Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 3/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-754/18, Ryanair Designated Activity Company κατά Országos Rendőr-főkapitányság - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5, 10 και 20 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών. Το άρθρο 20 της ανωτέρω Οδηγίας προβλέπει ότι «1. Τα κράτη μέλη χορηγούν στα δικαιούχα μόνιμης διαμονής μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους δελτίο μόνιμης διαμονής εντός εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης. Το δελτίο μόνιμης διαμονής ανανεώνεται αυτοδικαίως ανά δεκαετία. 2. Η αίτηση χορήγησης δελτίου μόνιμης διαμονής πρέπει να υποβάλλεται πριν από τη λήξη της ισχύος του δελτίου διαμονής. […]». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/38 «Στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους επιβάλλεται μόνο θεώρηση εισόδου σύμφωνα με τον κανονισμό 539/2001 ή, ενδεχομένως, με το εθνικό δίκαιο. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η κατοχή ισχύοντος δελτίου διαμονής προβλεπομένου στο άρθρο 10, απαλλάσσει τα εν λόγω μέλη της οικογένειας από την απαίτηση θεώρησης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Δικαστήριο Διοικητικών και Εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης της Ουγγαρίας (Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ryanair Designated Activity Company και του αρχηγείου της αστυνομίας, όσον αφορά πρόστιμο που επιβλήθηκε στην εταιρία αυτή. Ειδικότερα, η αστυνομία του αερολιμένα Βουδαπέστης Liszt Ferenc (Ουγγαρία) διενήργησε έλεγχο των επιβατών μιας πτήσης από το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), που πραγματοποίησε η Ryanair DAC. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ένας επιβάτης, Ουκρανικής ιθαγένειας, ο οποίος κατείχε μη βιομετρικό διαβατήριο, καθώς και ισχύον δελτίο μόνιμης διαμονής το οποίο χορηγήθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 της Οδηγίας αυτής, δεν διέθετε θεώρηση εισόδου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 5, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι η κατοχή του δελτίου μόνιμης διαμονής, που προβλέπεται στο άρθρο 20 της Οδηγίας αυτής απαλλάσσει πρόσωπο που δεν έχει την ιθαγένεια Κράτους-μέλους, αλλά είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, από την υποχρέωση να λάβει θεώρηση για την είσοδο στην επικράτεια των Κρατών-μελών.
Το ΔΕΕ έκρινε, σύμφωνα με το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο, ότι η κατοχή του δελτίου διαμονής απαλλάσσει το πρόσωπο, που είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της ΕΕ, (αλλά δεν έχει το ίδιο την ευρωπαϊκή ιθαγένεια) από την υποχρέωση να λάβει θεώρηση προκειμένου να εισέλθει στην επικράτεια των Κρατών-μελών.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ. 2, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι η κατοχή δελτίου μόνιμης διαμονής κατά το άρθρο 20 της Οδηγίας απαλλάσσει το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι κάτοχος του δελτίου αυτού από την υποχρέωση να λάβει θεώρηση εισόδου, όταν το δελτίο αυτό έχει εκδοθεί από Κράτος-μέλος το οποίο δεν ανήκει στον χώρο Σένγκεν.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία εφαρμόζεται αδιακρίτως στο σύνολο των Κρατών-μελών, είτε αυτά ανήκουν στον χώρο Σένγκεν είτε όχι. Έτσι, το ΔΕΕ έκρινε ότι η κατοχή του δελτίου μόνιμης διαμονής, το οποίο έχει χορηγηθεί από Κράτος-μέλος, που δεν ανήκει στον χώρο Σένγκεν, απαλλάσσει το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι κάτοχος του δελτίου αυτού από την υποχρέωση να λάβει θεώρηση εισόδου.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-634/18, Ποινική δίκη κατά JI - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της απόφασης-πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 στοιχ. α της απόφασης-πλαισίου «Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) να επισύρουν μέγιστη στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας μεταξύ πέντε και δέκα ετών τουλάχιστον σε καθεμία από τις ακόλουθες περιστάσεις: α) όταν το έγκλημα αφορά μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο Słupsk, της Πολωνίας (Sąd Rejonowy w Słupsku) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του JI για παράνομη κατοχή σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 2, στοιχ. αʹ, της Απόφασης-Πλαισίου 2004/757, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχείο γʹ, της ίδιας απόφασης-πλαισίου, καθώς και τα άρθρα 20, 21 και 49 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε Κράτος-μέλος να χαρακτηρίζει ως αξιόποινη πράξη την κατοχή σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών τόσο για σκοπούς προσωπικής κατανάλωσης όσο και για σκοπούς παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, καταλείποντας την ερμηνεία της έννοιας της «σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών» στην κατά περίπτωση εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε Κράτος-μέλος να χαρακτηρίζει ως αξιόποινη πράξη την κατοχή σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών τόσο για σκοπούς προσωπικής κατανάλωσης όσο και για σκοπούς παράνομης διακίνησης ναρκωτικών σύμφωνα με τα ανωτέρω.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-588/18, Federación de Trabajadores Independientes de Comercio (Fetico) κ.λπ. κατά Grupo de Empresas DIA S.A. και Twins Alimentación S.A. - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 5 και 7 της Οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 7 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας ανάπαυσης, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3. Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας, μπορεί να ορίζεται ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης 24 ωρών.». Επίσης, το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88, ορίζει «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειδικό Ανώτερο Δικαστήριο της Ισπανίας (Audiencia Nacional) στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και, αφετέρου, του ομίλου εταιριών DIA SA και της εταιρίας Twins Alimentación SA, σχετικά με συλλογικές συγκρούσεις εργασίας που αφορούν τους όρους χορηγήσεως των ειδικών αδειών μετ’ αποδοχών που προβλέπονται στο άρθρο 46 της συλλογικής συμβάσεως του ομίλου εταιριών Dia SA και της εταιρίας Twins Alimentación SA.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε αν τα άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, που δεν παρέχει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις ειδικές άδειες, τις οποίες προβλέπει η ως άνω κανονιστική ρύθμιση τις ημέρες, κατά τις οποίες οι εν λόγω εργαζόμενοι οφείλουν να εργάζονται, εφόσον οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις για τις οποίες χορηγούνται οι ειδικές άδειες ανακύπτουν στις περιόδους εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής έναντι της ανωτέρω εθνικής ρυθμίσεως.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-762/18 και C-37/19 QH και CV κατά Varhoven kasatsionen sad na Republika Bulgaria και Iccrea Banca SpA Istituto Centrale del Credito Cooperativo - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και του άρθρου 31, παρ. 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το  άρθρο 7 της Οδηγίας, «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της αδείας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το περιφερειακό δικαστήριο Χάσκοβο της Βουλγαρίας (Rayonen sad Haskovo) (C‑762/18) και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Corte suprema di cassazione) (C‑37/19) στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ της QH και του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, σχετικά με την εφαρμογή από το δεύτερο νομολογίας φερόμενης ως ασύμβατης προς το δίκαιο της Ένωσης, με αποτέλεσμα να στερηθεί η QH την αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα μεταξύ της παράνομης απόλυσής της και της επαναπρόσληψής της (C‑762/18), και, αφετέρου, μεταξύ της CV και της Iccrea Banca SpA με αντικείμενο παρόμοια πραγματικά περιστατικά (υπόθεση C‑37/19).
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία δυνάμει της οποίας εργαζόμενος που απολύθηκε παρανόμως και στη συνέχεια επαναπροσλήφθηκε σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατόπιν της ακυρώσεως της απόλυσής του με δικαστική απόφαση, δεν δικαιούται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόλυσης και της επαναπρόσληψης, για τον λόγο ότι, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, δεν παρείχε πραγματική εργασία στον εργοδότη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο δίκαιο της ΕΕ αντιτίθεται στο επίμαχο εθνικό δίκαιο

5. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-581/18 RB κατά TÜV Rheinland LGA Products GmbH και Allianz IARD S.A. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Εφετείο Φρανγκφούρτης της Γερμανίας (Oberlandesgericht Frankfurt am Main) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της RB, γερμανικής ιθαγένειας, και, αφετέρου, της TÜV Rheinland LGA Products GmbH (TÜV Rheinland) και της ασφαλιστικής εταιρίας Allianz IARD SA (Allianz), σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως για τη βλάβη που προκάλεσε στην ενάγουσα της κύριας δίκης η τοποθέτηση ελαττωματικών εμφυτευμάτων στήθους. Ειδικότερα, η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε ασφαλιστική σύμβαση συναφθείσα μεταξύ της Allianz και του κατασκευαστή εμφυτευμάτων στήθους PIP, η οποία περιελάμβανε ρήτρα περιορίζουσα τη γεωγραφική έκταση της ασφαλιστικής καλύψεως της αστικής ευθύνης από την παραγωγή των εμφυτευμάτων αυτών στις ζημίες που επέρχονταν στη μητροπολιτική Γαλλία ή στα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα και εδάφη. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε ως προς τη συμβατότητα της εν λόγω ρήτρας με το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον αυτή δεν προβλέπει ότι η εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη εκτείνεται στις ζημίες που επέρχονται στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης, γεγονός που δύναται να συνεπάγεται έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, η οποία απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από τη διάταξη αυτή
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 18 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται επί ρήτρας, η οποία περιλαμβάνεται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ ασφαλιστικής εταιρίας και κατασκευαστή ιατροτεχνολογικών προϊόντων και η οποία περιορίζει τη γεωγραφική εμβέλεια της ασφαλιστικής καλύψεως της αστικής ευθύνης από τα προϊόντα αυτά στις ζημίες που επέρχονται στο έδαφος ενός και μόνον Κράτους- μέλους, δεδομένου ότι μια τέτοια κατάσταση δεν εμπίπτει, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού.

6. ΔΕΕ,  απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-301/18, Thomas Leonhard κατά DSL-Bank – eine Niederlassung der DB Privat- und Firmenkundenbank AG – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 4, της Οδηγίας 2002/65, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 4 της ανωτέρω Οδηγίας «Ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει στον καταναλωτή, το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών, όλα τα ποσά που έχει λάβει από αυτόν σύμφωνα με την εξ αποστάσεως σύμβαση, με εξαίρεση το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η προθεσμία αρχίζει να μετράται από την ημέρα που ο προμηθευτής παραλαμβάνει την κοινοποίηση της υπαναχώρησης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βόννης, Γερμανία (Landgericht Bonn) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Thomas Leonhard και της DSL-Bank σχετικά με την εκ μέρους του Τ. Leonhard άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από σύμβαση δανείου συναφθείσα εξ αποστάσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 4, της Οδηγίας 2002/65 έχει την έννοια ότι, όταν καταναλωτής ασκεί το δικαίωμά υπαναχώρησης από σύμβαση δανείου συναφθείσα εξ αποστάσεως με προμηθευτή, ο καταναλωτής δικαιούται να του επιστραφούν από τον προμηθευτή, το κεφάλαιο και οι τόκοι που κατέβαλε σε εκτέλεση της σύμβασης, πλην όμως δεν μπορεί να λάβει αποζημίωση για τη χρήση των εν λόγω κεφαλαίου και τόκων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι, όταν καταναλωτής ασκεί το δικαίωμά του υπαναχώρησης από σύμβαση δανείου δικαιούται να του επιστραφούν από τον προμηθευτή, το κεφάλαιο και οι τόκοι που κατέβαλε σε εκτέλεση της σύμβασης, πλην όμως δεν μπορεί να λάβει αποζημίωση για τη χρήση των εν λόγω κεφαλαίου και τόκων.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-495/19, Kancelaria Medius SA z siedzibą w Krakowie κατά RN – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/13 «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Poznań (Πολωνία) (Sąd Okręgowy w Poznaniu) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Kancelaria Medius SA και του RN σχετικά με φερόμενη οφειλή του RN στο πλαίσιο συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ερμηνεία εθνικής διατάξεως σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο το οποίο εκδικάζει αγωγή, ασκηθείσα από επαγγελματία κατά καταναλωτή, ερήμην του καταναλωτή λόγω μη παραστάσεώς του α) δεν μπορεί να διατάξει την αναγκαία διεξαγωγή αποδείξεων για να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στις οποίες στήριξε το αίτημά του ο επαγγελματίας, όταν το εν λόγω δικαστήριο έχει αμφιβολίες σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών αυτών και β) πρέπει να αποφανθεί επί τη βάσει των ισχυρισμών του επαγγελματία, τους οποίους οφείλει να δεχθεί ως αληθείς.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι άρθρο 7, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στις ανωτέρω εθνικές ρυθμίσεις. 

8. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-219/19, Parsec Fondazione Parco delle Scienze e della Cultura κατά Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti και Autorità nazionale anticorruzione (ANAC) – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 80, παρ. 2, της Οδηγίας 2014/24 σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 80 της ανωτέρω Οδηγίας, «2. Το δικαίωμα συμμετοχής στους διαγωνισμούς μελετών δεν περιορίζεται: α) με αναφορά στην επικράτεια ή σε τμήμα της επικράτειας κράτους μέλους, β) από το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες θα έπρεπε να είναι, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου διοργανώνεται ο διαγωνισμός μελετών, είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Tribunale amministrativo regionale per il Lazio) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Parsec Fondazione Parco delle Scienze e della Cultura (Parsec) και του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών και της εθνικής αρχής για την καταπολέμηση της διαφθοράς, με αντικείμενο την απόφαση με την οποία η εν λόγω αρχή απέρριψε την αίτηση εγγραφής του Parsec στο εθνικό μητρώο τεχνικών εταιριών και επαγγελματιών στους οποίους επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών αρχιτέκτονα και μηχανικού.
Το νομικό ζήτημα ήταν αν το άρθρο 80, παρ. 2, της Οδηγίας 2014/24, έχει την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία αποκλείει τη συμμετοχή μη κερδοσκοπικών φορέων σε διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων για την παροχή υπηρεσιών μηχανικού και αρχιτέκτονα, μολονότι το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει στους φορείς αυτούς το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο των δημοσίων συμβάσεων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση αντιτίθεται στο ανωτέρω επίμαχο ενωσιακό δίκαιο. 

9 . ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-74/19 LE κατά Transportes Aéreos Portugueses SA – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο της Λισσαβώνας (Πορτογαλία) (Tribunal Judicial da Comarca de Lisboa) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του LE και της Transportes Aéreos Portugueses SA (ΤΑΡ), που είναι αερομεταφορέας, σχετικά με την άρνηση της τελευταίας να καταβάλει αποζημίωση στον εν λόγω επιβάτη του οποίου η πτήση είχε μεγάλη καθυστέρηση.
Ειδικότερα, η καθυστέρηση προκλήθηκε από το γεγονός ότι το αεροσκάφος που εξετέλεσε την εν λόγω πτήση χρειάστηκε, κατά την πτήση του από τη Λισσαβώνα στη Fortaleza, να αλλάξει πορεία και να προσγειωθεί στη Las Palmas της Gran Canaria (Ισπανία), προκειμένου να αποβιβασθεί ένας ενοχλητικός επιβάτης ο οποίος είχε δαγκώσει έναν συνεπιβάτη του και είχε επιτεθεί σε άλλους συνεπιβάτες καθώς και στα μέλη του πληρώματος θαλάμου επιβατών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ. 3, του Κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι η ενοχλητική συμπεριφορά επιβάτη, η οποία δικαιολόγησε την εκ μέρους του κυβερνήτη του αεροσκάφους αλλαγή πορείας της οικείας πτήσης προς αερολιμένα διαφορετικό από εκείνον της άφιξης προκειμένου να αποβιβασθεί ο εν λόγω επιβάτης μετά των αποσκευών του, εμπίπτει στον όρο «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης.
Σύμφωνα με την παγία νομολογία του ΔΕΕ μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «έκτακτες περιστάσεις», τα γεγονότα εκείνα τα οποία, ως εκ της φύσεως ή των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και επί των οποίων αυτός δεν έχει πραγματικό έλεγχο, οι δε δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω περιγραφόμενο συμβάν εμπίπτει στον όρο «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, εκτός αν ο πραγματικός αερομεταφορέας συνέτεινε στην εκδήλωση της συμπεριφοράς αυτής ή παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων που προμήνυαν τέτοια συμπεριφορά, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

10. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 2020, Υπόθεση C-786/18, ratiopharm GmbH κατά Novartis Consumer Health GmbH

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 96, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2001/83 περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση. Σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του ανωτέρω άρθρου «1. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατόν να χορηγούνται δωρεάν δείγματα μόνον στα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να προμηθεύουν φάρμακα ή να χορηγούν τις σχετικές συνταγές υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι πρόκειται για μικρό αριθμό δειγμάτων ετησίως που πρέπει να περιορίζεται ανά φάρμακο και ανά άτομο εξουσιοδοτημένο να χορηγεί συνταγή, β) κάθε προσφορά δειγμάτων, πρέπει να ανταποκρίνεται σε γραπτή αίτηση του χορηγούντος τη συνταγή, με ημερομηνία και υπογραφή, γ) ο προμηθευτής δειγμάτων διαθέτει επαρκές σύστημα ελέγχου και ευθύνης, δ) Τα δείγματα δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερα από τη μικρότερη εμπορική συσκευασία, ε)  τα δείγματα πρέπει να φέρουν την ένδειξη “δωρεάν ιατρικό δείγμα – απαγορεύεται η πώληση”, ή άλλη ανάλογη ένδειξη, στ) τα δείγματα πρέπει να συνοδεύονται από αντίγραφο της συνοπτικής περιγραφής των χαρακτηριστικών του προϊόντος, ζ) δεν παρέχεται κανένα δείγμα φαρμάκων που περιέχουν ψυχοτρόπες ουσίες ή ναρκωτικά, κατά την έννοια των διεθνών συμβάσεων, όπως η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1961 και του 1971. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν περαιτέρω τη διανομή δειγμάτων ορισμένων φαρμάκων.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ratiopharm GmbH και της Novartis Consumer Health GmbH (Novartis), σχετικά με αίτημα της Novartis να απαγορευθεί στη ratiopharm να διανέμει στους φαρμακοποιούς δωρεάν δείγματα φαρμάκων. Ειδικότερα, η Novartis παρασκευάζει και εμπορεύεται το φάρμακο Voltaren Schmerzgel, που περιέχει τη δραστική ουσία Diclofenac (δικλοφενάκη). Η ratiopharm εμπορεύεται το φάρμακο Diclo-ratiopharm-Schmerzgel, το οποίο επίσης περιέχει τη δραστική ουσία Diclofenac (δικλοφενάκη) και το οποίο χορηγείται αποκλειστικά και μόνον από τα φαρμακεία. Το 2013, συνεργάτες της ratiopharm χορήγησαν δωρεάν σε Γερμανούς φαρμακοποιούς συσκευασίες του φαρμάκου αυτού προοριζόμενες προς πώληση, σε περιορισμένο μορφότυπο, με την ένδειξη «για σκοπούς επιδείξεως». Η Novartis θεώρησε ότι η διανομή αυτή αντέβαινε στο άρθρο 47, παρ. 3, του AMG και προσομοίαζε με απαγορευόμενη από τη γερμανική νομοθεσία χορήγηση δώρων για διαφημιστικούς σκοπούς.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 96, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/83 έχει την έννοια ότι επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις φαρμακευτικές εταιρίες να διανέμουν δωρεάν δείγματα φαρμάκων και στους φαρμακοποιούς.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στις φαρμακευτικές εταιρίες να διανέμουν δωρεάν στους φαρμακοποιούς δείγματα φαρμάκων για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη δεν εμποδίζει τη δωρεάν διανομή στους φαρμακοποιούς δειγμάτων φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή.



 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 02/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΜΑΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-924/19 PPU και C-925/19, FMS κ.λπ. κατά Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság και Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα Κράτη-μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, της Οδηγίας 2013/33 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, και των άρθρων 1, 4, 6, 18, 47 και του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Szeged της Ουγγαρίας (Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, πρώτον, μεταξύ των FMS και FNZ, και της πρωτοβάθμιας αστυνομικής διεύθυνσης μετανάστευσης και της αρμόδιας για θέματα ασύλου αρχής, (C 924/19 PPU), και, δεύτερον, μεταξύ των SA και SA junior, και της πρωτοβάθμιας αστυνομικής διεύθυνσης μετανάστευσης καθώς και της αρμόδιας για θέματα ασύλου αρχής (C 925/19 PPU). Αντικείμενο της δίκης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αποτέλεσαν οι αποφάσεις των ανωτέρω αρχών, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις ασύλου των FMS και FNZ, καθώς και οι αιτήσεις των SA και SA junior ως απαράδεκτες και διετάχθη η απομάκρυνση των αιτούντων, σε συνδυασμό με απαγόρευση εισόδου και διαμονής στο ουγγρικό έδαφος για ένα έτος.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν εάν το άρθρο 33 της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτης με την αιτιολογία ότι ο αιτών αφίχθη στο έδαφος του οικείου Κράτους-μέλους από το έδαφος κράτους στο οποίο δεν εκτίθεται σε διώξεις ή σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή εντός του οποίου εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 33 της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-267/19, Parking d.o.o. κατά Sawal d.o.o., Υπόθεση C-323/19, Interplastics s. r. o. κατά της Letifico d.o.o. – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Εμπορικό Δικαστήριο του Ζάγκρεμπ της Κροατίας (Trgovački sud u Zagrebu) στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Parking d.o.o. και της Sawal d.o.o.( C-267/19) και, αφετέρου, της Interplastics s. r. o. και της Letifico d.o.o. (C-323/19), σχετικά με αιτήματα εισπράξεως εκκρεμών απαιτήσεων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ο Κανονισμός 1215/2012, το άρθρο 18 ΣΛΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία εξουσιοδοτεί τους συμβολαιογράφους, που ενεργούν στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, επί τη βάσει εγγράφου το οποίο αποτελεί πλήρη απόδειξη, να εκδίδουν διαταγές εκτελέσεως, οι οποίες δεν μπορούν να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται σε άλλο Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός των συμβολαιογράφων σε διάφορα Κράτη-μέλη εξακολουθεί να συνδέεται με τις ιδιαιτερότητες των αντίστοιχων εννόμων τάξεων, δεδομένου του γεγονότος ότι ο Κανονισμός 1215/2012 δεν κατατείνει στο να επιβάλει μια συγκεκριμένη οργάνωση της δικαιοσύνης.
Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι στην εθνική έννομη τάξη έχουν θεσπισθεί εναλλακτικά μέσα παροχής ένδικης προστασίας, ήτοι η διεξαγόμενη ενώπιον δικαστηρίου διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, που είναι ικανά να αντισταθμίσουν τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα, που προκαλεί η απονομή στους συμβολαιογράφους της αρμοδιότητας εκδόσεως διαταγών εκτελέσεως στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως, που δεν αναγνωρίζονται και εκτελούνται σε έτερα Κράτη-μέλη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη ρύθμιση δεν είναι αντίθετη με το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο. 

3. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-208/19, NK κατά MS και AS – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σημεία 3 και 4, του άρθρου 3, παρ. 3, στοιχ. στʹ, και του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 16 στοιχ. γ της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη δεν παρέχουν το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 15 για τις εξ αποστάσεως και εκτός εμπορικού καταστήματος συναπτόμενες συμβάσεις, όσον αφορά τα ακόλουθα:[…], γ) την προμήθεια αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο Αστικών Υποθέσεων του Graz της Αυστρίας (Landesgericht für Zivilrechtssachen Graz) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της NK και, αφετέρου, του MS και της AS με αντικείμενο την καταβολή, από τον MS και την AS, αμοιβής για υπηρεσίες αρχιτέκτονα, που τους παρέσχε η NK. Ειδικότερα, οι MS και η AS, καταναλωτές κατά την έννοια της Οδηγίας 2011/83, συνήψαν με την NK, αρχιτέκτονα και έμπορο, εκτός των επαγγελματικών χώρων της τελευταίας, σύμβαση για τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας. Η NK διαβίβασε στον MS και στην AS το κατασκευαστικό σχέδιο που εκπόνησε, πρόχειρη συγκεντρωτική κατάσταση εξόδων, καθώς και τιμολόγιο ύψους 3.780 ευρώ για την παρασχεθείσα υπηρεσία. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο MS και η AS ενημέρωσαν την NK ότι δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την ποιότητα της εν λόγω υπηρεσίας και της γνωστοποίησαν ότι τερματίζουν την εργασιακή σχέση και υπαναχωρούν από την ανάθεση των σχετικών εργασιών σχεδιασμού. Η NK άσκησε αγωγή, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου της Αυστρίας, ζητώντας να υποχρεωθούν ο MS και η AS να της καταβάλουν αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες σχεδιασμού.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε,  ήταν αν το άρθρο 2, σημεία 3 και 4, καθώς και το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2011/83 έχουν την έννοια ότι συνιστά σύμβαση για την προμήθεια αγαθών κατασκευαζόμενων σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή, δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει για τον καταναλωτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες του καταναλωτή, τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι δεν συνιστά σύμβαση για την προμήθεια αγαθών κατασκευαζόμενων, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-641/18, LG κατά Rina SpA και Ente Registro Italiano Navale – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, και του άρθρου 2 του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του ΧΘΔΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Γένοβας της Ιταλίας (Tribunale di Genova) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των LG κ.λπ. και, αφετέρου, των Rina SpA και Ente Registro Italiano Navale σχετικά με την καταβολή από τις δεύτερες, δυνάμει αστικής ευθύνης, αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για την περιουσιακή ζημία και την ηθική βλάβη και την ψυχική οδύνη, που υπέστησαν οι LG κ.λπ. λόγω του ναυαγίου του πλοίου Al Salam Boccaccio ’98, που σημειώθηκε μεταξύ 2ας και 3ης Φεβρουαρίου 2006 στην Ερυθρά Θάλασσα. Ειδικότερα, οι LG κ.λπ., συγγενείς των θυμάτων και επιζήσαντες επιβάτες του ναυαγίου του πλοίου Al Salam Boccaccio ‘98, ενήγαγαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου τις εταιρίες Rina, νηογνώμονες, που αναλαμβάνουν την κατάταξη και πιστοποίηση πλοίων, με εταιρική έδρα στη Γένοβα. Οι LG κ.λπ. αξίωσαν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, αντιστοίχως, για περιουσιακή ζημία καθώς και για ηθική βλάβη και ψυχική οδύνη λόγω πιθανής αστικής ευθύνης των εταιριών Rina, υποστηρίζοντας ότι οι εργασίες κατάταξης και πιστοποίησης του εν λόγω πλοίου, τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει οι εταιρίες Rina, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας με τη Δημοκρατία του Παναμά, προκειμένου το πλοίο αυτό να αποκτήσει τη σημαία του ως άνω κράτους, συνδέονται αιτιωδώς με το εν λόγω ναυάγιο. Οι εταιρίες Rina προέβαλαν τον ισχυρισμό της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του αιτούντος δικαστηρίου επικαλούμενες την αρχή του διεθνούς δικαίου περί ετεροδικίας των αλλοδαπών κρατών. Ειδικότερα, κατά τις εταιρίες αυτές, οι εργασίες κατάταξης και πιστοποίησης, που εξετέλεσαν πραγματοποιήθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση της Δημοκρατίας του Παναμά και, κατά συνέπεια, συνιστούν εκδήλωση των κυριαρχικών προνομίων του εξουσιοδοτήσαντος κράτους.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν αν το άρθρο 1, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ασκούν δραστηριότητα κατάταξης και πιστοποίησης πλοίων για λογαριασμό και κατ’ εξουσιοδότηση τρίτου κράτους εμπίπτει στην έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και, κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, σε καταφατική δε περίπτωση, αν η περί ετεροδικίας αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου εμποδίζει την άσκηση, από το εθνικό δικαστήριο, της προβλεπόμενης από τον εν λόγω Κανονισμό διεθνούς δικαιοδοσίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ανωτέρω αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει στην έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και, κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, εφόσον η ως άνω δραστηριότητα δεν ασκείται βάσει προνομίων δημόσιας εξουσίας, υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Επιπροσθέτως, η περί ετεροδικίας αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου δεν εμποδίζει την άσκηση, από το εθνικό δικαστήριο, της προβλεπόμενης από τον εν λόγω Κανονισμό διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορά σχετική με τέτοια αγωγή, σε περίπτωση, που το ως άνω δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι οργανισμοί αυτοί δεν άσκησαν προνόμια δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-615/18, UY κατά Staatsanwaltschaft Offenburg – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και των άρθρων 21, 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13  «1.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε. Η ενημέρωση αυτή είναι άμεση και δεόντως λεπτομερής προκειμένου να διασφαλισθούν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου. 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του, συμπεριλαμβανομένης της αξιόποινης πράξης την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε. 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το αργότερο με τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο να παρέχονται λεπτομερή στοιχεία για την ποινική κατηγορία, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης και του είδους της συμμετοχής του κατηγορουμένου. 4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται άμεσα για τυχόν αλλαγές στην ενημέρωση η οποία παρέχεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πταισματοδικείο του Kehl, της Γερμανίας (Amtsgericht Kehl) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που κινήθηκε στη Γερμανία κατά του UY για εξ αμελείας οδήγηση χωρίς άδεια οδήγησης.  Ειδικότερα,  τον Ιούλιο του 2017, ο UY, οδηγός με μόνιμη διαμονή στην Πολωνία ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στη Γερμανία. Κατόπιν έκδοσης εισαγγελικής διάταξης, διόρισε αντίκλητο στη Γερμανία για την επίδοση δικαστικών εγγράφων. Εν συνεχεία, εξεδόθη καταδικαστική διάταξη σε βάρος του οδηγού, λόγω απομάκρυνσης από τον τόπο του ατυχήματος, με την οποία του επεβλήθη χρηματική ποινή και τρίμηνη απαγόρευση οδήγησης. Η καταδικαστική διάταξη επεδόθη στον αντίκλητο, ο οποίος τη διαβίβασε στον οδηγό στην Πολωνία με επιστολή. Δεν είναι γνωστό αν ο οδηγός παρέλαβε πράγματι την επιστολή αυτή. Κατά της εν λόγω καταδικαστικής διάταξης δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο. Η διάταξη κατέστη αμετάκλητη.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 21, 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους -μέλους βάσει της οποίας ένα πρόσωπο που διαμένει σε άλλο Κράτος-μέλος τιμωρείται ποινικώς εάν δεν συμμορφωθεί με διαταγή –από την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αποκτά ισχύ δεδικασμένου– με την οποία του επιβλήθηκε απαγόρευση οδήγησης, έστω και αν, αφενός, η προθεσμία των δύο εβδομάδων για την προβολή αντιρρήσεων κατά της διαταγής αυτής αρχίζει να τρέχει από την επίδοσή της όχι στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αλλά στον αντίκλητό του, και, αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο αγνοούσε την ύπαρξη της διαταγής κατά τον χρόνο κατά τον οποίο παραβίασε την απαγόρευση οδήγησης που επιβλήθηκε με αυτήν.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ έχει την έννοια ότι α) δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους βάσει της οποίας η προθεσμία των δύο εβδομάδων για την προβολή αντιρρήσεων κατά διαταγής με την οποία επιβλήθηκε σε ένα πρόσωπο απαγόρευση οδήγησης αρχίζει να τρέχει από την επίδοσή της στον αντίκλητο του προσώπου αυτού, εφόσον, από τη στιγμή κατά την οποία το εν λόγω πρόσωπο λαμβάνει γνώση της διαταγής, διαθέτει πράγματι προθεσμία δύο εβδομάδων για να προβάλει αντιρρήσεις κατ’ αυτής και εφόσον η παραγωγή των αποτελεσμάτων της διαταγής αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της ως άνω προθεσμίας και β) αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, με την οποία του επιβλήθηκε απαγόρευση οδήγησης, έστω και αν το πρόσωπο αυτό αγνοούσε την ύπαρξη της εν λόγω διαταγής κατά τον χρόνο κατά τον οποίο παραβίασε την ανωτέρω διαταγή.

6. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-17/19, Ποινική δίκη κατά Bouygues travaux publics κ.λπ. – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 του Κανονισμού 574/72 περί του τρόπου εφαρμογής του Κανονισμού 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους, που διακινούνται εντός της Κοινότητας και του άρθρου 19 του Κανονισμού 987/2009 για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του Κανονισμού 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας Cour de cassation στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, που κινήθηκε κατά των εταιριών Bouygues travaux publics (Bouygues), Elco construct Bucarest (Elco) και Welbond armatures (Welbond) για αδήλωτη εργασία και για παράνομο δανεισμό εργαζομένων. Ειδικότερα, η Bouygues, εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία, μετά την ανάθεση σε αυτήν συμβάσεων για την κατασκευή στη Flamanville (Γαλλία) πυρηνικού αντιδραστήρα νέας γενιάς, σύστησε με δύο άλλες εταιρίες, για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, συμμετοχική εταιρία, η οποία ανέθεσε υπεργολαβικά τις συμβάσεις σε όμιλο οικονομικού σκοπού, αποτελούμενο, κυρίως, από τη Welbond, εταιρία επίσης εγκατεστημένη στη Γαλλία. Ο εν λόγω όμιλος προσέφυγε, αφενός, σε άλλους υπεργολάβους, μεταξύ των οποίων η Elco, εταιρία εγκατεστημένη στη Ρουμανία, και, αφετέρου, στην Atlanco Ltd, εταιρία ευρέσεως προσωρινής εργασίας εγκατεστημένη στην Ιρλανδία, η οποία διέθετε θυγατρική στην Κύπρο και γραφείο στην Πολωνία. Η Αρχή πυρηνικής ασφάλειας (ASN) και στη συνέχεια οι αστυνομικές αρχές, άσκησαν διώξεις κατά των εταιριών Bouygues, Welbond και Elco για γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2008 και Οκτωβρίου 2012, ιδίως για αδήλωτη εργασία και παράνομο δανεισμό εργαζομένων όσον αφορά τις δύο πρώτες εταιρίες και αδήλωτη εργασία όσον αφορά την τρίτη εταιρία.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν εάν το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο αʹ, το άρθρο 12α, σημείο 2, στοιχείο αʹ, και σημείο 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 574/72, καθώς και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 έχουν την έννοια ότι πιστοποιητικό E 101, το οποίο χορηγήθηκε από τον αρμόδιο φορέα Κράτους-μέλους, βάσει του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο αʹ, ή του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, σε εργαζόμενους που ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος μέλος, και πιστοποιητικό A 1, το οποίο χορηγήθηκε από τον φορέα αυτόν, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, ή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του Κανονισμού 883/2004, στους εν λόγω εργαζόμενους, δεσμεύουν τα δικαστήρια του τελευταίου αυτού Κράτους μέλους όχι μόνο σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης αλλά και σε θέματα εργατικού δικαίου.
Ειδικότερα, το ανωτέρω νομικό ζήτημα προέκυψε στο πλαίσιο ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν, ιδίως, για αδήλωτη εργασία κατά εργοδοτών που χρησιμοποίησαν στη Γαλλία, κατά την περίοδο από το 2008 έως το 2012, εργαζόμενους που καλύπτονταν από πιστοποιητικά Ε 101 ή Α1 εκδοθέντα, κατά περίπτωση, λόγω απόσπασης εργαζομένων ή ασκήσεως μισθωτών δραστηριοτήτων σε πλείονα κράτη μέλη, χωρίς να έχουν υποβάλει στις αρμόδιες γαλλικές αρχές την επιβαλλόμενη από τον code du travail (εργατικό κώδικα) δήλωση πριν από την πρόσληψη. Με άλλα λόγια στην συγκεκριμένη απόφαση εξετάστηκε η σημασία των εν λόγω πιστοποιητικών για την εφαρμογή στους συγκεκριμένους εργαζόμενους της εργατικής νομοθεσίας του Κράτους-μέλους υποδοχής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι τα πιστοποιητικά δεσμεύουν τα δικαστήρια του τελευταίου Κράτους-μέλους υποδοχής μόνο σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-15/19, A.m.a. - Azienda Municipale Ambiente SpA κατά Consorzio Laziale Rifiuti – Co.La.Ri. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 10 και 14 της Οδηγίας 1999/31 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι δαπάνες κατασκευής και λειτουργίας ενός χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων, στις οποίες περιλαμβάνεται, στο μέτρο του δυνατού, το κόστος της χρηματοοικονομικής ή ισοδύναμης εγγύησης που αναφέρεται στο άρθρο 8 στοιχείο α) σημείο iv), καθώς και το κατ᾽ εκτίμηση κόστος της παύσης λειτουργίας του χώρου και της μετέπειτα φροντίδας για το χώρο αυτό για χρονική περίοδο τουλάχιστον τριάντα ετών, καλύπτονται από την τιμή που χρεώνει ο φορέας εκμετάλλευσης για τη διάθεση οποιουδήποτε τύπου αποβλήτων στον εν λόγω χώρο. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1990, σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος [(ΕΕ 1990, L 158, σ. 56)], τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διαφάνεια κατά τη συλλογή και χρήση όλων των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με το κόστος.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της A.m.a. – Azienda Municipale Ambiente SpA (A.M.A.), φορέα που είναι υπεύθυνος για την αποκομιδή και την υγειονομική ταφή στερεών αστικών αποβλήτων για τον Δήμο της Ρώμης (Ιταλία), και της Consorzio Laziale Rifiuti (Co.La.Ri.), φορέα εκμετάλλευσης του χώρου υγειονομικής ταφής της Malagrotta (περιφέρεια Λατίου, Ιταλία), με αντικείμενο την αύξηση της οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγεται η υποχρέωση της Co.La.Ri. να διασφαλίζει τη συντήρηση του εν λόγω χώρου υγειονομικής ταφής για περίοδο τουλάχιστον 30 τριάντα ετών, αντί της αρχικής πρόβλεψης για 10 έτη, μετά την παύση λειτουργίας του. Ειδικότερα, δυνάμει σύμβασης, η A.M.A. ανέθεσε στην Co.La.Ri., τη δραστηριότητα διάθεσης των στερεών αστικών αποβλήτων διά υγειονομικής ταφής στον χώρο της Malagrotta. Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10 της Οδηγίας 1999/31, η διάρκεια της μετέπειτα μέριμνας για τον χώρο της Malagrotta μετά την παύση της λειτουργίας του παρατάθηκε στα 30 έτη, αντί των 10 ετών, που προέβλεπε αρχικώς η εν λόγω σύμβαση
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν αν τα άρθρα 10 και 14 της Οδηγίας 1999/31 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ερμηνεία εθνικής διάταξης κατά την οποία ένας ΧΥΤΑ που ήταν εν λειτουργία κατά τον χρόνο μεταφοράς της Οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη πρέπει να υπόκειται στις απορρέουσες από την Οδηγία υποχρεώσεις, και ιδίως στην παράταση της περιόδου μετέπειτα μέριμνας για τον συγκεκριμένο ΧΥΤΑ, χωρίς να χρειάζεται να γίνεται διάκριση ανάλογα με την ημερομηνία εναποθήκευσης των αποβλήτων ούτε να προβλέπονται μέτρα για τον περιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων της παράτασης έναντι του κατόχου των αποβλήτων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 10 και 14 της Οδηγίας 1999/31 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω ερμηνεία της εθνικής ρύθμισης.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-796/18, Informatikgesellschaft für Software-Entwicklung (ISE) mbH κατά Stadt Köln – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 1, σημείο 5, και του άρθρου 12, παρ. 4, της οδηγίας 2014/24 σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Το άρθρο 2, παρ. 1, σημείο 5, της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει ως «δημόσιες συμβάσεις» τις «συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσότερων αναθετουσών αρχών και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών». Επιπροσθέτως, το άρθρο 12 παρ. 4 της Οδηγίας 2014/24 «Μια σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων αναθετουσών αρχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) η σύμβαση καθιερώνει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούν οι εν λόγω αρχές παρέχονται για την επιδίωξη των κοινών τους στόχων· β) η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος· και γ) οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές εκτελούν στην ανοικτή αγορά λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο του Ντίσελντορφ (Oberlandesgericht Düsseldorf) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Informatikgesellschaft für Software-Entwicklung (ISE) mbH και του Stadt Köln (Δήμου Κολωνίας, Γερμανία), σχετικά με δύο συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ του Δήμου Κολωνίας και του Ομόσπονδου κράτους του Βερολίνου της Γερμανίας και προέβλεπαν τη δωρεάν διάθεση προς τον δήμο αυτόν ενός λογισμικού για τη διαχείριση των επεμβάσεων των πυροσβεστών και τη συνεργασία για την ανάπτυξη του εν λόγω λογισμικού, αντίστοιχα.
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν εάν το άρθρο 12, παρ. 4, της Οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι η συνεργασία μεταξύ αναθετουσών αρχών μπορεί να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η Οδηγία, όταν η εν λόγω συνεργασία αφορά δραστηριότητες παρεπόμενες των δημοσίων υπηρεσιών τις οποίες οφείλει να παρέχει, έστω και χωριστά, κάθε συνεργαζόμενο μέρος, εφόσον οι παρεπόμενες αυτές δραστηριότητες συμβάλλουν στην πραγματική παροχή των εν λόγω δημοσίων υπηρεσιών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 12, παρ. 4, της Οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι η συνεργασία μεταξύ αναθετουσών αρχών, σύμφωνα με τα ανωτέρω  μπορεί να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. 

9. Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Μαΐου 2020, Υπόθεση C-547/18, Dong Yang Electronics Sp. z o.o. κατά Dyrektor Izby Administracji Skarbowej we Wrocławiu

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 44 της Οδηγίας 2006/112 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με το άρθρο 44 της ανωτέρω Οδηγίας «Ο τόπος παροχής υπηρεσιών σε υποκείμενο στον φόρο, ο οποίος ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή, είναι ο τόπος όπου το εν λόγω πρόσωπο έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας. Ωστόσο, εάν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται σε μόνιμη εγκατάσταση του υποκειμένου στον φόρο που βρίσκεται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο όπου έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας, ως τόπος παροχής των υπηρεσιών αυτών θεωρείται ο τόπος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάστασή του. Ελλείψει τέτοιας έδρας ή μόνιμης εγκατάστασης, ως τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρείται ο τόπος της μόνιμης κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του υποκείμενου στον φόρο στον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες.» Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Dong Yang Electronics sp. z o.o. (στο εξής: Dong Yang) και του Dyrektor Izby Administracji Skarbowej we Wrocławiu (διευθυντή της φορολογικής αρχής του Βρότσλαβ, Πολωνία) με αντικείμενο απόφαση του δεύτερου με την οποία επιβλήθηκε στην εταιρία αυτή καθυστερούμενος φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).
Το νομικό ζήτημα, που τέθηκε, ήταν εάν το άρθρο 44 της Οδηγίας 2006/112, έχει την έννοια ότι ο παρέχων υπηρεσίες μπορεί να συναγάγει ότι μια εδρεύουσα σε τρίτο κράτος εταιρία έχει μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος Κράτους μέλους απλώς και μόνον από το γεγονός ότι η εταιρία αυτή διαθέτει θυγατρική στο εν λόγω Κράτος-μέλος, ή εάν ο παρέχων υπηρεσίες υποχρεούται, προκειμένου να εξακριβώσει εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, να πληροφορηθεί τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των δύο εταιριών
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι ο παρέχων υπηρεσίες δεν μπορεί να συναγάγει ότι μια εδρεύουσα σε τρίτο κράτος εταιρία έχει μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος Κράτους-μέλους απλώς και μόνον από το γεγονός ότι η εταιρία αυτή διαθέτει θυγατρική στο εν λόγω Κράτος-μέλος και  ότι ο παρέχων υπηρεσίες δεν υποχρεούται, προκειμένου να εξακριβώσει εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, να πληροφορηθεί τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των δύο εταιριών.