Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

 CES-DUTH ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 2/2020
Αντώνη Μεταξά, Η Ποιοτική Ιδιαιτερότητα της Ενωσιακής Έννομης Τάξης
Αλληλένθεση, Κρίση, Εξαίρεση 
Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2020

Η ελληνική αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία του ενωσιακού δικαίου μας δίνει κάθε χρόνο δυο κατηγορίες επιστημονικών έργων. Από την μια πλευρά αυτά που αφορούν ζητήματα του ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την άλλη αυτές που καταπιάνονται  με το δόγμα της ενωσιακής έννομης τάξης, ανατέμνοντας την αξιακή της ταυτότητα, τις αρχές και τη θεσμική της συγκρότηση. Και οι δύο κατηγορίες έχουν την αξία τους. Ωστόσο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται οι συμβολές της δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή, εκείνες που καταπιάνονται με τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό, τόσο γιατί είναι σαφώς λιγότερες όσο και γιατί κατά τη συγγραφή τους απαιτούν βαθιά γνώση της ποιοτικής ιδιαιτερότητας της ενωσιακής τάξης. Ένας πρόσθετος λόγος για αυτό το ενδιαφέρον είναι ότι κατά την οικοδόμηση του ευρωπαϊκού συνταγματισμού η θεωρεία, όπως βέβαια και η νομολογία του ΔΕΕ, προηγούνται  κατά κανόνα του ενωσιακού συντακτικού νομοθέτη στην αναζήτηση λύσεων.  Στην δεύτερη αυτή κατηγορία έργων κατατάσσεται η μονογραφία του Αντώνη Μεταξά με τίτλο «Η Ποιοτική Ιδιαιτερότητα της Ενωσιακής Έννομης Τάξης, Αλληλένθεση, Κρίση, Εξαίρεση».  

Το έργο διαρθρώνεται σε  τέσσερα (4) κεφάλαια: Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Πολιτικό (Ι), η ενωσιακή έννομη τάξη ως Σύστημα Δικαίου (ΙΙ), Η αλληλεπίδραση μεταξύ ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων (ΙΙΙ) και, τέλος, Καταστάσεις Ανάγκης και Ευρωπαϊκό Δίκαιο (IV). Μέσα από αυτά ο Αντώνης Μεταξάς, βαθύς γνώστης της ποιοτικής ιδιαιτερότητας της ενωσιακής έννομης τάξης, θέτει τα παρακάτω ενδιαφέροντα, επίκαιρα και συνάμα υπαρξιακά ερωτήματα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης:
Ποιος πλουραλισμός, χωρίς σαφή αξιολογικά - κανονιστικά όρια σε μια Ευρώπη με πλέον προδήλως αυταρχικά, αλλά και «εκλεγμένα» πολιτικά καθεστώτα στην καρδιά της; 
Πώς άραγε δομείται μια πλουραλιστική διαδικασία με δικαιοκρατικό πρόσημο στον εξελισσόμενο ευρωπαϊκό συνταγματισμό, όταν εκλείπει το προς τούτο προϋποτιθέμενο βουλητικό στοιχείο; 
Ποιες οι συνέπειες της απονομιμοποίησης του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) σε μια χρονική συγκυρία που η Πολιτική έχει εν πολλοίς εναποθέσει τη διάσωση ακριβώς αυτού του ταυτοτικού ιστού της Ένωσης, ήτοι της δικαιοκρατικής υπόστασης της Ευρώπης, στο ΔΕΕ; 
Ποια πολιτική αλλά και δικαιοκρατική, άρα και δημοκρατική, ενσυναίσθηση εκπέμπει η επιλογή του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας να επιχειρήσει εδώ και τώρα, μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας πανδημικής κρίσης, την «εκκοσμίκευση της οριακής σύγκρουσης» με το ΔΕΕ στο πλαίσιο της όλως πρόσφατης ιστορικής απόφασης Weiss; 
Τι δικαιολογεί τη βίαια διάρρηξη σε αυτή τη συγκυρία, πάντα βέβαια με τις απαραίτητες νομιμοποιητικές περιενδύσεις - ποια «ασφαλέστερη» άραγε νομιμοποιητική μεταμφίεση μιας κυριαρχικής εθνοκεντρικής αξίωσης από την επίκληση της προάσπισης της δημοκρατικής αρχής; -, των συγκερασμών ισχύος μεταξύ ΔΕΕ και εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων για τη διατύπωση του «τελικού» δικαιοδοτικού λόγου; 
Ποιες οι αναταράξεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού στην εποχή της «έκτακτης ανάγκης»; 
Με ποια μεθοδολογικά εργαλεία θα αναδιαταχθεί ο ρόλος της επιστήμης του ευρωπαϊκού δικαίου σε αυτά τα συμφραζόμενα;

Ο συγγραφέας, πάντως, δεν περιορίζεται στην θέση των παραπάνω ερωτημάτων, που σε τελευταία ανάλυση σκιαγραφούν με πληρότητα τη σημερινή κρίση του ευρωπαϊκού  συνταγματισμού άλλα επιχειρεί να διατυπώσει, όπως δηλώνει με σεμνότητα, «τις προκαταρτικές του σκέψεις επί των εγειρομένων επιστημονικών ζητημάτων». Απέναντι στο δίλημμα στασιμότητα, που ενδεχομένως υπαγορεύει η διαρκής διαχείριση κρίσεων, ή εμβάθυνση με την οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού πολιτικού χώρου τοποθετείται υπέρ της δεύτερης λύσης τονίζοντας ότι «Θα πρέπει να σκεφθούμε αποτελεσματικότερους τρόπους σαφούς εξειδίκευσης  υλοποίησης του προστάγματος για «περισσότερη Ευρώπη». Το εγχείρημα αυτό μόνο ευχερές δεν είναι. Το δε στοίχημα της πολιτικής ενοποίησης πρέπει να υποστασιοποιηθεί  και να συγκροτηθεί με συγκεκριμένες κινήσεις θεσμικής δημοκρατικής συμπερίληψης των ενωσιακών πολιτών στα πολιτικά δρώμενα αλλά και με τη λήψη πρωτοβουλιών που θα συνιστούν αλλαγή παραδείγματος, ποιοτικό άλμα από το “business as usual” και την τρέχουσα συμβατική διαχείριση των κρίσεων και αδιεξόδων». Μέσα από αυτές τις σκέψεις, που διατυπώνονται αφενός με σημείο εκκίνησης την δεδηλωμένη πίστη του στην ανάγκη συνέχισης και εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης στην προοπτική «μιας διαρκώς στενότερης Ένωσης» και αφετέρου στην κριτική θέση που λαμβάνει απέναντι στις πλουραλιστικές θεωρίες για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ο Αντώνης Μεταξάς αποκαλύπτει την επιστημονική του αγωνία για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Πως αλλιώς θα μπορούσε άραγε να εκληφθεί η καταληκτική του φράση «τα ψέματα πλέον τελείωσαν, ίσως λίγο πριν τελειώσει και η ίδια η Ένωση»; 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής 

 CES-DUTH ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1/2020

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Ασκήσεις Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 
40 πρακτικά θέματα με απαντήσεις, 100 ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών  
Νομική Βιβλιοθήκη 2020

Οι  Ασκήσεις Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί μια προσπάθεια υποστήριξης του φοιτητή στο μάθημα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περιλαμβάνει 40 πρακτικά θέματα (ασκήσεις) μεταβλητής δυσκολίας  με ενδεικτικές λύσεις, που καλύπτουν το σύνολο σχεδόν της διδακτέας ύλης στο θεσμικό δίκαιο, στην ενωσιακή έννομη τάξη και, κυρίως, στο δικαστικό σύστημα της Ένωσης. Η ύλη είναι ταξινομημένη σε θεματικές ενότητες, που η κάθε μια περιλαμβάνει ασκήσεις και τις αντίστοιχες θεωρητικές ερωτήσεις. Κάθε θεματική ενότητα περιλαμβάνει και αριθμό θεωρητικών ερωτήσεων, που η αντιμετώπισή της συμπληρώνει τη μελέτη και την προετοιμασία των φοιτητών, αφού κατά παράδοση τα θέματα των εξετάσεων στις Ελληνικές Νομικές Σχολές περιλαμβάνουν τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά θέματα (θέματα ανάπτυξης). Επιπρόσθετα , οι Ασκήσεις είναι χρήσιμες στον φοιτητή όχι μόνο στις εξετάσεις αλλά και στην προετοιμασία του ενόψει του μαθήματος και κατ’ επέκταση στην ενεργή συμμετοχή του σε αυτό. Η τελική επεξεργασία του κειμένου έγινε εν μέσω της πανδημίας, που άλλαξε μεταξύ άλλων και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά και τον τρόπο αξιολόγησης των φοιτητών. Στην προσπάθεια δημιουργίας μιας αξιόπιστης εξ αποστάσεως αξιολόγησης των φοιτητών δημιουργήθηκε ένας μεγάλος αριθμό ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών (multiple choice) που τοποθετήθηκαν στο Παράρτημα των Ασκήσεων, που είναι χρήσιμες για τον αναγνώστη, έστω και ως τεστ αυτοαξιολόγησης.



Αν και οι Ασκήσεις καλύπτουν ένα κενό στα διδακτικά συγγράμματα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιδιώκουν και δεν πρέπει να υποκαταστήσουν το διδακτικό (συστηματικό) εγχειρίδιο, αλλά να το συμπληρώσουν. Σκοπός του έργου είναι να βοηθήσει τους νέους νομικούς, στους οποίους κατά κύριο λόγο απευθύνεται, να αποκτήσουν την ικανότητα να εφαρμόζουν σωστά κατά τη λύση του πρακτικού θέματος τις γνώσεις που έχουν αποκτήσει από τη μελέτη του συστηματικού βιβλίου, που έχουν στην διάθεσή τους. Με άλλα λόγια, η παρούσα συλλογή πρέπει να θεωρηθεί ως συμπλήρωμα και όχι ως υποκατάστατο του πανεπιστημιακού συγγράμματος ή εγχειριδίου. 

Ο πυρήνας των ασκήσεων που περιλαμβάνει το έργο είναι θέματα εξετάσεων, τα οποία έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν κατά καιρούς οι φοιτητές της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ωστόσο, υπάρχουν και πρακτικά θέματα που έχουν τεθεί κατά καιρούς και στις υπόλοιπες ελληνικές Νομικές Σχολές καθώς και σε άλλες Σχολές και Τμήματα, όπου διδάσκεται το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο η βασική πηγή έμπνευσης για τη διαμόρφωση των εν λόγω ασκήσεων αποτέλεσε κατά βάση η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κρίσιμα ζητήματα του ενωσιακού δικαίου, οι αποφάσεις του οποίου σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν την εξέλιξη της έννομης τάξης της Ένωσης. Αυτός είναι και ο λόγος, που αρκετά πρακτικά θέματα του παρόντος χαρακτηρίζονται από εκτενή ανάπτυξη του ιστορικού, η οποία αποτελεί αφορμή για τη συζήτηση διαφόρων νομικών προβλημάτων. Κάτι τέτοιο κρίθηκε σκόπιμο, αφού η ζωή πολλές φορές έχει τις περιπλοκές της, που αποτυπώνονται κατά την επίλυση των νομικών διαφορών, ώστε να ενδείκνυται ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του δικαίου να έχει συνηθίσει στη διαχείριση πολύπλοκων και εκτενών ιστορικών. Αυτή η μέθοδος, εξάλλου, βοηθά τον φοιτητή στην ανάπτυξη της ικανότητας διαχωρισμού του ουσιώδους και κρίσιμου από το επουσιώδες και νομικώς αδιάφορο. 


Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/2020
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ


1. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-482/18, Google Ireland Limited κατά Nemzeti Adó-és Vámhivatal Kiemelt Adó-és Vámigazgatósága – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 18 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης (Ουγγαρία) (Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Google Ireland Limited, εταιρίας εγκατεστημένης στην Ιρλανδία, και της φορολογικής αρχής. Η επίδικη διαφορά αφορούσε αποφάσεις της φορολογικής αρχής, σύμφωνα με τις οποίες επιβλήθηκαν πρόστιμα στην ανωτέρω εταιρεία λόγω παράβασης της προβλεπόμενης από την ουγγρική νομοθεσία υποχρέωσης υποβολής δήλωσης, την οποία υπέχουν τα πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητα υποκείμενη στον φόρο διαφημίσεων. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν συντρέχει περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, εξαιτίας της υποχρέωσης υποβολής δήλωσης, που επιβάλλεται σε παρόχους διαφημιστικών υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο Κράτος-μέλος (στην περίπτωση μας Ιρλανδία), στο πλαίσιο της υπαγωγής τους σε φόρο σχετικό με τις διαδικτυακές διαφημίσεις.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω υποχρέωση υποβολής δήλωσης αποτελεί διοικητική διατύπωση, η οποία δεν συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Αν και οι πάροχοι διαφημιστικών υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στην Ουγγαρία εξαιρούνται της ανωτέρω υποχρέωσης το γεγονός αυτό δεν συνιστά έναντι των παρόχων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο Κράτος-μέλος της ΕΕ διαφορετική μεταχείριση ικανή να αποτελέσει περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 δεν αντίκειται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση 

Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους μέλους (Ουγγαρία) κατά την οποία στους εγκατεστημένους σε άλλο Κράτος-μέλος παρόχους υπηρεσιών, οι οποίοι δεν έχουν εκπληρώσει την ανωτέρω υποχρέωση υποβολής δήλωσης επιβάλλεται εντός μερικών ημερών μια σειρά προστίμων, των οποίων το ποσό, αρχής γενομένης από το δεύτερο πρόστιμο, τριπλασιάζεται σε σχέση με το ποσό του προηγούμενου προστίμου κάθε φορά που διαπιστώνεται εκ νέου η μη εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης. Αποτέλεσμα της εθνικής ρυθμίσεως ήταν να προκύπτει συνολικό ποσό εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς οι πάροχοι αυτοί να έχουν μπορέσει να συμμορφωθούν με μια τέτοια υποχρέωση υποβολής δήλωσης πριν από την παραλαβή της απόφασης με την οποία καθορίζεται οριστικά το συνολικό ποσό των εν λόγω προστίμων. Αντιθέτως, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε πάροχο εγκατεστημένο στο κράτος μέλος φορολόγησης ο οποίος, κατά παράβαση των γενικών διατάξεων της εθνικής φορολογικής νομοθεσίας, δεν έχει συμμορφωθεί με αντίστοιχη υποχρέωση υποβολής δήλωσης ή εγγραφής είναι σημαντικά χαμηλότερο και δεν αυξάνεται, σε περίπτωση συνεχιζόμενης μη εκπλήρωσης μιας τέτοιας υποχρέωσης, ούτε στον ίδιο βαθμό ούτε κατ’ ανάγκην μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.

Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το σύστημα κυρώσεων εφαρμόζεται αδιακρίτως. Ωστόσο, έκρινε ότι η επιβολή σημαντικά υψηλότερων προστίμων στους παρόχους, που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα Κράτη-μέλη, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, ο οποίος καταρχήν απαγορεύεται.

Η Ουγγρική Κυβέρνηση για να δικαιολογήσει την εθνική ρύθμιση επικαλέστηκε την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων και της είσπραξης του φόρου. 

Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο ανωτέρω λόγος συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.Το ΔΕΕ, ελέγχοντας εάν η εθνική ρύθμιση είναι συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας, έκρινε ότι το επίδικο σύστημα κυρώσεων δεν είναι συμβατό με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.


2. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-496/18, HUNGEOD Közlekedésfejlesztési, Földmérési, Út-és Vasúttervezési Kft. κ.λπ. κατά Közbeszerzési Hatóság Közbeszerzési Döntőbizottság – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών κατόπιν προσφυγών που άσκησαν, αφενός, η Hungeod, η Sixense Soldata και η Budapesti Közlekedési Zrt. (υπόθεση C 496/18) και, αφετέρου, η Budapesti Közlekedési (υπόθεση C 497/18) κατά αποφάσεων επιτροπής δημοσίων συμβάσεων όσον αφορά την τροποποίηση υπό εκτέλεση συμβάσεων, οι οποίες συνήφθησαν κατόπιν διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν οι αιτιολογικές σκέψεις 25 και 27 της Οδηγίας 2007/66, το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 89/665, το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της Οδηγίας 92/13, το άρθρο 83, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/24 και το άρθρο 99, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/25 επιβάλλουν ή απαγορεύουν στα Κράτη-μέλη να θεσπίσουν ρύθμιση δυνάμει της οποίας ελεγκτική αρχή δύναται να κινήσει αυτεπαγγέλτως, για λόγους προστασίας των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ένωσης, διαδικασία προσφυγής με σκοπό τον έλεγχο των παραβάσεων της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα, το νομικό ζήτημα που προέκυψε ήταν εάν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει την  αυτεπάγγελτη κίνηση διαδικασιών προσφυγής από δημόσιες αρχές, με αντικείμενο τροποποιήσεις δημοσίων συμβάσεων, μετά τη λήξη των αποκλειστικών προθεσμιών που προβλέπονταν σχετικώς στην εθνική νομοθετική ρύθμιση που ίσχυε κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των τροποποιήσεων, εφόσον οι προσφυγές αυτές καταλήγουν στην επιβολή κυρώσεων, σε αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης, μετά την πάροδο ετών από την πραγματοποίηση των τροποποιήσεων;

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση δεν αντιβαίνει στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο η συγκεκριμένη διαδικασία προσφυγής πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου της ΕΕ στο μέτρο κατά το οποίο οι δημόσιες συμβάσεις, που αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής αυτής εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων των γενικών αρχών του στις οποίες καταλέγεται η γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου.

3. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-2/19, A.P., Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Αποφάσεως Πλαισίου 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους με σκοπό την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων.  Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της ανωτέρω Αποφάσεως – Πλαισίου «2. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ισχύει μόνο όσον αφορά: α) την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και, κατά περίπτωση, των αποφάσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους, β) τη μεταβίβαση αρμοδιότητας για την εποπτεία μέτρων αναστολής και εναλλακτικών κυρώσεων, γ) όλες τις άλλες αποφάσεις που σχετίζονται με τα αναφερόμενα στα στοιχεία α) και β), όπως περιγράφονται και προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.». Επιπρόσθετα και σύμφωνα με το άρθρο 4 της ίδιας Αποφάσεως-Πλαισίου «1. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στα ακόλουθα μέτρα αναστολής ή εναλλακτικές κυρώσεις: α) υποχρέωση του καταδικασθέντος να ενημερώνει συγκεκριμένη αρχή σχετικά με τυχόν αλλαγή κατοικίας ή τόπου εργασίας, β) απαγόρευση εισόδου σε ορισμένους χώρους, μέρη ή καθορισμένες περιοχές στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος εκτέλεσης,  […], δ) μέτρα που αφορούν τη διαγωγή, την κατοικία, την εκπαίδευση και κατάρτιση, την ψυχαγωγία ή περιλαμβάνουν περιορισμούς ή λεπτομέρειες όσον αφορά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας,[…] στ) υποχρέωση του καταδικασθέντος να αποφεύγει την επαφή με συγκεκριμένα πρόσωπα· ζ) υποχρέωση του καταδικασθέντος να αποφεύγει την επαφή με συγκεκριμένα αντικείμενα, τα οποία έχει χρησιμοποιήσει ή είναι πιθανόν να χρησιμοποιήσει με σκοπό την τέλεση αδικήματος […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας (Riigikohus) στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο την αναγνώριση, στην Εσθονία, αποφάσεως του Πρωτοδικείου Ρίγας της Λετονίας, με την οποία ο Α. P. καταδικάστηκε σε ποινή τριετούς φυλάκισης, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1, παρ. 2, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2008/947 έχει την έννοια ότι η αναγνώριση δικαστικής αποφάσεως επιβάλλουσας στερητική της ελευθερίας ποινή, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη με μόνη προϋπόθεση να τηρήσει ο ενδιαφερόμενος τη νομική υποχρέωση να μη διαπράξει νέα αξιόποινη πράξη για το διάστημα της αναστολής, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου. Ειδικότερα, το ΔΕΕ εξέτασε αν η υποχρέωση του ενδιαφερομένου να μη διαπράξει νέα αξιόποινη πράξη κατά το διάστημα της αναστολής συνιστά μέτρο αναστολής κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 2, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2008/947, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παρ. 1, στοιχείο δʹ, αυτής, έχει την έννοια ότι η αναγνώριση δικαστικής με το ανωτέρω περιεχόμενο και διατακτικό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως πλαισίου εφόσον αυτή η εκ του νόμου υποχρέωση απορρέει από την ως άνω δικαστική απόφαση ή από απόφαση περί αναστολής, που εκδόθηκε βάσει της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως.


4. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-679/18, OPR-Finance s.r.o. κατά GK - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 8 και 23 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Το άρθρο 8 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Οστράβα (Okresní soud v Ostravě) της Τσέχικης Δημοκρατίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της OPR-Finance s.r.o. και της GK σχετικά με αίτημα περί καταβολής των υπολειπόμενων ποσών που οφείλονταν βάσει συμβάσεως πιστώσεως που είχε χορηγήσει στην GK η εταιρία αυτή. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά η GK συνήψε εξ αποστάσεως με την OPR-Finance σύμβαση πιστώσεως βάσει της οποίας η δεύτερη-πιστοδότρια κατέβαλε στην πρώτη ποσό ύψους 4.900 τσεχικών κορωνών (CZK) (περίπου 192 ευρώ). Η GK δεν εξόφλησε τις ληξιπρόθεσμες δόσεις και η OPR-Finance άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα την εξόφληση του ποσού πλέον των νομίμων τόκων. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 8 της Οδηγίας 2008/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, έχει την έννοια ότι, α) επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας προσυμβατικής υποχρεώσεως του πιστωτικού φορέα να εκτιμήσει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή και να εκτιμά τις συνέπειες που απορρέουν, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, από παράβαση της υποχρεώσεως αυτής και β) αντιτίθεται σε εθνικό σύστημα βάσει του οποίου η ανωτέρω παράβαση επισύρει την κύρωση της ακυρότητας της συμβάσεως πιστώσεως, με ταυτόχρονη υποχρέωση του καταναλωτή να επιστρέψει στον πιστωτικό φορέα το χορηγηθέν κεφάλαιο σε χρόνο ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος θα προβάλει την ακυρότητα αυτή, και δη εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών.

Τον ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα του ενωσιακού δικαίου έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν σε εθνικό δικαστήριο να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη της ανωτέρω παραβάσεως του πιστωτικού φορέα. 

Επίσης, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε σύστημα σύμφωνα με το οποίο η επερχόμενη στον πιστωτικό φορέα κύρωση της ακυρότητας της σύμβασης πιστώσεως (με τι ανωτέρω λοιπές προϋποθέσεις) εφαρμόζεται, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο καταναλωτής θα προβάλει την ακυρότητα αυτή, και δη εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-659/18, Ποινική δίκη κατά VW - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας. 

Επιπρ'οσθετα, ερμηνεύτηκε συνδυαστικά και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας «2. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη: «α) προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, β) κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ, γ)  χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας, δ) όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.» Η αίτηση υποβλήθηκε από τον 4ο ανακριτή δικαστή της Μπανταλόνα, Ισπανίας (Juzgado de Instrucción n. 4 de Badalona) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του VW για τα αδικήματα της οδήγησης χωρίς άδεια και της πλαστογραφίας. Ειδικότερα, ο αρμόδιος ανακριτής αποφάσισε να εξετάσει τον VW και διορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικηγόρος υπερασπίσεως. Κατόπιν διαφόρων κλητεύσεων του ενδιαφερομένου που απέβησαν άκαρπες, εκδόθηκε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης και βίαιης προσαγωγής. Στο μέτρο που ο VW δεν εμφανίστηκε κατόπιν της πρώτης κλητεύσεως και εκκρεμούσε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν η ισχύς του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί μέχρι της εκτελέσεως του εντάλματος αυτού, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν να διευκρινιστεί αν η Οδηγία 2013/48, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η ισχύς του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί, κατά το στάδιο της προδικασίας, λόγω μη εμφάνισης του υπόπτου ή του κατηγορούμενου κατόπιν κλητεύσεώς του προς εμφάνιση ενώπιον ανακριτή δικαστή, μέχρι να εκτελεστεί το εθνικό ένταλμα σύλληψης που έχει εκδοθεί εις βάρος του ενδιαφερομένου.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.


6. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-125/18, Marc Gómez del Moral Guasch κατά Bankia SA - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η [Ευρωπαϊκή Ένωση], ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το 38ο Πρωτοδικείο της Βαρκελώνης (Juzgado de Primera Instancia n° 38 de Barcelona) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Marc Gómez del Moral Guasch και της Bankia SA σχετικά με τη ρήτρα περί κυμαινόμενου και ανταποδοτικού επιτοκίου η οποία περιέχεται στη συναφθείσα μεταξύ των δύο αυτών μερών σύμβαση ενυπόθηκου δανείου. Ειδικότερα, ο M. Gómez del Moral Guasch συνήψε με τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο διαδέχθηκε η Bankia, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου για ποσό 132 222,66 ευρώ, με σκοπό τη χρηματοδότηση της αγοράς κατοικίας. Το σημείο 3bis της συμβάσεως αυτής, το οποίο τιτλοφορείτο «Κυμαινόμενο επιτόκιο», περιλαμβάνει ρήτρα δυνάμει της οποίας το επιτόκιο που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής ποικίλλει ανάλογα με τον IRPH των ισπανικών ταμιευτηρίων. Η εν λόγω επίμαχη ρήτρα έχει ως εξής: «Το συμβατικό επιτόκιο καθορίζεται ανά εξαμηνιαίες περιόδους, οι οποίες υπολογίζονται από την ημερομηνία υπογραφής της συμβάσεως, είναι δε, κατά το πρώτο εξάμηνο, το μνημονευόμενο στην οικονομική ρήτρα 3. Για τα επόμενα εξάμηνα, το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι το μέσο επιτόκιο ταμιευτηρίων για ενυπόθηκα δάνεια διάρκειας άνω των τριών ετών, για την αγορά κατοικίας στην τιμή της αγοράς, το οποίο ισχύει κατά την αναθεώρηση και το οποίο η Κεντρική Τράπεζα της Ισπανίας δημοσιεύει επίσημα και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην Boletín Oficial del Estado για τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, στρογγυλοποιημένο στο επόμενο τέταρτο εκατοστιαίας μονάδας, προσαυξημένο κατά το 0,25 εκατοστιαίας μονάδας.». Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής ρήτρα συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, η οποία προβλέπει ότι το εφαρμοστέο στο δάνειο επιτόκιο βασίζεται σε έναν από τους επίσημους δείκτες αναφοράς, τους οποίους προβλέπει η εθνική ρύθμιση και μπορούν να εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα στα ενυπόθηκα δάνεια.

Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το ανωτέρω άρθρο έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής η ανωτέρω ρήτρα όταν η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει ούτε την υποχρεωτική εφαρμογή του δείκτη αυτού, ανεξαρτήτως της επιλογής των εν λόγω συμβαλλομένων, ούτε τη συμπληρωματική εφαρμογή του ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ τους.

Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 93/13, και ιδίως το άρθρο 4, παρ. 2, και το άρθρο 5 αυτής, έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απαίτηση διαφάνειας συμβατικής ρήτρας, στο πλαίσιο συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, η οποία καθορίζει κυμαινόμενο επιτόκιο, ο τρόπος υπολογισμού του οποίου θεωρείται πολύπλοκος για τον μέσο καταναλωτή, ο επαγγελματίας οφείλει να γνωστοποιεί στον καταναλωτή πληροφορίες σχετικές με τη μέθοδο υπολογισμού του δείκτη βάσει του οποίου υπολογίζεται το εν λόγω επιτόκιο, καθώς και με την εξέλιξη του δείκτη αυτού στο παρελθόν και τον τρόπο με τον οποίο ο δείκτης θα μπορούσε να εξελιχθεί στο μέλλον.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα πρέπει όχι μόνο να είναι κατανοητή από τυπικής και γραμματικής απόψεως, αλλά και να παρέχει στον μέσο καταναλωτή τη δυνατότητα να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία του τρόπου υπολογισμού του εν λόγω επιτοκίου, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές του υποχρεώσεις. Αποτελούν στοιχεία ιδιαιτέρως κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί συναφώς το εθνικό δικαστήριο, αφενός, το γεγονός ότι τα κύρια στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού είναι ευχερώς προσβάσιμα για όποιον σκοπεύει να συνάψει ενυπόθηκο δάνειο, μέσω της δημοσιεύσεως του τρόπου υπολογισμού του εν λόγω επιτοκίου, καθώς και, αφετέρου, η παροχή πληροφοριών σχετικά με την παρελθούσα εξέλιξη του δείκτη βάσει του οποίου υπολογίζεται το εν λόγω επιτόκιο.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-215/18, Libuše Králová κατά Primera Air Scandinavia-Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο της Πράγας (Obvodní soud pro Prahu 8) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Libuše Králová και της Primera Air Scandinavia A/S, εμπορικής αεροπορικής εταιρίας με έδρα τη Δανία (Primera), με αντικείμενο αγωγή αποζημίωσης βάσει του Κανονισμού 261/2004 λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που σημειώθηκε σε πτήση από την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία) στο Keflavík (Ισλανδία) εκτελεσθείσα από την Primera. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν ο Κανονισμός 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι o επιβάτης πτήσης, η οποία καθυστέρησε τρεις ή περισσότερες ώρες μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης δυνάμει των άρθρων 6 και 7 του ως άνω Κανονισμού κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, έστω και αν ο επιβάτης και ο αερομεταφορέας αυτός δεν έχουν συνάψει μεταξύ τους σύμβαση και η επίμαχη πτήση αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδιού εμπίπτοντος στην Οδηγία 90/314. Ειδικότερα το ανωτέρω νομικό σχετίζεται με το αν ο Κανονισμός 261/2004 εφαρμόζεται σε αερομεταφορέα ο οποίος πραγματοποίησε την καθυστερημένη πτήση στο όνομα του προσώπου το οποίο συνήψε τη σύμβαση με τον επιβάτη και χωρίς να έχει συνάψει ο ίδιος σύμβαση με τον επιβάτη.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο επιβάτης μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης στο πλαίσιο των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών κατά του πραγματικού αερομεταφορέα.

Το δεύτερο νομικό ζήτημα  αν το άρθρο 5, σημείο 1, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημίωσης που ασκείται δυνάμει του Κανονισμού 261/2004 από επιβάτη κατά του πραγματικού αερομεταφορέα εμπίπτει στην κατά τη διάταξη αυτή έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», έστω και αν μεταξύ των μερών αυτών δεν έχει συναφθεί σύμβαση.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, σημείο 1, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημίωσης, που ασκείται δυνάμει του Κανονισμού 261/2004 από επιβάτη κατά του πραγματικού αερομεταφορέα εμπίπτει στην κατά τη διάταξη αυτή έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», έστω και αν μεταξύ των μερών αυτών δεν έχει συναφθεί σύμβαση.

8.  ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-66/19, JC κατά Kreissparkasse Saarlouis - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 10, παρ. 2, στοιχείο ιστʹ, της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Σύμφωνα με το επίδικο άρθρο της ανωτέρω Οδηγίας «Η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο: […] ιστ)  την ύπαρξη ή την απουσία δικαιώματος υπαναχώρησης, την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να ασκηθεί και άλλους όρους που διέπουν την άσκησή του, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλει το αναληφθέν κεφάλαιο και τους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο β), και το ποσό των καταβλητέων τόκων σε ημερήσια βάση». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Περιφερειακό Δικαστήριο Saarbrücken, (Γερμανία) (Landgericht Saarbrücken) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του JC, καταναλωτή, και του Kreissparkasse Saarlouis σχετικά με την άσκηση από τον JC του δικαιώματός του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης που συνήψε με το τελευταίο. Ειδικότερα, το έτος 2012 ο καταναλωτής JC συνήψε με το πιστωτικό ίδρυμα Kreissparkasse Saarlouis σύμβαση πίστωσης, η οποία εξασφαλίστηκε με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου ύψους 100.000 ευρώ, με σταθερό, μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2021, ετήσιο χρεωστικό επιτόκιο 3,61 %. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 10, παρ. 2, στοιχ. ιστʹ, της Οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό σύμβαση πίστωσης η οποία, όσον αφορά τις πληροφορίες που προβλέπει το άρθρο 10 της Οδηγίας, παραπέμπει σε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, η οποία παραπέμπει με τη σειρά της σε άλλες διατάξεις του δικαίου του οικείου Κράτους-μέλους.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι απλή παραπομπή, με τους γενικούς όρους της σύμβασης, σε νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο το οποίο ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών δεν αρκεί και δεν πληροί την απαίτηση, περί γνωστοποίησης στον καταναλωτή, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο των όρων της πιστωτικής συμβάσεως.

9.  ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Υπόθεση C-717/18, Procureur-generaal κατά X - Προδικαστική

Η αίτηση  αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ.2 της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της ανωτέρω Αποφάσεως-Πλαίσιο «Η παράδοση βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό τις προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξης χωρεί για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών και όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος: –[…], –  τρομοκρατία, –[…],[…]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο της Γάνδης (hof van beroep te Gent) στο πλαίσιο της εκτελέσεως στο Βέλγιο ΕΕΣ εκδοθέντος από το Ανώτερο Ειδικό Δικαστήριο της Ισπανίας σε βάρος του X. Ειδικότερα, το Ανώτερο Ειδικό Δικαστήριο (Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2017) της Ισπανίας καταδίκασε τον X, μεταξύ άλλων, για πράξεις οι οποίες στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη της εξύμνησης της τρομοκρατίας και του εξευτελισμού των θυμάτων της, που προβλέπεται στο άρθρο 578 του Ποινικού Κώδικα, και του επέβαλε τη μέγιστη ποινής φυλακίσεως δύο ετών. Η ως άνω απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Δεδομένου ότι ο X μετέβη από την Ισπανία στο Βέλγιο, το Ανώτερο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε ΕΕΣ σε βάρος του και συμπληρωματικό ΕΕΣ για την αξιόποινη πράξη της «τρομοκρατίας», υπό την έννοια του άρθρου 2, παρ. 2, δεύτερη περίπτωση, της Αποφάσεως-Παισίου 2002/584, προς εκτέλεση της ποινής που είχε επιβληθεί με την από 21 Φεβρουαρίου 2017 απόφαση του δικαστηρίου αυτού. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παρ. 2, της Αποφάσεως-Πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως τιμωρείται, εντός του Κράτους-μέλους εκδόσεως, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, όπως η ποινή αυτή και το μέτρο αυτό ορίζονται από το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λάβει υπόψη το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ΕΕΣ ή το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω εντάλματος συλλήψεως. Με άλλα λόγια το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το επίδικο άρθρο υπό το πρίσμα ποιο είναι το χρονικά εφαρμοστέο δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως (Ισπανία) που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η δικαστική αρχή του Κράτους-μέλους εκτελέσεως (Βέλγιο) προκειμένου να εξακριβώσει αν πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με την ανώτατη διάρκεια ποινής τουλάχιστον τριών ετών, που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, όταν στο ως άνω δίκαιο έχουν επέλθει τροποποιήσεις μεταξύ της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και της ημερομηνίας εκδόσεως, ή ακόμη και της ημερομηνίας εκτελέσεως, του εν λόγω εντάλματος.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λάβει υπόψη το δίκαιο του Κράτους-μέλους εκδόσεως όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-558/18 και C-563/18, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny zastępowany przez Prokuraturę Krajową, initialement Prokuratura Okręgowa w Płocku κατά Skarb Państwa – Wojewoda Łódzki κ.λπ. - Προδικαστική

Οι υπό κρίση υποθέσεις σχετίζονται με τη μεταρρύθμιση του πολωνικού δικαστικού συστήματος μέσω μέτρων τα οποία ελήφθησαν το 2017 και περιέχονται στην αιτιολογημένη πρόταση της Επιτροπής, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, ΣΕΕ σχετικά με το Κράτος Δικαίου στην Πολωνία. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, στην υπόθεση C 558/18, ο Δήμος Łowicz άσκησε αγωγή κατά του Δημοσίου Ταμείου ενώπιον του Πρωτοδικείου Łódź με αίτημα την καταβολή, ποσού ύψους 2. 357.148 πολωνικών ζλότυ (PLN) (περίπου 547.612 ευρώ) στο πλαίσιο της επιχορήγησης προς κάλυψη των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο εν λόγω δήμος λόγω της ασκήσεως, κατά το χρονικό διάστημα από το 2005 έως το 2015, ορισμένων αρμοδιοτήτων που του ανατέθηκαν στον τομέα της δημόσιας διοικήσεως. Το Δημόσιο Ταμείο άσκησε ανακοπή και η διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί απώλεσε την εκτελεστότητά της. Κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι πολύ πιθανό, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά την εν λόγω διαδικασία, η απόφαση που θα εκδοθεί στην υπόθεση αυτή να είναι δυσμενής για το Δημόσιο Ταμείο.

Στην υπόθεση C 563/18, προέκυψε ότι οι VX, WW και XV διώκονται ποινικώς, ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, λόγω συμμετοχής σε δύο απαγωγές, οι οποίες διαπράχθηκαν το 2002 και το 2003 αντιστοίχως, και οι οποίες είχαν ως συνέπεια τη στέρηση της ελευθερίας των θυμάτων με σκοπό να αποκομισθεί περιουσιακό όφελος. Οι VX, WW και XV, οι οποίοι ομολόγησαν τα προσαπτόμενα σε αυτούς πραγματικά περιστατικά και συνεργάσθηκαν με τις διωκτικές αρχές, ζήτησαν να υπαχθούν στο καθεστώς των «συνεργαζόμενων μαρτύρων», στοιχείο το οποίο θα υποχρεώσει το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το ενδεχόμενο να τους επιβληθεί κατ’ εξαίρεση μειωμένη ποινή βάσει των διατάξεων του ποινικού κώδικα. Στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως έγινε λόγος για φόβους ασκήσεως πειθαρχικών διώξεων κατά των δικαστών των μονομελών δικαστικών σχηματισμών που εκδικάζουν τις ανωτέρω υποθέσεις λόγω των νομοθετικών εξελίξεων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες κατά των δικαστικών λειτουργών. Οι εξελίξεις ήταν οι παρακάτω:

Πρώτον, οι δικαστές που υπηρετούν στο πειθαρχικό τμήμα διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατόπιν προτάσεως του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, του οποίου 15 μέλη, με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, θα εκλέγονται πλέον από τη Sejm (Δίαιτα)

Δεύτερον, το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο υπό τη νέα σύνθεσή του κατέστη το ίδιο οιονεί πειθαρχικό όργανο, δεδομένου ότι είναι αρμόδιο να εκδικάζει τις προσφυγές κατά των αποφάσεων των προέδρων δικαστηρίων με αντικείμενο τις μεταθέσεις δικαστών σε άλλα δικαστικά τμήματα. 

Τρίτον, πολλοί πρόεδροι δικαστηρίων διορίσθηκαν από τον νυν Υπουργό Δικαιοσύνης, ορισμένοι δε εξ αυτών εξελέγησαν ως μέλη του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου.

Τέταρτον, ο Υπουργός Δικαιοσύνης ασκεί ταυτόχρονα και καθήκοντα Γενικού Εισαγγελέα στην πειθαρχική διαδικασία κατά των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων. 

Στις υπό κρίση υποθέσεις, το Πρωτοδικείο Łódź της Πολωνίας (Sąd Okręgowy w Łodzi) και το Πρωτοδικείο Βαρσοβίας (Sąd Okręgowy w Warszawie) ζήτησαν από το Δικαστήριο καθοδήγηση επί του ζητήματος αν το νέο καθεστώς για την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών στην Πολωνία πληροί τις απαιτήσεις περί δικαστικής ανεξαρτησίας κατά το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. 

Το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι αρμόδιο να ελέγξει το άρθρο 19 παρ. 1 ΣΛΕΕ καθότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κάθε εθνικού οργάνου (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο) δυνάμενου να αποφαίνεται, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και εμπιπτόντων σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό. Ωστόσο, τα ερωτήματα και οι αιτήσεις προδικαστικής απόφασης κρίθηκαν απαράδεκτες, διότι τα ερωτήματα δεν αφορούσαν ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ανταποκρινόμενη σε αντικειμενική ανάγκη για την επίλυση των διαφορών αυτών, αλλά είχαν γενικό χαρακτήρα.



Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

 CES-Duth Working Paper 2/2020
Αυταρχισμός και ακαδημαϊκή ελευθερία:  μια αδύνατη συμβίωση
Η υπόθεση του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης ενώπιον του ΔΕΕ
Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στις 16/11/2020 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)

Είναι ευρέως γνωστή η αντίθεση της Κυβέρνησης του Viktor Orbán της Ουγγαρίας με τον ουγγρικής καταγωγής Αμερικάνο επιχειρηματία George Soros και τις δραστηριότητες που αναπτύσσει στην χώρα αυτή της κεντρικής Ευρώπης. Η αντίθεση αυτή ενέπνευσε ορισμένες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που δημιούργησαν σημαντικά ζητήματα τριβής με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τις αξίες της, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Ως τέτοιες είτε ήδη αντιμετωπίστηκαν είτε εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ). 

Στις 6 Οκτωβρίου 2020 το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε νέα καταδικαστική απόφαση κατά της Ουγγαρίας στην υπόθεση C-66/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, που αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος σχολίου. Η υπόθεση αφορούσε τη μεταρρύθμιση του ουγγρικού νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που  ουσιαστικά στόχευε μόνο το Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης (CEU), που είχε ιδρύσει στην Ουγγαρία ο George Soros στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (ως εκ τούτου αναφέρεται στη δημόσια συζήτηση συχνά και ως «lex CEU»). Σκοπός της μεταρρύθμισης ήταν να εξαναγκάσει το CEU να εγκαταλείψει τη χώρα. Η προσφυγή της Επιτροπής έδωσε την ευκαιρία στο ΔΕΕ να αντιμετωπίσει, πέρα από τα προφανή ζητήματα της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών υπό το καθεστώς της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS) και του ενωσιακού δικαίου, το ζήτημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ελευθερίας ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 13 φράση δεύτερη και 14 παρ. 3 του  Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). 

Η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020 αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην ερμηνεία και εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Στην ουσία πρόκειται για την ανάδυση του θεμελιώδους δικαιώματος της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην ενωσιακή έννομη τάξη. Ιδιαίτερη αξία αποκτά η ευρύτητα που αναγνώρισε το Δικαστήριο στην παρεχόμενη προστασία από το άρθρο 13 δεύτερη φράση του Χάρτη. Κατά το Δικαστήριο η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως εκδήλωση της ελευθερίας της έκφρασης, που εκδηλώνεται, σύμφωνα με την ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ιδίως ως ελευθερία διεξαγωγής ακαδημαϊκών ερευνών και υιοθέτηση και διάδοση ακαδημαϊκών γνωμών, αλλά αποκτά και μια θεσμική διάσταση εξ ίσου σημαντική, αν όχι condition sine qua non της ελευθερίας έκφρασης και του δικαιώματος επικοινωνίας. Έτσι, η ακαδημαϊκή ελευθερία εκτός από την απαίτηση για μια αυτόνομη έρευνα και διδασκαλία, απαλλαγμένη από κρατική παρέμβαση, ενσωματώνει και την απαίτηση για τη προστασία του αναγκαίου θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου για τη διεξαγωγή της.

Αναμφίβολα η νέα απόφαση του Δικαστηρίου καταδεικνύει την συνεχή πίεση που ασκείται σε αυταρχικές κυβερνήσεις στην ΕΕ από την Επιτροπή και το Δικαστήριο σε μια προσπάθεια να ανακοπεί η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της Ένωσης. Σε κάθε ένα μέτρο, που επιδιώκει να περιορίσει τις δημοκρατικές ελευθερίες, και εν απουσία ουσιαστικής αντίδρασης από τα Κράτη-μέλη (είναι γνωστό ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 και των μηχανισμών διασφάλισης των αξιών της Ένωσης που αυτό προβλέπει παραμένουν ανεφάρμοστες) η αντίδραση της Επιτροπής και του Δικαστηρίου «σώζουν την τιμή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο, εξάλλου, με την σειρά των αποφάσεών του κατά της Κυβέρνησης Viktor Orbán και ακολουθώντας μια εξαιρετικά περιοριστική αντιμετώπιση των λόγων δημοσίου συμφέροντος (δημόσια τάξη κλπ), με τους οποίους η Ουγγρική Κυβέρνηση επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αυταρχικά μέτρα που λαμβάνει, αφενός αποκρούει αντιδημοκρατικά μέτρα και αφετέρου τοποθετεί διαδοχικές ψηφίδες στην εμβάθυνση της φιλελεύθερης αξιακής ταυτότητας της Ένωσης στο επίκεντρο της οποίας τοποθετείται το Κράτος Δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ. 

Ωστόσο, η καταδίκη της Ουγγαρίας φαντάζει ως μια πύρρειος νίκη και ως τέτοια αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Από την μια πλευρά αποδεικνύει ότι η Ένωση διαθέτει όπλα για να αντιμετωπίσει την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της. Το αποτελεσματικότερο όπλο, από τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη, αποδεικνύεται η προσφυγή για παράβαση (προσφυγή κατά Κράτους-μέλους) του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Σε αυτό συνετέλεσε η αλλαγή στην κουλτούρα της Επιτροπής μετά την ώθηση που της έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση ASJP και η εγκατάλειψη μιας διστακτικότητας που την διέκρινε στη χρησιμοποίηση ενός ενδίκου μέσου, που  προνομιακά της ανατέθηκε από τις Συνθήκες,  απέναντι σε αυταρχικές πολιτικές Κρατών-μελών. Από την άλλη πλευρά η αντίδραση των οργάνων της Ένωσης και η καταδίκη της Ουγγαρίας για την αυταρχική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην ανώτατη εκπαίδευση δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον εξαναγκασμό του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης να εγκαταλείψει την Ουγγαρία. Πραγματικά, το 2018 το Πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1991 με 1.500 φοιτητές από 118 χώρες και αξιόλογα εκπαιδευτικά προγράμματος εγκατέλειψε την Ουγγαρία και εγκαταστάθηκε στην Βιέννη. Υπ’ αυτήν την έννοια η αντίδραση της Ένωσης αποδείχτηκε καθυστερημένη. Το γεγονός αυτό όμως δείχνει και τα όρια της αποτελεσματικότητας που έχει η προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ υπό το δοσμένο ενωσιακό δικονομικό πλαίσιο. Πάντως, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές ένα ενθαρρυντικό μήνυμα εκπέμφθηκε προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ενίσχυσης των μηχανισμών διασφάλισης του Κράτους Δικαίου και των άλλων αξιών της ΕΕ. Στις 5 Νοεμβρίου 2020 το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία για την υιοθέτηση ενός  μηχανισμού, που επιτρέπει στην Ένωση να διακόπτει τη χρηματοδότηση κυβερνήσεων που δεν σέβονται το Κράτος δικαίου. Η αντίδραση, βέβαια, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας ήταν σφοδρή, αφού απειλούν ότι αν υιοθετηθεί ο μηχανισμός θα μπλοκάρουν τη ψήφιση του ενωσιακού προϋπολογισμού αλλά και το Ταμείο Ανάκαμψης κατά της πανδημίας.

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΊΑ 03/2020

ΔΕΛΤΊΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Φεβρουάριος 2020

Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-836/18, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real κατά RH – Προδικαστική

H αίτηση, που αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Καστίλλης-Λα Μάντσα της Ισπανίας (Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha). Η συγκεκριμένη αίτηση αφορούσε ένδικη διαφορά μεταξύ της αντιπροσωπείας της Κυβερνήσεως στην επαρχία της Ciudad Real και του RH σχετικά με την απόρριψη, από την αντιπροσωπεία της Κυβερνήσεως, της αιτήσεως του RH να του χορηγηθεί άδεια διαμονής υπό την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, ο RH, Μαροκινός υπήκοος, συνήψε γάμο, στη Ciudad Real (Ισπανία), με ενήλικη Ισπανίδα υπήκοο, η οποία ουδέποτε είχε ασκήσει το δικαίωμά της να κυκλοφορεί ελεύθερα εντός της Ένωσης, ενώ η νομιμότητα του γάμου δεν αμφισβητήθηκε. Ο RH υπέβαλε αίτηση να του χορηγηθεί προσωρινή άδεια διαμονής ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης και η αρμόδια διοικητική αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι η σύζυγος του RH (Ενήλικη Ισπανίδα) δεν είχε αποδείξει ότι διέθετε επαρκείς οικονομικούς πόρους για να συντηρήσει τον σύζυγό της. Ας σημειωθεί ότι δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η υποχρέωση να διαθέτει επαρκείς πόρους βάρυνε αποκλειστικώς την ίδια.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε Κράτος-μέλος (Ισπανία) να απορρίψει αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβληθείσα από υπήκοο τρίτης χώρας, σύζυγο πολίτη της Ένωσης, που δεν άσκησε το δικαίωμά ελεύθερης κυκλοφορίας, για τον λόγο και μόνον ότι η ως άνω πολίτης της Ένωσης δεν διέθετε για τον εαυτό του και τον σύζυγό της επαρκείς πόρους ούτως ώστε να μην επιβαρύνει το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Το ερώτημα κατέστη ιδιαίτερα ενδιαφέρον καθόσον δεν είχε εξεταστεί αν μεταξύ της συζύγου του RH και του ιδίου υφίστατο σχέση εξάρτησης τέτοιας φύσεως ώστε, αν δεν αναγνωριζόταν στον δεύτερο παράγωγο δικαίωμα διαμονής, η  πολίτης της Ένωσης θα εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε Κράτος-μέλος να απορρίψει αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβληθείσα από υπήκοο τρίτης χώρας, σύζυγο πολίτη της Ένωσης χωρίς να έχει εξεταστεί αν μεταξύ του ως άνω πολίτη της Ένωσης και του RH της συζύγου του υφίστατο σχέση εξάρτησης.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-773/18 έως C-775/18, TK κ.λπ. κατά Land Sachsen-Anhalt – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 2, 6, 9 και 17 της Οδηγίας 2000/78 σχετικά με τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία καθώς επίσης και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το διοικητικό πρωτοδικείο Halle της Γερμανίας (Verwaltungsgericht Halle) στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ των TK, δικαστή (C‑773/18), UL, δημοσίου υπαλλήλου (C‑774/18) και VM, δημοσίου υπαλλήλου (C‑775/18) και του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ, της Γερμανίας με αντικείμενο αιτήματα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για τη διάκριση λόγω ηλικίας την οποία οι πρώτοι υποστήριξαν ότι ενείχε η κατάταξή τους σε κλιμάκιο κατά τον διορισμό τους ως δικαστών ή υπαλλήλων του εν λόγω ομόσπονδου κράτους.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 2 και 6 της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε μέτρο δυνάμει του οποίου χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους δικαστές, προς εξασφάλιση της καταβολής επαρκών αποδοχών, αναδρομική αύξηση υπολογιζόμενη ως ποσοστό του βασικού μισθού που τους καταβαλλόταν βάσει κατάταξης σε κλιμάκιο του βασικού μισθού, εντός εκάστου βαθμού, η οποία κατάταξη είχε γίνει, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, σε συνάρτηση με την ηλικία τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 2 και 6 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο ανωτέρω μέτρο εφόσον ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, σε ένα πλαίσιο χαρακτηριζόμενο τόσο από μεγάλο αριθμό θιγόμενων δημοσίων υπαλλήλων και δικαστών όσο και από την απουσία έγκυρου συστήματος αναφοράς και δεν συνεπάγεται τη διαιώνιση της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας.

3. ΔΕΕ, της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-405/18, AURES Holdings a.s. κατά Odvolací finanční ředitelství - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 49, 52 και 54 ΣΛΕΕ. H αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας (Nejvyšší správní soud)  στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας AURES Holdings a.s. και της δευτεροβάθμιας οικονομικής διεύθυνσης σχετικά με την άρνηση της τελευταίας να αναγνωρίσει στην εταιρία αυτή τη δυνατότητα να εκπέσει τις φορολογικές ζημίες που κατέγραψε εντός άλλου Κράτους- μέλους (Κάτω Χώρες) πέραν της Δημοκρατίας της Τσεχίας.  Ειδικότερα, AURES Holdings ιδρύθηκε βάσει του ολλανδικού δικαίου και η καταστατική και πραγματική της έδρα βρίσκονταν στις Κάτω Χώρες και ως εκ τούτου η εταιρεία είχε την φορολογική της έδρα στις Κάτω Χώρες. Τον Ιανουάριο του 2008 η Aures σύστησε στην Τσεχική Δημοκρατία υποκατάστημα, το οποίο αποτελεί, δυνάμει του τσεχικού δικαίου, μόνιμη εγκατάσταση της εταιρίας αυτής στερούμενη ιδίας νομικής προσωπικότητας και του οποίου η δραστηριότητα φορολογείται εντός του Κράτους-μέλους αυτού. Μετά από ένα χρόνο, η Aures μετέφερε την έδρα της πραγματικής της διοίκησης και τη φορολογική της έδρα από τις Κάτω Χώρες στη Τσεχική Δημοκρατία και, συγκεκριμένα, στη διεύθυνση του εν λόγω υποκαταστήματος. Ωστόσο, διατήρησε την καταστατική της έδρα και την εγγραφή της στο εμπορικό μητρώο του Άμστερνταμ στις Κάτω Χώρες. Η Aures ζήτησε από την φορολογική αρχή της Τσεχίας να εκπέσει από τη βάση επιβολής του φόρου εταιριών, τον οποίο όφειλε για το οικονομικό έτος 2012, τη ζημία την οποία είχε καταγράψει στις Κάτω Χώρες στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2007 και η φορολογική αρχή της Τσεχίας αρνήθηκε.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους (Τσέχικη Δημοκρατία) που αποκλείει τη δυνατότητα εταιρίας η οποία μετέφερε την έδρα της πραγματικής της διοίκησης (και τη φορολογική της έδρα) στο Κράτος-μέλος αυτό να εκπέσει φορολογική ζημία που κατέγραψε, πριν από τη μεταφορά, σε άλλο Κράτος-μέλος (Κάτω Χώρες) εντός του οποίου διατηρεί την καταστατική της έδρα. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-298/18, Reiner Grafe και Jürgen Pohle κατά Südbrandenburger Nahverkehrs GmbH και OSL Bus GmbH - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ (που κωδικοποιήθηκε από την Οδηγία 2001/23) περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών-μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/23  «α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης. β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο εργατικών διαφορών Cottbus της Γερμανίας (Arbeitsgericht Cottbus – Kammern Senftenberg) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Reiner Grafe και Jürgen Pohle και, αφετέρου, των Südbrandenburger Nahverkehrs GmbH (SBN) και OSL Bus GmbH (OSL) σχετικά με τη νομιμότητα της απόλυσης των πρώτων από την SBN.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι, όταν μια οικονομική οντότητα αναλαμβάνει ορισμένη δραστηριότητα κατόπιν διαδικασίας διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, η μη ανάληψη, εκ μέρους της, των μέσων λειτουργίας που ανήκαν στην οικονομική οντότητα που ασκούσε προηγουμένως τη δραστηριότητα αυτή αποκλείει τον χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης πράξης ως μεταβίβασης επιχείρησης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι η μη ανάληψη από την εταιρεία των μέσων, τα οποία ανήκαν στην οικονομική οντότητα που ασκούσε προηγουμένως τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, λόγω επιβεβλημένων από την αναθέτουσα αρχή νομικών, περιβαλλοντικών και τεχνικών περιορισμών, δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην τον χαρακτηρισμό της ως άνω ανάληψης της δραστηριότητας ως μεταβίβασης επιχείρησης, εφόσον προκύπτει ανάληψη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού και η αδιάλειπτη άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-341/18, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά J. e.a. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11, παρ. 1, του Κανονισμού 2016/399 περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν). Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.1 του ανωτέρω Κανονισμού «1. Τα ταξιδιωτικά έγγραφα των υπηκόων τρίτων χωρών σφραγίζονται συστηματικά κατά την είσοδο και την έξοδο. Ειδικότερα, σφραγίδα εισόδου ή εξόδου τοποθετείται: α) στα έγγραφα των υπηκόων τρίτων χωρών που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων τα οποία φέρουν ισχύουσα θεώρηση· β) στα έγγραφα που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων από υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους έχει χορηγηθεί θεώρηση στα σύνορα από κάποιο κράτος μέλος· γ) στα έγγραφα που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων από υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών (Raad van State) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας και των J. κ.λ.π., υπηκόων τρίτων χωρών, ναυτικών, σχετικά με την άρνηση θέσεως σφραγίδων εξόδου από τη ζώνη Σένγκεν στα διαβατήριά τους κατά το χρονικό σημείο της ναυτολόγησής τους σε πλοία ελλιμενισμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα στον λιμένα του Ρότερνταμ. Ειδικότερα, όταν, σε διαφορετικές ημερομηνίες από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2016, οι εν λόγω ναυτικοί παρουσιάστηκαν στην αστυνομία του θαλάσσιου λιμένος του Ρότερνταμ, δηλώνοντας ότι προτίθενται να ναυτολογηθούν σε πλοίο ελλιμενισμένο στον λιμένα αυτόν, η εν λόγω αρχή, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθούσε στο παρελθόν, αρνήθηκε να θέσει σφραγίδα εξόδου στα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, με το αιτιολογικό ότι δεν διευκρινίστηκε η ημερομηνία κατά την οποία το συγκεκριμένο πλοίο θα αποπλεύσει πράγματι από τον εν λόγω λιμένα και θα εξέλθει, επομένως, από τη ζώνη Σένγκεν.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 11, παρ. 1, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν έχει την έννοια ότι, όταν ναυτικός, υπήκοος τρίτης χώρας, ναυτολογείται σε πλοίο ελλιμενισμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα σε θαλάσσιο λιμένα κράτους που αποτελεί μέρος της ζώνης Σένγκεν, προκειμένου να εργαστεί σε αυτό πριν αναχωρήσει από τον λιμένα αυτόν με το εν λόγω πλοίο, η σφραγίδα εξόδου πρέπει να τίθεται στα ταξιδιωτικά έγγραφα του ναυτικού αυτού κατά το χρονικό σημείο της ναυτολόγησής του, ακόμη και αν το πλοίο δεν πρόκειται να αποπλεύσει από τον εν λόγω λιμένα σύντομα, ή σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ναυτολόγησης και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 11, παρ. 1, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν έχει την έννοια ότι, δεν πρέπει να τίθεται στα ταξιδιωτικά έγγραφα του ναυτικού η σφραγίδα εξόδου κατά το χρονικό σημείο της ναυτολόγησής του, αλλά κατά το χρονικό σημείο που ο πλοίαρχος του πλοίου ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές για την επικείμενη αναχώρηση του πλοίου.

6. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-298/19, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

Η συγκεκριμένη απόφαση αναφέρεται σε προσφυγή που άσκησε η Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2019, βάσει του άρθρου 260 παρ. 2 ΣΛΕΕ με το ακόλουθο αιτητικό: α) το ΔΕΕ να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-149/14) και ως εκ τούτου παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, β) να υποχρεωθεί η Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή την προτεινόμενη χρηματική ποινή ύψους 23 753,25 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της αποφάσεως C-149/14 από την ημερομηνία που θα εκδοθεί η απόφαση στην παρούσα υπόθεση μέχρι την ημερομηνία που θα έχει εκτελεστεί η ανωτέρω απόφαση, γ) να υποχρεώσει η Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 2 639,25 ευρώ, με συνολικό ποσό τουλάχιστον 1 310 000 ευρώ, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως C-149/14 μέχρι την ημερομηνία που θα εκδοθεί η απόφαση στην παρούσα υπόθεση ή μέχρι την ημερομηνία εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως.
Ας σημειωθεί ότι με την απόφαση C‑149/14, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, δεν χαρακτήρισε ως ευπρόσβλητες ζώνες ορισμένες ζώνες στις οποίες παρατηρείται παρουσία μαζών υπόγειων και επιφανειακών υδάτων που προσβάλλονται από συγκεντρώσεις νιτρικών ιόντων μεγαλύτερες από 50 mg/l και/ή από φαινόμενο ευτροφισμού και δεν εκπόνησε τα προγράμματα δράσεως σχετικά με τις ζώνες αυτές εντός ενός έτους μετά τον εν λόγω χαρακτηρισμό και ως εκ τούτου παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παρ. 4, και το άρθρο 5, παρ. 1, της Οδηγίας 91/676 για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης.
Η Ελληνική Δημοκρατία άμεσα και σε σύντομο χρονικό διάστημα προέβη στον χαρακτηρισμό των ζωνών ευπρόσβλητων ζωνών σε νιτρορύπανση. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2019, η Ελληνική Δημοκρατία εξέδωσε κοινή υπουργική απόφαση με τίτλο «Πρόγραμμα Δράσης περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί ως ευπρόσβλητες ζώνες από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης σύμφωνα με το άρθρο 2 της οικ. 19652/1906/1999 κοινής υπουργικής απόφασης ([ΦΕΚ] Bʹ 1575), όπως ισχύει, σε συμμόρφωση με την [οδηγία 91/676]» (ΦΕΚ Bʹ 1496/3.5.2019), προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση C-149/14 σχετικά με το μέρος του διατακτικού που αφορούσε τα προγράμματα δράσης για τις συγκεκριμένες ζώνες. Η Επιτροπή έκρινε ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελληνική Δημοκρατία είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως εκείνης. Για τον λόγο αυτόν, με το υπόμνημά της απαντήσεως, παραιτήθηκε εν μέρει από την προσφυγή της όσον αφορά το αίτημα επιβολής της προτεινόμενης χρηματικής ποινής. Ενέμεινε, εντούτοις, στην προσφυγή της όσον αφορά το αίτημα να της καταβληθεί το αναγραφόμενο στην προσφυγή κατ’ αποκοπήν ποσό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι Η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την προειδοποιητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήτοι στις 5 Δεκεμβρίου 2017, τα αναγκαία μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως τηC‑149/14, παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επίσης, υποχρέωσε την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 3 500 000 ευρώ, σε λογαριασμό που θα προσδιορισθεί από την Επιτροπή.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-803/18, AAS «BALTA» κατά UAB «GRIFS AG» 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 15, σημείο 5, και του άρθρου 16, σημείο 5, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας (Lietuvos Aukščiausiasis Teismas) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της AAS «Balta», ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα τη Λετονία, και της UAB «Grifs AG», εταιρίας φυλάξεως κτιρίων εγγεγραμμένης στο μητρώο εταιριών στη Λιθουανία, σχετικά με την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως. Ειδικότερα, η Grifs παρείχε υπηρεσίες ασφάλειας και ανήκε στην εταιρία «Grifs AG» SIA, καταχωρισμένη στο μητρώο εταιριών στη Λετονία. Η Grifs AG και η Balta συνήψαν σύμβαση γενικής ασφαλίσεως αστικής ευθύνης καλύπτουσα επίσης την αστική ευθύνη της Grifs. Οι γενικοί όροι της συμβάσεως ασφαλίσεως όριζαν ότι όλες οι σχετικές με την εν λόγω σύμβαση διαφορές διευθετούνται με διαπραγμάτευση και ότι, αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η διαφορά επιλύεται από τα λετονικά δικαστήρια, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει στο έδαφος της Δημοκρατίας της Λετονίας. Τον Αύγουστο του 2012 διαπράχθηκε κλοπή κοσμημάτων και μετρητών σε κοσμηματοπωλείο το οποίο ανήκε στην εταιρία UAB «Jaunystės romantika» στη Λιθουανία, του οποίου τη φύλαξη είχε αναλάβει η Grifs δυνάμει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ασφάλειας. Η Jaunystės romantika και ο ασφαλιστής της, ήτοι η εταιρία ERGO Insurance SE, άσκησαν ενώπιον των λιθουανικών δικαστηρίων αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της κλοπής αυτής και επέτυχαν την καταβολή αποζημιώσεως καθώς και την απόδοση των δικαστικών εξόδων. Εν συνεχεία, η Grifs άσκησε ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Λιθουανίας αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η Balta να καταβάλει το ποσό των 114 941,58 ευρώ ως ασφαλιστική αποζημίωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 15, σημείο 5, και το άρθρο 16, σημείο 5, του Κανονισμού 1215/2012 έχουν την έννοια ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία προβλέπεται σε σύμβαση ασφαλίσεως που καλύπτει «μεγάλο κίνδυνο» και που συνάπτεται μεταξύ του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του μπορεί να αντιταχθεί στον ασφαλισμένο εκ της συμβάσεως αυτής, ο οποίος δεν είναι επαγγελματίας του ασφαλιστικού τομέα, δεν συναίνεσε στην εν λόγω ρήτρα και έχει την κατοικία του σε Κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15, σημείο 5, και το άρθρο 16, σημείο 5, του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 έχουν την έννοια ότι ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς μπορούσε να αντιταχθεί στον ασφαλισμένο εκ της συμβάσεως αυτής, ο οποίος δεν είναι επαγγελματίας του ασφαλιστικού τομέα, δεν συναίνεσε στην εν λόγω ρήτρα και έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-788/18, Stanleyparma Sas di Cantarelli Pietro & C. και Stanleybet Malta Ltd κατά Agenzia delle Dogane e dei Monopoli UM Emilia Romagna – SOT Parma - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 52, 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων στον φορολογικό τομέα και της ίσης μεταχείρισης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο επαρχιακό φορολογικό δικαστήριο Πάρμας της Ιταλίας (Commissione tributaria provinciale di Parma) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Stanleyparma Sas di Cantarelli Pietro & C. και Stanleybet Malta Ltd, αφενός, και της υπηρεσίας τελωνείων και μονοπωλίων, Γραφείο Μονοπωλίων, Εμίλια Ρομάνια, γραφείο Πάρμας (ADM), αφετέρου, με αντικείμενο τη νομιμότητα της απόφασης της ADM σχετικά με την υποχρέωση την οποία υπέχουν στην Ιταλία τα κέντρα διαβιβάσεως δεδομένων, όπως η Stanleyparma, καθώς και η Stanleybet Malta, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπόχρεη, να καταβάλλουν τον ενιαίο φόρο στοιχημάτων. Ειδικότερα, η ADM απηύθυνε στη Stanleyparma, καθώς και στη Stanleybet Malta ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπόχρεη, πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, για την καταβολή του ενιαίου φόρου επί των στοιχημάτων που συνελέγησαν στην Ιταλία κατά το φορολογικό έτος 2011, ανερχόμενου σε 8 422,60 ευρώ.  Η ADM έκρινε ότι ο φόρος αυτός οφειλόταν διότι η Stanleyparma ασκούσε, «για λογαριασμό τρίτου», δραστηριότητα διαχείρισης στοιχημάτων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία επιβάλλει φόρο στοιχημάτων στα Κέντρα Διαβιβάσεως Δεδομένων που είναι εγκατεστημένα στο Κράτος-μέλος αυτό καθώς και, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στις επιχειρήσεις στοιχημάτων που είναι εντολείς τους και είναι εγκατεστημένες σε άλλο Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.

9. ΔΕΕ απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-704/18, Ποινική δίκη κατά Nikolay Boykov Kolev κ.λπ. - Προδικαστικη

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2012/13 σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ενώ υποβλήθηκε από το ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων της Βουλγαρίας (Spetsializiran nakazatelen sad). Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 2012/13 «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το αργότερο με τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο να παρέχονται λεπτομερή στοιχεία για την ποινική κατηγορία, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης και του είδους της συμμετοχής του κατηγορουμένου.», ενώ το άρθρο 7 παρ. 3 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει  «Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η πρόσβαση στο υλικό σύμφωνα με την παράγραφο 2 παραχωρείται εγκαίρως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και το αργότερο έως την υποβολή των στοιχείων της κατηγορίας στην κρίση του δικαστηρίου. Εφόσον νέο αποδεικτικό υλικό περιέλθει στην κατοχή των αρμόδιων αρχών, παραχωρείται πρόσβαση σε αυτό το υλικό εγκαίρως ώστε να εξετασθεί δεόντως.». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά των Nikolay Kolev κ.λπ. οκτώ ατόμων που κατηγορούνται ότι διέπραξαν διάφορα ποινικά αδικήματα ως υπάλληλοι των βουλγαρικών τελωνείων. Συνοπτικά το αιτούν δικαστήριο, λόγω τυπικών πλημμελειών, με διάταξη ανέπεμψε την ανωτέρω υπόθεση στον εισαγγελέα για την πλήρωση των πλημμελειών τρεις φορές, ενώ δεν διέταξε την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του Κράτους-μέλους. Ωστόσο, το δικαστήριο που επιλήφθηκε της ασκηθείσας κατά της εν λόγω διατάξεως εφέσεως έκρινε ότι το αιτούν δικαστήριο έπρεπε να είχε περατώσει την ποινική διαδικασία, και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Με απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο μια πρώτη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ. (C-612/15) Στο σημείο 1 του διατακτικού της αποφάσεως εκείνης το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει διαδικασία παύσης της ποινικής δίωξης, όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 368 και 369 του βουλγαρικού κώδικα ποινικής δικονομίας, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται σε διαδικασίες που κινούνται σε περιπτώσεις σοβαρής απάτης ή άλλης σοβαρής παράνομης δραστηριότητας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τελωνειακό τομέα. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και τα άρθρα της Οδηγίας 2012/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου, ο οποίος υποχρεώνει το αιτούν δικαστήριο να συμμορφωθεί προς απευθυνόμενη προς αυτό, από ανώτερο δικαστήριο (εφετείο) διαταγή αναπομπής της υποθέσεως της κύριας δίκης στον εισαγγελέα, κατόπιν της περατώσεως του δικαστικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας, προς θεραπεία των διαδικαστικών πλημμελειών που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου της διαδικασίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στον επίδικο κανόνα του δικονομικού δικαίου υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τηρούνται στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας ή στο πλαίσιο του δικαστικού σταδίου αυτής το οποίο θα ακολουθήσει.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2020, Υπόθεση C-688/18, Spetsializirana prokuratura κατά TX και UW - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 της ανωτέρω Οδηγίας «1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα παράστασης στη δίκη τους. 2.Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι μια δίκη που μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου μπορεί να διεξαχθεί ερήμην αυτού, υπό τον όρο ότι: α) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τη δίκη και τις συνέπειες της μη παράστασης· ή β) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος, αφού ενημερώθηκε για τη δίκη, εκπροσωπείται από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ο οποίος διορίστηκε είτε από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο είτε από το κράτος.». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης που κινήθηκε κατά των TX και UW για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει ενημερωθεί εγκαίρως τόσο για τη διεξαγωγή της δίκης του όσο και για τις συνέπειες της μη παράστασής του σε αυτήν και έχει εκπροσωπηθεί από εξουσιοδοτημένο δικηγόρο τον οποίο διόρισε ο ίδιος, δεν προσβάλλεται το δικαίωμά του να παρίσταται στη δίκη του, σε περίπτωση που:

– ο ίδιος αποφάσισε με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση να μην παραστεί σε μία από τις συνεδριάσεις ή

– δεν παρέστη σε μία από τις συνεδριάσεις αυτές για λόγο πέραν του ελέγχου του, πλην όμως, κατόπιν της συγκεκριμένης συνεδρίασης, ενημερώθηκε για τις δικονομικές πράξεις οι οποίες διενεργήθηκαν ερήμην του και αποφάσισε, έχοντας επίγνωση της κατάστασης, να δηλώσει είτε ότι δεν θα επικαλούνταν την απουσία του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των ως άνω πράξεων είτε ότι επιθυμούσε να μετάσχει στις πράξεις αυτές

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι επιτρέπει την ανωτέρω εθνική ρύθμιση 



Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 2/2020
Blockchain in the Energy Sector
Μαριλένα Τσιλιπάκου, Δικηγόρος, ΜΔΕ Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ενέργειας


(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό expressis Verbis Law Journal 4/2020 σ. 26, https://issuu.com/elsa_thessaloniki/docs/4-4)


Summary

The energy sector is undergoing a significant transformation; decarbonisation, decentralisation and digitalisation are on the forefront. The realisation of these goals requires the use of the right tools and the cooperation among different scientific areas. Blockchain technology can contribute to the participation of consumers in the energy production, the fostering of RES and the flexibility of the energy system.
The aim of this article is to analyse the function of blockchain technology, why and how it could be useful in achieving a more competitive, liberalised and environmentally friendly energy market. People can participate in real time energy transactions through selling and purchasing excess amounts of their energy. They are encouraged to produce their own energy from renewable resources because they can sell energy at the peak of demand and maximise their profit. What is more existent energy storage technology based on blockchain can help in achieving a biggest share of RES in the energy mix given their variable character.
Furthermore, we refer to the legal challenges that arise from the application of blockchain in the energy system. First of all, the most crucial legal concerns are around smart contracts which are computer-coded agreements automatically executed when specific conditions are met. When combined with blockchain technology, smart contracts can also be used in distributed ledgers and, thus, cover a wider range of transactions. One question is whether smart contracts constitute ‘legal contracts’ and in such sense whether they are legally binding or not. In addition, we discuss the issue of applicable law and jurisdiction under smart contracts when the latter do not include a specific agreement. Moreover, due to the fact that one of blockchain’s main characteristics is its immutable character, this article also presents the risks that arise in the light of the need of overturning the agreement or renegotiate on its terms.
Finally, the impact of smart technology and blockchain on data protection falls under the scope of this article. In particular, there is a tension point between blockchain and GDPR that lies in the immutable as well as the decentralized character of blockchain and the distribution of stored data to all participants. The EU has taken seriously into account the need of further legislative approach and we can expect the issuance of ad hoc studies and measures.

Μαριλένα Τσιλιπάκου, Δικηγόρος, 
ΜΔΕ Διεθνές & Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ενέργειας 
marilenatsilipakou@gmail.com

CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1/2020
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ: ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  2018
ΕΝΕΡΓΕΙΑ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-305/17 , FENS spol. s r.o. κατά Slovenská republika – Úrad pre reguláciu sieťových odvetví – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 28 και 30 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Επαρχίας Μπρατισλάβα ΙΙ της Σλοβακίας (Okresný súd Dunajská Streda) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της FENS spol. s r.o., εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Σλοβακία, και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, με αντικείμενο τα τέλη επί της παροχής υπηρεσιών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την καταβολή των οποίων είχε ζητήσει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας από την εταιρία την οποία διαδέχθηκε η FENS. Ειδικότερα, η FENS διαδέχθηκε την Korlea Invest a.s., η οποία κηρύχθηκε σε πτώχευση κατά τη διάρκεια της δίκης. Η Korlea είχε λάβει άδεια λειτουργίας ως προμηθευτής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Σλοβακίας. Οι δραστηριότητές της περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η Korlea συνήψε με την εταιρία Slovenská elektrizačná prenosová sústava a.s. (SEPS), σλοβακική εταιρία που διαχειρίζεται το εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σύμβαση για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει της οποίας η τελευταία αυτή εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να διασφαλίζει, για λογαριασμό της Korlea, τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των γραμμών διασυνδέσεως καθώς και τη διαχείριση και την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς. Η σύμβαση μεταφοράς προέβλεπε ότι, για την παροχή υπηρεσιών δικτύων σε περίπτωση εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η Korlea όφειλε να καταβάλει τέλος υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 12, παρ. 9, της κανονιστικής αποφάσεως 317/2007, εκτός αν αποδείκνυε ότι η εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια είχε προηγουμένως εισαχθεί στη Σλοβακία. Η Korlea κατέβαλε στη SEPS για το τέλος αυτό ποσό 6.815.853,415 ευρώ και ζήτησε από τη SEPS να παύσει να της χρεώνει το εν λόγω τέλος και να της επιστρέψει τα ποσά που είχε ήδη καταβάλει στο πλαίσιο αυτό. Με επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2008, η SEPS απέρριψε την αίτηση αυτή. Εν συνεχεία, η Korlea άσκησε ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου ένδικο βοήθημα υποστηρίζοντας ότι το επίδικο τέλος συνιστούσε επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος με δασμό. Μετά την απόρριψη της προσφυγής από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η Korlea άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου της Μπρατισλάβα, το οποίο εξαφάνισε την απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία προβλέπει χρηματική επιβάρυνση, η οποία πλήττει την ηλεκτρική ενέργεια που εξάγεται προς άλλο Κράτος-μέλος ή προς τρίτη χώρα μόνον οσάκις η ηλεκτρική ενέργεια έχει παραχθεί στο εθνικό έδαφος. Με άλλα λόγια εάν η ενέργεια δεν έχει παραχθεί στην Σλοβακία, η επίδικη επιβάρυνση δεν επιβάλλεται.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-242/17, Legatoria Editoriale Giovanni Olivotto (LEGO) SpA κατά Gestore dei servizi energetici (GSE) SpA κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18 της Οδηγίας 2009/28 σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε συνδυασμό με την εκτελεστική απόφαση 2011/438 της Επιτροπής σχετικά με την αναγνώριση του συστήματος «Διεθνής Πιστοποίηση Αειφορίας και Άνθρακα» για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τα κριτήρια αειφορίας στο πλαίσιο των Οδηγιών 2009/28 και 2009/30. Σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 και 3 της Οδηγίας 2009/28 «1. Όταν βιοκαύσιμα και βιορευστά πρόκειται να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 17 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να αποδείξουν ότι πληρούνται τα κριτήρια αειφορίας που καθορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφοι 2 έως 5. Για τον σκοπό αυτό, απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να χρησιμοποιούν ένα σύστημα ισοζυγίου μάζας το οποίο: α) επιτρέπει παρτίδες πρώτων υλών ή βιοκαυσίμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά αειφορίας να αναμειγνύονται· β) απαιτεί οι πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά αειφορίας και τα μεγέθη των παρτίδων που αναφέρονται στο στοιχείο α) να αποδίδονται επίσης στο μείγμα και γ)  προβλέπει ότι το σύνολο όλων των παρτίδων που αποσύρονται από το μείγμα περιγράφεται ως έχον τα ίδια χαρακτηριστικά αειφορίας, στις ίδιες ποσότητες, με το σύνολο όλων των παρτίδων που προστίθενται στο μείγμα. […] 
3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς υποβάλλουν αξιόπιστες πληροφορίες και θέτουν στη διάθεση του κράτους μέλους, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση των πληροφοριών. Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να εξασφαλίζουν κατάλληλου επιπέδου ανεξάρτητο έλεγχο των πληροφοριών που υποβάλλουν και να παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη διενέργεια τέτοιου ελέγχου. Με τον έλεγχο επαληθεύεται ότι τα συστήματα που χρησιμοποιούνται από τους οικονομικούς φορείς είναι ακριβή, αξιόπιστα και δεν επιδέχονται απάτη. Αξιολογούνται η συχνότητα και η μεθοδολογία των δειγματοληψιών και η ορθότητα των δεδομένων. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνουν ιδίως πληροφορίες για την τήρηση των κριτηρίων αειφορίας του άρθρου 17 παράγραφοι 2 έως 5, κατάλληλες και σχετικές πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του εδάφους, του νερού και του αέρα, την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων εδαφών, την αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης νερού σε περιοχές όπου το νερό σπανίζει καθώς και κατάλληλες και σχετικές πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται για να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο. […] Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν άσχετα αν τα βιοκαύσιμα ή τα βιορευστά παράγονται εντός της [Ένωσης] ή εισάγονται.», Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Legatoria Editoriale Giovanni Olivotto (L.E.G.O.) SpA, αφενός, και της Gestore dei servizi energetici (GSE) SpA, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Προστασίας των Φυσικών και Θαλάσσιων Πόρων του Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης και του Υπουργείου Αγροτικής και Δασικής Πολιτικής αφετέρου, με αντικείμενο τη μη προσκόμιση πιστοποιητικών αειφορίας σχετικά με βιορευστά που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία μονάδας θερμοηλεκτρικής ενέργειας της L.E.G.O., καθόσον η μη προσκόμιση αυτή επέφερε την ανάκληση της υπαγωγής της μονάδας αυτής στο καθεστώς παροχής κινήτρων πράσινων πιστοποιητικών. Ας σημειωθεί το βιορευστό, ήτοι το φοινικέλαιο παράγεται στην Ινδονησία, εισάγεται στην Ένωση, τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία και αποθηκεύεται στη Γαλλία και, στη συνέχεια, μεταφέρεται στην Ιταλία προς πώληση στη L.E.G.O..
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν προσκρούει στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία προβλέπει ότι οι οικονομικοί φορείς που μετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού του προϊόντος, ακόμη και όταν πρόκειται για ενδιαμέσους οι οποίοι δεν αποκτούν φυσική κατοχή των βιορευστών, υπόκεινται σε ορισμένες υποχρεώσεις πιστοποιήσεως, επικοινωνίας και πληροφορήσεως, που απορρέουν από το εθνικό σύστημα επαληθεύσεως της αειφορίας.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η απαγόρευση ποσοτικών περιορισμών και ειδικότερα τα άρθρα 34-37 ΣΛΕΕ εφαρμόζονται τόσο στα προϊόντα καταγωγής Κρατών-μελών όσο και στα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών. Έτσι, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η υποχρέωση προσκομίσεως πιστοποιητικών αειφορίας, σύμφωνα με την εθνική κανονιστική ρύθμιση, στους ενδιαμέσους που δεν αποκτούν φυσική κατοχή των βιορευστών αντικειμένων της συναλλαγής στην οποία μετέχουν, είναι ικανή να περιορίσει, τουλάχιστον έμμεσα και δυνητικά, την εισαγωγή τέτοιων προϊόντων προελεύσεως άλλων Kρατών-μελών. Αυτό συμβαίνει διότι μια τέτοια υποχρέωση καθιστά την εισαγωγή βιορευστών δυσχερέστερη, στο μέτρο που οι απλοί ενδιάμεσοι, καίτοι δεν υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή πιστοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 18 της Οδηγίας 2009/28, όταν εισάγουν ένα βιορευστό στην Ιταλία πρέπει ωστόσο να προσκομίσουν την εν λόγω πιστοποίηση και υπόκεινται, εξ αυτού του λόγου, στις σχετικές διοικητικές υποχρεώσεις και στα σχετικά έξοδα.
Ωστόσο, το ΔΕΕ εκτίμησε ότι μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση, καθόσον ενθαρρύνει τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμβάλλει επίσης στην προστασία της υγείας και της ζωής των προσώπων και των ζώων, καθώς και στην προφύλαξη των φυτών, λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το Δίκαιο της ΕΕ και ειδικότερα το άρθρο 34 ΣΛΕΕ και το άρθρο 18, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2009/28, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει εθνικό σύστημα επαληθεύσεως (υποχρεώσεις πιστοποιήσεως, επικοινωνίας και πληροφορήσεως) της αειφορίας των βιορευστών και στους ενδιαμέσους φορείς, οι οποίοι δεν αποκτούν φυσική κατοχή των βιορευστών.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-461/17, Brian Holohan κ.λπ. κατά An Bord Pleanála - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 92/43 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας καθώς και της Οδηγίας 2011/92 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43 περί οικοτόπων   «Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Holohan κ.λπ. κατά Pleanála και της Επιτροπής Χωροταξίας με αντικείμενο την έγκριση σχεδίου για την επέκταση της βόρειας περιφερειακής οδού της πόλεως του Kilkenny. Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες ζήτησαν να εκδοθεί διάταξη σχετικά με την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Χωροταξίας για την έγκριση του ανωτέρω σχεδίου χωροταξικής διευθετήσεως που χορηγήθηκε στο Συμβούλιο της Κομητείας του Kilkenny, διότι η σχεδιαζόμενη οδός διασχίζει δύο περιοχές Natura 2000: τη Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) του ποταμού Nore και τον τόπο κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) των ποταμών Barrow και Nore.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6 παρ. 3, της Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο της «δέουσας εκτιμήσεως» πρέπει να καταγράφεται το σύνολο των τύπων οικοτόπων και των ειδών για τα οποία προστατεύεται ένας τόπος, καθώς και να προσδιορίζονται και να εξετάζονται οι επιπτώσεις του σχεδιαζόμενου έργου τόσο στα είδη τα οποία απαντούν στον τόπο αυτόν, αλλά για τα οποία αυτός δεν έχει καταχωρισθεί ως προστατευόμενος, όσο και στους τύπους οικοτόπων και στα είδη που βρίσκονται εκτός των ορίων του εν λόγω τόπου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 3, της Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο της «δέουσας εκτιμήσεως» πρέπει, αφενός, να καταγράφεται το σύνολο των τύπων οικοτόπων και των ειδών για τα οποία προστατεύεται ένας τόπος, καθώς και, αφετέρου, να προσδιορίζονται και να εξετάζονται οι επιπτώσεις του σχεδιαζόμενου έργου τόσο στα είδη τα οποία απαντούν στον τόπο αυτόν και για τα οποία αυτός δεν έχει καταχωρισθεί ως προστατευόμενος, όσο και στους τύπους οικοτόπων και στα είδη που βρίσκονται εκτός των ορίων του εν λόγω τόπου, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπτώσεις αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν τους σκοπούς διατηρήσεως του τόπου.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 6, παρ. 3, της Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να αδειοδοτήσει ένα σχέδιο ή έργο στο πλαίσιο του οποίου ορισμένες παράμετροι σχετικά με το στάδιο κατασκευής, όπως η τοποθεσία του εργοταξίου και οι εργοταξιακοί δρόμοι, πρόκειται να καθορισθούν με μεταγενέστερη απόφαση και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν οι παράμετροι αυτές μπορούν, στο μεταγενέστερο αυτό στάδιο, να καθορισθούν μονομερώς από τον κύριο του έργου και να γνωστοποιηθούν απλώς στην εν λόγω αρχή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 3, της Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να αδειοδοτήσει ένα σχέδιο ή έργο στο πλαίσιο του οποίου ο κύριος του έργου έχει τη δυνατότητα να καθορίσει μεταγενέστερα την τοποθεσία του εργοταξίου και τους εργοταξιακούς δρόμους, μόνον εφόσον είναι βέβαιο ότι η άδεια θέτει αρκούντως αυστηρούς όρους που διασφαλίζουν ότι οι παράμετροι αυτές δεν θα παραβλάψουν την ακεραιότητα του τόπου.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 2/2020
Η συμβολή της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ στην καθιέρωση αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε σήμερα στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη της Κυρίας Δήμητρας - Μαρίας Παναγοπούλου με θέμα: Η συμβολή της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ στην καθιέρωση αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού, που αποτέλεσε τη Διπλωματική της Εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ – Αναβαθμισμένες Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Ειδίκευση: Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο. Η Διπλωματική Εργασία, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου, στην οποία συνέβαλε σημαντικά ο κύριος Δημήτριος Βουγιούκας ΔΝ, Δικηγόρος και Επιστημονικός Συνεργάτης του Τομέα, κατά την υποστήριξή της (Απρίλιος 2020) αξιολογήθηκε από την Τριμελή Επιτροπή Κρίσης με το βαθμό άριστα και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς, που γίνεται τόσο από τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, από τους σπουδαστές του εν λόγω Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, που έχω την τιμή να διευθύνω. 
                                                                                                                             
                                                                                                                                 ΜΔΧ       

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

     Η μελέτη αποτελεί προσπάθεια αποτίμησης της συμβολής της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ (εφεξής Οδηγία) στην καθιέρωση ενός αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού.
     Οι βασικές ρυθμίσεις της Οδηγίας, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το νόμο 4529/2018, αφορούν σε δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης λόγω παραβιάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-μελών. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού είναι επιφορτισμένες με τη διαπίστωση των εν λόγω παραβιάσεων (δημόσια επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού). Οι ζημιωθέντες των παραβατικών συμπεριφορών μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια και να αιτηθούν πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν (ιδιωτική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού), η οποία αφορά τόσο τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος, όσο και τους τόκους, από τη στιγμή που έλαβε χώρα η ζημία μέχρι την πλήρη αποκατάσταση αυτής. Η Οδηγία στοχεύει στο «συντονισμό» μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, καθώς οι δύο αυτοί μηχανισμοί οφείλουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού.
     Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του περιεχομένου και την υιοθέτηση της Οδηγίας με δύο αποφάσεις-σταθμούς, με τις οποίες αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητούν αποζημίωση, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, για τη ζημία που έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα παραβίασης των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού. (ΔΕΕ, C-453/99 Courage Ltd κατά Bernard Crehan και ΔΕΕ C-295/04 έως και C-298/04 Vincenzo Manfredi κατά Lloyd Adriatico Assicurazioni SpA κ.λ.π). 
     Με την Οδηγία θεσπίζεται το μαχητό τεκμήριο ότι οι συμπράξεις προκαλούν ζημία, γεγονός που διευκολύνει την αποζημίωση, δεδομένου ότι οι ζημιωθέντες συχνά δυσκολεύονται να αποδείξουν τη ζημία που υπέστησαν. Περαιτέρω, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ευκολότερη πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται, προκειμένου να ασκηθούν αγωγές αποζημίωσης. Επιπροσθέτως, μια τελική απόφαση παράβασης εθνικής αρχής ανταγωνισμού αποτελεί πλήρη απόδειξη ενώπιον των δικαστηρίων του ίδιου κράτους μέλους, ενώ ενώπιον των δικαστηρίων άλλων κρατών μελών, αποτελεί prima facie αποδεικτικό στοιχείο της παράβασης. Με την Οδηγία καθορίζονται, επίσης, σαφείς κανόνες προθεσμίας παραγραφής, με βάση τους οποίους οι ζημιωθέντες μπορούν να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως εντός 5 ετών, αρχής γενομένης από τη στιγμή που θα ανακαλύψουν ότι υπέστησαν ζημία από παράβαση. Περαιτέρω, η Οδηγία αποσαφηνίζει τις νομικές συνέπειες της μετακύλισης («passing-on») και οριοθετεί την έννοια της αλληλέγγυας ευθύνης, με δυνατότητα συνεισφοράς από άλλους παραβάτες για το μερίδιο ευθύνης τους. Τέλος, εισάγει εξαιρέσεις για τους αποδέκτες ασυλίας και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης.
      Παρά τις θετικές μεταβολές που επέφερε η Οδηγία, ελλοχεύουν προβλήματα, εξαιτίας του μη εξαντλητικού και μη λεπτομερειακού πλαισίου εναρμόνισης  που εισάγει, καθώς προβλέπεται ένα πλαίσιο ελάχιστης εναρμόνισης. Θα μπορούσε, μάλιστα, να λεχθεί ότι η Οδηγία δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους της, καθώς, καταρχάς, παρατηρείται έλλειψη διατάξεων που εγγυώνται στους καταναλωτές μηχανισμούς συλλογικής έννομης προστασίας. Επιπρόσθετα, πρέπει να επισημανθεί ότι, η Οδηγία δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για το καίριο ζήτημα της ποσοτικοποίησης της ζημίας ή τις προϋποθέσεις της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου,  ούτε υπάρχει σχετική διάταξη με την οποία να αποσαφηνίζονται οι προϋποθέσεις της υπαιτιότητας του παραβάτη. Επίσης, η Οδηγία αφήνει αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την επέκταση της ευθύνης σε άλλα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον ίδιο όμιλο ή ζητήματα που αφορούν την προνομιακή μεταχείριση επιχειρήσεων, που συμμετέχουν σε πρόγραμμα επιείκειας και πέτυχαν μόνο μείωση και όχι απαλλαγή από το πρόστιμο. Τέλος, το σημαντικότερο, ίσως, ζήτημα που ανακύπτει από την εφαρμογή της Οδηγίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, ο επιτυχής συντονισμός της δημόσιας και ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού. Η προβληματική αυτή προκύπτει από τους περιορισμούς που έχουν τεθεί στην πρόσβαση σε έγγραφα, που έχουν στην κατοχή τους οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο αιτήσεων επιείκειας. Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώνεται η σημασία που αποδίδεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στη δημόσια επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού και συγκεκριμένα στην αποκάλυψη των μυστικών οριζόντιων συμπράξεων μέσω των προγραμμάτων επιείκειας.  
     Εξαιτίας των γενικών ρυθμίσεων της Οδηγίας, καθίσταται δυσχερής η εναρμόνιση των εθνικών δικονομικών κανόνων σχετικά με την άσκηση της ιδιωτικής επιβολής, εφόσον το κάθε Κράτος-μέλος εξειδικεύει τις ρυθμίσεις της Οδηγίας με διαφορετικό τρόπο. Άλλωστε, όταν ελλείπει μια ενιαία ενωσιακή πρόβλεψη εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο κάθε Κράτους-µέλους να ορίσει τα αρμόδια όργανα και τις δικονομικές προϋποθέσεις άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες από την άμεση εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης (αρχή της δικονομικής αυτονομίας των Κρατών-μελών). 
        Αναπόφευκτα, λοιπόν, η Οδηγία δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ομοιομορφία και τη συνολική κάλυψη της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στο πλαίσιο των αποζημιώσεων που θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει ένας κανονισμός. Ωστόσο, ακόμη και με τις αυτές τις «ατέλειες», η εφαρμογή της Οδηγίας δεν θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού, ούτε την επιβολή των στόχων της ιδιωτικής επιβολής, παρόλο που η ρύθμιση πολλών ζητημάτων επαφίεται στο εθνικό δίκαιο και τα δικαστήρια των κρατών μελών.
     Η Οδηγία προσπαθεί να συμβάλλει στην εναρμόνιση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, που αποτελεί βασικό τομέα αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιπροσωπεύει, ουσιαστικά, μια νέα εξέλιξη, καθώς εισάγει ρυθμίσεις στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δήμητρα-Μαρία Παναγοπούλου, ΜΔΕ Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο 
panagopouloudm@gmail.com