Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

CES-Duth Working Paper 2/2019

Η αντίδραση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. στην οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη: η απόφαση Associação Sindical dos Juízes Portugueses 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ

(H μελέτη δημοσιεύτηκε στις 11/1/2019 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)


Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2018 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως) εξέδωσε μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις του τα τελευταία χρόνια, τοποθετούμενο απέναντι στα φαινόμενα παραβιάσεων αρχών, που συγκροτούν την έννοια του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της Ένωσης και υποδεικνύοντας τρόπους αντιμετώπισής τους, εντός του νομικού πλαισίου των Συνθηκών. Η ευκαιρία δόθηκε κατόπιν προδικαστικής παραπομπής εκ μέρους του Πορτογαλικού Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (Supremo Tribunal Administrativo), που προέκυψε όταν αυτό κλήθηκε να αποφανθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Συνδικαλιστικής Ενώσεως των Πορτογάλων Δικαστών (Associação Sindical dos Juízes Portugueses - ASJP) και του Πορτογαλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου (Tribunal de Contas), που είχε ως αντικείμενο την προσωρινή μείωση των καταβαλλόμενων αποδοχών στα μέλη της εν λόγω ενώσεως δικαστών. Οι περικοπές έγιναν κατ’ εφαρμογή του νόμου 75/20141 με τον οποίο ο πορτογάλος νομοθέτης υιοθέτησε μέτρα για τη μείωση του υπερβολικού ελλείμματος του προϋπολογισμού της Πορτογαλίας και σε συμμόρφωση στις σχετικές υποχρεώσεις, που επιβλήθηκαν στην Πορτογαλία με τις αποφάσεις εκείνες της Ένωσης με τις οποίες, μεταξύ άλλων, χορηγήθηκε χρηματοοικονομική συνδρομή στην Πορτογαλία. Με την προσφυγή της η ASJP υποστήριξε ότι τα μέτρα μειώσεως των αποδοχών συνεπάγονται παραβίαση της «αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών», η οποία κατοχυρώνεται όχι μόνο στο Πορτογαλικό Σύνταγμα αλλά και στο ενωσιακό δίκαιο, με το άρθρο 19, παρ, 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, καθώς και με το άρθρο 47 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (στο εξής ΕΧΘΔΑ).
Το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses κατά Tribunal de Contas (ASJP), αφού αναγνώρισε ότι η καταβολή στους δικαστές «αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν αποτελεί εγγύηση σύμφυτη με την ανεξαρτησία των δικαστών», έκρινε ότι επειδή τα μέτρα μείωσης των αποδοχών εφαρμόστηκαν όχι μόνο στα μέλη του Tribunal de Contas, αλλά, γενικότερα, σε διάφορες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών και προσώπων που ασκούν καθήκοντα στον δημόσιο τομέα, μεταξύ των οποίων οι φορείς των οργάνων της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, δηλαδή «προσιδιάζουν σε μέτρα γενικής εφαρμογής» σε μια προσπάθεια περιορισμού των δαπανών και του υπερβολικού ελλείμματος του προϋπολογισμού του Πορτογαλικού Δημοσίου, καθώς και «του προσωρινού τους χαρακτήρα», δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μέτρα που θίγουν την ανεξαρτησία των μελών του Tribunal de Contas . 

Ωστόσο, το Δικαστήριο βρήκε την ευκαιρία, αφού τόνισε ότι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστηρίων από τα Κράτη-μέλη, ως αναγκαία συνθήκη για την εμπέδωση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και συνακόλουθα του σεβασμού του Κράτους Δικαίου, αποτελεί μέσω μια συνδυασμένης ανάγνωσης των άρθρων 2 (αξίες της Ένωσης), 4 παρ. 3 (καθήκον καλόπιστης συνεργασίας) και 19 παρ. 1 ΣΕΕ (αρχή της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης) εκ της Συνθήκης υποχρέωση των Κρατών-μελών, που η τήρησή της ελέγχεται από το Δικαστήριο. Έτσι, στην ουσία, υπέδειξε τον τρόπο με τον οποίο καλούνται να αντιδράσουν τα Θεσμικά Όργανα της Ένωσης και ιδιαίτερα η Επιτροπή, απέναντι σε φαινόμενα περιορισμού της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης σε Κράτη-μέλη και γενικότερα της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου, που ως αρχή τοποθετείται στον πυρήνα της αξιακής ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ. 

Η μελέτη εν συντομία και με σκοπό την κατανόηση της απόφασης του ΔΕΕ  σκιαγραφεί την τάση οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου (rule of law backsliding) σε Κράτη-μέλη της Ένωσης, καθώς και το ζήτημα της ανεπάρκειας των διαθέσιμων μέσων για την αντιμετώπιση το φαινομένου (2). Κατόπιν, παρουσιάζει την οικοδόμηση του νομικού συλλογισμού του Δικαστηρίου, που παρουσιάζει αρκετά στοιχεία ευπρόσδεκτου νεωτερισμού και επιχειρεί να επισημάνει τα σημαντικότερα σημεία της απόφασης για την εξέλιξη της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3). Τέλος, θα αναφερθούμε στις νεώτερες εξελίξεις ως συνέχεια της απόφασης του Δικαστηρίου (4). Ακολουθούν οι συμπερασματικές παρατηρήσεις 

Η απόφαση του Δικαστηρίου αναμφίβολα αποτελεί μια σημαντική συμβολή του δικαστικού οργάνου της Ένωσης στην αντιμετώπιση της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της Ένωσης, ερχόμενη, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει τους μηχανισμούς συμμόρφωσης εντός του δοσμένου νομικού πλαισίου των Συνθηκών. Αν δε ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που ακολούθησαν στην περίπτωση της Πολωνίας, φαίνεται να επιβεβαιώνεται η θέση, που είχε διατυπωθεί εξ αρχής, ότι η εν λόγω απόφαση είναι σε ότι αφορά το σεβασμό του Κράτους Δικαίου η σημαντικότερη απόφαση του Δικαστηρίου μετά το 1986 και την απόφαση του στην υπόθεση των Πρασίνων.

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 11/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Νοέμβριος 2018
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-575/17, Sofina SA κ.λπ. κατά Ministre del' Action et des Comptes publics – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 63 και 65 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε  από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Sofina SA, Rebelco SA και Sidro SA, εταιριών βελγικού δικαίου και του Υπουργού Δημοσίας Διοικήσεως και Οικονομικών σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να τους επιστρέψει την παρακράτηση φόρου στην πηγή, που επιβλήθηκε στα μερίσματα που τους καταβλήθηκαν κατά τα έτη 2008 έως 2011. Ειδικότερα, η εθνική κανονιστική ρύθμιση προέβλεπε ότι τα μερίσματα που διανέμονται σε εδρεύουσα στην αλλοδαπή εταιρία υπόκεινται σε άμεση και οριστική φορολόγηση ενώ η φορολόγηση των μερισμάτων που διανέμονται σε εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία εξαρτάται από το αν το καθαρό αποτέλεσμά της είναι κερδοφόρο ή ζημιογόνο. Αυτό είχε ως συνέπεια όταν το αποτέλεσμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν ζημιογόνο, η φορολόγηση των μερισμάτων να αναβάλλεται για μεταγενέστερη κερδοφόρο χρήση, δημιουργώντας επομένως ταμειακό πλεονέκτημα υπέρ της εδρεύουσας στην ημεδαπή εταιρίας.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθετική ρύθμιση Κράτους-μέλους, βάσει της οποίας τα μερίσματα που διανέμονται από εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου στην πηγή, όταν εισπράττονται από εδρεύουσα στην αλλοδαπή εταιρία, ενώ, όταν εισπράττονται από εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία, φορολογούνται κατά το κοινό καθεστώς του φόρου εταιριών στο τέλος της χρήσεως κατά την οποία εισπράχθηκαν, μόνον εφόσον η τελευταία (εταιρεία εδρεύουσα στην ημεδαπή που λαμβάνει τα μερίσματα)  παρουσίασε κερδοφόρο αποτέλεσμα κατά τη χρήση αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε αρχικά ότι η συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη αποτελεσματικότητας της εισπράξεως του φόρου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση

2. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-457/17, Heiko Jonny Maniero κατά Studienstiftung des deutschen Volkes eV – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παρ. 2, στοιχείο β, και του άρθρου 3, παρ. 1, στοιχείο ζ, της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής. Σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο της ανωτέρω οδηγίας «συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό δικαστήριο της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Heiko Jonny  Maniero και του Ιδρύματος Ακαδημαϊκών Υποτροφιών της Γερμανίας. Αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου  αποτέλεσε αγωγή του H. J. Maniero με αίτημα να παύσει και να μην επαναληφθεί η διάκριση την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της ηλικίας ή της καταγωγής του.                              Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, παρ. 2, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα ιδιωτικό ίδρυμα Κράτους-μέλους χορηγεί υποτροφίες για την επιδότηση σχεδίων έρευνας ή νομικών σπουδών στην αλλοδαπή μόνον στους υποψηφίους εκείνους, οι οποίοι έχουν επιτύχει σε εξέταση στα νομικά συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της Οδηγίας 2000/43 έχει την έννοια ότι η υποχρέωση εξέτασης στα νομικά δεν συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.                                                                                                                                                                    
3. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-310/17, Levola Hengelo BV κατά Smilde Foods BV - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της έννοιας του «έργου» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Arnhem‑Leuvarde των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Levola Hengelo BV και της Smilde Foods BV, σχετικά με την υποτιθέμενη προσβολή από τη Smilde των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της Levola όσον αφορά τη γεύση τροφίμου. Ειδικότερα, το «Heksenkaas» είναι τυρί για επάλειψη με κρέμα γάλακτος και αρωματικά χόρτα, το οποίο δημιουργήθηκε από Ολλανδό έμπορο λαχανικών και νωπών προϊόντων το 2007. Βάσει συμβάσεως που συνήφθη το 2011 και με αντάλλαγμα αμοιβή βάσει του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται από την πώληση του Heksenkaas, ο δημιουργός του μεταβίβασε στη Levola τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας επί του προϊόντος αυτού. Ωστόσο, από τις αρχές του 2014 η Smilde παρασκευάζει ένα προϊόν με την ονομασία «Witte Wievenkaas» για αλυσίδα υπεραγορών στις Κάτω Χώρες. Η Levola ενήγαγε τη Smilde ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου θεωρώντας ότι η παραγωγή και η πώληση του προϊόντος αυτού προσέβαλε τα δικαιώματα του δημιουργού επί της «γεύσης» του Heksenkaas. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν η Οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά την Οδηγία αυτή και στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού στην εν λόγω γεύση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου.

4. ΔΕΕ,απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-247/17, Oikeusministeriö κατά Denis Raugevicius– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο και του άρθρου 21 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Φιλανδίας (Korkeinoikeus) στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως, την οποία απηύθυναν οι ρωσικές προς τις φινλαδικές αρχές. Η αίτηση έκδοσης αφορούσε τον Denis Raugevicius, υπήκοο Λιθουανίας και Ρωσίας, για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. Ειδικότερα, ο D. Raugevicius κρίθηκε ένοχος το έτος 2001 από ρωσικό δικαστήριο, για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών λόγω της κατοχής ηρωίνης και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως με αναστολή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση υποβολής από τρίτη χώρα αιτήσεως εκδόσεως πολίτη της Ένωσης (που άσκησε το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας), για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, το Κράτος-μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως υποχρεούται να εξετάσει αν υφίσταται εναλλακτικό μέτρο σε σχέση με την έκδοση το οποίο να θίγει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας (δεδομένου ότι η εθνική νομοθεσία απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων του εκτός της Ένωσης με σκοπό την εκτέλεση ποινής και προβλέπει τη δυνατότητα εκτίσεως στο έδαφός του της καταγνωσθείσας στην αλλοδαπή ποινή)
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ επιβάλλουν οι υπήκοοι άλλων Κρατών –μελών, οι οποίοι είναι μόνιμοι κάτοικοι Φινλανδίας καλύπτονται από τον κανόνα που απαγορεύει την έκδοση (που ισχύει για τους Φινλανδούς υπηκόους) και μπορούν, υπό τις ίδιες με αυτούς τους τελευταίους προϋποθέσεις, να εκτίουν την ποινή τους στη φινλανδική επικράτεια. Ωστόσο, στην περίπτωση που ένας πολίτης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μόνιμος κάτοικος του Κράτους-μέλους το ζήτημα της εκδόσεως ρυθμίζεται βάσει του εθνικού δικαίου ή του διεθνούς δικαίου που τυγχάνει εφαρμογής.
Καταληκτικά το ΔΕΕ έκρινε ότι επίδικο ενωσιακό δίκαιο εξασφαλίζει στον εν λόγω πολίτη της Ένωσης, εφόσον είναι μόνιμος κάτοικός του, την ίδια ακριβώς μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσει στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά την έκδοση.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-245/17, Pedro Viejobueno Ibáñez και Emilia de la Vara González κατά Consejería de Educación de Castilla-La Mancha - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου αναφορικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Καστίλλης - Λα Μάντσα της Ισπανίας (Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha) στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ του Pedro ViejobuenoIbáñez και της Emilia de la Vara González και του Υπουργείου Παιδείας της Αυτόνομης Κοινότητας της Καστίλλης-Λα Μάντσα σχετικά με τον τερματισμό των σχέσεων εργασίας που συνέδεαν τους ενδιαφερομένους με το Υπουργείο Παιδείας της Καστίλλης-Λα Μάντσα.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επιτρέπει σε εργοδότη να θέσει τέλος, κατά τη λήξη του διδακτικού έτους στη σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου των εκπαιδευτικών που διορίζονται για ένα σχολικό έτος ως αναπληρωτές δημόσιοι υπάλληλοι, με το αιτιολογικό ότι κατά την ημερομηνία αυτή έχουν παύσει να συντρέχουν οι λόγοι επιτακτικών και επειγουσών αναγκών που αποτελούσαν προϋπόθεση για τον διορισμό τους, ενώ η σχέση εργασίας αορίστου χρόνου των εκπαιδευτικών που είναι τακτικοί υπάλληλοι διατηρείται.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική νομοθεσία.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-93/17 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας – Προσφυγή για παραβίαση απόφασης του ΔΕΕ (άρθρο 260 ΣΛΕΕ)

Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας μέτρα εκτελέσεως της αποφάσεως της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑485/10), παραβίασε τις υποχρεώσεις της ως Κράτος-μέλος που προκύπτουν από το άρθρο 260, παρ. 1 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο της μη συμμόρφωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ανωτέρω απόφαση, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει να καταβάλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 34.974 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεων και κατ’ αποκοπήν ποσό, το ύψος του οποίου θα προκύψει από τον πολλαπλασιασμό ενός ημερησίου ποσού ύψους 3.828 ευρώ επί τον αριθμό των ημερών εξακολουθήσεως της παραβάσεως. 
Η παραβιασθείσα απόφαση του ΔΕΕ αφορούσε κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία στην επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ κατά το άρθρο 16 της αποφάσεως 2009/610, η εγγύηση αποζημιώσεως που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην HDW   Ferrostaal και η οποία προέβλεπε την αποζημίωση της δεύτερης για κάθε κρατική ενίσχυση που θα υποχρεωθεί να επιστρέψει η ΕΝΑΕ συνιστά ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και είναι μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, η εγγύηση αυτή έπρεπε αμέσως να διακοπεί. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την προειδοποιητική επιστολή τα απαιτούμενα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως C‑485/10, παραβίασε τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, υποχρέωσε την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 7. 294.000 ευρώ ανά εξάμηνο από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως έως την ημερομηνία εκτελέσεως της αποφάσεως και κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 10.000.000 ευρώ.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-569/16 και C-570/16 Stadt Wuppertal κατά Maria Elisabeth Bauer και Volker Willmeroth κατά Martina Broßonn - Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της  οργάνωσης του χρόνου της εργασίας καθώς και του άρθρου 31 παρ. 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της ανωτέρω Οδηγίας «1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.». Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν από το Ομοσπονδιακό δικαστήριο Εργατικών Διαφορών τη Γερμανίας στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ του Δήμου Wuppertal και της Maria Elisabeth Bauer, (Υπόθεση C‑569/16), και του Volker Willmeroth, ως ιδιοκτήτη της TWI Technische WartungundInstandsetzung Volker Willmeroth Ek και της MartinaBroßonn, (Υπόθεση C‑570/16). Αντικείμενο των διαφορών ενώπιον των εθνικών ήταν η άρνηση του Δήμου Wuppertal και του V. Willmeroth, ως πρώην εργοδοτών των θανόντων συζύγων της M. E. Bauer και της M. Broßonn, αντιστοίχως, να καταβάλουν σε αυτές χρηματική αποζημίωση για την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, την οποία δεν είχαν λάβει οι σύζυγοί τους πριν από τον θάνατό τους.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία αποσβέννυται το δικαίωμα του εργαζομένου (λόγω θανάτου και λύσης της σχέσης εργασίας) στην ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία δεν είχε λάβει πριν από τον θάνατό του, χωρίς να γεννάται δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως για την μη ληφθείσα άδεια. Το προδικαστικό ερώτημα τέθηκε υπό το πρίσμα μεταβίβασης αιτία θανάτου του συγκεκριμένου δικαιώματος στους κληρονόμους του εργαζομένου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα του Χάρτη αντιτίθενται στην επίμαχη εθνική κανονιστική αρχή.
Το δεύτερο νομικό  ζήτημα ήταν αν, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η ερμηνεία εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως με τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη, οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι συνεπάγονται τη μη εφαρμογή από το εθνικό δικαστήριο της ως άνω εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως και την επιδίκαση στον κληρονόμο του θανόντος εργαζομένου, εις βάρος του πρώην εργοδότη του εργαζομένου αυτού, χρηματικής αποζημιώσεως. Ειδικότερα, με το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C‑570/16, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση αυτή, η ως άνω ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ισχύει και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του κληρονόμου του εργαζομένου και του πρώην εργοδότη του, όταν ο τελευταίος είναι ιδιώτης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι σε περίπτωση που είναι αδύνατη η ερμηνεία εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως κατά τρόπο ώστε να συνάδει προς το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει την εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση ακόμη και στην περίπτωση που οι διάδικοι είναι ιδιώτες Στην τελευταία αυτή περίπτωση το εθνικό δικαστήριο θα εφαρμόσει το άρθρο 31 παρ. 2 του Χάρτη λόγω μη αναγνώρισης οριζοντίου αμέσου ισχύος στις διατάξεις των οδηγιών.
[Στο ίδιο πλαίσιο ΔΕΕ, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-684/16, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderungder Wissenschaften eV κατά Tetsuji Shimizu– Προδικαστική]

8.ΔΕΕ,απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018 Υπόθεση C-380/17, K, B κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της ανωτέρω Οδηγίας «1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τον πρόσφυγα ή/και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του/της να προσκομίσει, προκειμένου για αιτήσεις που αφορούν τα μέλη της οικογένειας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο πρόσφυγας πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7.[……] Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον πρόσφυγα να πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, εάν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης δεν υποβλήθηκε εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα.». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, των K και B, υπηκόων τρίτων χωρών, και του Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης των Κάτω Χωρών σχετικά με την εκ μέρους του τελευταίου απόρριψη αιτήσεως προς χορήγηση προξενικής θεωρήσεως (visa) για διαμονή άνω των τριών μηνών στο πλαίσιο οικογενειακής επανενώσεως.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/86 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που παρέχει τη δυνατότητα απορρίψεως αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως την οποία υποβάλλει μέλος της οικογένειας ενός πρόσφυγα με την αιτιολογία ότι η ως άνω αίτηση υποβλήθηκε σε χρόνο πέραν των τριών μηνών μετά την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα στον συντηρούντα, παρέχοντας παράλληλα τη δυνατότητα υποβολής νέας αιτήσεως στο πλαίσιο άλλου καθεστώτος.
Το ΔΕΕ έκρινε  ότι το άρθρο 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2003/86 δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ρύθμιση:
– προβλέπει ότι ένας τέτοιος λόγος απορρίψεως δεν μπορεί να προβάλλεται σε περιπτώσεις που θεωρείται αντικειμενικά συγγνωστή η εκπρόθεσμη υποβολή της πρώτης αιτήσεως
– προβλέπει ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν πλήρως ενημερωθεί για τις συνέπειες της αποφάσεως περί απορρίψεως της πρώτης αιτήσεώς τους και για τα μέτρα που θα πρέπει να λάβουν για να προβάλουν αποτελεσματικά το δικαίωμά τους οικογενειακής επανενώσεως, και
– εγγυάται ότι οι αναγνωρισμένοι ως πρόσφυγες συντηρούντες εξακολουθούν να απολαύουν των ευνοϊκότερων προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως που έχουν εφαρμογή στους πρόσφυγες.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-328/17, Amt Azienda Trasporti e Mobilità SpA κ.λπ. κατά Atpl Liguria - Agenzia regionale per il trasporto pubblico locale SpA και Regione Liguria – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1 έως 3, καθώς και του άρθρου 2, παρ. 1, στοιχείο β, της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. Σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο της ανωτέρω Οδηγίας τα Κράτη -μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών λόγω του ότι οι αποφάσεις αυτές έχουν ληφθεί κατά παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων ή των εθνικών κανόνων που μεταφέρουν την εν λόγω νομοθεσία. Επίσης, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο τα Κράτη-μέλη μεριμνούν ώστε να μην υφίσταται καμία διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία στο πλαίσιο διαδικασίας ανάθεσης συμβάσεως του δημοσίου. Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείου  περιφέρειας Λιγουρίας της Ιταλίας (Tribunale amministrativo regionale per la Liguria) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Amt Azienda Trasporti e Mobilità SpA, Atc Esercizio SpA, Atp Esercizio Srl, Riviera Trasporti SpA και Tpl LineaSrl και, αφετέρου, της Περιφερειακής υπηρεσίας τοπικών δημόσιων μεταφορών, σχετικά με την απόφαση της δεύτερης να προκηρύξει ανεπίσημο διαγωνισμό για την ανάθεση της υπηρεσίας δημοσίων μεταφορών  εντός της Περιφέρειας Λιγουρίας. 
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 3, της Οδηγίας 89/665 όσο και το άρθρο 1, παρ. 3, της Οδηγίας 92/13 αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει σε οικονομικούς φορείς να προσφύγουν κατά των αποφάσεων της αναθέτουσας αρχής σχετικά με διαδικασία διαγωνισμού στην οποία αποφάσισαν να μη συμμετάσχουν για τον λόγο ότι η εφαρμοστέα στη διαδικασία αυτή νομοθεσία καθιστούσε εξαιρετικά απίθανο να τους ανατεθεί η σχετική δημόσια σύμβαση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση δεν αντιτίθεται στο ανωτέρω ενωσιακό δίκαιο 

10. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-308/17, Hellenische Republik κατά Leo Kuhn - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο α, του ανωτέρω κανονισμού «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1) α)  ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του L. Kuhn επί αγωγής με αίτημα την τήρηση των όρων δανεισμού όσον αφορά ομόλογα που είχε εκδώσει το εν λόγω Κράτος-μέλος ή την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της μη τηρήσεως των όρων αυτών. Ειδικότερα, ο L. Kuhn, ο οποίος κατοικεί στην Αυστρία, απέκτησε μέσω τράπεζας-θεματοφύλακα εγκατεστημένης στην Αυστρία, ομόλογα ονομαστικής αξίας 35.000 ευρώ, τα οποία είχαν εκδοθεί από την Ελληνική Δημοκρατία, ρυθμίζονταν από το ελληνικό δίκαιο και ήταν εισηγμένα προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών ως «άυλοι τίτλοι». Οι συγκεκριμένοι άυλοι τίτλοι καταχωρίσθηκαν στο σύστημα παρακολούθησης συναλλαγών της ελληνικής κεντρικής τράπεζας. Ο L. Kuhn άσκησε αγωγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου με αίτημα την τήρηση των όρων δανεισμού σχετικά με τα επίμαχα ομόλογα ή την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της μη τηρήσεως των όρων αυτών.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο α, του Κανονισμού 1215/2012  ο «τόπος που εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» προσδιορίζεται από τους όρους δανεισμού κατά την έκδοση των εν λόγω ομολόγων ή από τον τόπο της πραγματικής εκπληρώσεως των εν λόγω όρων, όπως η καταβολή τόκων.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε, αρχικά, ότι τα κρατικά ομόλογα αντικαταστάθηκαν με νέα σαφώς μικρότερης ονομαστικής αξίας, κατόπιν της θεσπίσεως του νόμου 4050/2012 από τον Έλληνα νομοθέτη και της αναδρομικής προσθήκης της ρήτρας συλλογικής δράσης (CAC). Η συγκεκριμένη αντικατάσταση δεν προβλεπόταν στους αρχικούς όρους δανεισμού αλλά ούτε και στο ισχύον ελληνικό δίκαιο κατά τον χρόνο εκδόσεως των τίτλων.
Η αναδρομική προσθήκη της ρήτρας συλλογικής δράσης (CAC) και η κατ’ αποτέλεσμα αυτής τροποποίηση των εν λόγω οικονομικών όρων οφείλονταν στις εξαιρετικές περιστάσεις σοβαρής χρηματοοικονομικής κρίσης και εφαρμόστηκε στο πλαίσιο διακυβερνητικού μηχανισμού στήριξης, αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους του ελληνικού κράτους. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη διαφορά ανάγεται σε εκδήλωση δημόσιας εξουσίας και προκύπτει από πράξεις του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του επίμαχου κανονισμού.




Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

CES-DUTH ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1/2019
Konstantinos Hazakis, 2018, “European political economy: theory and policy”, 
Lexington books, USA, 353 pages

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Εγκαινιάζουμε σήμερα μια νέα στήλη με τίτλο «Νέες Εκδόσεις», στην οποία θα παρουσιάζουμε νέα βιβλία, που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό,  παρουσιάζουν ενδιαφέρον και αξίζουν να διαβαστούν. Αρχή γίνεται με το βιβλίο του αγαπητού συναδέλφου και συνεργάτη στο Δημοκρίτειο Κωνσταντίνου Χαζάκη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Lexington (ΗΠΑ) με τίτλο “European political economy: theory and policy”.  Η επιλογή μας είναι περίπου προφανής  αφενός το βιβλίο του Κ. Χαζάκη αποτελεί μια πολύτιμη συμβολή στην κατανόηση της πολυεπίπεδης  κρίσης της Ε.Ε, χρήσιμη για τον ερευνητική, τον φοιτητή, τον δημοσιογράφο και τον πολιτικό, αφετέρου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξωστρέφειας  της ερευνητικής δουλειάς που γίνεται στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.  

                                                                                                                                  ΜΔΧ

Η εντεινόμενη πολυσχιδής οικονομική, πολιτική και θεσμική κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο το εγχείρημα κριτικής αξιολόγησης των ευρωπαϊκών πολιτικών αλλά και παροχής ολοκληρωμένων και αποτελεσματικών προτάσεων για την αντιμετώπιση των αναφυομένων στρεβλώσεων στην ευρωπαϊκή συσσωμάτωση.

Στο  οικονομικό επίπεδο και παρά την προσπάθεια ονομαστικής οικονομικής σύγκλισης των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχει επιτευχθεί πραγματική σύγκλιση μεταξύ όλων  των ευρωπαϊκών περιφερειών, η διαρθρωτική ανεργία παραμένει υψηλή, ενώ οι ποικίλες αρνητικές εκροές της κρίσης χρέους σε χώρες της Ευρωζώνης υποβαθμίζουν την κοινωνική/εδαφική συνοχή, δημιουργούν συστημικό κίνδυνο στην τραπεζική και χρηματοοικονομική δραστηριότητα, εντείνουν την αβεβαιότητα της ευρωπαϊκής πολιτιναιμα ακής και αυξάνουν το συναλλακτικό κόστος στην λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών. Επιπρόσθετα, οι αρνητικές εξωτερικότητες από την αδράνεια των ευρωπαϊκών θεσμών σε κρίσιμες θεματικές περιοχές της οικονομίας ενισχύουν τον Ευρω-σκεπτικισμό και τις ποικίλες και ετερόκλητες εκφάνσεις του.
Στο πολιτικό επίπεδο δεν υπάρχει ενιαία και ισχυρή ευρωπαϊκή συλλογική προθετικότητα για το περιεχόμενο της διεύρυνσης/εμβάθυνσης αλλά και για την ιεράρχηση προτεραιοτήτων σε επιμέρους θεματικές περιοχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τέλος, ζητήματα υψηλής πολιτικής όπως κοινή εξωτερική πολιτική, διεθνής τρομοκρατία, μεταναστευτικές ροές, εμπορικός προστατευτισμός, αντιμετωπίζονται βραχυπρόθεσμα και χωρίς ισχυρή πολιτική βούληση.

Το βιβλίο “European political economy: Theory and policy” παρέχει το θεωρητικό, και μεθοδολογικό υπόβαθρο για την κατανόηση των πρωτογενών αιτιών της πολυδιάστατης ευρωπαϊκής κρίσης  υπό το πρίσμα της πολιτικής οικονομίας για τέσσερις λόγους:

Πρώτον, επισημαίνει τους μηχανισμούς διανομής κερδών/κόστους όλων των βασικών ευρωπαϊκών πολιτικών αλλά και τον τρόπο διαμόρφωσης των θέσεων/επιλογών των βασικών δρώντων όσον αφορά την παροχή θεμελιωδών δημόσιων συλλογικών αγαθών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ποιος είναι ο βαθμός εγκόλπωσης αυτών των προτιμήσεων στο υφιστάμενο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και κεκτημένο και ποιοι οι λόγοι διαφοροποίησης των θέσεων διαχρονικά; Πως εσωτερικεύεται και υπό ποιες προϋποθέσεις νομιμοποιείται κάθε φορά η ευρωπαϊκή πολιτική; 

Δεύτερον, η υιοθετούμενη μεθοδολογική προσέγγιση υπογραμμίζει την διάδραση πολιτικής και οικονομίας τόσο στην ιστορία και εξέλιξη της ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης όσο και στους μηχανισμούς υλοποίησης συγκεκριμένων ευρωπαϊκών πολιτικών όπως η εμπορική πολιτική, η πολιτική της ενιαίας αγοράς αλλά και η νομισματική πολιτική στην Eυρωζώνη.

Τρίτον, αναδεικνύονται τα όρια και οι αστοχίες των ευρωπαϊκών θεσμών/οργάνων στην μακροπρόθεσμη δυναμική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τέταρτον, επισημαίνεται η ανάγκη ενίσχυσης της νομιμοποίησης των ευρωπαϊκών πολιτικών τόσο στην διαδικασία λήψης αποφάσεων όσο και στην υλοποίησή τους καθώς αποτελεσματικότητα και νομιμοποίηση πολιτικής είναι εξίσου σημαντικά για την ενίσχυση των μηχανισμών ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τούτο σημαίνει και την ενδυνάμωση των μηχανισμών εκμάθησης και προσαρμογής των οικονομικών και πολιτικών δρώντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποτελεσματική ενσωμάτωση υφισταμένων στοχοθετήσεων εθνικού και περιφερειακού επιπέδου στην ενιαία-κοινή ευρωπαϊκή οπτική.

Η ανάλυση περιλαμβάνει επτά θεματικές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τρία σοβαρά ζητήματα που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη (μακρο-οικονομική προσαρμογή στην ευρωζώνη, ευρωπαϊκή κρίση χρέους, Brexit) παρέχοντας πολλά παραδείγματα αλλά και εδραζόμενη σε επικαιροποιημένες πηγές.
Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο περιλαμβάνει 13 κεφάλαια διαρθρωμένα σε τέσσερις ενότητες. Το δεύτερο κεφάλαιο αναλύει το περιεχόμενο των θεμελιωδών θεωριών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το τρίτο κεφάλαιο συσχετίζει κρίσιμες συλλογικές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την δυναμική της ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης. Το τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους του βιβλίου εστιάζει στο σύστημα λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην συνεισφορά των κυριότερων ευρωπαϊκών θεσμών σε αυτό.
Στο δεύτερο μέρος μελετάται το περιεχόμενο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (κεφάλαιο 5), η θεωρία και η υλοποίηση άριστης νομισματικής ζώνης στην Ευρώπη (κεφάλαιο 6) αλλά και οι μηχανισμοί μακροοικονομικής προσαρμογής στην ευρωζώνη ειδικά στις περιπτώσεις χωρών με υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους (κεφάλαιο 7).
Το τρίτο μέρος του βιβλίου μελετά ενδελεχώς το περιεχόμενο, και τις επιπτώσεις  βασικών πολιτικών της ευρωπαϊκής ένωσης (της κοινής αγροτικής πολιτικής στο όγδοο κεφάλαιο, της ενιαίας αγοράς στο ένατο κεφάλαιο, της περιφερειακής πολιτικής στο δέκατο κεφάλαιο, και της κοινής εμπορικής πολιτικής στο ενδέκατο κεφάλαιο). Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στο ενδέκατο κεφάλαιο στην κριτική αξιολόγηση της διατλαντικής εταιρικής σχέσης εμπορίου και επενδύσεων αλλά και στην εμπορική συμφωνία Καναδά – Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο δωδέκατο κεφάλαιο αναλύεται η απόφαση αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και οι οικονομικές επιπτώσεις της, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο παρέχει χρήσιμα συμπεράσματα και σκέψεις για την μελλοντική πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com






Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 1/2019

Πρόσβαση Τρίτων στο Ηλεκτρικό Δίκτυο: Ευρωπαϊκό και Εθνικό Δίκαιο 
Ρουμπιές Κωνσταντίνος, ΜΔΕ Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ενέργειας

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε σήμερα στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη του κου Ρουμπιέ Κωνσταντίνου με θέμα: Πρόσβαση Τρίτων στο Ηλεκτρικό Δίκτυο: Ευρωπαϊκό και Εθνικό Δίκαιο, που αποτέλεσε τη Διπλωματική του Εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ «Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ενέργειας». Η Διπλωματική Εργασία, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου, κατά την υποστήριξή της αξιολογήθηκε με υψηλότατη βαθμολογία και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς, που γίνεται τόσο από τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, από τους σπουδαστές του εν λόγω Μεταπτυχιακού Προγράμματος, την ευθύνη του οποίου έχει ο Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, που έχω την τιμή να διευθύνω. 
                                                                                                                                  ΜΔΧ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο συνιστά έναν κλάδο, ο οποίος παρόλο που εκκίνησε με την μορφή του μονοπωλίου, εντούτοις,  έχει οδηγηθεί, μέσω των νομοθετημάτων που έχουν θεσπιστεί, στην πλήρη απελευθέρωσή του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σταδιακή, εξελικτική απελευθέρωση της ηλεκτρικής αγοράς ενέργειας στο πέρασμα των χρόνων, η οποία επιτεύχθηκε με την έκδοση των Οδηγιών (και κατά συνέπεια των εθνικών κανόνων ενσωμάτωσής τους στις έννομες τάξεις των Κρατών-μελών). Ξεκινώντας, από τη σκοπιά του κοινοτικού νομοθέτη, σε επίπεδο Συνθηκών καθιερώνεται για πρώτη φορά μια πολιτική για την ενέργεια με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το Δεκέμβριο του 2009, κάτι το οποίο καταδεικνύει την έως τότε ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο τομέας της ενέργειας με κανόνες παράγωγου δικαίου. Ειδικότερα, η Οδηγία  96/92/ΕΚ αποτέλεσε την πρώτη Οδηγία για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία μεταξύ των άλλων ρυθμίσεων προβλέπει την πλήρη απελευθέρωση του μονοπωλίου στον τομέα της παραγωγής ενώ παραχωρεί στα Κράτη-μέλη τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών εναλλακτικών μοντέλων πρόσβασης στο δίκτυο, ήτοι της πρόσβασης στο δίκτυο κατόπιν διαπραγματεύσεων, της ρυθμιζόμενης πρόσβασης και της πρόσβασης στο δίκτυο με βάση το σύστημα του μοναδικού αγοραστή, με μεγαλύτερη απήχηση να βρίσκει το δεύτερο μοντέλο, το οποίο υιοθέτησαν δεκατρία από τα τότε δεκαπέντε Κράτη-μέλη. Επιπλέον, οι διατάξεις της Οδηγίας ρυθμίζουν τέσσερις συνολικά λόγους άρνησης της πρόσβασης, δύο υποχρεωτικούς και δύο προαιρετικούς, δηλαδή την έλλειψη επαρκούς δυναμικού και την εκπλήρωση υποχρεώσεων κοινής ωφέλειας αφενός και την άρνηση καταβολής ανταλλάγματος και τη ρήτρα αμοιβαιότητας αφετέρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε Κράτος-μέλος με το δίκαιό του δεν έχει τη δυνατότητα  να ρυθμίζει επιπλέον λόγους, η βασιμότητα των οποίων όμως να στηρίζεται στις διατάξεις της Οδηγίας. Εν συνεχεία, εκδόθηκε η  Οδηγία 2003/54/ΕΚ «σχετικά µε τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ», η οποία εν αντιθέσει με την προηγούμενη Οδηγία, περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τη διακριτική ευχέρεια των Κρατών-μελών και επιδιώκει την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας τόσο στο επίπεδο του βιομηχανικού όσο και του οικιακού καταναλωτή, ορίζοντας μάλιστα, ότι από 1.7.2007 όλοι οι πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των οικιακών πελατών πρέπει να θεωρούνται επιλέξιμοι. Θεσπίζεται υποχρεωτικά η ρυθμιζόμενη πρόσβαση ως το μοναδικό πλέον σύστημα πρόσβασης στο δίκτυο, πραγματοποιούμενη βάσει δημοσιευμένων και εκ των προτέρων εγκεκριμένων τιμολογίων (σύστημα «προληπτικού ελέγχου»), τα οποία υπόκεινται σε κανονιστικές ρυθμίσεις, εφαρμόζονται υπό ισότιμους όρους εφόσον έχουν προηγουμένως λάβει την έγκριση της ρυθμιστικής αρχής. Αν και μοναδικός λόγος άρνησης πρόσβασης στο δίκτυο  μνημονεύεται η έλλειψη χωρητικότητας, εντούτοις μπορεί να θεμελιωθεί και σε άλλους λόγους, οι οποίοι προκύπτουν από το γενικότερο πνεύμα της Οδηγίας.. Σύμφωνα με την Οδηγία 2009/72/ΕΚ «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ» η ρυθμιζόμενη πρόσβαση (Regulated Third Party Access) παραμένει ως το μοναδικό σύστημα πρόσβασης στο δίκτυο καθοριζόμενη από ένα σύστημα με δημοσιευμένα τιμολόγια, εκ των προτέρων εγκεκριμένων ενώ υπάρχει και πληθώρα νέων διατάξεων, οι οποίες σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις για την πρόσβαση των τρίτων το ηλεκτρικό δίκτυο, οδηγούν σε μια αρτιότερη και ενισχυμένη απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ως λόγος εξαίρεσης από την πρόσβαση προβλέπεται και πάλι μόνο «η έλλειψη χωρητικότητας» αν και γίνονται δεκτοί και άλλοι λόγοι, ενώ να αναφερθεί ότι και στις τρείς οδηγίες επειδή η πρόσβαση συνιστά τον κανόνα και η άρνησή της την εξαίρεση, η τελευταία πρέπει να αιτιολογείται δεόντως, να εφαρμόζεται με αντικειμενικά κριτήρια και  να μη χρησιμοποιείται αυθαίρετα. Αναφορικά με το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, ο Νόμος 2773/1999 «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας-Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπών θεμάτων» ρυθμίζει την παραγωγή (ρυθμίζεται η απελευθέρωσή της), τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος στην ελληνική επικράτεια κατά το σύστημα της κοινής ωφέλειας. Η Δ.Ε.Η. εξακολουθεί να παραμένει κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας, με εξαίρεση τη διαχείριση του δικτύου μεταφοράς, έχει όμως υποχρέωση τήρησης ξεχωριστών λογαριασμών. Ο έλληνας νομοθέτης ρυθμίζει με τις διατάξεις του την «πρόσβαση του τρίτου», επιλέγοντας ως σύστημα πρόσβασης αυτό της «ρυθμιζόμενης πρόσβασης», δηλαδή της ex ante ρυθμιστικής παρέμβασης στα  ηλεκτρικά δίκτυα, θεσπίζοντας εντούτοις Κώδικες για να επιτευχθεί η συγκεκριμενοποίηση των διατάξεων και να υπάρξει αρτιότερη και σχολαστικότερη ρύθμιση (όπως ο Κώδικας Διαχείρισης Του Συστήματος, ο Κώδικας Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας και ο Κώδικας Προμήθειας σε Πελάτες). Αναφορικά με την άρνηση πρόσβασης στο δίκτυο, δεν αποτυπώνονται ρητώς λόγοι, εντούτοις, λόγοι  προκύπτουν έμμεσα από το νόμο και τους προαναφερόμενους Κώδικες (έλλειψη διαθέσιμου δυναμικού, εκπλήρωση υποχρεώσεων κοινής ωφέλειας, άρνηση καταβολής του ευλόγου ανταλλάγματος, τεχνικοί λόγοι). Ο Νόμος 3426/2005 αναφορικά με την «Επιτάχυνση της διαδικασίας για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας», περιέχει πληθώρα νέων διατάξεων που αφορούν την πρόσβαση των τρίτων επιχειρήσεων στο ηλεκτρικό δίκτυο, ώστε να λαμβάνει υπόψη δυο παραμέτρους: καθορίζει τους δικαιούχους οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται και παράλληλα οριοθετείται ένα κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο  για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε ο «Κώδικας Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας», ενώ αν και προβλεπόταν η θέσπιση Κώδικα και για το Δίκτυο Διανομής και για το Δίκτυο Μη Διασυνδεδεμένων Νήσων, εντούτοις οι εν λόγω Κώδικες δεν εκδόθηκαν στο τότε προβλεπόμενο χρονικό διάστημα. Ο Διαχειριστής του Συστήματος μπορεί να αρνείται την πρόσβαση των δικαιουμένων στο Σύστημα, µόνο για λόγους εξάντλησης της ικανότητας φόρτισης του Δικτύου. Η άρνηση πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ενώ μπορούν να θεμελιωθούν από το γενικότερο πνεύμα και γράμμα του νόμου και οι προαναφερόμενοι λόγοι, ως λόγοι άρνησης. Τέλος, ο Νόμος 4001/2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις», ο οποίος ισχύει έως και σήμερα, αποτελεί τον βασικό νόμο για την οργάνωση, λειτουργία και πλήρη επίτευξη μιας απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και στην Ελλάδα, με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2009/72/ΕΚ. Η χώρα μας επέλεξε το σύστημα της ex ante ρυθμιστικής παρέμβασης στα ηλεκτρικά της δίκτυα, μοντέλο πρόσβασης το οποίο συνυπάρχει με ένα καθεστώς κλαδικής ρύθμισης που σήμερα διασφαλίζεται από τη ΡΑΕ. Η εκ των προτέρων αυτή ρύθμιση έχει ανατεθεί στη ΡΑΕ και η πρόσβαση πραγματοποιείται με δημοσιευμένα τιμολόγια τα οποία εγκρίνει η εν λόγω Ανεξάρτητη Αρχή. Αναφορικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Μεταφοράς, εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο νέος «Κώδικας Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας», ενώ δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά «Κώδικας διαχείρισης του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ)» και «Κώδικας Διαχείρισης Μη Διασυνδεδεμένων Νήσων». Οι εξαιρέσεις από την πρόσβαση, οι οποίες πρέπει να αιτιολογούνται πλήρως και να ερμηνεύονται στενά αναφέρονται στους αντίστοιχους Κώδικες και δε διαφοροποιούνται ιδιαιτέρως από όσους αναφέρθηκαν ανωτέρω. Πάντως, παρά το αναλυτικό, σαφές και ώριμο θεσπισμένο νομοθετικό πλαίσιο, πρέπει να αναφερθεί ότι στη χώρα μας, αν και υφίσταται τυπική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, εντούτοις η είσοδος νέων επιχειρήσεων στον κλάδο δεν έχει αποσπάσει σημαντικά μερίδια αγοράς, εξελίσσεται αργά, συναντώντας ουσιαστικά σημαντικά προβλήματα, κάτι το οποίο αποδεικνύεται από το υψηλότατο ποσοστό της ΔΕΗ στην «πίτα» της ενεργειακής αγοράς, η οποία συνεχίζει να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά. 
Δες τη μελέτη εδώ

Ρουμπιές Κωνσταντίνος, ΜΔΕ Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ενέργειας
kwstasroumpies@yahoo.gr





CES-Duth Working Paper 1/2019

Η Επεξεργασία των Ενεργειακών Δεδομένων στα Πλαίσια της Επιστημονικής Έρευνας μετά την θέση σε ισχύ του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
Αγγελική Ζησιού, Δικηγόρος, LLM., υποψήφια διδάκτωρ, Νομική Σχολή, Δ.Π.Θ.


(H μελέτη δημοσιεύτηκε στις 22/12/2018 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Digestaonline)

Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τη μεταρρύθμιση της προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μετουσιώθηκε σε πράξη στις 14 Απριλίου 2016 με τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων να καλύπτουν πια όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Το νομοθετικό πακέτο που υιοθετήθηκε περιλαμβάνει δύο επιμέρους νομοθετικές πράξεις: (i) αφενός τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας των Δεδομένων (General Data Protection Regulation, GDPR), που αντικαθιστά την Οδηγία 95/46/ΕΚ, και (ii) αφετέρου την Οδηγία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα της αστυνομίας και της ποινικής δικαιοσύνης, που αντικαθιστά την Απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Ως προς τα χρονικά πλαίσια εφαρμογής σημειώνεται ότι ο Κανονισμός τέθηκε σε ισχύ στις 24 Μαΐου 2016, και εφαρμόζεται από τις 25 Μαΐου 2018, ενώ η Οδηγία τέθηκε σε ισχύ στις 5 Μαΐου 2016 και τα Κράτη-μέλη της ΕΕ έπρεπε να την έχουν ενσωματώσει στην εθνική τους νομοθεσία έως τις 6 Μαΐου 2018.
Ο Κανονισμός αποτελεί ουσιαστικό βήμα για την ενίσχυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών στην ψηφιακή εποχή ενώ παράλληλα διευκολύνει τις επιχειρήσεις με την απλοποίηση των κανόνων που αυτές θα πρέπει να τηρούν στα πλαίσια της ψηφιακής ενιαίας αγοράς. Από την πλευρά της η Οδηγία προασπίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα των φυσικών προσώπων όταν γίνεται επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους εντός της Ένωσης.
Η ενοποίηση των προϋποθέσεων προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι ο μόνος τομέας στον οποίο η ΕΕ επιχειρεί να εναρμονίσει τις επιμέρους εθνικές νομοθεσίες. Ομοίως, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατέληξαν σε συμφωνία για την ασφάλεια των δικτύων και των συστημάτων πληροφοριών (Security of Network and Information Systems, NIS Directive, Οδηγία (EE) 2016/1148. Οι διατάξεις της Οδηγίας (EE) 016/1148 αποσκοπούν στο να καταστήσουν το διαδικτυακό περιβάλλον πιο αξιόπιστο και κατά συνέπεια, να υποστηρίξουν την ομαλή λειτουργία της ψηφιακής ενιαίας αγοράς της ΕΕ.
Στην μελέτη αναλύεται η συμβολή των έξυπνων δικτύων και συνακόλουθα των ενεργειακών δεδομένων για τη μετάβαση σε ένα σύστημα χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Μετά την εννοιολογική προσέγγιση των έξυπνων δικτύων και την σε αδρές γραμμές περιγραφή του νέου νομοθετικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καταδεικνύονται οι προκλήσεις, που η χρήση των ενεργειακών δεδομένων ενέχει από πλευράς προστασίας των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. 
Επιπλέον, εξετάζεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για λόγους επιστημονικής έρευνας, θέμα που θα απασχολήσει ιδιαίτερα τους συμμετέχοντες στην αγορά ενέργειας και όχι μόνο, καθώς η επεξεργασία των ενεργειακών δεδομένων μέσω της επιστημονικής έρευνας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη συλλογή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς την κατανάλωση ενέργειας στον ευρωπαϊκό χώρο για την επίτευξη των στόχων που η ΕΕ θέτει, αλλά και σημαντικό εργαλείο για τους καταναλωτές στην προσπάθεια τους να ενδυναμώσουν τη θέση τους και να συμμετέχουν ενεργά στην αγορά ενέργειας.
Βλέπε το σύνολο της μελέτης εδώ

Αγγελική Ζησιού, Δικηγόρος, LLM., υποψήφια διδάκτωρ, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ.
a.zisiou@gmail.com

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019


CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1/2019

ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΜΑΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  2018 
ΕΝΕΡΓΕΙΑ – ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΗΜΑ – ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ - ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ 
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-632/16, Dyson Ltd και Dyson BV κατά BSH Home Appliances NV– Προδικαστική

H αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 665/2013 της Επιτροπής, που συμπληρώνει την Οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αναφορικά με την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας από ηλεκτρικές σκούπες. Επίσης, η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά. Η αίτηση υποβλήθηκε από τον Πρόεδρο του Εμποροδικείου της Αμβέρσας (Βέλγιο). Η ένδικη διαφορά ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου προέκυψε μεταξύ της Dyson Ltd και της Dyson BV και της BSH Home Appliances NV σχετικά με αθέμιτη εμπορική πρακτική της BSH, η οποία παρέλειψε να δώσει πληροφορίες σχετικές με την ενεργειακή απόδοση των ηλεκτρικών σκουπών που εμπορεύεται και προσέθεσε στη συσκευασία των ηλεκτρικών σκουπών τις οποίες εμπορεύεται, άλλες πληροφορίες πέραν εκείνων που υποχρεωτικά πρέπει να αναγράφονται στο ενεργειακό σήμα των ηλεκτρικών σκουπών. Ας σημειωθεί ότι υπόδειγμα του ενεργειακού σήματος περιλαμβάνεται στο παράρτημα II του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού 665/2013.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7 της Οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι συνιστά «παραπλανητική παράλειψη» το γεγονός ότι δεν παρέχονται στον καταναλωτή πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες των δοκιμών βάσει των οποίων πραγματοποιείται η ενεργειακή κατάταξη, που εμφαίνεται στο ενεργειακό σήμα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 της 2005/29 έχει την έννοια ότι δεν αποτελεί παραπλανητική παράλειψη η μη παροχή πληροφοριών σχετικά με τις συνθήκες των δοκιμών βάσει των οποίων πραγματοποιείται η ενεργειακή κατάταξη.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν ο κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός 665/2013, ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα της Οδηγίας 2010/30 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προσθήκη, σε άλλα σημεία πέραν του ενεργειακού σήματος, άλλων ετικετών ή συμβόλων που υπενθυμίζουν τις πληροφορίες οι οποίες μνημονεύονται στο εν λόγω ενεργειακό σήμα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προσθήκη, σε άλλα σημεία πέραν του ενεργειακού σήματος, ετικετών ή συμβόλων αν η προσθήκη αυτή ενδέχεται να παραπλανήσει τον τελικό χρήστη ή να του προκαλέσει σύγχυση όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρήση της επίμαχης ηλεκτρικής σκούπας που πωλείται στη λιανική αγορά. Σύμφωνα με την κρίση του ΔΕΕ τα ανωτέρω θα εκτιμηθούν από το εθνικό δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα σήματα αυτά ο μέσος τελικός χρήστης που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, σε συνάρτηση με τους υφιστάμενους κοινωνικούς, πολιτιστικούς και γλωσσικούς παράγοντες.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Υπόθεση C-561/16, Saras Energía SA κατά Administración del Estado - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, 4 και 9, καθώς και του άρθρου 20, παράγραφοι 4 και 6, της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενεργειακή απόδοση. Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας Tribunal Supremo στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Saras Energía SA και του Ισπανικού Δημοσίου σχετικά με τη νομιμότητα της υπουργικής απόφασης IET/289/2015 του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τουρισμού για τη θέσπιση των υποχρεώσεων καταβολής εισφοράς στο εθνικό ταμείο ενεργειακής απόδοσης για το έτος 2015. Ειδικότερα, η Saras Energía, ισπανική εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα της ενέργειας, προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου επικαλούμενη ότι η επίδικη υπουργική απόφαση είναι αντίθετη προς την Οδηγία 2012/27, διότι υποχρεώνει την προσφεύγουσα εταιρεία να εκπληρώσει την υποχρέωση εξοικονόμησης ενέργειας μέσω της ετήσιας καταβολής εισφοράς στο εθνικό ταμείο ενεργειακής απόδοσης, χωρίς να της παρέχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή μέσω της εφαρμογής πραγματικών μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας. Επιπρόσθετα, η εταιρεία υποστήριξε ότι η υποχρέωση καταβολής εισφοράς επιβάλλεται μόνο στις εταιρίες λιανικής πώλησης ενέργειας και όχι στους διανομείς ενέργειας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 1 και 9, και το άρθρο 20, παρ. 4 και 6, της Οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία θεσπίζει ως κύριο τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης ένα καθεστώς ετήσιας εισφοράς σε εθνικό ταμείο ενεργειακής απόδοσης, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα των υπόχρεων μερών, αντί να καταβάλλουν την εισφορά αυτή, να επιτυγχάνουν τους στόχους εξοικονόμησης ενέργειας με τρόπο πραγματικό και άμεσο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίδικα άρθρα της Οδηγίας 2012/27 δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 1 και 4, της Οδηγίας 2012/27 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει υποχρέωση ενεργειακής απόδοσης σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα, οι οποίες ορίζονται ως υπόχρεα μέρη, και  δεν εκθέτει ρητώς τους λόγους για τους οποίους οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις ορίστηκαν ως υπόχρεα μέρη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα της Οδηγίας 2012/27 δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-103/17, Messer France SAS, venantaux droits de Praxair κατά Premier minister κ.λ.π. – Προδικαστική παραπομπή 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 2, της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, καθώς και των άρθρων 3 και 18 της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 92/12 «Τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να υπόκεινται σε άλλους έμμεσους φόρους που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι αυτές οι φορολογικές επιβαρύνσεις τηρούν τους κανόνες φορολόγησης που ισχύουν για τις ανάγκες των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του [φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)], για τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Messer France SAS, πρώην Praxair και του Πρωθυπουργού, της Ρυθμιστικής Επιτροπής Ενέργειας, του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Θάλασσας με αντικείμενο την επιστροφή της εισφοράς για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού (CSPE) την οποία κατέβαλε η ως άνω εταιρία για τα έτη 2005 έως 2009. Ας σημειωθεί ότι επίδικη εισφορά σκοπούσε στη χρηματοδότηση περιβαλλοντικών σκοπών, σκοπών εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και στην κάλυψη δαπανών που συνδέονται άμεσα με τη διοικητική λειτουργία του Εθνικού Διαμεσολαβητή Ενέργειας και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για τη διαχείριση της εισφοράς CSPE.
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 92/12 έχει την έννοια ότι φόρος, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «άλλος έμμεσος φόρος»
Το ΔΕΕ διαπίστωσε, σε μια αρχική του σκέψη, ότι το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 92/12 προβλέπει ότι τα Κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίσουν ή να διατηρήσουν άλλο έμμεσο φόρο πλην του ειδικού φόρου καταναλώσεως εφόσον α) υπηρετεί ειδικό σκοπό και β) τηρεί τους κανόνες φορολογήσεως που ισχύουν για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως ή τον ΦΠΑ ως προς τον καθορισμό της φορολογικής βάσεως, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 92/12 έχει την έννοια ότι ο επίδικος φόρος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «άλλος έμμεσος φόρος», δεδομένου του περιβαλλοντικού σκοπού του εξαιρουμένων των σκοπών του εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και των δαπανών που συνδέονται άμεσα με τη διοικητική λειτουργία  των ανωτέρω δημοσίων αρχών ή φορέων, με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, της τηρήσεως των κανόνων φορολογήσεως που ισχύουν για τις ανάγκες των ειδικών φόρων καταναλώσεως.
Επίσης, τέθηκε το νομικό ζήτημα αν κατά το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 92/12, το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι φορολογούμενοι μπορούν να αξιώσουν την πλήρη επιστροφή της οικείας εισφοράς ή μόνο μερική επιστροφή της ανάλογα με το ποσοστό των δαπανών, επί του συνόλου των χρηματοδοτούμενων με την εισφορά CSPE δαπανών, που δεν αντιστοιχεί σε ειδικό σκοπό.
Το ΔΕΕ έκρινε, αρχικά, ότι τα Κράτη-μέλη υποχρεούνται να επιστρέφουν τους φόρους που  εισπράττονται από το Κράτος-μέλος κατά παράβαση του δικαίου της ΕΕ. Η μόνη εξαίρεση από το δικαίωμα της επιστροφής των φόρων αφορά την περίπτωση που ο αχρεωστήτως καταβληθείς φόρος μετακυλίσθηκε άμεσα από τον φορολογούμενο στον αγοραστή.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος ότι οι φορολογούμενοι μπορούν να αξιώσουν μερική επιστροφή φόρου ανάλογα με το ποσοστό των εσόδων από τον φόρο, το οποίο διατέθηκε για μη ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι φορολογούμενοι δεν μετακύλυσαν τον φόρο στους δικούς τους πελάτες.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, Υπόθεση C-90/17, Turbogás Produtora Energética SA κατά Autoridade Tributáriae Aduaneira– Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 21, παρ. 5, τρίτο εδάφιο, της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με το ανωτέρω διάταξη «Μια οντότητα η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια για δική της χρήση θεωρείται ως διανομέας. Παρά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν αυτούς τους μικρούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας εφόσον φορολογούν τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αυτής της ηλεκτρικής ενέργειας.». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 στοιχείο α «[….] τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα ακόλουθα προϊόντα από τη φορολογία, υπό τις προϋποθέσεις που θα ορίσουν προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή και απρόσκοπτη εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να αποφευχθεί η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή ή η κατάχρηση:α) ενεργειακά προϊόντα και ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της ικανότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν, για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής, να επιβάλουν στα προϊόντα αυτά φορολογία χωρίς να υποχρεούνται να τηρούν τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που θεσπίζει η παρούσα οδηγία. Στην περίπτωση αυτή, η φορολογία αυτών των προϊόντων δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της τήρησης του ελαχίστου επιπέδου φορολογίας της ηλεκτρικής ενέργειας που καθορίζεται στο άρθρο 10». Η αίτηση υποβλήθηκε  από το διαιτητικό δικαστήριο για την επίλυση φορολογικών διαφορών της Πορτογαλίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Turbogás – Produtora Energética SA και της Φορολογικής και Τελωνειακής αρχής, της Πορτογαλίας σχετικά με διορθωτική πράξη επιβολής φόρου όσον αφορά τη φορολόγηση ηλεκτρικής ενέργειας προοριζόμενης για αυτοκατανάλωση από την Turbogás. Ας σημειωθεί ότι η Turbogás ασκούσε δραστηριότητα παραγωγής θερμοηλεκτρικής ενέργειας και στο πλαίσιο της εσωτερικής της λειτουργίας του σταθμού κατανάλωνε ένα μικρό μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από την εγκατάσταση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 21 παρ. 5, τρίτο εδάφιο, της Οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι κάθε οντότητα, η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια για δική της χρήση, ανεξαρτήτως του μεγέθους της και ανεξαρτήτως της οικονομικής δραστηριότητας που ασκεί κατά κύριο λόγο, πρέπει να θεωρηθεί ως διανομέας του οποίου η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας εμπίπτει στην υποχρεωτική απαλλαγή που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 21, παρ. 5, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 14, παρ. 1, στοιχείο α, της Οδηγίας 2003/96 έχουν την έννοια ότι μια οντότητα η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια για δική της χρήση (ανεξάρτητα από το μέγεθός της και την οικονομική της δραστηριότητα) πρέπει να θεωρηθεί ως «διανομέας», του οποίου η  κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εμπίπτει στην ανωτέρω υποχρεωτική απαλλαγή.