Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 7/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιούλιος 2018
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-220/18 PPU, ML κατά Generalstaatsanwaltschaft Bremen - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 1, παρ. 3, του άρθρου 5 και του άρθρου 6, παρ. 1, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο Βρέμης της Γερμανίας (Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen) στο πλαίσιο της εκτελέσεως στη Γερμανία ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από το Περιφερειακό δικαστήριο Nyíregyháza της Ουγγαρίας σε βάρος του ML, προκειμένου αυτός να εκτίσει στην Ουγγαρία στερητική της ελευθερίας ποινή.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 3, το άρθρο 5 και το άρθρο 6, παρ. 1, της Αποφάσεως-Πλαισίου έχουν την έννοια ότι, όταν η δικαστική αρχή εκτελέσεως (Γερμανία) διαθέτει στοιχεία από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά τις συνθήκες κρατήσεως εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων του Κράτους-μέλους εκδόσεως (Ουγγαρία), η αρχή αυτή δύναται να αποκλείσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί το υπό έκδοση προσώπου βάσει και μόνο του σκεπτικού ότι το πρόσωπο αυτό διαθέτει, στο Κράτος-μέλος εκδόσεως (Ουγγαρία), ένδικο βοήθημα που του παρέχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των συνθηκών κρατήσεώς του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα έχουν την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν δύναται να αποκλείσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου συνεκτιμώντας μόνο το ανωτέρω σκεπτικό.
Επιπρόσθετα το ΔΕΕ έκρινε ότι 
–  η δικαστική αρχή εκτελέσεως υποχρεούται να εξετάζει α) τις συνθήκες κρατήσεως μόνον εντός εκείνων των σωφρονιστικών καταστημάτων στα οποία είναι πιθανόν να κρατηθεί το εν λόγω πρόσωπο, β) τις συγκεκριμένες και ακριβείς συνθήκες κρατήσεως του ενδιαφερόμενου προσώπου που είναι κρίσιμες προκειμένου να διαπιστωθεί αν το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, γ) να λαμβάνει υπόψη πληροφορίες, οι οποίες παρέχονται από άλλες αρχές του Κράτους-μέλους εκδόσεως του εντάλματος. (όλα τα ανωτέρω υποχρεούται να τα εξετάζει υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ)

2. ΔΕΕ, απόφασητης 25ηςΙουλίου 2018, ΥπόθεσηC-216/18 PPU Minister for Justice and Equality κατά LM - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1 και 3 της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το ερμηνευόμενο άρθρο «1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας……..3. H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 ΕΕ.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το ανωτέρω δικαστήριο της Ιρλανδίας στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στην Ιρλανδία, ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως τα οποία έχουν εκδώσει πολωνικά δικαστήρια κατά του LM. Σκοπός της έκδοσης των ενταλμάτων ήταν άσκηση ποινικών διώξεων από τις πολωνικές αρχές για παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 3, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, εφόσον η δικαστική αρχή εκτελέσεως (Ιρλανδία) έχει στη διάθεσή της στοιχεία (όπως αυτά που περιλαμβάνονται σε αιτιολογημένη πρόταση της Επιτροπής η οποία διατυπώθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παρ. 1, ΣΕΕ), τα οποία συντείνουν στην ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (Άρθρο 47 δεύτερο εδάφιο ΧΘΔΕΕ) λόγω συστημικών ή γενικευμένων παραβιάσεων όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του Κράτους-μέλους έκδοσης, η εν λόγω δικαστική αρχή οφείλει να διερευνά, με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο, εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το οικείο πρόσωπο θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεώς του στο επίμαχο Κράτος-μέλος. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως (Ιρλανδία) οφείλει να διερευνήσει, με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να εκτιμηθείε άν το υπό έκδοση πρόσωπο θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεώς στην Πολωνία. Κριτήρια της ανωτέρω έρευνας της ιρλανδικής αρχής αποτελούν η προσωπική κατάσταση του προσώπου, η φύση του αδικήματος για το οποίο διώκεται, το πραγματικό πλαίσιο που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, καθώς και οι πληροφορίες που προσκόμισε το Κράτος-μέλος που εξέδωσε το ένταλμα συλλήψεως.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-268/17, Ured za suzbijanje korupcije i organiziranog kriminaliteta κατά AY – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε ην ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 2, του άρθρου 3, σημείο 2, καθώς και του άρθρου 4, σημείο 3, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των Κρατών-μελών. Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο του Ζάγκρεμπ (Županijski Sud u Zagrebu) στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως κατά του AY, Ούγγρου υπηκόου. Το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα εξής: «Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης (εφεξής καλούμενη “δικαστική αρχή εκτέλεσης”) αρνείται την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Ένταλμα Σύλληψης στις ακόλουθες περιπτώσεις: [...] 2)  εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης[...]». Επιπρόσθετα, το άρθρο 4 της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584, ορίζει τα εξής: «Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του [ΕΕΣ]:[...]3) όταν οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης του κράτους μέλους αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν δίωξη για την αξιόποινη πράξη που αποτελεί το αντικείμενο του [ΕΕΣ] είτε να παύσουν τη δίωξη ή όταν ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις αυτές πράξεις σε κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης»
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι εάν το άρθρο 3, σημείο 2, και το άρθρο 4, σημείο 3, της Αποφάσεως-Πλαισίου 2002/584 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι είναι δυνατή η επίκληση αποφάσεως της εισαγγελικής αρχής της Ουγγαρίας με την οποία έπαυσε η κατ’ αγνώστων κινηθείσα έρευνα, κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (ΕΕΣ) είχε εξετασθεί απλώς ως μάρτυρας, προκειμένου να δικαιολογηθεί άρνηση εκτελέσεως του εν λόγω ΕΕΣ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα επίμαχα άρθρα της Απόφασης – Πλαισίου έχουν την έννοια ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση της ανωτέρω αποφάσεως της εισαγγελικής αρχής προκειμένου να αρνηθεί η δικαστική αρχή της Ουγγαρίας την έκδοση του ΑΥ.

4.ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-96/17, Gardenia Vernaza Ayovi κατά Consorci Sanitaride Terrassa - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της Συμφωνίας-Πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP καθώς και του άρθρου 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 4 σημείο 1 της συμφωνίας πλαισίου «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών της Terrassa της Ισπανίας (Uzgado de lo Social n° 2 de Terrassa) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Gardenia Vernaza Ayovi και του οργανισμού παροχής υγειονομικών υπηρεσιών σχετικά με την πειθαρχική απόλυση της πρώτης. Ειδικότερα, η ενάγουσα (νοσηλεύτρια) είχε συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου άνευ μονιμότητας με τον ανωτέρω οργανισμό. H G. Vernaza Ayovi έλαβε άδεια άνευ αποδοχών για το διάστημα από 19 Ιουλίου 2011 έως 19 Ιουλίου 2012 και τον Ιούνιο του 2014 ζήτησε να επανέλθει στα καθήκοντά της. Τον Μάιο του 2016, ο οργανισμός παροχής υγειονομικών υπηρεσιών της Terrassa απέστειλε στην G. Vernaza Ayovi πρόγραμμα εργασιακού ωραρίου με βάση θέση εργασίας μερικής απασχόλησης. Μη αποδεχόμενη θέση μη πλήρους απασχόλησης, η G. Vernaza Ayovi δεν παρουσιάστηκε στον τόπο εργασίας της και απολύθηκε. Ακολούθως, η ενδιαφερομένη άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα να κηρυχθεί η απόλυσή της καταχρηστική.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της Συμφωνίας-Πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία, όταν η πειθαρχική απόλυση ενός μόνιμου εργαζομένου σε δημόσια αρχή κηρύσσεται καταχρηστική, ο εργαζόμενος περί του οποίου πρόκειται επαναπροσλαμβάνεται υποχρεωτικώς, ενώ, στην ίδια περίπτωση, εργαζόμενος ορισμένου χρόνου ή μη μόνιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου ο οποίος επιτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον ως άνω μόνιμο εργαζόμενο μπορεί να μην επαναπροσληφθεί και να λάβει σε αντάλλαγμα αποζημίωση.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε, σε μια αρχική του σκέψη, ότι η ρήτρα 4 της Συμφωνίας-Πλαισίου αποτελεί έκφραση της αρχής του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, η οποία δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Επιπροσθέτως, έκρινε ότι η αυτοδίκαιη επαναπρόσληψη των μονίμων εργαζομένων εντάσσεται σε πλαίσιο σαφώς διαφορετικό, από πραγματικής και νομικής απόψεως, από εκείνο στο οποίο τελούν οι μη μόνιμοι εργαζόμενοι.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω ρήτρα δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική νομοθεσία.

5. ΔΕΕ. Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-89/17, Secretary of State for the Home Department κατά Rozanne Banger - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το εφετείο διοικητικών διαφορών του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Υπουργού Εσωτερικών και της Rozanne Banger, με αντικείμενο άρνηση χορήγησης δελτίου διαμονής στην τελευταία. Ειδικότερα, η R. Banger ήταν υπήκοος Νότιας Αφρικής και ο σύντροφός της, Philip Rado, ήταν Βρετανός υπήκοος. Οι ανωτέρω συζούσαν στη Νότια Αφρική από το 2008 μέχρι και το 2010. Τον Μάιο του 2010 ο P. Rado αποδέχθηκε θέση εργασίας στις Κάτω Χώρες. Έζησε στο εν λόγω Κράτος-μέλος μαζί με την R. Banger έως το 2013. Η R. Banger έλαβε δελτίο διαμονής στις Κάτω Χώρες, με την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Το 2013, η R. Banger και ο P. Rado αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η R. Banger ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών δελτίο διαμονής. Η αίτησή της απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι η αιτούσα ήταν η μη έγγαμη σύντροφος του P. Rado και ότι μόνον ο σύζυγος και ο καταχωρισμένος σύντροφος μπορεί να θεωρηθεί μέλος της οικογένειας υπηκόου του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 21, παρ. 1, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το Κράτος-μέλος του οποίου πολίτης της Ένωσης έχει την ιθαγένεια να χορηγήσει άδεια διαμονής σε μη καταχωρισμένο σύντροφο πολίτη της Ένωσης με τον οποίο αυτός έχει σταθερή, όταν ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης, αφού άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας για να εργασθεί σε άλλο Κράτος-μέλος (Κάτω Χώρες), επιστρέφει με τον σύντροφό του στο Κράτος-μέλος (Ηνωμένο Βασίλειο) του οποίου έχει την ιθαγένεια προκειμένου να διαμείνει σε αυτό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη του ενωσιακού δικαίου έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το Κράτος-μέλος (Ηνωμένο Βασίλειο) να διευκολύνει τη χορήγηση άδειας διαμονής σε μη καταχωρισμένο υπό το πρίσμα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 21, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι η απορριπτική απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε εκτενή εξέταση της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος και να είναι αιτιολογημένη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η απορριπτική απόφαση θα πρέπει να στηρίζεται  σε εκτενή εξέταση της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος και να είναι αιτιολογημένη.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-25/17, Διαδικασία που κίνησε ο Tietosuojavaltuutettu - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχεία γʹ και δʹ, και του άρθρου 3 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών υπό το πρίσμα του άρθρου 10, παρ. 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Φινλανδίας (Korkeinhallinto‑oikeus) στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο Επόπτης Προστασίας Δεδομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας «Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: – η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως οι δραστηριότητες που προβλέπονται στις διατάξεις των τίτλων V και VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, εν πάση περιπτώσει, στην επεξεργασία δεδομένων που αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής ευημερίας του, εφόσον η επεξεργασία αυτή συνδέεται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου, –  η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων». Αντικείμενο της συγκεκριμένης διαδικασίας ήταν η  νομιμότητα απόφασης της Επιτροπής Προστασίας Δεδομένων με την οποία απαγορευόταν στη θρησκευτική κοινότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά η συλλογή και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της δραστηριότητας του κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα χωρίς να τηρούνται οι προϋποθέσεις της φινλανδικής νομοθεσίας για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 3, παρ. 2, της Οδηγίας 95/46, έχει την έννοια ότι η συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από μέλη θρησκευτικής κοινότητας στο πλαίσιο δραστηριότητας κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα και η μεταγενέστερη επεξεργασία των δεδομένων αυτών αποτελούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων του άρθρου 3, παράγραφος 2.
To ΔΕΕ έκρινε ότι η επίδικη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δεν εντάσσεται σε καμιά από τις δύο περιπτώσεις της επίδικης διάταξης του ενωσιακού δικαίου.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν στην έννοια του αρχείου σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ της Οδηγίας 95/46 εμπίπτει σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται στο πλαίσιο της επίδικης δραστηριότητας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι στην έννοια του αρχείου εμπίπτει σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται στο πλαίσιο της επίδικης δραστηριότητας.
Το τρίτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, στοιχείο δ της Οδηγίας 95/46, έχει την έννοια ότι επιτρέπει να θεωρηθεί μια θρησκευτική κοινότητα, από κοινού με τα μέλη της που μετέχουν στο κήρυγμα, υπεύθυνη της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία πραγματοποιείται από τα μέλη της στο πλαίσιο της επίδικης δραστηριότητας 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, στοιχείο δ της Οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι επιτρέπει να θεωρηθεί μια θρησκευτική κοινότητα, από κοινού με τα μέλη της που μετέχουν στο κήρυγμα, υπεύθυνη της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-14/17, VAR, Srl και Azienda Trasporti Milanesi SpA (ATM) κατά Iveco Orecchia SpA- Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 34 παρ. 8 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 8 της ανωτέρω οδηγίας «Εφόσον δεν δικαιολογείται από το αντικείμενο της σύμβασης, οι τεχνικές προδιαγραφές δεν μπορούν να κάνουν μνεία συγκεκριμένης κατασκευής ή προέλευσης ή ιδιαίτερης μεθόδου κατασκευής ούτε να παραπέμπουν σε σήμα, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή τύπο καθώς και σε συγκεκριμένη καταγωγή ή παραγωγή που θα είχε ως αποτέλεσμα να ευνοούνται ή να αποκλείονται ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα προϊόντα. Η εν λόγω μνεία ή παραπομπή επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, όταν δεν είναι δυνατόν να γίνει αρκούντως ακριβής και κατανοητή περιγραφή του αντικειμένου της σύμβασης κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4· η μνεία ή παραπομπή αυτή πρέπει να συνοδεύεται από τους όρους “ή ισοδύναμο». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των VAR Srl και Azienda Trasporti Milanesi SpA και, αφετέρου, της Iveco Orecchia SpA, με αντικείμενο την ανάθεση συμβάσεως για την προμήθεια αυθεντικών ή ισοδύναμων ανταλλακτικών για λεωφορεία και για τρόλεϊ κατασκευής IVECO. Ας σημειωθεί ότι η Azienda Trasporti Milanesi SpA (ΑΤΜ) δημοσίευσε την προκήρυξη του ανοιχτού διαγωνισμού με αντικείμενο την προμήθεια ανταλλακτικών αυθεντικών ή/και πρώτης εγκαταστάσεως ή/και ισοδυνάμων για λεωφορεία και τρόλεϊ κατασκευής IVECO ενώ η VAR Srl κατετάγη πρώτη. Επιπροσθέτως, στη συγγραφή υποχρεώσεων διευκρινιζόταν ότι σε περίπτωση αναθέσεως, η προμήθεια ισοδύναμων ανταλλακτικών θα γινόταν δεκτή από την ΑΤΜ μόνο εφόσον τα ανταλλακτικά αυτά ήταν εγκεκριμένα ή πιστοποιημένα ως ισοδύναμα προς τα προτεινόμενα αυθεντικά προϊόντα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 34, παρ. 8, της Οδηγίας 2004/17 έχει την έννοια ότι, όταν οι τεχνικές προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στα έγγραφα του διαγωνισμού κάνουν μνεία συγκεκριμένου σήματος, συγκεκριμένης καταγωγής ή συγκεκριμένης παραγωγής, ο αναθέτων φορέας υποχρεούται να απαιτεί από τον προσφέροντα να αποδείξει, ήδη κατά την υποβολή της προσφοράς του, την ισοδυναμία των προϊόντων που προτείνει σε σχέση με τα προϊόντα που καθορίζονται στις εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 34, παρ. 8, της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ έχει την έννοια ότι ο αναθέτων φορέας υποχρεούται να απαιτεί από τον προσφέροντα να αποδείξει, ήδη κατά την υποβολή της προσφοράς του, την ισοδυναμία των προϊόντων που προτείνει σε σχέση με τα προϊόντα που καθορίζονται στις εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές.

8. Απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-679/16, Διαδικασία που κίνησε ο/η A - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 3, παρ. 1, του Κανονισμού 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Φιλανδίας (Korkeinhallinto-oikeus) στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο A και η οποία αφορούσε αίτηση του τελευταίου προς το τμήμα εξετάσεως αιτήσεων κοινωνικής ασφαλίσεως του Δήμου του Espoo,  να του παρασχεθεί προσωπική βοήθεια στο Ταλίν της Εσθονίας, όπου ο A παρακολουθούσε τριετές πρόγραμμα σπουδών νομικής, με καθεστώς πλήρους φοιτήσεως. Ας σημειωθεί ότι ο Α ήταν ανάπηρος και χρειαζόταν βοήθεια για την άσκηση των καθημερινών του δραστηριοτήτων. 
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, παρ. 1, στοιχείο α, του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι θεωρείται «παροχή ασθένειας» προσωπική βοήθεια, η οποία συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην κάλυψη των εξόδων των καθημερινών δραστηριοτήτων ατόμου με σοβαρή αναπηρία, προκειμένου να παρασχεθεί στο άτομο αυτό, που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, η δυνατότητα να παρακολουθήσει ανώτερες σπουδές.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο του ενωσιακού δικαίου έχει την έννοια ότι η ανωτέρω παροχή δεν εμπίπτει στην έννοια της «παροχής ασθενείας».
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ εμποδίζουν τον δήμο κατοικίας πολίτη Κράτους-μέλους (Φινλανδία), ο οποίος έχει σοβαρή αναπηρία, να αρνηθεί τη χορήγηση παροχής για τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος διαμένει σε άλλο Κράτος-μέλος (Εσθονία) προκειμένου να παρακολουθήσει εκεί ανώτερες σπουδές.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ εμποδίζουν τον δήμο της κατοικίας πολίτη Κράτους-μέλους να αρνηθεί τη χορήγηση παροχής με την ανωτέρω αιτιολογία.

9. ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-629/16, Διαδικασία που κίνησε ο CX, - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 από την Τουρκική Δημοκρατία, τα Κράτη-μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, την ερμηνεία του πρόσθετου πρωτοκόλλου, το οποίο υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970, στις Βρυξέλλες, ως παράρτημα της Συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας και της αποφάσεως 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΚ-Τουρκίας για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας (Verwaltungsgerichtshof)στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο CX σχετικά με πρόστιμο που του επέβαλε η διοικητική αρχή του διαμερίσματος του Schärding, της Αυστρίας για τον λόγο ότι πραγματοποίησε επαγγελματική μεταφορά εμπορευμάτων από την Τουρκία στο αυστριακό έδαφος χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη άδεια.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν οι διατάξεις της Συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, του πρόσθετου πρωτοκόλλου και της αποφάσεως 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους (Αυστρία) σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων με έδρα την Τουρκία δύνανται να εκτελούν τέτοια μεταφορά με προορισμό την Αυστρία ή μέσω του αυστριακού εδάφους μόνον εφόσον διαθέτουν έγγραφα που εκδίδονται εντός των ορίων της ποσόστωσης που καθορίζεται για αυτό το είδος μεταφοράς ή εφόσον έχει χορηγηθεί άδεια λόγω σημαντικού δημοσίου συμφέροντος. Η ανωτέρω ποσόστωση προσδιορίστηκε βάσει της διμερούς συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ της Αυστρίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, του προσθέτου πρωτοκόλλου και της αποφάσεως 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην ανωτέρω επίμαχη ρύθμιση Κράτους-μέλους.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Υπόθεση C-585/16, Serin Alheto κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παρ. 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας καθώς και του άρθρου 35 και του άρθρου 46, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Το άρθρο 12 παρ. 1 στοιχείο α, της Οδηγίας 2011/95 ορίζει τα εξής: «1. Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα εφόσον: α) εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 1 σημείου Δ, της σύμβασης της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNHCR. Σε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση των προσώπων αυτών σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τα εν λόγω πρόσωπα θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας». Σύμφωνα, επίσης, με το άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32 «Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95], τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.[...]». Τέλος το άρθρο 35 πρώτο εδάφιο στοιχείο β ορίζει «Μια χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη χώρα ασύλου για ένα συγκεκριμένο αιτούντα εάν α)…………………..β) απολαύει άλλης επαρκούς προστασίας στην εν λόγω χώρα, επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης, με την προϋπόθεση ότι θα γίνει εκ νέου δεκτός στη χώρα αυτή. Κατά την εφαρμογή της έννοιας της πρώτης χώρας ασύλου στη συγκεκριμένη περίπτωση του αιτούντος, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους το άρθρο 38 παράγραφος 1. Δίδεται στον αιτούντα η δυνατότητα να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της πρώτης χώρας ασύλου στη συγκεκριμένη περίπτωσή του». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Σόφιας της Βουλγαρίας (Administrativen sad Sofia-grad) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της αναπληρωτή διευθυντή της κρατικής υπηρεσίας για τους πρόσφυγες, η οποία αφορούσε την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της S. Alheto. Ας σημειωθεί ότι η S. Alheto ήταν κάτοχος διαβατηρίου εκδοθέντος από την Παλαιστινιακή Αρχή και ήταν εγγεγραμμένη στην UNRWA. Αφού μετέβη στην Ιορδανία το προξενείο της Βουλγαρίας χορήγησε στην ενδιαφερομένη τουριστική θεώρηση και εισήλθε στην Βουλγαρία και εν συνεχεία υπέβαλε στην αρμόδια αρχή αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 12, παρ. 1, στοιχείο α, της Οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παρ. 2, της Οδηγίας 2013/32, έχει την έννοια ότι για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από πρόσωπο εγγεγραμμένο στην UNRWA (United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees in the Near East), επιβάλλεται να εξετάζεται αν στο πρόσωπο αυτό παρέχεται αποτελεσματική προστασία ή συνδρομή από τον εν λόγω οργανισμό.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα ανωτέρω άρθρα του ενωσιακού δικαίου έχουν την έννοια ότι για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλεται να εξετάζεται αν στο πρόσωπο αυτό παρέχεται αποτελεσματική προστασία ή συνδρομή από τον οργανισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει προηγουμένως απορριφθεί η αίτηση λόγω της συνδρομής άλλου λόγου αποκλεισμού ή απαραδέκτου.
Επίσης, εξετάστηκε αν το άρθρο 46, παρ. 3, της Οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δικαστήριο Κράτους-μέλους που κρίνει πρωτοδίκως προσφυγή κατά αποφάσεως επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας μπορεί να λάβει υπόψη πραγματικά στοιχεία και νομικά ζητήματα, τα οποία δεν εξετάσθηκαν από το όργανο που έλαβε τη σχετική απόφαση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τα στοιχεία, τα οποία έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη το όργανο που έλαβε τη σχετική απόφαση όσο και εκείνα που ανέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης αυτής.
Επίσης, ένα νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 35, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β, της Οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι, εφόσον σε πρόσωπο εγγεγραμμένο στην UNRWA παρέχεται πραγματική προστασία ή συνδρομή από τον οργανισμό αυτό σε τρίτη χώρα (Ιορδανία), η οποία δεν αποτελεί την περιοχή της συνήθους διαμονής του αλλά εντάσσεται στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA, το εν λόγω πρόσωπο θεωρείται ότι προστατεύεται επαρκώς στην τρίτη αυτή χώρα κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι πρόσωπο εγγεγραμμένο στην UNRWA πρέπει να θεωρηθεί ότι προστατεύεται επαρκώς στην Ιορδανία, όταν η εν λόγω χώρα:
– αναλαμβάνει τη δέσμευση να αποδεχτεί την επανεισδοχή του ενδιαφερομένου, ο οποίος έχει εγκαταλείψει την επικράτειά της για να ζητήσει διεθνή προστασία στην Ένωση και
– αναγνωρίζει την εν λόγω προστασία ή συνδρομή της UNRWA και σέβεται την αρχή της μη επαναπροώθησης, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στον ενδιαφερόμενο να διαμείνει στο έδαφός της με ασφάλεια, υπό αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και για όσο διάστημα απαιτηθεί λόγω των κινδύνων που διατρέχει στον συνήθη τόπο διαμονής του.