Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

CES-Duth Working Paper 1/2020

Η ενωσιακή αλληλεγγύη σε αμφισβήτηση: το σύστημα μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο από την Ελλάδα και την Ιταλία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στις 23/4/2020 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)

Στις 2 Απριλίου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε την απόφασή του επί των προσφυγών για παράβαση, που σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ είχε ασκήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας (υποθέσεις C-715/17, C-718/17 και C-719/17 αντίστοιχα), που αρνούμενες να συμμορφωθούν με τον προσωρινό μηχανισμό μετεγκατάστασης (relocation) αιτούντων διεθνή προστασία, παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και ειδικά από την Απόφαση (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας  με σκοπό τη μετεγκατάσταση, σε υποχρεωτική βάση, 120.000 αιτούντων διεθνή προστασία από την Ελλάδα και την Ιταλία προς τα λοιπά Κράτη-μέλη της Ένωσης. Εξάλλου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Πολωνία και η Τσεχία παρέβησαν επίσης τις υποχρεώσεις τους από την προγενέστερη Απόφαση (ΕΕ) 2015/1523 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας  με σκοπό τη μετεγκατάσταση, σε υποχρεωτική βάση, 40.000 αιτούντων διεθνή προστασία από την Ελλάδα και την Ιταλία προς τα λοιπά κράτη μέλη της Ένωσης. Η Ουγγαρία δεν δεσμευόταν από τα μέτρα μετεγκατάστασης που προέβλεπε η τελευταία αυτή Απόφαση.
Δεν ήταν η πρώτη φορά του που το Δικαστήριο αντιμετώπισε διαφορά σχετική με την πρώτη από τις παραπάνω Αποφάσεις του Συμβουλίου, αφού κατόπιν των προσφυγών ακυρώσεων, που άσκησαν σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, η Σλοβακία και η Ουγγαρία (υποθέσεις C-643/15 και C-647/15 αντίστοιχα) το 2017 έκρινε, απορρίπτοντας τις προσφυγές, ότι η Απόφαση (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου είναι νόμιμη. 
Οι ανωτέρω αποφάσεις του ΔΕΕ πέρα από την προφανή πολιτική τους σημασία λόγω της σύνδεσής τους με την πρόσφατη προσφυγική κρίση και την αντιμετώπιση σημαντικών νομικών και θεσμικών ζητημάτων, αγγίζουν τον πυρήνα του προβλήματος της κρίσης αξιών που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό η μελέτη αρχικά συζητά την απόφαση του ΔΕΕ επί των προσφυγών ακυρώσεως και κατόπιν την πρόσφατη απόφαση για τις προσφυγές για παράβαση. Η μελέτη καταλήγει με τα εξής συμπεράσματα:

(α) Οι απαντήσεις του Δικαστηρίου στα κλασικά ζητήματα, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει,  ήταν κλασικές, και λίγο ή πολύ αναμενόμενες, ωστόσο  ήταν πειστικές και ως τέτοιες παρουσιάζουν εξαιρετική παιδευτική αξία για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα αυτό δεν είναι αυτονόητο, αφού τουλάχιστον μια ομάδα Κρατών-μελών διαρκώς προωθεί μια άλλη ανάγνωση της αρχής της θεσμικής (συνταγματικής) αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-μελών, που εδράζεται στο άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ  (αρχή της καλόπιστης συνεργασίας) και τοποθετείται στον πυρήνα της ιδιότητας του Κράτους-μέλους της Ένωσης.

(β) Είναι γεγονός ότι το Κοινό Σύστημα Ασύλου, όπως οικοδομήθηκε με τους Κανονισμούς Δουβλίνο ΙΙ και ΙΙΙ, έχει καταρρεύσει. Οι παραπάνω υποθέσεις, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το Δικαστήριο, καταδεικνύουν ότι στο υπό διαμόρφωση «Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο», που επεξεργάζεται σήμερα η Επιτροπή, θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα δεσμευτικό μηχανισμό για τον διαμοιρασμό των προσφύγων από τις χώρες πρώτης εισόδου σε περισσότερες χώρες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον σεβασμό και την αποτελεσματική λειτουργία του οποίου η Ένωση θα πρέπει να μπορεί να εγγυηθεί. Εξάλλου, το φτωχό αποτέλεσμα της εφαρμογής του συστήματος μετεγκατάστασης το οποίο υιοθετήθηκε με την Απόφαση (ΕΕ) 2015/1601, αφού τον Σεπτέμβριο 2017 όταν και έληξε η ισχύς της αποφάσεως είχαν μετεγκατασταθεί μόνο 28.000 αιτούντες από την Ελλάδα και την Ιταλία σε άλλα Κράτη-μέλη, καταδεικνύει ότι τέτοιες αμφιλεγόμενες αποφάσεις δεν μπορεί παρά να λαμβάνονται με συναίνεση όλων των Κρατών-μελών. Στην αντίθετη περίπτωση, φαίνεται ότι υπάρχουν Κράτη-μέλη που είναι έτοιμα να καταβάλλουν οικονομικές κυρώσεις κατά το άρθρο 260 ΣΛΕΕ παρά να συμμορφωθούν. 

(γ) Μια εικοσαετία σχεδόν μετά την τελευταία ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών συμμόρφωσης (enforcement) του ενωσιακού δικαίου αυτοί δείχνουν να έχουν φτάσει στα όρια τους, στο βαθμό που με δυσκολία μπορούν να επιβάλλουν την τήρηση των κανόνων, ιδιαίτερα όταν απέναντι τους βρίσκονται Κράτη-μέλη, που είναι έτοιμα κάθε φορά να αμφισβητήσουν την αξιακή ταυτότητα της Ένωσης και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των νομικών πράξεών της. Μηχανισμοί που αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικοί για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς σήμερα μοιάζουν αδύναμοι, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν τη διολίσθηση από τα νομικά και αξιακά θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωση, που με τη σειρά της υπονομεύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών.

(ε) Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ανωτέρω υποθέσεις έρχονται να προστεθούν στις πρόσφατες περιπτώσεις οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου, που αντιμετώπισε το Δικαστήριο, προερχόμενες από τα ίδια Κράτη-μέλη κάθε φορά, δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά για το αν ο «αυταρχικός νομικισμός» (autocratic legalism) μπορεί να αντιμετωπισθεί με αμιγώς νομικά μέσα ή η αντιμετώπιση αυτή μπορεί να καταλήξει μόνο σε μια «πύρρειο νίκη». Παρά την ομολογουμένως επιτυχή έως επαναστατική σε κάποιες περιπτώσεις νομολογία του Δικαστηρίου αργά ή γρήγορα θα ανοίξει η συζήτηση για την αναγκαία επαναδιατύπωση των αξιών της Ένωσης αλλά και την επανατοποθέτηση των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν την ιδιότητα του Κράτους-μέλους.  Η συζήτηση αυτή, όμως, είναι καθήκον των Κρατών-μελών και όχι του Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι η νομολογία του για το περιεχόμενο των θεμελιωδών αρχών της πίστης προς την Ένωση και της αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-μελών δεν μπορεί παρά να αποτελεί το σημείο εκκίνησης της συζήτησης αυτής.
Δες το σύνολο της μελέτης εδώ

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1/2020
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ ΚΑΤΑ ΤΟ 2019
Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε το Μάρτιο 2020 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline.gr)

Στις σελίδες του digestaonline προσεγγίζουμε την παρουσία της Ελλάδας ενώπιον των δικαστικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το έτος 2019. Πρόκειται για μία καταγραφή, που γίνεται εκ μέρους μας από το 2004, των αποφάσεων των ενωσιακών Δικαστηρίων με ελληνικό ενδιαφέρον, ταξινομημένων κατά θεματική ενότητα και όχι κατά την ημερομηνία έκδοσης ή το είδος διαδικασίας/προσφυγής. Τέτοιες θεωρούμε, κυρίως, τις αποφάσεις επί προσφυγών για παράβαση που ασκήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, τις αποφάσεις επί προσφυγών ακυρώσεως, κατά παραλείψεων και αποζημιώσεως που ασκήθηκαν από την ελληνική Κυβέρνηση ή από Έλληνες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) κατά των κοινοτικών οργάνων, τις προδικαστικές παραπομπές στο ΔΕΕ εκ μέρους ελληνικών δικαστηρίων και, ενδεχομένως, τις παραπομπές στο Δικαστήριο εκ μέρους δικαστηρίων άλλων Κρατών-μελών, στις οποίες εμπλέκεται Έλληνας ως διάδικος στην κύρια δίκη και, τέλος, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου (ΔΕΕ) επί αναιρέσεων κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (ΓΔΕΕ). 
Στην παρακάτω καταγράφονται μόνο οι οριστικές αποφάσεις του ΔΕΕ ή του ΓΔΕΕ και όχι οι εισαχθείσες υποθέσεις κατά την περίοδο αναφοράς ή οι υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση αλλά βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο (π.χ. έχουν δημοσιευθεί οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα). Εξάλλου, έχουν παραληφθεί μόνο οι υπαλληλικές προσφυγές Ελλήνων κοινοτικών υπαλλήλων κατά των ενωσιακών Οργάνων στα οποία απασχολούνται, στο βαθμό που αυτές παρουσιάζουν μόνο προσωπικό ενδιαφέρον και θα επιβάρυναν αδικαιολόγητα την παρουσίαση. Η αναφορά παρακάτω περιορίζεται στον τίτλο της απόφασης (Δικαστήριο, αριθμός απόφασης, διάδικοι, ημερομηνία εκδόσεως), στη συνοπτική περίληψη καθώς και το διατακτικό της ενώ δεν περιλαμβάνει άλλα μέρη και, κυρίως, το σκεπτικό της απόφασης. Οι ενδιαφερόμενοι, πάντως, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη διαδικτυακή πύλη του ΔΕΕ (http://curia.eu.int) για να αντλήσουν το σύνολο των στοιχείων μίας αποφάσεως.
Από τη μελέτη των ελληνικού ενδιαφέροντος αποφάσεων των Δικαστηρίων της ΕΕ παρατηρούμε τα εξής:

1. Κατά την περίοδο αναφοράς (2019) καταγράφτηκαν  δώδεκα (12) αποφάσεις με ελληνικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν παραπάνω. Ο αριθμός αυτός, που είναι ίδιος με τον αριθμό των αποφάσεων του 2018 και κινείται σε συμφωνία με τον αριθμούς που παρατηρούνται κατά κανόνα την τρέχουσα δεκαετία (μόλις 11 αποφάσεις το 2011 και το 2013, 13 το 2012 και 17 το 2016, 12 το 2018). Στο ίδιο διάστημα, βέβαια, παρατηρήθηκαν και αρκετά υψηλότεροι αριθμοί (40 το 2014 και 21 το 2017), ωστόσο, όπως είχαμε παρατηρήσει, ο ιδιαίτερα υψηλοί αυτοί αριθμοί οφείλονταν στο μεγάλο αριθμό αποφάσεων στενά ιδιωτικού ενδιαφέροντος (δημόσιες συμβάσεις, σήμα) το 2014 και σε αποφάσεις επί  υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων το 2017. Το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται από τη διαχρονική έρευνα της παρουσίας της Ελλάδας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι ο ετήσιος αριθμός αποφάσεων με ελληνικό ενδιαφέρον δεν μπορεί να αυξηθεί θεαματικά όσο ο αριθμός ελληνικών προδικαστικών παραπομπών παραμένει εξαιρετικά χαμηλός και αποκλίνει σημαντικά από τους αριθμούς άλλων Κρατών-μελών (βλ. παρακάτω). Ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί προδικαστικών παραπομπών που περιήλθαν στο Δικαστήριο κατά το 2018: Γερμανία 78, Ιταλία 68, Ισπανία 67, Γαλλία 41 και Βέλγιο 40 (τα στοιχεία για το 2029 δεν είναι ακόμη διαθέσιμα). 

2. Το 2019 παρουσιάζεται η ίδια βελτιωμένη εικόνα της χώρας μας σε ότι αφορά τις παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, που παρατηρείται από το 2010 και μετά. Έτσι, από τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των είκοσι δύο  (22) αποφάσεων του Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν το 2009, με τις οποίες αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή κατά Κράτους-μέλους) η παραβίαση των υποχρεώσεων εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, καταγράφονται δύο (2) μόνο καταδικαστικές αποφάσεις κατά την περίοδο αναφοράς. Ο αριθμός αυτός αποτελεί την καλύτερη επίδοση της χώρας μας σε σχέση με τη συμμόρφωση στις υποχρεώσεις της και κινείται κοντά στο μέσο όρο του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων ανά Κράτος-μέλος στην Ένωση των 28, που είναι περίπου 1 έως 1,2 καταδικαστικές αποφάσεις.  Οι λόγοι αυτής της βελτίωσης έχουν εκτεθεί διεξοδικά στο αντίστοιχο σημείωμά μας για το 2014, οπότε παρέλκει η εκτενής επανάληψή τους. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι αυτή, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται: Στη σημασία που φαίνεται να αποδίδει πλέον η χώρα μας στην τήρηση των υποχρεώσεών της έναντι της Ένωσης, στην προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω της την κατηγορία του Κράτους – παραβάτη των υποχρεώσεων του και ταυτόχρονα να ενδυναμώσει τις διαπραγματευτικές δυνατότητές της εντός της ενωσιακών θεσμών και, τέλος, στη βελτίωση των ρυθμών με τους οποίους η ελληνική δημόσια διοίκηση προωθεί την ενσωμάτωση κανόνων του ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη αλλά και των δυνατοτήτων συνεννόησης και διαπραγμάτευσης με την Επιτροπή, με σκοπό τη διευθέτηση των παραβιάσεων σε προδικαστικό στάδιο. Η βελτιωμένη αυτή εικόνα «θαμπώνει» αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει η πρώτη χώρα σε εισηγμένες προσφυγές για παράβαση κατά την πενταετία 2014 – 2018, αφού η Επιτροπή προσέφυγε κατά της χώρας μας συνολικά είκοσι τέσσερις (22) φορές για παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας (στην επόμενη θέση βρίσκεται η Γερμανία με 17 ενώ ακολουθούν η Πολωνία και η Ισπανία με 16 προσφυγές). Στο ίδιο διάστημα εκδόθηκαν είκοσι (20) καταδικαστικές αποφάσεις κατά της χώρας μας, που και πάλι την φέρνουν στην πρώτη θέση μεταξύ των 28 Κρατών-μελών (τις επόμενες θέσεις καταλαμβάνουν η Ισπανία με 14, η Πολωνία και η Γερμανία με 13 καταδικαστικές αποφάσεις). Θα πρέπει να σημειώσουμε, εξάλλου, ότι κατά μέσο όρο τα τελευταία έτη αντιστοιχεί 1 έως 1,2 καταδικαστικές αποφάσεις ανά Κράτος-μέλος (ΕΕ/28). 
Ωστόσο, θα πρέπει να τονισθεί ως θετικό το γεγονός ότι μεταξύ των δύο (2) καταδικαστικών αποφάσεων του 2019 δεν καταγράφεται απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται παραβίαση απ’ αυτές που χαρακτηρίζονται «πεισματικές», δηλαδή αυτές με τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 260 ΣΛΕΕ, επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση σε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση του ΔΕΕ.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δύο (2) καταδικαστικές αποφάσεις αφορούν η μία την ελευθερία εγκαταστάσεως και η άλλη τη φορολογία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι δεν παρουσιάζονται για πρώτη χρόνια καταδικαστικές αποφάσεις στον τομέα του περιβάλλοντος, που ιστορικά αποτελεί τον τομέα της ενωσιακής νομοθεσίας, στον οποίο σημειώνονται οι περισσότερες παραβιάσεις τόσο από την χώρα μας όσο και από τα υπόλοιπα  Κράτη-μέλη. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε το 2019 με υποθέσεις  επεξεργασίας των  αστικών λυμάτων και διαχείρισης των αποβλήτων, που έχουν αναδειχθεί στα κυριότερα ζητήματα τριβής με την Ευρωπαϊκή Ένωση.   

3. Το 2019 εντοπίζονται μόλις δύο (2) αποφάσεις του ΔΕΕ επί προδικαστικών παραπομπών κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, που προήλθαν από Συμβούλιο της Επικρατείας και τον Άρειο Πάγο. Η σταθερά μικρή έως ελάχιστη συνεργασία των ελληνικών δικαστηρίων με το ΔΕΕ μέσω της προδικαστικής διαδικασίας και το 2019 επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε παρουσιάζοντας την ελληνική παρουσία στα δικαστικά όργανα της Ένωσης για την προηγούμενη πενταετία, ορισμένα εκ των οποίων είμαστε υποχρεωμένοι σε γενικές γραμμές να επαναλάβουμε: 
Πρώτον, ο εξαιρετικά μικρός αριθμός των προδικαστικών παραπομπών εκ μέρους των ελληνικών δικαστηρίων  κινείται σε ρυθμούς αντίθετους με την ευρωπαϊκή τάση αύξησης του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και αντιμετώπισης τόσο από τις Νομικές Σχολές όσο και από τα αρμόδια διοικητικά και εκπαιδευτικά όργανα της δικαιοσύνης. 
Δεύτερον, δεν φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση του αριθμού των προδικαστικών παραπομπών προερχομένων από τα ελληνικά δικαστήρια τα εξής γεγονότα: η αναγνώριση από το ΔΕΚ, με τη γνωστή απόφαση Köbler, της ευθύνης των Κρατών-μελών σε αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, όταν αυτές είναι αντίθετες με ενωσιακό δίκαιο (εξωσυμβατική ευθύνη), η σημαντική βελτίωση στις επιδόσεις του ΔΕΕ όσον αφορά το χρόνο, που απαιτείται για την έκδοση εκ μέρους του αποφάσεων επί προδικαστικών παραπομπών (κατά μέσο όρο 16 μήνες), η καθιέρωση ταχείας διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, καθώς και η σημαντική αύξηση της δικαστικής ύλης στο πλαίσιο των πολιτικών του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (Μετανάστευση, Άσυλο, Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία στις Ποινικές Υποθέσεις, Δικαστική Συνεργασία στις Αστικέ Υποθέσεις). 

4. Στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος θα πρέπει να επισημάνουμε, ως έχουσες ιδιαίτερη σημασία τις παρακάτω αποφάσεις του Δικαστηρίου:
(α) Υπόθεση C 729/17, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες, που πρέπει να αποτελούνται από έναν τουλάχιστον Δικηγορικό Σύλλογο και ένα τουλάχιστον Επιμελητήριο στην Ελλάδα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 15, παρ. 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παρ. 3, της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά. Επιπλέον, Η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, υποβάλλοντας τη διαδικασία αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων σε προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων σχετικά με το περιεχόμενο των πιστοποιητικών και επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των ουσιωδών διαφορών και διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, υποχρεώνοντας τους αιτούντες διαπίστευσης της ιδιότητας του διαμεσολαβητή, που κατέχουν τίτλους διαπίστευσης αποκτηθέντες στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης, κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, να διαθέτουν εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, καθώς και από τα άρθρα 13 και 14, από το άρθρο 50, παρ. 1, και από το παράρτημα VII της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 (στο εξής: Οδηγία 2005/36). Σε αντίκρουση της προσφυγής της Επιτροπής η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε προκαταρκτικά ότι η επίδικη νομοθεσία είχε καταργηθεί από τις 17 Ιανουαρίου 2018, ημερομηνία της δημοσίευσης του νόμου 4512/2018, με αποτέλεσμα οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την προσφυγή της να έχουν πλέον καταστεί κενές περιεχομένου. Σε απάντηση στην ως άνω επιχειρηματολογία η Επιτροπή υποστήριξε ότι η κρινόμενη προσφυγή αφορά και την κατάσταση που προέκυψε από τις εν λόγω νομοθετικές τροποποιήσεις, που εισήχθησαν με τον νόμο 4512/2018, στο μέτρο που με τα νέα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα μετά την αιτιολογημένη γνώμη διατηρήθηκε στο σύνολό του το σύστημα που είχε θεσπιστεί με τη νομοθεσία που αποτέλεσε το αντικείμενο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Ελληνικής Κυβέρνησης, υπενθυμίζοντας την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την όποια  η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους ως είχε κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ενώ ενδεχόμενες μεταγενέστερες μεταβολές δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο. Απέρριψε, εξάλλου, και τον ισχυρισμό της Επιτροπής τονίζοντας ότι το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να διευρυνθεί ώστε να καλύπτει υποχρεώσεις που απορρέουν από νέες διατάξεις, αντίστοιχες των οποίων δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο της επίμαχης πράξης, διότι τούτο θα συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως. Επί της ουσίας και σε ότι αφορά την πρώτη αιτίαση η Ελληνική Κυβέρνηση περιορίστηκε στην επισήμανση ότι, μετά τη θέσπιση του νόμου 4512/2018, αυτή αιτίαση έχει καταστεί κενή περιεχομένου. Το Δικαστήριο έκρινε τελικά ότι η Ελληνική Δημοκρατία, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες τις οποίες πρέπει να συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο της Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15, παρ. 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παρ. 3, της Οδηγίας 2006/123. Σχετικά με την δεύτερη αιτίαση η Ελληνική Κυβέρνηση περιορίστηκε στην επισήμανση ότι η υπουργική απόφαση 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, καταργήθηκε με τη θέση σε ισχύ του νόμου 4512/2018 και, ως εκ τούτου, θεωρεί ότι η εξεταζόμενη αιτίαση έχει καταστεί κενή περιεχομένου. Το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή αυτήν επιχειρηματολογία και έκρινε  ότι η Ελληνική Δημοκρατία, επιβάλλοντας, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων, πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο των απαιτούμενων πιστοποιητικών και αντισταθμιστικά μέτρα χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση της ύπαρξης πιθανών ουσιωδών διαφορών με την εθνική εκπαίδευση, καθώς και διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, καθόσον υποχρεώνουν τους αιτούντες διαπίστευση της ιδιότητας του διαμεσολαβητή που κατέχουν τίτλους διαπίστευσης αποκτηθέντες στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης, κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, να διαθέτουν εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 13 και 14, από το άρθρο 50, παράγραφος 1, καθώς και από το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36.

(β) Υπόθεση C-91/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. Με προσφυγή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά καθώς και βάσει του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία υποβάλλει σε συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένο κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή (α) το παραγόμενο από τους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς» προϊόν τσίπουρο/τσικουδιά και (β) το παραγόμενο από τους αποκαλούμενους μικρούς, «διήμερους» αποσταγματοποιούς προϊόν τσίπουρο/τσικουδιά σε σημαντικά μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης, ενώ τα αλκοολούχα ποτά που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη υπόκεινται στον κανονικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης. Προς στήριξη της προσφυγής της η Επιτροπή ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο ελληνικό φορολογικό καθεστώς οδήγησε στη μείωση των πωλήσεων από το 2010 των εισαγόμενων στην Ελλάδα αλκοολούχων ποτών, όπως το ουίσκι, το τζιν και η βότκα, σε σύγκριση με την πώληση των εγχωρίως παραγόμενων, γεγονός που αποδεικνύει το προστατευτικό αποτέλεσμα της ελληνικής νομοθεσίας περί ειδικών φόρων κατανάλωσης. Η Ελληνική Δημοκρατία αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της Επιτροπής υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι (α) το ούζο, αφενός, και το τσίπουρο και η τσικουδιά, αφετέρου, ανήκουν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 110/2008, σε διαφορετικές κατηγορίες αλκοολούχων ποτών, δηλαδή το ούζο στην κατηγορία «αποσταγμένο anis» και το τσίπουρο καθώς και η τσικουδιά στην κατηγορία «απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής». Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα εν λόγω αλκοολούχα ποτά έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του ίδιου, μειωμένου κατά 50 %, συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης τόσο στο τσίπουρο και την τσικουδιά όσο και στο ούζο μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της Οδηγίας 92/83, παρά το γεγονός ότι η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά, (β) η επίμαχη ελληνική νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης δεν αντιβαίνει στο άρθρο 110, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στα προϊόντα άλλων κρατών μελών υψηλότερους φόρους από εκείνους που βαρύνουν τα ομοειδή εγχώρια προϊόντα. Συγκεκριμένα το τσίπουρο και η τσικουδιά, είτε είναι αρωματισμένα είτε όχι, διαφοροποιούνται από άλλα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά, όχι μόνον όπως το ουίσκι, το τζιν ή η βότκα, αλλά και όπως η grappa ή η ζιβανία και, γενικά, από τα αλκοολούχα ποτά της κατηγορίας του αποστάγματος στεμφύλων σταφυλής, (γ) τα έτη 2010 έως 2012 αποτέλεσαν περίοδο κρίσης και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη συναγωγή ασφαλών και αξιόπιστων συμπερασμάτων σχετικά με την κατανάλωση των διαφόρων κατηγοριών αλκοολούχων ποτών. Έτσι, δεν αποδεικνύεται ο προβαλλόμενος από την Επιτροπή προστατευτικός χαρακτήρας της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας προς όφελος του τσίπουρου και της τσικουδιάς, (δ)  οι μικροί αποσταγματοποιοί του τσίπουρου και της τσικουδιάς, οι αποκαλούμενοι «διήμεροι», λειτουργούν εντός συγκεκριμένου εθνικού πλαισίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη μια μακροχρόνια παραδοσιακή πρακτική. Η πώληση του τσίπουρου και της τσικουδιάς, προϊόντων παραγόμενων σε εξαιρετικά απλά μηχανήματα, πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο χύμα, από ιδιώτη σε ιδιώτη, τα προϊόντα δε αυτά δεν έχουν ποτέ αποτελέσει αντικείμενο ενδοκοινοτικών συναλλαγών. 
Το Δικαστήριο τελικά δεν έκανε δεκτή την ανωτέρω επιχειρηματολογία και κάνοντας δεκτή την προσφυγή της Επιτροπής έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει: 
(1) από τα άρθρα 19 και 21 της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παρ. 2, της εν λόγω Οδηγίας, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», και
(2) από τα άρθρα 19 και 21 της Οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παρ. 1, της ίδιας Οδηγίας και με το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για την αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους».

(γ) Υπόθεση C-431/17, Μοναχός Ειρηναίος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιακουμάκης του Εμμανουήλ κατά Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Η διαφορά στην κύρια δίκη προέκυψε όταν ο Ειρηναίος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιακουμάκης, μοναχός στην Ιερά Μονή Πέτρας (Καρδίτσα) με αίτησή του προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (ΔΣΑ) ζήτησε να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του Συλλόγου αυτού ως δικηγόρος, που απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο κράτος μέλος, και ειδικότερα στην Κύπρο. Ο ΔΣΑ απέρριψε την αίτηση αυτή, βάσει των εθνικών διατάξεων σχετικά με το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, εκτιμώντας ότι οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν και τους δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν δικηγορία στην Ελλάδα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής. Κατόπιν τούτου ο Μοναχός Ειρηναίος κατέθεσε αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προς στήριξη της αιτήσεως ακυρώσεως, προέβαλλε ιδίως ότι η εθνική νομοθεσία δεν συνάδει με τις διατάξεις της Οδηγίας 98/5, διότι επιβάλλει προϋπόθεση η οποία δεν προβλέπεται στην Οδηγία αυτή. Πλην όμως, κατά την άποψή του, η εν λόγω Οδηγία εναρμονίζει πλήρως τους κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής των δικηγόρων που έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά τους προσόντα σε άλλο κράτος μέλος. Ο ΔΣΑ υποστήριξε ότι η εθνική νομοθεσία κατά την οποία οι μοναχοί κωλύονται να αποκτήσουν τη δικηγορική ιδιότητα δικαιολογείται από θεμελιώδεις αρχές και κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής. Ως προς το ζήτημα αυτό, η ως άνω αρχή προβάλλει ότι οι μοναχοί, εξαιτίας της ιδιότητάς τους, δεν μπορούν να παρέχουν, σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες και αρχές, εχέγγυα, μεταξύ άλλων, ανεξαρτησίας έναντι των εκκλησιαστικών αρχών στις οποίες υπόκεινται, δυνατότητας πλήρους απασχολήσεως με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, ικανότητας χειρισμού υποθέσεων υπό συνθήκες αντιδικίας, πραγματικής εγκαταστάσεως στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένοι και συμμορφώσεως προς την απαγόρευση παροχής υπηρεσιών άνευ αμοιβής. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Το άρθρο 3 της οδηγίας [98/5] έχει την έννοια ότι η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των δικηγορικών συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα;».
Το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία δικηγόρος που έχει την ιδιότητα του μοναχού και είναι εγγεγραμμένος ως δικηγόρος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής απαγορεύεται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, λόγω του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία αυτή ασυμβίβαστου της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση της δικηγορίας.
Κλείνοντας αυτό το προλογικό σημείωμα θα ήθελα να ευχαριστήσω την κα  Κυριακή Ραφτοπούλου, Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, για τη συμβολή της στην έρευνα,  συγκέντρωση, επεξεργασία και ταξινόμηση του υλικού, που επισυνάπτεται.

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com