Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

CES-DUTH ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 2/2019
Άννα Εμ. Πλεύρη, Διαιτησία στον τομέα της ενέργειας (Ελληνικό και Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018

H ενεργειακή αγορά, που είναι ιδιαίτερα σημαντική για την οικονομία κάθε χώρας, απελευθερώνεται σταδιακά, υφίσταται ρυθμιστικές παρεμβάσεις και δημιουργεί διαφορές, οι οποίες παρουσιάζουν κατά κανόνα, υψηλή νομική συνθετότητα, μεγάλο οικονομικό αντικείμενο, πολυμερή δομή και συχνά διασυνοριακό χαρακτήρα. Οι εν λόγω διαφορές επιζητούν επίλυση από δικαιοδοτικό όργανο ουδέτερο, ανεξάρτητο, ταχύ και εξειδικευμένο. Όσες ενεργειακές διαφορές δεν έχουν διοικητικό χαρακτήρα, επιλύονται (κυρίως) από διαιτητικά δικαστήρια συγκροτούμενα είτε ad hoc είτε στο πλαίσιο ορισμένης θεσμικής διαιτησίας. Τα εν λόγω δικαστήρια υπόσχονται διαδικαστική ευελιξία, εμπιστευτικότητα, διαφύλαξη επιχειρησιακών απορρήτων, εξειδικευμένους διαιτητές, ταχεία και οριστική επίλυση της διαφοράς, τελεσιδικία και εκτελεστότητα της διαιτητικής απόφασης. 
Αντίθετα προς την πλούσια γενική και ειδική ελληνική βιβλιογραφία στο δίκαιο της ενέργειας, η βιβλιογραφική παραγωγή σε σχέση με τη διαιτητική επίλυση των ενεργειακών διαφορών στην Ελλάδα είναι  μάλλον περιορισμένη. Στο πλαίσιο αυτό, η μονογραφία της κυρίας Πλεύρη σκοπεί στην κάλυψη του βιβλιογραφικού κενού σε σχέση με τη διαιτητική επίλυση των εμπορικών κυρίως ενεργειακών διαφορών. Αναπτύσσεται λοιπόν σε αυτή, τόσο το Ευρωπαϊκό όσο και το μη κωδικοποιημένο ακόμη σήμερα Ελληνικό θεσμικό πλαίσιο. Επιπρόσθετα, στο έργο παρουσιάζονται και βασικά ζητήματα εκ της επενδυτικής ενεργειακής διαιτησίας. Στο σχετικό κεφάλαιο, μάλιστα, συζητείται και η πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Αchmea. 
Περαιτέρω, η μελέτη υπεισέρχεται και στα μετά από εξουσιοδότηση του Έλληνα νομοθέτη εκδοθέντα κανονιστικά κείμενα του τομέα της ενέργειας, δηλαδή στον Κώδικα Διαχείρισης του Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, στον Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, αλλά και στον εκδοθέντα με Υπουργική Απόφαση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας του οποίου η ερμηνεία υπήρξε αντικείμενο αρκετών διαιτητικών αποφάσεων. Στο έργο επιχειρείται ακόμη η συστηματική προσέγγιση των ερμηνευτικών και δογματικών ζητημάτων που ανακύπτουν με ανάλυση του δικαίου της εσωτερικής και διεθνούς διαιτησίας και εκτενή ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων της ενεργειακής διαιτησίας, ιδίως ως προς τη συμφωνία περί διαιτησίας τις επιμέρους διαδικαστικές πτυχές και το εφαρμοστέο δίκαιο, υπό την επικουρία της νομολογίας όχι μόνον τακτικών, αλλά και διαιτητικών δικαστηρίων επί ενεργειακών διαφορών. Τέλος, στη μελέτη αναλύεται εκτενώς  ο ρόλος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) και η συμβολή της στην ρύθμιση της Ελληνικής ενεργειακής αγοράς και στην επίλυση ενεργειακών διαφορών. Στο παράρτημα του βιβλίου παρουσιάζονται οι υποθέσεις «ελληνικού ενδιαφέροντος» ενώπιον του ICSID, ορισμένες εκ των οποίων προέρχονται από τον τομέα της ενέργειας.

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 12/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Δεκέμβριος 2018
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ


1. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-621/18, Andy Wightman κ.λ.π. κατά Secretary of State for Exiting the European Union - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ και υποβλήθηκε από το Εφετείο της Σκωτίας του Ηνωμένου Βασιλείου (Court of Session, Inner House, First Division, Scotland). Η διαφορά ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου εξελίχθηκε μεταξύ των Andy Wightman, Ross Greer, Alyn Smith, David Martin, Catherine Stihler, Jolyon Maugham και Joanna Cherry και του αρμόδιου Υπουργού για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με αντικείμενο τη δυνατότητα ανάκλησης της γνωστοποίησης της πρόθεσης του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα μετά το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στις 23 Ιουνίου 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου με επιστολή της στις 29 Μαρτίου 2017 γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ένωση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 ΣΕΕ. Οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή για δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας, με αίτημα την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης, προκειμένου να αποσαφηνιστεί αν, πότε και πώς θα μπορούσε να ανακληθεί μονομερώς η ως άνω γνωστοποίηση.
Επιπροσθέτως, οι εκκαλούντες αναγνώρισαν ότι δεν υπάρχει  στο άρθρο 50 ΣΕΕ ρητός κανόνας περί ανάκλησης της γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης από την Ένωση. Επιπροσθέτως, οι εκκαλούντες υποστήριξαν ότι τέτοιο δικαίωμα υφίσταται και είναι μονομερές, ενώ πρέπει να τηρούνται οι συνταγματικοί κανόνες του ενδιαφερόμενου Κράτους-μέλους κατ’ αναλογία προς ό,τι ισχύει για την άσκηση του ίδιου του δικαιώματος αποχώρησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 50, παρ. 1, ΣΕΕ. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι εφόσον δεν έχει τεθεί σε ισχύ η συμφωνία αποχώρησης ή ελλείψει τέτοιας συμφωνίας εφόσον δεν έχει εκπνεύσει η διετής προθεσμία του άρθρου 50 παρ. 3, το υποψήφιο προς αποχώρηση Κράτος-μέλος διατηρεί την ευχέρεια να ανακαλέσει μονομερώς, σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες, τη γνωστοποίηση της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ένωση. Το ανωτέρω συμπέρασμα, κατά το ΔΕΕ είναι συμβατό και με το Διεθνές Δίκαιο των Συνθηκών και ειδικότερα με τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969. Με την ανάκληση επιβεβαιώνεται ότι το ενδιαφερόμενο κράτος εξακολουθεί να αποτελεί μέλος της Ένωσης υπό όρους αμετάβλητους όσον αφορά την ιδιότητά του ως κράτους μέλους και ότι περατώνεται η διαδικασία αποχώρησης.


2. ΔΕΕ, απόφασητης 4ηςΔεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-378/17 Minister for Justice and Equality και Commissioner of the Garda Síochána κατά Workplace Relations Commission - Προδικαστική


Η αίτηση αφορούσε το ζήτημα αν ένα εθνικό όργανο που έχει συσταθεί με νόμο με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να αφήσει ανεφάρμοστο κανόνα του εθνικού δικαίου αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (Supreme Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύτου Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας της Ιρλανδίας(και του αρχηγού της εθνικής αστυνομίας) και του Δικαστηρίου για θέματα ισότητας (Equality Tribunal) του οποίου τις αρμοδιότητες ανέλαβε, από το 2015, η επιτροπή για τις σχέσεις στον χώρο εργασίας σχετικά με την αρμοδιότητα της τελευταίας να αποφασίσει να αφήσει ανεφάρμοστες διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης.
Ειδικότερα, το επίδικο ζήτημα αφορούσε την κατανομή αρμοδιότητας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με την Ιρλανδική νομοθεσία. Η αρμοδιότητα εκδικάσεως υποθέσεων που αφορούν την ισότητα στην απασχόληση είναι επιμερισμένη μεταξύτης επιτροπής για τις σχέσεις στον χώρο εργασίας, η οποία είναι αρμόδια στην πλειονότητα των περιπτώσεων, και του High Court (ανώτερου δικαστηρίου), οσάκις η αποδοχή μιας αιτήσεως στον τομέα αυτόν απαιτεί, μεταξύ άλλων, τη μη εφαρμογή κανόνων του εθνικού δικαίου που δεν είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης. 
Έτσι, το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ένα εθνικό όργανο (Επιτροπή για τις σχέσεις στο χώρο εργασίας) το οποίο έχει συσταθεί με νόμο με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει να αφήσει ανεφάρμοστο εθνικό κανόνα δικαίου αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.


3. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018. Υπόθεση C-385/17, Torsten Hein κατά Albert Holzkamm GmbH&Co. – Προδικαστική


Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας καθώς και του άρθρου 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Torsten Hein και της Albert Holzkamm GmbH& Co. KG σχετικά με τον υπολογισμό των απολαβών αδείας, ήτοι των απολαβών, που ο πρώτος δικαιούται για την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει να ορίζεται με συλλογική σύμβαση ότι για τον υπολογισμό των απολαβών αδείας λαμβάνεται υπόψη η μείωση των αποδοχών του μισθωτού που οφείλεται στην ύπαρξη ημερών κατά τις οποίες, λόγω της εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, δεν παρασχέθηκε εργασία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα του ενωσιακού δικαίου αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε αναφερόταν στη δυνατότητα περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική νομοθεσία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν απαιτείται ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως και το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων προστασίατης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των εργοδοτών προς την πάγια νομολογία των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων η οποία επιβεβαίωνε τη νομιμότητα των σχετικών με την άδεια μετ’ αποδοχών όρων της συλλογικής συμβάσεως εργασίας για τον κατασκευαστικό τομέα.


4. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-551/18 PPU, IK - Προδικαστική


Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8, παρ. 1, στοιχείο στʹ, της Απόφασης‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης θα πρέπει να αναφέρει «στ) την επιβληθείσα ποινή, εάν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση, ή την κλίμακα ποινών που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Βελγίου (Hof van Cassatie) στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στο Βέλγιο, Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως εκδοθέντος από βελγικό δικαστήριο κατά του IK για την εκτέλεση, στο εν λόγω Κράτος-μέλος, στερητικής της ελευθερίας ποινής σε συνδυασμό με την παρεπόμενη ποινή της θέσεως στη διάθεση του Δικαστηρίου αρμοδίου για την εκτέλεση των ποινών. Ειδικότερα, ο ΙΚ, Βέλγος υπήκοος, καταδικάστηκε σε κύρια ποινή φυλάκισης τριών ετών λόγω προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκου κάτω των δεκαέξι ετών χωρίς τη χρήση βίας ή απειλών. Επιπλέον, με την ίδια απόφαση και για την ίδια αξιόποινη πράξη, τέθηκε στη διάθεση του αρμόδιου για την εκτέλεση των ποινών δικαστηρίου για διάρκεια δέκα ετών (παρεπόμενη ποινή). Κατά το βελγικό δίκαιο, η ποινή αυτή αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της κύριας ποινής και, για την εκτέλεσή της, το αρμόδιο δικαστήριο αποφασίζει, πριν από τη λήξη της κύριας ποινής, είτε τη στέρηση της ελευθερίας είτε την υπό επιτήρηση ελευθέρωση του τεθέντος στη διάθεση του δικαστηρίου αυτού.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 8, παρ. 1, στοιχείο στʹ, της Απόφασης‑πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η παράλειψη αναγραφής στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης της παρεπόμενης ποινής αποκλείει τη στέρηση της ελευθερίας του ενδιαφερομένου, προς εκτέλεση της παρεπόμενης αυτής ποινής, μετά τη λήξη της κύριας ποινής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης της παρεπόμενης ποινής δεν αποκλείει τη στέρηση της ελευθερίας του ενδιαφερομένου, προς εκτέλεση της παρεπόμενης αυτής ποινής, μετά τη λήξη της κύριας ποινής.


5. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-493/17 - Heinrich Weiss κ.λπ. - Προδικαστική


Η αίτηση αφορούσε το κύρος της απόφασης 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σχετικά με πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές. Με την ανωτέρω απόφαση το Ευρωσύστημα θέσπισε το πρόγραμμα PSPP, βάσει του οποίου οι κεντρικές του τράπεζες, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις,αγοράζουν στις δευτερογενείς αγορές από επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους επιλέξιμα εμπορεύσιμα χρεόγραφα. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στο πλαίσιο τεσσάρων συνταγματικών προσφυγών τις οποίες άσκησαν οι H. Weiss κ.λπ., B. Lucke κ.λπ., ο P. Gauweiler και οι J. H. von Stein κ.λπ. και οι οποίες αφορούσαν την εφαρμογή, στη Γερμανία, διαφόρων αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τη συνδρομή που παρέσχε η Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα για την εφαρμογή των ως άνω αποφάσεων, καθώς και την προβαλλόμενη αδράνεια της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και της Ομοσπονδιακής Βουλής έναντι της εν λόγω συνδρομής και των ίδιων αποφάσεων.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι επίμαχες αποφάσεις της ΕΚΤ συνιστούν, από κοινού, μια πράξη ultra vires, διότι αντιβαίνουν στην προβλεπόμενη από το άρθρο 119 ΣΛΕΕ κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών -μελών, αφού δεν εμπίπτουν στην αποστολή της ΕΚΤ όπως ορίζεται στο άρθρο 127, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, καθώς και στα άρθρα 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου 4 για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Επίσης, υποστήριξαν ότι εκδόθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 123 ΣΛΕΕ και  αντιβαίνουν στη δημοκρατική αρχή που κατοχυρώνεται στον γερμανικό Θεμελιώδη Νόμο προσβάλλοντας κατά συνέπεια τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα. Στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που η απόφαση 2015/774 υπερβαίνει τα όρια της αποστολής της ΕΚΤ ή εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 123 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να κάνει δεκτές τις προαναφερθείσες προσφυγές. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που το καθεστώς επιμερισμού των ζημιών το οποίο απορρέει από την απόφαση αυτή θίγει τη δημοσιονομική εξουσία της Ομοσπονδιακής Βουλής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν το κύρος της απόφασης 2015/774 και των τροποποιήσεων της, βάσει της ανωτέρω ενωσιακής νομοθεσίας. Ειδικότερα, τέθηκε το ζήτημα εάν αν η έκδοση της απόφασης 2015/774 εμπίπτει στις αρμοδιότητες που ανατίθενται στο ΕΣΚΤ από το πρωτογενές δίκαιο, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του εύρους των αποτελεσμάτων της, τα οποία απορρέουν από τον σημαντικό όγκο των ομολόγων που μπορούν να αγοραστούν στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP και από τη διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος αυτού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η νομισματική πολιτική αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ και ότι με βάση τον σκοπό της απόφασης 2015/774 και τα μέσα που προβλέπονται για την επίτευξή του, η συγκεκριμένη απόφαση εμπίπτει στον τομέα της νομισματικής πολιτικής.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της απόφασης 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.


6. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-219/17, Silvio Berlusconi και Finanziaria d'investimento Fininvest SpA (Fininvest) κατά Banca d'Italia και Istituto per la Vigilanza Sulle Assicurazioni (IVASS) – Προδικαστική


Η αίτηση αφορoούσε την ερμηνεία του άρθρου 256, παρ. 1, και του άρθρου 263, πρώτο, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, του Silvio Berlusconi, της Finanziaria d’ investimento Fininvest SpA (Fininvest) και της Τράπεζας της Ιταλίας και του Ιδρύματος για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (IVASS) σχετικά με τον έλεγχο της αποκτήσεως ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα. Ειδικότερα, εξετάστηκε το ζήτημα ποιος πρέπει να ασκεί τον δικαστικό έλεγχο επί των πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με τον έλεγχο απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 263 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να ασκούν έλεγχο νομιμότητας επί των πράξεων που έχουν χαρακτήρα κινήσεως της διαδικασίας, προπαρασκευαστικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα μη δεσμευτικής προτάσεως και που έχουν εκδοθεί από τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 22 και 23 της Οδηγίας2013/36 (Οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις CRDIV) για την κοινοποίηση και εκτίμηση προτεινόμενων αποκτήσεων συμμετοχήςκαι των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού 1024/2013 του Συμβουλίου για τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να ασκούν έλεγχο νομιμότητας επί των πράξεων που έχουν χαρακτήρα κινήσεως της διαδικασίας, προπαρασκευαστικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα μη δεσμευτικής προτάσεως.



7. ΔΕΕ, Διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας– Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων


Στις 2 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή κατά Κράτους-μέλους δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, με αίτημα να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, α) μειώνοντας το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών τουΑνωτάτου Δικαστηρίου  β) εφαρμόζοντας το μέτρο αυτό στους εν ενεργεία δικαστές που έχουν διορισθεί στο εν λόγω δικαστήριο πριν από τις 3 Απριλίου 2018, και γ) παρέχοντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου πέραν της προσφάτως καθορισθείσας ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Εν συνεχεία, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου, με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2018, (Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-619/18), δέχθηκε προσωρινά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 160, παρ. 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων μέχρι να εκδοθεί η διάταξη με την οποία θα περατώνεται η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2018, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση της Ουγγαρίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατά το στάδιο της προφορικής διαδικασίας, ενώ με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2018,(Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-619/18), η υπόθεση C-619/18 υπήχθη στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 133 του Κανονισμού Διαδικασίας.
Με τη διάταξή του (Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), το ΔΕΕ αποφάσισε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεούται, αμέσως και έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η εκδίκαση της υποθέσεως C-619/18 
- να αναστείλει την εφαρμογή των επίμαχων εθνικών διατάξεων καθώς και κάθε άλλου μέτρου λαμβανομένου κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών·
–να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας τους οποίους αφορούν οι εν λόγω διατάξεις θα έχουν τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους στη θέση που κατείχαν στις 3 Απριλίου 2018, 
– να απέχει από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου που θα έχει ως σκοπό τον διορισμό δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο αντί εκείνων τους οποίους αφορούν οι ίδιες διατάξεις, καθώς και οποιουδήποτε μέτρου έχει ως σκοπό τον διορισμό του νέου πρώτου προέδρου του δικαστηρίου αυτού ή τον καθορισμό του προσώπου το οποίο θα επιφορτισθεί με την ευθύνη να προΐσταται του εν λόγω δικαστηρίου αντί του πρώτου προέδρου του έως τον διορισμό του νέου πρώτου προέδρου, και
–   να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της παρούσας διατάξεως, εν συνεχεία δε καθ’ έκαστο μήνα, όλα τα μέτρα τα οποία θα έχει λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.

(Βλ. σχετ. Δελτίο Νομολογίας Οκτώβριος 2018 Υπόθεση αριθμ. 2 ΔΕΕ, Διάταξη της 19 Οκτωβρίου 2018 της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου, Υπόθεση C-619/18 R,  Επιτροπή κατά Πολωνίας)  


8. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-572/17, Imran Syed – Προδικαστική


Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Σουηδίας (Högstadomstolen),στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κίνησε ο εισαγγελέας κατά του Imran Syed για παραποίηση/απομίμηση σημάτων και προσβολή του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας επί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Σύμφωνα με το επίδικο άρθρο του ενωσιακού δικαίου (άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29) «Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή αντίγραφο των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλως». Ειδικότερα, ο Syed εκμεταλλευόταν κατάστημα λιανικής πωλήσεως στη Στοκχόλμη (Σουηδία), στο οποίο πωλούσε ενδύματα και εξαρτήματα που έφεραν σχέδια εμπνευσμένα από τη ροκ μουσική. Επιπροσθέτως, ο Syed αποθήκευε τα ανωτέρω εμπορεύματα που διετίθεντο προς πώληση στο κατάστημα, σε αποθήκη που επικοινωνούσε με το κατάστημα καθώς και σε άλλη αποθήκη, που βρισκόταν σε προάστιο του Δήμου της Στοκχόλμης. Επειδή διαπιστώθηκε ότι η πώληση πολλών από τα εμπορεύματα αυτά προσέβαλε σήματα και δικαιώματα του δημιουργού κινήθηκε κατά του Syed ποινική δίωξη για παραποίηση/απομίμηση σήματος και παράβαση του νόμου ενώπιον του αρμόδιου πλημμελειοδικείου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι η εκ μέρους εμπόρου αποθήκευση εμπορευμάτων που φέρουν σχέδιο προστατευόμενο από δικαίωμα του δημιουργού μπορεί να συνιστά προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος του κατόχου, όταν ο έμπορος αυτός προσφέρει προς πώληση σε κατάστημα, χωρίς την άδεια του κατόχου του εν λόγω δικαιώματος του δημιουργού, εμπορεύματα πανομοιότυπα με εκείνα που αποθηκεύει χωρίς την άδεια του κατόχου. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι η εκ μέρους εμπόρου αποθήκευση εμπορευμάτων μπορεί να συνιστά προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος διανομής, όταν ο ως άνω έμπορος προσφέρει προς πώληση σε κατάστημα, χωρίς την άδεια του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού, εμπορεύματα πανομοιότυπα με εκείνα που αποθηκεύει, υπό την προϋπόθεση ότι τα αποθηκευμένα εμπορεύματα προορίζονται πράγματι προς πώληση στο έδαφος του Κράτους-μέλους όπου προστατεύεται το συγκεκριμένο σχέδιο. 


9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Südwestrundfunk κατά TiloRittinger κ.λπ.Υπόθεση C-492/17 - Προδικαστική


Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 49, 107 και 108 ΣΛΕΕ, του άρθρου 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.Η αίτηση υποβλήθηκε από το ειρηνοδικείο Tübingen της Γερμανίας (Landgericht Tübingen) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Südwestrundfunk (SWR), ενός περιφερειακού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού δημοσίου δικαίου, και των Tilo Rittinger, Patrick Wolter, Harald Zastera, Marc Schulte καθώς και της Layla Sofan και της Dagmar Fahner σχετικά με εκτελεστούς τίτλους εκδοθέντες από την SWR περί εισπράξεως από τους ανωτέρω της μη καταβληθείσας εισφοράς υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού 659/1999 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η τροποποίηση του καθεστώτος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως ενός Κράτους-μέλους η οποία συνίσταται στην αντικατάσταση ενός ραδιοτηλεοπτικού τέλους που οφείλεται λόγω της κατοχής συσκευής οπτικοακουστικής λήψεως, από εισφορά υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως που οφείλεται ιδίως λόγω της κατοχής οικίας ή επαγγελματικής εγκαταστάσεως, συνιστά τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, στοιχείο γ, του Κανονισμού 659/1999 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η τροποποίηση του καθεστώτος χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως δεν συνιστά τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και ως εκ τούτου δεν πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία παρέχει στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα ορισμένες εξουσίες κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο που του επιτρέπουν να διενεργεί ο ίδιος την αναγκαστική εκτέλεση για απαιτήσεις από οφειλόμενες εισφορές υπέρ της ραδιοτηλεοράσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση.


10. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-514/17, Ministèrepublic κατά Marin-SimionSut – Προδικαστική


Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, σημείο 6, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Kρατών-μελών. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:[...] 6) εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς τον σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, όταν ο καταζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του και αυτό το κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο της Λιέγης του Βελγίου (Cour d’ appel de Liège) στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στο Βέλγιο, Ευρωπαϊκού Έντάλματος Συλλήψεως εκδοθέντος στις 26 Αυγούστου 2011 από τις ρουμανικές αρχές κατά του Marin-Simion Sut. Ειδικότερα,το πρωτοδικείο Carei της Ρουμανίας καταδίκασε τον M.‑S. Sut, ρουμανικής υπηκοότητας, σε στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους και δύο μηνών για οδήγηση οχήματος χωρίς έγκυρες πινακίδες κυκλοφορίας και ισχύουσα άδεια οδηγήσεως, καθώς και για πρόκληση ατυχήματος. Ο Sut εγκατέλειψε τη Ρουμανία προκειμένου να μεταβεί στη Γαλλία, ενώ οι ρουμανικές αρχές εξέδωσαν Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως. Εν συνεχεία, ο M.‑S. Sut μετέβη στο Βέλγιο όπου ζούσε και ασκούσε με τη σύζυγό του δραστηριότητα ελεύθερου επαγγελματία. Ο εισαγγελέας του Πρωτοδικείου Λιέγης ζήτησε την παράδοση του Sut αλλά ο ενδιαφερόμενος αρνήθηκε να συγκατατεθεί στην παράδοση που ζητήθηκε. Αν και ο εισαγγελέας διέταξε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ο Sut άσκησε έφεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του αρμόδιου εθνικού εφετείου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 4, σημείο 6, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν, το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι κάτοικος του Κράτους-μέλους εκτελέσεως και έχει, με το τελευταίο αυτό Κράτος-μέλος, οικογενειακούς, κοινωνικούς και επαγγελματικούς δεσμούς, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται, λόγω εκτιμήσεων σχετικών με την κοινωνική επανένταξη του εν λόγω προσώπου, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος αυτού, έστω και αν η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε το εν λόγω ένταλμα τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκτελέσεως, μόνο με πρόστιμο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, σημείο 6, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος αυτού.