Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 2/2017
Τα ενεργειακά ζητήματα της τρίτης αξιολόγησης
Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ, Ειδικός Συνεργάτης Νομικής Σχολής ΔΠΘ

Η εξέλιξη της αγοράς ενέργειας αποτελεί στην παρούσα φάση γεγονός φυσιολογικό και αναμενόμενο. Οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν από την Ελληνική Κυβέρνηση είναι δεδομένοι με βάση το ενωσιακό δίκαιο ενώ ο τρόπος και η μεθοδολογία αποτελούν αντικείμενο των διαπραγματεύσεων της τρίτης αξιολόγησης.  
Η μεταρρύθμιση της ελληνικής αγοράς ενέργειας πρέπει να είναι συμβατή με τους στόχους της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής,  όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 194 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ). Ειδικότερα, η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική επιδιώκει τη διασφάλιση της ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς ενέργειας και του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης, την προώθηση  της ενεργειακής αποδοτικότητας, την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. Στο ανωτέρω πλαίσιο των στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής και των μνημονιακών υποχρεώσεων της Ελληνικής Κυβέρνησης, όπως αυτές απορρέουν από το νόμο 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.08.2015) "Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης" (Τρίτο Μνημόνιο), εντοπίζουμε τα βασικά ενεργειακά ζητήματα της τρίτης αξιολόγησης:
Στο ειδικό κεφάλαιο (υποπαράγραφος Β2) του ανωτέρω νόμου, που φέρει τον τίτλο "ρυθμίσεις για την ηλεκτρική ενέργεια", θεσμοθετήθηκε το αποτέλεσμα στο οποίο πρέπει να οδηγηθεί η αγορά ενέργειας προκειμένου να θεωρείται απελευθερωμένη, ανταγωνιστική και συμβατή με το Δίκαιο της ΕΕ. Ειδικότερα, από 1.1.2020, καμία επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται σε αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα και δίκτυο της χώρας, δεν επιτρέπεται να παράγει ή εισάγει σ’ αυτό, άμεσα ή έμμεσα, ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας από εγχώριες μονάδες παραγωγής και εισαγωγές, σε ετήσια βάση. Εγγυητής της ανωτέρω  κατάστασης είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού (EA) με δυο κυρίους τρόπους: 
Πρώτον, στην EA παρέχεται η αρμοδιότητα εκτίμησης της δυνατότητας εκπλήρωσης του ανωτέρω στόχου, καθώς επίσης και η λήψη κατάλληλων μέτρων στην περίπτωση διαπίστωσης αποκλίσεων από την επίτευξη του στόχου. 
Δεύτερον, η ΕA δύναται να επιβάλει κυρώσεις (προστίμων) με αιτιολογημένη απόφασή της στην περίπτωση που επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται σε αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα και δίκτυο της χώρας, δεν συμμορφώνεται με μέτρο ή μέτρα που της έχουν επιβληθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. 
Υποχρέωση απορρέουσα από το Μνημόνιο αποτελεί και ο σχεδιασμός του συστήματος δημοπρασιών ΝΟΜΕ (Nouvelle Organisationdu Marché de l’Electricité). Πρόκειται για ένα σύστημα υποχρεωτικής πώλησης φθηνής ενέργειας από τη χονδρεμπορική στη λιανική αγορά με στόχευση τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στη χονδρεμπορική και λιανική αγορά ενέργειας (Βλ. αναλυτικά Ε. Κουνενού, Τρίτο μνημόνιο και ενέργεια: τροποποιήσεις νέες ρυθμίσεις και επικείμενες μεταρρυθμίσεις, Ενέργεια και Δίκαιο 2015, Τεύχος 23ο, σελ. 74, ειδικά 77).  
Επιπλέον, τέθηκε το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) μέσω της επίτευξης πλήρους ιδιοκτησιακού διαχωρισμού από τη ΔΕΗ.

Επιδιώκοντας να παρουσιάσουμε αλλά και να ακολουθήσουμε τις εξελίξεις επικεντρωνόμαστε σε τρία σημαντικά ενεργειακά ζητήματα:
Σύμφωνα με το άρθρο 142 του νόμου 4389/2016 διασφαλίζεται ο πλήρης διαχωρισμός του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΑΔΜΗΕ παραμένει υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου. Ο έλεγχος επί της ΑΔΜΗΕ ΑΕ ασκείται από διαφορετικό φορέα του Δημοσίου σε σχέση με τη ΔΕΗ ΑΕ ή άλλη επιχείρηση που ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου. Η άμεση ή έμμεση συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικών προσώπων στα οποία συμμετέχει κατά πλειοψηφία ή ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το Ελληνικό Δημόσιο στο εκάστοτε μετοχικό κεφάλαιο της ΑΔΜΗΕ ΑΕ δεν δύναται να υπολείπεται του 51%. Στο ανωτέρω πλαίσιο είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στις 20 Ιουνίου 2017 μεταβλήθηκε η μετοχική σύνθεση του ΑΔΜΗΕ ως εξής: 51% ΑΔΜΗΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ, 25% ΔΕΣ ΑΔΜΗΕ Α.Ε., 24% State Grid Europe Limited. Έτσι, πλέον, ο ΑΔΜΗΕ ακολουθεί το μοντέλο του ιδιοκτησιακά διαχωρισμένου Διαχειριστή (Ownership Unbundling) και είναι εναρμονισμένος πλήρως με την Οδηγία 2009/72/ΕΚ. 

Αναφορικά με τις τρέχουσες εξελίξεις της τρίτης αξιολόγησης έχουν τεθεί δύο σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και ειδικότερα με την σημαντική μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά ενέργειας:
α) Η πώληση των λιγνιτικών και ενδεχομένως των υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ αφενός και 
β) Η ομαλή ροή και εξέλιξη των δημοπρασιών ΝΟΜΕ αφετέρου. 
Το πρώτο ζήτημα αναφέρεται στην πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Στόχευση της πώλησης λιγντικών μονάδων είναι η μερική αποεπένδυση της ΔΕΗ από τους λιγνίτες αλλά και η μεταφορά της υπεραξίας που αποκτά η ΔΕΗ (γεγονός αμφιλεγόμενο) από την εκμετάλλευση του λιγνίτη σε τρίτους. Η Eλληνική Kυβέρνηση είναι έτοιμη να αποδεχθεί το λιγνιτικό πακέτο (π.χ. Λιγνιτικές μονάδες στο Αμύνταιο, στη Μεγαλόπολη κ.λπ.). Ωστόσο, η Ελληνική Κυβέρνηση έχει θέσει ως "κόκκινη γραμμή" τη μη ένταξη και των υδροηλεκτρικών μονάδων στο ανωτέρω, προς πώληση, λιγνιτικό πακέτο. Από την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Κουαρτέτο γενικότερα επιθυμούν οι προς πώληση μονάδες να είναι ικανές να προσελκύσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον. Ως εκ τούτου, η σύνθεση του "πακέτου" πώλησης μονάδων της ΔΕΗ δεν έχει προσδιοριστεί με οριστικό τρόπο λόγω της διαφωνίας σχετικά με την ένταξη ή μη των υδροηλεκτρικών μονάδων στο λιγνιτικό πακέτο πώλησης και της επενδυτικής επάρκειας των προς πώληση μονάδων
Στο δεύτερο ζήτημα είναι σημαντικό να τονιστεί ότι με το νόμο 4389/2016 (ΦΕΚ Α' 94/27-05-2016) "Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις" (άρθρο 135) θεσπίστηκε μηχανισμός πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ, δυνάμει δημοπρασιών προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας με φυσική παράδοση, μέσω του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού (ΗΕΠ) και με ρυθμιστικά καθοριζόμενη τιμή εκκίνησης (Δημοπρασίες ΝΟΜΕ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μηχανισμός αποτέλεσε επιλογή της Ελληνικής Κυβέρνησης στην προσπάθειά της να αποφύγει την πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 5 δημοπρασίες προθεσμιακών προϊόντων στις 25/10/2016, στις 31/01/2017, στις 26/04/2017, στις 19/07/2017 και στις 25/10/2017. Στις ανωτέρω δημοπρασίες, που διενεργούνται από το Λειτουργό Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΛΑΓΗΕ) έχουν δικαίωμα συμμετοχής, κυρίως, οι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι είναι κάτοχοι αδειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Συμμετεχόντων του Συστήματος Συναλλαγών Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού και στο Μητρώο Επιλέξιμων Προμηθευτών. Η τελευταία δημοπρασία είχε διάρκεια 13 ωρών. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στόχευση των δημοπρασιών ΝΟΜΕ είναι η διάθεση ποσοτήτων ρεύματος από τη ΔΕΗ σε χαμηλές τιμές στους φορείς της αγοράς ενέργειας η τιμή έφτασε στα 45,2 ευρώ ανά MWh/h (τιμή εκκίνησης 32,05 ευρώ ανά MWh/h). Η ανωτέρω εξέλιξη καταδεικνύει την μη αποτελεσματική λειτουργία των δημοπρασιών ΝΟΜΕ καθόσον η τιμή πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώθηκε σε υψηλά επίπεδα. Δεδομένης της μη αποτελεσματικής εφαρμογής των ΝΟΜΕ, είναι πλέον πιθανό να ζητηθεί από τα Ευρωπαϊκά όργανα η πώληση λιγνιτικών αλλά και υδροηλεκτρικών μονάδων. 
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα δύο ζητήματα συμπλέκονται και συνδέονται. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν υπάρχει, ακόμη, τελική συμφωνία. Ωστόσο, φαίνεται ότι η περίοδος χάριτος για την ελληνική αγορά ενέργειας τελειώνει και οδεύουμε με αργά αλλά σταθερά βήματα στην διαμόρφωση ενός ενεργειακού πλαισίου εντός του οποίου η ΔΕΗ θα είναι απλά ένας από τους φορείς της αγοράς ενέργειας καθόσον το μερίδιο της στην ανωτέρω αγορά βαίνει διαρκώς μειούμενο.





Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 4/2017
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ
Βιργινία Τζώρτζη, Δ.Ν., Δικηγόρος, 
Ειδική Επιστήμονας, Δ.Π.Θ., Ερευνήτρια ΚΔΕΟΔ με την χρηματοδότηση του ΙΣΝ

Στην εποχή της οικονομικής κρίσης, που περνά η Ευρώπη, η διασυνοριακή  απάτη στον τομέα του Φ.Π.Α. και η ανεπαρκής προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης θίγει όλους τους ευρωπαίους πολίτες, προκαλώντας σημαντικές απώλειες τόσο στους εθνικούς προϋπολογισμούς όσο και στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Επί του παρόντος, μόνο οι εθνικές αρχές μπορούν να διερευνήσουν και να διώξουν την  απάτη σε βάρος της  Ένωσης. Οι αρμοδιότητές τους, όμως, σταματούν στα εθνικά τους σύνορα. Εξάλλου, οι υφιστάμενες αρχές της Ένωση, όπως η OLAF (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης), η Eurojust ( Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης) και η Europol (Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία) δεν έχουν τη δυνατότητα διεξαγωγής ποινικών ερευνών. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα καλύψει το θεσμικό αυτό κενό, έχοντας αποκλειστική δικαιοδοσία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το σχέδιο για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ανάγεται στο 2009 και τη σχετική πρόβλεψη του άρθρου 86 ΣΛΕΕ της Συνθήκης της Λισαβόνας, που ορίζει μεταξύ άλλων ότι «Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την καταζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης … των δραστών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης … καθώς και των συνεργών τους. Ασκεί δε ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων αυτών». Ωστόσο, χρειάστηκαν τέσσερα  χρόνια για να προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ίδρυσή της. Η απροθυμία ορισμένων Κρατών-μελών οφείλεται, ως επί το πλείστον, στο φόβο της εγκατάλειψης ορισμένων εθνικών προνομίων και εξουσιών προς όφελος της Ένωσης. Έτσι, η μόνη λύση, στο βαθμό που δεν συμφωνούσαν όλα τα Κράτη-μέλη για τη σύστασή της ήταν ο μηχανισμός της ενισχυμένης συνεργασίας, η οποία επιτρέπει ένα αριθμό Κρατών-μελών (τουλάχιστον εννέα) που επιθυμούν να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους σε ένα τομέα να το κάνουν εντός του νομικού και θεσμικού πλαισίου της Ένωσης χρησιμοποιώντας θεσμούς, μηχανισμούς, και δυνατότητές της. Πράγματι, τον περασμένο Ιούνιο αποφασίσθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα συσταθεί μέσω της ενισχυμένης συνεργασίας 20 Κρατών μελών (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία,  Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρο, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχική Δημοκρατία και Φινλανδία). Οι 8 χώρες που δεν συμμετέχουν επί του παρόντος (Σουηδία, Ολλανδία,  Μάλτα,  Ουγγαρία,  Πολωνία, Ηνωμένο Βασίλειο,  Ιρλανδία και Δανία) έχουν τη δυνατότητα προσχώρησης στο εγχείρημα ανά πάσα στιγμή και μετά την έκδοση του Κανονισμού.

Στις αρχές Οκτωβρίου η συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκρινε επίσημα τη σύστασή της και αναμένεται, πλέον, η έκδοση του σχετικού Κανονισμού  από το Συμβούλιο. Η έναρξη λειτουργίας τοποθετείται  μεταξύ του 2020 και 2021. Όταν  τεθεί σε λειτουργία, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αποτελέσει ανεξάρτητη υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποκλειστική δικαιοδοσία σε επίπεδο Ένωσης και έδρα στο Λουξεμβούργο. Θα λειτουργεί ως ενιαία υπηρεσία σε όλα τα συμμετέχοντα Κράτη- μέλη, συνδυάζοντας ευρωπαϊκές και εθνικές προσπάθειες επιβολής του νόμου.  Θα ενεργεί προς το συμφέρον της Ένωσης και δεν θα ζητεί, ούτε θα λαμβάνει οδηγίες από τα ενωσιακά θεσμικά όργανα της ή τις εθνικές αρχές. Η ίδρυσή της αναμένεται να επιφέρει ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Θα διαθέτει αρμοδιότητες για τη διερεύνηση και τη δίωξη ποινικών υποθέσεων που αφορούν τον προϋπολογισμό της Ένωσης, όπως η απάτη, η διαφθορά ή η διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ για ποσά μεγαλύτερα των 10 εκατομμυρίων ευρώ.  Η υπό ίδρυση υπηρεσία, όπως προαναφέρθηκε, θα έχει αρμοδιότητα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Ωστόσο, με ομόφωνη απόφασή του το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί στο μέλλον «να επεκτείνει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγ¬γελίας στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση» (ρήτρα γεφύρωσης).

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα αποτελεί μια αρχή με αποκεντρωμένη φύση. Θα δομηθεί σε δύο επίπεδα: σε κεντρικό και σε εθνικό. Το κεντρικό επίπεδο θα αποτελείται από τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα. Το εθνικό επίπεδο θα αποτελούν Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς, η έδρα των οποίων θα βρίσκεται στα συμμετέχοντα Κράτη-μέλη. Οι τελευταίοι θα διεξάγουν, ως επί το πλείστον, τις έρευνες του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα, αλλά θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν ως εθνικοί εισαγγελείς, θα έχουν, δηλαδή, διπλό ρόλο. Ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας θα  εποπτεύει τη διενέργεια ερευνών και θα παραπέμπει εγκληματίες απευθείας στα εθνικά δικαστήρια, ασκώντας τις σχετικές διώξεις.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα συμπληρώσει τα άλλα όργανα καταπολέμησης της απάτης.  Σήμερα, η  Eurojust δεν έχει αρμοδιότητα για τη διενέργεια ποινικών ερευνών ή για την άσκηση διώξεων σε υποθέσεις απάτης. Το 2013, η Επιτροπή πρότεινε τη μεταρρύθμισή της. Η νέα Eurojust που θα προκύψει από τη μεταρρύθμιση θα στηρίζει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στην καταπολέμηση της απάτης σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Οι λεπτομέρειες της ρύθμισης αυτής θα καθοριστούν με συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της Eurojust. Περαιτέρω, η OLAF θα παραμείνει αρμόδια για διοικητικές έρευνες παρατυπιών, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων απάτης, που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, καθώς και σοβαρά παραπτώματα του προσωπικού της Ένωσης. Τέλος, η OLAF θα συνεχίσει τις διοικητικές έρευνές της σε σχέση με τα μη συμμετέχοντα Κράτη μέλη στην ενισχυμένη συνεργασία, με τον ίδιο τρόπο όπως και σήμερα.

Βιργινία Τζώρτζη, Δ.Ν., Δικηγόρος