Τρίτη 14 Μαΐου 2019

CES-Duth Working Paper 3/2019
Προς την οικοδόμηση ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου
Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ

Ι. Εισαγωγικά 

Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ευρ.Κοινβ) φέρνουν εκ νέου στο προσκήνιο της πολιτικής και επιστημονικής συζήτηση, δυστυχώς όχι στην χώρα μας, το ζήτημα της εμβάθυνσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δράσης Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Το ζήτημα αυτό βρέθηκε στο επίκεντρο του προβληματισμού κατά την περίοδο της διαχείρισης της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, όταν τα Κράτη-μέλη επέλεξαν διακυβερνητικά εργαλεία αντιμετώπισης της κρίσης αλλά και ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης, που ως τέτοια ήταν ελάχιστα δημοκρατικά νομιμοποιημένα και διακρίνονταν για έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην αναζήτηση λύσεων έχουν κατατεθεί στη σχετική συζήτηση διάφορες απόψεις, που όλες - λιγότερο ή περισσότερο η κάθε μία - συνδέονται με το ρόλο του Ευρ.Κοινβ στην κρίσιμη αυτή καμπή της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι βασικές «σχολές σκέψεις» είναι οι εξής: 
(α) Η ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που αποτελεί μια κλασσική και παραδοσιακή προσέγγιση, αφού εξ αρχής η συρρίκνωση του κοινοτικού δημοκρατικού ελλείμματος συνδέθηκε με την αύξηση των αρμοδιοτήτων του Ευρ.Κοινβ, τόσο στη λήψη των αποφάσεων όσο και στο πολιτικό έλεγχο.
(β) Η ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων, που ως εναλλακτική λύση αναδείχθηκε κατά τη λήψη των αποφάσεων, που συνδέθηκαν με την διαχείριση της κρίσης χρέους. Η φύση των μεθόδων που επιλέχθηκαν και ο διακυβερνητικός τους χαρακτήρας είχε ως αποτέλεσμα την δραστηριοποίηση των εθνικών κοινοβουλίων μέσω των επικυρωτικών διαδικασιών, που ακολούθησαν ενώ η διεκδίκηση ενός ουσιαστικού ρόλου ενισχύθηκε από τις αλλεπάλληλες αποφάσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η εναλλακτική αυτή λύση μπορεί να λειτουργήσει είτε από μόνη της είτε σε συνδυασμό με την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανάλογα με το επίπεδο λήψης των αποφάσεων.  
(γ) Η ενίσχυση της διακοινοβουλευτικής συνεργασίας Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εθνικών Κοινοβουλίων, που φαντάζει ως ο «τρίτος δρόμος» με σημείο αναφοράς τη Συνθήκη της Λισαβόνας, που στο Πρωτόκολλο 1 σχετικά με το ρόλο των εθνικών Κοινοβουλίων στη Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια καθορίζουν από κοινού την οργάνωση και την προώθηση αποτελεσματικής και τακτικής διακοινοβουλευτικής συνεργασίας στο εσωτερικό της Ένωσης».

II. Η ανάγκη οικοδόμησης ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου: λόγος και αντίλογος 

Από σημαντική μερίδα της θεωρίας υποστηρίζεται ότι η αντιμετώπιση του ελλείμματος δημοκρατίας της Ένωσης γενικότερα και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης ειδικότερα απαιτεί την οικοδόμηση ενός «Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου» (European Political Space), η έλλειψη του οποίου παρουσιάστηκε ανάγλυφα κατά τη διάρκεια της διαχείρισης της κρίσης, όταν κυριάρχησαν οι διακυβερνητικού χαρακτήρα διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε συνδυασμό με μια φανερή ενίσχυση της ενωσιακής τεχνοκρατίας. 
Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται ότι «η Ένωση είναι μια δημοκρατία χωρίς λαό (demos)», όπου «δεν υπάρχει πραγματική εκπροσώπηση και λογοδοσία» στο βαθμό που όταν αποτύχει μια πολιτική της Ένωσης οι ευρωπαϊκοί λαοί καλούμενοι στις ευρωπαϊκές εκλογές δεν έχουν την εξουσία να καταψηφίσουν τους υπευθύνους της αποτυχίας και να επιλέξουν καταλληλότερους ηγέτες. Η κατάσταση αυτή ισοδυναμεί με «πολιτικό έλλειμμα», που αποτελεί τον πυρήνα του δημοκρατικού ελλείμματος της Ένωσης. Το πολιτικό αυτό έλλειμμα επί δεκαετίες καλύπτονταν από την νομιμοποίηση που προσέδιδε στην Κοινότητα και στην Ένωση  ένας κατ’ εξοχήν πολιτικός «μεσσιανισμός» (messianism), που μπορούσε να κινητοποιεί δυνάμεις και να εξασφαλίζει αποδοχή «στο κυνήγι της Γης της Επαγγελίας που περιμένει στο τέλος του δρόμου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Σήμερα όμως, που λόγω της κρίσης, κάθε απόθεμα νομιμοποίησης έχει εξαντληθεί «η πολιτικοποίηση της Ένωσης είναι το κλειδί για την κατάκτηση μιας πειστικής πολιτικής νομιμοποίησης» (J.H.H. Weiler  2013, 115 επ).  
Από την πλευρά του ο Miguel Poiares Maduro, κρίνοντας ότι είναι αναγκαία η πολιτική ενοποίηση, που θα υποστηρίξει την ολοένα και μεγαλύτερη εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων καθώς και την οικονομική αλληλεγγύη προς τα μέλη της Ένωσης, υποστηρίζει ότι «το σημείο εκκίνησης της διαδικασίας εγκαθίδρυσης της πολιτικής ενοποίησης πρέπει να είναι η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου (space)». Τονίζει, εξάλλου, ότι η πολιτική ενοποίηση δεν μπορεί να βασισθεί μόνο στους εθνικούς πολιτικούς χώρους, αφού κάτι τέτοιο «θα έπασχε τόσο από την έλλειψή μιας ξεκάθαρης πολιτικής εξουσίας που θα αναλάβει να ασκήσει τις παραχωρημένες εξουσίες όσο και από την αδυναμία εσωτερίκευσης των δημοκρατικών συνεπειών της αλληλεξάρτησης μεταξύ των Κρατών-μελών της Ένωσης» (M. P Maduro 2012).
Ακόμη, ο Mattias Kumm, τονίζει ότι κατά τη διαχείριση της κρίσης τα Κράτη-μέλη και κυρίως οι κυβερνήσεις τους (εκτελεστική εξουσία) «αιχμαλώτισαν» την ευρωπαϊκή πολιτική διαδικασία και εμπόδισαν την κινητοποίηση των αυτόνομων ευρωπαϊκών δυνάμεων νομιμοποίησης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι συγκρούσεις να είναι διακρατικού χαρακτήρα (οι Γερμανοί και οι Γάλλοι κατά των Ελλήνων και Ισπανών ή οι χώρες που παρείχαν χρηματοδοτική στήριξη εναντίον των χωρών που την έλαβαν κα), οι λύσεις παρουσιάστηκαν χωρίς την ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών και όχι ως αποτέλεσμα ενός ευρωπαϊκού πολιτικού διαλόγου και της συνακόλουθης υποχρέωσης λογοδοσίας στην περίπτωση της αποτυχίας τους. Στην ουσία οι ευρωπαίοι  πολίτες, όταν καλούνται να ψηφίσουν στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν έχουν να επιλέξουν μεταξύ πολιτικών - κυβερνητικών προγραμμάτων και των ηγετών, που εγγυώνται την εφαρμογή τους, στο βαθμό που «η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση δεν έχει κυβέρνηση» (J.H.H. Weiler  2013, 115 επ). Έτσι, αυτοί είτε απέχουν είτε στρέφονται στον εθνικιστικό λαϊκισμό ή στον ευρωσκεπτικισμό (M. Kumm, 2013, 135 επ). 
Τέλος, προτείνεται η πολιτικοποίηση της Ένωσης ως μέσο για την ενίσχυση της νομιμοποίησης των θεσμών της. Η θέση αυτή στηρίζεται στη σημασία ενός ευρωπαϊκού πολιτικού διαλόγου, που θα ξεκαθαρίζει τα ζητήματα και θα νομιμοποιεί τις λύσεις που επιλέγονται στα μάτια των πολιτών καθώς και στα μειονεκτήματα της διακυβερνητικής διαπραγμάτευσης, που διεξάγεται πίσω από κλειστές πόρτες. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πολιτικού χώρου θα περιορίσει, εξάλλου, «τον τεχνοκρατικό αυτοματισμό», που τείνει να αποτελέσει τον κανόνα κατά την διαχείριση της κρίσης και περιορίζει το ρόλο της Επιτροπής «στον εφαρμοστή ανέφικτων οικονομικών κανόνων, που συνεπάγονται δυστυχία σε όλο και περισσότερο εξαθλιωμένους ευρωπαίους πολίτες» (Viv. Schmidt  2013, 167 – 169). 
Ανεξάρτητα από την επιμέρους επιχειρηματολογία όλες οι παραπάνω προσεγγίσεις συντείνουν σε ένα κοινό τόπο: Η αναγκαία, για την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ένωσης, δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου περνά μέσα από την μετατροπή των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε εκλογές για την ανάδειξη της κυβέρνησης της Ένωσης. Οι υποστηριχτές της ανωτέρω θέσης προβάλλουν τα εξής επιχειρήματα υπέρ των απόψεών τους: 

Πρώτον, θα ενισχυθεί σημαντικά η δημοκρατική νομιμοποίηση του Προέδρου και της Επιτροπής και θα διασφαλισθεί η διαφάνεια κατά τη συγκρότηση και η λογοδοσία κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Η αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση θα επιτρέψει στην Επιτροπή να ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία κατά την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και να απεμπλακεί από «το ρόλο της γραμματείας, του εφαρμοστή διακυβερνητικών αποφάσεων και ελεγκτή» (J.H.H. Weiler  2013, 117), που της επιφύλαξαν τα Κράτη-μέλη (ή ορισμένα μόνο από αυτά) κατά τη διαχείριση της κρίσης. Παράλληλα, η Επιτροπή θα αυξήσει την αποτελεσματικότητά της, αφού θα γίνει περισσότερο συμπαγής πολιτικά και η σύνθεσή της θα διαμορφώνεται με βάση την ικανότητα εφαρμογής μιας συγκεκριμένης πολιτικής πλατφόρμας την οποία επέλεξαν οι ευρωπαίοι πολίτες στις εκλογές. Το αυξημένο πολιτικό κύρος της Επιτροπής θα της επιτρέψει να ασκήσει αποτελεσματικά τις νέες εξουσίες της επί των εθνικών προϋπολογισμών, προσεγγίζοντας αυτές με περισσότερο πολιτικό τρόπο από το σημερινό τεχνοκρατικό αυτοματισμό και το διαρκές κυνήγι αριθμητικών στόχων και της αντίληψης one-size-fits-all. 

Δεύτερον, ο Ευρωπαϊκός Πολιτικός Χώρος θα ενισχύσει περαιτέρω τη δημοκρατική νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που είναι ο θεσμός εκείνος που εθίγη περισσότερο από τις διακυβερνητικού χαρακτήρα λύσεις που προτιμήθηκαν κατά τη διαχείριση της κρίσης. Το Ευρ.Κοινβ, έτσι, θα καταστεί το επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου και της παραγωγής ιδεών και πολιτικής. Παράλληλα, θα αποτελέσει το θεσμό εκείνο ενώπιον του οποίου λογοδοτεί καθημερινά η Επιτροπή, η δε κατά το άρθρο 17 παρ. 8 ΣΕΕ εξουσία αποπομπής της Επιτροπής μετά την υιοθέτηση πρότασης μομφής θα αποκτήσει ουσιαστικότερο περιεχόμενο.

Τρίτον, μέσω της επεξεργασίας και προβολής των πολιτικών προγραμμάτων των ευρωπαϊκών κομμάτων, που θα ενσωματώνουν υπερεθνικές πολιτικές, θα ενισχυθεί ο πολιτικός διάλογος και η σύγκρουση των πολιτικών ιδεών  (δεξιάς – αριστεράς) σχετικά με την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και την επεξεργασία και εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης. Άλλωστε, όπως παρατηρείται «δημοκρατία χωρίς πολιτική είναι ένα σχήμα οξύμωρο» (J.H.H. Weiler  2013, 117).  Η επαναφορά του πολιτικού διαλόγου στις διαδικασίες παραγωγής πολιτικής της Ένωσης θα επιτρέψει, εξάλλου, την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων μεταξύ των οποίων οι ευρωπαίοι πολίτες μπορούν να επιλέξουν.  

Τέταρτον, η ύπαρξη εναλλακτικών προτάσεων, που τίθενται ενώπιον των πολιτών για να επιλέξουν, θα ενισχύσει το ενδιαφέρον τους για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την κινητοποίηση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων και θα αποτελέσει φραγμό στον ευρωσκεπτικισμό (M. Kumm, 2013, 136). Το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι πολίτες ολοένα και περισσότερο στρέφουν την πλάτη τους, προτιμώντας να απέχουν, στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρά τη σημαντικότατη αύξηση των εξουσιών του καταδεικνύει την ανάγκη δημιουργίας ενός πολιτικού χώρου στο πλαίσιο του οποίου αυτές θα μπορέσουν αυτές οι εξουσίες να ασκηθούν ουσιαστικά. 

Πέμπτον, η  δημιουργία του Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου θα βοηθήσει, εξάλλου, στην οικοδόμηση πραγματικών ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, που κατά το άρθρο 10 παρ. 4 ΣΕΕ «συμβάλλουν στην διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης και στην έκφραση της βούλησης των πολιτών της Ένωσης». 

Απέναντι σε αυτή την επιχειρηματολογία ο αντίλογος φαντάζει πτωχός και παρωχημένος. Υποστηρίζεται ότι ο ρόλος αλλά και ο τρόπος ανάδειξης της Επιτροπής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου είναι αντίθετος με την κατά το άρθρο 17 παρ. 3 εδαφ. γ ΣΕΕ ανεξαρτησία της Επιτροπής. Στο επιχείρημα αυτό αντιτάσσεται ότι η ανεξαρτησία της Επιτροπής και των μελών της αφορά τις σχέσεις της με τις κυβερνήσεις των Κρατών-μελών και τα ιδιωτικά συμφέροντα. Αντίθετα, η Επιτροπή πάντα ήταν πολιτικά υπεύθυνη απέναντι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Άλλωστε και η ίδια η Συνθήκη με τη νέα διάταξη του άρθρου 17 παρ. 7 ΣΕΕ προτρέπει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να λάβει υπόψη του κατά την επιλογή του Προέδρου της Επιτροπής τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εξάλλου, υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή «διασφαλίζει το κοινό συμφέρον», κάτι που τίθεται σε αμφιβολία από το προτεινόμενο μοντέλο για τη συγκρότησή της. Αυτό, όμως, είναι ικανό να εμποδίσει κατά τη διαμόρφωσή εκ μέρους της Επιτροπής του «κοινού συμφέροντος» την εμπλοκή πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών; Τέλος, προβάλλεται ότι ο ρόλος που επιφύλαξαν οι πατέρες των Συνθηκών στην Επιτροπή είναι διαχειριστικός των πολιτικών της Ένωσης, δηλαδή κατά βάση τεχνοκρατικός και όχι πολιτικός, όπως αυτός που θα κληθεί να διαδραματίσει στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι νέες εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν ευαίσθητους πολιτικά τομείς, όπως οι εθνικοί προϋπολογισμοί, απαιτούν ευρύτατη δημοκρατική νομιμοποίηση και μια περισσότερο πολιτική προσέγγιση παρά την κατά παράδοση τεχνοκρατική. 

III. Βήματα προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου

Η υλοποίηση του στόχου της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου αυτού απαιτεί τα εξής:

Κάθε ευρωπαϊκή πολιτική ομάδα (κόμμα), που συμμετέχει στις εκλογές του Ευρ.Κοινβ, επιλέγει και προτείνει τον υποψήφιό του για την κατάληψη της θέσης του Προέδρου της Επιτροπής σε περίπτωση νίκης στις εκλογές. Παράλληλα, επεξεργάζεται και προβάλλει την πολιτική – κυβερνητική του πλατφόρμα (πρόγραμμα), που ο υποψήφιος του προτίθεται να εφαρμόσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ευρωπαίοι πολίτες θα έχουν να κάνουν μια πραγματική πολιτική επιλογή στις εκλογές μεταξύ των πολλών που θα παρουσιασθούν. 

Σε κάθε Κράτος-μέλος τα πολιτικά κόμματα, που συμμετέχουν στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρ.Κοινβ, θα πρέπει να παρουσιάσουν τον υποψήφιο, που συγκεντρώνει την προτίμησή τους για την κατάληψη της θέσης του μέλους της Επιτροπής. Οι κυβερνήσεις των Κρατών-μελών θα πρέπει να προτείνουν ως μέλη της Επιτροπής κατά το άρθρο 17 παρ. 7 εδαφ. β ΣΕΕ  τους υποδειχθέντες υποψήφιους των κομμάτων που νίκησαν στις εκλογές.  Η διαδικασία αυτή θα αυξήσει τη διαφάνεια, θα επιτρέψει στους εκλογείς επιλογή προσώπων και προγραμμάτων, θα ενισχύσει τη νομιμοποίηση  και θα επιβάλλει τη λογοδοσία στις επόμενες εκλογές (Ing. Pernice, 2013, 4 – 26).                  
Αναμφίβολα η εγκαθίδρυση της Πολιτικής Ένωσης απαιτεί την τροποποίηση των Συνθηκών, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι η οι υποστηριχτές της δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου, όπως αυτός σκιαγραφήθηκε παραπάνω, που θα αποτελέσει σημείο εκκίνησης της πορείας προς την Πολιτική Ένωση και θα επιχειρήσει να συνδέσει την διακυβέρνηση με την πολιτική, τονίζουν ότι ο Χώρος αυτός έχει ως προαπαιτούμενο περισσότερο την «αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας της Ευρώπης» και λιγότερο την τροποποίηση των Συνθηκών (M. P. Maduro, 2012, 34 – 35). Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 ΣΕΕ μπορούν σε μεγάλο βαθμό να υποστηρίξουν τη δημιουργία του Χώρου, αν υπάρξει η σχετική πολιτική βούληση προς τούτο. Η ανάγκη αλλαγής της πολιτικής κουλτούρας τονίζεται από τη  V. A. Schmidt, που σημειώνει ότι η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου δεν αποτελεί πανάκεια αλλά στοίχημα, που μπορεί και να χαθεί όσο η οικονομική κρίση δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά και η ζωή εκατομμυρίων ευρωπαίων πολιτών επιδεινώνεται συνεχώς, όσο οι εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παραμένουν ένα δεύτερης τάξης ζήτημα για τα πολιτικά κόμματα και τους ευρωπαίους πολίτες και όσο οι υποψήφιοι και τα κόμματά τους δεν εφευρίσκουν πληρέστερες αφηγήσεις και επεξεργασμένα οράματα για το τι είναι και προς τα πού οδεύει η Ευρώπη. Στους παραπάνω κινδύνους θα προσθέταμε και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών. Ένα τέτοιο όμως πολιτικό πλαίσιο ευνοεί τις ακραίες αντιλήψεις για το ενωσιακό φαινόμενο και μπορεί να φαλκιδεύσει, ευκαιριακά έστω, την αντιπροσωπευτικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής (Viv. Schmidt  2013, 168 – 169). Οι κίνδυνοι αυτοί, πάντως, δεν θα πρέπει να εμποδίσουν το εγχείρημα.

IV. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

(α) Οι νέες εξουσίες που ανατίθενται στα όργανα της Ένωσης και κυρίως στην Επιτροπή, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τους εθνικούς προϋπολογισμούς, απαιτούν ενισχυμένη δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία. Οι λύσεις που θα επιλεγούν προς την κατεύθυνση αυτή δεν θα πρέπει να αποτελούν απλή αντιγραφή εθνικών θεσμών και διαδικασιών, που κατά κανόνα μεταφερόμενες αυτούσιες στο επίπεδο της Ένωσης χάνουν τη λειτουργικότητά τους, αυξάνουν την πολυπλοκότητά της και φαλκιδεύουν την αποτελεσματικότητα των θεσμών της. Η σταδιακή εγκαθίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Πολιτικού Χώρου, αν και δεν αποτελεί πανάκεια μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης της πορείας προς την Πολιτική Ένωση και σε κάθε περίπτωση βήμα προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης των ευρωπαϊκών θεσμών.

(β) Η συρρίκνωση του δημοκρατικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα και της ΟΝΕ ειδικότερα μέσα από την επιλογή διαδικασιών που θα αυξήσουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία των θεσμών της απαιτεί την αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας, που διέπει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στην παρούσα φάση, ως απαρχή της πορείας προς την πολιτική Ένωση, που θα εξασφαλίσει οριστικά δημοκρατία και αποτελεσματικότητα. Η πορεία αυτή, όμως, «απαιτεί σε κάθε περίπτωση ένα σοβαρό πολιτικό διάλογο και αποφάσεις από εκλεγμένα όργανα. Στην παρούσα οικονομική και κοινωνική κατάσταση, που απαιτεί μείζονές και δύσκολες αλλαγές σε όλα τα Κράτη-μέλη, κανένα μέτρο, ανεξάρτητα από τον τεχνοκρατικό ή μη χαρακτήρα του, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί απλά ως «απαίτηση των Βρυξελλών» (ή της Φραγκφούρτης)» (Rol. Bieber,  2011, σελ. 11). Ένας τέτοιος διάλογος, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, κατά την περίοδο της κρίσης δεν υπήρξε.     

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Rol. Bieber,  Observer - Policeman - Pilot? On Lacunae of Legitimacy and the Contradictions of Financial Crisis Management in the European Union, EUI LAW Working Papers, No. 2011/16 (2011), διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://hdl.handle.net/1814/19696.

2. M.Kumm, Democratic Challenges Arising from the Eurocrisis: What kind of a constitutional crisis is Europe in and what should be done about it?, στο European Parliament, Challenges of multi-tier governance in the European Union, Effectiveness, efficiency and legitimacy (Compendium of Notes), Μάρτιος 2013, σελ. 124 – 137, διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.europarl.europa.eu/activities/committees/studies.do?language=EN               

3. M. P. Maduro, A new governance for the European Union and the Euro: Democracy and Justice, RSCAS Policy Papers 2012/11, διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://cadmus.eui.eu/bitstream/handle/1814/24295/RSCAS_PP_2012_11rev.pdf?sequence=1

4. Viv. Schmidt, EU Differentiated Integration and the Role of the EU Political Economy, στο European Parliament, Challenges of multi-tier governance in the European Union, Effectiveness, efficiency and legitimacy (Compendium of Notes), Μάρτιος 2013, σελ.  161 – 175, οπ. παρ.                            

5. Ing. Pernice, What future(s) of democratic governance in Europe: learning from the crisis, στο European Parliament, Challenges of multi-tier governance in the European Union, Effectiveness, efficiency and legitimacy (Compendium of Notes), Μάρτιος 2013, σελ. 4 – 26, οπ. παρ.                             

6. J.H.H. Weiler, Democracy without the People: The Crisis of European Legitimacy “own resources”, στο European Parliament, Challenges of multi-tier governance in the European Union, Effectiveness, efficiency and legitimacy (Compendium of Notes), Μάρτιος 2013, σελ. 111 - 123, οπ. παρ.

7. Μιχ. Δ. Χρυσομάλλη, Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση: Οικοδόμηση, Εμβάθυνση, Ζητήματα Δημοκρατίας και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018
                            

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com





Σάββατο 11 Μαΐου 2019


CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Φεβρουάριος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ


1. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-492/18 PPU, Openbaar Ministerie κατά TC- Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια. Επιπροσθέτως, το άρθρο 17 της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 ορίζει ότι «1. Για την εξέταση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακολουθείται διαδικασία επείγοντος. […] 3. Στις λοιπές περιπτώσεις, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος   σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός 60 ημερών από τη σύλληψη του καταζητούμενου. 4. Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεσθεί εντός των προβλεπόμενων στις παραγράφους 2 ή 3 προθεσμιών, η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Σε αυτή την περίπτωση, οι προθεσμίες μπορούν να παρατείνονται κατά τριάντα ημέρες.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ των Κάτω χωρών (Rechtbank Amsterdam) στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στις Κάτω Χώρες, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως το οποίο εξέδωσαν οι αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στις 12 Ιουνίου 2017 εις βάρος του TC. Ειδικότερα, ο TC ήταν Βρετανός υπήκοος που κατοικούσε στην Ισπανία και θεωρούνταν ως εγκέφαλος εγκληματικής οργανώσεως, που διενεργούσε διακίνηση και πώληση σκληρών ναρκωτικών. Οι επίδικες εθνικές ρυθμίσεις προέβλεπαν γενική και άνευ όρων υποχρέωση απολύσεως μετά την πάροδο των 90 ημερών από τη σύλληψη του.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία προβλέπει γενική και άνευ όρων υποχρέωση απολύσεως ενός προσώπου που καταζητείται και συλλαμβάνεται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μόλις παρέλθει προθεσμία 90 ημερών από τη σύλληψή του, στην περίπτωση που υφίσταται πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του, ο οποίος δεν μπορεί να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων. Επιπροσθέτως, τέθηκε το ζήτημα αν το άρθρο 6 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία η οποία επιτρέπει να συνεχίζεται η κράτηση του καταζητούμενου και μετά την προθεσμία των 90 ημερών, βάσει μιας ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας, κατά την οποία η συγκεκριμένη προθεσμία αναστέλλεται όταν η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφασίζει είτε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είτε να αναμείνει την απάντηση επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε άλλη δικαστική αρχή εκτελέσεως είτε, ακόμη, να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως περί παραδόσεως, επειδή στο Κράτος-μέλος που εξέδωσε το ένταλμα υφίσταται ενδεχομένως πραγματικός κίνδυνος να υποστεί ο καταζητούμενος απάνθρωπες ή εξευτελιστικές συνθήκες κρατήσεως.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Απόφαση – Πλαίσιο 2002/584 αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομοθεσία ενώ το άρθρο 6 του Χάρτη αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομολογία.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-630/17, Anica Milivojević κατά Raiffeisenbank St. Stefan-Jagerberg-Wolfsberg eGen– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 56 και 63 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 4, παρ. 1, του άρθρου 17, του άρθρου 24, σημείο 1, και του άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ειρηνοδικείο Ριέκα της Κροατίας (Općinskisud u Rijeci – Stalnaslužba u Rabu) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Anica Milivojević, κατοίκου Κροατίας, και της Raiffeisenbank St. Stefan-Jagerberg-Wolfsberg eGen, εταιρίας αυστριακού δικαίου, με αντικείμενο αγωγή, ασκηθείσα από την Α. Milivojević, με την οποία ζητείται η ακύρωση της συναφθείσας με τη Raiffeisenbank συμβάσεως πιστώσεως και της συμβολαιογραφικής πράξεως περί συστάσεως υποθήκης προς εξασφάλιση της απαιτήσεως, καθώς και η εξάλειψη της εγγραφείσας στο κτηματολόγιο εμπράγματης ασφάλειας.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους, που έχει ως συνέπεια οι συμβάσεις πιστώσεως και οι ερειδόμενες επ’ αυτών δικαιοπραξίες, που συνάπτονται στο έδαφος αυτού του Κράτους-μέλους μεταξύ των οφειλετών και των πιστωτών, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο Κράτος-μέλος και δεν είναι κάτοχοι αδείας εκδοθείσας από τις αρμόδιες αρχές του πρώτου Κράτους-μέλους, προκειμένου να ασκούν τη δραστηριότητά τους στο έδαφός του, να είναι άκυρες από της συνάψεώς τους, έστω και εάν συνήφθησαν πριν από την έναρξη της ισχύος της εν λόγω νομοθεσίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αντιτίθεται στην επίδικη εθνική νομοθεσία.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-581/17, Martin Wächtler κατά Finanzamt  Konstanz - Προδικαστική.

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Κρατών-μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999. Η αίτηση υποβλήθηκε από το φορολογικό δικαστήριο Βάδης - Βυρτεμβέργης της Γερμανίας (Finanzgericht Baden-Württemberg) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του M. Wächtler και της φορολογικής αρχής της Κωνσταντίας (Γερμανία), με αντικείμενο την απόφαση της εν λόγω αρχής να φορολογήσει, συνεπεία της μεταφοράς της κατοικίας του M. Wächtler από τη Γερμανία στην Ελβετία, τη λανθάνουσα υπεραξία των μεριδίων συμμετοχής του σε εταιρία εγκατεστημένη στη Ελβετία, της οποίας είναι ο διαχειριστής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν οι διατάξεις της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε φορολογική ρύθμιση Κράτους-μέλους (Γερμανία) η οποία, σε περίπτωση που ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο είναι υπήκοος Κράτους-μέλους και ασκεί οικονομική δραστηριότητα εντός της Ελβετικής Συνομοσπονδίας μεταφέρει την κατοικία του από το Κράτος-μέλος (Γερμανία) προς την Ελβετία, προβλέπει την είσπραξη, κατά τον χρόνο της μεταφοράς αυτής, του φόρου που οφείλεται επί των υπεραξιών των εταιρικών μεριδίων του εν λόγω υπηκόου, ενώ, αντιθέτως, σε περίπτωση διατήρησης της κατοικίας στο ίδιο Κράτος-μέλος, η είσπραξη του φόρου διενεργείται μόνον όταν πραγματοποιηθούν οι υπεραξίες, δηλαδή κατά τη μεταβίβαση των οικείων εταιρικών μεριδίων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω φορολογική ρύθμιση.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-345/17, Διαδικασία που κίνησε ο Sergejs Buivids – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 95/46 και ειδικότερα το άρθρο 9 της Οδηγίας αναφορικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας 95/46 «Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, τα κράτη μέλη προβλέπουν τις εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, του κεφαλαίου IV και του κεφαλαίου VI μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαίες ώστε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής να συμβιβάζεται με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία λόγου.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λετονίας  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Buivids και της εθνικής αρχής προστασίας δεδομένων, με αντικείμενο προσφυγή με αίτημα να κηρυχθεί παράνομη απόφαση της αρχής αυτής κατά την οποία ο S. Buivids παραβίασε την εθνική νομοθεσία δημοσιοποιώντας στον δικτυακό τόπο www.youtube.com βίντεο το οποίο μαγνητοσκοπήθηκε από τον ίδιο κατά τη λήψη της καταθέσεώς του στα γραφεία του αστυνομικού τμήματος του Εθνικού Αστυνομικού Σώματος στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω διοικητικής παραβάσεως.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3 της Οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της η βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη καταθέσεως και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο στον οποίον οι χρήστες μπορούν να στέλνουν, να παρακολουθούν και να μοιράζονται βίντεο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω βιντεοσκόπηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης Οδηγίας και ειδικότερα στο άρθρο 3 αυτής.
Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 9 της Οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι οι επίδικες πραγματικές περιστάσεις συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δημοσιογραφικούς σκοπούς.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 9 της Οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι η επίδικη πραγματική κατάσταση μπορεί να συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς εφόσον από το εν λόγω βίντεο συνάγεται ότι η εν λόγω μαγνητοσκόπηση και η εν λόγω δημοσιοποίηση έχουν ως μόνο σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, γνωμών ή ιδεών, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-322/17, Eugen Bogatu κατά Minister for Social Protection - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11, παρ. 2, και του άρθρου 67 του Κανονισμού 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας. Σύμφωνα με το άρθρο 67 του ανωτέρω Κανονισμού «Ένα πρόσωπο δικαιούται οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους-μέλους και για τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ως εάν κατοικούσαν στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους. [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Eugen Bogatu και του Υπουργού Κοινωνικής Προστασίας, σχετικά με την απόφαση του δεύτερου να αρνηθεί να καταβάλει στον πρώτο οικογενειακές παροχές για τμήμα της περιόδου την οποία αφορούσε η αίτησή του. Ειδικότερα, ο Bogatu κατοικούσε στην Ιρλανδία και είχε ασκήσει μισθωτή δραστηριότητα αλλά αργότερα έπαυσε να ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα. Επιπροσθέτως, ο ανωτέρω ενδιαφερόμενος ήταν γονέας δύο τέκνων που κατοικούσαν σε άλλο Κράτος-μέλος (Ρουμανία). Ο Bogatu ζήτησε να του αναγνωριστεί δικαίωμα σε οικογενειακές παροχές για περίοδο κατά την οποία η Ιρλανδία του είχε χορηγήσει παροχή σε χρήμα χαρακτηριζόμενη από την εσωτερική της νομοθεσία ως «μη ανταποδοτική παροχή». Ο υπουργός ενημέρωσε τον Bogatu ότι δέχεται την ανωτέρω αίτηση με εξαίρεση το διάστημα από 01/04/2010 - 31/01/2013 διότι δεν πληρούσε κατά το εν λόγω διάστημα καμία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να έχει δικαίωμα λήψεως οικογενειακών παροχών για τα τέκνα του που κατοικούσαν στη Ρουμανία, καθόσον δεν ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στην Ιρλανδία αλλά ούτε και ελάμβανε στην Ιρλανδία παροχή ανταποδοτικού χαρακτήρα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ο Κανονισμός 883/2004, και ιδίως το άρθρο 67 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι για να είναι ένα πρόσωπο επιλέξιμο για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών στο αρμόδιο Κράτος-μέλος (Ιρλανδία) απαιτείται το πρόσωπο αυτό να ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο ως άνω Κράτος-μέλος ή να λαμβάνει από το Κράτος-μέλος αυτό παροχή σε χρήμα λόγω ή συνεπεία τέτοιας δραστηριότητας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι για να αναγνωριστεί σε ένα πρόσωπο δικαίωμα στη χορήγηση οικογενειακών παροχών δεν απαιτείται να ασκεί μισθωτή δραστηριότητα αλλά ούτε και να λαμβάνει από το Κράτος-μέλος παροχή σε χρήμα λόγω ή συνεπεία τέτοιας δραστηριότητας.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-202/18 και C-238/18, Ilmārs Rimšēvičs κατά Δημοκρατία της Λεττονίας (C-202/18), Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά Δημοκρατία της Λεττονίας (C-238/18)  – Προσφυγές ακύρωσης 

Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης απόφασης ο Ilmārs Rimšēvičs, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της προσέβαλαν την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2018, με την οποία το Γραφείο Πρόληψης και Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Λεττονίας  απαγόρευσε προσωρινώς στον I. Rimšēvičs να ασκεί τα καθήκοντά του ως διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας. Ειδικότερα, ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας θεωρήθηκε ύποπτος δωροδοκίας και ειδικότερα ότι ζήτησε και δέχθηκε, το 2013, να δωροδοκηθεί υπό την ιδιότητα του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας, προκειμένου να ασκήσει επιρροή προς όφελος λεττονικής ιδιωτικής τράπεζας. Οι ανωτέρω προσφυγές ασκήθηκαν δυνάμει του άρθρου 14.2, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σύμφωνα με το άρθρο 14.2 του ανωτέρω Πρωτοκόλλου «Τα καταστατικά των εθνικών κεντρικών τραπεζών προβλέπουν ειδικότερα ότι η θητεία του διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας δεν είναι μικρότερη από πέντε έτη. Ο διοικητής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο εάν δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα. Σχετική απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον ενδιαφερόμενο διοικητή ή από το Διοικητικό Συμβούλιο, λόγω παράβασης των Συνθηκών ή κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους. Η διαδικασία κινείται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης ή από την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα, ή ελλείψει των ανωτέρω, από την ημέρα που ο προσφεύγων έλαβε γνώση, ανάλογα με την περίπτωση.»
Το Δικαστήριο μετά την εξέταση των όρων του παραδεκτού των προσφυγών ακύρωσης και εμμένοντας στα ζητήματα ουσίας έκρινε ότι είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου  14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, να εξακριβώσει ότι τυχόν προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων επιβάλλεται στον ενδιαφερόμενο διοικητή μόνον εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα ικανό να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν απέδειξε ότι η απαλλαγή του Ι. Rimšēvičs στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών ενδείξεων περί διάπραξης βαρέος παραπτώματος, έκανε δεκτές τις αιτήσεις ακύρωσης και ακύρωσε την ανωτέρω επίδικη απόφαση περί απαγόρευσης των καθηκόντων του Διοικητή της Τράπεζας της Λεττονίας.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-49/18, Carlos Escribano Vindel κατά Ministerio de Justicia – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του άρθρου 2, παρ. 1 και παρ. 2, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Καταλονίας της Ισπανίας (Tribunal Superior de Justicia de Catalunya) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Carlos Escribano Vindel και του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ισπανίας σχετικά με τη μείωση του ποσού των αποδοχών του πρώτου στο πλαίσιο των κατευθυντηρίων γραμμών της δημοσιονομικής πολιτικής του Ισπανικού Κράτους.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παρ. 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία έχει καθορίσει, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μειώσεως των μισθών (τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος), διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας. Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ανωτέρω ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης, η οποία έχει καθορίσει, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αποκλείει την εφαρμογή της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως.

8. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-563/17 Associação Peçoa a Palavra κ.λπ. κατά Conselho de Ministros–Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 49, 54, 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 2, 16 και 17 της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πορτογαλίας (Supremo Tribunal Administrativo) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Associação Peçoa a Palavra, μιας μη κερδοσκοπικής ένωσης πορτογαλικού δικαίου, και τεσσάρων φυσικών προσώπων πορτογαλικής ιθαγένειας και, αφετέρου, του Υπουργικού Συμβουλίου με αντικείμενο το κύρος απόφασης με την οποία εισάγονται σε συγγραφή υποχρεώσεων συγκεκριμένοι όροι εφαρμοζόμενοι στη διαδικασία έμμεσης επανιδιωτικοποίησης της TAP – Transportes Aéreos Portugueses SA. Ειδικότερα, Οι APP κ.λπ. άσκησαν προσφυγή ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ζητώντας να διαπιστωθεί η ακυρότητα ή να ακυρωθεί η απόφαση 4‑A/2015 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2015, κατά το μέρος που περιέχει τη συγγραφή υποχρεώσεων η οποία ρυθμίζει την απευθείας πώληση αναφοράς μετοχών που αντιπροσωπεύουν έως και το 61% του εταιρικού κεφαλαίου της TAP SGPS. Οι APP κ.λπ. υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 5, στοιχείο c, της συγγραφής υποχρεώσεων είναι αντίθετο προς τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ, καθόσον επιβάλλει τη διατήρηση της έδρας και της πραγματικής διοίκησης του ομίλου TAP στην Πορτογαλία, στη συνέχεια ότι το άρθρο 5, στοιχείο d, της συγγραφής υποχρεώσεων είναι αντίθετο προς τα άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και προς τα άρθρα 16 και 17 της Οδηγίας 2006/123, καθόσον υποχρεώνει τον αγοραστή των μετοχών να συμμορφωθεί προς υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν είναι συμβατά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τις Συνθήκες ορισμένα «κριτήρια» που προβλέπει η συγγραφή υποχρεώσεων για την επιλογή του αγοραστή συμμετοχής που αντιπροσωπεύει έως και το 61% του κεφαλαίου μιας εταιρίας συμμετοχών, στο πλαίσιο της διαδικασίας επανιδιωτικοποίησης της θυγατρικής της που δραστηριοποιείται στον τομέα των αερομεταφορών και ιδίως οι απαιτήσεις που συνδέονται με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες υπέχει η θυγατρική αυτή, με τη διατήρηση της έδρας και της πραγματικής διοίκησης του ομίλου στον οποίον ανήκουν οι εταιρίες αυτές στο οικείο κράτος μέλος, καθώς και με τη διατήρηση και την ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου (hub).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να περιλαμβάνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων:
- απαίτηση με την οποία επιβάλλεται στον αγοραστή της συμμετοχής να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που υπέχει η εν λόγω εταιρία αερομεταφορών και
–  απαίτηση με την οποία επιβάλλεται στον εν λόγω αγοραστή να διατηρήσει την έδρα και την πραγματική διοίκηση της εν λόγω εταιρίας αερομεταφορών στο οικείο Κράτος- μέλος, εφόσον η μεταφορά της κύριας εγκατάστασης της εταιρίας εκτός του Κράτους- μέλους θα συνεπαγόταν για την εταιρία την απώλεια των δικαιωμάτων μεταφοράς που της παρέχουν διμερείς συμφωνίες μεταξύ του εν λόγω Κράτους-μέλους και τρίτων χωρών με τις οποίες αυτό διατηρεί ιδιαίτερους ιστορικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να περιλαμβάνεται στη συγγραφή υποχρεώσεων η απαίτηση να εξασφαλίσει ο αγοραστής της εν λόγω συμμετοχής τη διατήρηση και την ανάπτυξη του υφιστάμενου εθνικού επιχειρησιακού κόμβου.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-531/17, Vetsch Int. Transporte GmbH κατά Zollamt Feldkirch Wolfurt - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 143, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2006/112 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας και του άρθρου 143, παρ. 1, στοιχείο δ. Σύμφωνα με το άρθρο 143 στοιχ. δ της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις: [...] δ) τις εισαγωγές αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τρίτο έδαφος ή τρίτη χώρα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος άφιξης της αποστολής ή της μεταφοράς, στην περίπτωση που η παράδοση των αγαθών αυτών, εάν διενεργηθεί από τον εισαγωγέα που αναγνωρίζεται ως υπόχρεος του φόρου με βάση το άρθρο 201, απαλλάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 138».
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας (Verwaltungsgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Vetsch Int. Transporte GmbH και της τελωνειακής αρχής του Feldkirch Wolfurt της Αυστρίας με αντικείμενο την απαλλαγή εισαγωγών από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), σε περιπτώσεις αγαθών τα οποία προέρχονταν από την Ελβετία και εισήχθησαν στην Αυστρία, προκειμένου να μεταφερθούν από εκεί στη Βουλγαρία. Ειδικότερα, οι Βούλγαροι επιχειρηματίες αγόρασαν στην Ελβετία είδη αρωματοποιίας και τα εισήγαγαν, μέσω τρίτου, στην Αυστρία προς ελεύθερη κυκλοφορία και εν συνεχεία τα μετέφεραν στη Βουλγαρία. Ωστόσο, οι δύο Βούλγαροι επιχειρηματίες Β και Κ μεταπώλησαν τα αγαθά αλλά δεν δήλωσαν την εν λόγω συναλλαγή ως πώληση αλλά ως απαλλασσόμενη ενδοκοινοτική παράδοση στη Vetsch η οποία είχε μεσολαβήσει, προηγουμένως, για την τελωνειακή διασάφηση. Με πράξη της αυστριακής τελωνειακής αρχής, η Vetsch ορίσθηκε ως υπόχρεη για την καταβολή του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, διότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη φοροαπαλλαγή που είχε ζητηθεί με τις εν λόγω διασαφήσεις.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 143, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας ΦΠΑ έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις απαλλαγή από τον ΦΠΑ εισαγωγής δεν πρέπει να εφαρμόζεται στην περίπτωση του εισαγωγέα που ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως υπόχρεος του φόρου, όταν ο αποδέκτης της ενδοκοινοτικής μεταφοράς η οποία ακολουθεί την εισαγωγή διαπράττει φοροδιαφυγή στο πλαίσιο πράξεως που έπεται της μεταφοράς και δεν συνδέεται με αυτήν.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι ο εισαγωγέας που ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως υπόχρεος του φόρου πρέπει να τυγχάνει της προβλεπόμενης απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας όταν δεν υφίσταται κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι ο εισαγωγέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η μεταγενέστερη αυτή πράξη συνδεόταν με φοροδιαφυγή εκ μέρους του αποδέκτη.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-135/17, X-GmbH κατά Finanzamt Stuttgart–Körperschaften

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 63 και 64 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesfinanzhof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της X GmbH, εταιρίας γερμανικού δικαίου, και της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της Στουτγάρδης σχετικά με τον συνυπολογισμό των εισοδημάτων που απέκτησε η Y, εταιρία ελβετικού δικαίου ανήκουσα κατά ποσοστό 30 % στη X, στη φορολογική βάση της X.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 63, παρ. 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους δυνάμει της οποίας τα εισοδήματα τα οποία αποκτά εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα (Ελβετία) εταιρία και τα οποία δεν προέρχονται από ίδια δραστηριότητα της εταιρίας αυτής περιλαμβάνονται, κατ’ αναλογία του κατεχόμενου μεριδίου, στη φορολογική βάση ενός υποκειμένου στον φόρο το οποίο κατοικεί στο Κράτος- μέλος (Γερμανία), στην περίπτωση που το υποκείμενο στον φόρο συμμετέχει στην εν λόγω εταιρία κατά ποσοστό τουλάχιστον 1 % και τα εισοδήματα αυτά υποβάλλονται, στην Ελβετία, σε φορολόγηση χαμηλότερη από εκείνη που ισχύει στη Γερμανία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία δεν αντιτίθεται στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, εκτός αν υφίσταται νομικό πλαίσιο το οποίο προβλέπει συμβατικές υποχρεώσεις ικανές να παράσχουν τη δυνατότητα στις εθνικές φορολογικές αρχές της Γερμανίας να εξακριβώσουν, εφόσον απαιτείται, την αλήθεια των πληροφοριών σχετικά με την εταιρία αυτή οι οποίες παρέχονται προκειμένου να αποδειχθεί ότι η συμμετοχή του εν λόγω υποκειμένου στον φόρο στην ως άνω εταιρία δεν είναι απόρροια εικονικής δομής.

11. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2019, Υπόθεση C-670/17 P, Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής - Αίτηση αναιρέσεως

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Ελλάδα κατά ΕπιτροπήςT-327/15, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως C(2015) 1936 τελικό της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 2015, για την εφαρμογή δημοσιονομικής διορθώσεως στη συνδρομή του ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Προσανατολισμού, που είχε χορηγηθεί στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος CCI 2000GR061PO021 (Ελλάδα – Στόχος 1 – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου).
H Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε ότι το άρθρο 105 παρ. 1 του Κανονισμού 1083/2006 δεν είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση χρηματοδοτήσεως εκ μέρους του ΕΓΤΠΕ, Τμήμα Προσανατολισμού, κατά το χρονικό διάστημα των ετών από το 2000 έως και το 2006. Κατά την αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι η επίμαχη απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 39 του Κανονισμού 1260/1999, στερούνταν νομικής βάσεως και έπρεπε, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί.
Η Επιτροπή υποστήριξε ότι το άρθρο 105, παρ. 1, του Κανονισμού 1083/2006 προβλέπει ρητώς ότι η χρηματοδότηση που έχει εγκριθεί βάσει του κανονισμού 1260/1999 δεν θίγεται από τον κανονισμό 1083/2006, «έως το κλείσιμό της». Κατά την Επιτροπή, η διάταξη αυτή αφορά, επομένως, όλες τις χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν βάσει του Κανονισμού 1260/1999.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 105, παρ. 1, του Κανονισμού 1083/2006 δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση χρηματοδοτήσεως εκ μέρους του ΕΓΤΠΕ κατά το χρονικό διάστημα των ετών από το 2000 έως το 2006. Δεδομένου ότι η επίμαχη απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 39 του Κανονισμού 1260/1999, στερείται νομικής βάσεως και πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί και να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης της Ελληνικής Δημοκρατίας και να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.