Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 7/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-519/19, Ryanair DAC κατά DelayFix – Προδικαστική

 Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 25, παρ. 1, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ […] βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις· ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. […]»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο Βαρσοβίας (Sąd Okręgowy w Warszawie XXIII Wydział Gospodarczy Odwoławczy) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Passenger Rights sp. z o.o., νυν DelayFix, με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), εταιρίας που ειδικεύεται στην είσπραξη οφειλών και στην οποία ένας επιβάτης αεροπορικών μεταφορών εκχώρησε τα δικαιώματά του, και αφετέρου της αεροπορικής εταιρίας Ryanair DAC, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), σχετικά με την καταβολή ποσού ύψους 250 ευρώ ως αποζημιώσεως για τη ματαίωση πτήσεως. Ειδικότερα, η Ryanair προέβαλε ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των πολωνικών δικαστηρίων, υποστηρίζοντας ότι η ρήτρα 2.4 των γενικών όρων μεταφοράς τους οποίους είχε συνομολογήσει ο εν λόγω επιβάτης κατά την αγορά του εισιτηρίου του στο διαδίκτυο απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στα ιρλανδικά δικαστήρια. Κατά τη Ryanair, η DelayFix, ως εκδοχέας της απαιτήσεως του εν λόγω επιβάτη, δεσμεύεται από τη ρήτρα αυτή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012, καθώς και το άρθρο 3, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 93/13, έχουν την έννοια ότι είναι δυνατόν, προκειμένου να αμφισβητηθεί η διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίου να αντιταχθεί από την εν λόγω αεροπορική εταιρία ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, περιλαμβανόμενη σε σύμβαση μεταφοράς μεταξύ επιβάτη και της ιδίας, έναντι εταιρίας εισπράξεως οφειλών στην οποία ο επιβάτης έχει εκχωρήσει την απαίτησή του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί η ανωτέρω ρήτρα έναντι εταιρίας εισπράξεως οφειλών στην οποία ο επιβάτης έχει εκχωρήσει την απαίτησή του, εκτός εάν, κατά τη νομοθεσία του κράτους του οποίου τα δικαστήρια ορίζονται ως έχοντα διεθνή δικαιοδοσία με την ως άνω ρήτρα, η εν λόγω εταιρία εισπράξεως οφειλών έχει υπεισέλθει σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού συμβαλλομένου. 
Ωστόσο, εφόσον συντρέχει η ανωτέρω περίπτωση, η ανωτέρω ρήτρα η οποία περιελήφθη, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ ενός καταναλωτή, ήτοι του επιβάτη αεροπορικών μεταφορών, και ενός επαγγελματία, ήτοι της οικείας αεροπορικής εταιρίας, και η οποία απονέμει αποκλειστική δικαιοδοσία στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της εταιρίας αυτής, πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-510/19, Ποινική δίκη κατά AZ – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 2, και των άρθρων 14, 19 και 27 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Βρυξελλών του Βελγίου (hof van beroep te Brussel) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας στο Βέλγιο κατά του AZ, Βέλγου υπηκόου, κατηγορούμενου για πλαστογραφία, χρήση πλαστού και απάτη, ο οποίος παραδόθηκε από τις ολλανδικές αρχές σε εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η έννοια της «δικαστικής αρχής εκτέλεσης», στο άρθρο 6, παρ. 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποια είναι τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της έννοιας αυτής.
Το ΔΕΕ  έκρινε ότι η έννοια της «δικαστικής αρχής εκτέλεσης» συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνουσα τις αρχές Κράτους-μέλους οι οποίες, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη δικαστές ή δικαστήρια, μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εντός του Κράτους μέλους αυτού, ενεργούν κατά τρόπο ανεξάρτητο κατά την άσκηση των καθηκόντων που είναι συμφυή με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο διαδικασίας που ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το άρθρο 6, παρ. 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, έχει την έννοια ότι ο εισαγγελέας Κράτους-μέλους αποτελεί «δικαστική αρχή εκτέλεσης» στην περίπτωση που δυνάμει του άρθρου 127 του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, ο ως άνω εισαγγελέας μπορεί να λαμβάνει οδηγίες για συγκεκριμένη υπόθεση από τον Ολλανδό Υπουργό Δικαιοσύνης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο εισαγγελέας κράτους μέλους ο οποίος μπορεί, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του προς λήψη αποφάσεως, να λάβει από την εκτελεστική εξουσία οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση δεν συνιστά «δικαστική αρχή εκτέλεσης».

3. ΔΕΕ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-463/19, Syndicat CFTC du personnel de la Caisse primaire d’assurance maladie de la Moselle κατά Caisse primaire d’assurance maladie de Moselle – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2006/54 για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο εργατικών διαφορών Μετς, της Γαλλίας (conseil de prud’hommes de Metz) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Συνδικαλιστικής οργάνωσης CFTC του προσωπικού του Πρωτοβάθμιου Ταμείου Ασφαλίσεως Υγείας του Διοικητικού Διαμερίσματος του Μοζέλα, (συνδικαλιστική οργάνωση CFTC) και του Πρωτοβάθμιου Ταμείου Ασφαλίσεως Υγείας του Διοικητικού Διαμερίσματος του Μοζέλα, (CPAM) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στον CY, πατέρα ενός τέκνου, την άδεια για τις εργαζόμενες που ασχολούνται οι ίδιες με την ανατροφή του τέκνου τους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 46 της συλλογικής συμβάσεως εργασίας του προσωπικού των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2006/54 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη εθνικής συλλογικής συμβάσεως, η οποία επιφυλάσσει στις εργαζόμενες που ασχολούνται οι ίδιες με την ανατροφή των τέκνων τους το δικαίωμα αδείας μετά τη λήξη της νόμιμης άδειας μητρότητας ενώ οι άνδρες εργαζόμενοι στερούνται του δικαιώματος τέτοιας αδείας. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 14 και 28 της Οδηγίας 2006/54, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της Οδηγίας 92/85, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω διάταξη εθνικής συλλογικής συμβάσεως υπό την προϋπόθεση ότι η πρόσθετη αυτή άδεια αποσκοπεί στην προστασία των γυναικών εργαζομένων σε σχέση με τα επακόλουθα τόσο της εγκυμοσύνης όσο και της μητρότητας.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-454/19, Staatsanwaltschaft Heilbronn κατά ZW – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 21 ΣΛΕΕ και της Οδηγίας 2004/38 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το  Πρωτοβάθμιο δικαστήριο Heilbronn της Γερμανίας (Amtsgericht Heilbronn) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά της ZW για το αδίκημα της απαγωγής ανηλίκου. Ειδικότερα, η ZW, Ρουμάνα υπήκοος, ήταν μητέρα του AW, ανήλικου παιδιού το οποίο γεννήθηκε στη Ρουμανία. Η ZW είχε χωρίσει από τον πατέρα του παιδιού, Ρουμάνο υπήκοο, ο οποίος ζούσε στη Ρουμανία. Κατά το ρουμανικό δίκαιο, αμφότεροι οι γονείς ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα του παιδιού. Το 2009, η ZW μαζί με το παιδί της εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία.  Τον Μάρτιο του 2013, λόγω διαταραχών συμπεριφοράς, το παιδί τοποθετήθηκε σε ίδρυμα αρωγής εφήβων με τη συγκατάθεση των γονέων του. Εν συνεχεία, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Heilbronn της Γερμανίας αφαίρεσε από τους γονείς του παιδιού, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του και ανέθεσε το δικαίωμα αυτό σε κηδεμόνα, στο πλαίσιο μερικής αναθέσεως της γονικής μέριμνας. Κατόπιν σειράς αποτυχημένων τοποθετήσεων σε διάφορα κέντρα αρωγής, το παιδί επέστρεψε στην κατοικία της ZW με την άδεια του εν λόγω κηδεμόνα. Εν τέλει, ο πατέρας μετέβη με το παιδί στη Ρουμανία, με την συναίνεση της μητέρας, όπου ζούσαν πλέον αμφότεροι. Κατόπιν έγκλησης που υπέβαλε ο κηδεμόνας κατά των γονέων του παιδιού λόγω της μετακίνησης αυτής, ασκήθηκε δίωξη κατά της ZW για την αξιόποινη πράξη της από κοινού αρπαγής ανηλίκου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή νομοθεσίας Κράτους-μέλους (Γερμανία), δυνάμει της οποίας το γεγονός ότι γονέας δεν παραδίδει το παιδί του που βρίσκεται σε άλλο Κράτος-μέλος στον ορισθέντα κηδεμόνα επισύρει ποινικές κυρώσεις, ακόμη και όταν η πράξη δεν τελέσtηκε με άσκηση βίας, απειλή πρόκλησης σοβαρής βλάβης ή με δόλιες ενέργειες, ενώ, σε περίπτωση κατά την οποία το παιδί βρίσκεται εντός του πρώτου Κράτους μέλους (Γερμανία), η ίδια πράξη τιμωρείται μόνον εφόσον τελέσθηκε με άσκηση βίας, απειλή πρόκλησης σοβαρής βλάβης ή με δόλιες ενέργειες.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση. 


5. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-300/19, UQ κατά Marclean Technologies SLU – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 98/59/ΕΚ για προσέγγιση των νομοθεσιών των Κρατών-μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας «Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας: α) Ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών: i) είτε για περίοδο 30 ημερών: – τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους, – τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους, – τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους, ii) είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές»
Η αίτηση υποβλήθηκε Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Βαρκελώνης (Ισπανία) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ UQ και Marclean Technologies SLU με αντικείμενο τη νομιμότητα της ατομικής της απόλυσης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ατομική απόλυση της οποίας αμφισβητείται το κύρος αποτελεί μέρος ομαδικής απόλυσης, η κατά τη διάταξη αυτή περίοδος αναφοράς των 30 ή 90 ημερών πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη είτε αποκλειστικώς μιας περιόδου πριν από την ατομική αυτή απόλυση είτε και μιας περιόδου που έπεται της εν λόγω απόλυσης, όχι μόνο σε περίπτωση δόλιας ενέργειας αλλά και χωρίς τέτοια ενέργεια, είτε οποιασδήποτε περιόδου 30 ή 90 ημερών κατά τη διάρκεια της οποίας έχει λάβει χώρα η εν λόγω ατομική απόλυση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η περίοδος αναφοράς πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη οποιασδήποτε περιόδου 30 ή 90 συναπτών ημερών κατά τη διάρκεια της οποίας, αφενός, έχει λάβει χώρα η ως άνω ατομική απόλυση και, αφετέρου, έχει σημειωθεί ο μεγαλύτερος αριθμός απολύσεων στις οποίες προέβη ο εργοδότης για έναν ή περισσότερους λόγους μη συνδεόμενους με το πρόσωπο του εργαζομένου.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-59/19, Wikingerhof GmbH & Co. KG κατά Booking.com BV- Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού 1215/2012 «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: [...] 1)  α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή· [...] 2) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός [...]».
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Wikingerhof GmbH & Co. KG (Wikingerhof), εταιρίας που έχει συσταθεί κατά το γερμανικό δίκαιο και εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στο ομόσπονδο κράτος Σλέσβιχ-Χόλσταϊν (Γερμανία), και της Booking.com BV (Booking.com), εταιρίας που έχει συσταθεί κατά το ολλανδικό δίκαιο, εδρεύει στις Κάτω Χώρες και εκμεταλλεύεται πλατφόρμα κρατήσεων καταλύματος, με αντικείμενο ορισμένες πρακτικές της Booking.com οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της Wikingerhof, στοιχειοθετούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση αγωγής με την οποία η ενάγουσα ζητεί να παύσουν ορισμένες ενέργειες πραγματοποιούμενες στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης της με την εναγομένη, προβάλλοντας ως βάση της αγωγής τον ισχυρισμό ότι η εναγομένη προβαίνει σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην επίδικη περίπτωση σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-445/19, Viasat Broadcasting UK Ltd κατά TV2/Danmark A/S και Βασιλείου της Δανίας – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 106, παρ. 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε  από το Εφετείο ανατολικής περιφέρειας της Δανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Viasat Broadcasting UK Ltd και, αφετέρου, της TV2/Danmark A/S (TV2) και του Βασιλείου της Δανίας, σχετικά με την υποχρέωση της TV2 να καταβάλει τόκους για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα μέτρα ενίσχυσης στα οποία υπήχθη τέθηκαν σε εφαρμογή παρανόμως, πριν από την έκδοση της τελικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία τα μέτρα αυτά κρίθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, η Επιτροπή, με την απόφαση 2011/839/ΕΕ,  σχετικά με τα μέτρα που εφάρμοσε η Δανία υπέρ της TV2/Danmark έκρινε ότι τα μέτρα αυτά, τα οποία εφαρμόστηκαν μεταξύ των ετών 1995 και 2002 υπέρ της TV2 υπό μορφή εσόδων από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη και από τα άλλα μέτρα συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες χορηγήθηκαν μεν παρανόμως, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πλην όμως ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, η Viasat άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα την εκ μέρους της TV2 καταβολή των τόκων για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι οικείες ενισχύσεις ήταν παράνομες, ήτοι μεταξύ των ετών 1995 και 2011, τους οποίους η TV2 θα είχε καταβάλει επί του επίμαχου ποσού των ενισχύσεων αν είχε αναγκαστεί να δανειστεί αντίστοιχο ποσό στην αγορά εν αναμονή της έκδοσης της τελικής απόφασης της Επιτροπής, κατά το άρθρο 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να επιβάλουν στον αποδέκτη κρατικής ενίσχυσης χορηγηθείσας κατά παράβαση της διάταξης αυτής την καταβολή τόκων για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενίσχυση αυτή ήταν παράνομη, ακόμη και όταν η Επιτροπή κρίνει, με την τελική απόφασή της, ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 106, παρ. 2 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 108, παρ. 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να επιβάλουν στον αποδέκτη κρατικής ενίσχυσης χορηγηθείσας κατά παράβαση της διάταξης αυτής την καταβολή τόκων για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενίσχυση ήταν παράνομη, ακόμη και όταν η Επιτροπή κρίνει, με την τελική απόφασή της, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-427/19, Bulstrad Vienna Insurance Group“ АD κατά Olympic Insurance Company Ltd – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 274 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II). Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο της Σόφιας της Βουλγαρίας (Sofiyski rayonen sad) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας Bulstrad Vienna Insurance Group AD (Bulstrad) και της ασφαλιστικής εταιρίας Olympic Insurance Company Ltd (Olympic), σχετικά με την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως. Ειδικότερα, η Bulstrad, ασφαλιστική εταιρία καταχωρισμένη στη Βουλγαρία, άσκησε αγωγή ενώπιον αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας να υποχρεωθεί η Olympic, ασφαλιστική εταιρία καταχωρισμένη στα μητρώα της Κύπρου, να της καταβάλει ποσό ύψους 7603,63 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 3 887 ευρώ) για ασφαλιστική αποζημίωση που κατέβαλε, σύμφωνα με ασφαλιστήριο για την κάλυψη «ζημιών λόγω συγκρούσεως» το οποίο είχε συνάψει με την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ο CD, οδηγός οχήματος το οποίο υπέστη ζημίες λόγω τροχαίου ατυχήματος. Η Bulstrad υποστήριξε ότι, στις 5 Ιανουαρίου 2018 και στην πόλη Μπάνσκο (Βουλγαρία), ο AB, ανοίγοντας απότομα την αριστερή έμπροσθεν πόρτα του αυτοκινήτου οχήματός του, το οποίο ήταν σταθμευμένο επί του οδοστρώματος, προκάλεσε υπαιτίως ζημίες στο όχημα του CD, που κινούνταν στον δρόμο διερχόμενο κοντά του. Κατά την Bulstrad, κατά τον χρόνο επελεύσεως της ζημίας, η ευθύνη του AB καλυπτόταν από ασφαλιστήριο «αστικής ευθύνης», που είχε συναφθεί με την Olympic. Θεωρώντας ότι, κατόπιν της καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως στον CD, είχε υποκατασταθεί στα δικαιώματα του ασφαλισμένου της έναντι του AB και της ασφαλιστικής εταιρίας του, η Bulstrad στράφηκε αναγωγικώς κατά της Olympic, με έγγραφη όχληση. Ωστόσο, η Olympic αμφισβήτησε την αξίωση της Bulstrad τόσο ως προς τον τύπο όσο και επί της ουσίας.  Στο πλαίσιο της δίκης η οποία κινήθηκε, το αιτούν δικαστήριο ενημερώθηκε ότι οι αρμόδιες κυπριακές αρχές είχαν ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της Olympic λόγω μη τηρήσεως των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και ότι είχε διορισθεί προσωρινός εκκαθαριστής, ο οποίος αναλαμβάνει και ελέγχει το σύνολο των περιουσιακών και νομικών δικαιωμάτων της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 274 της Οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», η απόφαση αρχής του Κράτους-μέλους καταγωγής ασφαλιστικής επιχειρήσεως με την οποία ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και διορίζεται σε αυτήν προσωρινός εκκαθαριστής, χωρίς να έχει τυπικώς εκδοθεί δικαστική απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω απόφαση αρμόδιας αρχής δύναται  να συνιστά απόφαση σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 274 της Οδηγίας 2009/138
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 274 της Οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι το δίκαιο του Κράτους-μέλους καταγωγής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το οποίο προβλέπει την αναστολή κάθε δικαστικής διαδικασίας κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της και διορισμού σε αυτήν προσωρινού εκκαθαριστή, πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια των λοιπών Κρατών-μελών, ακόμη και αν το δίκαιό τους δεν προβλέπει τέτοιον κανόνα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 274 της Οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου απόφαση περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως και περί διορισμού σε αυτήν προσωρινού εκκαθαριστή να συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», το εν λόγω άρθρο δεν προβλέπει υποχρέωση των δικαστηρίων των λοιπών Κρατών-μελών να εφαρμόζουν το δίκαιο του Κράτους-μέλους καταγωγής της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-303/19, Istituto nazionale della previdenza sociale κατά VR – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11, παρ. 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 στοιχ. δ της ανωτέρω Οδηγίας «1. Ο επί μακρόν διαμένων απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά: […] δ)      την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο…»
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας (Corte suprema di cassazione) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως και του VR σχετικά με την απόρριψη αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος για χρονικό διάστημα κατά το οποίο η σύζυγος και τα τέκνα του ενδιαφερομένου διέμεναν στην τρίτη χώρα από την οποία κατάγονται.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν το άρθρο 11, παρ. 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους βάσει της οποίας, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων σε παροχή κοινωνικής ασφάλισης, δεν λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του επί μακρόν διαμένοντος, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας αυτής, τα οποία δεν διαμένουν εντός του Κράτους-μέλους, αλλά σε τρίτη χώρα, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα μέλη της οικογένειας του υπηκόου του εν λόγω Κράτους-μέλους τα οποία διαμένουν σε τρίτη χώρα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση όταν το εν λόγω Κράτος – μέλος δεν δήλωσε την πρόθεσή του να κάνει χρήση της επιτρεπόμενης από το άρθρο 11, παρ. 2, της Οδηγίας παρέκκλισης από την ίση μεταχείριση, κατά τη μεταφορά της Οδηγίας αυτής στο εσωτερικό του δίκαιο.

10. Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Νοεμβρίου 2020, Υπόθεση C-61/19, Orange Romania SA κατά Autoritatea Naţională de Supraveghere a Prelucrării Datelor cu Caracter Personal (ANSPDCP) - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31), και του άρθρου 4, σημείο 11, του Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων). Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Βουκουρεστίου της Ρουμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Orange România SA και της εθνικής εποπτικής αρχής της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ANSPDCP), με αντικείμενο προσφυγή με αίτημα την ακύρωση απόφασης με την οποία η δεύτερη, αφενός, επέβαλε στην Orange România πρόστιμο λόγω της εκ μέρους της συλλογής και αποθήκευσης αντιγράφων των εγγράφων ταυτότητας των πελατών της, χωρίς την έγκυρη συγκατάθεσή τους, και, αφετέρου, την υποχρέωσε να καταστρέψει τα αντίγραφα αυτά. Ως προς το ζήτημα αυτό, από τα στοιχεία που εκτίθενται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προέκυψε ότι, μολονότι οι εν λόγω συμβάσεις περιέχουν ρήτρα κατά την οποία ο πελάτης ενημερώθηκε και συγκατατέθηκε στη συλλογή και αποθήκευση αντιγράφου του εγγράφου ταυτότητάς του για λόγους ταυτοποίησης, εντούτοις το τετραγωνίδιο που αντιστοιχούσε στη ρήτρα αυτή είχε ήδη συμπληρωθεί από τους πωλητές της Orange România πριν ο πελάτης αποδεχθεί, υπογράφοντας, όλες τις συμβατικές ρήτρες, ήτοι τόσο την εν λόγω ρήτρα όσο και τις λοιπές ρήτρες που δεν σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων. Στην εν λόγω αίτηση εκτίθεται επίσης ότι η Orange România δεχόταν να συμβληθεί με πελάτες οι οποίοι αρνούνταν να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους για την αποθήκευση αντιγράφου του εγγράφου ταυτότητάς τους, απαιτώντας, στην περίπτωση αυτή, την εκ μέρους τους υπογραφή ειδικού εντύπου στο οποίο δήλωναν την άρνησή τους.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι μπορεί να αποδειχθεί από σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας η οποία περιέχει ρήτρα κατά την οποία το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώθηκε και συγκατατέθηκε για τη συλλογή και αποθήκευση αντιγράφου του εγγράφου ταυτότητάς του, για λόγους ταυτοποίησης, ότι το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε εγκύρως τη συγκατάθεσή του, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, για την ως άνω συλλογή και αποθήκευση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων οφείλει να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων εκδήλωσε, με ενεργή συμπεριφορά, τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων του και ότι ο ίδιος του παρέσχε προηγουμένως ενημέρωση για τις συνθήκες της επεξεργασίας στο σύνολό τους, σε κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή και με τη χρήση σαφούς και απλής διατύπωσης, Δεν μπορεί να αποδειχθεί από σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας η οποία περιέχει ρήτρα κατά την οποία το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώθηκε και συγκατατέθηκε στη συλλογή και αποθήκευση αντιγράφου του εγγράφου ταυτότητάς του, για λόγους ταυτοποίησης, ότι το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε εγκύρως τη συγκατάθεσή του, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για τη συλλογή και την αποθήκευση, όταν
–  το τετραγωνίδιο που αντιστοιχεί στη ρήτρα αυτή έχει συμπληρωθεί από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων πριν από την υπογραφή της σύμβασης, ή όταν
– οι συμβατικοί όροι της εν λόγω σύμβασης ενδέχεται να παραπλανήσουν το υποκείμενο των δεδομένων ως προς τη δυνατότητα σύναψης της επίμαχης σύμβασης στην περίπτωση που αρνηθεί να συγκατατεθεί στην επεξεργασία των δεδομένων του, ή όταν
–  ο υπεύθυνος επεξεργασίας θίγει αδικαιολόγητα την ελευθερία του υποκειμένου των δεδομένων να επιλέξει αν θα εναντιωθεί στη συλλογή και αποθήκευση, απαιτώντας, στην περίπτωση άρνησης παροχής της συγκατάθεσης, τη συμπλήρωση πρόσθετου εντύπου στο οποίο δηλώνεται η άρνηση αυτή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου