Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 2/2017
Βιβλιοκρισία

Κυριάκου Κεντρωτή, ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ: Περισσότερο από ένα παιχνίδι και μια Ένωση, Εκδόσεις Gutenberg 2016 


Ενώ οδεύεις ήσυχα – ήσυχα προς το τέλος του ακαδημαϊκού και ερευνητικού σου βίου, ως Καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, χωρίς είναι η αλήθεια να πλήττεις αφού η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης πάντα κάτι νέο έχει να σου προσφέρει προς μελέτη (σκεφτείτε τι έχει συμβεί μόνο την τελευταία δεκαετία: υιοθέτηση της Συνταγματικής Συνθήκης και απόρριψή της, Συνθήκη Λισαβόνας, Κρίση Χρέους στην Ευρωζώνη και αντιμετώπισή της, Brexit), πιστεύοντας ότι «τα έχεις δει όλα», βιβλία σαν αυτό του Κυριάκου Κεντρωτή, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, έρχονται να σου θυμίσουν ότι έχεις αφήσει πίσω σου μια εκκρεμότητα ή μάλλον την έχεις κρύψει κάτω από το χαλί. Η εκκρεμότητα αυτή δεν είναι άλλη από την απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών της και το χαλί είναι ο όρος «suis generis» (ιδιόμορφη) που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην επιστήμη μας, όντας ένας όρος αμηχανίας, μπροστά στο ανεξήγητο με παραδοσιακά ερευνητικά εργαλεία και στη μοναδικότητα του ενωσιακού εγχειρήματος. Το βιβλίο,  που καλούμαι να παρουσιάσω σήμερα, κατ’ ουσία επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα και ταυτόχρονα να σταθεί κριτικά απέναντι στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ο τίτλος «Το Ποδόσφαιρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» κατά τη γνώμη μου δεν αντιστοιχεί απολύτως σε αυτό που ο συγγραφέας επιχειρεί μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Το πρόβλημα δημιουργείται από το κτητικό «της». Αν αντιμετωπισθεί κατά κυριολεξία θα οδηγηθεί κανείς είτε στην υπαγωγή των επαγγελματικών σωματείων και των ποδοσφαιριστών τους στους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και ειδικότερα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (Βλ. υπόθεση Bosman) και στην εξαιρετικά ασθενή αρμοδιότητα (υποστηρικτική) της Ένωσης στον τομέα του αθλητισμού (άρθρο 165 ΣΛΕΕ) είτε στις διεθνείς διοργανώσεις (εθνικού ή συλλογικού επιπέδου), που, όμως, αν και επηρεάζονται κατά κάποιο τρόπο από τη δράση της Ένωσης, δεν αποτελούν «ιδιοκτησία της», δεν ελέγχονται από αυτήν οργανικά ή λειτουργικά αλλά από την UEFA ενώ και γεωγραφικά δεν ταυτίζονται με αυτήν, αφού σε αυτές συμμετέχουν ομάδες προερχόμενες από χώρες εκτός Ένωσης, πολλές εκ των οποίων, ανάλογα με τη χρονική συγκυρία, δεν διατηρούν και την καλύτερη σχέση μαζί της. Προς τι λοιπόν το κτητικό «της»

Αυτό που πραγματικά κάνει ο Κεντρωτής με το βιβλίο του είναι, καταφεύγοντας στη δύναμη της παρομοίωσης, να δει τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, ενός εξόχως πολιτικού, κοινωνικού και νομικού φαινομένου, μέσα από τη μετεξέλιξη του ποδοσφαίρου, δηλώνοντας προκαταβολικά ότι «τα δύο βασίλεια, του ποδοσφαίρου και της πολιτικής εξελίσσονται στο χωροχρόνο της ιστορίας» διάγοντας «παράλληλους βίους» (σελ. 26). Προς το σκοπό αυτό στο βιβλίο του ο Κεντρωτής συνομιλεί με τον Galeano, τον Ουρουγουανό συγγραφέα του «Μνήμες Φωτιάς» και του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», μιλώντας για το ποδόσφαιρο και την ΕΕ σαν να πρόκειται για μια ενιαία ιστορία.  Έτσι, η Ένωση παρουσιάζεται ως «ομάδα που παίζει ποδόσφαιρο εδώ και δεκαετίες στα πρωταθλήματα όλων των κατηγοριών στα γήπεδα της Ευρώπης και του κόσμου» (σελ. 25). Χρησιμοποιείται, δηλαδή, ένα εξαιρετικά οικείο στις πλατιές μάζες κοινωνικό φαινόμενο, όπως το ποδόσφαιρο, για να εξηγηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, «που μπορεί να είναι ένας παγκόσμιος δρών και να κυριαρχεί στην επικαιρότητα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής, αλλά η λειτουργία και η δομή της εξακολουθούν να μην είναι ελκυστικά και κατανοητά ζητήματα στην ίδια της Ευρώπη και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Η υπερφόρτωσή της με δυσδιάκριτους θεσμούς ως προς τη λειτουργία τους και τη δημοκρατική της νομιμοποίησή τους έχει οδηγήσει στην απομάκρυνσή της από την καθημερινότητα των πολιτών.»  (σελ. 28 – 29). Όπως με παράπονο ομολογεί ο συγγραφέας τα επιστημονικά βιβλία δεν διαβάζονται, πολύ περισσότερο δεν αγοράζονται θα πρόσθετα. Έτσι, καταφεύγει σε ένα ελκυστικό αμπαλάζ (το ποδόσφαιρο) για να πάρει, τελικά, θέση απέναντι στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που το χρειάζεται αφού η ίδια έχει χάσει την ελκυστικότητά της. 

Υπό την έννοια αυτή, όσο και αν κάποιος μπορεί να διαφωνεί με κάποιες από τις επιμέρους σκέψεις του συγγραφέα, το βιβλίο του είναι εξαιρετικά φρέσκο, απολύτως πρωτότυπο και αρκούντως ενδιαφέρον. Ωστόσο, το βιβλίο δεν είναι ένα εύπεπτο ανάγνωσμα, αφού έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας πυκνής επιστημονικής μονογραφίας, που ασχολείται με ένα πολύπλοκο και δύσκολα εξηγήσιμο φαινόμενο, αυτό της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Η μεθοδολογία του «διαλόγου ποδοσφαίρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης», στην οποία καταφεύγει, είναι απαιτητική, αφού ο συγγραφέας εξ αντικειμένου «εκτίθεται» σε δύο κόσμους: αυτόν του ποδοσφαίρου και σε αυτόν της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, από τους οποίους θα κριθεί εξίσου αυστηρά. Και ενώ αυτόν της διεθνούς πολιτικής τον κατέχει με αρτιότητα, όπως έχει δείξει και σε προηγούμενα δείγμα γραφής, εκπλήσσει η πληρότητα, η βαθειά γνώση και η βιβλιογραφική επάρκεια της προσέγγισής του στο ποδόσφαιρο. Αυτό, εξάλλου, ενδυναμώνει την ένταση της μεταφοράς. Η μεθοδολογία, πάντως, που ακολουθεί κρύβει κινδύνους, αν δεν συνοδεύεται από βαθειά και όχι επιφανειακή γνώση των δύο κόσμων, μπορεί να οδηγήσει σε υπεραπλουστεύσεις, τις οποίες ο Κεντρωτής φαίνεται να αποφεύγει τις περισσότερες φορές, επιδεικνύοντας προσόντα «κορυφαίου ντριμπλέρ». 

Με έντονο προβληματισμό και επιμονή φυσιοδίφη ο συγγραφέας εγκύπτει σε κάθε πτυχή και εκδήλωση, παλιότερη και σύγχρονη, του ενωσιακού φαινομένου, επιχειρώντας να την εξηγήσει ανατρέχοντας σε ποδοσφαιρικούς όρους και λειτουργίες. Η προσέγγιση – αφήγηση της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης έξυπνα ακολουθεί τη διαδικασία και τις φάσεις ενός ποδοσφαιρικού αγώνα: ζέσταμα, πρώτο ημίχρονο, ανάπαυλα, δεύτερο ημίχρονο, τρίτο ημίχρονο, με αποτέλεσμα να γίνεται συναρπαστική. Στην μελέτη του ασχολείται με το σύνολο των πτυχών της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τις απαρχές της και την αγνότητα του ευρωπαϊκού ιδεώδους – «τα ξερά γήπεδα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και της ΕΟΚ» (σελ. 85) ως τις μέρες μας, όπου ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της Ένωσης θυμίζει «το θάνατο του προπονητή που έλεγε πάμε να παίξουμε και τη αντικατάσταση του από τεχνικό, που λέει πάμε να δουλέψουμε» (σελ. 93), που υποσκάπτει τη νομιμοποίησή της. Κατά συνέπεια τα «μεγάλα θεσμικά» της Ένωσης, ας μου επιτραπεί η έκφραση, είναι παρόντα στο βιβλίο, όπως, 

Η αέναη διαδικασία παραχώρησης κρατικών αρμοδιοτήτων στην Ένωση,
Η νομοτελειακή σύγκρουση υπερεθνικότητας – διακυβερνητικότητας, απλής διακρατικής συνεργασίας – ενσωμάτωσης και σε τελευταία ανάλυση η σύγκρουση Κράτους – Ένωσης, αφού τον το ένα τείνει να αναιρέσει το άλλο, 
Το ζήτημα του δημοκρατικού ελλείμματος των ενωσιακών θεσμών σε συνδυασμό με αυτό της αποτελεσματικότητάς τους, 
Ο χαρακτηρισμός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως «δια του δικαίου ολοκλήρωσης», που οδηγεί στην πρωταρχία των κανόνων (γραφειοκρατία, τεχνοκρατία) έναντι της πολιτικής (θεάματος). Αν και ακραίο το παράδειγμα (πάντα τέτοια πρέπει να είναι τα παραδείγματα για να είναι αποτελεσματικά) του αγώνα Gladbach – Inter (1971), όπου η πρώτη κέρδισε αποδίδοντας εκπληκτικό ποδόσφαιρο με σκορ 7-1 αλλά ο αγώνας επαναλήφθηκε γιατί ένα κουτί αναψυκτικού, που πετάχτηκε από την κερκίδα, κτύπησε τον for της Inter Boninsegna, είναι χαρακτηριστικό (σελ. 199 – 200). 
Το σύγχρονο φαινόμενο, τέλος, της αύξησης του ευρωσκεπτικισμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και της σύγκρουσής του με τους οπαδούς του ευρωπαϊκού ιδεώδους, που οδηγεί σε συμπεριφορές φανατικών της κερκίδας (σελ. 93).
Τα παραπάνω, πέρα από τη επιστημονικό και μεθοδολογικό ενδιαφέρον, που παρουσιάζουν, καθιστούν το βιβλίο του Κεντρωτή εξαιρετικά χρήσιμο για τους φοιτητές, ιδιαίτερα αυτούς των πολιτικών επιστημών και θα πρέπει να αξιολογηθεί και ως τέτοιο. 

Με πολλές από τις θέσεις του Κεντρωτή διαφωνώ. Μια από αυτές είναι η  θέση του για την αρχή της αλληλεγγύης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου αναφέρει «Η αλληλεγγύη ως βασική ειδοποιός διαφορά του Ευρωπαϊκού Σχεδίου έναντι του παρελθόντος της διεθνούς πολιτικής έχει μεταβληθεί σε «αποδιοπομπαίο τράγο», σε «θεσμικό σκουπίδι», που επιχειρείται διαρκώς να κρατείται καλά κρυμμένο…» (σελ. 195), μια θέση που είναι δημοφιλής στην Ελλάδα τελευταία αλλά απέχει, κατά τη γνώμη μου από την πραγματικότητα. Τις θέσεις μου για την αρχή της αλληλεγγύης στην έννομη τάξη της Ένωσης, τις έχω εκφράσει σε ομότιτλο βιβλίο μου (βλ. http://digestaonline.gr/pdfs/Digesta_Publications/Chris2.pdf). Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσω ότι το βιβλίο αποτελεί ένα έξυπνο έναυσμα διαλόγου για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, την ταχύτητά της, την κατεύθυνσή της, ακόμη και την αναγκαιότητά της, που στη χώρα μας ουδέποτε αναπτύχθηκε ουσιαστικά. Για αυτό παρουσιάζονται φαινόμενα σαν αυτό του αποτελέσματος αλλά και της κατάληξης του Δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015, σε αντίθεση με αυτό του Brexit του Ιουνίου του 2016, που, ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει κανείς απέναντι στο αποτέλεσμα του, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα λειτουργίας μιας σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. 

Στην μελλοντική συζήτηση, που εύχομαι να ανοίξει το βιβλίο του Κεντρωτή, θέλω να καταθέσω την αγωνία ενός μεγάλου Έλληνα ευρωπαϊστή, του αείμνηστου Δημήτρη Τσάτσου (Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, 2007, σελ 526), που διερωτάται «Τι είναι πιο έγκυρο, πιο αξιόπιστο; Η αυτάρεσκη, ορισμένες φορές πολιτικά δόλια, επιστημονικοφανής αμφισβήτηση της βιωσιμότητας της Ευρώπης ή η φωνή που ακούστηκε τότε από τον Κορυδαλλό, η φωνή του μεγάλου Φυλακισμένου, εκείνου που δεν άφησε το προσωπικό του μαρτύριο ούτε την ιστορική του πρόγνωση να παραμορφώσει ούτε το όραμα της Ευρώπης να σβήσει μέσα του». Ο μεγάλος Φυλακισμένος ήταν ο Γιώργος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, που από τις φυλακές της  Χούντας έγραφε στο «Γράμμα από τη φυλακή προς τους Ευρωπαίους», που αποτελεί ιστορικό τεκμήριο της αξιακής υπόστασης Ευρώπης, «το βλέμμα της απόγνωσής μας γύρισε στην Ευρώπη και ο λαός της δεν μας άφησε ανθρώπινα μόνους» και παρακάτω «Τρέμουμε για την τύχη της χώρας μας που τη λέμε Ευρώπη…Φοβούνται την Ευρώπη, αυτήν την νερομάνα ιδεών…οι δήθεν πάμπλουτοι και πάνοπλοι».

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Αν. Καθηγητής ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

CES-DUTH SPOT στην Επικαιρότητα 1/2017
Μέρκελ: «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων»
Παναγιώτης Γκλαβίνης, αν. καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου,
Νομική Σχολή ΑΠΘ.

Η χθεσινή δήλωση της Γερμανίδας Καγκελαρίου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν, όμως, είδηση, στο μέτρο που προήλθε από τα χείλη της αδιαμφισβήτητης ηγέτιδας της Ευρώπης, η οποία θα αναλάβει, μετά την ενδεχόμενη επανεκλογή της, να προετοιμάσει την νέα Ε.Ε. για ν’ αντιμετωπίσει τον ταύρο εν υαλοπωλείω που εφορμά από την άλλη άκρη του Ατλαντικού και ακούει στο όνομα Donald Trump.
Τα τελευταία χρόνια έδειξαν, είπε η Άγκελα Μέρκελ,  πως θα υπάρξει μια Ε.Ε. πολλών ταχυτήτων. Δεν χρειάζεται, λέει, να συμμετέχουν πάντα όλες οι χώρες στα ίδια στάδια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ως παράδειγμα δε, ανέφερε το Ευρώ, το οποίο δεν έχουν υιοθετήσει όλες οι χώρες της Ε.Ε.
Καθώς μάλιστα η Ευρώπη γιορτάζει φέτος τα 60 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η κα Μέρκελ υπογράμμισε τη σημασία να καταγραφεί η πρόταση για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων και στο ανακοινωθέν των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ε.Ε.
Η συζήτηση για την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων είναι πολύ παλιά στην Ε.Ε. Αναθερμάνθηκε επίσημα – και στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο – πέρυσι στις 28 Ιουνίου, στη Σύνοδο Κορυφής που συνεκλήθη αμέσως μετά το δημοψήφισμα για το Brexit.
Ο Πρόεδρος Tusk ανακοίνωσε τότε ότι οι ηγέτες της Ε.Ε. άνοιξαν την συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Την ίδια ημέρα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διακήρυττε σε ψήφισμά του ότι χρειαζόμαστε μια «καλύτερη» και «πιο δημοκρατική Ε.Ε.», στην οποία «ενώ ορισμένα Κράτη Μέλη μπορεί να επιλέξουν να ενσωματωθούν πιο αργά ή σε μικρότερη έκταση, ο πυρήνας της Ε.Ε. θα πρέπει να ενισχυθεί και λύσεις à la carte θα πρέπει να αποφευχθούν».
Ήδη, μετά την επιβεβαίωση του Brexit από το Βρετανικό Κοινοβούλιο, αναθερμαίνεται πλέον, όχι τυχαία, και η συζήτηση για το πού θα πρέπει να πάει η Ευρώπη μετά το Brexit. Μετά τον Γάλλο Πρόεδρο, που πρώτος εξέφρασε την άποψη πριν την υιοθετήσει η κυρία Μέρκελ, έσπευσε και ο Ιταλός Υπουργός να συμφωνήσει με την Γερμανίδα Καγκελάριο. Ο νέος γαλλο-γερμανο-ιταλικός άξονας που στήθηκε μετά το Brexit, φαίνεται να συμφωνεί, λοιπόν, όπως έχουν σήμερα τουλάχιστον τα πράγματα, στην κατεύθυνση που πρέπει να λάβει η Ε.Ε. στο μέλλον.
Καθόσον μας αφορά, η κυρία Μέρκελ ανέφερε ως παράδειγμα υφισταμένων πολλαπλών ταχυτήτων το γεγονός ότι το Ευρώ δεν υιοθετήθηκε από όλες τις χώρες της Ε.Ε. 
Υπάρχει, όμως, μια διαφορά, κατά τη γνώμη μας, μεταξύ των χωρών που με τη θέλησή τους δεν υιοθέτησαν το Ευρώ και προτίμησαν να διατηρήσουν το εθνικό τους νόμισμα και των χωρών που, όπως εμείς, υιοθετήσανε μεν το Ευρώ, πλην όμως στην πορεία αποδείχθηκε πολύ ακριβό για τα μέτρα τους.
Ο κ. Trump θα υποχρεώσει την Ε.Ε., βοηθούσης και της Μεγάλης Βρετανίας, να συντομεύσει τους παροιμιωδώς αργόσυρτους ρυθμούς, με τους οποίους η Ε.Ε. λαμβάνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις.
Για να γίνει, όμως, αυτό, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα πλάνο προς τα πού θα κινηθεί η Ε.Ε. Και κάτι τέτοιο, πριν από τις Γαλλικές και τις Γερμανικές εκλογές, δεν πρόκειται να υπάρξει. Η δε Μέρκελ, αν και οι Γερμανοί ψηφοφόροι δεν πειραματίζονται στα δύσκολα, φαίνεται πως δεν έχει την επανεκλογή στο τσεπάκι της. Ενώ στη Γαλλία, δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι θα χάσει η κυρία Λεπέν, τη στιγμή που οι άλλοι υποψήφιοι κάνουν ό,τι μπορούν για να την στείλουν στα Ηλύσια Πεδία.
Μέχρι τότε, λοιπόν, όλες οι μεγάλες αποφάσεις στην Ε.Ε. αναβάλλονται. Αυτό σημαίνει –καθόσον μας αφορά– ότι οι Ευρωπαίοι θα κλωτσήσουν ακόμη μια φορά το τενεκεδάκι της αξιολόγησης παρακάτω, μέχρι να τους επιτρέψουν οι συνθήκες ν’ αποφασίσουν οριστικά για μας στο πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής που θα σχεδιάσουν.
Αν μέχρι τότε ο κ. Τσίπρας παραμείνει στην εξουσία, η Ελλάδα θα είναι η χώρα που θα ενεργοποιήσει την νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Εκτός αν οι δανειστές θελήσουν να μας δώσουν μια τελευταία ευκαιρία να μείνουμε στο κέντρο της Ευρώπης, πριν πάρουν για μας τις οριστικές τους αποφάσεις.

*Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο LIBERAL (5/2/2017)