Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2021 
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ, ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2020
Επιμέλεια, Πρόλογος: Μ. Δ. Χρυσομάλλης
Καθηγητής Νομικής Σχολής, ΔΠΘ 

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στις 27/7/2021 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)

Προλογικό σημείωμα

Παρακάτω προσεγγίζουμε την παρουσία της Ελλάδας ενώπιον των δικαστικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο) κατά το έτος 2020. Πρόκειται για μία καταγραφή, που γίνεται εκ μέρους μας από το 2004, των αποφάσεων των ενωσιακών Δικαστηρίων με ελληνικό ενδιαφέρον, ταξινομημένων κατά θεματική ενότητα και όχι κατά την ημερομηνία έκδοσης ή το είδος διαδικασίας / προσφυγής. Τέτοιες θεωρούμε, κυρίως, τις αποφάσεις επί προσφυγών για παράβαση που ασκήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, τις αποφάσεις επί προσφυγών ακυρώσεως, κατά παραλείψεων και αποζημιώσεως που ασκήθηκαν από την ελληνική Κυβέρνηση ή από Έλληνες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) κατά των ενωσιακών οργάνων, τις προδικαστικές παραπομπές στο ΔΕΕ εκ μέρους ελληνικών δικαστηρίων και, ενδεχομένως, τις παραπομπές στο Δικαστήριο εκ μέρους δικαστηρίων άλλων Κρατών-μελών, στις οποίες εμπλέκεται Έλληνας ως διάδικος στην κύρια δίκη και, τέλος, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου (ΔΕΕ) επί αναιρέσεων κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (ΓΔΕΕ). Καταγράφονται μόνο οι οριστικές αποφάσεις του ΔΕΕ ή του ΓΔΕΕ και όχι οι εισαχθείσες υποθέσεις κατά την περίοδο αναφοράς ή οι υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση αλλά βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο (π.χ. έχουν δημοσιευθεί οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα). Εξάλλου, παραλείπονται οι υπαλληλικές προσφυγές Ελλήνων υπαλλήλων κατά των ενωσιακών Οργάνων στα οποία απασχολούνται, στο βαθμό που αυτές παρουσιάζουν μόνο προσωπικό ενδιαφέρον και θα επιβάρυναν αδικαιολόγητα την παρουσίαση. Η αναφορά περιορίζεται στον τίτλο της απόφασης (Δικαστήριο, αριθμός απόφασης, διάδικοι, ημερομηνία εκδόσεως), στη συνοπτική περίληψη καθώς και το διατακτικό της ενώ δεν περιλαμβάνει άλλα μέρη και, κυρίως, το σκεπτικό της απόφασης. Οι ενδιαφερόμενοι, πάντως, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη διαδικτυακή πύλη του ΔΕΕ (http://curia.eu.int) για να αντλήσουν το σύνολο των στοιχείων μίας αποφάσεως, που τους ενδιαφέρει.

Από τη μελέτη των ελληνικού ενδιαφέροντος αποφάσεων των Δικαστηρίων της ΕΕ θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: 

1. Κατά την περίοδο αναφοράς (2020) καταγράφτηκαν  μόλις έξι (6) αποφάσεις με ελληνικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν παραπάνω. Ο αριθμός αυτός είναι εξαιρετικά μικρός, πολύ μικρότερος του αριθμού των τελευταίων ετών (το 2018 και το 2019 κατεγράφησαν 12 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος). Ως ένα βαθμό αυτό οφείλεται στην επιβράδυνση που παρουσιάστηκε στις εργασίες του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο του 2020, λόγω της πανδημίας, που είχε ως αποτέλεσμα  την πτώση του αριθμού των αποφάσεων που περατώθηκαν από το Δικαστήριο (1540 περατωθείσες υποθέσεις το 2020 έναντι 1739 το 2019 και 1769 το 2018). Το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται από τη διαχρονική έρευνα της παρουσίας της Ελλάδας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι ο ετήσιος αριθμός αποφάσεων με ελληνικό ενδιαφέρον δεν μπορεί να αυξηθεί θεαματικά όσο ο αριθμός ελληνικών προδικαστικών παραπομπών παραμένει εξαιρετικά χαμηλός και αποκλίνει σημαντικά από τους αριθμούς άλλων Κρατών-μελών. 

2. Το 2020 παρουσιάζεται η ίδια βελτιωμένη εικόνα της χώρας μας σε ότι αφορά τις παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, που παρατηρείται από το 2010 και μετά. Έτσι, από τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των είκοσι δύο  (22) αποφάσεων του Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν το 2009, με τις οποίες αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή κατά Κράτους-μέλους) η παραβίαση των υποχρεώσεων εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, καταγράφονται δύο (2) μόνο καταδικαστικές αποφάσεις κατά την περίοδο αναφοράς. Ο αριθμός ισοφαρίζει την καλύτερη επίδοση της χώρας μας, που παρατηρήθηκε το 2019,  σε σχέση με τη συμμόρφωση στις υποχρεώσεις της και κινείται κοντά στο μέσο όρο του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων ανά Κράτος-μέλος στην Ένωση των 28, που είναι περίπου 1 έως 1,2 καταδικαστικές αποφάσεις.  Οι λόγοι αυτής της βελτίωσης έχουν εκτεθεί διεξοδικά στο αντίστοιχο σημείωμά μας για το 2014, οπότε παρέλκει η εκτενής επανάληψή τους. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι αυτή, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται: στη σημασία που φαίνεται να αποδίδει πλέον η χώρα μας στην τήρηση των υποχρεώσεών της έναντι της Ένωσης, στην προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω της την κατηγορία του Κράτους – παραβάτη των υποχρεώσεων του και ταυτόχρονα να ενδυναμώσει τις διαπραγματευτικές δυνατότητές της εντός της ενωσιακών θεσμών και, τέλος, στη βελτίωση των ρυθμών με τους οποίους η ελληνική δημόσια διοίκηση προωθεί την ενσωμάτωση κανόνων του ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη αλλά και των δυνατοτήτων συνεννόησης και διαπραγμάτευσης με την Επιτροπή, με σκοπό τη διευθέτηση των παραβιάσεων σε προδικαστικό στάδιο. Η βελτιωμένη αυτή εικόνα «θαμπώνει» αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη θέση σε εισηγμένες προσφυγές για παράβαση κατά την πενταετία 2016 – 2020, αφού η Επιτροπή προσέφυγε κατά της χώρας μας συνολικά δεκαπέντε (15) φορές για παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας (στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ισπανία με 19 προσφυγές σε βάρος της και στη δεύτερη θέση η Ιταλία με 16). Η στατιστική αυτή εικόνα, πάντως, οφείλεται εν πολλοίς στο 2017 που καταγράφηκαν επτά (7) προσφυγές της Επιτροπής για παράβαση κατά της χώρας μας. Στο ίδιο διάστημα εκδόθηκαν δεκαεπτά (17) καταδικαστικές αποφάσεις κατά της χώρας μας, που την φέρνουν στην πρώτη θέση μεταξύ των 28 Κρατών-μελών (τις επόμενες θέσεις καταλαμβάνουν η Ισπανία και η Ιταλία με 11 καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος τους). Εξάλλου, θα πρέπει να τονισθεί ως αρνητικό στοιχείο το γεγονός ότι μια από τις δύο καταδικαστικές αποφάσεις του 2020 είναι από αυτές που χαρακτηρίζονται «πεισματικές», δηλαδή αυτές με τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 260 ΣΛΕΕ, επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση σε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση του ΔΕΕ. Η συγκεκριμένη παραβίαση για την οποία επιβλήθηκε στην χώρα ως χρηματική ποινή κατ’ αποκοπήν ποσό 3,5 εκατ. Ευρώ, αφορούσε τη μη συμμόρφωση της χώρας μας στις διατάξεις της Οδηγίας 91/676/ΕΟΚ σχετικά με την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προελεύσεως για την οποία η χώρα μας είχε καταδικαστεί από του ΔΕΕ το 2015. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δύο (2) καταδικαστικές αποφάσεις του 2020 αφορούν η τον τομέα του περιβάλλοντος, που ιστορικά αποτελεί τον τομέα της ενωσιακής νομοθεσίας, στον οποίο σημειώνονται οι περισσότερες παραβιάσεις τόσο από την χώρα μας όσο και από τα υπόλοιπα  Κράτη-μέλη.   

3. Το 2020 δεν εντοπίζονται αποφάσεις του ΔΕΕ επί προδικαστικών παραπομπών κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Η σταθερά μικρή έως ελάχιστη συνεργασία των ελληνικών δικαστηρίων με το ΔΕΕ επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε παρουσιάζοντας την ελληνική παρουσία στα δικαστικά όργανα της Ένωσης για την προηγούμενη πενταετία, ορισμένα εκ των οποίων είμαστε υποχρεωμένοι σε γενικές γραμμές να επαναλάβουμε: 

Πρώτον, ο εξαιρετικά μικρός αριθμός των προδικαστικών παραπομπών εκ μέρους των ελληνικών δικαστηρίων  κινείται σε ρυθμούς αντίθετους με την ευρωπαϊκή τάση αύξησης του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και αντιμετώπισης τόσο από τις Νομικές Σχολές όσο και από τα αρμόδια διοικητικά και εκπαιδευτικά όργανα της δικαιοσύνης. Κατά τη γνώμη μας δεν περιποιεί τιμή για το δικαστικό σύστημα της χώρας η 23η θέση μεταξύ 28 Κρατών-μελών με βάση των αριθμό προδικαστικών παραπομπών στο ΔΕΕ στο διάστημα 2016 – 2020. 

Δεύτερον, δεν φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών προερχομένων από τα ελληνικά δικαστήρια τα εξής γεγονότα: η αναγνώριση από το ΔΕΚ, με τη γνωστή απόφαση Köbler, της ευθύνης των Κρατών-μελών σε αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, όταν αυτές είναι αντίθετες με ενωσιακό δίκαιο (εξωσυμβατική ευθύνη), η σημαντική βελτίωση στις επιδόσεις του ΔΕΕ όσον αφορά το χρόνο, που απαιτείται για την έκδοση εκ μέρους του αποφάσεων επί προδικαστικών παραπομπών (κατά μέσο όρο 16 μήνες), η καθιέρωση ταχείας διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, καθώς και η σημαντική αύξηση της δικαστικής ύλης στο πλαίσιο των πολιτικών του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (Μετανάστευση, Άσυλο, Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία στις Ποινικές Υποθέσεις, Δικαστική Συνεργασία στις Αστικέ Υποθέσεις). Στα γεγονότα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και την πρόσφατη καταδίκη Κράτους-μέλους (Γαλλίας) κατόπιν προσφυγής της Επιτροπής για παράβαση της υποχρέωσης προδικαστικής παραπομπής από ανώτατο δικαστήριό του (ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, υπόθεση C 416/17, Επιτροπή κατά Γαλλίας, ECLI:EU:C:2018:811)

Κλείνοντας αυτό το προλογικό σημείωμα θα ήθελα να ευχαριστήσω την κα  Κυριακή Ραφτοπούλου, Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, για τη συμβολή της στην έρευνα, συγκέντρωση, επεξεργασία και ταξινόμηση του υλικού, που ακολουθεί.

Οι αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος εδώ

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου, Υπόθεση C-738/19, 2020 A κατά B και C - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του παραρτήματος, σημείο 1, στοιχείο εʹ, της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση του παραρτήματος  «Ρήτρες που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα: […] ε)  να επιβάλλουν στον καταναλωτή που δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του, δυσανάλογα υψηλή αποζημίωση […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ των Κάτω Χωρών (Rechtbank Amsterdam) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του A, ως εκμισθωτή μιας κοινωνικής κατοικίας, της μισθώτριας B και της υπομισθώτριας C, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την καταβολή, αφενός, της ποινής για την παράβαση της υποχρέωσης χρήσης του μισθίου ως κατοικίας και της απαγόρευσης υπεκμίσθωσής του και, αφετέρου, ποσού το οποίο αντιστοιχεί στο αθέμιτο όφελος που αποκόμισε η Β από την υπεκμίσθωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν το άρθρο 3, παρ. 1 και 3, καθώς και το άρθρο 4, παρ.1, της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σύμβασης, που έχει συναφθεί με καταναλωτή, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις ρήτρες της σύμβασης αυτής ή μόνον ορισμένες από αυτές και ότι, για να εκτιμηθεί ειδικότερα αν το ποσό της αποζημίωσης που υποχρεούται να καταβάλει ο καταναλωτής είναι δυσανάλογα υψηλό, πρέπει να εξετάζονται μόνον οι ρήτρες που αφορούν την ίδια συμβατική παράβαση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο θα πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη μεταξύ των ρητρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, τον βαθμό αλληλεπίδρασης του επίμαχου όρου της σύμβασης με άλλες ρήτρες, με βάση μεταξύ άλλων και το αντίστοιχο περιεχόμενό τους. Για να εκτιμηθεί αν το ποσό της αποζημίωσης που υποχρεούται να καταβάλει ο καταναλωτής είναι δυσανάλογα υψηλό κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις ρήτρες που αφορούν την ίδια παράβαση.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-651/19, JP κατά Commissaire Général aux Réfugiés et aux Apatrides – Προδικαστική  

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Σύμφωνα με το άρθρο 46 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων: α)  απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων: […] ii) με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2. […] […] 4. Τα κράτη μέλη ορίζουν εύλογες προθεσμίες και θεσπίζουν τις λοιπές απαιτούμενες διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τον αιτούντα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι προθεσμίες δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος». Η αίτηση υποβλήθηκε από Συμβούλιο της Επικρατείας του Βελγίου στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του JP και του Γενικού Επιτρόπου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες σχετικά με την απόφαση του Γενικού Επιτρόπου να απορρίψει ως απαράδεκτη τη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο JP.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους που προβλέπει ότι η προσφυγή κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών, περιλαμβανομένων των αργιών, από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής, ακόμη και όταν, ελλείψει ορισμού τόπου επιδόσεων εντός του εν λόγω Κράτους-μέλους από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, η ως άνω κοινοποίηση πραγματοποιείται στην έδρα της εθνικής αρχής που είναι αρμόδια για την εξέταση των σχετικών αιτήσεων.
Σχετικά με την κοινοποίηση στη δημόσια αρχή, το ΔΕΕ έκρινε ότι η κοινοποίηση των αποφάσεων επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας στους ενδιαφερόμενους αιτούντες είναι ουσιώδης για τη διασφάλιση του δικαιώματός τους πραγματικής προσφυγής. Ωστόσο, η Οδηγία 2013/32 δεν προβλέπει συγκεκριμένους τρόπους κοινοποίησης των σχετικών αποφάσεων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση εφόσον, α) οι αιτούντες ενημερώνονται ότι, αν δεν έχουν ορίσει τόπο επιδόσεων για την κοινοποίηση της απόφασης σχετικά με την αίτησή τους, θα θεωρηθεί ότι έχουν ορίσει ως τόπο επιδόσεων προς τούτο την έδρα της εθνικής αρχής που είναι αρμόδια για την εξέταση των αιτήσεων, β) οι όροι πρόσβασης των αιτούντων στην έδρα αυτή δεν καθιστούν υπερβολικά δυσχερή την από μέρους τους παραλαβή των αποφάσεων που τους αφορούν και γ) τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας. 

Το επόμενο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει αποκλειστική προθεσμία δέκα ημερών, περιλαμβανομένων των αργιών, για την άσκηση προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μια μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που προβλέπει αποκλειστική προθεσμία 10 ημερών περιλαμβανομένων των αργιών για την άσκηση της ανωτέρω προσφυγής.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-540/19, WV κατά Landkreis Harburg – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού 4/2009 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Σύμφωνα με το άρθρο 3 στοιχ. β του Κανονισμού 4/2009 «Σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει:[…….], β) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής [……]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του WV, κατοίκου Βιέννης (Αυστρία), και της Περιφέρειας Harburg σχετικά με την καταβολή διατροφής στη μητέρα του WV, η οποία κατοικούσε στη Γερμανία και στα δικαιώματα της οποίας είχε υποκατασταθεί εκ του νόμου ο οργανισμός αυτός. Ειδικότερα, η μητέρα του WV, η οποία φιλοξενούνταν σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στην Κολωνία (Γερμανία), ήταν, δυνάμει του άρθρου 1601 του αστικού κώδικα, δικαιούχος διατροφής ως ανιών σε ευθεία γραμμή, στην καταβολή της οποίας υποχρεούταν ο WV, ο οποίος κατοικούσε στη Βιέννη (Αυστρία). Ωστόσο, η μητέρα του WV ελάμβανε τακτικά από τον ενάγοντα οργανισμό κοινωνικό βοήθημα. Ο οργανισμός αυτός υποστήριξε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 94, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του SGB XII, είχε υποκατασταθεί στο δικαίωμα το οποίο έχει η λήπτρια του κοινωνικού βοηθήματος έναντι του WV, όσον αφορά τις παροχές διατροφής τις οποίες ανέλαβε ο ίδιος οργανισμός υπέρ της μητέρας του WV από τον Απρίλιο του 2017.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν δημόσιος οργανισμός, ο οποίος ζητεί αναγωγικώς την επιστροφή ποσών που κατέβαλε αντί διατροφής σε δικαιούχο διατροφής, στα δικαιώματα του οποίου έχει υποκατασταθεί έναντι του υπόχρεου διατροφής, βασίμως επικαλείται τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του εν λόγω δικαιούχου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 4/2009.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δημόσιος οργανισμός βασίμως επικαλείται τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του εν λόγω δικαιούχου σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση του ενωσιακού δικαίου.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-530/19, NM, en tant que liquidateur de NIKI Luftfahrt GmbH κατά ON – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 9, παρ. 1, στοιχ. βʹ, του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση του ενωσιακού δικαίου "1. Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, προσφέρονται δωρεάν στους επιβάτες: [….] β) διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο όταν αποβαίνει αναγκαία η παραμονή τους: - επί μία ή περισσότερες νύκτες, ή - επί διάστημα επιπλέον εκείνου που σχεδίαζε ο επιβάτης, […..]". Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της NM, ενεργούσας υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή της NIKI Luftfahrt GmbH, η οποία ήταν εταιρία αερομεταφορών, και της ON, σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η τελευταία με αίτημα την αποκατάσταση της βλάβης, που υπέστη εντός του ξενοδοχείου στο οποίο η NIKI Luftfahrt της παρέσχε κατάλυμα μετά τη ματαίωση της πτήσης της. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια διαμονής στο ξενοδοχείο, η ON, η οποία χρησιμοποιούσε αναπηρικό αμαξίδιο, έπεσε και τραυματίστηκε σοβαρά όταν οι εμπρόσθιοι τροχοί του αναπηρικού αμαξιδίου της σφηνώθηκαν σε εγκάρσιο κανάλι απορροής υδάτων του οδοστρώματος. Εν συνεχεία, η ΟΝ άσκησε αγωγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Αυστρίας με αίτημα να υποχρεωθεί η NM να της καταβάλει αποζημίωση για τη βλάβη που υπέστη. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν ο Κανονισμός 261/2004 έχει την έννοια ότι αερομεταφορέας ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9, παρ. 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού αυτού, προσέφερε διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο σε επιβάτη ματαιωθείσας πτήσεως μπορεί να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τον επιβάτη για βλάβες προκληθείσες από πταίσμα του προσωπικού του ξενοδοχείου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο θα πρέπει να ερμηνευθεί  με την έννοια ότι ο αερομεταφορέας  δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τον επιβάτη αυτόν για βλάβες προκληθείσες από πταίσμα του προσωπικού του ξενοδοχείου.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-402/19, LM κατά Centre public d'action sociale de Seraing – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5 και 13 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της ανωτέρω Οδηγίας «Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη: […] γ) την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, και τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης». Επιπροσθέτως, το άρθρο 13, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2008/115 ορίζει τα ακόλουθα: «1. Στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας διατίθεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο το οποίο του επιτρέπει να προσφεύγει κατά των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή ή να ζητεί την επανεξέτασή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που απαρτίζεται από μέλη αμερόληπτα και απολαύοντα εχέγγυα ανεξαρτησίας. 2. Η αρχή ή το όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει την εξουσία να επανεξετάζει αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή, όπως αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσωρινής αναστολής της επιβολής της εφαρμογής τους, εκτός εάν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών της Λιέγης του Βελγίου (cour du travail de Liège) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του LM, υπηκόου τρίτης χώρας, και του δημοσίου κέντρου κοινωνικής δράσεως του Seraing (CPAS), σχετικά με αποφάσεις του CPAS με τις οποίες ανακλήθηκε το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής προς τον LM.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 5, 13 και 14 της Οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 7, του άρθρου 19 παράγραφος 2, καθώς και των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει την κάλυψη, στο μέτρο του δυνατού, των βασικών αναγκών υπηκόου τρίτης χώρας όταν: α) ο τελευταίος άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως επιστροφής που εκδόθηκε σε βάρος του, β) το ενήλικο τέκνο του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας πάσχει από σοβαρή ασθένεια, γ) η παρουσία του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας στο πλευρό του ενήλικου τέκνου είναι απαραίτητη για το τέκνο αυτό, και για λογαριασμό του εν λόγω ενήλικου τέκνου ασκήθηκε προσφυγή κατά της εις βάρος του ληφθείσας αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας θα μπορούσε να εκθέσει το τέκνο αυτό σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση αντιτίθεται στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο. 

6. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-223/19, YS κατά NK - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης καθώς και των άρθρων 16, 17, 20, 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Το άρθρο 5 της οδηγίας 2006/54 ορίζει «Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, εξαλείφεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως όσον αφορά: […] γ) τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευόμενου προσώπου, και τις προϋποθέσεις διάρκειας και διατήρησης του δικαιώματος παροχών».
H αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του YS και της εταιρίας NK AG σχετικά με την παρακράτηση ενός ποσού από την επαγγελματική σύνταξη που χορηγείται απευθείας από την εταιρία αυτή στον YS, καθώς και με την κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που είχε συμφωνηθεί συμβατικώς για την εν λόγω σύνταξη για το έτος 2018.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2006/54 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση Κράτους-μέλους δυνάμει της οποίας οι δικαιούχοι συντάξεως την οποία ανέλαβε, με σύμβαση, την υποχρέωση να τους καταβάλλει απευθείας μια επιχείρηση ελεγχόμενη από το κράτος στερούνται, α) ενός ποσού που παρακρατείται από το μέρος της ως άνω συντάξεως το οποίο υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια και, αφετέρου, της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που είχε συμφωνηθεί συμβατικώς σχετικά με την εν λόγω σύνταξη, όταν η ρύθμιση αυτή θίγει πολύ περισσότερους άνδρες παρά γυναίκες δικαιούχους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, στοιχείο γʹ, σημείο iii, της Οδηγίας 2006/54 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση Κράτους-μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συνέπειες δικαιολογούνται από αντικειμενικούς παράγοντες ξένους προς κάθε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Υπόθεση C-265/19, Recorded Artists Actors Performers Ltd κατά Phonographic Performance (Ireland) Ltd κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας. Το άρθρο 8 της Οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II με τίτλο «Συγγενικά δικαιώματα», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα εξής: «Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή της αμοιβής αυτής μεταξύ τους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το ανώτερο δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Recorded Artists Actors Performers Ltd (RAAP) και, αφετέρου, της Phonographic Performance (Ireland) Ltd (PPI), του Υπουργού Απασχόλησης, Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας και του Attorney General, με αντικείμενο το δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής των υπηκόων τρίτων χωρών, όταν έχουν συμβάλει στη δημιουργία φωνογραφήματος το οποίο χρησιμοποιείται στην Ιρλανδία.
Το νομικό ζήτημα είναι εάν το άρθρο 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2006/115 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε Κράτος-μέλος, κατά τη μεταφορά στην εθνική του νομοθεσία του όρου «ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες» ο οποίος περιλαμβάνεται στη συγκεκριμένη διάταξη και αναφέρεται στους καλλιτέχνες που δικαιούνται μέρος της εκεί προβλεπόμενης ενιαίας και εύλογης αμοιβής, να αποκλείσει από την αμοιβή αυτή τους καλλιτέχνες υπηκόους τρίτης χώρας εκτός του ΕΟΧ, εξαιρώντας μόνον εκείνους που έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους εντός του ΕΟΧ και εκείνους των οποίων η συμβολή στη δημιουργία του φωνογραφήματος ηχογραφήθηκε εντός του ΕΟΧ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω άρθρο της Οδηγίας 2006/115 έχει την έννοια ότι δεν είναι συμβατό με την ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-84/19, C-222/19 και C-252/19, Profi Credit Polska S.A. z siedzibą w Bielsku- Białej κ.λπ. κατά QJ κ.λ.π. - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 2, και του άρθρου 4, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 «Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό». Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν από το επαρχιακό δικαστήριο Szczecin, (C 84/19) και το επαρχιακό δικαστήριο Opatów, πρώτο τμήμα αστικών διαφορών, της Πολωνίας (C 222/19, C 252/19) στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ τριών πιστωτικών ιδρυμάτων,  των Profi Credit Polska, BW και QL και τριών καταναλωτών, των QJ, DR και CG, αντιστοίχως, με αντικείμενο την είσπραξη από τους καταναλωτές ποσών των οποίων την καταβολή αξιώνουν τα ως άνω πιστωτικά ιδρύματα βάσει συμβάσεων καταναλωτικής πίστης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν το άρθρο 4. παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή οι ρήτρες σύμβασης καταναλωτικής πίστης, κατά τις οποίες ο καταναλωτής επιβαρύνεται με άλλα έξοδα, πλην της καταβολής των συμβατικών τόκων, στην περίπτωση που στις ως άνω ρήτρες δεν προσδιορίζεται ούτε η φύση των εξόδων αυτών ούτε οι υπηρεσίες που καλύπτονται από αυτά.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή οι ως άνω ρήτρες εφόσον προκαλείται σύγχυση στον καταναλωτή όσον αφορά τις υποχρεώσεις του και τις οικονομικές συνέπειες των ρητρών αυτών, γεγονός που καλείται το αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

9. Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Σεπτεμβρίου 2020 Telenor Magyarország Zrt. κατά Nemzeti Média- és Hírközlési Hatóság Elnöke Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-807/18 και C-39/19 - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 3 του Κανονισμού 2015/2120 για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς επίσης και του Κανονισμού αριθ. 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης. Το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/2120 ορίζει  «1. Μέσω της υπηρεσίας πρόσβασης στο διαδίκτυο που διαθέτουν, οι τελικοί χρήστες έχουν το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση και να διανέμουν πληροφορίες και περιεχόμενο, να χρησιμοποιούν και να παρέχουν εφαρμογές και υπηρεσίες και να χρησιμοποιούν τερματικό εξοπλισμό της επιλογής τους, ανεξαρτήτως του τόπου του τελικού χρήστη ή του παρόχου ή του τόπου, της προέλευσης ή του προορισμού της πληροφορίας, του περιεχομένου, της εφαρμογής ή της υπηρεσίας. […] 2. Οι συμφωνίες μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και των τελικών χρηστών σχετικά με τις εμπορικές και τεχνικές προϋποθέσεις και τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως η τιμή, ο όγκος των δεδομένων ή η ταχύτητα, καθώς και οποιεσδήποτε εμπορικές πρακτικές των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, δεν περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών όπως προσδιορίζονται στην παράγραφο 1. 3. Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, όταν παρέχουν υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο, αντιμετωπίζουν ισότιμα κάθε κίνηση, χωρίς αποκλεισμούς, περιορισμούς ή παρεμβάσεις και ανεξαρτήτως του αποστολέα και του παραλήπτη, του περιεχομένου στο οποίο έχει γίνει πρόσβαση ή του διανεμηθέντος περιεχομένου, των χρησιμοποιούμενων ή παρεχόμενων εφαρμογών ή υπηρεσιών ή του χρησιμοποιούμενου τερματικού εξοπλισμού. Το πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζει τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο από το να εφαρμόζουν εύλογα μέτρα διαχείρισης της κίνησης. Για να θεωρηθούν εύλογα, τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι διαφανή και αναλογικά, να μην εισάγουν διακρίσεις και να μη βασίζονται σε εμπορικά κριτήρια, αλλά σε αντικειμενικά διαφορετικές απαιτήσεις τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών για συγκεκριμένες κατηγορίες κίνησης. Τα εν λόγω μέτρα δεν παρακολουθούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο και δεν διατηρούνται πέραν του απαιτουμένου. Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο δεν εφαρμόζουν μέτρα διαχείρισης της κίνησης που υπερβαίνουν αυτά που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο και, κυρίως, δεν παρεμποδίζουν, επιβραδύνουν, αλλοιώνουν, περιορίζουν, εισάγουν παρεμβολές, υποβαθμίζουν ή επιβάλλουν διακρίσεις έναντι συγκεκριμένου περιεχομένου, εφαρμογών ή υπηρεσιών ή συγκεκριμένων κατηγοριών αυτών, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο και μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο, ούτως ώστε: α) να συμμορφωθούν με τις ενωσιακές νομοθετικές πράξεις ή την εθνική νομοθεσία που συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο, στην οποία υπάγεται ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, ή με τα μέτρα που συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο που θέτει σε εφαρμογή τις εν λόγω ενωσιακές νομοθετικές πράξεις ή εθνική νομοθεσία, μεταξύ άλλων και με τις αποφάσεις δικαστηρίων ή δημόσιων αρχών που διαθέτουν τις σχετικές αρμοδιότητες, β) να διασφαλίσουν την ακεραιότητα και την ασφάλεια του δικτύου, των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω του εν λόγω δικτύου και του τερματικού εξοπλισμού των τελικών χρηστών, γ) να προλάβουν την εμφάνιση εμποδίων λόγω συμφόρησης του δικτύου και να αμβλύνουν τις επιπτώσεις από τυχόν εξαιρετική ή προσωρινή συμφόρηση του δικτύου, υπό την προϋπόθεση ότι ανάλογες κατηγορίες κίνησης αντιμετωπίζονται ισότιμα». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το πρωτοδικείο περιφέρειας πρωτευούσης της Ουγγαρίας στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ της Telenor Magyarország Zrt. (Telenor) και του Προέδρου του Εθνικού Φορέα Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, (Πρόεδρος του ΕΦΜΕΕ) με αντικείμενο δύο αποφάσεις με τις οποίες ο Πρόεδρος του ΕΦΜΕΕ διέταξε την εταιρία αυτή να παύσει να παρέχει ορισμένες υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, στην Ουγγαρία, ένας φορέας παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο παρέχει στους πελάτες του πακέτα προνομιακής πρόσβασης (τα καλούμενα «πακέτα μηδενικού τέλους»), η ιδιαιτερότητα των οποίων έγκειται στο ότι η λήψη δεδομένων ορισμένων υπηρεσιών και εφαρμογών δεν συνυπολογίζεται στην κατανάλωση του όγκου δεδομένων για τον οποίον συμβλήθηκε ο τελικός χρήστης. Η ουγγρική διοίκηση έκρινε ότι η προσφορά αυτή αντίκειται στο άρθρο 3, παρ. 3, του Κανονισμού 2015/2120.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/2120 έχει την έννοια ότι πακέτα υπηρεσιών διατιθέμενα από τον πάροχο υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο μέσω συμφωνιών συναφθεισών με τελικούς χρήστες, οι οποίες συμφωνίες είχαν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: 
α) οι τελικοί χρήστες μπορούσαν να αγοράζουν πακέτο υπηρεσιών που τους παρέχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν άνευ περιορισμών συγκεκριμένο όγκο δεδομένων, χωρίς να αφαιρείται από αυτούς η χρήση συγκεκριμένων εφαρμογών και υπηρεσιών που υπόκεινται σε «μηδενικό τέλος», 
β) μετά δε την εξάντληση του εν λόγω όγκου δεδομένων οι τελικοί χρήστες μπορούσαν να συνεχίζουν να χρησιμοποιούν άνευ περιορισμών τις συγκεκριμένες αυτές εφαρμογές και υπηρεσίες, ενώ η κίνηση δεδομένων παρεμποδίζονταν και αντιμετώπιζε δυσκολίες όσον αφορά τις λοιπές διαθέσιμες εφαρμογές και υπηρεσίες
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/2120 έχει την έννοια ότι τα ανωτέρω πακέτα είναι ασύμβατα προς την παράγραφο 2, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι τα εν λόγω πακέτα υπηρεσιών, οι εν λόγω συμφωνίες και τα εν λόγω μέτρα παρεμπόδισης ή επιβράδυνσης περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών και βασίζονται σε εμπορικούς λόγους.


 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4/21
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-81/19, NG και OH κατά SC Banca Transilvania SA – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το εφετείο Cluj της Ρουμανίας (Curtea de Apel Cluj) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των NG και OH και της SC Banca Transilvania SA σχετικά με τον προβαλλόμενο ως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανομένης σε σύμβαση δανείου αναχρηματοδοτήσεως συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα μεταξύ των εν λόγω συμβαλλομένων.
Ειδικότερα η επίδικη ρήτρα τυποποιούνταν στο τμήμα 4, σημείο 1, των γενικών όρων της συμβάσεως αναχρηματοδοτήσεως και όριζε ότι κάθε πληρωμή με βάση τη σύμβαση αυτή θα έπρεπε να πραγματοποιείται στο νόμισμα του δανείου. Διευκρινιζόταν επίσης ότι ο δανειολήπτης μπορούσε να ζητήσει από την τράπεζα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη συνομολόγηση του δανείου σε νέο νόμισμα, χωρίς πάντως η δεύτερη να υποχρεούται να δεχθεί το αίτημα αυτό. Οι διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας CHF/RON από τον Οκτώβριο του 2008 έως τον Απρίλιο του 2017 είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση κατά 117.760 RON (περίπου 24.772 ευρώ) του ποσού που είχαν δανεισθεί οι NG και OH. Στις 23 Μαρτίου 2017, οι NG και OH άσκησαν αγωγή ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου με αίτημα να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, ο καταχρηστικός χαρακτήρας του τμήματος 4, σημείο 1, των γενικών όρων της συμβάσεως αναχρηματοδοτήσεως. Οι NG και OH υποστήριξαν επίσης ότι η Banca Transilvania είχε παραβεί την υποχρέωση ενημερώσεως που υπείχε, καθόσον δεν τους προειδοποίησε, κατά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη της συμβάσεως, για τον κίνδυνο που ενείχε η μετατροπή της αρχικής συμβάσεως σε ξένο νόμισμα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 2, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, πλην όμως απηχεί κανόνα ο οποίος, κατά το εθνικό δίκαιο, εφαρμόζεται μεταξύ των συμβαλλομένων εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί άλλως επί του συγκεκριμένου ζητήματος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω ρήτρα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-343/19, Verein für Konsumenteninformation κατά Volkswagen AG – Προδικαστική
Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 2 σημ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού «Το άρθρο 7 του κανονισμού 1215/2012, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού αυτού, έχει ως ακολούθως: Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: […] 2)    ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Klagenfurt της Αυστρίας (Landesgericht Klagenfurt) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ένωσης για την πληροφόρηση των καταναλωτών και της Volkswagen AG, εταιρίας κατασκευής αυτοκινήτων, που εδρεύει στη Γερμανία, σχετικά με την ευθύνη της τελευταίας για τις ζημίες, που προκύπτουν από την ενσωμάτωση λογισμικού χειραγώγησης των σχετικών με τις εκπομπές καυσαερίων δεδομένων στα αγορασθέντα από Αυστριακούς καταναλωτές οχήματα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, σημ. 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν οχήματα έχουν εξοπλιστεί παρανόμως εντός Κράτους-μέλους από τον κατασκευαστή τους με λογισμικό χειραγώγησης των σχετικών με τις εκπομπές καυσαερίων δεδομένων προτού αγοραστούν από τρίτον σε άλλο Κράτος-μέλος, ο τόπος επέλευσης της ζημίας βρίσκεται στο τελευταίο αυτό Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ ,σε μια αρχική του σκέψη, έκρινε ότι ο τόπος όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός βρίσκεται στο Κράτος-μέλος στο έδαφος του οποίου τα επίμαχα αυτοκίνητα οχήματα εξοπλίστηκαν με λογισμικό χειραγώγησης των σχετικών με τις εκπομπές καυσαερίων δεδομένων, δηλαδή στη Γερμανία. Επιπροσθέτως, διαπίστωσε ότι ο τόπος που εκδηλώθηκαν οι επιζήμιες συνέπειες  μετά την αγορά των επίμαχων οχημάτων ήταν η Αυστρία.
Ωστόσο, εφαρμόζοντας τους σκοπούς της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης για τον καθορισμό του ύψους της προκληθείσας ζημίας, διαπίστωσε ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να κληθεί να εκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς στο Κράτος-μέλος στο έδαφος του οποίου αγοράστηκε το εν λόγω όχημα. Τα δικαστήρια, λοιπόν, του τελευταίου αυτού Κράτους-μέλους μπορούν να έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στα αποδεικτικά μέσα που είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των εκτιμήσεων αυτών. Επιπροσθέτως, ο τόπος επέλευσης της ζημίας σε υπόθεση που αφορά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού είναι ο τόπος όπου «θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν οι σχέσεις ανταγωνισμού ή τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών». 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, σημ. 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν οχήματα έχουν εξοπλιστεί παρανόμως εντός Κράτους-μέλους (Γερμανία) από τον κατασκευαστή τους με το ανωτέρω λογισμικό χειραγώγησης πριν αγοραστούν από τρίτο σε άλλο Κράτος-μέλος, ο τόπος επέλευσης της ζημίας βρίσκεται στο τελευταίο αυτό Κράτος-μέλος (Αυστρία).

3. ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020,  Υπόθεση C-264/19, Constantin Film Verleih GmbH κατά YouTube LLC και Google Inc.- Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Το άρθρο 8 της Οδηγίας, ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και κατόπιν αιτιολογημένου και αναλογικού αιτήματος του προσφεύγοντος, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν την παροχή πληροφοριών για την προέλευση και για τα δίκτυα διανομής των εμπορευμάτων ή παροχής των υπηρεσιών, που προσβάλλουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, από τον παραβάτη ή/και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο: α) βρέθηκε να κατέχει τα παράνομα εμπορεύματα σε εμπορική κλίμακα, β)  βρέθηκε να χρησιμοποιεί τις παράνομες υπηρεσίες σε εμπορική κλίμακα, γ) διαπιστώθηκε ότι παρείχε, σε εμπορική κλίμακα, υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες για την προσβολή δικαιώματος, ή δ) υποδείχθηκε, από το πρόσωπο των στοιχείων α), β) ή γ), ως εμπλεκόμενο στην παραγωγή, κατασκευή ή διανομή των εμπορευμάτων ή στην παροχή των υπηρεσιών. 2. Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν, εφόσον ενδείκνυται: α) τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των παραγωγών, κατασκευαστών, διανομέων, προμηθευτών και λοιπών προηγούμενων κατόχων του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και των παραληπτών χονδρεμπόρων και των εμπόρων λιανικής». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Constantin Film Verleih GmbH, εγκατεστημένης στη Γερμανία εταιρίας διανομής ταινιών, και, αφετέρου, της YouTube LLC και της Google Inc., που είναι εγκατεστημένες στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχετικά με πληροφορίες τις οποίες ζήτησε η Constantin Film Verleih, από τις ως άνω δύο εταιρίες, και οι οποίες αφορούσαν τις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τις διευθύνσεις IP και τους αριθμούς κινητού τηλεφώνου χρηστών που προσέβαλαν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της.
Ειδικότερα, η Constantin Film Verleih είχε στη Γερμανία τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων, των κινηματογραφικών έργων «Parker» και «Scary Movie 5». Κατά τα έτη 2013 και 2014, τα ως άνω έργα αναρτήθηκαν στον ιστότοπο www.youtube.com, μια πλατφόρμα, την οποία εκμεταλλεύεται η YouTube και η οποία παρέχει στους χρήστες τη δυνατότητα να δημοσιεύουν, να παρακολουθούν και να ανταλλάσσουν βίντεο. Με τον τρόπο αυτόν, τα εν λόγω έργα προβλήθηκαν στην ως άνω πλατφόρμα πολλές δεκάδες χιλιάδες φορές. Η Constantin Film Verleih απαίτησε από την YouTube και την Google, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία είναι η μητρική εταιρία της πρώτης, να της παράσχουν μια σειρά από πληροφορίες για κάθε χρήστη που ανάρτησε τα ίδια έργα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 8, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι ο όρος «διευθύνσεις» αφορά, στην περίπτωση χρήστη ο οποίος ανάρτησε αρχεία που προσβάλλουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εν λόγω χρήστη, τον αριθμό τηλεφώνου του, καθώς και τη διεύθυνση IP που χρησιμοποιήθηκε για την ανάρτηση των αρχείων αυτών ή τη διεύθυνση IP που χρησιμοποιήθηκε κατά την τελευταία σύνδεσή του με τον λογαριασμό χρήστη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 8, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι ο όρος «διευθύνσεις» στη διάταξη αυτή δεν αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-224/19 και C-259/19, CY κ.λ.π. κατά Caixabank SA και LG, και PK κατά Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA- Προδικαστική

Οι αιτήσεις προδικαστικής αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 3 έως 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ του CY και της Caixabank SA και, αφετέρου, μεταξύ του LG και της PK και της Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA, σχετικά με καταχρηστικές ρήτρες που περιέχονται σε ενυπόθηκες δανειακές συμβάσεις.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 6, παρ. 1, και το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας επιβάλλουσας την καταβολή από τον καταναλωτή του συνόλου των εξόδων σύστασης και εξάλειψης υποθήκης, αντιτίθενται στην απόρριψη από εθνικό δικαστήριο του αιτήματος επιστροφής στον καταναλωτή των ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας.
Το ΔΕΕ, αρχικά έκρινε ότι συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει καταρχήν, να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα, οπότε δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή. Επομένως, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει κατ’ αρχήν να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω καταχρηστική ρήτρα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας με το ανωτέρω περιεχόμενο αντιτίθενται στην απόρριψη από εθνικό δικαστήριο του αιτήματος του καταναλωτή για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν, εκτός εάν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που θα είχαν εφαρμογή αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα υποχρεώνουν τον καταναλωτή σε καταβολή του συνόλου ή μέρους των εξόδων αυτών.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα ήταν εάν αν το άρθρο 3, το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία η οποία αποκλείει την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που επιβάλλει στον καταναλωτή την καταβολή εξόδων φακέλου, με το σκεπτικό ότι τα έξοδα φακέλου αποτελούν στοιχείο του τιμήματος της συμβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της Οδηγίας αυτής, ενώ συγχρόνως κρίνει ότι μια τέτοια ρήτρα πληροί την απαίτηση διαφάνειας την οποία θέτει η τελευταία αυτή διάταξη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συμβατικές ρήτρες οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια του «κυρίου αντικειμένου της σύμβασης» είναι εκείνες με τις οποίες καθορίζονται οι ουσιώδεις παροχές της οικείας συμβάσεως και οι οποίες, ως τέτοιες, χαρακτηρίζουν τη σύμβαση. Αντιθέτως, οι ρήτρες που έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με εκείνες που καθορίζουν αυτή καθαυτή την ουσία της συμβατικής σχέσεως δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια. 
Το γεγονός ότι τα έξοδα φακέλου περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος ενός ενυπόθηκου δανείου δεν σημαίνει ότι συνιστούν ουσιώδη παροχή του δανείου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο του Κράτους μέλους οφείλει να ελέγξει τον σαφή και κατανοητό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που αφορά το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, ανεξαρτήτως μεταφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας στην έννομη τάξη του εν λόγω Κράτους-μέλους.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-133/19, C-136/19 και C-137/19, B. M. M. κ.λπ. κατά État belge - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 2003/86 σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας του Βελγίου (Conseil d’État) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, των B. M. M. (C‑133/19 και C‑136/19), B. S. (C‑133/19), B. M. (C‑136/19) και B. M. O. (C‑137/19), υπηκόων Γουινέας, και, αφετέρου, Βελγικού Δημοσίου, με αντικείμενο την απόρριψη αιτήσεων περί εκδόσεως θεωρήσεως για οικογενειακή επανένωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε   ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι η ημερομηνία αναφοράς βάσει της οποίας πρέπει να κριθεί αν άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι «ανήλικο τέκνο», κατά τη διάταξη αυτή, είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης για ανήλικα τέκνα ή η ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του οικείου Κράτους-μέλους αποφαίνονται επί της αίτησης, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ημερομηνία αναφοράς βάσει της οποίας πρέπει να κρίνεται αν άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι ανήλικο τέκνο, κατά τη διάταξη αυτή, είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης για ανήλικα τέκνα και όχι η ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους αποφαίνονται επί της αίτησης, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση αυτή.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-311/18, Data Protection Commissioner κατά Facebook Ireland Limited και Maximillian Schrems – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (Κανονισμός 2016/679) και υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court) σχετικά με το κύρος της αποφάσεως 2010/87/ΕΕ με την οποία η Επιτροπή όρισε τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για ορισμένες κατηγορίες διαβιβάσεων, υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων της Ιρλανδίας, (ΕΠΔ), της Facebook Ireland Ltd και του Maximillian Schrems. Ο Maximillian Schrems υπέβαλε καταγγελία στον ΕΠΔ σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούσαν από τη Facebook Ireland στη μητρική της εταιρία Facebook Inc., η οποία είναι εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, παρ. 1, και το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, του ΓΚΠΔ, όπως ερμηνεύονται σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παρ. 2, ΣΕΕ, έχουν την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε Κράτος-μέλος προς άλλον οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, όταν, κατά τη διάρκεια ή κατόπιν της διαβίβασης αυτής, τα δεδομένα ενδέχεται να υποστούν επεξεργασία από τις αρχές της τρίτης χώρας για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας, εθνικής άμυνας και ασφάλειας του κράτους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παρ. 1 και 2, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται για εμπορικούς σκοπούς από οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε Κράτος-μέλος προς άλλον οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ανεξαρτήτως του ότι, κατά τη διάρκεια ή κατόπιν της διαβίβασης αυτής, τα δεδομένα ενδέχεται να υποστούν επεξεργασία από τις αρχές της αντίστοιχης τρίτης χώρας για λόγους δημόσιας ασφάλειας, εθνικής άμυνας και ασφάλειας του κράτους.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα  ήταν να ερμηνευθεί ποιο ήταν το απαιτούμενο επίπεδο προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 46 του ΓΚΠΔ στο πλαίσιο διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα βάσει τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ποια στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν αυτό το επίπεδο προστασίας διασφαλίζεται στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαβίβασης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι οι κατάλληλες εγγυήσεις, τα εκτελεστά δικαιώματα και τα αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας που απαιτούνται κατά τις διατάξεις αυτές πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα των ατόμων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται προς τρίτη χώρα βάσει τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων τυγχάνουν ενός επιπέδου προστασίας ουσιαστικά ισοδύναμου με εκείνο που εγγυάται εντός της Ένωσης ο κανονισμός αυτός, όπως ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τον Χάρτη. Προς τούτο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι συμβατικοί όροι που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, οι οποίοι είναι αμφότεροι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης, και του αποδέκτη της διαβίβασης ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην οικεία τρίτη χώρα όσο και, σε σχέση με την ενδεχόμενη πρόσβαση των δημοσίων αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας στα διαβιβαζόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-129/19, Presidenza del Consiglio dei Ministri κατά BV – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2004/80/ΕΚ για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Συμφώνα με το άρθρο 12 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/80 «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο των εθνικών τους ρυθμίσεων υπάρχει πρόβλεψη για σύστημα αποζημίωσης των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους, το οποίο διασφαλίζει εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, της Ιταλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιταλίας και της BV, σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που άσκησε η BV κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας για ζημία που φέρεται να υπέστη λόγω παραλείψεως μεταφοράς της Οδηγίας 2004/80 στην ιταλική έννομη τάξη. 
Ειδικότερα, η BV, Ιταλίδα υπήκοος και κάτοικος Ιταλίας, υπήρξε θύμα εγκλήματος σεξουαλικής βίας που διαπράχθηκε επί ιταλικού εδάφους. Οι δράστες καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης και στην καταβολή προς την BV αποζημιώσεως ύψους 50.000 ευρώ. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι δράστες διέφυγαν, η είσπραξη του ποσού αυτού δεν κατέστη δυνατή. Η BV άσκησε αγωγή κατά της Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου ενώπιον του πρωτοδικείου του Τορίνο, Ιταλία), με αίτημα να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ιταλικής Δημοκρατίας για μη ορθή και πλήρη εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την Οδηγία 2004/80, ιδίως της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 12, παρ. 2, της Οδηγίας αυτής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 12, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/80 έχει την έννοια ότι κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 4.800 ευρώ η οποία καταβάλλεται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας συνιστά "εύλογη και προσήκουσα» αποζημίωση".
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 12, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/80 έχει την έννοια ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που καταβάλλεται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εύλογη και προσήκουσα», αν καθορίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για τα θύματα η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη.

8. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-698/18 και C-699/18, SC Raiffeisen Bank SA και BRD Groupe Societé Générale SA κατά JB και KC – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές καθώς και την ερμηνεία των αρχών της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το ειδικό δικαστήριο του Μούρες στη Ρουμανία στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ αφενός, της SC Raiffeisen Bank SA και του JB και, αφετέρου, της BRD Groupe Société Générale SA και του KC, με αντικείμενο τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών συμβάσεως πιστώσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Οδηγίας 93/13, καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας δίκαιου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε δικαστική ερμηνεία της εθνικής ρυθμίσεως κατά την οποία η άσκηση αγωγής για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως βάσει καταχρηστικής ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία υπόκειται σε τριετή προθεσμία παραγραφής, η οποία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία πλήρους εκτελέσεως της συμβάσεως αυτής, διότι θεωρείται ότι ο καταναλωτής γνώριζε από την ημερομηνία αυτή τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης ρήτρας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας δίκαιου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω δικαστική ερμηνεία της εθνικής ρυθμίσεως όταν τεκμαίρεται, χωρίς να χρειάζεται επαλήθευση, ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, ο καταναλωτής όφειλε να γνωρίζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας ή όταν, στην περίπτωση παρόμοιων αγωγών που στηρίζονται σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, η ίδια προθεσμία αρχίζει να τρέχει μόνον από τη δικαστική αναγνώριση της αιτίας στην οποία στηρίζονται οι αγωγές αυτές.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-658/18, UX κατά Governo della Repubblica italiana – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 2 της Οδηγίας 1999/70 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα ακόλουθα: «1.Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». H αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της UX και της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας σχετικά με αίτημα προς αποκατάσταση της ζημίας, η οποία προκλήθηκε λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από το ιταλικό κράτος. Ειδικότερα, η αιτούσα της κύριας δίκης, ειρηνοδίκης, προσέφυγε ενώπιον του ειρηνοδίκη της Μπολόνια, ζητώντας την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας για ποσό 4. 500 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατ’ αυτήν, στις αποδοχές της για τον Αύγουστο του 2018, τις οποίες θα εδικαιούτο ένας τακτικός δικαστής έχων την αυτή αρχαιότητα με την ίδια, ως αποκατάσταση της ζημίας που εκτιμά ότι υπέστη λόγω πρόδηλης παραβάσεως εκ μέρους του ιταλικού κράτους του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88 καθώς και του άρθρου 31 του Χάρτη. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι ένας ειρηνοδίκης, διοριζόμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του ως κύρια δραστηριότητα και εισπράττει αποζημιώσεις που συνδέονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες καθώς και αποζημιώσεις για κάθε μήνα πραγματικής υπηρεσίας εμπίπτει στην έννοια του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου», όπως αυτή χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι ο όρος «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, μπορεί να καλύπτει ειρηνοδίκη, σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

10. Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-517/17, Milkiyas Addis κατά Bundesrepublik Deutschland – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα και του άρθρου 14, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας «1.  Πριν από τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας του με πρόσωπο αρμόδιο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για τη διεξαγωγή ανάλογων συνεντεύξεων. Οι προσωπικές συνεντεύξεις επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας διεξάγονται από το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής. Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 42 παράγραφος 2 στοιχείο β). Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την αποφαινόμενη αρχή, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το προσωπικό διαφορετικής αρχής μπορεί προσωρινά να συμμετάσχει στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το προσωπικό της εν λόγω διαφορετικής αρχής λαμβάνει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση […]». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Milkiyas Addis και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με τη νομιμότητα απόφασης με την οποία η ομοσπονδιακή υπηρεσία μετανάστευσης και προσφύγων, Γερμανία αρνήθηκε να χορηγήσει άσυλο στον ενδιαφερόμενο.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 14, παρ. 1, της Οδηγίας περί διαδικασιών έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η παράβαση της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης προτού εκδοθεί απόφαση περί απαραδέκτου δεν συνεπάγεται την ακύρωση της εν λόγω απόφασης και την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, εφόσον ο αιτών έχει την ευκαιρία να εκθέσει κατά τη διαδικασία της προσφυγής όλα τα επιχειρήματά του κατά της εν λόγω απόφασης, τα δε επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να τροποποιήσουν την ίδια αυτή απόφαση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση αντιβαίνει στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο.