Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

 CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 1/2021
ΔΙΑΛΕΞΗ ΚΡΑΤΕΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ 2021

Κρίση του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ
Μιχάλης δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Κοσμήτορας Νομικής ΔΠΘ

(Κομοτηνή Δεκέμβριος 2021)



Παρά τις επιτυχίες που παρουσίασε η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (ολοκλήρωση της Εσωτερικής Αγοράς, υιοθέτηση του Ευρώ, διαδοχικές διευρύνσεις) τις δύο τελευταίες δεκαετίες αντιμετωπίζει διαδοχικές κρίσεις. Η εικόνα που δημιουργείται είναι αυτή της Ένωσης, που έχει χάσει την ενοποιητική της ορμή, που αντιδρά με καθυστέρηση, άτολμα και κατά κανόνα αναποτελεσματικά μπροστά στις προκλήσεις των καιρών, που κινδυνεύει να εισέλθει σε τέλμα από το οποίο είχε ξεφύγει μετά το 1987 και την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης των ευρωπαϊκών λαών προς το ενοποιητικό εγχείρημα, που φαίνεται να αποστερείται της εκ του αποτελέσματος νομιμοποίησης, που απολάμβανε επί σειρά ετών, ενώ ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό και τις φυγόκεντρες τάσεις.  Από τις κρίσεις που αντιμετώπισε η ΕΕ την τελευταία δεκαετία – κρίση χρέους Κρατών-μελών της Ευρωζώνης (2010), προσφυγική κρίση (2015), BREXIT, κρίση πανδημίας (2020) – που δοκίμασαν την αποτελεσματικότητα της και τη συνοχή της, η λιγότερο γνωστή και προβεβλημένη είναι η «κρίση Κράτους Δικαίου», στην οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια, επιχειρώντας να αποδείξω ότι αυτή είναι η σοβαρότερη, αφού τείνει να καταστεί υπαρξιακή. 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ βασίζεται «στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Μεταξύ των παραπάνω «συνταγματικών θεμελίων», που συγκροτούν την φιλελεύθερη αξιακή ταυτότητα της Ένωσης, κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που λειτουργεί ως «αρχή ομπρέλα» και υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα Θεσμικά Όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη, αποκτώντας έτσι καθολικό χαρακτήρα. Σημειώνω ότι μόλις πρόσφατα (2020) εμφανίστηκε σε ενωσιακό νομικό κείμενο για πρώτη φορά ορισμός του Κράτους Δικαίου, που επί χρόνια η έννοια του θεωρούνταν αφηρημένη και ανοικτή παρά την ενσωμάτωση της στην έννομη τάξη της ΕΕ με τη νομολογία του Δικαστηρίου με την περίφημη απόφασή του στην υπόθεση των Πρασίνων το 1983. Έτσι, στο άρθρο 2 του Κανονισμού 2020/2092 ως Κράτος Δικαίου ορίζεται «η αξία της Ένωσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία περιλαμβάνει τις εξής αρχές: νομιμότητα, που υποδηλώνει διαφανή, υπεύθυνη, δημοκρατική και πλουραλιστική διαδικασία για τη θέσπιση νόμων• ασφάλεια δικαίου• απαγόρευση της αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας• αποτελεσματική δικαστική προστασία από ανεξάρτητα δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων• διάκριση των εξουσιών και ισότητα ενώπιον του νόμου».

Από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας παρουσιάστηκαν σε Κράτη-μέλη, όπως στην Ουγγαρία, στην Ρουμανία και στην Πολωνία σοβαρές αποκλίσεις από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε λόγο για «κρίση Κράτους Δικαίου». Ο όρος απηχούσε μια αρχική αντίληψη στους κόλπους των ευρωπαϊκών θεσμών ότι πρόκειται για μια κατάσταση, που είναι σοβαρή μεν αλλά ευκαιριακή, εξαιρετική και τελικά αντιμετωπίσιμη με τα διαθέσιμα μέσα. Γρήγορα, ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε ο όρος «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» (rule of law backsliding), ως πιο κατάλληλος για να περιγράψει το γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, της συστηματικής αποδυνάμωσης των συνταγματικών μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances) από μια νέα γενιά εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών, όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν, οι Τσάβες και Μαδούρο, ο Όρμπαν και οι αδελφοί Κατσίνσκι. Εξάλλου, ο όρος αποτυπώνει, ιδιαίτερα για το χώρο της ΕΕ, μια κατάσταση διολίσθησης χωρών, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο ίσχυε σε αυτές και αποτέλεσε προϋπόθεση για την προσχώρησή τους στην Ένωση σε αντιφιλελεύθερες μορφές διακυβέρνησης (illiberalism). Οι L. Pech και K. L. Scheppele ορίζουν την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου ως «τη διαδικασία μέσω της οποίας εκλεγμένες δημόσιες αρχές εφαρμόζουν εσκεμμένα κυβερνητικά σχέδια, που αποσκοπούν στη συστηματική αποδυνάμωση, εκμηδένιση ή έλεγχο των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου της εξουσίας, με στόχο την απογύμνωση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους και την εδραίωση της μακροχρόνιας κυριαρχίας του επικρατούντος κόμματος». Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κυβερνητικών σχεδίων για την αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου, που εκδηλώθηκαν σε Κράτη-μέλη της ΕΕ την τελευταία δεκαετία, είναι οι παρεμβάσεις στη δικαστική εξουσία, με σκοπό την επιβολή περιορισμών στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης,  στην αμεροληψία του δικαστικού σώματος, στο σύστημα του δικαστικού ελέγχου, ιδιαίτερα των συνταγματικών δικαστηρίων, όπου αυτά υφίστανται. Ελέγχοντας την δικαιοσύνη και ιδιαίτερα τα ανώτατα δικαστήρια μπορούν κατόπιν να θεσπίζουν αυταρχική νομοθεσία χωρίς να κινδυνεύουν να κριθεί αυτή ως αντισυνταγματική.
 
Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της Ένωσης εγκυμονεί σοβαρούς πολιτικούς και νομικούς κινδύνους για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενωσιακής έννομης τάξης ειδικότερα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του ενωσιακού συστήματος λήψης αποφάσεων από τη συμμετοχή σε αυτό κυβερνήσεων που δεν σέβονται τις αξίες της. Σήμερα που η Ε.Ε. και τα Θεσμικά της Όργανα καθορίζουν μέσω του ενωσιακού δικαίου τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή εξαρτάται από αυταρχικές κυβερνήσεις, όταν αυτές καλούνται να συμπράξουν στην ενωσιακή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εξάλλου, ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου, ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη, είναι κομβικής σημασίας, αφού «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών και μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. Οι δικαστικές αποφάσεις ενός Κράτους-μέλους μπορούν να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται αυτόματα σε όλα τα υπόλοιπα Κράτη-μέλη επειδή όλα αναγνωρίζουν και σέβονται τις ίδιες αξίες, όπως είναι το Κράτος Δικαίου, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Βεβαίως, η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου πέρα από τους παραπάνω σοβαρούς κινδύνους έχει και άλλες σημαντικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνέπειες: 
(α) Ο κίνδυνος διάχυσης του φαινομένου. Ήδη η Επιτροπή στην Έκθεσή της το 2020 για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στα Κράτη-μέλη απαριθμεί εκτός από την Ουγγαρία και την Πολωνία αλλά 5 Κράτη-μέλη όπου παρουσιάζονται προβλήματα: Ρουμανία, Βουλγαρία, Σλοβακία, Κροατία και Μάλτα. 
(β) Η αμφισβήτηση της υποχρέωσης συμμόρφωσης στο ενωσιακό δίκαιο. Ο κίνδυνος της διάχυσης δεν αφορά μόνο την παραβίαση των αξιών αλλά και την τάση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας να αρνούνται να συμμορφωθούν στο δίκαιο της Ένωσης και στις αποφάσεις του Δικαστηρίου, με τις οποίες αυτό αναγνωρίζει ότι οι χώρες αυτές παραβίασαν τις υποχρεώσεις τους εκ των Συνθηκών. Έτσι, όμως, αμφισβητείται το βασικό δομικό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που δεν είναι άλλο από την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών συμμόρφωσης στο ενωσιακό δίκαιο. 
(γ) Η επιμένουσα οπισθοδρόμηση Κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Κράτος Δικαίου και την αξιακή ταυτότητά της γενικότερα θέτει προς συζήτηση τους μηχανισμούς και τις ακολουθούμενες πρακτικές διεύρυνσης της Ένωσης (κριτήρια της Κοπεγχάγης 1993), στο βαθμό που ο σεβασμός των αξιών της αποτελεί κατά το άρθρο 49 ΣΕΕ προϋπόθεση προσχώρησης νέων Κρατών-μελών. 
 
Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής τόσο πολιτικά όσο και δικαστικά, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» σ’ ένα Κράτος-μέλος, παρουσιάστηκε αρκετά ανεπαρκής. Κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από τα Κράτη-μέλη. 
Από τη μια πλευρά ο δικαστικός έλεγχος μέσω της προσφυγής για παράβαση του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, με ευθύνη κυρίως της Επιτροπής, που κινεί κατ’ απόλυτη διακριτή ευχέρεια τη διαδικασία της προσφυγής παρουσιάστηκε περιορισμένος. Κατά την Επιτροπή, αν και δεν αμφισβητείται ο δεσμευτικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 2 ΣΕΕ και των απαριθμούμενων σε αυτό αξιών/αρχών, ο «ανοικτός» και πολυσχιδής χαρακτήρας της αρχής του Κράτους Δικαίου σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης συγκεκριμένης παραβίασης της ενωσιακής νομοθεσίας για την ενεργοποίηση του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, αποτελούν εμπόδιο στην αυτοτελή επίκληση του άρθρου 2 ΣΕΕ. Αν και σε ότι αφορά τον περιορισμό της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης η ανάγνωση αυτή μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση του Συνδικάτου των Πορτογάλων Δικαστών άλλαξε μετά το 2018, η συγκεκριμενοποίηση αυτή δεν είναι πάντα εφικτή σε όλο το εύρος των επιμέρους αρχών που συγκροτούν μια ανοικτή έννοια, όπως αυτή του Κράτους Δικαίου. Αναμφίβολα η ανωτέρω απόφαση του ΔΕΕ αποτελεί μια σημαντική συμβολή του δικαστικού οργάνου της Ένωσης  στην αντιμετώπιση της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της Ένωσης, ερχόμενη, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει τους μηχανισμούς συμμόρφωσης εντός του νομικού πλαισίου των Συνθηκών. Αν δε ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που ακολούθησαν στην περίπτωση της Πολωνίας φαίνεται να επιβεβαιώνεται η θέση που είχε διατυπωθεί εξ αρχής ότι η εν λόγω απόφαση είναι σε ότι αφορά το σεβασμό του Κράτους Δικαίου η σημαντικότερη απόφαση του Δικαστηρίου μετά το 1986 και την απόφασή του στην υπόθεση των Πρασίνων. Ωστόσο, όπως παρατηρείται, η διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή στην περίπτωση της Ουγγαρίας, «αν και μπορεί να προσφέρει ορισμένες σημαντικές νομικές νίκες, τελικά, δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει ευρύτερα θεσμικά θέματα, που απειλούν τα ίδια τα θεμέλια του κράτους δικαίου και των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας». 

Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, εξάλλου, τίθεται και ζήτημα αποτελεσματικότητας της διαδικασίας της προσφυγής για παράβαση. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα στις περιπτώσεις της καταδίκης για τη μη συμμόρφωση της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας στο σύστημα μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο από την Ιταλία και την Ελλάδα, που αποφάσισε το Συμβούλιο το 2015 αλλά και στην καταδίκη της Ουγγαρίας για τα μέτρα που έλαβε εναντίον του Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης. Οι καταδίκες αυτές δημιούργησαν μια γλυκόπικρη γεύση και χαρακτηρίστηκαν ως «πύρρειος νίκη», αφού οι καταδικαστικές αποφάσεις ήρθαν με μεγάλη καθυστέρηση και όταν η ζημιά είχε γίνει. Έτσι, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν εμπόδισαν ούτε την κατάρρευση του συστήματος μετεγκατάστασης ούτε τελικά την αποχώρηση Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης από την Ουγγαρία. Οι εξελίξεις αυτές θέτουν το γενικότερο ζήτημα για το κατά πόσο η προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, μπορεί να αποβεί εξίσου χρήσιμη όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» κατά του Κράτους Δικαίου. 

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η αοριστία των εννοιών που συγκροτούν την αξιακή ταυτότητα της Ένωσης και ο ανοικτός και πολυσχιδής τους χαρακτήρας σε συνδυασμό με έως πρόσφατα έλλειψη προσπάθειας συγκεκριμενοποίησης, εκτός του ότι δημιουργεί προβλήματα στην επικλησιμότητα των αξιών αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου, προάγει την ερμηνευτική αμφισημία και επιτρέπει σε ηγέτες σαν τον Όρμπαν να ισχυρίζονται ότι συμμορφώνονται πλήρως με τις αξίες της Ένωσης. Έτσι αυτός δηλώνει ότι είναι ο «αληθινός ευρωπαίος» και ότι οι πολιτικές του αντικατοπτρίζουν τις ρίζες της ΕΕ και αποσκοπούν στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού σχεδίου, ενώ κατηγορούμενος για αντισημιτισμό και ξενοφοβία, που χρηματοδοτείται από το Κράτος, δεν διστάζει να ισχυριστεί ότι  η αντι-μετανάστευση πολιτική του είναι «πλήρως εναρμονισμένη με τις βασικές αξίες της Ευρώπης και τις προθέσεις των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ότι η «ευρωπαϊκή χριστιανική δημοκρατική προσέγγιση», επιπλέον, «δεν ανέχεται οποιαδήποτε αντι-μουσουλμανική πολιτική».  Από εκεί και πέρα στη ρητορική του για να δικαιολογήσει τις όποιες αποκλίσεις αντλεί επιχειρήματα από την ίδια τη Συνθήκη αναφερόμενος στις αρχές της εθνικής κυριαρχίας, της επικουρικότητας και του σεβασμού της εθνικής και συνταγματικής ταυτότητας των Κρατών-μελών. 

Από την άλλη πλευρά οι μηχανισμοί του άρθρου 7 ΣΕΕ, που προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων σε Κράτη-μέλη όταν δεν σέβονται τις αξίες της (όχι πάντως αποπομπή άλλα αναστολή δικαιωμάτων) παρουσιάζονται, όπως προαναφέρθηκε, παντελώς αναποτελεσματικοί. Ο κατασταλτικός μηχανισμός του άρθρο 7 παρ. 2 ΣΕΕ, που ονομάστηκε και «πυρηνικό όπλο» ουδέποτε τέθηκε σε εφαρμογή, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο προσφυγής στη διάταξη. Είναι βεβαίως η παραλυτική απαίτηση ομοφωνίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη διαπίστωση της ύπαρξης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης, αν και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο διακυβερνητικός χαρακτήρας της διαδικασίας, που επιτρέπει πολιτική διαχείριση της κρίσης και συμφωνίες μεταξύ των Κρατών-μελών «πίσω από τις κουρτίνες». Με μεγάλη δε καθυστέρηση επιχειρήθηκε με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η ενεργοποίηση για την περίπτωση της Ουγγαρίας του προληπτικού του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ. Πραγματικά με Ψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου του 2018 το Κοινοβούλιο υιοθετώντας σχετική πρόταση Ψηφίσματος αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη πρόταση στο Συμβούλιο, το οποίο καλείται να διαπιστώσει σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 ΣΕΕ αν υπάρχει σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ από την Ουγγαρία και να της απευθύνει κατάλληλες συστάσεις. Το Ψήφισμα εγκρίθηκε με 448 ψήφους υπέρ και 197 ψήφους κατά, ενώ 48 ευρωβουλευτές απείχαν της ψηφοφορίας. Η Ουγγρική κυβέρνηση προσέβαλε  ανεπιτυχώς με προσφυγή ακυρώσεως το εν λόγω Ψήφισμα στο Δικαστήριο. Είναι εντυπωσιακό ότι τρία χρόνια μετά το Συμβούλιο δεν πήρε θέση επί της αιτιολογημένης προτάσεως του Κοινοβουλίου (και της αντίστοιχης της Επιτροπής για την Πολωνία), γεγονός που έχει εγείρει τις διαμαρτυρίες του Κοινοβουλίου με Ψήφισμα της 16ης Ιανουαρίου 2020.

Οι ανεπάρκειες των μηχανισμών της Ένωσης για τη διασφάλιση των αξιών της έδωσαν το έναυσμα για μια εκτεταμένη συζήτηση κυρίως στην επιστημονική κοινότητα, στο πλαίσιο του οποίου κατατέθηκαν και υποστηρίχθηκαν μεγάλος αριθμός προτάσεων για την ενίσχυση των ενωσιακών μηχανισμών διασφάλισης της αξιακής ταυτότητας της Ένωσης στα Κράτη-μέλη. Η εξαντλητική απαρίθμηση και συζήτηση των παραπάνω προτάσεων ξεφεύγει από τα όρια αυτής της εισήγησης. Θα πρέπει, πάντως, να τονισθεί ότι η πλειοψηφία των παραπάνω προτάσεων απαιτεί τροποποίηση των Συνθηκών (πχ η αποπομπή Κράτους-μέλους), κάτι που στην παρούσα συγκυρία δεν αποτελεί ένα ρεαλιστικό εγχείρημα. Έτσι, ιδιαίτερη αξία απέκτησαν οι προτάσεις εκείνες σύμφωνα με τις οποίες οι δυνατότητες των Συνθηκών δεν έχουν εξαντληθεί και ότι υπάρχουν διατάξεις στις οποίες αφενός η Επιτροπή θα μπορούσε να καταφύγει συνδυάζοντας αυτές με το άρθρο 2 ΣΕΕ για την άσκηση προσφυγών κατά Κρατών-μελών και αφετέρου επιτρέπουν την υιοθέτηση μηχανισμών προστασίας των αξιών της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη αξία αποκτά η καθιέρωση με τον Κανονισμό 2020/2092  μηχανισμού αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το κράτος δικαίου στα Κράτη-μέλη. O όρος αιρεσιμότητα (conditionality) «αναφέρεται στην υιοθέτηση μιας καθορισμένης συμπεριφοράς από τις κυβερνήσεις ή τους ιδιωτικούς φορείς, επειδή η εν λόγω συμπεριφορά αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση σε ένα υποσχόμενο όφελος από την ΕΕ».

Η ιδέα της σύνδεσης του σεβασμού των απαιτήσεων του Κράτους Δικαίου με τα Ευρωπαϊκά Ταμεία διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 2017, όταν έγινε φανερό ότι δεν μπορούσε να ανακοπεί η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου με τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη μέσα και ιδιαίτερα με το άρθρο 7 ΣΕΕ. Δεν ήταν λίγες οι φωνές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που τόνιζαν ότι δεν μπορεί τα χρήματα των ευρωπαίων φορολογούμενων να χρηματοδοτούν αυταρχικούς και ευρωσκεπτικιστές ηγέτες. Η ιδέα αναπτύχθηκε περαιτέρω και υποστηρίχθηκε από θεωρητικές συμβολές, που τόνισαν την ανάγκη υιοθέτησης ισχυρής αιρεσιμότητας Κράτους Δικαίου στον ενωσιακό προϋπολογισμό. Μια τέτοια αιρεσιμότητα δικαιολογείται από το γεγονός ότι ενωσιακή (οικονομική) αλληλεγγύη, που εκδηλώνεται μέσα από τον προϋπολογισμό, βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών μελών, που με τη σειρά της οικοδομείται πάνω στο σεβασμό των αξιών της Ένωσης. Έτσι, κάθε φορά που η αμοιβαία εμπιστοσύνη αμφισβητείται, λόγω παραβιάσεων της αξιακής ταυτότητας της Ένωσης από Κράτη-μέλη, δικαιολογείται η διακοπή της εκδήλωσης της αλληλεγγύης προς το υπεύθυνο Κράτος-μέλος. Η θέση αυτή ενισχύονταν από το γεγονός ότι οι αυταρχικές κυβερνήσεις στην ΕΕ, όπως αυτές της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, είναι οι κύριοι αποδέκτες των κονδυλίων της ΕΕ (καθαροί λήπτες), με αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση να καθίσταται ένα από τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις αυτές για την διαιώνιση της εξουσίας τους. Παράλληλα, ελλείψεις στους μηχανισμούς του Κράτους Δικαίου σε αυτά τα Κράτη κάνουν δύσκολη την ανάκτηση κονδυλίων της Ένωσης, όταν διαπιστώνονται παρατυπίες από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανά της (OLAF, Ελεγκτικό Συνέδριο).

Κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το νέο ΠΔΠ 2021 – 2027 η Επιτροπή στις 2 Μαΐου 2018 με σχετική της Ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έθεσε το ζήτημα τονίζοντας ότι την ανάγκη «προστασίας του προϋπολογισμού της ΕΕ από χρηματοοικονομικούς κινδύνους που συνδέονται με γενικευμένες ελλείψεις όσον αφορά το κράτος δικαίου στα κράτη μέλη. Αν οι ελλείψεις αυτές θίγουν ή απειλούν να θίξουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να καθοριστούν οι συνέπειες για την ενωσιακή χρηματοδότηση». Την ίδια ημέρα η Επιτροπή κατέθεσε πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το κράτος δικαίου στα κράτη μέλη. Η πρόταση με νομική βάση το άρθρο 322 παρ. 1, στ. α ΣΛΕΕ (λήψη μέτρων σχετικών με τη δημοσιονομική διαχείριση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΕ) αποσκοπούσε στην ενίσχυση της προστασίας του προϋπολογισμού της ΕΕ από χρηματοοικονομικούς κινδύνους που συνδέονται με «γενικευμένες ελλείψεις» του Κράτους Δικαίου στα Κράτη-μέλη. Αν οι ελλείψεις αυτές θίγουν ή απειλούν να θίξουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα να καθοριστούν οι συνέπειες για την ενωσιακή χρηματοδότηση. Τα μέτρα που λαμβάνονται θα πρέπει να είναι αναλογικά προς τη φύση, τη σοβαρότητα και την έκταση των γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το Κράτος Δικαίου. Τα μέτρα αυτά δεν θίγουν τις υποχρεώσεις των Κρατών-μελών ως προς τους τελικούς δικαιούχους. Η λήψη της απόφασης ως προς το εάν μια γενικευμένη έλλειψη Κράτους Δικαίου εγκυμονεί κινδύνους επηρεασμού των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ προτείνεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από το Συμβούλιο με αντίστροφη ειδική πλειοψηφία. Το ενδιαφερόμενο Κράτος-μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει τη συλλογιστική του πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης. 
Ακολουθώντας τη συνήθη νομοθετική διαδικασία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά τη γνωμοδότηση  του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υιοθέτησε στις 4 Απριλίου 2019  Ψήφισμα νομοθετικού περιεχομένου σε πρώτη ανάγνωση, που τροποποιούσε την πρόταση της Επιτροπής ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον προσδιορισμό των περιπτώσεων που συνιστούν «γενικευμένες ελλείψεις» όσον αφορά το Κράτος Δικαίου και επηρεάζουν ή κινδυνεύουν να επηρεάσουν τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης ή της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Οι τροποποιήσεις έγιναν δεκτές από την Επιτροπή. 
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του 2019 η νομοθετική διαδικασία λίμνασε, αφού το Συμβούλιο εμφανίστηκε διστακτικό στην ψήφιση του Κανονισμού. Σε αντίθεση με μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, οι αντιδράσεις δεν περιορίζονταν μόνο στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Πολλές άλλες κυβερνήσεις ιδιαίτερα αυτές με προβλήματα κράτους δικαίου, που ήταν αρχικά αντίθετες στην ιδέα της υιοθέτηση μηχανισμού αιρεσιμότητας και στην πάροδο του χρόνου  άλλαξαν στάση, αντιτάσσονταν στην ισχυροποίηση του ρόλου της Επιτροπής και στην αναγνώριση μεγάλης διακριτικής ευχέρειας υπέρ της, φοβούμενα ότι κάποια μέρα μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους. Υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν δύσκολο να γίνει δεκτή, όπως είχε διατυπωθεί αρχικά η πρόταση της Επιτροπής, από το Συμβούλιο, ιδιαίτερα  η αντίστροφη ειδική πλειοψηφία ως κανόνας στη λήψη των αποφάσεων. Από την άλλη πλευρά και η Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου δεν έβλεπε με καλό μάτι την υιοθέτηση του μηχανισμού, θεωρώντας ότι η οποιαδήποτε παράκαμψη του άρθρου 7 ΣΕΕ θέτει ζητήματα νομιμότητας του προτεινόμενου Κανονισμού. 

Σημείο καμπής αποτέλεσε η έκρηξη της πανδημίας COVID-19 και η ανάγκη μιας «ολοκληρωμένης, τολμηρής και διατηρήσιμης» αντίδρασης της Ένωσης στην κρίση. Έτσι, στο ιστορικό  Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουλίου 2020 επήλθε πολιτική συμφωνία μεταξύ των Κρατών-μελών για την υιοθέτηση του ΠΔΠ  2021 – 2027, την δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης (γνωστού ως New Generation EU – NGEU) και την αύξηση των ιδίων πόρων της ΕΕ. Το συνολικό «πακέτο» που αποφασίστηκε ανήλθε σε 1,8 τρις ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πιεζόμενο από την ομάδα των Καρτών-μελών που είναι γνωστή ως «Frugal Four» (την Αυστρία, την Ολλανδία, τη Σουηδία και τη Δανία) που είναι καθαροί δότες του προϋπολογισμού, τοποθετήθηκε υπέρ της ταυτόχρονης θέσπισης ενός καθεστώτος αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού και του NGEU και προδιέγραψε και τη λειτουργία του, τονίζοντας ότι η Επιτροπή θα μπορεί να προτείνει μέτρα σε περίπτωση παραβάσεων του Κράτους Δικαίου, που θα εγκρίνονται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία. Αν και το «πακέτο ανάκαμψης» συμφωνήθηκε πολιτικά τον Ιούλιο, η θέσπιση των αναγκαίων νομικών πράξεων καθυστέρησε λόγω της εκκρεμότητας στη διαμόρφωση του Κανονισμού για την αιρεσιμότητα του Κράτους Δικαίου, που θεωρήθηκε προϋπόθεση για την έγκριση των υπολοίπων πράξεων. Έχοντας την πολιτική ώθηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η Γερμανική Προεδρία από το Σεπτέμβριο 2020 ξεκίνησε εντατικές διαβουλεύσεις αρχικά στο Συμβούλιο και κατόπιν μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής που κατέληξαν σε ένα οριστικό νομοθετικό σχέδιο στις 5 Νοεμβρίου 2020.  Το τελικό κείμενο περιείχε 3 σημαντικές αποκλίσεις από την αρχική πρόταση της Επιτροπής: 
Πρώτον, άλλαξε το εύρος της προστασίας. Έτσι ενώ η πρόταση της Επιτροπής αποσκοπούσε στην προστασία του Κράτους Δικαίου, με την πίεση του κινδύνου διακοπής της ενωσιακής χρηματοδότησης, το κείμενο που υιοθετήθηκε περιορίζει την εφαρμογή του μηχανισμού μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι παραβιάσεις του Κράτους  Δικαίου «επηρεάζουν ή απειλούν σοβαρά να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης» και μάλιστα «κατά τρόπο επαρκώς άμεσο». Έτσι. Ο μηχανισμός αποκτά επικουρικό χαρακτήρα με τις εντελώς αναποτελεσματικές διαδικασίες του άρθρου 7 ΣΕΕ, αφού κάθε σημαντική παραβίαση του Κράτους Δικαίου δεν οδηγεί αυτόματα στη λήψη μέτρων, ενώ καθίσταται εξαιρετικά δύσκολή η απόδειξη του αναγκαίου στενού συνδέσμου παραβιάσεων του  Κράτους Δικαίου με την χρηστή οικονομική διαχείριση του προϋπολογισμού.
Δεύτερον, αντί της αντίστροφης ειδικής πλειοψηφίας που πρότεινε η Επιτροπή και συμφωνούσε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την οποία «η πρόταση της Επιτροπής για την λήψη μέτρων θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός εάν αυτό αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία, να απορρίψει την πρόταση της Επιτροπής εντός ενός μήνα από την έγκρισή της από την Επιτροπή», επιβλήθηκε η ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο κάτι που κάνει ευκολότερο το μπλοκάρισμα της απόφασης από τα ενδιαφερόμενα Κράτη-μέλη με τα συγκρότηση blocking minority, ενώ η Επιτροπή για να μπορέσει να περάσει την πρότασή της για την λήψη μέτρων θα πρέπει να συγκεντρώσει υπέρ της την ειδική πλειοψηφία.
Τρίτον, προβλέπεται ρήτρα εφεδρικής τροχοπέδης, σύμφωνα  με την οποία αναγνωρίζεται η δυνατότητα του Κράτους-μέλους κατά του οποίου απειλείται η λήψη μέτρων, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να φέρει το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που πρέπει να συζητήσει το θέμα κατά κανόνα εντός τριών μηνών από την υποβολή της πρότασης της Επιτροπής στο Συμβούλιο. Στο διάστημα αυτό δεν λαμβάνεται καμία απόφαση από το Συμβούλιο σχετικά με τα μέτρα. Η ρήτρα προσθέτει μια ακόμη καθυστέρηση της λήψης μέτρων και επεκτείνει την προθεσμία που έχει το Συμβούλιο για να αποφασίσει τη λήψη μέτρων από τον ένα μήνα κατά την πρόταση της Επιτροπής στους έξι. 

Όταν έγινε φανερό ότι επίκειται η υιοθέτηση ενός μηχανισμού αιρεσιμότητας Κράτους Δικαίου, η Πολωνία και η Ουγγαρία, χώρες που από την αρχή αντιτάχθηκαν σε μια τέτοια προοπτική και κατά γενική ομολογία η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σ’ αυτές είναι έκδηλη, απείλησαν με κοινή τους δήλωση να «μπλοκάρουν» την υιοθέτηση του νέου ΠΔΠ και της Απόφασης για τους ίδιους πόρους σε περίπτωση θέσπιση του Κανονισμού αιρεσιμότητας. Η διαπραγματευτική θέση των δύο χωρών παρουσιάζονταν ισχυρή ώστε να μπορούν να εκβιάσουν, αφού, ενώ ο μεν Κανονισμός αιρεσιμότητας μπορούσε να ψηφιστεί από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, ο Κανονισμός για το νέο ΠΔΠ θα έπρεπε κατά το άρθρο 312 ΣΛΕΕ να ψηφιστεί με ομοφωνία και η Απόφαση για τους ίδιους πόρους για να τεθεί σε ισχύ θα έπρεπε να επικυρωθεί από όλα τα Κράτη-μέλη κατά τους συνταγματικούς τους κανόνες. Χρειάστηκε μια νέα σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που στις 10 – 11 Δεκεμβρίου 2020, για να αρθεί το αδιέξοδο, κατέληξε σε μια «ερμηνευτική δήλωση σχετικά με τον νέο μηχανισμό κράτους δικαίου», που στην ουσία ανέστειλε την εφαρμογή του Κανονισμού αιρεσιμότητας πριν καν αυτός θεσπιστεί (!). Συγκεκριμένα δέσμευσε την Επιτροπή να μην εφαρμόσει τον Κανονισμό, όπως κανονικά έπρεπε από 1 Ιανουαρίου 2021, μέχρι να αποφασίσει το Δικαστήριο επί της προσφυγής ακυρώσεως που θα κατέθεταν η Ουγγαρία και η Πολωνία (την οποία και προανήγγειλε) και αφού η Επιτροπή εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του Κανονισμού (κάτι που δεν προβλέπεται στον Κανονισμό), που θα οριστικοποιηθούν όμως μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, ώστε να ενσωματωθούν όλα τα σχετικά στοιχεία που θα προκύψουν από την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου. Η λύση αυτή, που δέχτηκε σφοδρή κριτική, αφού εγείρει σοβαρά νομικά και πολιτικά ζητήματα για το ρόλο και τις εξουσίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, επέτρεψε την άρση του veto των δύο χωρών και την υιοθέτηση του Κανονισμού 2020/2092 για την αιρεσιμότητα από το Συμβούλιο (14.12.2020) με μειοψηφία της Πολωνίας και της Ουγγαρίας και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (16.12.2020).  

Όσα διαδραματίστηκαν στο τέλος του 2020 κατά την υιοθέτηση του μηχανισμού, στον οποίο πολλοί είχαν εναποθέσει ελπίδες για την αντιμετώπιση της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου αποτελούν, για άλλους δείγμα πολιτικού ρεαλισμού και αναγκαίων συμβιβασμών έτσι ώστε να μπορέσουν να ξεμπλοκαριστεί η ψήφιση  του ΠΔΠ και του Ταμείου Εξυγίανσης – είναι γνώστη η ρήση της Καγκελαρίου Μέρκελ, που είχε την ευθύνη του τελικού συμβιβασμού «για να προστατεύσουμε τους πόρους της Ένωσης….πρέπει να υπάρχουν πόροι», ενώ για άλλους δείγμα της διστακτικότητας και της αμφισημίας πολλών Κρατών-μελών  απέναντι στο καθεστώς Όρμπαν, που κινείται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας. Για πολλούς οι αποφάσεις που λήφθηκαν δίνουν την δυνατότητα στον Όρμπαν να πάει στις εκλογές του Ιουνίου 2022 χωρίς να κινδυνεύει να στερηθεί της ενωσιασκής χρηματοδότησης, που είναι αναγκαία για την διαιώνιση του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε.  
Είναι φανερό ότι ο Βίκτωρ Όρμπαν και το Fidesz επί σειρά ετών απολαμβάνει ασυλίας στο πλαίσιο του συστήματος της ΕΕ. Ισχυρή προστασία από την κριτική του προσφέρει η συμμετοχή του στο ΕΛΚ, που μόλις το 2019 ανέστειλε την ιδιότητα μέλους του Fidesz, χωρίς να τολμήσει να το αποπέμψει από τους κόλπους του. Είναι ενδεικτικό ότι η υιοθέτηση του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενεργοποίηση του άρθρου 7 παρ.1 ΣΕΕ έγινε τελικά εφικτή μόνο όταν ένα μέρος των ευρωβουλευτών προερχομένων από το ΕΛΚ ψήφισαν υπέρ του Ψηφίσματος, θεωρώντας ότι εξαντλείται η υπομονή τους απέναντι στο καθεστώς Όρμπαν ιδιαίτερα μετά τα μέτρα που ελήφθησαν κατά του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης. Έτσι, το ερώτημα που τίθεται είναι αν το ζήτημα της αντιμετώπισης της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ είναι νομικό και θεσμικό (υπό την έννοια της ανεπάρκειας των μηχανισμών διασφάλισης και της ανάγκης δημιουργίας νέων) ή μήπως τελικά είναι πολιτικό (υπό την έννοια έλλειψης ισχυρής πολιτικής βούλησης εκ μέρους των Κρατών-μελών).  Δεν σας κρύβω ότι τείνω να αποδεχτώ την δεύτερη θέση, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις.

Συμπερασματικά, 

(α) Η «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» σε Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη κρίση του συστήματος της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης αλλά μία κατάσταση που τείνει να θέσει σε αμφιβολία την ίδια την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ως μιας «διαρκώς στενότερης ένωσης των ευρωπαϊκών λαών», βασισμένης στις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο επίκεντρο των οποίων τοποθετείται η αρχή του Κράτους Δικαίου. Σήμερα η Ένωση βρίσκεται ενώπιον του υπαρκτού κινδύνου να έχει στους κόλπους της ένα ή περισσότερα αντιφιλελεύθερα (illiberal) Κράτη-μέλη. Ο κίνδυνος όμως αυτός δύσκολα αντιμετωπίζεται, αφού στο «ενωσιακό συνταγματικό σύστημα» χαρακτηρίζεται από μια «κανονιστική ασυμμετρία». Αφού, η υποχρέωση σεβασμού των αρχών που συγκροτούν κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ την αξιακή ταυτότητα της Ένωσης δεν συνοδεύονται από μια αποτελεσματική «εργαλειοθήκη» μηχανισμών διασφάλισης.

(β) Παρά την ομολογουμένως εξαιρετικά σημαντική συμβολή του Δικαστηρίου στη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου, κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη αφού σε «ατελή συνταγματικά συστήματα», όπως αυτό της Ένωσης, ο ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν τα δικαστήρια είναι κατά κανόνα υπερτονισμένος, αυτό δεν μπορεί να απαντήσει, ως εκ της φύσεως του, στο θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα: η αντιμετώπιση της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου στην Ένωση απαιτεί μεταρρύθμιση των μηχανισμών συμμόρφωσης των Κρατών-μελών ή απαιτεί την μεταρρύθμιση της ίδιας της Ένωσης στο σύνολό της; 
Κρίνοντας δε παραπάνω ότι το ζήτημα είναι περισσότερο πολιτικό παρά νομικό και θεσμικό πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να αλλάξει πρωτίστως είναι η σταθερή επιλογή, μεταξύ της ενσωμάτωσης, δηλαδή της εμβάθυνσης της ολοκλήρωσης, και της διεύρυνσης υπέρ της δεύτερης, αφού στο DNA της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι η αγορά. Έτσι, η διεύρυνση της αγοράς καταντά αυτοσκοπός, χωρίς επαρκείς εγγυήσεις για την καταλληλόλητα των νέων Κρατών-μελών.       
(γ) Η οποιαδήποτε ανοχή απέναντι σε αυταρχικές κυβερνήσεις εντός της ΕΕ, εκτός από την υπονόμευση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των Κρατών-μελών και της αναγκαίας της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων εγκυμονεί τον κίνδυνο διάχυσης. Όπως παρατηρεί ο R. D. Kelemen, «η αποδοχή μιας αυταρχικής κυβέρνησης στην ΕΕ είναι σαν να αφήνεις μια τουαλέτα σε μια πισίνα. Τελικά η βρωμιά θα μολύνει ολόκληρη την πισίνα». 

(δ) Η κρίση αξιών στους κόλπους της Ένωσης τείνει, τελικά, να εξελιχθεί σε υπαρξιακό ζήτημα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αφού σε τελευταία ανάλυση, θέτει σε αμφισβήτηση την δομική επιλογή των «πατέρων των Συνθηκών» για την «δια του δικαίου ολοκλήρωση».   Για να το θέσουμε διαφορετικά η Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα είναι δημοκρατική ή θα τεθεί σε αμφισβήτηση η ύπαρξή της. 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Έδρα Jean Monnet 
Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com



Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

  CES-DUTH ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1/2021

ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ:
ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ ή ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ;

Μνήμη Κρατερού Ιωάννου

Πρακτικά συνεδρίου, Κομοτηνή 3–4 Δεκεμβρίου 2019

(Σειρά Δημοσιευμάτων Digesta Nο 20 του ηλεκτρονικού περιοδικού Digestaonline)

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 

Ο τόμος αυτός αποτελεί τη γραπτή αποτύπωση των εισηγήσεων, όπως επικαιροποιήθηκαν στο διάστημα που διέρρευσε, στο συνέδριο με θέμα «Κράτος Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση: κεκτημένο ή ζητούμενο», που πραγματοποιήθηκε στην Κομοτηνή στις 3 – 4 Δεκεμβρίου 2019 από την Έδρα Jean Monnet της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ροδόπης. Το συνέδριο αφιερώθηκε στη μνήμη του Καθηγητή και Δικαστή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Κρατερού Ιωάννου με την ευκαιρία της συμπλήρωσης είκοσι χρόνων από τον πρόωρο θάνατό του. 

Σκοπός του συνεδρίου ήταν η διερεύνηση των αιτίων και της έκτασης που προσλαμβάνει σήμερα η «κρίση Κράτους Δικαίου» που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, σαράντα περίπου χρόνια από την ενσωμάτωση της αρχής στην έννομη τάξη της Ένωσης με την ρηξικέλευθη νομολογία του Δικαστηρίου και την τοποθέτησή της στο επίκεντρο της αξιακής ταυτότητας της ΕΕ από τον συντακτικό νομοθέτη της. Η αρχή του Κράτους Δικαίου, που λειτουργεί ως «αρχή ομπρέλα» περικλείοντας τυπικά και ουσιαστικά στοιχεία και επί μέρους αρχές, έχει αποκτήσει καθολικό χαρακτήρα, αφού υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα Θεσμικά Όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους όσο και τα Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναμφίβολα στο πλαίσιο ενός διήμερου συνεδρίου δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν όλα τα ζητήματα μιας πολύ-επίπεδης κρίσης. Άλλωστε, συναφή ζητήματα συζητήθηκαν στην ημερίδα με θέμα «Ο ευρωπαϊκός συνταγματισμός και η κρίση του», που διοργανώθηκε από την Έδρα Jean Monnet το Μάιο του 2018 στην Κομοτηνή, ενώ μια συνολική προσέγγιση του προβλήματος μπορεί να βρει κανείς στο συλλογικό έργο που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος της Έδρας με τίτλο «Η αρχή του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (Νομική Βιβλιοθήκη 2018).  Ωστόσο, κατά γενική ομολογία, το αποτέλεσμα υπήρξε ικανοποιητικό. Αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την συμβολή άξιων συναδέλφων, που με προθυμία αποδέχτηκαν την πρόσκλησή μας, μετακινήθηκαν στην Θράκη και παρουσίασαν υψηλότατου επιστημονικού επιπέδου εισηγήσεις και παρεμβάσεις. Τους ευχαριστώ όλους θερμά. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλουμε στον Ομότιμο Καθηγητή και επί σειρά ετών Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κύριο Βασίλειο Σκουρή και τον Ομότιμο Καθηγητή κύριο Στέλιο Περράκη, που ως συνεργάτες του Κρατερού Ιωάννου για πολλά χρόνια, μίλησαν για την προσωπικότητα και το έργο του εκλιπόντος, ενώ με τις καίριες παρεμβάσεις τους συνέβαλλαν στην ανάπτυξη ενός εξαιρετικά γόνιμου διαλόγου μεταξύ των συνέδρων. 

Οι συμβολές που περιλαμβάνει ο τόμος αυτός μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο επιμέρους θεματικές. Η πρώτη αναφέρεται στην αξιακή ταυτότητα της Ένωσης και στο φαινόμενο της «οπισθοδρόμησης  του Κράτους Δικαίου» σε Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις προσπάθειες αντιμετώπισής της αλλά και στις επιπτώσεις της για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η δεύτερη θεματική ενότητα περιλαμβάνει συμβολές που διερευνούν την εφαρμογή της αρχής του Κράτους Δικαίου σε επιμέρους τομείς πολιτικής και δράσης της Ένωσης, ιδιαίτερα εκεί που παρουσιάζονται «γκρίζες ζώνες» στη διασφάλιση και προαγωγής του Κράτους Δικαίου.

ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ - ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ

Η αξιακή ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Οικοδόμηση και χαρακτηριστικά

Δέσποινα Αναγνωστοπούλου

 Η διασφάλιση του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ: Η περίπτωση της Ουγγαρίας

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης

Από την πολιτική πίεση στο δικαστικό εξαναγκασμό: η περίπτωση της Πολωνίας ως τομή στη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ

Μανώλης Περάκης

Κρίση του Κράτους Δικαίου στα νεότερα κράτη μέλη της ΕΕ: η αποτελεσματικότητα της ενταξιακής διαδικασίας υπό αμφισβήτηση

Μαρία Σαπαρδάνη

Κλιματική αλλαγή και δικαστική προστασία στην ΕΕ. Εμπόδια και προσδοκία ενός ultimum remedium

Αστέρης Πλιάκος

Κρίση του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ και αμοιβαία εμπιστοσύνη στον ΧΕΑΔ: τέλος εποχής;

Bιργινία Τζώρτζη

Οικονομική και Νομισματική Ένωση και Κράτος Δικαίου: δύο «ξένοι» στην ίδια έννομη τάξη;

Ρεβέκκα-Εμμανουέλα Παπαδοπούλου

Κράτος δικαίου και κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ: αναζητώντας ισορροπίες ανάμεσα στο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των επιχειρήσεων και την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς  

Δημήτριος Βουγιούκας

Κράτος Δικαίου και θρησκευτικός πλουραλισμός στην Ευρώπη

Γιάννης Κτιστάκις


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Έδρα Jean Monnet 

Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com


  











Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 8/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-710/19, G. M. A. κατά Βελγικού Δημοσίου - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, και του άρθρου 14 παρ. 4 στοιχ. β της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών, καθώς και την ερμηνεία των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 4 στοιχ. β της ανωτέρω Οδηγίας ορίζεται ότι  «4. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου VI, δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης ή μελών της οικογένειάς τους, εφόσον: […] β) οι πολίτες της Ένωσης εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να αναζητήσουν εργασία. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, δεν μπορούν να απελαθούν ενόσω οι πολίτες της Ένωσης δύνανται να παρέχουν αποδείξεις ότι εξακολουθούν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν.»

H αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας του Βελγίου (Conseil d’État) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ G. M. A. και État belge (Βελγικού Δημοσίου) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να αναγνωρίσει στον G. M. A., ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία, δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών στη βελγική επικράτεια. Ειδικότερα, ο G. M. A., Έλληνας υπήκοος, υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση βεβαιώσεως εγγραφής στα μητρώα των αρμόδιων αρχών στο Βέλγιο προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία, σύμφωνα με σχετική νομοθεσία του Βελγίου. Ωστόσο, η αίτησή του απορρίφθηκε με απόφαση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών του Βελγίου με την αιτιολογία ότι ο G. M. A. δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από τη βελγική νομοθεσία προϋποθέσεις για τη χορήγηση δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών. Ειδικότερα, κατά την Υπηρεσία Αλλοδαπών, από τα έγγραφα που προσκόμισε ο G. M. A. δεν προέκυπτε ότι αυτός είχε πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί στη βελγική επικράτεια. Κατά συνέπεια, οι αρχές επέβαλαν στον G. M. A. να εγκαταλείψει τη χώρα εντός 30 ημερών από την εν λόγω απόφαση.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήτα εάν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 14, παρ. 4, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι το Κράτος-μέλος υποδοχής υποχρεούται να χορηγεί εύλογη προθεσμία σε αναζητούντα εργασία προκειμένου να του παράσχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση των προσφερομένων θέσεων εργασίας που είναι κατάλληλες για αυτόν και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να προσληφθεί, ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη των έξι μηνών και ότι, κατά το διάστημα αυτό, το Κράτος-μέλος υποδοχής μπορεί να επιβάλει στον ενδιαφερόμενο την υποχρέωση να αποδείξει ότι αναζητεί εργασία και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 14, παρ. 4, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι ένα Κράτος-μέλος υποδοχής υποχρεούται να χορηγεί εύλογη προθεσμία σε πολίτη της Ένωσης, η οποία αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο πολίτης της Ένωσης εγγράφηκε στην αρμόδια υπηρεσία ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, το Κράτος-μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι αναζητεί εργασία. Μόνο μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας μπορεί το Κράτος-μέλος να απαιτεί από τον αναζητούντα εργασία να αποδείξει όχι μόνον ότι εξακολουθεί να αναζητεί εργασία, αλλά και ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-398/19, BY κατά Generalstaatsanwaltschaft Berlin – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ, καθώς και της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin, C‑182/15. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως την οποία απηύθυναν οι ουκρανικές αρχές προς τις γερμανικές αρχές, όσον αφορά τον BY, Ουκρανό και Ρουμάνο υπήκοο, προς τον σκοπό ασκήσεως ποινικής διώξεως. Ο BY ήταν Ουκρανός και Ρουμάνος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε στην Ουκρανία και έζησε στο κράτος αυτό έως τη μετεγκατάστασή του στη Γερμανία το 2012. Το 2014 απέκτησε, κατόπιν αιτήσεώς του, τη ρουμανική ιθαγένεια ως κατιών Ρουμάνων υπηκόων οι οποίοι ζούσαν παλαιότερα στην πρώην ρουμανική Μπουκοβίνα. Ωστόσο, ουδέποτε διέμεινε στη Ρουμανία. Το έτος 2016 βάσει εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από ουκρανικό δικαστήριο, η γενική εισαγγελία της Ουκρανίας υπέβαλε επίσημη αίτηση εκδόσεως του BY με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως για πράξεις υπεξαιρέσεως χρηματικών ποσών ουκρανικής κρατικής επιχειρήσεως. Η αίτηση αυτή διαβιβάστηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσω του ουκρανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται στην περίπτωση πολίτη της Ένωσης, υπηκόου Κράτους -μέλους (Ρουμανία), ο οποίος διαμένει στο έδαφος άλλου Κράτους-μέλους (Γερμανία) και για τον οποίον έχει υποβληθεί αίτηση εκδόσεως από τρίτο κράτος (Ουκρανία), ακόμη και όταν ο ως άνω πολίτης της Ένωσης μετέφερε το κέντρο των συμφερόντων του στο άλλο αυτό Κράτος-μέλος (Γερμανία) σε χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν είχε ακόμη την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.

Αρχικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι  το γεγονός ότι ο ως άνω πολίτης της Ένωσης απέκτησε την ιθαγένεια Κράτους-μέλους και, συνακόλουθα, την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης σε χρονικό σημείο κατά το οποίο διέμενε ήδη σε Κράτος-μέλος άλλο από εκείνο του οποίου την ιθαγένεια απέκτησε μεταγενέστερα δεν αναιρεί την ανωτέρω διαπίστωση. Στην περίπτωση αντίθετης ερμηνείας, η αδυναμία του πολίτη της Ένωσης να επικαλεστεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα της ιδιότητας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι εφαρμόζονται στην περίπτωση πολίτη της Ένωσης σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.


3. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-336/19, Centraal Israëlitisch Consistorie van België e.a. κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 26, παρ. 2, πρώτο εδάφιο, στοιχ. γʹ, του Κανονισμού 1099/2009 για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου (Grondwettelijk Hof) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ των Centraal Israëlitisch Consistorie van België κ.λπ. (CICB κ.λπ.), και της Φλαμανδικής Κυβέρνησης με αντικείμενο το κύρος του διατάγματος περί τροποποιήσεως του νόμου της 14ης Αυγούστου 1986 σχετικά με την προστασία και την καλή μεταχείριση των ζώων όσον αφορά τις επιτρεπόμενες μεθόδους σφαγής των ζώων.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 26, παρ.  2, πρώτο εδάφιο, στοιχ. γʹ, του Κανονισμού 1099/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 13 ΣΛΕΕ και του άρθρου 10, παρ. 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους- μέλους η οποία επιβάλλει, στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, αναστρέψιμη διαδικασία αναισθητοποίησης που δεν επιφέρει τον θάνατο του ζώου.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία επιβάλλει, στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, αναστρέψιμη διαδικασία αναισθητοποίησης που δεν επιφέρει τον θάνατο του ζώου.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-311/19, BONVER WIN, a. s. κατά Ministerstvo financí ČR-Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Τσέχικης Δημοκρατίας (Nejvyšší správní soud) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της BONVER WIN a.s και του Υπουργείου Οικονομικών με αντικείμενο τη νομιμότητα της απόφασης ανάκλησης της άδειας που είχε χορηγηθεί στην πρώτη για την εκμετάλλευση τυχερών παιγνίων στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου του Děčín (Τσεχική Δημοκρατία). Ειδικότερα και λόγω του γεγονότος ότι η πόλη Děčín, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 25 χλμ. από τα γερμανικά σύνορα, είναι δημοφιλής προορισμός για τους Γερμανούς υπηκόους η BONVER WIN προσκόμισε στοιχεία για να αποδείξει ότι μέρος της πελατείας της προέρχεται από άλλα Κράτη-μέλη.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στην περίπτωση εγκατεστημένης σε Κράτος-μέλος (Τσέχικη Δημοκρατία) εταιρίας, που απώλεσε την άδειά της για εκμετάλλευση τυχερών παιγνίων λόγω εθνικής ρύθμισης, η οποία καθορίζει τους τόπους όπου επιτρέπεται η διοργάνωση τέτοιων παιγνίων και η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους παρέχοντες υπηρεσίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο έδαφος του συγκεκριμένου Κράτους-μέλους, ανεξαρτήτως του αν αυτοί παρέχουν υπηρεσίες σε ημεδαπούς ή σε υπηκόους των λοιπών Κρατών-μελών, στην περίπτωση που μέρος της πελατείας της προέρχεται από άλλο Κράτος-μέλος (Γερμανία) και όχι από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένη.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στην ανωτέρω περίπτωση 

5. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-218/19, Adina Onofrei κατά Conseil de l’ordre des avocats au barreau de Paris κ.λπ - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 45 και 49 ΣΛΕΕ, σε σχέση με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στο επάγγελμα του δικηγόρου που προβλέπει εθνική κανονιστική ρύθμιση. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας (Cour de cassation) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Adina Onofrei και του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Παρισιού κλπ. σχετικά με την αίτηση της A. Onofrei για εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο. Ειδικότερα, η Onofrei, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζήτησε να γίνει δεκτή στον Δικηγορικό Σύλλογο Παρισιού. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου, αφού διαπίστωσε ότι η A. Onofrei, κάτοχος πτυχίου νομικής, μεταπτυχιακού τίτλου νομικής και διδακτορικού διπλώματος νομικής χορηγηθέντων από γαλλικά πανεπιστήμια, πληρούσε την προϋπόθεση του πτυχίου που προβλέπεται απέρριψε την αίτησή της με την αιτιολογία ότι  η A. Onofrei ουδέποτε είχε ασκήσει τα καθήκοντά της σε διοικητική αρχή ή δημόσια υπηρεσία η οποία υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης της γαλλικής δημόσιας διοίκησης ούτε είχε ποτέ αποσπασθεί από γαλλική διοικητική αρχή ή δημόσια υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν προσκρούει στα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας το ευεργέτημα της απαλλαγής από τις προϋποθέσεις επαγγελματικής καταρτίσεως και αποκτήσεως σχετικού τίτλου, οι οποίες προβλέπονται κατ’ αρχήν για την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα, χορηγείται μόνο σε ορισμένους δημοσίους υπαλλήλους Κράτους-μέλους, οι οποίοι έχουν ασκήσει υπό την ιδιότητα αυτή, εντός του εν λόγω Κράτους-μέλους, νομικής φύσεως δραστηριότητες στον τομέα του εθνικού δικαίου σε διοικητική αρχή ή δημόσια υπηρεσία ή διεθνή οργανισμό, και αποκλείονται από το ευεργέτημα της εν λόγω απαλλαγής οι υπάλληλοι ή πρώην υπάλληλοι της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης που έχουν ασκήσει υπό την ιδιότητα αυτή νομικής φύσεως δραστηριότητες σε έναν ή περισσότερους τομείς του δικαίου της Ένωσης.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι:
–  αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το ευεργέτημα της απαλλαγής δεν εφαρμόζεται στους μόνιμους, μη μόνιμους ή πρώην υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα υπό την ιδιότητα αυτή εκτός της γαλλικής επικράτειας
–  δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το ευεργέτημα μιας τέτοιας απαλλαγής εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει ασκήσει ο ενδιαφερόμενος νομικής φύσεως δραστηριότητες στον τομέα του εθνικού δικαίου και αποκλείονται από το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής οι μόνιμοι, μη μόνιμοι ή πρώην υπάλληλοι της δημόσιας διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι έχουν ασκήσει υπό την ιδιότητα αυτή νομικής φύσεως δραστηριότητες σε έναν ή περισσότερους τομείς που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση των νομικής φύσεως δραστηριοτήτων που συνεπάγονται την πρακτική ενασχόληση με το εθνικό δίκαιο.


6.  ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-774/19, A. B. και B. B. κατά Personal Exchange International Limited – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 15, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού 44/2001: «1. Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5:
α) όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος ή·
β) όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή·
γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων [...]»

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβενίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των A. B. και B. B., δύο φυσικών προσώπων που κατοικούν στη Σλοβενία, και της Personal Exchange International Limited (PEI), εμπορικής εταιρίας με έδρα τη Μάλτα, σχετικά με ποσό το οποίο η PEI παρακράτησε στο πλαίσιο συμβάσεως συμμετοχής σε παιχνίδι πόκερ συναφθείσας μέσω διαδικτύου.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 15, παρ.  1, του Κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε Κράτος-μέλος (Σλοβενία) το οποίο, αφενός, συνήψε με εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο Κράτος-μέλος (Μάλτα) σύμβαση συμμετοχής σε παιχνίδι πόκερ μέσω διαδικτύου, η οποία περιέχει γενικούς όρους τους οποίους καθορίζει η εν λόγω εταιρία και, αφετέρου, δεν έχει δηλώσει επισήμως τη δραστηριότητα αυτή ούτε την παρέχει σε τρίτους ως υπηρεσία επί πληρωμή, χάνει την ιδιότητα του «καταναλωτή», όταν αφιερώνει στο παιχνίδι αυτό πολλές ώρες ημερησίως κερδίζοντας σημαντικά ποσά.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 15, παρ. 1, του Κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο υπό το πρίσμα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών δεν χάνει την ιδιότητα του «καταναλωτή», ακόμη και αν αφιερώνει πολλές ώρες ημερησίως στο παιχνίδι αυτό, διαθέτει ευρύτατες γνώσεις και κερδίζει σημαντικά ποσά.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-416/20 PPU, TR - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 8 και 9 της Οδηγίας 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 4α της ανωτέρω Αποφάσεως – Πλαίσιο: «1. Η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης:
α) εν ευθέτω χρόνω: i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης·
και ii)  είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη»

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Χανσεατικό Περιφερειακό Δικαστήριο του Αμβούργου της Γερμανίας (Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg) στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως, στη Γερμανία, ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως εκδοθέντων από Πρωτοδικείο Deva της Ρουμανίας και από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Hunedoara της Ρουμανίας με σκοπό την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών στις οποίες καταδικάσθηκε ο TR ερήμην του από τα ρουμανικά δικαστήρια. Ειδικότερα, o TR διέφυγε τον Οκτώβριο του 2018 στη Γερμανία προκειμένου να αποφύγει τις ποινικές διώξεις που κινήθηκαν εναντίον του στη Ρουμανία και οι οποίες κατέληξαν στις ανωτέρω καταδίκες. Οι ρουμανικές αρχές ενημέρωσαν τη γενική εισαγγελία του Αμβούργου ότι, όσον αφορά τις ποινικές καταδίκες για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως δεν είχε καταστεί δυνατόν να κλητευθεί αυτοπροσώπως ο κατηγορούμενος στη διεύθυνση κατοικίας που ήταν γνωστή στη Ρουμανία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με το ρουμανικό δίκαιο, κλήση προς εμφάνιση κοινοποιείτο κάθε φορά στη διεύθυνση του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι το ρουμανικό δίκαιο προβλέπει ότι, μετά την πάροδο δέκα ημερών, οι κλήσεις θεωρούνται κοινοποιηθείσες. Οι ρουμανικές αρχές προσέθεσαν ότι, στις δύο δίκες στις οποίες εκδόθηκαν οι εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις, ο κατηγορούμενος είχε εκπροσωπηθεί, σε πρώτον βαθμό, από δικηγόρους της επιλογής του και ότι, κατ’ έφεση, είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρους διορισθέντες αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια. Ωστόσο, οι ρουμανικές αρχές αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στο αίτημα των γερμανικών αρχών για παροχή εγγυήσεων όσον αφορά την επανάληψη των σχετικών ποινικών δικών.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν ένα αν το άρθρο 4α της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που, λόγω της διαφυγής του στο Κράτος-μέλος εκτελέσεως, ο ενδιαφερόμενος εμπόδισε την αυτοπρόσωπη κλήτευσή του και δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για τον λόγο και μόνον ότι στο πρόσωπο αυτό δεν παρέχεται η διασφάλιση ότι, σε περίπτωση παραδόσεως στο Κράτος-μέλος εκδόσεως του εντάλματος, θα γίνει σεβαστό το δικαίωμα σε νέα δίκη..

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-354/20 PPU, L και P – Προδικαστική 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 19, παρ. 1, ΣΕΕ, του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το πλημμελειοδικείο του Άμστερνταμ (Rechtbank Amsterdam) στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στις Κάτω Χώρες, δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως εκδοθέντων, αντιστοίχως, όσον αφορά την υπόθεση C‑354/20 PPU, από το πλημμελειοδικείο περιφέρειας Πόζναν της Πολωνίας με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του L και, όσον αφορά την υπόθεση C‑412/20 PPU, στις 26 Μαΐου 2020, από το πλημμελειοδικείο περιφέρειας Sieradz της Πολωνίας με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής επιβληθείσας στον Ρ.

Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6, παρ. 1, και το άρθρο 1, παρ. 3, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η δικαστική αρχή εκτελέσεως (Κάτω Χώρες) που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχει στη διάθεσή της στοιχεία, τα οποία καταδεικνύουν την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο Κράτος-μέλος εκδόσεως του εντάλματος συλλήψεως (Πολωνία), η εν λόγω αρχή δύναται να κρίνει ότι: 
α) το δικαστήριο που εξέδωσε το συγκεκριμένο ένταλμα συλλήψεως δεν έχει την ιδιότητα της «δικαστικής αρχής έκδοσης» και 
β) δύναται να πιθανολογήσει ότι υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση παραδόσεως στην Πολωνία, το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν δύναται να κρίνει ότι τα ανωτέρω, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένο και ακριβή έλεγχο συνεκτιμώντας την προσωπική του κατάσταση, τη φύση της επίμαχης αξιόποινης πράξεως και του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η έκδοση του εντάλματος.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Υπόθεση C-62/19, Star Taxi App SRL κατά Unitatea Administrativ Teritorială Municipiul Bucureşti prin Primar General και Consiliul General al Municipiului Bucureşti – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 3, παρ. 2 και 4, και του άρθρου 4 της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Βουκουρεστίου της Ρουμανίας (Tribunalul Bucureşti) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Star Taxi App SRL, αφενός, και της Τοπικής διοικητικής ενότητας του Δήμου Βουκουρεστίου κλπ. σχετικά με κανονιστική ρύθμιση η οποία εξαρτά από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας την άσκηση δραστηριότητας διευκολύνσεως της επικοινωνίας μεταξύ ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένων οδηγών ταξί, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα. Ειδικότερα, η Star Taxi App εκμεταλλεύεται εφαρμογή για έξυπνα τηλέφωνα η οποία φέρει την επωνυμία της και συνδέει απευθείας τους χρήστες υπηρεσιών ταξί με τους οδηγούς ταξί.  Όταν ένα άτομο επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλης, πραγματοποιεί αναζήτηση μέσω της εν λόγω εφαρμογής, η οποία προτείνει κατάλογο διαθέσιμων οδηγών ταξί, με πέντε ή έξι τύπους αυτοκινήτων, που προτείνουν διαφορετικές τιμές. Σημειωτέον, ότι η Star Taxi App δεν διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών στους οδηγούς ταξί και δεν καθορίζει το κόμιστρο, το οποίο καταβάλλεται απευθείας στον οδηγό στο τέλος της διαδρομής. Η Star Taxi App παρέχει την υπηρεσία αυτή συνάπτοντας απευθείας συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με οδηγούς ταξί.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τις διατάξεις αυτές, υπηρεσία διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, για την οποία ο πάροχος της εν λόγω υπηρεσίας: 
α) έχει συνάψει προς τούτο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους οδηγούς αυτούς έναντι καταβολής μηνιαίας συνδρομής, αλλά δεν τους διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών, 
β) δεν καθορίζει το κόμιστρο ούτε το εισπράττει από τα άτομα αυτά, τα οποία το καταβάλλουν απευθείας στον οδηγό ταξί,
γ) δεν ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» σύμφωνα με το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο υπηρεσία διαμεσολάβησης με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Σλοβενίας - Παράβαση Κράτους-μέλους 

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας και οι σλοβενικές αρχές διεξήγαγαν ανακριτική διαδικασία για ορισμένους υπαλλήλους της εν λόγω Κεντρικής Τράπεζας, μεταξύ των οποίων ο τότε διοικητής της τράπεζας αυτής, σε βάρος των οποίων υπήρχαν υπόνοιες καταχρήσεως εξουσίας και παραβάσεως καθήκοντος στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως μιας σλοβενικής τράπεζας. Στο πλαίσιο των ως άνω επαφών, η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας διαβίβασε στις σλοβενικές αρχές, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, ορισμένες πληροφορίες και ορισμένα έγγραφα, που δεν συνδέονταν με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος. Οι σλοβενικές αρχές θεώρησαν ότι η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας δεν είχε παράσχει όλες τις πληροφορίες και όλα τα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί και έτσι προέβησαν σε έρευνα και σε κατάσχεση εγγράφων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας παρά το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα υποστήριξε ότι οι σλοβενικές αρχές δεν έπρεπε να έχουν πρόσβαση χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της ΕΚΤ.
Μετά την τήρηση της προδικασίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, προβαίνοντας μονομερώς στην κατάσχεση εγγράφων της ΕΚΤ και παραλείποντας να συνεργαστεί καλόπιστα με την ΕΚΤ παραβίασε α) τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, β) το πρωτόκολλο (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γ) το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δ) από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.
Σύμφωνα με το άρθρο 343 ΣΛΕΕ «Η Ένωση απολαύει, στην επικράτεια των κρατών μελών, των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της, υπό τους όρους που καθορίζονται στο πρωτόκολλο της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αυτό ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.»
Η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας παραβίασε την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που υπέχει από το άρθρο 18 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών και από το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ, διότι οι Σλοβενικές Αρχές δεν συνεννοήθηκαν με την ΕΚΤ, είτε πριν είτε μετά την έρευνα και την κατάσχεση εγγράφων που διενήργησαν, προκειμένου να επιτύχουν τον συμβιβασμό μεταξύ της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ και της ανακριτικής διαδικασίας.

Το ΔΕΕ, επί του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έκρινε ότι οι σλοβενικές αρχές παραβίασαν την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με την ΕΚΤ.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, προβαίνοντας μονομερώς στην κατάσχεση εγγράφων σχετικών με την εκπλήρωση της αποστολής του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και του Ευρωσυστήματος παραβίασε το επίδικο Δίκαιο της Ένωσης. 


Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 7/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-519/19, Ryanair DAC κατά DelayFix – Προδικαστική

 Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 25, παρ. 1, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ […] βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις· ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. […]»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο Βαρσοβίας (Sąd Okręgowy w Warszawie XXIII Wydział Gospodarczy Odwoławczy) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Passenger Rights sp. z o.o., νυν DelayFix, με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), εταιρίας που ειδικεύεται στην είσπραξη οφειλών και στην οποία ένας επιβάτης αεροπορικών μεταφορών εκχώρησε τα δικαιώματά του, και αφετέρου της αεροπορικής εταιρίας Ryanair DAC, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), σχετικά με την καταβολή ποσού ύψους 250 ευρώ ως αποζημιώσεως για τη ματαίωση πτήσεως. Ειδικότερα, η Ryanair προέβαλε ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των πολωνικών δικαστηρίων, υποστηρίζοντας ότι η ρήτρα 2.4 των γενικών όρων μεταφοράς τους οποίους είχε συνομολογήσει ο εν λόγω επιβάτης κατά την αγορά του εισιτηρίου του στο διαδίκτυο απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στα ιρλανδικά δικαστήρια. Κατά τη Ryanair, η DelayFix, ως εκδοχέας της απαιτήσεως του εν λόγω επιβάτη, δεσμεύεται από τη ρήτρα αυτή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012, καθώς και το άρθρο 3, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 93/13, έχουν την έννοια ότι είναι δυνατόν, προκειμένου να αμφισβητηθεί η διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίου να αντιταχθεί από την εν λόγω αεροπορική εταιρία ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, περιλαμβανόμενη σε σύμβαση μεταφοράς μεταξύ επιβάτη και της ιδίας, έναντι εταιρίας εισπράξεως οφειλών στην οποία ο επιβάτης έχει εκχωρήσει την απαίτησή του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί η ανωτέρω ρήτρα έναντι εταιρίας εισπράξεως οφειλών στην οποία ο επιβάτης έχει εκχωρήσει την απαίτησή του, εκτός εάν, κατά τη νομοθεσία του κράτους του οποίου τα δικαστήρια ορίζονται ως έχοντα διεθνή δικαιοδοσία με την ως άνω ρήτρα, η εν λόγω εταιρία εισπράξεως οφειλών έχει υπεισέλθει σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού συμβαλλομένου. 
Ωστόσο, εφόσον συντρέχει η ανωτέρω περίπτωση, η ανωτέρω ρήτρα η οποία περιελήφθη, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ ενός καταναλωτή, ήτοι του επιβάτη αεροπορικών μεταφορών, και ενός επαγγελματία, ήτοι της οικείας αεροπορικής εταιρίας, και η οποία απονέμει αποκλειστική δικαιοδοσία στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της εταιρίας αυτής, πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-510/19, Ποινική δίκη κατά AZ – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 2, και των άρθρων 14, 19 και 27 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Βρυξελλών του Βελγίου (hof van beroep te Brussel) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας στο Βέλγιο κατά του AZ, Βέλγου υπηκόου, κατηγορούμενου για πλαστογραφία, χρήση πλαστού και απάτη, ο οποίος παραδόθηκε από τις ολλανδικές αρχές σε εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η έννοια της «δικαστικής αρχής εκτέλεσης», στο άρθρο 6, παρ. 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποια είναι τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της έννοιας αυτής.
Το ΔΕΕ  έκρινε ότι η έννοια της «δικαστικής αρχής εκτέλεσης» συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνουσα τις αρχές Κράτους-μέλους οι οποίες, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη δικαστές ή δικαστήρια, μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εντός του Κράτους μέλους αυτού, ενεργούν κατά τρόπο ανεξάρτητο κατά την άσκηση των καθηκόντων που είναι συμφυή με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο διαδικασίας που ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το άρθρο 6, παρ. 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, έχει την έννοια ότι ο εισαγγελέας Κράτους-μέλους αποτελεί «δικαστική αρχή εκτέλεσης» στην περίπτωση που δυνάμει του άρθρου 127 του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, ο ως άνω εισαγγελέας μπορεί να λαμβάνει οδηγίες για συγκεκριμένη υπόθεση από τον Ολλανδό Υπουργό Δικαιοσύνης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο εισαγγελέας κράτους μέλους ο οποίος μπορεί, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του προς λήψη αποφάσεως, να λάβει από την εκτελεστική εξουσία οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση δεν συνιστά «δικαστική αρχή εκτέλεσης».

3. ΔΕΕ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-463/19, Syndicat CFTC du personnel de la Caisse primaire d’assurance maladie de la Moselle κατά Caisse primaire d’assurance maladie de Moselle – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2006/54 για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο εργατικών διαφορών Μετς, της Γαλλίας (conseil de prud’hommes de Metz) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Συνδικαλιστικής οργάνωσης CFTC του προσωπικού του Πρωτοβάθμιου Ταμείου Ασφαλίσεως Υγείας του Διοικητικού Διαμερίσματος του Μοζέλα, (συνδικαλιστική οργάνωση CFTC) και του Πρωτοβάθμιου Ταμείου Ασφαλίσεως Υγείας του Διοικητικού Διαμερίσματος του Μοζέλα, (CPAM) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στον CY, πατέρα ενός τέκνου, την άδεια για τις εργαζόμενες που ασχολούνται οι ίδιες με την ανατροφή του τέκνου τους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 46 της συλλογικής συμβάσεως εργασίας του προσωπικού των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2006/54 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη εθνικής συλλογικής συμβάσεως, η οποία επιφυλάσσει στις εργαζόμενες που ασχολούνται οι ίδιες με την ανατροφή των τέκνων τους το δικαίωμα αδείας μετά τη λήξη της νόμιμης άδειας μητρότητας ενώ οι άνδρες εργαζόμενοι στερούνται του δικαιώματος τέτοιας αδείας. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 14 και 28 της Οδηγίας 2006/54, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της Οδηγίας 92/85, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω διάταξη εθνικής συλλογικής συμβάσεως υπό την προϋπόθεση ότι η πρόσθετη αυτή άδεια αποσκοπεί στην προστασία των γυναικών εργαζομένων σε σχέση με τα επακόλουθα τόσο της εγκυμοσύνης όσο και της μητρότητας.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-454/19, Staatsanwaltschaft Heilbronn κατά ZW – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 21 ΣΛΕΕ και της Οδηγίας 2004/38 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Πρωτοβάθμιο δικαστήριο Heilbronn της Γερμανίας (Amtsgericht Heilbronn) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά της ZW για το αδίκημα της απαγωγής ανηλίκου. Ειδικότερα, η ZW, Ρουμάνα υπήκοος, ήταν μητέρα του AW, ανήλικου παιδιού το οποίο γεννήθηκε στη Ρουμανία. Η ZW είχε χωρίσει από τον πατέρα του παιδιού, Ρουμάνο υπήκοο, ο οποίος ζούσε στη Ρουμανία. Κατά το ρουμανικό δίκαιο, αμφότεροι οι γονείς ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα του παιδιού. Το 2009, η ZW μαζί με το παιδί της εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία.  Τον Μάρτιο του 2013, λόγω διαταραχών συμπεριφοράς, το παιδί τοποθετήθηκε σε ίδρυμα αρωγής εφήβων με τη συγκατάθεση των γονέων του. Εν συνεχεία, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Heilbronn της Γερμανίας αφαίρεσε από τους γονείς του παιδιού, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του και ανέθεσε το δικαίωμα αυτό σε κηδεμόνα, στο πλαίσιο μερικής αναθέσεως της γονικής μέριμνας. Κατόπιν σειράς αποτυχημένων τοποθετήσεων σε διάφορα κέντρα αρωγής, το παιδί επέστρεψε στην κατοικία της ZW με την άδεια του εν λόγω κηδεμόνα. Εν τέλει, ο πατέρας μετέβη με το παιδί στη Ρουμανία, με την συναίνεση της μητέρας, όπου ζούσαν πλέον αμφότεροι. Κατόπιν έγκλησης που υπέβαλε ο κηδεμόνας κατά των γονέων του παιδιού λόγω της μετακίνησης αυτής, ασκήθηκε δίωξη κατά της ZW για την αξιόποινη πράξη της από κοινού αρπαγής ανηλίκου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή νομοθεσίας Κράτους-μέλους (Γερμανία), δυνάμει της οποίας το γεγονός ότι γονέας δεν παραδίδει το παιδί του που βρίσκεται σε άλλο Κράτος-μέλος στον ορισθέντα κηδεμόνα επισύρει ποινικές κυρώσεις, ακόμη και όταν η πράξη δεν τελέσtηκε με άσκηση βίας, απειλή πρόκλησης σοβαρής βλάβης ή με δόλιες ενέργειες, ενώ, σε περίπτωση κατά την οποία το παιδί βρίσκεται εντός του πρώτου Κράτους μέλους (Γερμανία), η ίδια πράξη τιμωρείται μόνον εφόσον τελέσθηκε με άσκηση βίας, απειλή πρόκλησης σοβαρής βλάβης ή με δόλιες ενέργειες.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση. 


5. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-300/19, UQ κατά Marclean Technologies SLU – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 98/59/ΕΚ για προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών-μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας: α) Ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών: i) είτε για περίοδο 30 ημερών: – τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους, – τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους, – τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους, ii) είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές»
Η αίτηση υποβλήθηκε Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Βαρκελώνης (Ισπανία) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ UQ και Marclean Technologies SLU με αντικείμενο τη νομιμότητα της ατομικής της απόλυσης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ατομική απόλυση της οποίας αμφισβητείται το κύρος αποτελεί μέρος ομαδικής απόλυσης, η κατά τη διάταξη αυτή περίοδος αναφοράς των 30 ή 90 ημερών πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη είτε αποκλειστικώς μιας περιόδου πριν από την ατομική αυτή απόλυση είτε και μιας περιόδου που έπεται της εν λόγω απόλυσης, όχι μόνο σε περίπτωση δόλιας ενέργειας αλλά και χωρίς τέτοια ενέργεια, είτε οποιασδήποτε περιόδου 30 ή 90 ημερών κατά τη διάρκεια της οποίας έχει λάβει χώρα η εν λόγω ατομική απόλυση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η περίοδος αναφοράς πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη οποιασδήποτε περιόδου 30 ή 90 συναπτών ημερών κατά τη διάρκεια της οποίας, αφενός, έχει λάβει χώρα η ως άνω ατομική απόλυση και, αφετέρου, έχει σημειωθεί ο μεγαλύτερος αριθμός απολύσεων στις οποίες προέβη ο εργοδότης για έναν ή περισσότερους λόγους μη συνδεόμενους με το πρόσωπο του εργαζομένου.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-59/19, Wikingerhof GmbH & Co. KG κατά Booking.com BV- Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού 1215/2012 «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: [...] 1)  α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή· [...] 2) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός [...]».
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Wikingerhof GmbH & Co. KG (Wikingerhof), εταιρίας που έχει συσταθεί κατά το γερμανικό δίκαιο και εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στο ομόσπονδο κράτος Σλέσβιχ-Χόλσταϊν (Γερμανία), και της Booking.com BV (Booking.com), εταιρίας που έχει συσταθεί κατά το ολλανδικό δίκαιο, εδρεύει στις Κάτω Χώρες και εκμεταλλεύεται πλατφόρμα κρατήσεων καταλύματος, με αντικείμενο ορισμένες πρακτικές της Booking.com οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της Wikingerhof, στοιχειοθετούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση αγωγής με την οποία η ενάγουσα ζητεί να παύσουν ορισμένες ενέργειες πραγματοποιούμενες στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης της με την εναγομένη, προβάλλοντας ως βάση της αγωγής τον ισχυρισμό ότι η εναγομένη προβαίνει σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην επίδικη περίπτωση σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-445/19, Viasat Broadcasting UK Ltd κατά TV2/Danmark A/S και Βασιλείου της Δανίας – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 106, παρ. 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε  από το Εφετείο ανατολικής περιφέρειας της Δανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Viasat Broadcasting UK Ltd και, αφετέρου, της TV2/Danmark A/S (TV2) και του Βασιλείου της Δανίας, σχετικά με την υποχρέωση της TV2 να καταβάλει τόκους για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα μέτρα ενίσχυσης στα οποία υπήχθη τέθηκαν σε εφαρμογή παρανόμως, πριν από την έκδοση της τελικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία τα μέτρα αυτά κρίθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, η Επιτροπή, με την απόφαση 2011/839/ΕΕ,  σχετικά με τα μέτρα που εφάρμοσε η Δανία υπέρ της TV2/Danmark έκρινε ότι τα μέτρα αυτά, τα οποία εφαρμόστηκαν μεταξύ των ετών 1995 και 2002 υπέρ της TV2 υπό μορφή εσόδων από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη και από τα άλλα μέτρα συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες χορηγήθηκαν μεν παρανόμως, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πλην όμως ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, η Viasat άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα την εκ μέρους της TV2 καταβολή των τόκων για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι οικείες ενισχύσεις ήταν παράνομες, ήτοι μεταξύ των ετών 1995 και 2011, τους οποίους η TV2 θα είχε καταβάλει επί του επίμαχου ποσού των ενισχύσεων αν είχε αναγκαστεί να δανειστεί αντίστοιχο ποσό στην αγορά εν αναμονή της έκδοσης της τελικής απόφασης της Επιτροπής, κατά το άρθρο 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να επιβάλουν στον αποδέκτη κρατικής ενίσχυσης χορηγηθείσας κατά παράβαση της διάταξης αυτής την καταβολή τόκων για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενίσχυση αυτή ήταν παράνομη, ακόμη και όταν η Επιτροπή κρίνει, με την τελική απόφασή της, ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 106, παρ. 2 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να επιβάλουν στον αποδέκτη κρατικής ενίσχυσης χορηγηθείσας κατά παράβαση της διάταξης αυτής την καταβολή τόκων για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενίσχυση ήταν παράνομη, ακόμη και όταν η Επιτροπή κρίνει, με την τελική απόφασή της, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-427/19, Bulstrad Vienna Insurance Group“ АD κατά Olympic Insurance Company Ltd – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 274 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II). Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο της Σόφιας της Βουλγαρίας (Sofiyski rayonen sad) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας Bulstrad Vienna Insurance Group AD (Bulstrad) και της ασφαλιστικής εταιρίας Olympic Insurance Company Ltd (Olympic), σχετικά με την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως. Ειδικότερα, η Bulstrad, ασφαλιστική εταιρία καταχωρισμένη στη Βουλγαρία, άσκησε αγωγή ενώπιον αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας να υποχρεωθεί η Olympic, ασφαλιστική εταιρία καταχωρισμένη στα μητρώα της Κύπρου, να της καταβάλει ποσό ύψους 7603,63 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 3 887 ευρώ) για ασφαλιστική αποζημίωση που κατέβαλε, σύμφωνα με ασφαλιστήριο για την κάλυψη «ζημιών λόγω συγκρούσεως» το οποίο είχε συνάψει με την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ο CD, οδηγός οχήματος το οποίο υπέστη ζημίες λόγω τροχαίου ατυχήματος. Η Bulstrad υποστήριξε ότι, στις 5 Ιανουαρίου 2018 και στην πόλη Μπάνσκο (Βουλγαρία), ο AB, ανοίγοντας απότομα την αριστερή έμπροσθεν πόρτα του αυτοκινήτου οχήματός του, το οποίο ήταν σταθμευμένο επί του οδοστρώματος, προκάλεσε υπαιτίως ζημίες στο όχημα του CD, που κινούνταν στον δρόμο διερχόμενο κοντά του. Κατά την Bulstrad, κατά τον χρόνο επελεύσεως της ζημίας, η ευθύνη του AB καλυπτόταν από ασφαλιστήριο «αστικής ευθύνης», που είχε συναφθεί με την Olympic. Θεωρώντας ότι, κατόπιν της καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως στον CD, είχε υποκατασταθεί στα δικαιώματα του ασφαλισμένου της έναντι του AB και της ασφαλιστικής εταιρίας του, η Bulstrad στράφηκε αναγωγικώς κατά της Olympic, με έγγραφη όχληση. Ωστόσο, η Olympic αμφισβήτησε την αξίωση της Bulstrad τόσο ως προς τον τύπο όσο και επί της ουσίας.  Στο πλαίσιο της δίκης η οποία κινήθηκε, το αιτούν δικαστήριο ενημερώθηκε ότι οι αρμόδιες κυπριακές αρχές είχαν ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της Olympic λόγω μη τηρήσεως των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και ότι είχε διορισθεί προσωρινός εκκαθαριστής, ο οποίος αναλαμβάνει και ελέγχει το σύνολο των περιουσιακών και νομικών δικαιωμάτων της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 274 της Οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», η απόφαση αρχής του Κράτους-μέλους καταγωγής ασφαλιστικής επιχειρήσεως με την οποία ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και διορίζεται σε αυτήν προσωρινός εκκαθαριστής, χωρίς να έχει τυπικώς εκδοθεί δικαστική απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω απόφαση αρμόδιας αρχής δύναται  να συνιστά απόφαση σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 274 της Οδηγίας 2009/138
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 274 της Οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι το δίκαιο του Κράτους-μέλους καταγωγής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το οποίο προβλέπει την αναστολή κάθε δικαστικής διαδικασίας κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της και διορισμού σε αυτήν προσωρινού εκκαθαριστή, πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια των λοιπών Κρατών-μελών, ακόμη και αν το δίκαιό τους δεν προβλέπει τέτοιον κανόνα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 274 της Οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου απόφαση περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως και περί διορισμού σε αυτήν προσωρινού εκκαθαριστή να συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», το εν λόγω άρθρο δεν προβλέπει υποχρέωση των δικαστηρίων των λοιπών Κρατών-μελών να εφαρμόζουν το δίκαιο του Κράτους-μέλους καταγωγής της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-303/19, Istituto nazionale della previdenza sociale κατά VR – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11, παρ. 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 στοιχ. δ της ανωτέρω Οδηγίας «1. Ο επί μακρόν διαμένων απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά: […] δ)      την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο…»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Corte suprema di cassazione) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως και του VR σχετικά με την απόρριψη αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος για χρονικό διάστημα κατά το οποίο η σύζυγος και τα τέκνα του ενδιαφερομένου διέμεναν στην τρίτη χώρα από την οποία κατάγονται.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους βάσει της οποίας, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων σε παροχή κοινωνικής ασφάλισης, δεν λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του επί μακρόν διαμένοντος, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας αυτής, τα οποία δεν διαμένουν εντός του Κράτους-μέλους, αλλά σε τρίτη χώρα, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του υπηκόου του εν λόγω Κράτους-μέλους τα οποία διαμένουν σε τρίτη χώρα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση όταν το εν λόγω Κράτος – μέλος δεν δήλωσε την πρόθεσή του να κάνει χρήση της επιτρεπόμενης από το άρθρο 11, παρ. 2, της Οδηγίας παρέκκλισης από την ίση μεταχείριση, κατά τη μεταφορά της Οδηγίας αυτής στο εσωτερικό του δίκαιο.

10. Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-61/19, Orange Romania SA κατά Autoritatea Naţională de Supraveghere a Prelucrării Datelor cu Caracter Personal (ANSPDCP) - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31), και του άρθρου 4, σημείο 11, του Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων). Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Βουκουρεστίου της Ρουμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Orange România SA και της εθνικής εποπτικής αρχής της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ANSPDCP), με αντικείμενο προσφυγή με αίτημα την ακύρωση απόφασης με την οποία η δεύτερη, αφενός, επέβαλε στην Orange România πρόστιμο λόγω της εκ μέρους της συλλογής και αποθήκευσης αντιγράφων των εγγράφων ταυτότητας των πελατών της, χωρίς την έγκυρη συγκατάθεσή τους, και, αφετέρου, την υποχρέωσε να καταστρέψει τα αντίγραφα αυτά. Ως προς το ζήτημα αυτό, από τα στοιχεία που εκτίθενται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προέκυψε ότι, μολονότι οι εν λόγω συμβάσεις περιέχουν ρήτρα κατά την οποία ο πελάτης ενημερώθηκε και συγκατατέθηκε στη συλλογή και αποθήκευση αντιγράφου του εγγράφου ταυτότητάς του για λόγους ταυτοποίησης, εντούτοις το τετραγωνίδιο που αντιστοιχούσε στη ρήτρα αυτή είχε ήδη συμπληρωθεί από τους πωλητές της Orange România πριν ο πελάτης αποδεχθεί, υπογράφοντας, όλες τις συμβατικές ρήτρες, ήτοι τόσο την εν λόγω ρήτρα όσο και τις λοιπές ρήτρες που δεν σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων. Στην εν λόγω αίτηση εκτίθεται επίσης ότι η Orange România δεχόταν να συμβληθεί με πελάτες οι οποίοι αρνούνταν να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους για την αποθήκευση αντιγράφου του εγγράφου ταυτότητάς τους, απαιτώντας, στην περίπτωση αυτή, την εκ μέρους τους υπογραφή ειδικού εντύπου στο οποίο δήλωναν την άρνησή τους.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι μπορεί να αποδειχθεί από σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας η οποία περιέχει ρήτρα κατά την οποία το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώθηκε και συγκατατέθηκε για τη συλλογή και αποθήκευση αντιγράφου του εγγράφου ταυτότητάς του, για λόγους ταυτοποίησης, ότι το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε εγκύρως τη συγκατάθεσή του, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, για την ως άνω συλλογή και αποθήκευση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων οφείλει να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων εκδήλωσε, με ενεργή συμπεριφορά, τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων του και ότι ο ίδιος του παρέσχε προηγουμένως ενημέρωση για τις συνθήκες της επεξεργασίας στο σύνολό τους, σε κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή και με τη χρήση σαφούς και απλής διατύπωσης, Δεν μπορεί να αποδειχθεί από σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας η οποία περιέχει ρήτρα κατά την οποία το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώθηκε και συγκατατέθηκε στη συλλογή και αποθήκευση αντιγράφου του εγγράφου ταυτότητάς του, για λόγους ταυτοποίησης, ότι το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε εγκύρως τη συγκατάθεσή του, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για τη συλλογή και την αποθήκευση, όταν
–  το τετραγωνίδιο που αντιστοιχεί στη ρήτρα αυτή έχει συμπληρωθεί από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων πριν από την υπογραφή της σύμβασης, ή όταν
– οι συμβατικοί όροι της εν λόγω σύμβασης ενδέχεται να παραπλανήσουν το υποκείμενο των δεδομένων ως προς τη δυνατότητα σύναψης της επίμαχης σύμβασης στην περίπτωση που αρνηθεί να συγκατατεθεί στην επεξεργασία των δεδομένων του, ή όταν
–  ο υπεύθυνος επεξεργασίας θίγει αδικαιολόγητα την ελευθερία του υποκειμένου των δεδομένων να επιλέξει αν θα εναντιωθεί στη συλλογή και αποθήκευση, απαιτώντας, στην περίπτωση άρνησης παροχής της συγκατάθεσης, τη συμπλήρωση πρόσθετου εντύπου στο οποίο δηλώνεται η άρνηση αυτή.