Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019


CES-Duth Working Paper 5/2019
ΟΙ ΡΗΤΡΕΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΟΥΣ
Μιχάλης Δ Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

1. Εισαγωγικά 

Η έντονη επιθετικότητα της Τουρκίας τον τελευταίο χρόνο και η αμφισβήτηση εκ μέρους της κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας στο Αιγαίο και στην  Ανατολική Μεσόγειο αλλά και οι μεγάλης εκτάσεως φυσικές καταστροφές που αντιμετωπίσαμε πρόσφατα, έφεραν στο προσκήνιο της συζήτησης τις δυνατότητες συνδρομής και υποστήριξης που μας προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της αρχής της αλληλεγγύης, που όλοι συνηθίζουν να επικαλούνται ως θεμελιώδη αρχή της EE, αν και αυτή παραμένει μια αρχή που «σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους και σε κυβερνήσεις».  
Στις ισχύουσες Συνθήκες, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με την Συνθήκη της Λισαβόνας , που τέθηκε σε ισχύ το Δεκέμβριο του 2009, γίνεται μια εκτεταμένη χρήση της έννοιας της αλληλεγγύης. Η αρχή της αλληλεγγύης στην έννομη τάξη της Ένωσης έχει πολύ-επίπεδο χαρακτήρα, αφού στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν διάφορες σχέσεις (Κρατών-μελών προς την Ένωση, Κρατών-μελών μεταξύ τους, Κρατών-μελών προς τα άτομα), που αναπτύσσονται και ρυθμίζονται από τις Συνθήκες. Η αλληλεγγύη μεταξύ των Κρατών-μελών (οριζόντια αλληλεγγύη) εμφανίζεται ως θεσμική, οικονομική και ως καθήκον αμοιβαίας συνδρομής. Εξάλλου, αποκτά και εξωτερική διάσταση, αφού εφαρμόζεται και επιδιώκεται στις σχέσεις μεταξύ των Κρατών-μελών στο πλαίσιο των διαδικασιών της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Η αλληλεγγύη στις διάφορες εκδοχές της (θεσμική, οικονομική και αμοιβαία συνδρομή) μεταξύ των Κρατών-μελών, με βάση τη σημασία που προσδίδουν σε αυτή οι Συνθήκες και η νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρείται σήμερα «συστατικό στοιχείο της ιδιότητας του Κράτους-μέλους της Ένωσης». Αν, όμως, αυτό συμβαίνει πραγματικά και η αλληλεγγύη δεν είναι μια ακόμη παράμετρος της δράσης της Ένωση ή μια απλή «τεχνική» ενίσχυσης των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ των Κρατών-μελών, τότε μήπως η θέση της κι η αντιμετώπισή της κάθε φορά στο πλαίσιο της ενωσιακής έννομης τάξης, κυρίως, από το Δικαστήριο προδιαγράφουν εν πολλοίς την ομοσπονδιακή εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, που συνδέεται άμεσα με τη νομική φύση της αρχής της αλληλεγγύης στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτής της παρουσίασης.
Η τρίτη μορφή εκδήλωσης της αρχής της αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-μελών της Ένωσης κατά τα παραπάνω προβλέπεται από τη «ρήτρα αλληλεγγύης» του άρθρου 222 ΣΛΕΕ και τη «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ. Οι ρήτρες αυτές, που αντιμετωπίσθηκαν ως σημαντική καινοτομία της Συνθήκης της Λισαβόνας, αποσκοπούν στη δημιουργία του κατάλληλου νομικού πλαισίου για την από κοινού και με συνεκτικό τρόπο αντιμετώπιση κινδύνων και απειλών κατά των Κρατών-μελών της Ένωσης, το φάσμα των οποίων έχει διευρυνθεί κατά πολύ  τα τελευταία χρόνια. Οι απειλές αυτές απαιτούν τη συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των Κρατών-μελών, αφού το μέγεθός τους και ο διασυνοριακός τους χαρακτήρας υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες άμυνας κάθε κράτους, όταν αυτό δρα μεμονωμένα. Ο όρος, βέβαια, «αμοιβαία συνδρομή» χρησιμοποιείται και στο άρθρο 351 ΣΛΕΕ με διαφορετικό τρόπο, αφού εκεί αφορά την υποχρέωση των Κρατών-μελών να άρουν τα ασυμβίβαστα μεταξύ της Συνθήκης και των διεθνών συμβάσεων, που έχουν συνάψει πριν από την προσχώρησή τους στην Ένωση. Στην περίπτωση αυτή «εν ανάγκη, τα κράτη μέλη παρέχουν προς το σκοπό αυτό αμοιβαία συνδρομή και υιοθετούν, κατά περίπτωση, κοινή στάση».
Βασικό κοινό χαρακτηριστικό των δύο ρητρών είναι ότι θεμελιώνονται στην αμοιβαιότητα, που κινητοποιεί την αλληλεγγύη, σε αντίθεση με τις μορφές της οικονομικής αλληλεγγύης, που η κινητοποίησή τους οφείλεται σε ένα «καλώς εννοούμενο ίδιο συμφέρον» (πεφωτισμένη ιδιοτέλεια). Η εισαγωγή των ρητρών αλληλεγγύης και αμοιβαίας συνδρομής στις Συνθήκες συζητήθηκε εκτενώς στο πλαίσιο της Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης (2002 - 2003), που, επηρεασμένη από τα τρομοκρατικά κτυπήματα στη Νέα Υόρκη (2001) και στη Μαδρίτη (2004) αναζήτησε τη διατύπωση στη Συνταγματική Συνθήκη μιας ρήτρας για την αντιμετώπιση του μεγαλύτερου μέρους απειλών και κινδύνων, ιδιαίτερα όταν αυτοί προέρχονται από μη κρατικούς δρώντες (φορείς), από αυτές που καλύπτει μια ρήτρα «συλλογικής ασφάλειας», που είναι προσανατολισμένη σε αντιμετώπιση επιθέσεων από τρίτο Κράτος σε ένα μέλος της Ένωσης. Τελικά, επικράτησε η λύση της διατύπωσης δύο ρητρών, που η πρώτη θα αφορούσε την αντιμετώπιση ένοπλης επίθεσης (άρθρο I-42 παρ. 7 Σ.Σ.) και η δεύτερη την αντιμετώπιση τρομοκρατικών απειλών και φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών (άρθρο I-43 Σ.Σ.). Η λύση αυτή ενσωματώθηκε με μικρές διαφοροποιήσεις στη Συνθήκη της Λισαβόνας. 

2. Η ρήτρα αλληλεγγύης

Κατά το άρθρο 222 παρ. 1 ΣΛΕΕ «η Ένωση και τα κράτη μέλη της ενεργούν από κοινού, με πνεύμα αλληλεγγύης, εάν ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή». Από την διατύπωση αυτή συνάγεται ο υπερεθνικός χαρακτήρας της ρήτρας, που αποσκοπεί στο να απονείμει την αρμοδιότητα στην Ένωση «να κινητοποιεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών μέσων που θέτουν στη διάθεσή της τα κράτη μέλη» για την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής και των φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών, κινούμενη πέρα από τη διακυβερνητική λογική της ρήτρας του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ.  Ειδικότερα, η δράση της Ένωσης αποσκοπεί στην πρόληψη τρομοκρατικής απειλής στο έδαφος των Κρατών-μελών, στην προστασία των δημοκρατικών θεσμών και του άμαχου πληθυσμού από ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση, στην παροχή συνδρομής σε Κράτος-μέλος στο έδαφός του, μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, στις περιπτώσεις τρομοκρατικής επίθεσης ή φυσικής ή ανθρωπογενούς καταστροφής. Αν και η διάταξη αναφέρεται στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και των φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών, δεν αποκλείεται στο μέλλον η χρησιμοποίησή της ως νομικής βάσης και για άλλου είδους απειλών στο πλαίσιο της εξουσιοδότησης, που παρέχεται (ά. 222 παρ. 4 ΣΛΕΕ) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για να «πραγματοποιεί τακτική αξιολόγηση των απειλών τις οποίες αντιμετωπίζει η Ένωση». Σε κάθε, πάντως, περίπτωση και ιδιαίτερα όταν η εφαρμογή της ρήτρας αλληλεγγύης συνίσταται σε παροχή συνδρομής στο έδαφος ενός Κράτους-μέλους απαιτείται η υποβολή αίτησης εκ μέρους των πολιτικών του αρχών. 

Η διάταξη του άρθρου 222 ΣΛΕΕ δεν δημιουργεί υποχρεώσεις μόνο για την Ένωση και τα Θεσμικά της Όργανα αλλά και για τα Κράτη-μέλη της, αφού «σε περίπτωση που κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή, τα υπόλοιπα κράτη μέλη του παρέχουν βοήθεια κατόπιν αιτήματος των πολιτικών του αρχών. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη συντονίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου». Για να καταστεί η «ρήτρα αλληλεγγύης» λειτουργική προβλέπεται (ά. 222 παρ. 3 ΣΛΕΕ) η θέσπιση λεπτομερών κανόνων «με απόφαση που εκδίδεται από το Συμβούλιο, μετά από κοινή πρόταση της Επιτροπής και του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας». Η απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία, χωρίς τη σύμπραξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που απλώς ενημερώνεται, ενώ, αν η απόφαση αυτή έχει επιπτώσεις στον τομέα της άμυνας, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 ΣΕΕ. Με βάση τα παραπάνω η «ρήτρας αλληλεγγύης» επιβάλλει τα εξής καθήκοντα στην Ένωση και στα Κράτη-μέλη:

Την υποχρέωση της Ένωσης και των Κρατών-μελών «να ενεργούν από κοινού» σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης ή καταστροφής. Υπό αυτήν την έννοια η ρήτρα του άρθρου 222 ΣΛΕΕ διαφέρει από άλλες εφαρμογές της αρχής της αλληλεγγύης στις Συνθήκες, που κατά κανόνα προβλέπουν καθήκοντα είτε μόνο της Ένωσης είτε μόνο των Κρατών-μελών.

Την υποχρέωση της Ένωσης  «να κινητοποιεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της». Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται το καθήκον των Θεσμικών Οργάνων να διασφαλίσουν ότι η Ένωση είναι ικανή να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της κατά τρόπο συνεκτικό, συντονισμένο και αποτελεσματικό, σχεδιάζοντας και αναπτύσσοντας τα κατάλληλα εργαλεία. 

Την υποχρέωση των Κρατών-μελών να συνδράμουν το Κράτος που επλήγη κάθε φορά. Η υποχρέωση αυτή προϋποθέτει ότι τα Κράτη-μέλη καθιστούν τη συνδρομή διαθέσιμη, έτσι ώστε να δράσουν από κοινού με την Ένωση. Το Κράτος-μέλος  πάντως, διατηρεί, σύμφωνα Δήλωση 37 της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που προσαρτήθηκε στην Τελική Πράξη και αφορά τη λειτουργία του άρθρου 222 ΣΛΕΕ, το δικαίωμα «να επιλέξει το πλέον πρόσφορο μέσο για να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση αλληλεγγύης».

Την υποχρέωση των Κρατών-μελών να συνεργάζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου. 

3. Η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής 

Κατά το άρθρο 42 παρ. 7 ΣΕΕ «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».  Η αναφορά στο άρθρο 51 του Χάρτη ΗΕ τοποθετεί τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της άμυνας, αφού η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση, ως τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πάρει τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Κατ’ επέκταση η νέα διάταξη της ΣΕΕ θα πρέπει να ερμηνευτεί υπό το πρίσμα της επεξεργασίας που έτυχαν οι όροι «ένοπλη επίθεση» και «νόμιμη άμυνα» από τη διεθνή νομολογία και πρακτική.  Σχετικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένοπλη επίθεση δεν αποτελεί η οποιαδήποτε χρήση βίας αλλά μόνον εκείνη η (παράνομη) χρήση βίας η οποία χαρακτηρίζεται από μέγεθος και συνέπειες που υπερβαίνουν το μέγεθος ενός απλού μεθοριακού επεισοδίου (Υπόθεση Νικαράγουα κ. ΗΠΑ). Ειδικότερα, το άρθρο 3 του Ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης 3314 (XXIX)  σχετικά με τον ορισμό της επίθεσης  χαρακτηρίζει ως τέτοια:
Την εισβολή, επίθεση, κατοχή ή προσάρτηση του εδάφους ενός κράτους,
Τον βομβαρδισμό ή την χρήση οποιωνδήποτε όπλων κατά του εδάφους ενός κράτους,
Τον αποκλεισμό των λιμένων ή των ακτών ενός κράτους,
Την επίθεση εναντίον των χερσαίων, ναυτικών ή αεροπορικών ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους,
Την χρήση των δυνάμεων ενός κράτους που σταθμεύουν στο έδαφος άλλου κράτους με βάση τη συναίνεσή του κατά παράβαση των σχετικών συμφωνιών ή η άρνηση απόσυρσής τους μετά την ανάκληση της συναίνεσης,
Την διάθεση του εδάφους ενός κράτους ως βάση για να εξαπολυθεί επίθεση εναντίον άλλου κράτους και
Την αποστολή στο έδαφος άλλου κράτους ενόπλων ομάδων ανταρτών ή μισθοφόρων για να χρησιμοποιήσουν βία εναντίον άλλου κράτους τέτοιας βαρύτητας ώστε να είναι ανάλογες με τις προηγούμενες πράξεις ή η ουσιώδης ανάμειξή τους σ’ αυτή τη δράση.

Εξάλλου, η άσκηση του δικαιώματος άμυνας τελεί υπό την προϋπόθεση τήρησης των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, αφού η άμυνα πρέπει να είναι άμεση, επιτακτική, μη επιτρέποντας επιλογή και δυνατότητα αναζήτησης άλλων μέσων αντίδρασης (αναγκαιότητα) ενώ η ένταση, το είδος, ο στόχος και ο τόπος της αμυντικής δράσης πρέπει να είναι σε στενή σχέση αναλογίας με την ένοπλη επίθεση (αναλογικότητα). Μοιραία η αναφορά στο δικαίωμα νόμιμης άμυνας κατά το άρθρο 51 του Χάρτη εμπλέκει στην ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ αμφισβητούμενης νομιμότητας κατά το διεθνές δίκαιο μορφές άμυνας, όπως η άμυνα σε επικείμενη επίθεση (anticipatory self-defence), η προληπτική άμυνα και το προληπτικό κτύπημα (preemptive self-defence – preemptive strike) καθώς η προστασία Πολιτών στο Εξωτερικό.

Για να γίνει αντιληπτή η φύση και η δέσμευση για τα Κράτη-μέλη, που συνεπάγεται η «ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής», θα πρέπει να αναφερθούμε στις προπαρασκευαστικές εργασίες στο πλαίσιο της Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης. Εκεί στο πλαίσιο της Ομάδας Εργασίας VIII (άμυνα) προτάθηκε η ενσωμάτωση στη Συνταγματική Συνθήκη μιας ρήτρας συλλογικής ασφάλειας, αντίστοιχης με αυτή του άρθρου 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Η πρόταση υποστηρίχθηκε από Κράτη-μέλη που έβλεπαν ως ελκυστική την ιδέα μιας εναλλακτικής λύσης έναντι του ΝΑΤΟ για την άμυνα της ΕΕ, επειδή αισθάνονταν το καθένα για τους δικούς του λόγους «ακάλυπτα» από το ΝΑΤΟ. Ιδιαίτερα εμφανής μεταξύ εκείνων που τάχθηκαν υπέρ μιας τέτοιας προσέγγισης ήταν η Ελλάδα, η οποία, παρόλο που προστατεύεται από την παρόμοια ρήτρα συλλογικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ ήθελε ένα πρόσθετο επίπεδο άμυνας εναντίον της μακρόχρονης αντίπαλης Τουρκίας, η οποία ανήκει στο ΝΑΤΟ αλλά όχι στην ΕΕ. Εξάλλου, η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής κρίνονταν αναγκαία μετά τη σταδιακή απορρόφηση των λειτουργιών της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) από την Ευρωπαϊκή  Ένωση και την παύση της λειτουργίας της το 2010. Ωστόσο, η πρόταση αυτή συνάντησε ισχυρή αντίδραση, που προήλθε από δύο πλευρές. Από τη μια πλευρά η ομάδα των ουδετέρων Κρατών-μελών διέβλεπε ότι η ρήτρα θα μπορούσε να θίξει εξ αντικειμένου το καθεστώς της ουδετερότητάς τους. Από την άλλη η ομάδα των «ατλαντικών» Κρατών (Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Δανία) επιθυμούσαν να διατηρήσουν την υπεροχή του ΝΑΤΟ στην άμυνα και να αποφευχθεί η σύγχυση των υποχρεώσεων των χωρών που ανήκουν τόσο στην Ένωση όσο και τη Συμμαχία. Οι αντιδράσεις αυτές οδηγούσαν μοιραία στη διατύπωση μιας «διάταξης opt-in», έτσι ώστε να μην δεσμευτούν όλα τα μέλη από τη ρήτρα αλλά όσα επιθυμούσαν. Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα και να εγκαταλειφθεί η λύση μιας διάταξης κατ’ επιλογή (opt-in), τα Κράτη-μέλη κατέληξαν σε ένα συμβιβασμό στη βάση μιας ιταλικής πρότασης (υποστηρίχθηκε από την Φινλανδία, την Σουηδία, την Ιρλανδία και την Αυστρία) που ικανοποιούσε όλες τις πλευρές. Έτσι, στην διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 εδαφ. Β ΣΕΕ ορίζεται ότι «Η πολιτική της Ένωσης κατά την έννοια του παρόντος τμήματος δεν θίγει την ιδιαιτερότητα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών και σέβεται τις υποχρεώσεις που απορρέουν για ορισμένα κράτη μέλη τα οποία θεωρούν ότι η κοινή τους άμυνα υλοποιείται στα πλαίσια της οργάνωσης της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ), δυνάμει της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού, και συμβιβάζεται με την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας που διαμορφώνεται μέσα στο πλαίσιο αυτό».  Ο συμβιβασμός αυτός επέτρεψε σε όλα τα Κράτη-μέλη της Ένωσης να δεσμευτούν αλλά από την άλλη πλευρά αποδυνάμωσε την ένταση της σχετικής δέσμευσης. 

Παρά το γεγονός ότι η ρήτρα του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ αποτελεί αντίγραφο του άρθρου 5 Βορειοατλαντικού Συμφώνου δεν οδηγεί στην μετατροπή της Ένωσης σε μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας, με ότι αυτό συνεπάγεται ως προς τη συγκρότηση στρατιωτικών δυνατοτήτων από της Ένωση. Αυτό συνάγεται, εξάλλου, και από την τελευταία φράση της διάταξης, που προβλέποντας ότι «οι δεσμεύσεις και η συνεργασία στον τομέα αυτόν εξακολουθούν να είναι σύμφωνες προς τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Βορείου Ατλαντικού Συμφώνου, η οποία παραμένει, όσον αφορά τα κράτη που είναι μέλη του, το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας και το όργανο της εφαρμογής της» θέτει σε υποδεέστερη μοίρα  τη «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ έναντι της ρήτρας συλλογικής ασφάλειας του άρθρου 5 Βορειοατλαντικού Συμφώνου και υπό αμφισβήτηση την αυτονομία της Ένωσης στην ανάπτυξη των αμυντικών της δυνατοτήτων. Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι το άρθρο 42 παρ. 6 ΣΕΕ προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη που πληρούν υψηλότερα κριτήρια στρατιωτικών δυνατοτήτων και έχουν αναλάβει δεσμευτικότερες υποχρεώσεις στον τομέα αυτό, ενόψει των πλέον απαιτητικών αποστολών, θεσμοθετούν μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία στο πλαίσιο της Ένωσης».

Είναι φανερό ότι η ρήτρα του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ, σε αντίθεση με τη «ρήτρα αλληλεγγύης», έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και ως τέτοια δεν απονέμει καμία αρμοδιότητα στην Ένωση και στα Θεσμικά της Όργανα αλλά λειτουργώντας «οριζόντια», περιορίζεται στην πρόβλεψη ενός, πολιτικού χαρακτήρα, καθήκοντος συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής μόνο για τα Κράτη-μέλη μέσα από διαδικασίες διακυβερνητικού χαρακτήρα και εντός του θεσμικού πλαισίου των άρθρων 42 – 46 ΣΕΕ (Διατάξεις για την Κοινή Πολιτική για την Ασφάλεια και την Άμυνα). Στην ουσία προβλέπει την διεξαγωγή διαλόγου και υποστήριξης μεταξύ των Κρατών-μελών σε διμερή βάση. Έτσι, η λήψη των αποφάσεων κυριαρχείται από την ομοφωνία στο Συμβούλιο ενώ η μη εκπλήρωση της όποιας δέσμευσης αναλαμβάνεται από το άρθρο 42 παρ. 7 ΣΕΕ δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο της ΕΕ. 

4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Η παραπάνω προσέγγιση των δύο ρητρών οδηγεί στις εξής παρατηρήσεις:

(α) Αν και η νομική αξία της «ρήτρας αλληλεγγύης» αμφισβητείται, αφού υπάρχουν νομικές βάσεις στη ΣΛΕΕ, που επιτρέπουν την αντιμετώπιση των φυσικών και των ανθρωπογενών καταστροφών (ενδεικτικά ά. 196 ΣΛΕΕ, Πολιτική Προστασία, ά. 122 παρ. 2 ΣΛΕΕ, Οικονομική συνδρομή κα) ή της τρομοκρατίας (ενδεικτικά ά. 82, Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις, ά. 215 παρ. 2 κυρώσεις σε πρόσωπα ή ευφυείς κυρώσεις κα), η πολιτική της σημασία είναι σημαντική, αφού μεταξύ άλλων δημιουργεί «κουλτούρα συνεργασίας» μεταξύ των αρχών των Κρατών-μελών για την αντιμετώπιση κρίσεων. Από την άλλη πλευρά η «ρήτρα αλληλεγγύης» μπορεί να αντιμετωπισθεί ως «νομική βάση – ομπρέλα», η οποία θα επιτρέψει αφενός την συνεκτική δράση της Ένωσης και αφετέρου την ανάπτυξη εργαλείων εκ μέρους της, πέραν αυτών που προβλέπουν οι επί μέρους διατάξεις ή, τέλος ως νομική βάση προς χρήση σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

(β) Η «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» αποτελεί ένα πρώτο, δειλό είναι η αλήθεια, βήμα προς τη κατεύθυνση της συγκρότησης μιας αμυντικής πολιτικής της Ένωσης, που θα υποστηρίζει αποτελεσματικά Κράτη-μέλη της  Ένωσης, όταν αυτά αντιμετωπίζουν απειλές της εδαφικής τους ακεραιότητας. Αν και η αξία της δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί, αναμφίβολα δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μια πραγματική ρήτρα συλλογικής ασφάλειας. Ωστόσο, κάτω υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η χώρα μας αντλεί από τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ το δικαίωμα να προσφύγει στα Κράτη-μέλη της ΕΕ σε διμερή βάση και να αναζητήσει στρατιωτική συνδρομή αν δεχτεί επίθεση ένοπλη επίθεση στο έδαφός της. Ο βαθμός ανταπόκρισης σε ένα τέτοιο αίτημα αποτελεί ζητούμενο και ποικίλει από Κράτος-μέλος σε Κράτος-μέλος, το οποίο θα σταθμίσει για την εμπλοκή του περισσότερο τα δικά του συμφέροντα και λιγότερο  αυτό της Ένωσης. Η θέση μας αυτή ενισχύεται από την τοποθέτηση της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ σε θέματα Εξωτερικής Πολιτικής Και Πολιτικής Ασφάλειας Federica Mogherini, όταν η Γαλλία επικαλέστηκε το 2015 τη ρήτρα του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ, που υπενθύμισε «ότι δεν απορρέει απαραίτητα από αυτήν μια συγκεκριμένη δέσμευση της ΕΕ ή των κρατών μελών της. Οι διάφορες πρωτεύουσες θα αποφασίσουν εάν η δέσμευσή τους θα είναι η συνεργασία σε θέματα πληροφοριών ή σε τεχνική ή η υλικοτεχνική υποστήριξη ή, αν το επιθυμούν, σε ευθεία στρατιωτική εμπλοκή με μάχιμες δυνάμεις». Όπως ορθά υποστηρίζεται «στην Ευρώπη η συλλογική άμυνα δεν θα πρέπει να θεωρείται ως ομοιόμορφο καθήκον, αλλά ως η τέχνη της εξισορρόπησης πολλαπλών νομικών και πολιτικών περιορισμών». 

(γ) Η «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» περισσότερο λειτουργεί ως πλαίσιο που μπορεί να ευνοήσει τη δημιουργία αμυντικών συνεργασιών σε διμερή βάση, όπως η πρόσφατη γαλλογερμανική συμφωνία (συμφωνία του Άαχεν της 22.1. 2019), που περιέχει και ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής. Στο μέλλον θα φανεί αν η ανάπτυξη αυτής της «διμερούς αλληλεγγύης» στην άμυνα των Κρατών-μελών της ΕΕ θα ενισχύσει την δυναμική της ρήτρας του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ ή θα φαλκιδεύει, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον, κάθε ιδέα εγκαθίδρυσης ενωσιακών μηχανισμών συλλογικής ασφάλειας.

(δ) Αναμφίβολα με την ένταξη των δύο ρητρών στις Συνθήκες δημιουργούνται κάποιες «γκρίζες ζώνες» στο πεδίο εφαρμογής τους τόσο μεταξύ τους όσο και μεταξύ αυτών και άλλων διατάξεων. Το τρομοκρατικό κτύπημα στο Παρίσι το Νοέμβριο του 2015 και η επίκληση από την Γαλλική Κυβέρνηση της ρήτρας του άρθρου 42 παρ. 7 ΣΕΕ και όχι τη «ρήτρα αλληλεγγύης» του άρθρου 222 ΣΛΕΕ επιβεβαιώνει την παρατήρηση αυτή. Άλλωστε, υποστηρίζεται ότι δεν αποκλείεται, παρά τη φανερή ασυμμετρίας τους,  η ταυτόχρονη χρήση και των δύο ρητρών, κάτι που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο διολίσθησης προς τη διακυβερνητικότητα, που υπάρχει όταν τα Κράτη-μέλη έχουν ταυτόχρονα διαθέσιμα υπερεθνικά και διακυβερνητικά εργαλεία. Οι ρυθμίσεις εφαρμογής της ρήτρας αλληλεγγύης θα πρέπει να περιλαμβάνουν μια σαφή οριοθέτηση μεταξύ των δύο ρητρών της Συνθήκης της Λισαβόνας έτσι ώστε να εξαλειφθούν οι παρανοήσεις. Είναι φανερό ότι η εστίαση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής στην εδαφική υπεράσπιση είναι δυσάρεστη τόσο για τα μη-συμμαχικά / ουδέτερα κράτη όσο και για ορισμένα μέλη του ΝΑΤΟ της ΕΕ. Μια σαφέστερη οριοθέτηση θα ωφελήσει την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της ρήτρας αλληλεγγύης στο βαθμό που η τελευταία επικεντρώνεται στη μη εδαφική και μη στρατιωτική συνεργασία και εστιάζει στην οικοδόμηση μιας ανθεκτικής ΕΕ ικανής να προστατεύει τους ευρωπαίους πολίτες και τις κοινωνίες από διασυνοριακούς κινδύνους και απειλές.

(ε) Παρά το γεγονός ότι οι ρήτρες θεωρήθηκαν σημαντική καινοτομία, δεν έτυχαν εντατικής θεωρητικής επεξεργασίας, όπως άλλες διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας. Έτσι, παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα, όπως αυτά της φύσης των απειλών που καλύπτει η «ρήτρα αλληλεγγύης», του εύρους του πεδίου εφαρμογής της, των νομικών επιπτώσεων της ρήτρας, καθώς και αυτό της χρήσης των στρατιωτικών μέσων, που θέτουν στη διάθεση της Ένωσης τα Κράτη-μέλη. 

(στ) Σε κάθε περίπτωση οι ρήτρες θα κριθούν από το πόσο αποτελεσματικές θα αποδειχθούν στην πρόληψη και αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών σε βάρος της Ένωσης και των Κρατών-μελών της. Τα τελευταία τρομοκρατικά κτυπήματα στην καρδιά της Ευρώπης και η συριακή προσφυγική κρίση θέτουν σε αμφιβολία την αποτελεσματικότητα αυτή. 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Χρυσομάλλη Μιχ., Η αρχή της αλληλεγγύης στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: έννοια, πεδίο εφαρμογής και νομική φύση,  Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2017

Fernandez Sola N., Les clauses d’assistance mutuelle et de solidarité du Traité sur l’Union européenne : contenu, délimitation et garanties politiques et juridiques, στο Liber amicorum, Mélanges en l’honneur du Professeur Joël Molinier, Ν. De Grove Valdeyron (dir.), LGDJ-Lextenso, Paris 2012, σελ. 203-220

Konstadinides Th., Civil Protection in Europe and the Lisbon ‘solidarity clause’: A genuine legal concept or a paper exercise, Uppsala Faculty of Law Working Paper 2011/3, διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.jur.uu.se/LinkClick.aspx?fileticket=tUq0GRu0pKA%3d&tabid=5502&language=sv-SE 

Myrdal S., Rhinard M., The European Union’s Solidarity Clause: Empty Letter or Effective Tool? An  Analysis of Article 222 of the Treaty on the Functioning of the European Union, Occasional Ulpapers, Swedish Institute of International Affairs, 2/2010, διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://media.leidenuniv.nl/legacy/solidarity-and-the-european-union.pdf 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com

CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 4/2019
Ο σεβασμός της συνταγματικής ταυτότητας των Κρατών-Μελών και τα όριά του μετά την απόφαση Taricco II.
Ένα ιδιότυπο δικαιοδοτικό «bras de fer» στην εποχή του πολυεπίπεδου συνταγματισμού.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε σήμερα στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη του κυρίου Θανάση Γλαβίνα με θέμα: Ο σεβασμός της συνταγματικής ταυτότητας των Κρατών-Μελών και τα όριά του μετά την απόφαση Taricco II: Ένα ιδιότυπο δικαιοδοτικό «bras de fer» στην εποχή του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, που αποτέλεσε τη Διπλωματική του Εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ – Κατεύθυνση: Δίκαιο της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης. Η Διπλωματική Εργασία, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου, κατά την υποστήριξή της (Δεκέμβριος 2019) αξιολογήθηκε από την Τριμελή Επιτροπή Κρίσης με το βαθμό άριστα και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς, που γίνεται τόσο από τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, από τους σπουδαστές του εν λόγω Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, που έχω την τιμή να διευθύνω. 
                                                                                                                             
                                                                                                                                 ΜΔΧ       

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η οριοθέτηση της σχέσης ανάμεσα στο ενωσιακό δίκαιο και το εθνικό συνταγματικό δίκαιο των κρατών μελών αποτελεί σήμερα ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα στη σφαίρα του ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου ή αλλιώς του λεγόμενου ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Η συμμετοχή των κρατών μελών στην ΕΕ είχε ως αποτέλεσμα ένα σοβαρό ρήγμα στην κρατική κυριαρχία τους μέσα από τη μεταβίβαση άσκησης σημαντικών αρμοδιοτήτων σε αυτήν. Οι αρχές της αμέσου ισχύος και της υπεροχής του ενωσιακού έναντι όλων των κανόνων των εθνικών έννομων τάξεων των κρατών μελών έθεσαν σε αμφισβήτηση θεμελιώδεις αρχές των εθνικών εννόμων τάξεων και ανέτρεψαν κυρίαρχα  δόγματα ιεραρχίας κανόνων δικαίου, που ίσχυαν επί χρόνια, δημιουργώντας έτσι ανασφάλεια και προκαλώντας αντιδράσεις στο εσωτερικό τους. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν στο σημείο αυτό κυρίως τα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια, τα οποία από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Κοινότητας έθεσαν υπό αμφισβήτηση την αρχή της υπεροχής έναντι του εθνικού συντάγματος, κυρίως στο πεδίο της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η σχέση του ενωσιακού δικαίου με το συνταγματικό δίκαιο των κρατών μελών εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο περνώντας από διάφορα στάδια, τόσο από τη μεριά των κρατών μελών όσο και από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε μέσα από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ είτε μέσα από τη θεσμική διάσταση των διατάξεων των Συνθηκών. Ειδικότερα τα δικαστήρια των κρατών μελών επικαλούνταν συχνά την υπέρβαση των ορίων των παραχωρημένων αρμοδιοτήτων εκ μέρους της ΕΕ και των οργάνων της για να αρνηθούν την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων. Έθεταν λοιπόν όρια στην αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δίκαιου έναντι των εθνικών δικαίων εκμεταλλευόμενα και την σκόπιμη σιωπή της πλειοψηφίας των εθνικών συνταγμάτων ως προς τη ρύθμιση του ζητήματος.
Η αποτυχία θέσπισης ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος και η συνακόλουθη υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας δημιούργησαν νέα δεδομένα. Η προσπάθεια αντιμετώπισης των διαφορών ανάμεσα στο ενωσιακό δίκαιο και τα εθνικά συντάγματα σε θεσμικό επίπεδο ναυάγησε μαζί με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και  την πρωτοβουλία των κινήσεων ανέλαβαν μοιραία τα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια. Πολύτιμος σύμμαχος στην προσπάθεια αυτή στάθηκε η αναβαθμισμένη στο επίπεδο των Συνθηκών ρήτρα σεβασμού της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) στη βάση της οποίας τα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια επικαλούμενα την προστασία της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, επεδίωξαν τη θέσπιση αντίβαρων έναντι της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου ενώ διεκδίκησαν τη δυνατότητα «ελέγχου της εσωτερικής συνταγματικότητας» των πράξεων των οργάνων της Ένωσης και την συνακόλουθη επιβολή σχετικών περιορισμών ως προς τη δράση τους. Το σχήμα μιας ενιαίας ευρωπαϊκής έννομης τάξης εγκαταλείφθηκε δίνοντας τη θέση του σε ένα μοντέλο συν-λειτουργίας των εννόμων τάξεων των κρατών μελών με την ενωσιακή έννομη τάξη, το οποίο και χαρακτηρίστηκε ως «πολυεπίπεδος συνταγματισμός». Στο πλαίσιο αυτό επιδίωξη των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων ήταν η διατήρηση ισχύος των εθνικών εννόμων τάξεων και η σχετικοποίηση της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου με όχημα της ρήτρα εθνικής συνταγματικής ταυτότητας υπέρ της προστασίας ενός στενού πυρήνα θεμελιωδών διατάξεων των εθνικών συνταγμάτων. Από την άλλη το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά την ασάφεια της έννοιας της συνταγματικής ταυτότητας, ανταποκρινόμενο στη δέσμευση που παράγουν οι Συνθήκες δεν μπορούσε να παραβλέψει το καθήκον της Ένωσης ως προς το σεβασμό της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών.   
Με βάση και αφετηρία τα ανωτέρω δομείται η παρούσα μελέτη, η οποία γενικά  ακολουθεί την πορεία διαλόγου ανάμεσα στα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια και το ΔΕΕ. Προηγείται μία ανάλυση και προσπάθεια αποσαφήνισης της έννοιας της συνταγματικής ταυτότητας και στη συνέχεια αναφορά στο ιστορικό και θεσμικό πλαίσιο της ρήτρας εθνικής συνταγματικής ταυτότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ, δεδομένα πολύ χρήσιμα για την κατανόηση του συνολικού πλαισίου της μελέτης. Στη συνεχεία ακολουθεί το κύριο μέρος της μελέτης, το οποίο όπως αναφέρθηκε, περιλαμβάνει τον δικαστικό διάλογο επί του επίμαχου ζητήματος. Στο τελευταίο  κεφάλαιο η μελέτη αυτή καταπιάνεται με την πολύ σημαντική υπόθεση Taricco και τη θεμελιώδη απόφαση Taricco ΙΙ του ΔΕΕ η οποία εισέφερε νέα, απροσδόκητα ενδεχομένως, δεδομένα για τον προσδιορισμό των σχέσεων ενωσιακής έννομης τάξης και εννόμων τάξεων των κρατών μελών μέσα από τον διάλογο των δικαστηρίων των δύο πλευρών, όπως προέκυψε μέσα από τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής.
Συνταγματικός πατριωτισμός, ενωσιακή υπεροχή ή συνταγματικός πλουραλισμός; Η όλη διαμάχη εξελίσσεται σε μία δημιουργική μονομαχία δικαστικής φύσης, ένα δικαιοδοτικό «bras de fer», όπως εύστοχα ονομάστηκε. Η τελευταία αναμέτρηση στην σειρά των υποθέσεων Taricco έβγαλε νικητή για πρώτη φορά τα κράτη μέλη εισφέροντας σημαντικό πλήγμα στην αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το μέλλον αυτής της σχέσης καθώς οι ανατροπές δεν λείπουν από το χρονολόγιό της. Πρόκειται για ένα - μέχρι σήμερα αλλά και μελλοντικά το πιθανότερο - «never ending story», μία διαμάχη που γνωρίζουμε το παρελθόν της, βιώνουμε το παρόν της αλλά δεν μπορούμε να προδικάσουμε το μέλλον της. Το ερώτημα αν πράγματι το αίτημα του συνταγματικού πλουραλισμού θα αποτελέσει την απάντηση στην δύσκολή προσπάθεια συγκερασμού και ώσμωσης δύο διαφορετικών εννόμων τάξεων δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα. Αν και η αναγκαιότητα του για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης είναι εμφανής, η μόνη βεβαιότητα είναι πως αν αποτύχει, είναι δεδομένο πως δε θα δυσκολευτούμε να βρούμε τελικά και τον νικητή του δικαστικού «bras de fer»: αυτός απλά δεν θα υπάρχει.
Δες τη μελέτη εδώ

Γλαβίνας Αθανάσιος, ΜΔΕ Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  
thanasisglavinas@yahoo.gr


Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 9/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Σεπτέμβριος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-467/18, Ποινική δίκη κατά EP – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, του άρθρου 12 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 της Οδηγίας 2012/12 «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.». Επιπρόσθετα σύμφωνα με το άρθρο 12 της Οδηγίας 2013/48 «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία καθώς και οι εκζητούμενοι σε διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων βάσει της παρούσας οδηγίας». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Lukovit της Βουλγαρίας (Rayonen sad Lukovit) στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας με σκοπό να διαταχθεί ο περιορισμός του EP σε ψυχιατρικό κατάστημα. Ειδικότερα και μετά την παραδοχή από τον EP ότι είχε φονεύσει τη μητέρα του διαγνώστηκε βάσει ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ότι πάσχει από παρανοϊκή σχιζοφρένεια. Εν συνεχεία, η εισαγγελική αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαίο να διαταχθούν αναγκαστικά ιατρικά μέτρα, επειδή ο EP είχε εκ προθέσεως τελέσει αξιόποινη πράξη υπό το κράτος ψυχικής διαταραχής, με αποτέλεσμα να μην έχει ποινική ευθύνη.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και στο άρθρο 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2012/13 και στο άρθρο 12 της Οδηγίας 2013/48, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, που προβλέπει διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να διαταχθεί, για θεραπευτικούς λόγους και για λόγους ασφαλείας, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα προσώπων τα οποία έχουν τελέσει, σε κατάσταση άνοιας, πράξεις που συνιστούν κίνδυνο για την κοινωνία, στον βαθμό που η ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπει στο αρμόδιο δικαστήριο να ελέγξει αν τα διαδικαστικά δικαιώματα που προβλέπονται στις επίμαχες Οδηγίες έγιναν σεβαστά κατά τη διάρκεια διαδικασιών προγενέστερων (για τις οποίες δεν προβλέπεται δικαστικός έλεγχος) εκείνης της οποίας έχει επιληφθεί το εν λόγω δικαστήριο, για τις οποίες δεν προβλέπεται τέτοιος δικαστικός έλεγχος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω ενωσιακό πλαίσιο αντιτίθεται στην ανωτέρω επίδικη εθνική ρύθμιση.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-383/18, Lexitor Sp. z o.o κατά Spółdzielcza Kasa Oszczędnościowo - Kredytowa im. Franciszka Stefczyka κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 16, παρ. 1 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/48 «Ο καταναλωτής δικαιούται ανά πάσα στιγμή να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που αποτελείται από τους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το περιφερειακό δικαστήριο Lublin-Wschód της Πολωνίας (Sąd Rejonowy Lublin-Wschód w Lublinie z siedzibą w Świdniku) στο πλαίσιο τριών ένδικων διαφορών μεταξύ της Lexitor sp. z o.o., αφενός, και, αντιστοίχως, της Spółdzielcza Kasa Oszczędnościowo - Kredytowa im. Franciszka Stefczyka της Santander Consumer Bank S.A. και της mBank S.A., αφετέρου, σχετικά με τη μείωση του συνολικού κόστους καταναλωτικών πιστώσεων λόγω πρόωρης εξοφλήσεώς τους.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 16, παρ. 1, της Οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα μειώσεως του συνολικού κόστους της πιστώσεως σε περίπτωση πρόωρης εξοφλήσεώς της περιλαμβάνει και τα έξοδα που δεν εξαρτώνται από τη χρονική διάρκεια ισχύος της συμβάσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τι το άρθρο 16, παρ. 1, της Οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα του καταναλωτή σε μείωση του συνολικού κόστους της πιστώσεως σε περίπτωση πρόωρης εξοφλήσεώς της περιλαμβάνει άπαντα τα έξοδα των οποίων η καταβολή επιβλήθηκε στον καταναλωτή.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-94/18, Nalini Chenchooliah κατά Minister for Justice and Equality - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 14, 15, 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Οδηγίας αυτής, που φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», ορίζει τα εξής: «1. Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας.  [...] 3. Το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να επιβάλλει απαγόρευση εισόδου σε συνδυασμό με απόφαση απέλασης για την οποία ισχύει η παράγραφος 1.» 
Η αίτηση υποβλήθηκε από το High Court της Ιρλανδίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Nalini Chenchooliah, υπηκόου τρίτου κράτους, και του Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας σχετικά με απόφαση απέλασης που εκδόθηκε εις βάρος της κατόπιν της επιστροφής του συζύγου της, πολίτη της Ένωσης, στο Κράτος- μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια (Πορτογαλία) και στο οποίο εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή. Ειδικότερα, η N. Chenchooliah, υπήκοος Μαυρικίου, αφίχθη στην Ιρλανδία τον Φεβρουάριο του 2005, με σπουδαστική θεώρηση εισόδου, και διέμεινε στο Κράτος- μέλος αυτό έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2012 βάσει διαδοχικών αδειών διαμονής. Τον Σεπτέμβριο 2011, τέλεσε γάμο με Πορτογάλο υπήκοο ο οποίος διέμενε στην Ιρλανδία. Τον Φεβρουάριο του 2012 ζήτησε να λάβει δελτίο διαμονής ως σύζυγος πολίτη της Ένωσης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν οι διατάξεις, αφενός, του κεφαλαίου VI της Οδηγίας 2004/38, ειδικότερα τα άρθρα 27 και 28 της ως άνω οδηγίας, και, αφετέρου, των άρθρων 14 και 15 της Οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το πρώτο ή το δεύτερο από τα ως άνω ζεύγη διατάξεων εφαρμόζεται επί απόφασης περί απομάκρυνσης υπηκόου τρίτου κράτους για τον λόγο ότι αυτός δεν έχει πλέον δικαίωμα διαμονής βάσει της εν λόγω Οδηγίας, σε περίπτωση στην οποία ο ως άνω υπήκοος τέλεσε γάμο με πολίτη της Ένωσης σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο πολίτης της Ένωσης ασκούσε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, ο δε πολίτης αυτός επέστρεψε, στη συνέχεια, στο Κράτος-μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια (Πορτογαλία).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15 της Οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται επί απόφασης περί απομάκρυνσης υπηκόου τρίτου κράτους για τον λόγο ότι αυτός δεν έχει πλέον δικαίωμα διαμονής υπό το πρίσμα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών. Επομένως, οι σχετικές εγγυήσεις των άρθρων 30 και 31 της Οδηγίας 2004/38 ισχύουν σε περίπτωση έκδοσης μιας τέτοιας απόφασης απομάκρυνσης, σε συνδυασμό με την οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιβληθεί απαγόρευση εισόδου στην εθνική επικράτεια.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-676/17, Oana Mădălina Călin κατά Direcţia Regională a Finanţelor Publice Ploieşti – Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Dâmboviţa κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 3 ΣΕΕ, του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, των άρθρων 17, 20, 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας, της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το εφετείο Ploieşti της Ρουμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Oana Mădălina Călin και της περιφερειακής διεύθυνσης δημοσίων οικονομικών του Ploiești, του Υπουργείου Οικονομικών και της Διοίκησης του Ταμείου για το Περιβάλλον σχετικά με αίτηση αναθεώρησης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης με την οποία κρίθηκε απαράδεκτη, ως εκπρόθεσμη, αίτηση αναθεώρησης που είχε ασκηθεί κατά άλλης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης με την οποία είχε επιβληθεί στην O. M. Călin η υποχρέωση καταβολής περιβαλλοντικού τέλους το οποίο κρίθηκε στη συνέχεια ότι αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης. Ας σημειωθεί ότι τον Δεκέμβριο του 2016 το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εξέδωσε, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την επίλυση νομικού ζητήματος, την απόφαση 45/2016 ορίζοντας ότι η προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως αναθεωρήσεως βάσει του άρθρου 21, παρ. 2, του νόμου 554/2004 είναι ένας μήνας από την ημερομηνία επιδόσεως της τελεσίδικης αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως αναθεωρήσεως.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία προβλέπει ότι αίτηση αναθεώρησης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης εκδοθείσας κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να υποβληθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός, η οποία αρχίζει να τρέχει από την επίδοση της απόφασης της οποίας ζητείται η αναθεώρηση.
Το ΔΕΕ, αρχικά, διαπίστωσε ότι τα Κράτη-μέλη είναι υποχρεωμένα να επιστρέφουν τους εισπραχθέντες κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης φόρους. Εν συνεχεία, το ΔΕΕ εξέτασε εάν η προθεσμία του ενός μηνός προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει αίτηση αναθεώρησης είναι συμβατή με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (τονίζοντας ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς τους κανόνες σχετικά με την αρχή του δεδικασμένου).
Τελικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στον ορισμό αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός για την υποβολή αίτηση αναθεώρησης, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Ωστόσο, η αρχή της αποτελεσματικότητας, σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από εθνικό δικαστήριο, αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός για την άσκηση αίτησης αναθεώρησης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης όταν, κατά τον χρόνο άσκησης της εν λόγω αίτησης αναθεώρησης, η δικαστική απόφαση που καθιερώνει την εν λόγω προθεσμία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Monitorul Oficial al României.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-507/17, Google LLC, διάδοχος της Google Inc. κατά Commission nationale de l'informatique et des libertés (CNIL) - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας της Γαλλίας (Conseil d’État)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Google LLC, διαδόχου της Google Inc και της Εθνικής Επιτροπής Πληροφορικής και Ελευθεριών της Γαλλίας με αντικείμενο κύρωση 100.000 ευρώ την οποία επέβαλε η δεύτερη στην Google, επειδή η εταιρία αυτή αρνείται, όταν κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων, να διαγράφει τους συνδέσμους ως προς το σύνολο των ονομάτων τομέα που χρησιμοποιεί για τη μηχανή αναζήτησης που εκμεταλλεύεται.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 12, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 95/46, καθώς και το άρθρο 17, παρ. 1, του Κανονισμού 2016/679, έχουν την έννοια ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, όταν κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, υποχρεούται να διαγράφει τους συνδέσμους αυτούς ως προς όλες τις εκδοχές της μηχανής αναζήτησης που εκμεταλλεύεται ή αν, αντιθέτως, υποχρεούται να τους διαγράφει μόνον ως προς τις εκδοχές της που αντιστοιχούν στο σύνολο των Κρατών-μελών, ή και μόνον ως προς αυτήν που αντιστοιχεί στο Κράτος-μέλος εντός του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση διαγραφής συνδέσμων. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, όταν κάνει δεκτή αίτηση διαγραφής συνδέσμων, δεν υποχρεούται να διαγράφει τους συνδέσμους αυτούς ως προς όλες τις εκδοχές της μηχανής αναζήτησης που εκμεταλλεύεται, αλλά μόνον ως προς τις εκδοχές της που αντιστοιχούν στο σύνολο των Κρατών-μελών.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-468/18, R κατά P – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχεία αʹ και δʹ, και του άρθρου 5 του Κανονισμού 4/2009 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Σύμφωνα με το άρθρο 3 στοιχ. α και δ «Σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει: α) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, [……] ή δ) το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η διεθνής δικαιοδοσία βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Κωστάντζας της Ρουμανίας (Judecătoria Constanţa) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της R, κατοίκου Ηνωμένου Βασιλείου, και του P, κατοίκου Ρουμανίας, με αντικείμενο αίτημα εκδόσεως διαζυγίου, αίτημα καταβολής διατροφής για τη συντήρηση του ανήλικου παιδιού τους και αίτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, στοιχεία αʹ και δʹ, και το άρθρο 5 του κανονισμού 4/2009 έχουν την έννοια ότι, όταν δικαστήριο Κράτους-μέλους επιλαμβάνεται τριών αγωγικών αιτημάτων που συνυποβλήθηκαν (το διαζύγιο των γονέων ανήλικου παιδιού, τη γονική μέριμνα του παιδιού και την υποχρέωση διατροφής έναντι αυτού), το δικαστήριο που αποφαίνεται επί του διαζυγίου και το οποίο έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος που αφορά τη γονική μέριμνα διαθέτει, εντούτοις, διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος που αφορά την υποχρέωση διατροφής έναντι του εν λόγω παιδιού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί με την έννοια ότι το δικαστήριο που αποφαίνεται επί του διαζυγίου και το οποίο έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος που αφορά τη γονική μέριμνα διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος που αφορά την υποχρέωση διατροφής έναντι του εν λόγω παιδιού, εφόσον είναι επίσης το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου ή το δικαστήριο ενώπιον του οποίου αυτός παρέστη χωρίς να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-377/18, Spetsializirana prokuratura κατά AH κ.λπ. – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 1, πρώτη περίοδος, της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. 
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με τον νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί της ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο. Η ανωτέρω διάταξη δεν θίγει τις πράξεις της εισαγγελικής αρχής που αποσκοπούν να αποδείξουν την ενοχή του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και δεν θίγει επίσης τις προκαταρκτικές αποφάσεις δικονομικής φύσης που λαμβάνονται από δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές και βασίζονται σε υπόνοιες ή ενοχοποιητικά στοιχεία». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας (Spetsializiran nakazatelen sad) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά των AH, PB, CX, KM και PH σχετικά με την εικαζόμενη συμμετοχή τους σε εγκληματική οργάνωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε αν το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να μνημονεύονται ρητώς σε συμφωνία, η οποία πρέπει να εγκριθεί από εθνικό δικαστήριο, ως συναυτουργοί της αξιόποινης πράξεως όχι μόνον ο κατηγορούμενος που ομολόγησε την ενοχή του με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής, αλλά και άλλοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι δεν ομολόγησαν την ενοχή τους και διώκονται στο πλαίσιο αυτοτελούς ποινικής διαδικασίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4, παρ. 1, της Οδηγίας 2016/343 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε συμφωνία στην οποία αναφέρονται και οι άλλοι κατηγορούμενοι οι οποίοι δεν έχουν ομολογήσει την ενοχή τους και διώκονται στο πλαίσιο αυτοτελούς ποινικής διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση 
α) ότι η σχετική μνεία είναι απαραίτητη για τον χαρακτηρισμό της νομικής ευθύνης του κατηγορουμένου που συνήψε την ως άνω συμφωνία και, 
β) ότι στην ίδια αυτή συμφωνία εκτίθεται σαφώς ότι οι άλλοι κατηγορούμενοι διώκονται στο πλαίσιο αυτοτελούς ποινικής διαδικασίας και ότι η ενοχή τους δεν έχει αποδειχθεί κατά νόμο.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-222/18, VIPA Kereskedelmi és Szolgáltató Kft. κατά Országos Gyógyszerészeti és Élelmezés-egészségügyi Intézet – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο ιαʹ, και του άρθρου 11, παρ. 1, της Οδηγίας 2011/24/ΕΕ περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης. Το άρθρο 3, στοιχείο ια, της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: […] ια) “συνταγή”: συνταγή φαρμάκου ή ιατροτεχνολογικού βοηθήματος η οποία εκδίδεται από ασκούντα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στον τομέα της υγείας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ που έχει νόμιμη άδεια για τον σκοπό αυτό στο κράτος μέλος όπου εκδίδεται η συνταγή». Επιπρόσθετα, το άρθρο 11 της Οδηγίας 2011/24, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση συνταγών που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος», ορίζει τα ακόλουθα: «1. Αν ένα φάρμακο έχει άδεια κυκλοφορίας στο έδαφός τους […], τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συνταγές που χορηγούνται για αυτό το προϊόν σε άλλο κράτος μέλος για ένα κατονομαζόμενο ασθενή μπορούν να χρησιμοποιούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία τους, και ότι απαγορεύονται οι περιορισμοί της αναγνώρισης μεμονωμένων συνταγών, εκτός εάν οι περιορισμοί αυτοί: α)περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία και αναλογικά προς τη διαφύλαξη της ανθρώπινης υγείας και δεν εισάγουν διακρίσεις· β) βασίζονται σε θεμιτές και αιτιολογημένες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα, το περιεχόμενο ή τη δυνατότητα κατανόησης μιας συγκεκριμένης συνταγής. Η αναγνώριση των συνταγών αυτού του είδους δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις που διέπουν τη συνταγογράφηση και τη χορήγηση συνταγογραφημένων φαρμάκων, εφόσον οι διατάξεις αυτές είναι συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της υποκατάστασης με γενόσημα φάρμακα ή άλλα. […][…]. Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης (Ουγγαρία) (Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της VIPA Kereskedelmi és Szolgáltató Kft. και του Εθνικού Ινστιτούτου Φαρμάκων και Διατροφής της Ουγγαρίας σχετικά με διοικητική απόφαση περί επιβολής από το Ινστιτούτο κυρώσεως στη VIPA, επειδή η δεύτερη χορήγησε παρανόμως φάρμακα για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή.
Το νομικό ζήτημα ήταν αν το άρθρο 3, στοιχείο ιαʹ, και το άρθρο 11, παρ. 1, της Οδηγίας 2011/24 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε φαρμακείο του Κράτους-μέλους αυτού να χορηγεί φάρμακα για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή με δελτίο παραγγελίας, εφόσον το δελτίο παραγγελίας εκδόθηκε από επαγγελματία του τομέα της υγείας εξουσιοδοτημένο να συνταγογραφεί φάρμακα και να ασκεί τη δραστηριότητά του εντός άλλου Κράτους-μέλους, μολονότι η χορήγηση αυτή επιτρέπεται σε περίπτωση κατά την οποία τέτοιο δελτίο παραγγελίας εκδίδεται από επαγγελματία που ασκεί τη δραστηριότητά του εντός του πρώτου Κράτους-μέλους (Ουγγαρία).
Το ΔΕΕ έκρινε το επίδικο ενωσιακό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση ενώ τα άρθρα 35 και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε τέτοια ρύθμιση Κράτους-μέλους, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται για λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο, στοιχεία των οποίων η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Υπόθεση C-143/18, Antonio Romano και Lidia Romano κατά DSL Bank – eine Niederlassung der DB Privat- und Firmenkundenbank AG, πρώην DSL Bank – ein Geschäftsbereich der Deutsche Postbank AG - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 2, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2002/65/ΕΚ, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν εφαρμόζεται: […] γ) στις συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση έχει ολοκληρωθεί πλήρως και από τα δύο μέρη με ρητή αίτηση του καταναλωτή προτού ασκήσει ο καταναλωτής το δικαίωμα υπαναχώρησης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βόννης (Γερμανία) (Landgericht Bonn) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Antonio Romano και της Lidia Romano και, αφετέρου, της DSL Bank – υποκατάστημα της DB Privat- und Firmenkundenbank AG, πρώην DSL Bank – λειτουργική μονάδα της Deutsche Postbank AG, με αντικείμενο την άσκηση, εκ μέρους του Α. και της L. Romano, του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από σύμβαση πιστώσεως συναφθείσα μεταξύ των εν λόγω διαδίκων της κύριας δίκης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 6, παρ. 2, στοιχείο γ, της Οδηγίας 2002/65 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία δεν αποκλείει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή από σύμβαση για την παροχή χρηματοοικονομικής υπηρεσίας συναφθείσα εξ αποστάσεως μεταξύ επιχειρηματία και καταναλωτή, στην περίπτωση που η σύμβαση αυτή έχει εκτελεστεί πλήρως και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη κατόπιν ρητής αιτήσεως του καταναλωτή, πριν ο τελευταίος ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως.
Το ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, έκρινε ότι η Οδηγία 2002/65 δεν περιέχει διατάξεις που να παρέχουν στα Κράτη-μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν, σε εθνική ρύθμιση, ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα υπαναχωρήσεως όταν η σύμβαση έχει εκτελεστεί πλήρως και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη κατόπιν ρητής αιτήσεως του καταναλωτή, πριν ο τελευταίος ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως. Επιπρόσθετα, μολονότι η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου, εντούτοις, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου, η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς μιας Οδηγίας
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-95/18 και C-96/18 Sociale Verzekeringsbank κατά F. van den Berg κ.λπ. – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 45 και 48 ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 13 και 17 του Κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κανονισμού 1408/71 «1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου. 2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17: α)    το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους· […] στ) το άτομο στο οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους παύει να έχει εφαρμογή, χωρίς η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να καταστεί εφαρμοστέα κι αυτό σύμφωνα με έναν από τους κανόνες που αναφέρονται στα προηγούμενα στοιχεία ή με μια από τις εξαιρέσεις ή ειδικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 14 έως 17, υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής και μόνο της νομοθεσίας.». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως, των Κάτω Χωρών και των F. van den Berg και H. D. Giesen καθώς και της C. E. Franzen σχετικά με τις αποφάσεις με τις οποίες Ταμείο μείωσε, αντιστοίχως, τη σύνταξη γήρατος και το επίδομα συντρόφου που χορηγούσε στον F. van den Berg και στον H. D. Giesen και αρνήθηκε να χορηγήσει οικογενειακά επιδόματα στη C. E. Franzen.
Το νομικό ζήτημα ήταν αν τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους (Κάτω Χώρες) κατά την οποία διακινούμενος εργαζόμενος κάτοικος του Κράτους-μέλους και υποκείμενος στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του Κράτους-μέλους απασχολήσεως (Γερμανία), επί τη βάσει του άρθρου 13 του Κανονισμού 1408/71, δεν είναι ασφαλισμένος στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα του ως άνω Κράτους-μέλους κατοικίας (Κάτω Χώρες), ακόμη και αν η νομοθεσία του Κράτους-μέλους απασχολήσεως (Γερμανία) δεν απονέμει στον εργαζόμενο αυτόν κανένα δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή στα οικογενειακά επιδόματα.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι υποχρεώνουν το Κράτος-μέλος κατοικίας (Κάτω Χώρες) να χορηγήσει κοινωνικές παροχές σε διακινούμενο εργαζόμενο σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αυτός δεν δικαιούται τέτοιες παροχές βάσει της νομοθεσίας του Κράτους-μέλους απασχολήσεως (Γερμανία). Ωστόσο, στο πλαίσιο του άρθρου 17 του Κανονισμού 1408/71, δύο Κράτη-μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν με κοινή συμφωνία, προς το συμφέρον ορισμένων κατηγοριών ατόμων ή ορισμένων ατόμων, εξαιρέσεις από αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον Κράτους -μέλους. Η δυνατότητα αυτή ενδείκνυται ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις στις οποίες, όπως συμβαίνει με τους διαδίκους των κυρίων δικών, το εφαρμοστέο δίκαιο του Κράτους- μέλους απασχολήσεως δεν απονέμει στον διακινούμενο εργαζόμενο κανένα δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή στα οικογενειακά επιδόματα ενώ αυτός θα είχε αποκτήσει τέτοια δικαιώματα αν είχε παραμείνει χωρίς να εργάζεται στο Κράτος-μέλος κατοικίας του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επίδικη εθνική ρύθμιση.