Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 6/2019
ΔΕΛΤΊΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Μάιος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ


1. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Μαΐου 2019, υπόθεση C-431/17, Μοναχός Ειρηναίος, κατά κόσμος Αντώνιος Γιακουμάκης του Εμμανουήλ κατά Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 98/5/ΕΚ για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε Κράτος-μέλος διαφορετικό εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος. Το άρθρο 3 παρ. 2 ορίζει ότι «Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής προβαίνει σε εγγραφή του δικηγόρου κατόπιν προσκομίσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής. [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας  (ΣτΕ) της Ελλάδας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Μοναχού Ειρηναίου (κατά κόσμο Αντωνίου Γιακουμάκη) και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών σχετικά με την απόρριψη από τον δεύτερο της αιτήσεως του πρώτου να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του Συλλόγου ως δικηγόρος, που ασκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής. Ειδικότερα, ο μοναχός Ειρηναίος ζήτησε να εγγραφεί στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ως δικηγόρος που απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο μέλος της ΕΕ και συγκεκριμένα στην Κύπρο. Ο Δικηγορικός σύλλογος Αθηνών απέρριψε το αίτημα του μοναχού θεμελιώνοντας την απόφασή του στο ασυμβίβαστο της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, εκτιμώντας ότι οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν και τους δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν δικηγορία στην Ελλάδα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής. Εν συνεχεία, ο Μοναχός Ειρηναίος άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά της απορριπτικής αποφάσεως στο ΣτΕ. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 98/5 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία δικηγόρος που έχει την ιδιότητα του μοναχού και είναι εγγεγραμμένος ως δικηγόρος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του Κράτους-μέλους καταγωγής (Κύπρος) απαγορεύεται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του Κράτους-μέλους υποδοχής (Ελλάδα), προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, λόγω του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία αυτή ασυμβίβαστου της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση της δικηγορίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 98/5 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομοθεσία διότι ο εθνικός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να προσθέτει μια ακόμη προϋπόθεση εγγραφής σε εκείνες που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της Οδηγίας 98/5, ενώ η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει τέτοια προσθήκη.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, υπόθεση C-52/18, Christian Fülla κατά Toolport GmbH – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3 της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών. Ειδικότερα, το άρθρο 3 παρ. 3 της ανωτέρω Οδηγίας ορίζει ότι «Ο καταναλωτής έχει, κατ’ αρχάς, δικαίωμα να απαιτήσει από τον πωλητή τη δωρεάν επισκευή ή αντικατάσταση του αγαθού, εκτός εάν μια τέτοια πράξη είναι αδύνατη ή δυσανάλογη. Η επανόρθωση θεωρείται δυσανάλογη εάν, σε σύγκριση με τον εναλλακτικό τρόπο επανόρθωσης, συνεπάγεται για τον πωλητή υπερβολικά υψηλό κόστος, λαμβάνοντας υπόψη: – την αξία που θα είχε το αγαθό εάν δεν υπήρχε έλλειψη συμμόρφωσης, – τη σημασία της έλλειψης συμμόρφωσης και – κατά πόσον ο εναλλακτικός τρόπος επανόρθωσης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή. Η επισκευή ή η αντικατάσταση πρέπει να πραγματοποιούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και τον σκοπό για τον οποίο ο καταναλωτής προόριζε το αγαθό.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειρηνοδικείο Norderstedt της Γερμανίας (Amtsgericht Norderstedt) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Christian Fülla και της Toolport GmbH, εταιρίας γερμανικού δικαίου, σχετικά με αίτημα επιστροφής του τιμήματος αγοράς ενός αντίσκηνου λόγω άσκησης από τον C. Fülla του δικαιώματός του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης. Ας σημειωθεί ότι αγορά του αντίσκηνου πραγματοποιήθηκε τηλεφωνικώς.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, παρ. 3, της Οδηγίας 1999/44 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο τόπος στον οποίο ο καταναλωτής υποχρεούται να θέσει ένα αγαθό που αγόρασε εξ αποστάσεως στη διάθεση του πωλητή προς αποκατάσταση της συμμόρφωσής του είναι πάντοτε ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται το αγαθό αυτό ή, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, πάντοτε ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται η έδρα εκμεταλλεύσεως του πωλητή, ή, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, ποια κριτήρια προκύπτουν από την ως άνω διάταξη για τον καθορισμό του τόπου αυτού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 3, της Οδηγίας 1999/44 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα Κράτη-μέλη παραμένουν αρμόδια να καθορίζουν τον τόπο στον οποίο ο καταναλωτής υποχρεούται να θέσει ένα αγαθό που αγόρασε εξ αποστάσεως στη διάθεση του πωλητή. Ο τόπος αυτός πρέπει να είναι κατάλληλος να διασφαλίσει αποκατάσταση της συμμόρφωσης δωρεάν, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή, λαμβανομένων υπόψη της φύσης του αγαθού και του σκοπού για τον οποίο ο καταναλωτής προόριζε το αγαθό. Συναφώς, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να πραγματοποιήσει μια σύμφωνη προς την Οδηγία 1999/44 ερμηνεία, συμπεριλαμβανομένης, ενδεχομένως, της μεταβολής πάγιας νομολογίας εφόσον αυτή βασίζεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της ως άνω οδηγίας.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, υπόθεση C-25/18, Brian Andrew Kerr κατά Pavlo Postnov και Natalia Postnova – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και του άρθρου 4, παρ. 1, στοιχ. βʹ και γʹ, του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το άρθρο 7 σημείο 1 στοιχ. α του Κανονισμού 1215/2012 «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1)      α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή· [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το περιφερειακό δικαστήριο Blagoevgrad της Βουλγαρίας Okrazhen sad – Blagoevgrad στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Brian Andrew Kerr και, αφετέρου, του Pavlo Postnov και της Natalia Postnova, σχετικά με τη μη καταβολή από τους τελευταίους των ετησίων συνεισφορών στα έξοδα πολυκατοικίας, διαχειριστής της οποίας είναι ο B. A. Kerr. Ειδικότερα,  ο P. Postnov και η N. Postnova, που κατοικούν στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, είναι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε πολυκατοικία ευρισκόμενη στο Μπάνσκο (Βουλγαρία), το οποίο περιήλθε στην κυριότητά τους με σύμβαση αγοραπωλησίας. Στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των συνιδιοκτητών της εν λόγω πολυκατοικίας, οι οποίες έλαβαν χώρα τον Ιανουάριο του 2013, τον Ιανουάριο του 2014, τον Φεβρουάριο του 2015, τον Μάρτιο του 2016 και τον Μάρτιο του 2017, ελήφθησαν αποφάσεις σχετικά με τις ετήσιες συνεισφορές στις δαπάνες της πολυκατοικίας που αφορούσαν τη συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων. Ο διαχειριστής υποστηρίζοντας ότι ο P. Postnov και η Ν. Postnova δεν είχαν εκπληρώσει στο ακέραιο την υποχρέωσή τους να καταβάλουν τις ανωτέρω ετήσιες συνεισφορές, προσέφυγε ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου. Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει την ανωτέρω διαφορά βάσει του Κανονισμού 1215/2012 με το σκεπτικό ότι οι ο P. Postnov και η Ν. Postnova είχαν την κατοικία τους στο Δουβλίνο (Ιρλανδία) και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των εξαιρέσεων από τον γενικό κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι διαφορά που αφορά υποχρέωση πληρωμής που προκύπτει από απόφαση της – μη έχουσας νομική προσωπικότητα και συσταθείσας ειδικά εκ του νόμου για την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων – γενικής συνελεύσεως των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας, η οποία έχει ληφθεί από την πλειοψηφία των μελών της, αλλά τα δεσμεύει συλλήβδην, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον όρο «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι η ανωτέρω διαφορά εμπίπτει στον όρο «διαφορές εκ συμβάσεως».

4. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, υπόθεση C-631/17, SF κατά Inspecteur van de Belastingdienst – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του Κανονισμού 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 στοιχ. ε του Κανονισμού 883/2004 «οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων αʹ έως δʹ, υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού που του εξασφαλίζουν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών (Hoge Raad der Nederlanden) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του SF και του προϊσταμένου της φορολογικής αρχής των Κάτω Χωρών σχετικά με την υπαγωγή του SF στο ολλανδικό γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για την περίοδο μεταξύ 13 Αυγούστου και 31 Δεκεμβρίου 2013. Ειδικότερα, ο SF, Λετονός υπήκοος και κάτοικος Λετονίας, απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος στην Oceanwide Offshore Services B.V, επιχείρηση με έδρα στις Κάτω Χώρες. Ο SF ασκούσε τη δραστηριότητα αυτή σε πλοίο υπό σημαία Μπαχαμών, το οποίο, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, έπλεε υπεράνω του γερμανικού τμήματος της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 11, παρ. 3, στοιχ. εʹ, του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι κατάσταση κατά την οποία ένα πρόσωπο, ενώ εργάζεται ως ναυτικός για λογαριασμό εργοδότη εγκατεστημένου σε Κράτος μέλος (Κάτω Χώρες), σε πλοίο που φέρει τη σημαία τρίτου κράτους (Μπαχάμες) και πλέει εκτός της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατηρεί την κατοικία του στο Κράτος-μέλος καταγωγής του (Λετονία), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, με αποτέλεσμα η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία να είναι εκείνη του Κράτους-μέλους κατοικίας του εν λόγω προσώπου. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω πραγματική κατάσταση εμπίπτει στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο 

5. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, υπόθεση C-55/18, Federación de Servicios de Comisiones Obreras (CCOO) κατά Deutsche Bank SAE – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 31, παρ. 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των άρθρων 3, 5, 6, 16 και 22 της Οδηγίας 2003/88 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, καθώς και του άρθρου 4, παρ. 1, του άρθρου 11, παρ. 3, και του άρθρου 16, παρ. 3, της Οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Κεντρικό Δικαστήριο της Ισπανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Federación de Servicios de Comisiones Obreras (CCOO) και της Deutsche Bank SAE σχετικά με τη μη εφαρμογή από την εταιρία αυτή συστήματος καταγραφής του ημερήσιου χρόνου εργασίας των εργαζομένων που απασχολεί. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 3, 5, 6, 16 και 22 της Οδηγίας 2003/88, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 11, παράγραφος 3, και το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/391, καθώς και με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία Κράτους- μέλους η οποία, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, δεν επιβάλλει στους εργοδότες την υποχρέωση να εφαρμόζουν σύστημα μετρήσεως του ημερήσιου χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι για να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 2003/88, τα Κράτη-μέλη πρέπει να εγγυώνται την τήρηση των ως άνω ελάχιστων περιόδων αναπαύσεως και να εμποδίζουν κάθε υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας. Το ΔΕΕ σημείωσε ότι αν και τα Κράτη-μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2003/88, οφείλουν να εγγυώνται την πλήρη πρακτική αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων εργαζομένων, δηλαδή τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και την τήρηση του ανώτατου ορίου μέσης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η εθνική νομοθεσία που δεν επιβάλει υποχρέωση καταγραφής του ημερήσιου χρόνου εργασίας υπό το πρίσμα της ερμηνείας της σχετικής ρύθμισης από τα εθνικά δικαστήρια αντιτίθεται στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο

6. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 2019, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-508/18, C-82/19 PPU, Minister for Justice and Equality κατά OG (C-508/18)  και PI (C-82/19 PPU) – Προδικαστικές 

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 της ανωτέρω απόφασης πλαίσιο «Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους». Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ανώτατο και το ανώτερο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (Supreme and High Court) στο πλαίσιο εκτελέσεως, δύο ΕΕΣ τα οποία εκδόθηκαν αντίστοιχα, στην υπόθεση C-508/18 από την εισαγγελία του περιφερειακού δικαστηρίου του Lübeck της Γερμανίας, στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατά του OG, και, στην υπόθεση C-82/19 PPU από την εισαγγελία του Zwickau, της Γερμανίας, στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατά του PI.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν ο όρος «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά το άρθρο 6, παρ. 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει τις εισαγγελίες Κράτους-μέλους οι οποίες είναι αρμόδιες για την άσκηση ποινικών διώξεων και τελούν σε σχέση εξαρτήσεως από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας του Κράτους-μέλους, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, και οι οποίες ενδέχεται να λάβουν, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως σχετικής με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το περιεχόμενο του όρου «δικαστική αρχή» αναφέρεται όχι μόνον στους δικαστές ή τα δικαιοδοτικά όργανα Κράτους-μέλους, αλλά και στις αρχές που καλούνται να μετάσχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω Κράτος-μέλος, σε αντίθεση, ιδίως, προς τα υπουργεία ή τις αστυνομικές αρχές που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο έχει την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει τις εισαγγελίες Κράτους-μέλους οι οποίες είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να υπόκεινται, άμεσα ή έμμεσα, σε εντολές ή οδηγίες της εκτελεστικής εξουσίας.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, υπόθεση C-396/17, Martin Leitner κατά Landespolizeidirektion Tirol – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, καθώς και των άρθρων 1, 2, 6, 9, 16 και 17 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Martin Leitner και της αστυνομικής διευθύνσεως του ομόσπονδου κράτους του Τιρόλο, σχετικά με τη μισθολογική προαγωγή του προσφεύγοντος και τη θέση του στην κλίμακα αποδοχών.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 1, 2 και 6 της Οδηγίας 2000/78, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, έχουσα αναδρομική ισχύ, η οποία, προκειμένου να θέσει τέλος σε δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας, προβλέπει μετάβαση των υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων σε νέο σύστημα αποδοχών και μισθολογικής προαγωγής, στο πλαίσιο του οποίου η πρώτη κατάταξη των υπαλλήλων αυτών καθορίζεται βάσει των τελευταίων αποδοχών τους στο πλαίσιο του προηγούμενου συστήματος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση και νομοθεσία.
Ένα δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν μια εθνική ρύθμιση αντιβαίνει στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας και στο άρθρο 47 του Χάρτη, η αρχή αυτή επιβάλλει να εξετασθεί εκ νέου η κατάσταση των υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων που έχουν υποστεί μια τέτοια διάκριση λόγω ηλικίας, κατά την εφαρμογή του μηχανισμού μεταβάσεως στο νέο σύστημα αποδοχών και μισθολογικής προαγωγής, και να μεταβούν οι υπάλληλοι αυτοί, χωρίς να υφίστανται διακρίσεις, στο νέο αυτό σύστημα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, άπαξ διαπιστωθεί δυσμενής διάκριση, αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, η αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται τη χορήγηση στους δημοσίους υπαλλήλους που δεν ευνοούνταν από το προγενέστερο σύστημα αποδοχών και μισθολογικής προαγωγής των ίδιων πλεονεκτημάτων με αυτά των οποίων ήταν σε θέση να τύχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι που ευνοούνταν από το σύστημα αυτό. 

8. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, υπόθεση C-677/17, M. Çoban κατά Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (Uwv) – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως περί της εφαρμογής των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως των Κρατών-μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους Τούρκους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους σε συνδυασμό με το άρθρο 59 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της αποφάσεως 3/80 «Εκτός αν η παρούσα απόφαση προβλέπει άλλως, οι εις χρήμα παροχές αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων, οι συντάξεις εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικής ασθενείας και τα επιδόματα θανάτου, που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, δεν δύνανται να υποστούν καμία μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση, κατάσχεση επειδή ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο όπου ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης».
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το εφετείο που είναι αρμόδιο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις  (Centrale Raad van Beroep) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του M. Çoban και του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού διαχειρίσεως των ασφαλίσεων των μισθωτών εργαζομένων των Κάτω Χωρών, σχετικά με την απόρριψη από το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο της αιτήσεως του M. Çoban να του χορηγηθεί συμπληρωματική παροχή βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 6, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80, σε συνδυασμό με το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, η οποία καταργεί το δικαίωμα σε συμπληρωματική παροχή Τούρκου υπηκόου ο οποίος επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του και ο οποίος, κατά την ημερομηνία της αναχώρησής του από το Κράτος-μέλος υποδοχής, έχει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, κατά την έννοια της Οδηγίας 2003/109.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι Τούρκος υπήκοος, όπως ο M. Çoban, είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει, βάσει του άρθρου 6, παρ. 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 3/80, το δικαίωμα σε συμπληρωματική παροχή μετά τη μεταφορά της κατοικίας του στην Τουρκία, ενώ οι πολίτες της Ένωσης εξακολουθούσαν να υπόκεινται στην απαίτηση πληρώσεως της προϋπόθεσης κατοικίας στο έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών προκειμένου να τύχουν του ίδιου δικαιώματος. Σύμφωνα με το ΔΕΕ η ανωτέρω κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο Τούρκος υπήκοος να απολαύει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από εκείνη που παρέχεται στους πολίτες της Ένωσης, γεγονός το οποίο δεν συνάδει με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου (το οποίο δεν επέτρεπε την ευνοϊκότερη μεταχείριση των Τούρκων πολιτών σε σχέση με του τους πολίτες της Ένωσης) 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη ενωσιακή νομοθεσία δεν αντιτίθεται στην επίμαχη εθνική νομοθεσία

9. Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 15ης Μαΐου 2019, υπόθεση C-341/17 P, Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Αίτηση αναίρεσης 

Η Ελληνική Δημοκρατία με την αίτηση της ζήτησε να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30ής Μαρτίου 2017, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑112/15) με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2014/950/ΕΕ της Επιτροπής για τον αποκλεισμό ορισμένων δαπανών από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πραγματοποιήθηκαν από τα Κράτη-μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ). Ειδικότερα, τον Σεπτέμβριο του 2008 και τον Φεβρουάριο του 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενήργησε δύο έρευνες όσον αφορά τις δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας, αντιστοίχως, για στρεμματικές ενισχύσεις και για μέτρα αγροτικής ανάπτυξης στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, καθώς και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), για το έτος 2008. Τον Δεκέμβριο του 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2014/950, με την οποία απέκλειε από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο των ανωτέρω Ταμείων.
Το ΔΕΕ αναίρεσε τα σημεία 2 και 3 του διατακτικού της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (T-112/15), καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, απέρριψε την προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας περιορίζοντας την εξέτασή του στη διόρθωση για το έτος υποβολής αιτήσεων 2008 που καταλογίστηκε στο οικονομικό έτος 2009 όσον αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση 5 % που επιβλήθηκε για τις ενισχύσεις του δεύτερου πυλώνα της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), ο οποίος επικεντρώνεται στην αγροτική ανάπτυξη, και μη εξετάζοντας τη διόρθωση για το έτος υποβολής αιτήσεων 2008 που καταλογίστηκε στο οικονομικό έτος 2010, ύψους 5 496 524,54 ευρώ, όσον αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση 5 %. Κατά τα λοιπά απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Υπόθεση C-24/17, κατά Republik Österreich – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης καθώς και των άρθρων 1, 2, 6 και 17 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Αυστριακής Συνομοσπονδίας Συνδικαλιστικών Οργανώσεων και της Δημοκρατίας της Αυστρίας με αντικείμενο τη νομιμότητα του ομοσπονδιακού συστήματος αποδοχών και μισθολογικής προαγωγής των συμβασιούχων υπαλλήλων στη δημόσια διοίκηση το οποίο θέσπισε ο Αυστριακός νομοθέτης με σκοπό να τεθεί τέλος σε δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας.
Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, για τον προσδιορισμό της μισθολογικής αρχαιότητας συμβασιούχου υπαλλήλου, συνυπολογίζονται στο σύνολό τους οι περίοδοι προϋπηρεσίας στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας με οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως ή δήμο Κράτους-μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, της Τουρκικής Δημοκρατίας ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, με οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή με διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Δημοκρατία της Αυστρίας και με παρόμοιους οργανισμούς, ενώ οποιαδήποτε άλλη περίοδος προϋπηρεσίας συνυπολογίζεται μόνο μέχρι δέκα έτη και στον βαθμό που είναι συναφής.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε αρχικά πρόσωπα που έχουν επαγγελματική πείρα άνω των δέκα ετών κτηθείσα σε άλλους εργοδότες πέραν των προαναφερόμενων θα αποθαρρυνθούν από την υποβολή αιτήσεως για τη θέση αυστριακού συμβασιούχου υπαλλήλου, λόγω του χαμηλότερου μισθολογικού κλιμακίου στο οποίο θα καταταχθούν, δεδομένου ότι οι σχετικές περίοδοι προϋπηρεσίας που αυτοί πραγματοποίησαν σε τέτοιους εργοδότες δεν θα ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους κατά τον καθορισμό της μισθολογικής αρχαιότητάς τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη εθνική νομοθεσία αντιτίθεται στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στο σχετικό παράγωγο ενωσιακό δίκαιο  διότι καθιστά λιγότερο ελκυστική την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων