Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

 CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1/2022
Προστασία οικιακών πελάτων και μηχανισμός – ρήτρα αναπροσαρμογής

Παναγιώτη Αργαλιά, Δικηγόρου, ΔΝ, Ειδικού Συνεργάτη Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline στις 5/92022)


Η παρούσα ενεργειακή κρίση απασχολεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη σε διάφορα επίπεδα. Ο προσδιορισμός των αιτιών της κρίσης, οι προβλέψεις σχετικά με τη διάρκεια της κρίσης, η υλοποίηση πολιτικών συμβατών με το Δίκαιο της ΕΕ απασχόλησαν και συνεχίζουν να προβληματίζουν τους ιθύνοντες των ευρωπαϊκών και εθνικών θεσμών.

Η ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης δεν δείχνει να είναι επαρκής ενώ τα κράτη μέλη λαμβάνουν τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες προστασίας των οικιακών πελατών. Ωστόσο, η ίδια η Επιτροπή της ΕΕ αναγνωρίζει ότι οι τιμές δεν θα επανέλθουν στα επίπεδα πριν από την ενεργειακή κρίση.

Στο ανωτέρω πλαίσιο, η προστασία των οικιακών πελάτων στην ανταγωνιστική αγορά ενέργειας αποτελεί επίκαιρο νομικό ζήτημα.  Ειδικότερα, η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στην προστασία του οικιακού πελάτη ενέργειας σε σχέση με την αύξηση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω του μηχανισμού αναπροσαρμογής, σε συνδυασμό και με το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης προμήθειας από την πλευρά του προμηθευτή.

Στόχευση της μελέτης είναι η αποσαφήνιση της προστασίας των καταναλωτών - οικιακών πελάτων ενέργειας στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ και του εθνικού δικαίου σε μια περίοδο που τίθενται πολλά ζητήματα προκαλώντας σύγχυση στους ίδιους τους οικιακούς πελάτες και τους νομικούς τους παραστάτες.

Δες τη μελέτη εδώ


 CES-Duth Working Paper 2/2022

 Η καθιέρωση καθεστώτος αιρεσιμότητας Κράτους Δικαίου για την προστασία του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ο Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ


(Η μελέτη είναι υπό δημοσίευση στην ΕΕΕυρΔ,  στο τεύχος 2/2022)


Η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ βασίζεται «στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Μεταξύ των παραπάνω «συνταγματικών θεμελίων», που συγκροτούν την φιλελεύθερη αξιακή ταυτότητα της Ένωσης, κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που λειτουργεί ως «αρχή ομπρέλα» περικλείοντας τυπικά και ουσιαστικά στοιχεία και επί μέρους αρχές ενώ αποκτά καθολικό χαρακτήρα, αφού υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα Θεσμικά Όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη. 

Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας παρουσιάστηκαν σε Κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως  στην Ουγγαρία (2011), στην Ρουμανία (2012) και στην Πολωνία (2015) σοβαρές αποκλίσεις από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα αυτής του Κράτους Δικαίου. Έτσι, γίνεται λόγος για «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» (rule of law backsliding) με σκοπό να περιγράψει το γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, της συστηματικής αποδυνάμωσης των συνταγματικών μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances) από μια νέα γενιά εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών. Εξάλλου, ο όρος αποτυπώνει, ιδιαίτερα για το χώρο της ΕΕ, μια κατάσταση διολίσθησης χωρών από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο ίσχυε σε αυτές και αποτέλεσε προϋπόθεση για την προσχώρησή τους στην Ένωση σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης (illiberalism). Οι L. Pech και K. L. Scheppele ορίζουν την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου ως «τη διαδικασία μέσω της οποίας εκλεγμένες δημόσιες αρχές εφαρμόζουν εσκεμμένα κυβερνητικά σχέδια, που αποσκοπούν στη συστηματική αποδυνάμωση, εκμηδένιση ή έλεγχο των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου της εξουσίας, με στόχο την απογύμνωση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους και την εδραίωση της μακροχρόνιας κυριαρχίας του επικρατούντος κόμματος». Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κυβερνητικών σχεδίων για την αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου, που εκδηλώθηκαν σε Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την τελευταία δεκαετία, είναι οι παρεμβάσεις στη δικαστική εξουσία, με σκοπό την επιβολή περιορισμών στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης,  στην αμεροληψία του δικαστικού σώματος, στο σύστημα του δικαστικού ελέγχου, ιδιαίτερα των συνταγματικών δικαστηρίων, όπου αυτά υφίστανται. 

Η οπισθοδρόμηση αυτή του Κράτους Δικαίου εγκυμονεί σοβαρούς πολιτικούς και νομικούς κινδύνους για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενωσιακής έννομης τάξης ειδικότερα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων της Ένωσης από τη συμμετοχή σε αυτό κυβερνήσεων που δεν σέβονται τις φιλελεύθερες αξίες της. Εξάλλου, ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι κομβικής σημασίας, αφού «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών. Τέλος, επειδή η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου συνδυάζεται κατά κανόνα με εκτεταμένη διαφθορά, που αφορά και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων των οποίων επωφελούνται τα Κράτη-μέλη, αυτή απειλεί και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. 

Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης τα διαθέσιμα μέσα ελέγχου του σεβασμού της αρχής, ιδιαίτερα οι μηχανισμοί του άρθρου 7 ΣΕΕ, παρουσιάστηκαν αρκετά ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν «συστημικές απειλές» του Κράτους Δικαίου σ’ ένα Κράτος-μέλος. Κοινή διαπίστωση υπήρξε ότι κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από Κράτη-μέλη της. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε το έδαφος για μια εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με τους τρόπους ενίσχυσης των μηχανισμών διασφάλισης του Κράτους Δικαίου, με την αναζήτηση λύσεων ιδιαίτερα στο πλαίσιο των Συνθηκών, αφού η τροποποίησή τους φάνταζε αδύνατη. Μια από αυτές τις λύσεις, που δημιούργησε υψηλές προσδοκίες, αποτέλεσε η υιοθέτηση ενός καθεστώτος «αιρεσιμότητας κράτους δικαίου» με τον Κανονισμό (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 2020/2092 της 16ης Δεκεμβρίου 2020 με αντικείμενο την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του Κράτους Δικαίου στα Κράτη-μέλη. 

Η μελέτη προσεγγίζει το νέο μηχανισμό και να αξιολογήσουμε τις ρυθμίσεις του Κανονισμού 2020/2092 υπό το φως των σχετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020. Έτσι, μετά τις Εισαγωγικές Σκέψεις (1), παρακολουθεί την μακρόσυρτη κυοφορία του μηχανισμού αιρεσιμότητας (conditionality) Κράτους Δικαίου (2), αναλύει τη λειτουργία του μηχανισμού (πεδίο εφαρμογής, προβλεπόμενα μέτρα και διαδικασία επιβολής και άρσης), συγκρίνοντας αυτές με τις αντίστοιχες της πρότασης της Επιτροπής (3), καταγράφει τα νομικά και πολιτικά προβλήματα που δημιούργησε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020 ιδιαίτερα σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα του νέου μηχανισμού (4), παρουσιάζει και σχολιάζει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των προσφυγών ακυρώσεως του Κανονισμού 2020/2092 και τη «νομική του διάσωση» (5), ενώ συνοπτικά παρουσιάζει τις «κατευθυντήριες γραμμές» εφαρμογής, που υιοθέτησε η Επιτροπή (6) και ακολουθούν οι Συμπερασματικές Παρατηρήσεις (5).

Δες τη μελέτη εδώ


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com                                



  CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 5/2022

Η «νομική διάσωση» του μηχανισμού αιρεσιμότητας Κράτους Δικαίου (Κανονισμός 2020/2092) από το ΔΕΕ: οι αποφάσεις C-156/21 και C-157/21 της 16.2.2022

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή, Νομική Σχολή ΔΠΘ


(Το σχόλιο δημοσιεύτηκε στις 25/5/2022 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)


Στις 16 Φεβρουαρίου 2022 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ ή Δικαστήριο) εξέδωσε τις αποφάσεις, με τις οποίες απέρριψε τις προσφυγές ακυρώσεως της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, με τις οποίες αυτές προσβάλλαν τη νομιμότητα του Κανονισμού 2020/2092 περί «γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης». Ο εν λόγω Κανονισμός, που υιοθετήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2020 μετά από μια μακρά περίοδο κυοφορίας και ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών συμβιβασμών μεταξύ των Θεσμικών Οργάνων αλλά και μεταξύ των Κρατών-μελών της Ένωσης, καθιερώνει ένα μηχανισμό αιρεσιμότητας (conditionality) Κράτους Δικαίου σε ότι αφορά τα χρηματοδοτικά μέσα (προϋπολογισμός) της Ένωσης. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού, αυτός «ορίζει τους κανόνες που είναι απαραίτητοι για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη».   

Όπως είχε προαναγγελθεί με την «ερμηνευτική δήλωση» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2020, η Ουγγαρία και η Πολωνία στις 11 Μαρτίου 2021 προσέφυγαν στο ΔΕΕ κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και με τις προσφυγές τους ζήτησαν, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, την ακύρωση του Κανονισμού 2020/2092. Με αίτηση του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ζήτησε να υποβληθεί η εκδίκαση των υποθέσεων στην ταχεία διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με απόφασή του στις 9 Ιουνίου 2021 ο Πρόεδρος του ΔΕΕ έκανε δεκτό το αίτημα κρίνοντας ότι οι υποθέσεις είχαν «θεμελιώδη σημασία για την έννομη τάξη της Ένωσης, ιδίως στο βαθμό που σχετίζεται με τις αρμοδιότητές της να υπερασπίζεται τον προϋπολογισμό της και τα οικονομικά της συμφέροντα έναντι προσβολών, που ενδέχεται να προέρχονται από παραβιάσεις των αξιών που περιέχονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ». Εξάλλου, στις 7 Σεπτεμβρίου 2021, θεωρώντας ότι οι υποθέσεις  είναι εξαιρετικής σημασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε, αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα (ΓΕ), να παραπέμψει την υπόθεση στη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 16, τελευταίο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Στις δίκες παρενέβησαν υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Σουηδία και η Επιτροπή, ενώ η Πολωνία παρενέβη υπέρ της Ουγγαρίας και το αντίστροφο.  Απορία προκαλεί η μη παρέμβαση  της Ελλάδας προς στήριξη της νομιμότητας του μηχανισμού αιρεσιμότητας. Ωστόσο, η διερεύνηση της επιλογής αυτής της Ελληνικής Κυβέρνησης ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτής της μελέτης. Στις 2 Δεκεμβρίου 2021 ο ΓΕ  Manuel Campos Sáncez-Bordona πρότεινε στο Δικαστήριο την απόρριψη των προσφυγών. 

Προς στήριξη των προσφυγών τους η Ουγγαρία και η Πολωνία προέβαλαν 9 και 10 λόγους ακύρωσης αντίστοιχα. Για λόγους οικονομίας στο σχόλιο μας θα αναφερθούμε μόνο στους κύριους λόγους (ζητήματα), που τέθηκαν προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου από τα προσφεύγοντα Κράτη-μέλη. Αυτά είναι: (α) η επιλογή του άρθρου 322 ΣΛΕΕ ως νομικής βάσης του Κανονισμού 2020/2092, (β) η καταστρατήγηση των άρθρων 7 ΣΕΕ και 269 ΣΛΕΕ, (γ) η παραβίαση του άρθρου 4 παρ. 2 ΣΕΕ και των αρχών της ισότητας των Κρατών-μελών και του σεβασμού της συνταγματικής τους ταυτότητας (ο λόγος αυτός προβλήθηκε από την Πολωνία) και (δ) η παραβίαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου.  Προδικαστικά το Δικαστήριο κλήθηκε να τοποθετηθεί σε ένα σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με τα διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας. 


Δες τo σχόλιο εδώ        

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com                                



 CES-Duth Working Paper 3/2022

 Η αιρεσιμότητα (conditionality) στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: 
Τεχνικό εργαλείο συμμόρφωσης ή «συνταγματική» αρχή με ευρύτερες επιπτώσεις;

Μιχάλη Δ. Χρυσομάλλη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(Η μελέτη αποτελεί τη συμβολή μας στον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο 
Κωνσταντίνου Καλαβρού)


Η μακρόσυρτη διαδικασία υιοθέτησης του Κανονισμού 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης έφερε, μεταξύ άλλων, στο προσκήνιο, όσο ποτέ άλλοτε, το ζήτημα της αιρεσιμότητας (conditionality), ως εργαλείο διακυβέρνησης σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα, όπως αυτό της Ένωσης. Ο Κανονισμός θεσπίζει μηχανισμό αιρεσιμότητας κράτους δικαίου, όταν οι παραβιάσεις του εκ μέρους των Κρατών-μελών θίγουν κατά τρόπο επαρκώς άμεσο τον προϋπολογισμό και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, Θυμίζουμε ότι η αιρεσιμότητα έγινε ευρύτερα γνωστή στο ελληνικό κοινό με τη μορφή των «αυστηρών όρων πολιτικής», που αποτυπώθηκαν στα Μνημόνια που κλήθηκε να εφαρμόσει η χώρα μας κατά τη διάρκεια της χρηματοδοτικής κρίσης της περιόδου 2010 – 2018. Τι είναι, όμως, η περιβόητη αιρεσιμότητα; 

O όρος αιρεσιμότητα (conditionality) «αναφέρεται στην υιοθέτηση μιας καθορισμένης συμπεριφοράς από τις κυβερνήσεις ή τους ιδιωτικούς φορείς, επειδή η εν λόγω συμπεριφορά αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση σε ένα υποσχόμενο όφελος από την ΕΕ». Με άλλα λόγια είναι η σύνδεση μιας παροχής με την εκπλήρωση ορισμένων όρων ή μιας δεδομένης συμπεριφοράς.

Σήμερα η  αιρεσιμότητας στην έννομη τάξη της Ένωσης «γίνεται συστημική», αποτελεί πλέον «μια καθιερωμένη πρακτική» και ένα «καθοριστικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», με τάση εφαρμογής της και σε άλλους τομείς, όπως η μετανάστευση, το άσυλο και την κλιματική αλλαγή. Ενώ, όμως, «η αιρεσιμότητα ήρθε για να μείνει» με σοβαρές επιπτώσεις στην ενοποιητική διαδικασία η ΕΕ στερείται ακόμη ενός «δόγματος αιρεσιμότητας» αντίστοιχου με αυτό των ΗΠΑ ή για να είμαστε πιο σαφείς φαίνεται ότι βρισκόμαστε στις απαρχές της δημιουργίας ενός τέτοιου δόγματος.  

Όπως συνάγεται και από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές ακυρώσεως του Κανονισμού 2020/2092, που άσκησαν η Ουγγαρία και η Πολωνία, η αιρεσιμότητα και η σύμφυτη λογική του «οφέλους σε αντάλλαγμα μιας καλής συμπεριφοράς» μπορεί, ιδιαίτερα η «εσωτερική αιρεσιμότητα» (στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των Κρατών-μελών της), να έχει αντίκτυπο σε βασικές «συνταγματικές» αρχές της ‘Ένωσης, όπως η αρχή της ισότητας των Κρατών-μελών, η αρχή της πίστης, της αλληλεγγύης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ενώ επιπτώσεις υπάρχουν και στην κατανομή αρμοδιοτήτων είτε πρόκειται για κάθετη είτε πρόκειται για οριζόντια. Τα ζητήματα αυτά επιχειρεί να προσεγγίσει η μελέτη, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τη συζήτηση και την ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ αυτών που αντιτίθενται στην αιρεσιμότητα και των υποστηρικτών της. 

Δες τη μελέτη εδώ


Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

mchrysom@gmail.com