Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

CES-Duth Working Paper 4/2019
Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Μιχάλης Δ Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ

Η αντιμετώπιση της κρίσης χρέους Κρατών-μελών της Ευρωζώνης, η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης αλλά και η απάντηση της Ένωσης στα τρομοκρατικά κτυπήματα στην καρδιά της Ευρώπης έφεραν στο επίκεντρο του πολιτικού και νομικού διαλόγου την αρχή της αλληλεγγύης και την θέση, που αυτή κατέχει στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γενικότερα και στην ενωσιακή έννομη τάξη ειδικότερα. Η έναρξη της συζήτησης αυτής, πάντως, συνέπεσε με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας που κάνει για πρώτη φορά στο ρυθμιστικό επίπεδο των Συνθηκών μια εκτεταμένη χρήση του όρου αλληλεγγύη τόσο στο πλαίσιο των αρχών, των αξιών και των στόχων όσο και στο πλαίσιο επιμέρους τομέων πολιτικής της Ένωσης. Ωστόσο, η μαζική αυτή εισαγωγή της αλληλεγγύης στην έννομη τάξη της Ένωσης δεν είναι χωρίς προβλήματα, αφού αφορά μια έννοια, «που σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους (και σε κυβερνήσεις)». Για ορισμένους, η αλληλεγγύη μετριέται από το μέγεθος της συνδρομής που χορηγείται σε μια χώρα που έχει ανάγκη. Για άλλους, η αλληλεγγύη σημαίνει ότι ο καθένας εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του ώστε να αποφύγει να βρεθεί σε κατάσταση ανάγκης συνδρομής. Υπάρχουν και αυτοί που πιστεύουν ότι η αλληλεγγύη ως απάντηση στις σημερινές προκλήσεις, κινδύνους και απειλές επιδιώκεται καλύτερα και αποτελεσματικότερα στο επίπεδο των Κρατών-μελών και όχι στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης. 
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) απέκλεισε από το πεδίο εφαρμογής της οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-μελών και της «αναδιανεμητικής Ένωσης» (Πολιτική Συνοχής) την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), την οποία εγκαθίδρυσε. Προς τούτο η διάταξη του άρθρου 103 Συνθ.ΕΚ (και σήμερα 125 ΣΛΕΕ) και η περίφημη «ρήτρα μη διάσωσης» (no bail – out clause), που αυτό καθιέρωσε, απέκλειε κάθε δυνατότητα χρηματοδοτικής συνδρομής, ως έκφραση αλληλεγγύης, προς ένα Κράτος-μέλος, που αντιμετώπιζε χρηματοδοτικά προβλήματα από τα υπόλοιπα Κράτη-μέλη ή από την ίδια την  Ένωση. 
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009), παρά τη μαζική εισαγωγή της αρχής της αλληλεγγύης στο ρυθμιστικό επίπεδο των Συνθηκών, η βασική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, που ήθελε την επιβολή της αναγκαίας δημοσιονομικής πειθαρχίας «δια των αγορών» σε συνδυασμό με ένα χαλαρό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των Κρατών-μελών και αντιμετώπιση του «ηθικού κινδύνου» μέσω της «ρήτρας μη διάσωσης», που εξαιρούσε, όπως κυρίαρχα υποστηρίζονταν, την ΟΝΕ από το πεδίο εφαρμογής της αρχής της αλληλεγγύης, δεν άλλαξε. Ωστόσο, λίγους μήνες μετά τη θέση σε ισχύ της ισχύουσας Συνθήκης η Ευρώπη βρέθηκε ενώπιον της κρίσης χρέους Κρατών-μελών της Ευρωζώνης, στερούμενη μηχανισμών και εργαλείων συνδρομής στα Κράτη-μέλη, που βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης. Όταν έγινε αντιληπτό ότι η κρίση δεν μπορούσε να περιορισθεί στο πλαίσιο ενός Κράτους-μέλους λόγω της οικονομικής αλληλεξάρτησης και ότι κινδύνευε με κατάρρευση το εγχείρημα του κοινού νομίσματος, τα Κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αποφάσισαν την χρηματοδοτική συνδρομή των χωρών που είχαν ανάγκη και είχαν ουσιαστικά αποκοπή από τις αγορές. Μετά από λύσεις ανάγκης (διμερής δανεισμός, EFSM, EFSF), που αντιμετώπισαν σοβαρά νομικά προβλήματα, τα Κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ οδηγήθηκαν στη ίδρυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), ως μόνιμου, διακυβερνητικού μηχανισμού χρηματοδοτικής συνδρομής της Ευρωζώνης. Σε όλη αυτή την περίοδο διαχείρισης της κρίσης χρέους κεντρικό νομικό και πολιτικό ζήτημα αποτέλεσε ο τρόπος παράκαμψης της «ρήτρας μη διάσωσης», σε ένα πρώτο επίπεδο, ώστε να εκφρασθεί η αλληλεγγύη προς τα δοκιμαζόμενα Κράτη-μέλη και,  σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα εκφρασθεί αυτή η αλληλεγγύη. Η δυσκολία στην υπερπήδηση του εμποδίου αυτού είχε ως αιτία την κρατούσα άποψη σε νομικούς, οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, κυρίως της Γερμανίας, σύμφωνα με την οποία η Συνθήκη απαγορεύει απολύτως τη διάσωση Κράτους-μέλους και την εκδήλωση αλληλεγγύης από την ίδια την Ένωση ή τα άλλα Κράτη-μέλη. Απέναντι σε αυτήν την σχεδόν παγιωμένη αντίληψη υπήρχαν και αντίθετες φωνές, όπως αυτή του J. Pisani-Ferry, ο οποίος υποστήριζε ότι «δεν υπήρχε ποτέ στη Συνθήκη μια «αρχή μη - συνδρομής» παρά μόνο η «αρχή της μη – συνυπευθυνότητας» για το δημόσιο χρέος».  Τελικά,  το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση Pringle δέχτηκε ότι η διάταξη του άρθρου 125 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει οποιαδήποτε χρηματοδοτική συνδρομή, ιδιαίτερα αν αυτή γίνεται με τους προβλεπόμενους από τη Συνθήκη ΕΜΣ, δηλαδή υπό «αυστηρούς όρους πολιτικής» και για «τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ζώνης του Ευρώ στο σύνολό της». Ωστόσο, αρνήθηκε, αν και προκλήθηκε, να θεμελιώσει τη θέση του στην αρχή της αλληλεγγύης.
Το ερώτημα που επιχειρεί να απαντήσει η μελέτη είναι: η χορηγούμενη από τον ΕΜΣ χρηματοδοτική συνδρομή σε Κράτος-μέλος της Ευρωζώνης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μορφή οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-μελών, παρά τη διατήρηση της ρήτρας μη διάσωσης, που εκ πρώτης όψεως την αποκλείει ή όχι; Θα πρέπει να σημειώσουμε τη διάσταση των απόψεων της κοινής γνώμης στα Κράτη-μέλη, που από τον προϋπολογισμό τους αναλαμβάνουν τη χρηματοδοτική συνδρομή και αυτών που τη λαμβάνουν. Η κοινή γνώμη στα πρώτα θεωρεί ότι η κυβέρνησή τους εξάντλησε την οικονομική αλληλεγγύη προς ένα «ασυνεπή εταίρο», ενώ στα δεύτερα, ενόψει των σκληρών όρων πολιτικής, που επιβάλλονται για τη χορήγηση της συνδρομής, επικρατεί η άποψη η Ένωση δεν επέδειξε αλληλεγγύη αλλά αντίθετα μια τιμωρητική διάθεση απέναντί τους. 
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρά τις ποικίλες ενστάσεις που μπορούν να υποστηριχθούν για την οικοδόμηση των μηχανισμών χρηματοδοτικής συνδρομής στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, η χρηματοδότηση από τον ΕΜΣ, που συνιστά «διάσωση υπό όρους», αποτελεί ουσιαστικά εκδήλωση αλληλεγγύης έστω και αν αυτή εξαντλείται στη διάσωση από την χρεοκοπία, που  όμως συνδυάζεται με την απαίτηση επίδειξης υπευθυνότητας από το ωφελούμενο Κράτος-μέλος και κινητοποιείται από έναν υπέρτατο σκοπό (πεφωτισμένη ιδιοτέλεια), που δεν είναι άλλος από «τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ζώνης του Ευρώ στο σύνολό της».

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Έδρα Jean Monnet
mchrysom@gmail.com


Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 3/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Μάρτιος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-129/18, SM κατά Entry Clearance Officer, UK Visa Section – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, καθώς και των άρθρων 27 και 35 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γ «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: […] 2.“μέλος της οικογένειας”: […] γ) οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β) […]». Επιπρόσθετα και σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/38 «Με την επιφύλαξη τυχόν ατομικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ενδιαφερομένων και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του, το κράτος μέλος υποδοχής διευκολύνει την είσοδο και τη διαμονή των ακόλουθων προσώπων: α) κάθε άλλου μέλους της οικογένειας, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του, που δεν εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 2 σημείο 2 εφόσον συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης που έχει ίδιον δικαίωμα διαμονής ή ζει υπό τη στέγη του στη χώρα προέλευσης, ή εφόσον σοβαροί λόγοι υγείας καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του εν λόγω μέλους της οικογένειας από τον πολίτη της Ένωσης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου (Supreme Court of the United Kingdom) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της SΜ, Αλγερινής υπηκόου, και της αρμόδιας υπηρεσίας για τη χορήγηση αδειών εισόδου. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ήταν η άρνηση της ανωτέρω υπηρεσίας να χορηγήσει στην SΜ άδεια εισόδου στο ΗΒ υπό την ιδιότητα του θετού τέκνου πολίτη Κράτους-μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Ειδικότερα, ο κύριος και η κυρία Μ. ήταν Γάλλοι υπήκοοι που τέλεσαν γάμο στο ΗΒ το 2001. Εν συνέχεια, μετέβησαν στην Αλγερία κατά τη διάρκεια του 2009, προκειμένου να αξιολογηθεί η καταλληλότητά τους για να καταστούν κηδεμόνες ενός παιδιού στο πλαίσιο του Αλγερινού συστήματος kafala. Μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης αυτής, κρίθηκαν κατάλληλοι να αναλάβουν την επιμέλεια παιδιού υπό το εν λόγω σύστημα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ο όρος «απευθείας κατιών» πολίτη της Ένωσης κατά το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει παιδί το οποίο τελεί υπό τη νόμιμη κηδεμονία πολίτη ή πολιτών της Ένωσης δυνάμει του Αλγερινού συστήματος kafala.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι λόγω του γεγονότος ότι το Αλγερινό σύστημα kafala δεν δημιουργεί σχέση γονέα-τέκνου μεταξύ του παιδιού και του κηδεμόνα του, παιδί όπως η SM, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «απευθείας κατιών» πολίτη της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2004/38.
Ωστόσο, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να διευκολύνουν την είσοδο και τη διαμονή του παιδιού αυτού ως άλλου μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παρ. 2, του Χάρτη, προβαίνοντας σε ισόρροπη και εύλογη εκτίμηση όλων των τρεχουσών και κρίσιμων περιστάσεων, η οποία λαμβάνει υπόψη οπωσδήποτε το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού. Ειδικότερα, το ΔΕΕ έκρινε ότι εάν  διαπιστωθεί ότι το παιδί και ο κηδεμόνας του (ο οποίος είναι πολίτης της Ένωσης) πρόκειται πραγματικά να συμβιώσουν ως οικογένεια και ότι το παιδί αυτό εξαρτάται από τον κηδεμόνα του, οι απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής και το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου επιβάλλουννα χορηγηθεί στο παιδί δικαίωμα εισόδου και διαμονής ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να ζήσει με τον κηδεμόνα του στο Κράτος-μέλος υποδοχής του τελευταίου.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-681/17, slewo - schlafen leben wohnen GmbH κατά Sascha Ledowski-Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1, στοιχείο ιαʹκαι του άρθρου 16, στοιχείο εʹ, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 16 της Οδηγίας 2011/83 «Τα κράτη μέλη δεν παρέχουν το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 15 για τις εξ αποστάσεως […] συναπτόμενες συμβάσεις, όσον αφορά τα ακόλουθα: […] ε) την προμήθεια σφραγισμένων αγαθών τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς επιστροφή, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, και τα οποία έχουν αποσφραγιστεί μετά την παράδοση». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριοτης Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της slewo – schlafen leben wohnen GmbH και του Sascha Ledowski, με αντικείμενο την εκ μέρους του τελευταίου άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως όσον αφορά στρώμα που αγόρασε από τον ιστότοπο της slewo. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 16, στοιχείο εʹ της Οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι η περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή φράση «σφραγισμένα αγαθά τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς επιστροφή, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, και τα οποία έχουν αποσφραγιστεί μετά την παράδοση» καταλαμβάνει αγαθό, όπως ένα στρώμα, του οποίου το προστατευτικό περιτύλιγμα αφαιρέθηκε από τον καταναλωτή μετά την παράδοσή του.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 16, στοιχείο ε, της Οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι η επίδικη φράση δεν καταλαμβάνει αγαθό, όπως ένα στρώμα, του οποίου το προστατευτικό περιτύλιγμα αφαιρέθηκε από τον καταναλωτή μετά την παράδοσή του.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-590/17, Henri Pouvin και Marie Dijoux, épouse Pouvin κατά Electricité deFrance (EDF) – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχεία β και γ «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: […] β) “καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, γ) “επαγγελματίας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας (Cour de Cassation) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύτου Henri Pouvain και της Marie Dijoux, συζύγου H. Pouvin και της Électricité de France (EDF) σχετικά με αγωγή με αίτημα την καταβολή του υπολοίπου οφειλής από στεγαστικό δάνειο χορηγηθέν στους πρώτους από την εν λόγω εταιρία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 2, στοιχ. β και γ, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, αφενός, ο υπάλληλος επιχείρησης και ο/η σύζυγός του, οι οποίοι συνάπτουν με την επιχείρηση αυτή σύμβαση πίστωσης απευθυνόμενη, κατά κύριο λόγο, μόνο στα μέλη του προσωπικού της εν λόγω επιχείρησης και προοριζόμενη να χρηματοδοτήσει την αγορά ακινήτου για ιδιωτικούς σκοπούς, πρέπει να θεωρηθούν «καταναλωτές» και αφετέρου, αν, όσον αφορά τη χορήγηση της εν λόγω πίστωσης, η ίδια αυτή επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί «επαγγελματίας».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι ο υπάλληλος επιχείρησης και ο/η σύζυγός τουπρέπει να θεωρηθούν «καταναλωτές». 
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί «επαγγελματίας», όταν συνάπτει τέτοια σύμβαση πίστωσης στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η χορήγηση πιστώσεων δεν αποτελεί την κύρια δραστηριότητά της.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-221/17, M.G. Tjebbes κ.λπ. κατά Minister van Buitenlandse Zaken - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών (Raad van State) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Μ. G. Tjebbes, G. J. Μ. Koopman, E. Saleh Abady και L. Duboux και του Υπουργού Εξωτερικών σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να εξετάσει τις αιτήσεις τους για έκδοση εθνικού διαβατηρίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία Κράτους- μέλους, η οποία προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειας του εν λόγω Κράτους-μέλους (Ολλανδία) η οποία επιφέρει, όσον αφορά τα πρόσωπα εκείνα που δεν έχουν την ιθαγένεια και άλλου Κράτους-μέλους, απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, χωρίς να διενεργείται ατομική εξέταση. Το ζήτημα εξετάστηεκ στο πλάισο της αρχής της αναλογικότητας και ειδικότερα σε σχέση με τις συνέπειεςτης απώλειας της ιθαγένειας στους προσφεύγοντες από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης.
Το ΔΕΕ, αρχικά, υπενθύμισε ότι εάν και ο καθορισμός των προϋποθέσεων κτήσεως και απώλειας της ιθαγένειας εμπίπτει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα κάθε Κράτους-μέλους, το γεγονός ότι ένας τομέας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των Κρατών-μελών δεν σημαίνειότι οι σχετικοί κανόνες της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει, στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, να συνάδουν προς το ενωσιακό δίκαιο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕέχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην επίδικη εθνική ρύθμιση, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές είναι σε θέση να εξετάζουντις συνέπειες της εν λόγω απώλειας της ιθαγένειας και, ενδεχομένως, να αποδίδουν εκ νέου την ιθαγένεια στους ενδιαφερομένους. 
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ τόνισε ότι οι ανωτέρω αρχές και τα ανωτέρω δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν αν η απώλεια της ιθαγένειας συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας όσον αφορά τις συνέπειές της στην κατάσταση κάθε ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, στην κατάσταση των μελών της οικογένειάς του από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης.

5. ΔΕΕ, απόφασητης 26ης Μαρτίου 2019, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-70/17 και C-179/17, Abanca Corporación Bancaria SA και Bankia SA κατά Alberto García Salamanca Santos κ.λπ. – Προδικαστική

Οι αιτήσεις  αφορούσαν την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές και ειδικότερα των άρθρων 6 και 7 της Οδηγίας. Σύμφωνα με το άρθρο 6 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες». Επιπρόσθετα, δυνάμει του άρθρου 7 της ανωτέρω Οδηγίας «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Η αίτηση στην υπόθεση C-70/17 υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας (Tribunal Supremo) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Abanca Corporación Bancaria SA και του Alberto Garcia Salamanca Santos με αντικείμενο τις συνέπειες που έχει η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως, η οποία περιέχεται στη συναφθείσα μεταξύ των δύο αυτών μερών σύμβαση ενυπόθηκου δανείου. Η αίτηση στην υπόθεση C-179/17 υποβλήθηκε από το ίδιο εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Bankia SA και, αφετέρου, του Alfonso Antonio Lau Mendoza και της Verónica Yuliana Rodríguez Ramírez, με αντικείμενο την εκκρεμούσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποθηκική αγωγή με αντικείμενο αναγκαστική εκτέλεση επί ακινήτου επί του οποίου έχει συσταθεί υποθήκη προς εξασφάλιση της αποπληρωμής δανείου. Ας σημειωθεί ότι η ρήτρα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως προέβλεπε εκτός από άλλες περιπτώσεις καταγγελίας της συμβάσεως λόγω μη καταβολής πλειόνων δόσεων, την καταγγελία λόγω μη καταβολής μίας και μόνο δόσεως, Οι επίμαχες ρήτρες προέβλεπαν ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δύναται να κηρύξει την πρόωρη λύση της συμβάσεως και να απαιτήσει την αποπληρωμή του δανείου, άπαξ και ο οφειλέτης δεν καταβάλει μια μηνιαία δόση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 6 και 7 της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια, αφενός, ότι από τη στιγμή που ρήτρα περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου κρίνεται καταχρηστική, είναι δυνατόν η ρήτρα αυτή, παρά ταύτα, να διατηρηθεί εν μέρει εν ισχύ, με την εξάλειψη των στοιχείων που την καθιστούν καταχρηστική.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 6 και 7 της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοιαότι αντιτίθενται στο να διατηρείται εν μέρει σε ισχύ μια ρήτρα περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία κρίθηκε καταχρηστική, διά της απαλοιφής των στοιχείων που την καθιστούν καταχρηστική, όταν μια τέτοια απαλοιφή θα κατέληγε σε αναθεώρηση του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας επηρεάζοντας την ουσία της.

6.ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-297/17, Bashar Ibrahim κ.λπ. κατά Bundesrepublik Deutschland – Προδικαστική

Οι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 33, παρ. 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και των άρθρων 4 και 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. στοιχ. α «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:α)η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος». Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverwaltungsgericht) στο πλαίσιο τεσσάρων ενδίκων διαφορών μεταξύ του Bashar Ibrahim (υπόθεση C-297/17), του Mahmud Ibrahim, της FadwaIbrahim, του Bushra Ibrahim, καθώς και των ανηλίκων Mohammad και Ahmad Ibrahim (υπόθεση C-318/17), και της Nisreen Sharqawi, καθώς και των ανήλικων τέκνων της, Yazan και HosamFattayrji (υπόθεση C-319/17), και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), καθώς και μεταξύ αυτού του Κράτους-μέλους και του Taus Magamadov (υπόθεση C-438/17), σχετικά με αποφάσεις με τις οποίες  η Ομοσπονδιακή υπηρεσία μεταναστεύσεως και προσφύγων, Γερμανία) αρνήθηκε να χορηγήσει άσυλο στους ενδιαφερομένους. Οι περισσότεροι από τους προσφεύγοντες μετέβησαν από τη Συρία στη Βουλγαρία και μετά από παραμονή σε άλλα Κράτη-μέλη εισήλθαν στη Γερμανία και υπέβαλαν αίτηση παροχής ασύλου. Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση C-438/17, ο προσφεύγων εισήλθε στην Πολωνία και μετά κατέληξε στη Γερμανία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 33 της Οδηγίας περί διαδικασιών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα Κράτη-μέλη να απορρίπτουν αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη βάσει της παραγράφου 2, στοιχείο α, του άρθρου 33, χωρίς να πρέπει να προσφύγουν κατά προτεραιότητα στις διαδικασίες αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως που προβλέπονται από τους κανονισμούς Δουβλίνο ΙΙ ή Δουβλίνο ΙΙΙ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 33 της Οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα Κράτη-μέλη να απορρίπτουν αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη χωρίς να πρέπει ή να μπορούν να προσφύγουν κατά προτεραιότητα στις διαδικασίες αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως που προβλέπει ο κανονισμός Δουβλίνο III.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 33, παρ. 2, στοιχ. α, της Οδηγίας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους Κράτους-μέλους (Γερμανία) απόρριψης ως απαράδεκτης μιας αιτήσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα για τον λόγο ότι έχει ήδη χορηγηθεί στον αιτούντα επικουρική προστασία σε άλλο Κράτος-μέλος (Βουλγαρία, Πολωνία-C-438/17) εάν οι συνθήκες διαβιώσεως των δικαιούχων επικουρικής προστασίας σε αυτό το άλλο Κράτος-μέλος είτε αντιβαίνουν στο άρθρο 4 του Χάρτη είτε δεν ανταποκρίνονται στις διατάξεις του κεφαλαίου VII της Οδηγίας 2013/32 χωρίς εντούτοις να συνιστούν παράβαση του εν άρθρου 4 του Χάρτη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 33, παρ. 2, στοιχείο αʹ, δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους Κράτους-μέλους απόρριψη ως απαράδεκτης αίτησης ασύλου λόγω του γεγονότος ότι έχει ήδη χορηγηθεί στον αιτούντα επικουρική προστασία από άλλο Κράτος-μέλος, όταν οι προβλέψιμες συνθήκες διαβιώσεως που θα αντιμετωπίσει ο αιτών ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας στο άλλο Κράτος-μέλος δεν θα τον εκθέσουν σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη. Το γεγονός ότι οι δικαιούχοι μιας τέτοιας επικουρικής προστασίας δεν λαμβάνουν, στο εν λόγω Κράτος-μέλος(Βουλγαρία, Πολωνία), παροχές προς εξασφάλιση της στοιχειώδους διαβιώσεως ή λαμβάνουν αισθητά πιο περιορισμένες παροχές τέτοιου είδους σε σύγκριση με τις παροχές άλλων Κρατών-μελών, ενώ η μεταχείρισή τους δεν διαφέρει από εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του Κράτους-μέλους αυτού δεν μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι ο αιτών αυτός θα εκτεθεί σε κίνδυνο. Το ΔΕΕ εκτίμησε ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες τίθενται σε κίνδυνο εάν η περίσταση αυτή έχει ως συνέπεια να περιέλθει ο αιτών, λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσεως του, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και των προσωπικών του επιλογών, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-163/17, Abubacarr Jawo κατά Bundesrepublik Deutschland– Προδικαστική

H αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 2, και του άρθρου 29, παρ. 1 και 2, του Κανονισμού 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του Κράτους-μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε Κράτος-μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα καθώς και του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του ανωτέρω Κανονισμού «1. Η μεταφορά του αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου [βοηθήματος] ή επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εάν οι μεταφορές στο υπεύθυνο κράτος μέλος εκτελούνται με ελεγχόμενη αναχώρηση ή με συνοδεία, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι εκτελούνται λαμβάνοντας υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. [...] 2.      Εάν η μεταφορά δεν πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας των έξι μηνών, το υπεύθυνο κράτος μέλος απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου και η ευθύνη μεταβιβάζεται τότε στο κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται σε ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο, εάν η μεταφορά δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί λόγω φυλάκισης του ενδιαφερομένου ή σε 18 μήνες κατ’ ανώτατο όριο αν ο ενδιαφερόμενος διαφεύγει. [...] Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, καθορίζει ενιαίους όρους για τη διαβούλευση και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως σε περίπτωση αναβολής ή καθυστέρησης μεταφορών, μεταφορών κατόπιν αυτόματης αποδοχής, μεταφορών ανήλικου ή εξαρτώμενων προσώπων και ελεγχόμενων μεταφορών. [...]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Εφετείο του Ομόσπονδου κράτους της Βάδης - Βιρτεμβέργης της Γερμανίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Abubacarr Jawo και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σχετικά με απόφαση περί μεταφοράς του ενδιαφερομένου στην Ιταλία.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 29, παρ. 2, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει διαφύγειείναι απαραίτητο αυτό να αποφεύγει σκόπιμα τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να ματαιώσει τη μεταφορά του, ή αν, αντίθετα, αρκεί, συναφώς, ότι το πρόσωπο αυτό έχει εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής που του είχε υποδειχθεί, χωρίς οι εν λόγω αρχές να έχουν ενημερωθεί για την απουσία του, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εκτέλεση της μεταφοράς αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι επίδικο άρθρο του ενωσιακού δικαίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο αιτών «διαφεύγει» όταν αποφεύγει σκόπιμα τις αρμόδιες για τη μεταφορά του εθνικές αρχές προκειμένου να ματαιώσει τη μεταφορά αυτή. Μπορεί να θεωρηθεί ότι τούτο συμβαίνει, όταν η μεταφορά αυτή δεν μπορεί να εκτελεσθεί λόγω του γεγονότος ότι ο αιτών εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής που του είχε υποδειχθεί χωρίς να έχει ενημερώσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές για την απουσία του, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν ενήμερος για τις υποχρεώσεις του συναφώς, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν  το άρθρο 4 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στη μεταφορά αιτούντος διεθνή προστασία, προς το Κράτος-μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία, εάν ο αιτών διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω των προβλέψιμων συνθηκών διαβιώσεως που θα αντιμετωπίσει ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας στο εν λόγω Κράτος-μέλος. Το δικαστήριο αυτό διερωτήθηκε εάν το εν λόγω ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, ζητεί να διευκρινιστεί ποια είναι, στην περίπτωση αυτή, τα κριτήρια βάσει των οποίων το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εκτιμά τις συνθήκες διαβιώσεως ενός προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 4 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε μια τέτοια μεταφορά του αιτούντος διεθνή προστασία, εκτός αν το δικαστήριο που έχει επιληφθεί προσφυγής κατά της αποφάσεως περί μεταφοράς διαπιστώσει, βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων και υπό το πρίσμα του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, ότι όντως υφίσταται ο κίνδυνος σε περίπτωση μεταφοράς του.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-118/17, Zsuzsanna Dunai κατά ERSTE Bank Hungary Zrt – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του σημείου 3 του διατακτικού της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και KáslernéRábai (C-26/13, EU:C:2014:282) και της αρμοδιότητας που έχει παρασχεθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, καθώς και των θεμελιωδών αρχών του δικαίου της Ένωσης περί ισότητας ενώπιον του νόμου, περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και περί δίκαιης δίκης.
Η αίτηση υποβλήθηκεαπό το Κεντρικό Δικαστήριο της Βούδας της Ουγγαρίας (Budai Központi Kerületi Bíróság) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Zsuzsanna Dunai και της τράπεζας ERSTE Bank Hungary Zrt., με αντικείμενο τον φερόμενο ως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας προβλέπουσας ότι η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά τον χρόνο εκταμιεύσεως δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα καθορίζεται με βάση την τιμή αγοράς που εφαρμόζει η τράπεζα, ενώ η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την εξόφληση του δανείου καθορίζεται με βάση την τιμή πωλήσεως.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν αν το άρθρο 6, παρ. 1, της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που εμποδίζει το επιληφθέν δικαστήριο να δεχθεί αίτημα για την ακύρωση συμβάσεως δανείου συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας της συμβάσεως αυτής, κατά την οποία ο καταναλωτής φέρει τις δαπάνες που συνδέονται με τη διαφορά συναλλαγματικής ισοτιμίας (η οποία υφίσταται μεταξύ της τιμής πωλήσεως και της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος), ακόμη και στην περίπτωση που το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι η διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα του καταναλωτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι:
α) δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση που εμποδίζει το επιληφθέν δικαστήριο να δεχθεί αίτημα για την ακύρωση συμβάσεως δανείου λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της προαναφερθείσας ρήτρας σχετικής με τη διαφορά συναλλαγματικής ισοτιμίας, υπό την προϋπόθεση η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής να καθιστά δυνατή την επαναφορά του καταναλωτή στη νομική και πραγματική κατάσταση στην οποία θα τελούσε ελλείψει της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας, και
β) αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση που εμποδίζει το επιληφθέν δικαστήριο να δεχθεί αίτημα για την ακύρωση συμβάσεως δανείου λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας συναλλαγματικού κινδύνου, στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η ρήτρα αυτή είναι καταχρηστική και ότι η σύμβαση δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς την εν λόγω ρήτρα.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 93/13, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, αντιτίθεται στη δυνατότητα ανωτάτου δικαστηρίου Κράτους-μέλους να εκδίδει, προς εξασφάλιση της ενιαίας ερμηνείας των κανόνων δικαίου, δεσμευτικές αποφάσεις με αντικείμενο τους λεπτομερείς κανόνες για τη θέση σε εφαρμογή της Οδηγίας αυτής.
Το ΔΕΕ αναγνώρισε τη δυνατότητα ανωτάτου δικαστηρίου Κράτους-μέλους να εκδίδει, προς εξασφάλιση της ενιαίας ερμηνείας των κανόνων δικαίου, δεσμευτικές αποφάσεις με αντικείμενο τους λεπτομερείς κανόνες για τη θέση σε εφαρμογή της επίμαχης Οδηγίας, υπό την προϋπόθεση οι αποφάσεις αυτές να μην εμποδίζουν το αρμόδιο δικαστήριο να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων της Οδηγίας και να παρέχει στον καταναλωτή δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος.


9. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-557/17, Staatssecretaris van Veiligheiden Justitie κατά Y. Z. κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 16, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2003/86 σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης. Σύμφωνα με το επίδικο άρθρο του ενωσιακού δικαίου «Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας, εφόσον καταδεικνύεται: α) ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα, ότι διαπράχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο απάτη ή χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα». Η αίτηση υποβλήθηκεαπό το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χώρων (Raadvan State) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύτου Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης των Κάτω Χωρών και αφετέρου, των Y. Z.(πατέρας), Z. Z.(μητέρα) και Y. Y.(γιος) σχετικά με αποφάσεις του Υφυπουργού με τις οποίες ανακάλεσε τις άδειες διαμονής που είχαν χορηγηθεί στους Y. Z., Y. Y. και Z. Z., διατάσσοντάς τους να εγκαταλείψουν αμέσως την επικράτεια των Κάτω Χωρών και απαγορεύοντας την επιστροφή τους.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 16, παρ. 2, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους Κράτους- μέλους ανάκληση των αδειών διαμονής που χορηγήθηκαν στα μέλη της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας (Κινέζος) με την αιτιολογία ότι προσκομίσθηκαν παραποιημένα έγγραφα για τη λήψη αυτών των αδειών διαμονής, σε περίπτωση που τα εν λόγω μέλη της οικογένειας (μητέρα και γιος) αγνοούσαν τον απατηλό χαρακτήρα των εγγράφων αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι  το άρθρο 16, παρ. 2, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι Κράτος-μέλος μπορεί να προβεί στην ανάκληση των ως άνω αδειών διαμονής. Ωστόσο, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να διενεργούν προηγουμένως εξατομικευμένη εξέταση της κατάστασης των μελών αυτών, προβαίνοντας σε ισόρροπη και εύλογη εκτίμηση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων.

10. ΔΕΕ, απόφασητης 27ης Μαρτίου 2019, ΥπόθεσηC-545/17, Mariusz Pawlak κατά Prezes Kasy Rolniczego Ubezpieczenia Społecznego - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 1, πρώτη περίοδος, της Οδηγίας 97/67 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο του ενωσιακού δικαίου «Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, οι υπηρεσίες που μπορούν να ανατίθενται αποκλειστικά από κάθε κράτος μέλος στον φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας είναι η συλλογή, η διαλογή, η μεταφορά και η διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού, είτε με ταχύτερη διανομή είτε όχι, των οποίων η τιμή είναι μικρότερη από το πενταπλάσιο του δημοσίου τέλους ενός αντικειμένου αλληλογραφίας της πρώτης βαθμίδας βάρους της ταχύτερης τυποποιημένης κατηγορίας, αν υπάρχει, εφόσον το βάρος τους δεν υπερβαίνει τα 350 g. Εξαιρέσεις ως προς τους περιορισμούς βάρους και τιμής είναι δυνατόν να επιτρέπονται στην περίπτωση που παρέχονται δωρεάν ταχυδρομικές υπηρεσίες σε άτομα τυφλά ή με σοβαρά προβλήματα όρασης». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (Sąd Najwyższy) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Mariusz Pawlak και του Προέδρου του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως των γεωργών σχετικά με την επιδίκαση αποζημιώσεως στον M. Pawlak λόγω ατυχήματος που αυτός υπέστη κατά την εκτέλεση γεωργικών εργασιών. Ο M. Pawlak, δεν ικανοποιήθηκε από την απόφαση του προέδρου του KRUS επί της αιτήσεώς του και προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου. Ο πρόεδρος του KRUS άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι περιήλθε στο δικαστήριο αυτό στις 22 Ιουνίου 2016, ενώ η προβλεπόμενη προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως αυτής είχε λήξει στις 20 Ιουνίου 2016. Το εφετείο έκρινε ότι δεν ασκούσε επιρροή το γεγονός ότι στη σφραγίδα του ταχυδρομικού αντικειμένου, το οποίο είχε παραδοθεί σε φορέα παροχής υπηρεσιών διαφορετικό από τον καθορισμένο φορέα παροχής υπηρεσιών, αναφέρεται η ημερομηνία της 20ής Ιουνίου 2016, η οποία είναι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc, μόνον η παράδοση δικογράφου σε καθορισμένο φορέα παροχής υπηρεσιών, έστω και αν η παράδοση αυτή γίνεται με απλό ταχυδρομείο, επέχει θέση καταθέσεως του δικογράφου αυτού ενώπιον του οικείου δικαστηρίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε είναι αν το άρθρο 7, παρ. 1, πρώτη περίοδος της επίμαχης Οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου, ο οποίος αναγνωρίζει την παράδοση δικογράφου σε ταχυδρομικό γραφείο του καθορισμένου για την παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας φορέα ως επέχουσα θέση καταθέσεως ενώπιον του οικείου δικαστηρίου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η εθνική διάταξη έχει ως αποτέλεσμα η εν λόγω υπηρεσία να τίθεται εκτός του ελεύθερου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών και παρέχει ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παρ. 1 της επίμαχης Οδηγίας.

11. ΔΕΕ, απόφασητης 13ης Μαρτίου 2019, Υπόθεση C-437/17, Gemeinsamer Betriebsrat Eurothermen Resort Bad Schallerbach GmbH κατά Eurothermen Resort Bad Schallerbach GmbH –Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011 που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Συμβουλίου εργαζομένων της Eurothermen και της Eurothermen Resort Bad Schallerbach GmbH σχετικά με τη μερική μόνο προσμέτρηση, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών των εργαζομένων της εταιρίας αυτής, περιόδων προϋπηρεσίας των εργαζομένων αυτών σε άλλους εργοδότες.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, η οποία, προκειμένου να καθορίσει αν εργαζόμενος που έχει συμπληρώσει συνολικά 25 έτη επαγγελματικής δραστηριότητας δικαιούται αύξηση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από 5 σε 6 εβδομάδες, προβλέπει ότι τα έτη τα οποία αυτός συμπλήρωσε στο πλαίσιο μιας ή περισσοτέρων σχέσεων εργασίας προγενέστερων της σχέσεως με τον νυν εργοδότη του προσμετρώνται μόνο μέχρι του ανωτάτου ορίου των 5 ετών επαγγελματικής δραστηριότητας έστω και αν ο πραγματικός αριθμός τους υπερβαίνει τα 5 έτη.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο ενωσιακό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην επίμαχη εθνική νομοθεσία.