Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018



CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 10/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Οκτώβριος 2018
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-416/17, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας – Προσφυγή για παράβαση 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την εν λόγω προσφυγή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία παραβίασε το δίκαιο της ΕΕ διατηρώντας μεταχείριση, η οποία δημιουργεί διακρίσεις και είναι δυσανάλογη έναντι των γαλλικών μητρικών εταιριών που λαμβάνουν μερίσματα από αλλοδαπές θυγατρικές όσον αφορά το δικαίωμα επιστροφής του φόρου που εισπράχθηκε. Η συγκεκριμένη προσφυγή για παράβαση αποτελεί συνέχεια της απόφασης του ΔΕΕ της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Υπόθεση C-310/09 (Accor), σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ απαγορεύουν νομοθετική ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία επιτρέπει σε μητρική εταιρία να συμψηφίσει με τον φόρο κινητών αξιών (τον οποίο οφείλει όταν αναδιανέμει στους μετόχους της μερίσματα που της κατέβαλαν θυγατρικές της) την πίστωση φόρου που συνεπάγεται η διανομή των εν λόγω μερισμάτων, εφόσον αυτά προέρχονται από θυγατρική εγκατεστημένη στη Γαλλία ενώ δεν παρέχει την ίδια δυνατότητα εάν τα εν λόγω μερίσματα προέρχονται από θυγατρική εταιρεία εγκατεστημένη σε άλλο Κράτος-μέλος.
Μετά την απόφαση του ΔΕΕ στην ανωτέρω υπόθεση Accor προέκυψαν οι αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας {(Rhodia (FR:CESSR:2012:317074.20121210), Accor (FR:CESSR:2012:317075.20121210)}, οι οποίες έθεσαν προϋποθέσεις αναφορικά με την επιστροφή των φόρων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του Δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, οι τεθείσες προϋποθέσεις δεν συνέβαλαν στην αποτελεσματική εφαρμογή της απόφασης του ΔΕΕ. Έτσι, η Επιτροπή μετά από καταγγελίες άσκησε την εν λόγω προσφυγή. Οι αιτιάσεις της Επιτροπής θα μπορούσαν να διακριθούν σε δύο μέρη, ήτοι την παράβαση των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ και την παραβίαση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας που  αντλούνται από το άρθρο 267 παρ. 3 ΣΛΕΕ (υποχρεωτική αποστολή προδικαστικού ερωτήματος). Συνοπτικά οι αιτιάσεις της Επιτροπής αναφορικά με το πρώτο μέρος ήταν οι ακόλουθες:
α)Η πρώτη αιτίαση αναφέρεται στον περιορισμό του δικαιώματος επιστροφής του φόρου κατά παράβαση των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ λόγω του μη συνυπολογισμού της φορολογίας που επιβλήθηκε στις υποθυγατρικές που είναι εγκατεστημένες σε άλλο Κράτος-μέλος εκτός της Γαλλικής Δημοκρατίας
β) Η δεύτερη αιτίαση αναφέρεται στο δυσανάλογο χαρακτήρα των απαιτήσεων που προβλέπονται για την απόδειξη της θεμελίωσης του δικαιώματος επιστροφής του παρανόμως εισπραχθέντος φόρου κινητών αξιών
γ) Η τρίτη αιτίαση αναφέρεται στον καθορισμό ανώτατου ορίου του επιστρεπτέου ποσού του παρανόμως εισπραχθέντος φόρου κινητών αξιών ανερχόμενου στο ένα τρίτο του ποσού των διανεμηθέντων μερισμάτων
Αναφορικά με το δεύτερο μέρος η μία και μοναδική αιτίαση της Επιτροπής σχετίζεται με την υποχρέωση του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας να υποβάλλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πριν καθορίσει τις προϋποθέσεις της επιστροφής του φόρου κινητών αξιών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι α) η Γαλλική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας υπόψη τον φόρο που κατέβαλε η αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία επί των κερδών που αναλογούν στα εν λόγω μερίσματα, σε αντίθεση με τις αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ και ότι
β)Το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας παραλείποντας να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να καθοριστεί το επίδικο ζήτημα (δεδομένου ότι η ερμηνεία του Δικαίου της Ένωσης δεν ήταν τόσο προφανής ώστε να μην καταλείπει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία) παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

2. ΔΕΕ, Διάταξη της 19 Οκτωβρίου 2018της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου, Υπόθεση C-619/18 R,  Επιτροπή κατά Πολωνίας  - Ασφαλιστικά μέτρα

Η Επιτροπή άσκησε στις 2 Οκτωβρίου 2018 προσφυγή κατά της Πολωνίας (C-619/18) λόγω παραβάσεως  του ενωσιακού δικαίου. Η αιτίαση της Επιτροπής ήταν ότι η μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών που διορίσθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο έως τις 3 Απριλίου 2018 (πρόωρη συνταξιοδότηση) και η παροχή διακριτικής ευχέρειας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου παραβίασε  το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα τα άρθρα 2 ΣΕΕ (Αξίες της ΕΕ) και 19 ΣΕΕ (Δικαστήριο της ΕΕ – Αποτελεσματική δικαστική προστασία). Παράλληλα με την προσφυγή της η Επιτροπή ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ώστε να υποχρεωθεί η Πολωνία να λάβει τα εξής προσωρινά μέτρα: 1) να αναστείλει την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων περί μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου 2) να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου να έχουν τη δυνατότητα να ασκούν τα καθήκοντά τους στην ίδια θέση, απολαύοντας ταυτόχρονα του ιδίου καθεστώτος και των ιδίων δικαιωμάτων και συνθηκών απασχολήσεως, όπως και πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου περί του Ανώτατου Δικαστηρίου 3) να απέχει από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου που θα έχει ως σκοπό τον διορισμό δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο αντί των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου τους οποίους αφορούν οι διατάξεις αυτές 4) να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της διατάξεως της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου όλα τα μέτρα τα οποία θα έχει λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τη διάταξη αυτή.
Η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου Rosario Silva de Lapuerta, με διάταξη της, δέχτηκε προσωρινά όλα τα αιτήματα της Επιτροπής μέχρι να εκδοθεί η διάταξη με την οποία θα περατώνεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 
Συνοπτικά το σκεπτικό της επίμαχης διάταξης διαμορφώνεται υπό την κατωτέρω συλλογιστική:
Πρώτον, τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα της Επιτροπής δεν είναι προδήλως απαράδεκτα στερούμενα ερείσματος (αρχή fumus boni juris – αληθοφάνεια της προβαλλόμενης αξιώσεως).
Δεύτερον, ο επείγων χαρακτήρας δικαιολογείται από το γεγονός ότι εάν η προσφυγή της Επιτροπής γίνει τελικά δεκτή, όλες οι αποφάσεις που θα εκδώσει το Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της προσφυγής αυτής θα πάσχουν λόγω μη τηρήσεως των εγγυήσεων που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα όλων των πολιτών περί προσβάσεως σε ανεξάρτητο δικαστήριο. 
Τρίτον, η Αντιπρόεδρος εξετάζοντας τη στάθμιση υπέρ της λήψεως προσωρινών μέτρων διαπίστωσε ότι εάν δεν γίνει δεκτή η προσφυγή της Επιτροπής η λήψη των προσωρινών μέτρων θα έχει ως αποτέλεσμα μόνον την αναβολή των επίδικων εθνικών ρυθμίσεων. Η Αντιπρόεδρος προσθέτει ότι εάν γίνει τελικά δεκτή η προσφυγή, η άμεση εφαρμογή των εθνικών διατάξεων θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στο θεμελιώδες δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο δικαστήριο και κατά λογική ακολουθία στο Κράτος Δικαίου.

3. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου, Υπόθεση C-234/17,  XC κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 3 ΣΕΕ καθώς και των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (ObersterGerichtshof) στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής συνδρομής σε ποινική υπόθεση, η οποία διενεργήθηκε από τις αυστριακές δικαστικές αρχές κατόπιν αιτήματος της Εισαγγελίας του καντονίου του St. Gallen, της Ελβετίας, σχετικά με τους XC, YB και ZA, οι οποίοι είναι ύποπτοι, στην Ελβετία, για την τέλεση του αδικήματος της φοροδιαφυγής περί του ΦΠΑ (σύμφωνα με τον ελβετικό νόμο), καθώς και για την τέλεση άλλων ποινικών αδικημάτων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το επίδικο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο να επεκτείνει στις περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις περιπτώσεις προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου του εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το προαναφερθέν δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιβάλει στο εθνικό δικαστήριο να επεκτείνει στις περιπτώσεις παραβίασης του Δικαίου της ΕΕ και ειδικότερων διατάξεων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου του εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, μόνο σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ την επανάληψη ποινικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με απόφαση εθνικού δικαστηρίου, που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

4. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-207/16,  Διαδικασία που κίνησε το Ministerio Fiscal - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας  «Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4 και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας [95/46]. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Εφετείο της Ταραγόνας της Ισπανίας στο πλαίσιο ενδίκου μέσου της Εισαγγελικής αρχής της Ισπανίας κατά του ανακριτή δικαστή της Ταραγόνας με την οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση της δικαστικής αστυνομίας σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία διατηρούν πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ειδικότερα, ο Hernandez Sierra υπέβαλε ενώπιον της αστυνομίας μήνυση για ληστεία τελεσθείσα τον Φεβρουάριο του 2015, κατά την οποία ο ίδιος υπέστη σωματική βλάβη και του αφαιρέθηκαν το πορτοφόλι του και το κινητό του τηλέφωνο. Μετά από αίτημα της δικαστικής αστυνομίας ζητήθηκε να γνωστοποιηθούν τηλεφωνικοί αριθμοί από τους ηλεκτρονικούς πάροχους του κλαπέντος κινητού τηλεφώνου καθώς και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούσαν την ταυτότητα των κατόχων ή των χρηστών των τηλεφωνικών αριθμών που αντιστοιχούσαν στις κάρτες SIM. Ωστόσο, ο αρμόδιος ανακριτής απέρριψε το ανωτέρω αίτημα. Η ratio της διάταξης του ανακριτή ήταν α) ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν  προσφερόταν για την ταυτοποίηση των δραστών και β) ότι το εθνικό πλαίσιο περιόριζε την κοινοποίηση δεδομένων από του ηλεκτρονικούς πάροχους επικοινωνιών στις περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων (Βάσει του ποινικού κώδικα, τα σοβαρά αδικήματα τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των πέντε ετών, ενώ η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη δεν φαίνεται να στοιχειοθετούσε σοβαρό αδίκημα)
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 15, παρ. 1, της Οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η πρόσβαση δημοσίων αρχών στα δεδομένα ταυτοποίησης των κατόχων των καρτών SIM που ενεργοποιήθηκαν με κλαπέν κινητό τηλέφωνο, συνεπάγεται επέμβαση στα κατοχυρωμένα στα άρθρα αυτά του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα των εν λόγω κατόχων, η οποία έχει τόσο σοβαρό χαρακτήρα ώστε η πρόσβαση αυτή να πρέπει να περιορίζεταιστην καταπολέμηση της βαριάς εγκληματικότητας 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό πλαίσιο έχει την έννοια ότι πρόσβαση δημοσίων αρχών στα δεδομένα ταυτοποίησης των καρτών SIM συνεπάγεται, αφενός, επέμβαση στα αναφερόμενα  άρθρα του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα των εν λόγω κατόχων, η οποία δεν έχει τόσο σοβαρό χαρακτήρα αφετέρου. Με άλλα λόγια το ΔΕΕ έκρινε ότι η πρόσβαση πρέπει να περιορίζεται στην καταπολέμηση της βαριάς εγκληματικότητας.

5.ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-260/17, Ανοδική Services ΕΠΕ κατά ΓΝΑ Ο Ευαγγελισμός – Οφθαλμιατρείο Αθηνών – Πολυκλινική και Γενικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Κηφισιάς – (ΓΟΝΚ) «Οι Άγιοι Ανάργυροι» - Προδικαστική 

H αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 10, περ. ζʹ, της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδας στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ της Ανοδική Services ΕΠΕ, αφενός, και του ΓΝΑ Ο Ευαγγελισμός – Οφθαλμιατρείο Αθηνών – Πολυκλινική και του Γενικού Ογκολογικού Νοσοκομείου Κηφισιάς –«Οι Άγιοι Ανάργυροι», αφετέρου. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικό δικαστηρίου ήταν η ορθότητα των αποφάσεων που έλαβαν τα διοικητικά συμβούλια των εν λόγω δημόσιων νοσοκομείων περί συνάψεως ατομικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την κάλυψη των αναγκών τους στους τομείς της εστιάσεως, της σιτίσεως και της καθαριότητας.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 10, περίπτωση ζ, της Οδηγίας 2014/24, η έννοια «συμβάσεις απασχόλησης», καταλαμβάνει συμβάσεις εργασίας και ειδικότερα συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσες με πρόσωπα τα οποία επελέγησαν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως είναι ο χρόνος ανεργίας, η προηγούμενη πείρα και ο αριθμός των συντηρούμενων ανηλίκων τέκνων.
Το ΔΕΕ σε μια αρχική του σκέψη διαπιστώνει ότι η επίμαχη έννοια πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση και για την ερμηνεία της θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το γράμμα της οικείας διατάξεως, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη καθώς επίσης και ο σκοπός που επιδιώκεται με την σχετική ρύθμιση.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι η έννοια  «συμβάσεις απασχόλησης» καταλαμβάνει ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσες με πρόσωπα τα οποία επελέγησαν βάσει των ανωτέρω αντικειμενικών κριτηρίων.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν οι διατάξεις της Οδηγίας 2014/24, τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της διαφάνειας και της αναλογικότητας, καθώς και τα άρθρα 16 και 52 του Χάρτη αντιτίθενται σε απόφαση δημοσίας αρχής να προσφύγει στη σύναψη συμβάσεων απασχόλησης προκειμένου να εκπληρώσει καθήκοντα απτόμενα των υποχρεώσεών της δημοσίου συμφέροντος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό πλαίσιο δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση αποφάσεως δημοσίας αρχής να προσφύγει στη σύναψη συμβάσεων απασχόλησης προκειμένου να εκπληρώσει ορισμένα καθήκοντα απτόμενα των υποχρεώσεών της δημοσίου συμφέροντος.

6. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-149/17, Bastei Lübbe GmbH &Co. KG κατά Michael Strotzer – Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορούσε κυρίως την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1 και του άρθρου 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, της ανωτέρω οδηγίας «1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες κυρώσεις και μέσα έννομης προστασίας έναντι της προσβολής των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. 2. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι δικαιούχοι των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από προσβολές τελεσθείσες στο έδαφός του να μπορούν να ασκούν αγωγή αποζημίωσης ή/και να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και, κατά περίπτωση, την κατάσχεση του σχετικού υλικού καθώς και των συσκευών, προϊόντων ή συστατικών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Πρώτης Περιφέρειας του Μονάχου της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Bastei Lübbe GmbH & Co. KG, εκδοτικού οίκου, και του Michael Strotzer, όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως λόγω προσβολής του δικαιώματος του δημιουργού μέσω της ανταλλαγής αρχείων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν  το άρθρο 8, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 2001/29, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παρ. 1, αυτής έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας ο κάτοχος συνδέσεως με το διαδίκτυο, μέσω της οποίας διαπράττεται προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού με την ανταλλαγή αρχείων, μπορεί να απαλλάσσεται από την ευθύνη του εφόσον κατονομάζει τουλάχιστον ένα μέλος της οικογένειάς του, που είχε δυνατότητα να χρησιμοποιεί την ως άνω σύνδεση, χωρίς να δίδει περισσότερες διευκρινίσεις όσον αφορά τη χρονική στιγμή κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η ως άνω σύνδεση από το εν λόγω μέλος της οικογένειάς του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση αντιτίθεται στο ανωτέρω ενωσιακό πλαίσιο

7. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-105/17, Komisiazazashtitanapotrebitelite κατά Evelina Kamenova - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχεία βʹ και δʹ, της Οδηγίας 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και του κανονισμού 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο της Βάρνας της Βουλγαρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής προστασίας των καταναλωτών (ΕΠΚ) με αντικείμενο πράξη της ΕΠΚ περί επιβολής διοικητικών προστίμων στην Kamenova με το αιτιολογικό ότι παρέλειψε να παράσχει πληροφορίες στους καταναλωτές σε αγγελίες για την πώληση αγαθών που είχαν δημοσιευθεί σε διαδικτυακό τόπο. Ειδικότερα, καταναλωτής αγόρασε ρολόι στον διαδικτυακό τόπο www.olx.bg με σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως. Εκτιμώντας ότι το ρολόι αυτό δεν αντιστοιχούσε στα χαρακτηριστικά που αναγράφονταν στην αγγελία που ήταν αναρτημένη στον σχετικό διαδικτυακό τόπο, υπέβαλε καταγγελία στην ΕΠΚ μετά την άρνηση του προμηθευτή να δεχτεί πίσω το ρολόι έναντι επιστροφής του καταβληθέντος ποσού. Κατόπιν ελέγχων, η ΕΠΚ διαπίστωσε ότι η Ε. Kamenova, η οποία ήταν καταχωρισμένη στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο με το ψευδώνυμο «eveto-ZZ», ήταν η πωλήτρια του ρολογιού. Κατά τον διαχειριστή του διαδικτυακού τόπου www.olx.bg, ο χρήστης του ψευδώνυμου αυτού είχε δημοσιεύσει συνολικά οκτώ αγγελίες για την πώληση διαφόρων προϊόντων στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο, μεταξύ δε αυτών και το επίμαχο στην κύρια δίκη ρολόι. Με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η ΕΠΚ διαπίστωσε ότι η Ε. Kamenova είχε υποπέσει σε διοικητική παράβαση και της επέβαλε διάφορα διοικητικά πρόστιμα. Ακολούθως η Kamenova άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ένα φυσικό πρόσωπο που δημοσιεύει σε διαδικτυακό τόπο, ταυτόχρονα, ορισμένες αγγελίες για την πώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων αγαθών μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» και η δραστηριότητά του «εμπορική πρακτική» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β και δ, της Οδηγίας 2005/29.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο ενωσιακό δίκαιο έχει την έννοια ότι ένα φυσικό πρόσωπο που δημοσιεύει σε διαδικτυακό τόπο, ταυτόχρονα, ορισμένες αγγελίες για την πώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων αγαθών πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «εμπορευόμενος/έμπορος» και η δραστηριότητα αυτή συνιστά «εμπορική πρακτική». Τα ανωτέρω ισχύουν εάν το πρόσωπο αυτό ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

8. Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-571/16 Nikolay Kantarev κατά Balgarska Narodna Banka

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της Οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων. Σύμφωνα με την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου της Οδηγίας 94/19 «1.Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων πρέπει να είναι σε θέση να καταβάλλουν τις δεόντως αποδεδειγμένες απαιτήσεις καταθετών που αφορούν μη διαθέσιμες καταθέσεις εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση που περιγράφεται στο άρθρο 1 σημείο 3) i), ή μια δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που περιγράφεται στο άρθρο 1 σημείο 3) ii). Η προθεσμία αυτή περιλαμβάνει τη συλλογή και διαβίβαση των στοιχείων σχετικά με τους καταθέτες και τις καταθέσεις, που είναι αναγκαία για την επαλήθευση των απαιτήσεων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια αρχή αίτηση για παράταση της προθεσμίας. Η παράταση αυτή δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο της Βάρνας, της Βουλγαρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Nikolay Kantarev και της Balgarska Narodna Βanka (ΒΝΒ) σχετικά με τη ζημία την οποία ο Ν. Kantarev υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της προβαλλόμενης εκπρόθεσμης καταβολής της εγγυήσεως των καταθέσεων, ήτοι των κεφαλαίων που ήταν κατατεθειμένα σε τρεχούμενο λογαριασμό τον οποίο είχε ανοίξει στην Korporativna Targovska Banka (KTB) και τα οποία δεν ήταν πλέον διαθέσιμα.
Ένα σημαντικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, και το άρθρο 10, παρ. 1, της Οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παράγουν άμεση ισχύ και παρέχουν στους καταθέτες δικαίωμα ασκήσεως αποζημιώσεως για την αποκατάσταση ζημίας από εκπρόθεσμη επιστροφή καταθέσεων κατά δημόσιας αρχής (ΒΝΒ, αρμόδια για να διαπιστώσει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος, αγωγής).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της Οδηγίας 94/19 έχει άμεση ισχύ και συνιστά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες δυνάμει των οποίων οι καταθέτες έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας, που προκλήθηκε από την εκπρόθεσμη επιστροφή των καταθέσεων. 
Επίσης, τέθηκε το νομικό ζήτημα εάν το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ελλείψει ειδικής διαδικασίας στη Βουλγαρία και προκειμένου να θεμελιωθεί ευθύνη του Κράτους-μέλους για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από εθνική αρχή, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει δύο διαφορετικά ένδικα βοηθήματα εμπίπτοντα στην αρμοδιότητα διαφορετικών δικαστηρίων και εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση α) από την ύπαρξη προθέσεως της οικείας εθνικής αρχής προς πρόκληση της ζημίας, β) από την υποχρέωση του ιδιώτη να αποδείξει την ύπαρξη πταίσματος, γ) από την καταβολή πάγιου τέλους ή τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς ή δ) από την προηγούμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας.
Το ΔΕΕ έκρινε αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα ότι το άρθρο 4, παρ. 3, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ελλείψει ειδικής διαδικασίας στη Βουλγαρία προκειμένου να θεμελιωθεί ευθύνη αυτού του Κράτους-μέλους για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από εθνική αρχή:
α) δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει δύο διαφορετικά ένδικα βοηθήματα, τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα διαφορετικών δικαστηρίων και υποκείμενα σε διαφορετικές προϋποθέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το αιτούν δικαστήριο καθορίζει εάν πρέπει να θεμελιωθεί ευθύνη μιας εθνικής αρχής βάσει του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή βάσει του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων
β) αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την πρόσθετη προϋπόθεση της υπάρξεως προθέσεως εκ μέρους της εθνικής αρχής προς πρόκληση της ζημίας
γ) δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την υποχρέωση του ιδιώτη να αποδείξει την ύπαρξη πταίσματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έννοια του «πταίσματος» δεν βαίνει πέραν της εννοίας της «κατάφωρης παραβιάσεως»
δ) δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την καταβολή ενός πάγιου τέλους ή ενός τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι η καταβολή ενός πάγιου τέλους δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας
ε) δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την προηγούμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εύλογη η επιβολή της απαιτήσεως αυτής στον ζημιωθέντα

9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-393/18 PPU UD κατά XB – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8 του Κανονισμού 2201/2003 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού «Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής». Η αίτηση υποβλήθηκε από το τμήμα του οικογενειακού δικαίου του High Court of Justice (Ηνωμένο Βασίλειο) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της UD, μητέρας ενός παιδιού που γεννήθηκε στο Μπανγκλαντές στις 2 Φεβρουαρίου 2017 και του ΧΒ, πατέρα του παιδιού αυτού. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν τα αιτήματα της UD να διαταχθεί α) η θέση του εν λόγω παιδιού υπό την προστασία του αιτούντος δικαστηρίου και β) η επιστροφή της μαζί με το παιδί στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να μετάσχουν στη δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 8, παρ. 1, του Κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι ένα παιδί πρέπει να είχε φυσική παρουσία εντός Κράτους-μέλους προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο Κράτος-μέλος, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Το αιτούν δικαστήριο Ζήτησε, επίσης, να διευκρινισθεί αν ασκούν επιρροή ορισμένες περιστάσεις εφόσον αποδειχθούν, ήτοι ο καταναγκασμός που άσκησε ο πατέρας στη μητέρα με συνέπεια να γεννήσει η μητέρα το παιδί τους σε τρίτο κράτος και να διαμένει έκτοτε εκεί με το παιδί αυτό και η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της μητέρας ή του παιδιού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 8, παρ. 1, του Κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι ένα παιδί πρέπει να είχε φυσική παρουσία σε Κράτος-μέλος προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος αυτό, κατά την έννοια δεν ασκούν επιρροή.

10. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-384/17, Dooel Uvoz-Izvoz Skopje Link Logistic N&N κατά Budapest Rendőrfőkapitánya – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 9α της Οδηγίας 1999/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής. Το άρθρο 9α της ανωτέρω οδηγίας ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη καθιερώνουν κατάλληλους ελέγχους και προσδιορίζουν το σύστημα κυρώσεων το οποίο ισχύει για τις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι καθοριζόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές». Η αίτηση υποβλήθηκε από το δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Szombathely, της Ουγγαρίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Dooel Uvoz-Izvoz Skopje Link Logistic N&Nκαι του αστυνομικού διευθυντή της Βουδαπέστης σχετικά με την επιβολή προστίμου στη Link Logistic N&N για τον λόγο ότι χρησιμοποίησε τμήμα αυτοκινητοδρόμου χωρίς να έχει καταβάλει το αντίστοιχο τέλος.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η αρχή της αναλογικότητας, όπως τυποποιείται στο άρθρο 9α της Οδηγίας 1999/62, αναφορικά με την εκτίμηση των κυρώσεων οι οποίες προβλέπονται από τα Κράτη- μέλη για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων οδικής κυκλοφορίας είναι α) διάταξη αμέσου ισχύος και β) σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές του συγκεκριμένου Κράτους-μέλους έχουν τη δυνατότητα ή την υποχρέωση, για τους σκοπούς μιας σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, να συμπληρώσουν, χωρίς παρέμβαση του εθνικού νομοθέτη, την επίμαχη εθνική νομοθεσία διά της προσθήκης ουσιαστικών κριτηρίων που έχουν καθοριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έχει άμεση ισχύ και ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Επιπροσθέτως, έκρινε ότι αν μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία δεν είναι δυνατή θα πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη στο μέτρο που η εφαρμογή της, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.