Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

 


CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. Απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-229/19 και C-289/19, Dexia Nederland BV κατά XXX και Z  - Προδικαστικές

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από εφετείο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες, (Gerechtshof te Amsterdam) (C‑229/19) και το εφετείο της Χάγης, Κάτω Χώρες, (Gerechtshof Den Haag) (C‑289/19),  στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ της εταιρίας Dexia Nederland BV (Dexia) και καταναλωτών. Αντικείμενο της διαφοράς αποτέλεσε η άρνηση πληρωμής των τελικών λογαριασμών που είχε καταρτίσει η εταιρία αυτή, κατόπιν της καταγγελίας, από την πλευρά της εταιρείας, των συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως μετοχών, οι οποίες είχαν συναφθεί μεταξύ των καταναλωτών και μιας εταιρίας την οποία διαδέχθηκε η Dexia. 

Ειδικότερα, ο δανειολήπτης, που είναι συνήθως καταναλωτής, δανείζεται από μια τράπεζα, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ένα χρηματικό ποσό, που προσδιορίζεται ως «κεφάλαιο», με το οποίο η τράπεζα αυτή αποκτά μετοχές για λογαριασμό και προς όφελος του δανειολήπτη. Η ως άνω τράπεζα εξακολουθεί να έχει την κυριότητα των μετοχών μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του δανεισθέντος με τον τρόπο αυτόν ποσού, τα ενδεχόμενα μερίσματα όμως καταβάλλονται στον δανειολήπτη. Κατά τη διάρκεια της συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης, ο δανειολήπτης καταβάλλει δόσεις οι οποίες αντιστοιχούν στους τόκους επί του κεφαλαίου, σε ορισμένες δε περιπτώσεις σε χρεωλύσια προς αποπληρωμή του κεφαλαίου αυτού. Κατά τη λήξη της συμβάσεως, οι μετοχές εκποιούνται και ο δανειολήπτης εισπράττει το εισόδημα που προκύπτει από τη μεταβίβαση των μετοχών αυτών, αφαιρουμένου του υπολοίπου του κεφαλαίου και των δόσεων που ενδεχομένως οφείλονται ακόμη στην τράπεζα.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ρήτρα, η οποία καθορίζει εκ των προτέρων το πλεονέκτημα που αποκομίζει ο επαγγελματίας σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως πρέπει να θεωρείται καταχρηστική βάσει της Οδηγίας 93/13 απλώς και μόνο λόγω του γεγονότος ότι η εν λόγω ρήτρα είναι ικανή να δημιουργήσει σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών που απορρέουν από τη σύμβαση κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως της συμβάσεως αυτής. Η επίδικη ρήτρα όριζε ότι η DEXIA είχε δικαίωμα να αξιώσει ολόκληρο το ανεξόφλητο υπόλοιπο του συνολικού ποσού (ή ποσών) χρηματοδοτικής μίσθωσης που συμφωνήθηκε με βάση όλες τις παρόμοιες με την παρούσα σύμβαση ισχύουσες συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, καθώς και να πωλήσει τους τίτλους στο χρηματιστήριο ή κατ’ άλλον τρόπο, σε χρόνο που θα ορίσει η τράπεζα. Η τράπεζα θα αφαιρούσε τα έσοδα εκ της πωλήσεως αυτής από το ποσό που της οφείλει ο δανειολήπτης.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω ρήτρα πρέπει να θεωρείται καταχρηστική εφόσον είναι ικανή να δημιουργήσει σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως της συμβάσεως αυτής, τούτο δε έστω και αν η ως άνω ανισορροπία θα μπορεί να ανακύψει μόνο σε περίπτωση επελεύσεως ορισμένων περιστάσεων ή έστω και αν, υπό άλλες περιστάσεις, η ρήτρα αυτή θα μπορούσε να αποβεί ακόμα και επωφελής για τον καταναλωτή.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Υπόθεση C-255/19,  Secretary of State for the Home Department κατά OA – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του άρθρου 7 και του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 στοιχ. ε «1. Ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής παύει να είναι πρόσφυγας εάν: […] ε) δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί να αρνείται την προστασία που του παρέχει η χώρα της ιθαγένειας, διότι έχουν παύσει να υφίστανται οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναγνώρισή του ως πρόσφυγα».

H αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Διοικητικών Διαφορών, τμήμα μεταναστεύσεως και ασύλου (Upper Tribunal, Immigration and Asylum Chamber) του Ηνωμένου Βασιλείου, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Υπουργού Εσωτερικών και του OA, Σομαλού υπηκόου, σχετικά με την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα που είχε αναγνωριστεί στον ενδιαφερόμενο. Ειδικότερα, ο Υπουργός Εσωτερικών ανακάλεσε το καθεστώς πρόσφυγα του OA λόγω μεταβολής των συνθηκών στη χώρα καταγωγής του και τον απέκλεισε από την παροχή ανθρωπιστικής προστασίας δυνάμει του εθνικού δικαίου περί μεταναστεύσεως, εκτιμώντας παράλληλα ότι η επιστροφή του OA στη χώρα καταγωγής του δεν θα ήταν αντίθετη προς τις υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχ. εʹ, της Οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η «προστασία» στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή σε σχέση με την παύση του καθεστώτος πρόσφυγα πρέπει να ικανοποιεί τις ίδιες απαιτήσεις με εκείνες που απορρέουν, ως προς την αναγνώριση του ως άνω καθεστώτος, από το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω Οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, αυτής.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι λόγω της συμμετρίας που καθιερώνεται μέσω της Οδηγίας 2004/83 μεταξύ της αναγνωρίσεως και της παύσεως του καθεστώτος πρόσφυγα θα πρέπει να ικανοποιούνται οι ίδιες προϋποθέσεις. Επιπροσθέτως, η διαπίστωση από τις αρμόδιες αρχές ότι ο φόβος του πρόσφυγα ότι θα υποστεί διώξεις δεν είναι πλέον βάσιμος, θα πρέπει να εξακριβωθεί, λαμβάνοντας υπόψη την ατομική κατάσταση του πρόσφυγα, ότι ο φορέας ή οι φορείς προστασίας έλαβαν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τις διώξεις, ότι επομένως διαθέτουν, μεταξύ άλλων, αποτελεσματικό νομικό σύστημα για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν διώξεις και ότι ο ενδιαφερόμενος πρόσφυγας θα έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή σε περίπτωση παύσεως της υπαγωγής του στο καθεστώς πρόσφυγα 

3. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Υπόθεση C-308/19, Consiliul Concurenţei κατά Whiteland Import Export SR - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3, ΣΕΕ, του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 25, παρ. 3, του Κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα, 101 και 102 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ρουμανίας, (Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Αρχής Ανταγωνισμού και της Whiteland Import Export SRL (Whiteland), σχετικά με απόφαση περί επιβολής προστίμου στην εταιρία αυτή λόγω παράβασης των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ (αρχή της κοινοτικής πίστης ή καλόπιστης συνεργασίας) και το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, κατά την οποία η εκδοθείσα από την εθνική αρχή ανταγωνισμού απόφαση περί κίνησης έρευνας σχετικά με παράβαση των κανόνων του περί ανταγωνισμού δικαίου της Ένωσης είναι η τελευταία πράξη της αρχής αυτής η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της παραγραφής, που ισχύει σχετικά με την εξουσία της να επιβάλλει κυρώσεις, αποκλειομένης της δυνατότητας διακοπής της παραγραφής από μεταγενέστερη πράξη δίωξης ή έρευνας.

Εν προκειμένω, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση προέβλεπε ότι η παραγραφή για την επιβολή κυρώσεων λόγω παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού είναι πενταετής, ότι η παραγραφή αυτή αρχίζει από την ημέρα παύσης της παράβασης, ότι μπορεί να διακοπεί από ορισμένες πράξεις της εθνικής αρχής ανταγωνισμού και ότι η παραγραφή επέρχεται το αργότερο την ημερομηνία κατά την οποία έχει παρέλθει προθεσμία διάρκειας διπλάσιας της προθεσμίας παραγραφής που ισχύει για την παράβαση χωρίς να έχει επιβληθεί κύρωση.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο καθορισμός εύλογων προθεσμιών παραγραφής όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού χάριν της ασφάλειας δικαίου, ο οποίος προστατεύει τόσο τις οικείες επιχειρήσεις όσο και τις αρχές αυτές, συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης. 

Επομένως, οι εθνικοί κανόνες που καθορίζουν τις προθεσμίες παραγραφής πρέπει να έχουν διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε να επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ των σκοπών της κατοχύρωσης της ασφάλειας δικαίου και της διασφάλισης της εξέτασης των υποθέσεων εντός εύλογης προθεσμίας, ως γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, και, της πραγματικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση αντιτίθεται στο άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ και 101 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, όταν αποδεικνύεται συστημικός κίνδυνος ατιμωρησίας για τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τέτοιες παραβάσεις, κάτι που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Υπόθεση C-843/19, Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) κατά BT – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 1, της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:
– το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,
–  την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,
– τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.»

Η αίτηση υποβλήθηκε από το ανώτερο δικαστήριο της Καταλονίας της Ισπανίας, (Tribunal Superior de Justicia de Cataluña) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφάλισης (INSS) και της BT σχετικά με την άρνηση του INSS να χορηγήσει στην BT πρόωρη σύνταξη γήρατος.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, σε περίπτωση εθελούσιας πρόωρης συνταξιοδότησης εργαζομένου που είναι ασφαλισμένος στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εξαρτά το δικαίωμα του εν λόγω εργαζομένου σε πρόωρη σύνταξη γήρατος από την προϋπόθεση να είναι το ποσό της σύνταξης αυτής τουλάχιστον ίσο με το ποσό της κατώτατης σύνταξης που θα δικαιούνταν ο εργαζόμενος στην ηλικία των 65 ετών, στο μέτρο που η εν λόγω ρύθμιση θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες εργαζόμενες σε σχέση με τους άνδρες εργαζομένους.

Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση δεν εισάγει διάκριση βασιζόμενη άμεσα στο φύλο, εφόσον εφαρμόζεται αδιακρίτως στους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες.

Όσον αφορά το ζήτημα αν μια τέτοια ρύθμιση εισάγει έμμεση διάκριση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη ιδιαίτερα μειονεκτικής μεταχείρισης μπορεί να διαπιστωθεί, ιδίως, εάν αποδειχθεί ότι η εθνική ρύθμιση επηρεάζει δυσμενώς σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό προσώπων ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου. 

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση ακόμη και αν η εν λόγω ρύθμιση θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες εργαζόμενες σε σχέση με τους άνδρες εργαζομένους –πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, εφόσον πάντως η συνέπεια αυτή δικαιολογείται από θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής, οι οποίοι είναι άσχετοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, Υπόθεση C-507/19, Bundesrepublik Deutschland κατά XT – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12, παρ. 1, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας κλπ.. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της ανωτέρω Οδηγίας, που φέρει τον τίτλο ««Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα»: «1. Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα εφόσον: α) εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 1 σημείο Δ της σύμβασης της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNHCR. Σε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση των προσώπων αυτών σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τα εν λόγω πρόσωπα θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας».

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Bundesrepublik Deutschland και του XT σχετικά με την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο XT προκειμένου να του αναγνωρισθεί το καθεστώς πρόσφυγα.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της Οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν έχει παύσει η προστασία ή συνδρομή της UNRWA (οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για την παροχή προστασίας και συνδρομής στους Παλαιστίνιους υπό την ιδιότητά τους ως «Παλαιστινίων προσφύγων»), πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η περιοχή της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA στην οποία ένας ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής είχε την πραγματική διαμονή του κατά το χρονικό σημείο της αναχώρησής του από την εν λόγω ζώνη επιχειρήσεων ή ότι πρέπει να συνεκτιμώνται και άλλες περιοχές δράσης υπαγόμενες στη ζώνη επιχειρήσεων και, στην τελευταία περίπτωση, ποιες είναι οι περιοχές αυτές.

Το ΔΕΕ έκρινε το επίμαχο άρθρο του Δικαίου της ΕΕ έχει την έννοια ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν έχει παύσει η προστασία ή η συνδρομή της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA), πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο ατομικής αξιολόγησης όλων των κρίσιμων στοιχείων της εξεταζόμενης περίπτωσης, όλες οι περιοχές της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA στα εδάφη των οποίων έχει τη συγκεκριμένη δυνατότητα να εισέλθει και να παραμείνει ασφαλής ένας ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη ζώνη αυτή.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Υπόθεση C-129/20 ΧΙ κατά Caisse pour l'avenir des enfants – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των ρητρών 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και της ρήτρας 2.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 96/34/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES. Σύμφωνα με τη ρήτρα 2.1 «Η παρούσα συμφωνία παρέχει ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας σε εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, έτσι ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας που μπορεί να φτάνει μέχρι τα οκτώ έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους», ενώ η ρήτρα και 3.1 στοιχ. β ορίζει «Οι προϋποθέσεις πρόσβασης και οι κανόνες εφαρμογής της γονικής άδειας ορίζονται από το δίκαιο και/ή τις συλλογικές συμβάσεις στα κράτη μέλη, ενόσω τηρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις της παρούσας συμφωνίας. Τα κράτη μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν συγκεκριμένα: β) να εξαρτούν το δικαίωμα της γονικής άδειας από περίοδο εργασίας και/ή περίοδο αρχαιότητας που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος». 

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου (Cour de cassation du Grand-Duché de Luxembourg) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ΧΙ και του Caisse pour l’avenir Ταμείου για το μέλλον των παιδιών, σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στη XI δικαίωμα γονικής άδειας προκειμένου να φροντίσει τα δίδυμα παιδιά της, με την αιτιολογία ότι δεν κατείχε αμειβόμενη θέση απασχόλησης κατά τον χρόνο της γέννησής τους.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και η ρήτρα 2.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 96/34 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εξάρτηση της χορήγησης γονικής άδειας από τη διττή προϋπόθεση ο εργαζόμενος να απασχολείται νομίμως σε χώρο εργασίας και να είναι ασφαλισμένος, με την ιδιότητα του εργαζομένου, στον οικείο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, πρώτον, αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα δώδεκα τουλάχιστον μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της γονικής άδειας και, δεύτερον, κατά τον χρόνο της γέννησης του παιδιού ή των παιδιών ή της αναδοχής τους προς υιοθεσία.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και η ρήτρα 3.1, στοιχείο βʹ, της (αναθεωρημένης) συμφωνίας-πλαισίου της 18ης Ιουνίου 2009, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια (και με την κατάργηση της Οδηγίας 96/34/ΕΚ), έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση ως προς την αδιάλειπτη εργασιακή απασχόληση του αιτούντος γονέα. Αντιθέτως, οι ρήτρες αυτές αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την προϋπόθεση να έχει ο γονέας την ιδιότητα του εργαζομένου κατά τον χρόνο γέννησης ή υιοθεσίας του παιδιού του.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Υπόθεση C-922/19, Stichting Waternet κατά MG – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 9 της Οδηγίας 97/7/ΕΚ για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, του άρθρου 27 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, καθώς και του άρθρου 5, παρ. 5, και του σημείου 29 του παραρτήματος I της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά.

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών Hoge Raad der Nederlanden στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Stichting Waternet, εταιρίας ύδρευσης, και του MG, καταναλωτή, όσον αφορά αγωγή με αίτημα την εξόφληση τιμολογίων σχετικών με την κατανάλωση πόσιμου νερού παρεχόμενου από την εταιρία αυτή. Ειδικότερα, ο MG δεν ενημέρωσε τη Stichting Waternet ότι είναι ο νέος ένοικος της οικίας αυτής, αλλά ούτε ο προηγούμενος ένοικος δήλωσε τη αποχώρησή του από την εν λόγω οικία, ενώ συνέχισε να πληρώνει τους σχετικούς λογαριασμούς ύδρευσης μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, η Stichting Waternet απέστειλε στον MG επιστολή καλωσορίσματος και αμέσως μετά άρχισε να του αποστέλλει λογαριασμούς ύδρευσης για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2014. Ο MG δεν εξόφλησε κανέναν λογαριασμό για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 18 Νοεμβρίου 2016. Κατόπιν τούτου, η Stichting Waternet άσκησε αγωγή ενώπιον του kantonrechter (ειρηνοδίκη, Κάτω Χώρες), ζητώντας να υποχρεωθεί ο MG να καταβάλει το ποσό των 283,79 ευρώ, πλέον νόμιμων τόκων και εξόδων, καθώς και, επικουρικώς, να της χορηγηθεί άδεια για τη διακοπή της σύνδεσης της εν λόγω οικίας με το δίκτυο ύδρευσης. Το δικαστήριο αυτό απέρριψε το αίτημα της Stichting Waternet περί καταβολής των ως άνω ποσών, με το σκεπτικό ότι η παροχή πόσιμου νερού αποτελούσε «μη παραγγελθείσα παροχή» βάσει του εθνικού αστικού κώδικα. 

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν σύμφωνα με το ανωτέρω επίμαχο ενωσιακό δίκαιο μια σύμβαση μεταξύ εταιρίας ύδρευσης και καταναλωτή μπορεί να θεωρηθεί ως συναφθείσα όταν ο καταναλωτής δεν έχει δώσει τη ρητή συναίνεσή του.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος «παροχή μη παραγγελθέντων», κατά το σημείο 29 του παραρτήματος I της Οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει την εμπορική πρακτική εταιρίας διανομής πόσιμου ύδατος η οποία συνίσταται στη διατήρηση της σύνδεσης με το δημόσιο δίκτυο ύδρευσης κατά την εγκατάσταση καταναλωτή σε οικία η οποία κατοικούνταν προηγουμένως, εφόσον ο καταναλωτής αυτός α) δεν διαθέτει ελευθερία επιλογής του παρόχου της οικείας υπηρεσίας, β) ο πάροχος εφαρμόζει τιμολόγια τα οποία είναι κοστοστρεφή και διαφανή, δεν εισάγουν διακρίσεις και είναι ανάλογα προς την κατανάλωση νερού, γ) ο δε καταναλωτής γνωρίζει ότι η οικία αυτή είναι συνδεδεμένη με το δημόσιο δίκτυο ύδρευσης και ότι η παροχή νερού γίνεται έναντι πληρωμής.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, Υπόθεση C-760/18, M.Β. κ.λπ. κατά Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (O.T.A.) «Δήμος Αγίου Νικολάου»

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 1 και της ρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. 

Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», ορίζει τα εξής: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α) θεωρούνται “διαδοχικές”·
β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (Ελλάδα) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Μ.Β. και άλλων εργαζομένων και, αφετέρου, του εργοδότη τους, ήτοι του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «Δήμος Αγίου Νικολάου», με αντικείμενο τον χαρακτηρισμό των σχέσεων εργασίας τους ως απασχολούμενων με σχέση αορίστου χρόνου στην υπηρεσία καθαριότητας του εν λόγω δήμου.

Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει περιλαμβάνει την εφαρμογή εθνικής διάταξης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μολονότι άλλη εθνική διάταξη, ανώτερης τυπικής ισχύος λόγω της συνταγματικής της φύσης, απαγορεύει απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα.(103 παρ. 8 του Ελληνικού Συντάγματος)

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Υπόθεση C-857/19, Slovak Telekom a.s. κατά Protimonopolný úrad Slovenskej republiky – Προδικαστική

H αίτηση αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11, παρ. 6, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 6 του Κανονισμού 1/2003 «1. Η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού της Ένωσης. […] 6. Η κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου ΙΙΙ από την Επιτροπή συνεπάγεται την απώλεια από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. Εάν η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους έχει ήδη επιληφθεί μιας υπόθεσης, η Επιτροπή κινεί διαδικασία μόνον κατόπιν διαβούλευσης με αυτή την εθνική αρχή ανταγωνισμού.»

Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Slovak Telekom a.s. και της σλοβακικής αρχής ανταγωνισμού σχετικά με τη νομιμότητα απόφασης με την οποία επιβλήθηκε στην ST πρόστιμο λόγω κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης της, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθόσον τα τιμολόγια που εφάρμοσε σε αγορές λιανικών υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και στην αγορά χονδρικής διασύνδεσης επέφεραν συμπίεση των περιθωρίων κέρδους.

Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 11, παρ. 6, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού 1/2003 έχει την έννοια ότι οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών παύουν να είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή κινήσει διαδικασία για την έκδοση απόφασης με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των διατάξεων αυτών.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 11, παρ. 6, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού 1/2003 έχει την έννοια ότι οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών παύουν να είναι αρμόδιες υπό την προϋπόθεση ότι η τυπική αυτή πράξη αφορά τις ίδιες παραβάσεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, οι οποίες φέρονται ως διαπραχθείσες από την ίδια ή τις ίδιες επιχειρήσεις στην ίδια ή στις ίδιες αγορές προϊόντων και στην ίδια ή στις ίδιες γεωγραφικές αγορές, κατά τη διάρκεια της ίδιας ή των ίδιων χρονικών περιόδων, με τις παραβάσεις που αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας ή των διαδικασιών που έχουν προηγουμένως κινηθεί από τις εν λόγω αρχές.

Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, εφόσον για τις παραβάσεις αυτές επιβάλλονται κυρώσεις, χωριστά και ανεξάρτητα, από την Επιτροπή και από αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή ne bis in idem, έχει την έννοια ότι α) εφαρμόζεται σε παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού και β) απαγορεύει την εκ νέου καταδίκη επιχείρησης ή άσκηση δίωξης κατ’ αυτής για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά σε σχέση με την οποία είτε της έχει ήδη επιβληθεί κύρωση είτε κρίθηκε ότι δεν έχει ευθύνη με προγενέστερη απόφαση η οποία έχει πλέον καταστεί απρόσβλητη. Αντιθέτως, η αρχή αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν μια επιχείρηση διώκεται και υφίσταται κυρώσεις, χωριστά και ανεξάρτητα, από μια αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους και από την Επιτροπή, που αφορούν διαφορετικές αγορές προϊόντων ή διαφορετικές γεωγραφικές αγορές, ή όταν μια αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους παύει να είναι αρμόδια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παρ. 6, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού 1/2003.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Μαρτίου 2021, Υπόθεση C-771/19, NAMA Σύμβουλοι Μηχανικοί και Μελετητές Α.Ε. – LDK Σύμβουλοι Μηχανικοί A.E. κ.λπ. κατά Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) και Αττικού Μετρό A.E. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 3, του άρθρου 2, παρ. 1, στοιχεία αʹ και βʹ, καθώς και του άρθρου 2α, παρ. 2, της Οδηγίας 92/13/ΕΟΚ για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αναστολής εκτέλεσης την οποία κίνησε ένωση εταιριών και οι εταιρίες που την απαρτίζουν (NAMA) κατά της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) (Ελλάδα) και της Αττικό Μετρό A.E., όσον αφορά τη νομιμότητα απόφασης την οποία εξέδωσε η Αττικό Μετρό A.E., ως αναθέτουσα αρχή, σχετικά με την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιων συμβάσεων στον τομέα των μεταφορών.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1, παρ. 3, το άρθρο 2, παρ. 1, στοιχεία αʹ και βʹ, καθώς και το άρθρο 2α, παρ. 2, της Οδηγίας 92/13, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική πρακτική κατά την οποία ένας προσφέρων ο οποίος αποκλείστηκε από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης σε στάδιο προγενέστερο του σταδίου της ανάθεσης της σύμβασης αυτής και του οποίου η αίτηση για την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης αποκλεισμού του από τη διαδικασία αυτή απορρίφθηκε δεν μπορεί, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, να προβάλει, με την ταυτοχρόνως ασκηθείσα αίτησή του για την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης περί αποδοχής της προσφοράς άλλου προσφέροντος ισχυρισμούς άσχετους προς τις πλημμέλειες λόγω των οποίων αποκλείστηκε η προσφορά του, με εξαίρεση τον ισχυρισμό ότι η απόφαση περί αποδοχής της προσφοράς αυτής αντιβαίνει στην αρχή του ίσου μέτρου κρίσεως όσον αφορά τις προσφορές. 

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι ένας προσφέρων μπορεί να προβάλει, με την ταυτοχρόνως ασκηθείσα αίτησή του για την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης περί αποδοχής της προσφοράς άλλου προσφέροντος, όλους τους ισχυρισμούς που αφορούν παραβίαση της ενωσιακής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων ή των εθνικών κανόνων μεταφοράς της νομοθεσίας αυτής, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών που δεν έχουν σχέση με τις πλημμέλειες λόγω των οποίων αποκλείστηκε η προσφορά του. Η δυνατότητα αυτή δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι απορρίφθηκε η προδικαστική προσφυγή ενώπιον ανεξάρτητου εθνικού οργάνου, την οποία έπρεπε, βάσει του εθνικού δικαίου, να ασκήσει προηγουμένως ο εν λόγω προσφέρων κατά της απόφασης αποκλεισμού του, εφόσον η απόρριψη αυτή δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

11. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Υπόθεση C-739/19, VK κατά An Bord Pleanála – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5 της Οδηγίας 77/249/ΕΟΚ περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της ως άνω Οδηγίας «Για την άσκηση των δραστηριοτήτων οι οποίες αφορούν την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον δικαστηρίου, κάθε Κράτος μέλος δύναται να επιβάλει στους δικηγόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 ως προϋπόθεση: α) να εμφανίζονται ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου και, κατά περίπτωση ενώπιον του προέδρου του αρμοδίου δικηγορικού συλλόγου στο Κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους τοπικούς κανόνες ή τις τοπικές συνήθειες, β) να ενεργούν κατόπιν συμφωνίας, είτε με δικηγόρο που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος, ενδεχομένως έναντι του δικαστηρίου αυτού, είτε με “avoué” ή “procuratore” που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.»

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (Supreme Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του VK και της αρχής εξετάσεως προσφυγών σχετικών με θέματα σχεδιασμού σχετικά με την υποχρέωση της παρέχουσας υπηρεσίες δικηγόρου και εκπροσώπου του εκκαλούντος της κύριας δίκης να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο εγγεγραμμένο στον τοπικό δικηγορικό σύλλογο με σκοπό την εκπροσώπηση του εν λόγω εκκαλούντος ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5 της Οδηγίας 77/249 έχει την έννοια ότι απαγορεύει να επιβάλλεται σε δικηγόρο, ο οποίος παρέχει υπηρεσίες εκπροσώπησης του πελάτη του, η υποχρέωση να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο που ασκεί τις δραστηριότητές του ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5 της Οδηγίας 77/249 έχει την έννοια ότι:

– δεν απαγορεύει να επιβάλλεται σε δικηγόρο η υποχρέωση να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο που ασκεί τις δραστηριότητές του ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης 

–  δεν είναι δυσανάλογη στο πλαίσιο συστήματος στο οποίο οι δικηγόροι έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν τους αντίστοιχους ρόλους τους, δεδομένου ότι ο δικηγόρος που ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου έχει ως μοναδικό σκοπό, κατά γενικό κανόνα, να επικουρεί τον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο προκειμένου να του παράσχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την προσήκουσα εκπροσώπηση του πελάτη και την ορθή εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι του δικαστηρίου αυτού·

–  η επιβολή της ανωτέρω υποχρέωσης ενέργειας χωρίς να συνεκτιμάται η πείρα του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

12. ΔΕΕ απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Υπόθεση C-578/19, X κατά Kuoni Travel Ltd – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο « 2. Όσον αφορά τις ζημίες που προκύπτουν εις βάρος του καταναλωτή λόγω μη εκτελέσεως ή πλημμελούς εκτελέσεως της συμβάσεως, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο διοργανωτής ή/και ο πωλητής να φέρουν ευθύνη, εκτός αν αυτή η μη εκτέλεση ή πλημμελής εκτέλεση δεν οφείλεται ούτε σε δική τους υπαιτιότητα ούτε σε υπαιτιότητα κάποιου άλλου παρέχοντος υπηρεσίες, διότι - οι παραλείψεις που σημειώθηκαν κατά την εκτέλεση της συμβάσεως καταλογίζονται στον καταναλωτή, - οι παραλείψεις αυτές καταλογίζονται σε τρίτο πρόσωπο ξένο προς την παροχή των υπηρεσιών που προβλέπονται στη σύμβαση και έχουν απρόβλεπτο ή αναπότρεπτο χαρακτήρα, – οι παραλείψεις αυτές οφείλονται σε λόγους ανωτέρας βίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, σημείο ii), ή σε γεγονός που ούτε ο διοργανωτής ή/και ο πωλητής, ούτε ο παρέχων υπηρεσίες, θα μπορούσαν, με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια να προβλέψουν ή να αποτρέψουν. […]».

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου (Supreme Court of the United Kingdom) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της X, καταναλώτριας διαμένουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο, και της Kuoni Travel Ltd, διοργανώτριας ταξιδιών εγκατεστημένης στο Ηνωμένο Βασίλειο, σχετικά με αξίωση αποζημιώσεως που προέβαλε η X λόγω ζημίας η οποία ανέκυψε από την πλημμελή εκτέλεση συμβάσεως οργανωμένου ταξιδίου που συνήφθη μεταξύ της X και της Kuoni

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν ότι το άρθρο 5, παρ. 2, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 90/314 έχει  την έννοια ότι, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως ή πλημμελούς εκπληρώσεως των συγκεκριμένων υποχρεώσεων οφειλόμενης σε πράξεις υπαλλήλου ενός παρόχου υπηρεσιών που εκτελεί τη σύμβαση, ο υπάλληλος αυτός πρέπει να χαρακτηρισθεί ως παρέχων υπηρεσίες για τους σκοπούς εφαρμογής της διατάξεως, ο δε διοργανωτής δύναται να απαλλαγεί από την ευθύνη του λόγω μη εκπληρώσεως ή λόγω πλημμελούς εκπληρώσεως, κατ’ εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι α) ο υπάλληλος αυτός δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παρέχων υπηρεσίες για τους σκοπούς εφαρμογής της διατάξεως αυτής, β) ο δε διοργανωτής δεν δύναται να απαλλαγεί από την ευθύνη του λόγω μη εκπληρώσεως ή λόγω πλημμελούς εκπληρώσεως, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως.

13. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Υπόθεση C-824/18, A.B. κ.λπ. κατά Krajowa Rada Sądownictwa – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 2, του άρθρου 4, παρ. 3, του άρθρου 6, παρ. 1, και του άρθρου 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, του άρθρου 15, παράγραφος 1, του άρθρου 20, του άρθρου 21, παράγραφος 1, του άρθρου 47 και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 9, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία.

Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πολωνίας (Naczelny Sąd Administracyjny) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ των A.B., C.D., E.F., G.H. και I.J., αφενός, και του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (KRS), αφετέρου, σχετικά με πορίσματα με τα οποία το εν λόγω Συμβούλιο αποφάσισε να μην προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας τον διορισμό των ενδιαφερομένων σε θέσεις δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να προτείνει τον διορισμό άλλων υποψηφίων στις θέσεις αυτές.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι αντιτίθενται σε τροποποιήσεις της εθνικής έννομης τάξεως οι οποίες: α) στερούν από εθνικό δικαστήριο την αρμοδιότητά του να αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό επί προσφυγών ασκουμένων από υποψηφίους για θέσεις δικαστών δικαστηρίου, όπως είναι το Ανώτατο Δικαστήριο κατά αποφάσεων οργάνου, όπως το KRS να μην προταθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η υποψηφιότητά τους, αλλά να προταθεί εκείνη άλλων υποψηφίων, β) καταργούν αυτοδικαίως τη δίκη επί τέτοιων προσφυγών εφόσον η εκδίκασή τους εκκρεμεί ακόμη, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να συνεχισθεί η εξέτασή τους ή οι προσφυγές αυτές να ασκηθούν εκ νέου, και γ) στερούν από εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να λάβει απάντηση σε προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είχε υποβάλει στο Δικαστήριο. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι του επιβάλλει να μην εφαρμόσει τις τροποποιήσεις αυτές και, κατά συνέπεια, να ασκήσει την αρμοδιότητα που είχε να αποφαίνεται επί των διαφορών των οποίων είχε επιληφθεί πριν από τη θέσπιση των εν λόγω τροποποιήσεων.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι στην περίπτωση των ανωτέρω τροποποιήσεων το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι : α) το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε τέτοιες τροποποιήσεις σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις αυτές είχαν ειδικώς ως αποτέλεσμα να εμποδίζουν το Δικαστήριο να αποφανθεί επί προδικαστικών ερωτημάτων, β) το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε τέτοιες τροποποιήσεις στην περίπτωση που αυτές δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών, οι οποίοι διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας βάσει των εν λόγω αποφάσεων του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης ασκήσεως επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, γ) σε περίπτωση αποδεδειγμένης παραβάσεως των εν λόγω άρθρων, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις επίμαχες τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως αν είναι νομοθετικής ή συνταγματικής φύσεως, και να συνεχίσει να ασκεί την αρμοδιότητα που είχε να εκδικάζει τις διαφορές των οποίων είχε επιληφθεί πριν θεσπισθούν οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις.