Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

SPOT στην Επικαιρότητα 1/2016
Η διακοπή της κυκλοφορίας σε οδικούς άξονες από διαδηλώσεις
και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής  Ένωσης


Το τελευταίο διάστημα σημειώνονται εκτεταμένες διακοπές της κυκλοφορίας των οχημάτων σε κεντρικούς οδικούς άξονες (Εγνατία, ΠΑΘΕ) καθώς και αποκλεισμοί συνοριακών σταθμών, από συγκεντρώσεις ελλήνων αγροτών, που διαμαρτύρονται για τις προθέσεις της κυβέρνησης να παρέμβει ρυθμιστικά στο ασφαλιστικό και φορολογικό σύστημα. Παρακάτω παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) παρόμοιες καταστάσεις από τη σκοπιά του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Συνοπτικά από τη προσέγγιση της νομολογίας του Δικαστηρίου, που παρουσιάζεται αναλυτικότερα παρακάτω, συνάγονται τα εξής:

Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης ενώ το άρθρο 30 της Συνθ.ΕΚ (σήμερα άρθρο 34 ΣΛΕΕ), που θέτει σε εφαρμογή την εν λόγω αρχή, δεν απαγορεύει μόνον τα κρατικά μέτρα που, αυτά καθαυτά, εισάγουν περιορισμούς στο εμπόριο μεταξύ   Κρατών-μελών, αλλά έχει εφαρμογή και όταν ένα Κράτος-μέλος παραλείπει να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την αντιμετώπιση εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα οποία οφείλονται σε αιτίες μη κρατικής προελεύσεως (ενέργειες ιδιωτών), τα οποία συνιστούν εξίσου σοβαρό εμπόδιο για το ενδοκοινοτικό εμπόριο με μια θετική ενέργεια (κρατικό μέτρο).
Το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές Κράτους-μέλους δεν απαγόρευσαν μια συγκέντρωση πολιτών που είχε ως συνέπεια τον πλήρη αποκλεισμό, επί 30 περίπου ώρες αδιαλείπτως, μιας σημαντικής συγκοινωνιακής οδού είναι ικανό να περιορίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και πρέπει, να θεωρηθεί ότι συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, κατ' αρχήν ασυμβίβαστο με τις υποχρεώσεις εκ του κοινοτικού δικαίου που απορρέουν από τα άρθρα 30 και 34 της Συνθ.ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 αυτής (σήμερα άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ), εκτός αν αυτή η έλλειψη απαγορεύσεως μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς

Δεδομένου ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ειδικότερα αυτών της ελευθερίας της έκφρασης και των συναθροίσεων, δεσμεύει τόσο την Κοινότητα όσο και τα Κράτη-μέλη της, η προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων αποτελεί επιτακτική απαίτηση δημοσίου συμφέροντος ικανής να δικαιολογήσει, κατ' αρχήν, έναν περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και δυνάμει μιας θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Τα περιοριστικά μέτρα για την ικανοποίηση μιας επιτακτικής απαίτησης δημοσίου συμφέροντος (σεβασμός των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) τελούν κάτω από τον έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας.

Αναλυτικότερα,

ΔΕΚ, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, υπόθεση C-265/95, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, Συλλ. 1997, σελ. I - 6959

Αντικείμενο της προσφυγής ήταν να αναγνωρισθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και ανάλογα μέτρα προκειμένου να μην εμποδίζεται από ενέργειες ιδιωτών η ελεύθερη κυκλοφορία οπωροκηπευτικών, παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κοινή οργάνωση των αγορών των γεωργικών προϊόντων και από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 (αρχή της κοινοτικής πίστης) της εν λόγω Συνθήκης.

Η Επιτροπή με την προσφυγή της ανέφερε ότι, επί δεκαετία και πλέον, οι γαλλικές αρχές αντιμετωπίζουν με απάθεια τις βίαιες ενέργειες εις βάρος των γεωργικών προϊόντων προελεύσεως άλλων Κρατών-μελών, στις οποίες προβαίνουν ορισμένοι ιδιώτες και κινήματα, όπως το «Coordination rurale», για την προώθηση των αξιώσεων των Γάλλων γεωργών. Τέτοιες ενέργειες ήταν, μεταξύ άλλων, η παράνομη παρακράτηση φορτηγών που μεταφέρουν τέτοια προϊόντα στη γαλλική επικράτεια και η καταστροφή του φορτίου τους, βιαιοπραγίες εις βάρος των οδηγών των φορτηγών, απειλές εις βάρος των γαλλικών πολυκαταστημάτων που διαθέτουν προς πώληση γεωργικά προϊόντα καταγωγής άλλων Κρατών-μελών και στην πρόκληση φθοράς στα εν λόγω εμπορεύματα, τα οποία εκτίθενται στις προθήκες των καταστημάτων στη Γαλλία. Έτσι, το 1993 και το 1994 στόχο της εκστρατείας αυτής αποτέλεσαν  ιδίως οι φράουλες καταγωγής Ισπανίας αλλά και προϊόντα άλλων Κρατών-μελών. Τον Ιούλιο του 1994 η Επιτροπή έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και ανάλογα μέτρα προκειμένου να μην εμποδίζεται από ενέργειες ιδιωτών η ελεύθερη κυκλοφορία οπωροκηπευτικών, παρέβη τις υποχρεώσεις από τη Συνθήκη. Κατόπιν τούτου απέστειλε στην Γαλλική Δημοκρατία, προειδοποιητική επιστολή (έγγραφο οχλήσεως) και της έταξε προθεσμία δύο μηνών για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Η Γαλλική Κυβέρνηση απάντησε (Οκτώβριος 1994) ότι ανέκαθεν καταδίκαζε κατηγορηματικά τις πράξεις βανδαλισμού των Γάλλων γεωργών. Η Γαλλική Κυβέρνηση υπογράμμισε ότι τα προληπτικά μέτρα επιβλέψεως, προστασίας και συλλογής πληροφοριών κατέστησαν δυνατή την αξιοσημείωτη μείωση των επεισοδίων μεταξύ του 1993 και του 1994. Εντούτοις, αυτές οι απρόβλεπτες επιδρομές μικρών ομάδων που μετακινούνται πολύ γρήγορα καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας και εξηγούν γιατί οι κινηθείσες ένδικες διαδικασίες αποβαίνουν συχνά άκαρπες.  Ωστόσο, στις 20 Απριλίου 1995, σημειώθηκαν νέα σοβαρά επεισόδια στη Νοτιοδυτική Γαλλία, κατά τη διάρκεια των οποίων καταστράφηκαν γεωργικά προϊόντα προελεύσεως Ισπανίας. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 5 Μαΐου 1995, Αιτιολογημένη Γνώμη, με την οποία έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και ανάλογα μέτρα προκειμένου να μην εμποδίζεται από ενέργειες ιδιωτών η ελεύθερη κυκλοφορία οπωροκηπευτικών, παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κοινή οργάνωση των αγορών των γεωργικών προϊόντων και από το άρθρο 30 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της ίδιας Συνθήκης, και την κάλεσε να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για τη συμμόρφωση προς την αιτιολογημένη αυτή γνώμη εντός προθεσμίας ενός μήνα. Στις 16 Ιουνίου 1995 η Γαλλική Κυβέρνηση υπογράμμισε ότι είχε λάβει όλα τα μέτρα που διέθετε (κινητοποίηση των αρμόδιων υπουργείων, ενισχυμένη επιτήρηση, ποινικές καταδίκες κα)  προκειμένου να διασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην επικράτειά της και ότι τα ληφθέντα αποτρεπτικά μέτρα είχαν καταστήσει δυνατό τον σαφέστατο περιορισμό των διαπραχθεισών εντός του 1995 βιαιοπραγιών. Ακόμη, οι ζημίες αποκαθίστανται από το κράτος και έχουν δοθεί οδηγίες για την επιτάχυνση της αποζημιώσεως των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών για τη βλάβη που υπέστησαν. Ωστόσο, το γαλλικό Υπουργείο Γεωργίας δήλωσε ότι, μολονότι αποδοκίμαζε και καταδίκαζε τις βίαιες ενέργειες των γεωργών, ουδόλως σκόπευε να τις αντιμετωπίσει με την επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας. Έτσι, όταν τον Ιούλιο του 1995 τρία φορτηγά που μετέφεραν οπωροκηπευτικά προϊόντα προελεύσεως Ισπανίας αποτέλεσαν στόχο βίαιων ενεργειών στη Νότια Γαλλία, χωρίς να επέμβουν οι δυνάμεις ασφαλείας η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ισπανική Κυβέρνηση και την Κυβέρνηση του ΗΒ, προσέφυγε κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ).

Το Δικαστήριο με την απόφασή του, αρχικά, υπενθύμισε ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης, που τίθεται σε εφαρμογή με τα άρθρα 30 επ. της Συνθ.ΕΚ. Η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει μόνον τα κρατικά μέτρα που, αυτά καθαυτά, εισάγουν περιορισμούς στο εμπόριο μεταξύ Κρατών-μελών, αλλά έχει εφαρμογή και όταν ένα Κράτος-μέλος παραλείπει να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την αντιμετώπιση εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα οποία οφείλονται σε αιτίες μη κρατικής προελεύσεως (ενέργειες ιδιωτών), τα οποία συνιστούν εξίσου σοβαρό εμπόδιο για το ενδοκοινοτικό εμπόριο με μια θετική ενέργεια (κρατικό μέτρο). Επομένως, το άρθρο 30 επιβάλλει στα Κράτη-μέλη την υποχρέωση όχι μόνο να μη θεσπίζουν τα ίδια πράξεις ή να μην υιοθετούν συμπεριφορές που μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο στο εμπόριο, αλλά, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της Συνθήκης, τους επιβάλλει επίσης την υποχρέωση να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για να διασφαλίζουν στο έδαφός τους τον σεβασμό της θεμελιώδους αυτής ελευθερίας.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, οι γαλλικές δυνάμεις ασφαλείας είτε δεν ήσαν παρούσες επί τόπου, παρά το ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές είχαν προειδοποιηθεί για τις επικείμενες διαδηλώσεις γεωργών είτε δεν επενέβησαν, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι δυνάμεις αυτές ήσαν πολύ περισσότερες από τους διαδηλωτές. Επιπλέον, δεν επρόκειτο πάντοτε για ταχείες ενέργειες διαδηλωτών, που ενεργούσαν αιφνιδιαστικά και τρέπονταν αμέσως σε φυγή, δεδομένου ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ταραχές συνεχίστηκαν για μερικές ώρες. Επιπλέον, ορισμένες πράξεις βανδαλισμού κινηματογραφήθηκαν από μηχανές λήψεως της τηλεοράσεως, ότι οι διαδηλωτές συχνά δρούσαν με ακάλυπτο πρόσωπο και ότι οι οργανώσεις γεωργών που μετείχαν στις βίαιες διαδηλώσεις ήταν γνωστές στα όργανα της τάξεως.  Ωστόσο, ελάχιστα από τα πρόσωπα τα οποία μετείχαν σ' αυτές τις σοβαρές διαταράξεις της δημόσιας τάξης αναγνωρίστηκαν και διώχθηκαν. Ενόψει του συνόλου των παραπάνω, το Δικαστήριο, χωρίς να παραγνωρίζει τις δυσχέρειες των αρμοδίων αρχών ως προς την αντιμετώπιση καταστάσεων όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, διαπίστωσε ότι, ενόψει της συχνότητας και της σοβαρότητας των επεισοδίων που απαρίθμησε η Επιτροπή, ήταν πρόδηλο ότι τα μέτρα που έλαβε η Γαλλική Κυβέρνηση δεν υπήρξαν επαρκή για τη διασφάλιση της ελευθερίας του ενδοκοινοτικού εμπορίου γεωργικών προϊόντων στην επικράτειά της, διότι τα μέτρα αυτά δεν εμπόδισαν και δεν απέτρεψαν αποτελεσματικώς τους αυτουργούς των εν λόγω παραβάσεων από την τέλεση και την επανάληψή τους.

Το Δικαστήριο απέρριψε, εξάλλου, το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι προβαίνει σε αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν τα θύματα, τονίζοντας ότι η Γαλλική κυβέρνηση δεν μπορεί να το επικαλείται για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο. Ούτε τα επιχειρήματα που στηρίζονται στην εξαιρετικά δυσχερή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, στην οποία περιήλθε η γαλλική αγορά οπωροκηπευτικών προϊόντων μετά την προσχώρηση της Ισπανίας, έγιναν δεκτά, αφού κατά πάγια νομολογία, λόγοι οικονομικής φύσεως δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χρησιμεύσουν ως δικαιολόγηση των απαγορευμένων από το άρθρο 30 της Συνθήκης εμποδίων. Κατά το μέτρο δε που η Γαλλική κυβέρνηση υπαινίχθηκε ότι η αποσταθεροποίηση της γαλλικής αγοράς οπωροκηπευτικών προϊόντων προκλήθηκε από αθέμιτες πρακτικές, ακόμη και παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους των Ισπανών παραγωγών, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ένα Κράτος-μέλος δεν επιτρέπεται να λάβει μονομερώς αμυντικά μέτρα ή να υιοθετήσει ορισμένη συμπεριφορά, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ενδεχόμενη μη τήρηση, από άλλο Κράτος-μέλος, κανόνων του κοινοτικού δικαίου.

Κατόπιν όλων των παραπάνω το Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της Επιτροπής και διαπίστωσε ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία και ανάλογα μέτρα προκειμένου να μην εμποδίζεται από ενέργειες ιδιωτών η ελεύθερη κυκλοφορία οπωροκηπευτικών, παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 30 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της εν λόγω Συνθήκης, και από την κοινή οργάνωση των αγορών των γεωργικών προϊόντων.

ΔΕΚ, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, υπόθεση C-112/00, Schmidberger, Συλλ. 2003, σελ. I - 5659

Στις 12 και 13 Ιουνίου 1998 με ευθύνη της Transitforum, μιας αυστριακής περιβαλλοντικής οργάνωσης, διεκόπη η κυκλοφορία στον αυτοκινητόδρομο Brenner, που αποτελεί μια από τις κυριότερες οδικές αρτηρίες μεταξύ Νότιας και Βόρειας Ευρώπης, δια μέσω των Άλπεων. Σκοπός της διαμαρτυρίας ήταν η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για τα περιβαλλοντικά προβλήματα, που δημιουργούσε η αύξηση της κυκλοφορίας βαρέων οχημάτων και η άσκηση πίεσης στις αυστριακές αρχές για την λήψη των αναγκαίων μέτρων περιορισμού. Η διαμαρτυρία είχε την κατά την αυστριακή νομοθεσία άδεια των αρχών (Bezirkshauptmannschaft in Innsbruck), που την έκριναν νόμιμη και παράλληλα ενημέρωσαν δια του τύπου την 15η Μαΐου 1998 για την επερχόμενη διακοπή της κυκλοφορίας στον αυτοκινητόδρομο Brenner τους αυστριακούς, γερμανούς και ιταλούς χρήστες του αυτοκινητοδρόμου. Η διαμαρτυρία εξελίχθηκε ειρηνικά και η κυκλοφορία στον Brenner διεκόπη για 30 ώρες. Επειδή, όμως, συνδέθηκε με αργία την επομένη και στη συνέχεια με Σαββατοκύριακο η διακοπή της κυκλοφορίας για τα βαρέα οχήματα κράτησε 4 ημέρες (κατά την αυστριακή νομοθεσία η κυκλοφορία βαρέων οχημάτων κατά τις αργίες απαγορεύεται)

Η Schmidberger, μια μεταφορική εταιρία βαρέων οχημάτων με έδρα τη Γερμανία και ειδίκευση στις οδικές μεταφορές μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας προσέφυγε στα αυστριακά δικαστήρια κατά της Αυστρίας διεκδικώντας αποζημίωση ύψους 140.000 αυστριακών σελινίων (10.174 Ευρώ) για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την ακινητοποίηση των οχημάτων της κατά παράβαση των κοινοτικών διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η αγωγή της απορρίφθηκε πρωτοδίκως γιατί δεν αποδείχθηκε ότι τα οχήματά της ήταν υποχρεωμένα να διέλθουν από τον Brenner. Το Oberlandesgericht Innsbruck, που επιλήφθηκε της υπόθεσης κατόπιν εφέσεως της Schmidberger, επειδή έκρινε ότι τίθεται θέμα κοινοτικού δικαίου, παρέπεμψε κατά το άρθρο 234 Συνθ.ΕΚ (σήμερα άρθρο 267 ΣΛΕΕ) στο ΔΕΚ προδικαστικά ερωτήματα με σκοπό να διευκρινιστεί αν η αρχή για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και η σχετική υποχρέωση των Κρατών-μελών να διασφαλίζουν την πρόσβαση στα κύρια οδικά δίκτυα υπερισχύει των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και ειδικότερα τα δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης και των συνάθροισεων.

Το ΔΕΚ αφού τόνισε ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, υπενθύμισε ότι το άρθρο 30 της Συνθ.ΕΚ δεν απαγορεύει μόνον τα κρατικά μέτρα που, αυτά καθαυτά, εισάγουν περιορισμούς στο εμπόριο μεταξύ Κρατών-μελών, αλλά έχει εφαρμογή και όταν ένα Κράτος-μέλος παραλείπει να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την αντιμετώπιση εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα οποία οφείλονται σε αιτίες μη κρατικής προελεύσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές Κράτους-μέλους δεν απαγόρευσαν μια συγκέντρωση πολιτών που είχε ως συνέπεια τον πλήρη αποκλεισμό, επί 30 περίπου ώρες αδιαλείπτως, μιας σημαντικής συγκοινωνιακής οδού, όπως ο αυτοκινητόδρομος του Brenner, είναι ικανό να περιορίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, κατ' αρχήν ασυμβίβαστο με τις υποχρεώσεις εκ του κοινοτικού δικαίου που απορρέουν από τα άρθρα 30 και 34 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 αυτής, εκτός αν αυτή η έλλειψη απαγορεύσεως μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς. Κατά το Δικαστήριο η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ναι μεν αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές στο σύστημα της Συνθήκης, πλην όμως μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμών για τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ή λόγω επιτακτικών αναγκών (απαιτήσεων) γενικού συμφέροντος.

Διερευνώντας αν ο σεβασμός των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων συνιστά μια επιτακτική απαίτηση δημοσίου συμφέροντος, υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο, και, συναφώς, το Δικαστήριο εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών-μελών και από τα στοιχεία που παρέχουν οι διεθνείς πράξεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για τις οποίες έχουν συνεργαστεί ή στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη (ΕΣΔΑ). Εξ αυτού έπεται ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στην Κοινότητα μέτρα ασυμβίβαστα με τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτά αναγνωρίζονται με την ΕΣΔΑ. Έτσι, δεδομένου ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεσμεύει τόσο την Κοινότητα όσο και τα κράτη-μέλη της, η προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων αποτελεί θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει, κατ' αρχήν, έναν περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και δυνάμει μιας θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Τέλος, το Δικαστήριο διερεύνησε αν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας, αν, δηλαδή ο περιορισμός που επιβλήθηκε ήταν κατάλληλος, αναγκαίος και εύλογος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, επιβάλλοντας τους μικρότερους δυνατούς περιορισμούς στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Στην κρίση του ΔΕΚ βάρυναν τα εξής: Πρώτον, ότι για την επίμαχη συγκέντρωση είχε ζητηθεί και είχε χορηγηθεί άδεια από τις αρμόδιες αρχές, Δεύτερον, λόγω της παρουσίας των διαδηλωτών στον αυτοκινητόδρομο του Brenner, η οδική κυκλοφορία εμποδίστηκε σε μόνο μία διαδρομή, σε μόνο μία περίσταση και επί 30 περίπου ώρες. Επιπλέον, το εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που προέκυψε από την εν λόγω συγκέντρωση είχε περιορισμένη σημασία. Τρίτον, ότι, με την εν λόγω συγκέντρωση, οι πολίτες άσκησαν τα Θεμελιώδη Δικαιώματά τους εκφράζοντας δημοσίως μια γνώμη την οποία θεωρούν σημαντική για τη συλλογική ζωή, ενώ η διαδήλωση δεν είχε ως αντικείμενο να εμποδίσει την ανταλλαγή εμπορευμάτων συγκεκριμένης φύσεως ή καταγωγής. Αντιθέτως, στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, ο σκοπός που επιδίωκαν οι διαδηλωτές ήταν σαφώς να εμποδίσουν την κυκλοφορία συγκεκριμένων προϊόντων προελεύσεως άλλων Κρατών-μελών.   Τέταρτον, οι αρμόδιες αρχές είχαν λάβει διάφορα συνοδευτικά μέτρα και μέτρα πλαισιώσεως προκειμένου να περιορίσουν κατά το δυνατόν τις διαταραχές της οδικής κυκλοφορίας. Έτσι, μεταξύ άλλων, οι εν λόγω αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων της αστυνομίας, οι διοργανωτές της διαδηλώσεως και διάφορες ενώσεις αυτοκινητιστών συνεργάστηκαν προκειμένου να διασφαλίσουν την εύρυθμη διεξαγωγή της συγκεντρώσεως. Αρκετά πριν από την ημερομηνία κατά την οποία θα ελάμβανε χώρα η ως άνω συγκέντρωση, είχε ξεκινήσει μια ευρεία εκστρατεία πληροφορήσεως από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως και τους συλλόγους αυτοκινητιστών, τόσο στην Αυστρία όσο και στις όμορες χώρες, και είχαν προβλεφθεί διάφορες παρακαμπτήριες οδοί, επίσης είχαν ενημερωθεί δεόντως οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες για τους περιορισμούς στην κυκλοφορία που επρόκειτο να ισχύσουν κατά την ημερομηνία και στον τόπο διεξαγωγής της συγκεντρώσεως, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να προετοιμαστούν εγκαίρως προκειμένου να αποφύγουν δυσμενείς συνέπειες λόγω των ως άνω περιορισμών. Επιπλέον, είχε τοποθετηθεί μια υπηρεσία τηρήσεως της τάξεως στον τόπο διεξαγωγής της διαδηλώσεως.  Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η περί ης ο λόγος μεμονωμένη ενέργεια δεν δημιούργησε γενικό κλίμα ανασφάλειας, το οποίο θα είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα στη ροή του ενδοκοινοτικού εμπορίου στο σύνολό του, σε αντίθεση με τις σοβαρές και επαναλαμβανόμενες διαταραχές της δημοσίας τάξεως που ήσαν επίμαχες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας.  Τέλος, όσον αφορά τα άλλα ενδεχόμενα τα οποία εξετάζει η Schmidberger σε σχέση με την εν λόγω συγκέντρωση, πρέπει να θεωρηθεί, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα Κράτη-μέλη, ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούσαν να εκτιμήσουν ότι η απαγόρευση της ως άνω συγκεντρώσεως θα συνιστούσε απαράδεκτη προσβολή των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που έχουν οι διαδηλωτές να συνέρχονται και να εκφράζουν ειρηνικώς τη γνώμη τους δημοσίως. Ως προς την επιβολή αυστηρότερων προϋποθέσεων όσον αφορά τόσο τον τόπο όσο και τη διάρκεια διεξαγωγής της επίμαχης συγκεντρώσεως, η επιβολή τέτοιων προϋποθέσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά υπερβολικό περιορισμό που δύναται να στερήσει από την ως άνω ενέργεια σημαντικό μέρος της πρακτικής της σημασίας. Μολονότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να περιορίσουν στο μέτρο του δυνατού τις συνέπειες που έχει ασφαλώς επί της ελευθερίας κυκλοφορίας μια διαδήλωση σε δημόσια οδό, γεγονός είναι, πάντως, ότι εναπόκειται στις ως άνω αρχές να σταθμίσουν το εν λόγω συμφέρον με εκείνο των διαδηλωτών, οι οποίοι αποσκοπούν στο να επισύρουν την προσοχή της κοινής γνώμης στους σκοπούς της ενέργειάς τους.

Κατόπιν όλων των παραπάνω το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές Κράτους-μέλους δεν απαγόρευσαν μια συγκέντρωση πολιτών υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν είναι ασυμβίβαστο με τα άρθρα 30 και 34 της Συνθήκης ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ.

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης 
Αναπληρωτής Καθηγητής Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Διευθυντής του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου