηλή και επίμονη ανεργία ή τις αρπακτικές πρακτικές της κυρίαρχης πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Συχνά αυτό συνοδεύεται από μια κρίση στο κομματικό σύστημα, στο οποίο τουλάχιστον ένα από τα κυρίαρχα κόμματα είτε συγκλονίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις είτε παίρνει μια απότομη στροφή προς ένα πολιτικό άκρο, γεγονός που στη συνέχεια και στις επόμενες εκλογές παρουσιάζεται ως επιλογή κανονικότητας.

(β) Οι δυσαρεστημένοι πολίτες ψηφίζουν για να σπάσουν το «παλιό σύστημα» εκλέγοντας έναν ηγέτη, ο οποίος υπόσχεται ριζική αλλαγή, συχνά αναφερόμενος στη «βούληση του λαού», επιτιθέμενος στο ισχύον συνταγματικό πλαίσιο με έξυπνα σχεδιασμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες (συνταγματικός λαϊκισμός), συνήθως δανεισμένες από άλλους «επιτυχημένους» αυταρχικούς ηγέτες.

(γ) Οι νέοι ολιγαρχικοί ηγέτες δρουν γρήγορα για να απενεργοποιήσουν, να περιορίσουν ή να ελέγξουν πλήρως  εξουσίες «κλειδιά», που μπορούν να αντισταθούν στην εδραίωση της εξουσίας τους. Στις εξουσίες αυτές περιλαμβάνονται πρωτίστως η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους (υπηρεσίες ασφαλείας, αστυνομία, εισαγγελική αρχή). Βασική τους στόχευση είναι συστηματική υπονόμευση των βασικών συνιστωσών του Κράτους Δικαίου γνωστών ως checks and balances. 

(δ) Για να παραμείνουν δημοφιλείς, οι νέοι κυβερνώντες σχεδιάζουν, προσφέρουν και προβάλλουν παροχές σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν να ελέγξουν τον δημόσιο διάλογο και να εξαλείψουν τις εναλλακτικές απόψεις μέσω του εκφοβισμού κοινωνικών και πολιτικών ομάδων και την ανάπτυξη κατά των αντιπάλων τους φορολογικών, αστυνομικών και εισαγγελικών διώξεων από τις ελεγχείσες σύμφωνα με τα παραπάνω εκ μέρους τους εξουσίες, που θεωρούνται «κλειδιά» για την εδραίωση της εξουσίας τους.

(ε) Στη συνέχεια, αλλάζουν τον εκλογικό σύστημα και το εκλογικό σώμα (σπρώχνοντας όπου αυτό είναι δυνατόν την αντιπολίτευση εκτός της χώρας ή καταπιέζοντας τους ψηφοφόρους της) ή και τα δύο. 

(στ) Όταν οι ψηφοφόροι τελικά αντιληφθούν («ξυπνήσουν») τη ζημία που έχει γίνει, κάτι που συμβαίνει συνήθως πολύ αργά, καθώς ο νέος αυταρχικός ηγέτης κατά το διάστημα που διέρρευσε κατέστρεψε κάθε δίαυλο μέσω του οποίου μπορούν να εκφραστούν εναλλακτικές απόψεις, έχουν λίγες επιλογές αντίστασης, αφού το συνταγματικό πλαίσιο «βρίσκεται σε αιχμαλωσία» (captured), όρος που προτάθηκε από τον Jan-Werner Müller, και δεν παραμένει κάποια συνταγματική οδός για να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το κυβερνών κόμμα. 

(ζ) Στην σπάνια περίπτωση που εκδηλωθεί αντίσταση είτε στο Κοινοβούλιο είτε στους δρόμους (διαδηλώσεις κα), τα προκατειλημμένα ή μεροληπτικά  δημοψηφίσματα (μέσω της κατάλληλης θέσης των ερωτημάτων) μπορούν πάντοτε να οργανωθούν για να επιβεβαιώσουν τη βούληση του ηγέτη με το πρόσχημα της «θέλησης του λαού», μια έκφραση που οι κυβερνώντες λαϊκιστές θεωρούν χρήσιμη  να επικαλούνται για να θέσουν τους εαυτούς τους «πάνω από τους δημοκρατικούς θεσμούς και να ξεπεράσουν τα εμπόδια», που μπορεί να σταθούν στο δρόμο τους.

(η) Έχοντας περιορίσει τις αντίθετες φωνές και αλλάξει το εκλογικό σύστημα, οι νέοι ηγέτες μπορούν στη συνέχεια να περιμένουν να πάρουν τις ψήφους που χρειάζονται για να κερδίσουν επόμενες εκλογές, επιστρατεύοντας φανταστικούς εχθρούς και εμφανιζόμενοι  ψηφοθηρικά γενναιόδωροι με παροχές σε τμήματα του λαού. Με αυτόν τον τρόπο η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία «αποτελεί χαρακτηριστικό του παρελθόντος».

Συνοπτικά, όπως σημειώνουν οι Kim Lane Scheppele και Laurent Pech, η  σύγχρονη εκδοχή της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου «μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της χειραγώγησης των δημοκρατικών κανόνων και θεσμών. Τα συντάγματα και οι εκλογικοί κανόνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ευνοήσουν ένα κυβερνών κόμμα και να περιορίσουν την ανεξαρτησία και την εξουσία της δικαστικής εξουσίας και των μέσων ενημέρωσης». Τελικός στόχος σε κάθε περίπτωση είναι η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που θα κινείται «σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας». 

4. Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής τόσο πολιτικά όσο και δικαστικά, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» σ’ ένα Κράτος-μέλος, παρουσιάστηκε αρκετά ανεπαρκής. Κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από τα Κράτη-μέλη (βλ. Μιχ. Χρυσομάλλη (επιμέλεια), Η αρχή του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 80 επ).

Ωστόσο, από τις αρχές του τρέχοντος έτους φαίνεται ότι «η τιμή της Ευρώπης» διασώζεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που με διαδοχικές του αποφάσεις, επιχειρεί να ορθώσει νομικούς φραγμούς στην  οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη. Ενθαρρυντικό είναι ότι στα μηνύματα της νομολογίας ανταποκρίθηκε άμεσα η Επιτροπή, που προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Πολωνίας σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή για παράβαση) επικαλούμενη αυτοτελώς την παραβίαση του άρθρου 2 ΣΕΕ (Αξίες της Ένωσης – Κράτος Δικαίου) και ειδικότερα τον περιορισμό της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, που αποτελεί δομικό στοιχείο του Κράτους Δικαίου. Στις εξελίξεις αυτές θα αναφερθούμε διεξοδικά σε προσεχές μας άρθρο. 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 8/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Αύγουστος 2018
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-161/17, Land Nordrhein-Westfalen κατά Dirk Renckhoff - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Oμόσπονδου Κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και του Dirk Renckhoff, φωτογράφου, σχετικά με τη χρήση χωρίς άδεια, από μαθήτρια σχολείου που βρίσκεται στην περιφέρεια του εν λόγω ομόσπονδου κράτους, φωτογραφίας του D. Renckhoff, η οποία ήταν ελεύθερα διαθέσιμη σε ιστότοπο, ως εικονογράφηση σε σχολική εργασία την οποία δημοσίευσε το σχολείο σε άλλον ιστότοπο. Ειδικότερα, το Ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας είχε υπό την εποπτεία του το σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεωςWaltrop (Gesamtschule Waltrop) και αποτελούσε τον εργοδότη των διδασκόντων του συγκεκριμένου σχολείου. Μια μαθήτρια του σχολείου, στο πλαίσιο γλωσσικού μαθήματος που διδάσκεται στο σχολείο αυτό, συμπεριέλαβε ως εικονογράφηση, μια φωτογραφία του D. Renckhoff την οποία η εν λόγω μαθήτρια είχε τηλεφορτώσει μέσω ιστότοπου για ταξίδια. Η φωτογραφία υπήρχε στον τελευταίο αυτό ιστότοπο χωρίς περιορισμούς που να εμποδίζουν την τηλεφόρτωση ενώ κάτω από τη φωτογραφία, η μαθήτρια ανέφερε τον εν λόγω ιστότοπο.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν η «παρουσίαση στο κοινό» κατά το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι καλύπτει την ανάρτηση σε ιστότοπο φωτογραφίας προηγουμένως δημοσιευθείσας, χωρίς περιορισμούς και με την άδεια του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού, σε άλλον ιστότοπο.
Το ΔΕΕ σε μια αρχική του σκέψη διαπίστωσε ότι μια φωτογραφία μπορεί να προστατεύεται μέσω του δικαιώματος του δημιουργού υπό την προϋπόθεση ότι είναι αποτέλεσμα διανοητικής εργασίας του δημιουργού, που αντανακλά την προσωπικότητά του και εκδηλώνεται με τις ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές του κατά την παραγωγή της φωτογραφίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος «παρουσίαση στο κοινό», κατά το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ έχει την έννοια ότι καλύπτει την ανάρτηση σε ιστότοπο φωτογραφίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-485/17, Verbraucherzentrale BerlineV κατά Unimatic Vertriebs GmbH– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 9, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 9 της ανωτέρω οδηγίας «εμπορικό κατάστημα: α) κάθε ακίνητος χώρος λιανικής πώλησης, όπου ο έμπορος πραγματοποιεί τη δραστηριότητά του σε μόνιμη βάση, ή β) κάθε κινητός χώρος λιανικής πώλησης, όπου ο έμπορος πραγματοποιεί τη δραστηριότητά του σε συνήθη βάση [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ένωσης καταναλωτών και της Unimatic Vertriebs GmbH, εταιρίας διανομής που διαθέτει στο εμπόριο αγαθά, όσον αφορά την ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή στο πλαίσιο πωλήσεως συναφθείσας σε εμπορική έκθεση. Ειδικότερα, ένας πελάτης παρήγγειλε στο εκθεσιακό περίπτερο που διατηρούσε η Unimatic στη συγκεκριμένη έκθεση μια συσκευή καθαρισμού με ατμό/ηλεκτρική σκούπα. Ωστόσο, η εταιρεία δεν ενημέρωσε τον εν λόγω πελάτη σχετικά με την ύπαρξη δικαιώματος υπαναχωρήσεως που προβλέπεται από τη γερμανική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Oδηγίας 2011/83.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, σημείο 9, της Οδηγίας 2011/83 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εκθεσιακό περίπτερο, το οποίο διατηρεί έμπορος σε εμπορική έκθεση και στο οποίο αυτός ασκεί τις δραστηριότητές του για μερικές ημέρες ετησίως, αποτελεί «εμπορικό κατάστημα», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, σημείο 9, της Οδηγίας 2011/83 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εκθεσιακό περίπτερο αποτελεί «εμπορικό κατάστημα» συνεκτιμώντας α) τον τρόπο που εμφανίζεται το ως άνω εκθεσιακό περίπτερο και των πληροφοριών που παρέχονται στους χώρους της ίδιας της εκθέσεως, και β) το γεγονός ότι ένας καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο εν λόγω έμπορος ασκεί τις δραστηριότητές του στο ως άνω εκθεσιακό περίπτερο και απευθύνεται στον εν λόγω καταναλωτή προκειμένου να συνάψουν σύμβαση.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-123/17, Nefiye Yön κατά Landeshauptstadt Stuttgart – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της αποφάσεως 2/76, η οποία ελήφθη από το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας και του άρθρου 13 της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/76 «Τα κράτη μέλη της Κοινότητας και η Τουρκία δεν δύνανται να επιβάλλουν στους εργαζομένους που διαμένουν και απασχολούνται νομίμως στο έδαφός τους νέους περιορισμούς σχετικά με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην απασχόληση». Επιπρόσθετα, το άρθρο 13 της Αποφάσεως 1/80 «Τα κράτη μέλη της Κοινότητας και η Τουρκία δεν δύνανται να επιβάλλουν στους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους που διαμένουν και απασχολούνται νομίμως στο έδαφός τους νέους περιορισμούς σχετικά με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην απασχόληση». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Nefiye Yön και του Δήμου Στουτγάρδης. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε η απόρριψη από τον Δήμο Στουγκάρδης της αιτήσεως της πρώτης για χορήγηση άδειας διαμονής στη Γερμανία λόγω οικογενειακής επανενώσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 της Αποφάσεως 2/76 ή το άρθρο 13 της Αποφάσεως 1/80 έχουν την έννοια ότι μέτρο εθνικής νομοθεσίας, το οποίο εξαρτά τη χορήγηση άδειας διαμονής, λόγω οικογενειακής επανενώσεως, σε υπηκόους τρίτου κράτους που είναι μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου από τη λήψη εκ μέρους των υπηκόων αυτώνθεωρήσεως συνιστά «νέο περιορισμό». Στην περίπτωση που το ανωτέρω μέτρο συνιστά νέο περιορισμό ζητήθηκε να ερμηνευθεί εάν μπορεί το μέτρο να δικαιολογείται  λόγω της ανάγκης αποτελεσματικού ελέγχου της μεταναστεύσεως και της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τέτοιο μέτρο συνιστά «νέο περιορισμό» κατά την έννοια των επίμαχων διατάξεων. Ωστόσο, το εθνικό μέτρο μπορεί να δικαιολογείται για λόγους που αφορούν τον αποτελεσματικό έλεγχο της μεταναστεύσεως και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, αλλά μπορεί να επιτραπεί μόνον εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-61/17, C-62/17 και C-72/17, Miriam Bichat κ.λπ. κατά Aviation Passage Service Berlin GmbH&Co. KG– Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 4, της Οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου για προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών-μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 της επίμαχης Οδηγίας «Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν θα λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών του Βερολίνου -Βρανδεμβούργου της Γερμανίας (Landesarbeitsgericht Berlin - Brandenburg) στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, της Miriam Bichat, της Daniela Chlubna και της Isabelle Walkner και του πρώην εργοδότη τους, της εταιρίας Aviation Passage Service Berlin GmbH& Co. Kg. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε το κύρος των απολύσεών τους υπό το πρίσμα των διαδικασιών διαβουλεύσεως που προβλέπει το άρθρο 2 της Οδηγίας 98/59.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, παρ. 4, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά μόνον επιχείρηση, η οποία είναι συνδεδεμένη με τον εργοδότη βάσει μεριδίων συμμετοχής ή δικαιωμάτων ψήφου ή επίσης επιχείρηση η οποία, δυνάμει συμβατικών δεσμών ή εν τοις πράγμασι, ασκεί ομοίως δεσπόζουσα επιρροή στον εν λόγω εργοδότη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 παρ. 4 της Οδηγίας 98/59 την έννοια ότι ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά κάθε επιχείρηση που είναι συνδεδεμένη με τον εργοδότη μέσω σχέσεων συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο του τελευταίου ή μέσω άλλων εννόμων σχέσεων που της παρέχουν τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή στα όργανα λήψεως αποφάσεων του εργοδότη και να τον υποχρεώνει στον σχεδιασμό ή στην πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-52/17, VTBBank (Austria) AG κατά Finanzmarktaufsichtsbehörde (FMA) - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε, κυρίως, την ερμηνεία του άρθρου 64 και του άρθρου 65, παρ. 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και του άρθρου 395, παρ. 1 και 5, του Κανονισμού 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της VTB Bank (Austria) AG και της εποπτικής αρχής των χρηματοπιστωτικών αγορών της Αυστρίας (FMA) σχετικά με την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων λόγω υπερβάσεως των ορίων για μεγάλα ανοίγματα σύμφωνα με το άρθρο 395, παρ. 1, του Κανονισμού 575/2013.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα ερμηνευόμενα άρθρα του ενωσιακού δικαίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων ανοίγματος, που προβλέπονται, επιβάλλονται άνευ ετέρου αντισταθμιστικοί τόκοι σε πιστωτικό ίδρυμα, ακόμη και αν το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων παρέχεται στο ίδρυμα η δυνατότητα να υπερβεί τα εν λόγω όρια.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα του ενωσιακού δικαίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-96/16 και C-94/17, Banco Santander SA κατά Mahamadou Demba και Mercedes Godoy Bonet και Rafael Ramón Escobedo Cortés κατά Banco de SabadellSA – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Πρωτοδικείο της Βαρκελώνης της Ισπανίας (Juzgado de PrimeraInstancia n° 38 de Barcelona) στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, όσον αφορά την πρώτη, της Banco Santander SA, αφενός, και της Mercedes Godoy Bonet και του Mahamadou Demba, αφετέρου (C-96/16), και, όσον αφορά τη δεύτερη, μεταξύ του Rafael Ramón Escobedo Cortés και της Banco de Sabadell SA (C-94/17), σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων δανείου που είχαν συναφθεί μεταξύ των εν λόγω διαδίκων.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε επιχειρηματική πρακτική η οποία συνίσταται στην εκχώρηση ή αγορά απαιτήσεως έναντι καταναλωτή, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του καταναλωτή για την εκχώρηση αυτή ή τη συγκατάθεσή του και χωρίς παροχή στον καταναλωτή της δυνατότητας να εξαγοράσει την οφειλή του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 93/13 δεν εφαρμόζεται στην ανωτέρω επίδικη επιχειρηματική πρακτική.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογίατου Ανωτάτου Δικαστηρίου (Tribunal Supremo), σύμφωνα με την οποία οι συνέπειες του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας, η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως σε σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή συνίστανται στην πλήρη απάλειψη των τόκων υπερημερίας ενώ εξακολουθούν να οφείλονται οι συμβατικοί τόκοι που προβλέπει η σύμβαση αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 93/13 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομολογία 

7. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-300/17, Hochtief AG κατά Budapest Főváros Önkormányzata

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 89/665 του Συμβουλίου για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 της Οδηγίας 89/665 «Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν ζητείται αποζημίωση για το λόγο ότι απόφαση ελήφθη παρανόμως, πρέπει πρώτα να ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση από αρμόδιο προς τούτο όργανο». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουγγαρίας (Kúria) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Hochtief AG και της Τοπικής κυβερνήσεως της Βουδαπέστης, Ουγγαρία, (αναθέτουσα αρχή) στο πλαίσιο αγωγής αποκαταστάσεως ζημίας που η Hochtief υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω παραβάσεως των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα, ο λόγος απόρριψης της προσφοράς της προσφεύγουσας εταιρείας ήταν το γεγονός ότι η κοινοπραξία είχε διορίσει επικεφαλής του έργου εμπειρογνώμονα, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην προετοιμασία του δημόσιου διαγωνισμού από την αναθέτουσα αρχή.
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, παράγραφος 6, της Οδηγίας 89/665 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική δικονομική ρύθμιση, η οποία εξαρτά τη δυνατότητα ασκήσεως οποιασδήποτε αξιώσεως αστικού δικαίου σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις από την προϋπόθεση να έχει αναγνωριστεί κατά τρόπο απρόσβλητο η παράβαση του κανόνα από το τμήμα προσφυγών δημόσιων συμβάσεων ή από δικαστήριο επιλαμβανόμενο προσφυγής κατά της αποφάσεως του εν λόγω τμήματος προσφυγών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι επίμαχο άρθρο της Οδηγίας 89/665 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, σε κανόνα του εθνικού δικονομικού δικαίου που περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται από τμήμα προσφυγώνστην εξέταση των λόγων και μόνον που προβλήθηκαν ενώπιον του εν λόγω τμήματος προσφυγών. Ας σημειωθεί ότι το ανωτέρω τμήμα προσφυγών είναι αρμόδιο σε πρώτο βαθμό για τον έλεγχο των αναθετουσών αρχών
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση δικονομικού δικαίου.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 3/2018
Εθνικοί προϋπολογισμοί και διαδικασία εκτίμησης των σχεδίων των προϋπολογισμών των Κρατών-μελών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Αν. Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ

Κατατέθηκε από την Κυβέρνηση στη Βουλή το σχέδιο Προϋπολογισμού για το 2019. Ο προς ψήφιση προϋπολογισμός είναι ο πρώτος μετά τη λήξη του 3ου Προγράμματος Χρηματοδοτικής Συνδρομής και αποτυπώνει σύμφωνα με κυβερνητικούς κύκλους την «ανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας από την Ελλάδα μετά τη λήξη των μνημονίων». Πόσο ελεύθερο, όμως, είναι ένα μέλος της Ευρωζώνης, όπως η χώρα μας, στην χάραξη της οικονομικής – δημοσιονομικής πολιτικής; Υπάρχουν περιορισμοί και ποια η ακολουθητέα διαδικασία μέχρι την τελική ψήφιση του Προϋπολογισμού; Στα ερωτήματα αυτά θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο παρόν σημείωμα. 

1. Με την καθιέρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου (δέσμη των έξι νομοθετικών μέτρων) υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 121 ΣΛΕΕ διαδικασίας της πολυμερούς εποπτείας των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών των Κρατών-μελών της Ένωσης μια δομημένη κατά στάδια εξαμηνιαία διαδικασία, που έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο και την αξιολόγησης των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων από τα όργανα της Ένωσης. Το ευρωπαϊκό εξάμηνο ολοκληρώνεται τον Ιούλιο με την υιοθέτηση από το Συμβούλιο των Συστάσεων ανά Κράτος-μέλος για τις αναγκαίες αλλαγές στην οικονομική και δημοσιονομική του πολιτική έτσι ώστε αυτές να είναι σύμφωνες με τους Γενικούς Προσανατολισμούς της Οικονομικής Πολιτικής των Κρατών-μελών και της ΕΕ, που υιοθετούνται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Μάρτιο κάθε έτους. Τις παραπάνω Συστάσεις οφείλουν να λάβουν υπόψη τους τα Κράτη-μέλη κατά τη φάση της σύνταξης και ψήφισης των εθνικών τους προϋπολογισμών, που ακολουθεί. Κατά την Επιτροπή, που εισηγήθηκε τη «δέσμη των δύο νομοθετικών μέτρων» (δίπτυχο) το ευρωπαϊκό εξάμηνο παρουσίαζε τα εξής κενά:
Πρώτον, δεν διασφαλίζονταν αποτελεσματικά ότι τα Κράτη-μέλη θα λάβουν υπόψη τους τις Συστάσεις του Συμβουλίου κατά τη σύνταξη των προϋπολογισμών τους. 
Δεύτερον, οι τρόποι με τους οποίους τα Κράτη-μέλη πραγματοποίησαν την «εσωτερίκευση» (internalization) του ευρωπαϊκού εξαμήνου, εντάσσοντάς το στις εθνικές διαδικασίες σχεδιασμού, ψήφισης και ελέγχου των δημοσιονομικών πλαισίων (προϋπολογισμών) ποικίλει εξαιρετικά από Κράτος σε Κράτος. 
Τρίτον, απουσίαζε η συνοχή μεταξύ δύο ευρωπαϊκών εξαμήνων, αφού η διαδικασία συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των Κρατών-μελών διακόπτονταν ουσιαστικά τον Ιούλιο (λήξη εξαμήνου)  και ξανάρχιζε τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους (έναρξη εξαμήνου).  
Τέταρτον, το ευρωπαϊκό εξάμηνο αποσκοπεί γενικά στο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των Κρατών-μελών της Ένωσης. Στο πλαίσιό του κατ’ ουσία δεν προβλέπονταν διαδικασία ελέγχου στη δημοσιονομική αποτύπωση των επιλογών οικονομικής πολιτικής του κάθε Κράτους-μέλους.
Πέμπτον, απουσίαζαν κοινοί (εναρμονισμένοι) δημοσιονομικοί κανόνες, που να εφαρμόζονται κατά τη σύνταξη και ψήφιση των εθνικών προϋπολογισμών, ώστε να διευκολύνεται η εκτίμησή τους από τα εποπτικά όργανα της Ένωσης. 

2. Για την κάλυψη των παραπάνω κενών και τη συμπλήρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου υιοθετήθηκε ο Κανονισμός (ΕΕ) 473/2013 με τον οποίο θεσπίστηκε ένα κοινό δημοσιονομικό χρονοδιάγραμμα με ενισχυμένες εξουσίες εποπτείας και εκτίμησης από την Επιτροπή, κοινοί δημοσιονομικοί κανόνες για τα Κράτη- μέλη της Ζώνης του Ευρώ, ενώ προβλέπονται ειδικοί κανόνες για τα Κράτη-μέλη που υπάγονται στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος.  Έτσι, για τα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης  «το δίπτυχο» προσθέτει το φθινοπωρινό αντίστοιχο της εαρινής διαδικασίας,  εστιάζοντας μόνο στα δημοσιονομικά σχέδια για το επόμενο έτος. Ειδικότερα, και με αρχή τον δημοσιονομικό κύκλο του 2014 το κοινό δημοσιονομικό χρονοδιάγραμμα καθορίζει τα εξής ορόσημα:
Μέχρι τις 30 Απριλίου, τα Κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ πρέπει να δημοσιεύουν τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδιά τους (προγράμματα σταθερότητας), μαζί με τις προτεραιότητες πολιτικής για την ανάπτυξη και την απασχόληση για τους επόμενους 12 μήνες (Εθνικά Προγράμματα Μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής.
Μέχρι τις 15 Οκτωβρίου, τα Κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ πρέπει να δημοσιεύουν το σχέδιο προϋπολογισμού τους για το επόμενο έτος. Η δημοσίευση του σχεδίου προϋπολογισμού της κεντρικής κυβέρνησης θα πρέπει να συνοδεύεται από τη δημοσίευση των βασικών παραμέτρων των σχεδίων προϋπολογισμού όλων των άλλων υποτομέων του δημοσίου. Τέτοιες παράμετροι θα πρέπει να περιλαμβάνουν ιδίως τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα των άλλων υποτομέων, τις κύριες παραδοχές στις οποίες βασίζονται αυτές οι προβολές και τους λόγους για αναμενόμενες αλλαγές σε σχέση με τις παραδοχές του προγράμματος σταθερότητας. Το σχέδιο του προϋπολογισμού, που υποβάλλεται στην Επιτροπή και στην Ευρωομάδα, θα πρέπει να είναι συμβατό με τις Συστάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο του ΣΣΑ (ευρωπαϊκό εξάμηνο) και, κατά περίπτωση, με τις Συστάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο του ετήσιου κύκλου εποπτείας περιλαμβανομένης της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών και με τις γνώμες για τα προγράμματα οικονομικής εταιρικής σχέσης, που αναφέρονται στο άρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΕ) 473/2013.
Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, τα Κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ πρέπει να εγκρίνουν τον προϋπολογισμό τους για το επόμενο έτος. 

3. Η σημαντικότερη καινοτομία της «δέσμης δύο μέτρων» αποτελεί η κατά το άρθρο 7 Κανονισμού (ΕΕ) 473/2013 διαδικασία εκτίμησης των σχεδίων προϋπολογισμών από την Επιτροπή, η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης ενίσχυσης του ρόλου της, αναλαμβάνει μια σημαντικότατη εξουσία. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι η Επιτροπή θα εξετάζει και θα εκφέρει γνώμη σχετικά με κάθε σχέδιο προϋπολογισμού το αργότερο μέχρι τις 30 Νοεμβρίου. Εάν η Επιτροπή εντοπίσει σοβαρή περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπονται στο ΣΣΑ, εκδίδει, μετά από διαβούλευση με το οικείο Κράτος-μέλος,  την γνώμη της εντός δύο εβδομάδων από την υποβολή του σχεδίου προϋπολογισμού. Τούτο συμβαίνει «ειδικότερα οσάκις η εφαρμογή του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ή οσάκις η εφαρμογή του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος θα οδηγούσε καταφανώς σε σημαντική παραβίαση των συστάσεων που ενέκρινε το Συμβούλιο στο πλαίσιο του ΣΣΑ». Με τη γνώμη της η Επιτροπή ζητά την υποβολή αναθεωρημένου σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος (προϋπολογισμού) το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία έκδοσης της γνώμης της. Το αίτημα της Επιτροπής αιτιολογείται και δημοσιοποιείται. Η Επιτροπή εγκρίνει νέα γνώμη για το αναθεωρημένο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός τριών εβδομάδων από την υποβολή του αναθεωρημένου σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος. Ακόμη, για το σύνολο της Ζώνης του Ευρώ, η Επιτροπή θα δημοσιεύει συνολική αξιολόγηση των δημοσιονομικών προοπτικών για το επόμενο έτος. Οι γνώμες της Επιτροπής σχετικά με εθνικούς προϋπολογισμούς και τη ζώνη του Ευρώ αποσκοπούν στη διευκόλυνση των  συζητήσεων στο Eurogroup κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

4. Ευθέως συνδεδεμένη με την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας και εκτίμησης, που ανατίθενται στην Επιτροπή, είναι η ποιότητα των εθνικών δημοσιονομικών προβλέψεων, αφού κατά τον Κανονισμό ΕΕ 473/2013 «οι μεροληπτικές και μη ρεαλιστικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις μπορούν να παρεμποδίσουν την αποτελεσματικότητα του δημοσιονομικού προγραμματισμού και, κατά συνέπεια, να εξασθενίσουν τη δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία». Έτσι, προβλέπεται η υποχρέωση των Κρατών-μελών της Ζώνης του Ευρώ να συστήσουν ανεξάρτητους φορείς, λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και τη διοικητική δομή του αντίστοιχου Κράτους-μέλους, για την παροχή «αντικειμενικών και ρεαλιστικών μακροοικονομικών προβλέψεων», που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε όλη τη δημοσιονομική διαδικασία (ανεξάρτητες μακροοικονομικές προβλέψεις). Κατά τους ορισμούς του Κανονισμού ως «ανεξάρτητοι φορείς νοούνται φορείς, που είναι διαρθρωτικά ανεξάρτητοι ή φορείς που διαθέτουν λειτουργική αυτονομία έναντι των δημοσιονομικών αρχών του Κράτους μέλους, και οι οποίοι στηρίζονται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις που διασφαλίζουν υψηλό βαθμό λειτουργικής αυτονομίας και λογοδοσίας». Ειδικότερα οι φορείς αυτοί θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διαθέτουν τα εξής χαρακτηριστικά:
i) το νομικό καθεστώς τους στηρίζεται σε εθνική νομοθεσία, κανονιστική ρύθμιση ή διοικητικές διατάξεις νομικά δεσμευτικού χαρακτήρα,
ii) δεν λαμβάνουν οδηγίες από τις δημοσιονομικές αρχές του οικείου Κράτους- μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα,
iii) είναι σε θέση να επικοινωνούν έγκαιρα με το κοινό,
iv) οι διαδικασίες ορισμού των μελών τους βασίζονται στην εμπειρία και την ικανότητα,
v) έχουν επάρκεια πόρων και κατάλληλη πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους·

Ως «ανεξάρτητες μακροοικονομικές προβλέψεις» νοούνται οι προβλέψεις τις οποίες εκπονούν ή εγκρίνουν οι κατά τα παραπάνω ανεξάρτητοι φορείς.
Τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά προγράμματα και τα σχέδια προϋπολογισμών, τα οποία καλείται να εκτιμήσει και να εκφέρει τη γνώμη της η Επιτροπή θα  πρέπει να βασίζονται σε ανεξάρτητες μακροοικονομικές προβλέψεις και αναφέρουν εάν οι δημοσιονομικές προβλέψεις έχουν εκπονηθεί ή εγκριθεί από ανεξάρτητο φορέα. Ειδικότερα οι ανεξάρτητοι φορείς παρακολουθούν τη συμμόρφωση προς:
α) αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι ενσωματώνουν στην εθνική δημοσιονομική διαδικασία τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο τους·
β) αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες. 
Εξάλλου, οι εν λόγω φορείς παρέχουν, κατά περίπτωση, δημόσιες εκτιμήσεις, μεταξύ άλλων, σχετικά με:
α) την ύπαρξη περιστάσεων που οδηγούν στην ενεργοποίηση του διορθωτικού μηχανισμού για τις περιπτώσεις όπου παρατηρείται σημαντική απόκλιση από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή την πορεία προσαρμογής προς αυτόν, 
β) το κατά πόσον η εκτέλεση της δημοσιονομικής διόρθωσης διενεργείται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες και σχέδια,
γ) τυχόν ύπαρξη ή παύση περιστάσεων, που μπορεί να επιτρέπουν προσωρινή απόκλιση από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή την πορεία προσαρμογής προς αυτόν, υπό τον όρο ότι η απόκλιση αυτή δεν θέτει σε κίνδυνο την μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα.

5. Η καθιέρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου με τη «δέσμη των έξι νομοθετικών μέτρων» συνοδεύτηκε με πολλές αντιδράσεις, σε νομικό και σε πολιτικό επίπεδο, για το σοβαρό ρήγμα, που επιφέρει, στην παραδοσιακή κυριαρχία του κράτους επί του κρατικού προϋπολογισμού και τη συνακόλουθη συρρίκνωση των εξουσιών των εθνικών κοινοβουλίων. Στις επιφυλάξεις που σχετίζονται με τη δημοκρατική νομιμοποίηση της διαδικασίας του ευρωπαϊκού εξαμήνου θα πρέπει να προστεθούν και αυτές που αφορούν και τη μη αποφασιστική συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαμόρφωση των αποφάσεων (Γενικοί Προσανατολισμοί των Οικονομικών Πολιτικών των Κρατών-μελών και της Ένωσης, Συστάσεις) σε ευρωπαϊκό επίπεδο.  Οι αντιδράσεις αυτές εδράστηκαν και μόνο στο γεγονός ότι οι εθνικές αρχές, που είναι επιφορτισμένες με τη σύνταξη και την έγκριση του προϋπολογισμού, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους  τις  Συστάσεις, που υιοθετεί το Συμβούλιο για τις αναγκαίες αλλαγές στην οικονομική και δημοσιονομική του πολιτική έτσι ώστε αυτές να είναι σύμφωνες με τους Γενικούς Προσανατολισμούς της Οικονομικής Πολιτικής των Κρατών-μελών και της Ένωσης, που υιοθετούνται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Μάρτιο κάθε έτους. Με τη «δέσμη των δύο νομοθετικών μέτρων» και την καθιέρωση της υποχρέωσης των Κρατών-μελών της Ευρωζώνης να υποβάλλουν το σχέδιο προϋπολογισμού τους, της εξουσίας εκτίμησης που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή, η οποία μπορεί να ζητά τροποποιήσεις επί του σχεδίου προϋπολογισμού, αν αυτό αποκλίνει από τις παραπάνω Συστάσεις του Συμβουλίου, οι παραπάνω αντιδράσεις μοιάζουν παρωχημένες, ενώ οι υποχρεώσεις, που αναλαμβάνονταν  στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, εξαιρετικά ήπιες (soft coordination). 

Βέβαια, η Επιτροπή, που είχε τη νομοθετική πρωτοβουλία για τη συμπλήρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου με τον Κανονισμό (ΕΕ) 473/2013 και καλείται να ασκήσει σημαντικά αναβαθμισμένες εξουσίες ελέγχου, προβάλλει την θέση «ότι η δέσμη δύο μέτρων δεν δίνει το δικαίωμα στην Επιτροπή να αλλάζει τα σχέδια εθνικών προϋπολογισμών και δεν δημιουργεί την υποχρέωση να ακολουθούν τα κράτη μέλη αυστηρά τη γνώμη της Επιτροπής». Για να συμπληρώσει ότι «η προστιθέμενη αξία αυτής της διαδικασίας συνίσταται στο ότι εισάγει το στοιχείο των άμεσων κατευθύνσεων στη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού, παρέχοντας σε όλους όσοι συμμετέχουν στην εθνική δημοσιονομική διαδικασία τις πληροφορίες τις οποίες χρειάζονται για να λάβουν αποφάσεις σχετικά με τον προϋπολογισμό». 

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε, πάντως, ότι η παραπάνω θέση εμπεριέχει τη μισή αλήθεια, αφού ναι μεν δεν αναγνωρίζεται εξουσία στην Επιτροπή να τροποποιεί τα σχέδια των εθνικών προϋπολογισμών, ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 473/2013, η γνώμη της, με την οποία προτείνονται αλλαγές σ’ αυτά, εξοπλίζεται με τέτοια δύναμη, που καθίσταται σχεδόν αδύνατη η μη συμμόρφωση σ’ αυτή. Συγκεκριμένα, στην 22η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού προβλέπεται ότι «ο βαθμός στον οποίο θα έχει ληφθεί υπόψη στο νόμο για τον προϋπολογισμό ενός κράτους μέλους η εν λόγω γνώμη θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην εκτίμηση, εάν και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, για την έκδοση απόφασης σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στο οικείο κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτή, η μη συμμόρφωση με την έγκαιρη προειδοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής θα πρέπει να θεωρηθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας» (η υπογράμμιση δική μας). Το άρθρο 12 παράγραφος 1 του Κανονισμού έρχεται να προσδιορίσει την έννοια «του επιβαρυντικού παράγοντα». Έτσι, ορίζεται ότι ο βαθμός στον οποίο το οικείο Κράτος  μέλος έχει λάβει υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής εξετάζεται από: 

α) την Επιτροπή, όταν συντάσσει έκθεση βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ  (εκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης και του ύψους του δημόσιου χρέους Κράτους-μέλους) και όταν απευθύνει σύσταση προς το Συμβούλιο για την επιβολή κυρώσεων (άτοκης κατάθεσης) στο διορθωτικό σκέλος του ΣΣΑ (Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος) σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 1173/2011·

β) από το Συμβούλιο, όταν αποφασίζει κατά πόσον υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ. 

γ) εξάλλου, θα πρέπει να σημειώσουμε την προσπάθεια διάχυσης της «μακροοικονομικής αιρεσιμότητας» (macroeconomic conditionality), στο μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών της Ένωσης και ειδικά αυτών που έχουν αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Έτσι, σταδιακά αυτή θα καταστεί «ακρογωνιαίος λίθος» ή condition sine qua non της συμμετοχής ενός Κράτους στην ΕΕ, αφού, η απόλαυση συγκεκριμένων ενωσιακού χαρακτήρα δικαιωμάτων για το Κράτος-μέλος και τους πολίτες του θα εξαρτάται από την τήρηση εκ μέρους του των υποχρεώσεων που απορρέουν από τους κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τη διατήρηση υγιών δημόσιων οικονομικών. Το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι θεωρητικό, αν λάβει κανείς υπόψη τη δέσμη των νομοθετικών ρυθμίσεων, που αφορούν τη νέα Πολιτική Συνοχής (Προγραμματική Περίοδος 2014–2020) και υιοθετήθηκαν το Δεκέμβριο του 2013. Έτσι, με το άρθρο 23 παρ. 9 του Κανονισμού (EE) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που ως γενικός Κανονισμός αφορά το σύνολο των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ), εισάγεται η «μακροοικονομική αιρεσιμότητα», αφού προβλέπεται ότι το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής που προφανώς θα έχει ως σημείο αναφοράς τη γνώμη της επί του προϋπολογισμού Κράτους-μέλους, μπορεί να αναστέλλει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, μέρος ή το σύνολο των πληρωμών και των αναλήψεων υποχρεώσεων για τα προγράμματα ενός Κράτους-μέλους, που αυτό εμφανίζεται «δημοσιονομικά απείθαρχο».  

6. Ο τρόπος με τον οποίο συμπληρώθηκε το ευρωπαϊκό εξάμηνο με τη «δέσμη των δύο οικονομικών μέτρων» και η καθιέρωση της υποχρέωσης των Κρατών-μελών της Ευρωζώνης να υποβάλλουν προς έλεγχο το σχέδιο προϋπολογισμού τους, της εξουσίας εκτίμησης που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή, η οποία μπορεί να ζητήσει τροποποιήσεις επί του σχεδίου προϋπολογισμού, αν αυτό αποκλίνει από τις Συστάσεις του Συμβουλίου, δείχνει ότι «αυτό που σήμερα φαντάζει αναπόφευκτο τέσσερα χρόνια πριν ήταν απλώς αδιανόητο». Κατά τη γνώμη μας, πάντως, βρισκόμαστε στο μέσο του δρόμου, αφού σύμφωνα με την Επιτροπή (Σχέδιο στρατηγικής για μια βαθιά και ουσιαστική οικονομική και νομισματική ένωση, Έναρξη συζήτησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, COM/2012/0777 final/2 – 2012) σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα «θα απαιτηθεί περαιτέρω δημοσιονομικός συντονισμός, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να απαιτηθεί αναθεώρηση εθνικού προϋπολογισμού σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις» (η υπογράμμιση δική μας). Η Επιτροπή μάλιστα έχει θέσει προς συζήτηση τις εξής σχετικές επιλογές, αναγνωρίζοντας, πάντως, ότι για την υιοθέτησή τους απαιτείται προηγούμενη τροποποίηση της Συνθήκης:

  • Πρόβλεψη της υποχρέωσης ενός Κράτους-μέλους να αναθεωρήσει το σχέδιο του εθνικού προϋπολογισμού, εάν το απαιτήσει η Ένωση σε περίπτωση αποκλίσεων από τις υποχρεώσεις δημοσιονομικής πειθαρχίας, που είχαν καθοριστεί προηγουμένως σε ενωσιακό επίπεδο. Αυτό συνεπάγεται τροποποίηση της φύσης των γνωμοδοτήσεων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς, που προβλέπεται στο «δίπτυχο» έτσι ώστε από μη δεσμευτικό να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. 
  • Σε ορισμένες ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις που θα καθοριστούν, θέσπιση δικαιώματος να ζητηθεί αναθεώρηση των επιμέρους αποφάσεων για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, όσον αφορά αποφάσεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα σοβαρή απόκλιση από την πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης που έχει οριστεί σε επίπεδο ΕΕ.
  • Απονομή αρμοδιότητας στην Ένωση να εναρμονίζει την εθνική δημοσιονομική νομοθεσία και δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.  

Περισσότερα βλ. Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση: Οικοδόμηση, Εμβάθυνση, Ζητήματα Δημοκρατίας και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com