Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 2/2020
Blockchain in the Energy Sector
Μαριλένα Τσιλιπάκου, Δικηγόρος, ΜΔΕ Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ενέργειας


(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό expressis Verbis Law Journal 4/2020 σ. 26, https://issuu.com/elsa_thessaloniki/docs/4-4)


Summary

The energy sector is undergoing a significant transformation; decarbonisation, decentralisation and digitalisation are on the forefront. The realisation of these goals requires the use of the right tools and the cooperation among different scientific areas. Blockchain technology can contribute to the participation of consumers in the energy production, the fostering of RES and the flexibility of the energy system.
The aim of this article is to analyse the function of blockchain technology, why and how it could be useful in achieving a more competitive, liberalised and environmentally friendly energy market. People can participate in real time energy transactions through selling and purchasing excess amounts of their energy. They are encouraged to produce their own energy from renewable resources because they can sell energy at the peak of demand and maximise their profit. What is more existent energy storage technology based on blockchain can help in achieving a biggest share of RES in the energy mix given their variable character.
Furthermore, we refer to the legal challenges that arise from the application of blockchain in the energy system. First of all, the most crucial legal concerns are around smart contracts which are computer-coded agreements automatically executed when specific conditions are met. When combined with blockchain technology, smart contracts can also be used in distributed ledgers and, thus, cover a wider range of transactions. One question is whether smart contracts constitute ‘legal contracts’ and in such sense whether they are legally binding or not. In addition, we discuss the issue of applicable law and jurisdiction under smart contracts when the latter do not include a specific agreement. Moreover, due to the fact that one of blockchain’s main characteristics is its immutable character, this article also presents the risks that arise in the light of the need of overturning the agreement or renegotiate on its terms.
Finally, the impact of smart technology and blockchain on data protection falls under the scope of this article. In particular, there is a tension point between blockchain and GDPR that lies in the immutable as well as the decentralized character of blockchain and the distribution of stored data to all participants. The EU has taken seriously into account the need of further legislative approach and we can expect the issuance of ad hoc studies and measures.

Μαριλένα Τσιλιπάκου, Δικηγόρος, 
ΜΔΕ Διεθνές & Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Ενέργειας 
marilenatsilipakou@gmail.com

CES-DUTH ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1/2020
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ: ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  2018
ΕΝΕΡΓΕΙΑ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 
Επιμέλεια Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, Υπόθεση C-305/17 , FENS spol. s r.o. κατά Slovenská republika – Úrad pre reguláciu sieťových odvetví – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 28 και 30 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Επαρχίας Μπρατισλάβα ΙΙ της Σλοβακίας (Okresný súd Dunajská Streda) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της FENS spol. s r.o., εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Σλοβακία, και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, με αντικείμενο τα τέλη επί της παροχής υπηρεσιών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την καταβολή των οποίων είχε ζητήσει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας από την εταιρία την οποία διαδέχθηκε η FENS. Ειδικότερα, η FENS διαδέχθηκε την Korlea Invest a.s., η οποία κηρύχθηκε σε πτώχευση κατά τη διάρκεια της δίκης. Η Korlea είχε λάβει άδεια λειτουργίας ως προμηθευτής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Σλοβακίας. Οι δραστηριότητές της περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η Korlea συνήψε με την εταιρία Slovenská elektrizačná prenosová sústava a.s. (SEPS), σλοβακική εταιρία που διαχειρίζεται το εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σύμβαση για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει της οποίας η τελευταία αυτή εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να διασφαλίζει, για λογαριασμό της Korlea, τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των γραμμών διασυνδέσεως καθώς και τη διαχείριση και την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς. Η σύμβαση μεταφοράς προέβλεπε ότι, για την παροχή υπηρεσιών δικτύων σε περίπτωση εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η Korlea όφειλε να καταβάλει τέλος υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 12, παρ. 9, της κανονιστικής αποφάσεως 317/2007, εκτός αν αποδείκνυε ότι η εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια είχε προηγουμένως εισαχθεί στη Σλοβακία. Η Korlea κατέβαλε στη SEPS για το τέλος αυτό ποσό 6.815.853,415 ευρώ και ζήτησε από τη SEPS να παύσει να της χρεώνει το εν λόγω τέλος και να της επιστρέψει τα ποσά που είχε ήδη καταβάλει στο πλαίσιο αυτό. Με επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2008, η SEPS απέρριψε την αίτηση αυτή. Εν συνεχεία, η Korlea άσκησε ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου ένδικο βοήθημα υποστηρίζοντας ότι το επίδικο τέλος συνιστούσε επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος με δασμό. Μετά την απόρριψη της προσφυγής από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η Korlea άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου της Μπρατισλάβα, το οποίο εξαφάνισε την απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία προβλέπει χρηματική επιβάρυνση, η οποία πλήττει την ηλεκτρική ενέργεια που εξάγεται προς άλλο Κράτος-μέλος ή προς τρίτη χώρα μόνον οσάκις η ηλεκτρική ενέργεια έχει παραχθεί στο εθνικό έδαφος. Με άλλα λόγια εάν η ενέργεια δεν έχει παραχθεί στην Σλοβακία, η επίδικη επιβάρυνση δεν επιβάλλεται.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Υπόθεση C-242/17, Legatoria Editoriale Giovanni Olivotto (LEGO) SpA κατά Gestore dei servizi energetici (GSE) SpA κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18 της Οδηγίας 2009/28 σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε συνδυασμό με την εκτελεστική απόφαση 2011/438 της Επιτροπής σχετικά με την αναγνώριση του συστήματος «Διεθνής Πιστοποίηση Αειφορίας και Άνθρακα» για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τα κριτήρια αειφορίας στο πλαίσιο των Οδηγιών 2009/28 και 2009/30. Σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 και 3 της Οδηγίας 2009/28 «1. Όταν βιοκαύσιμα και βιορευστά πρόκειται να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 17 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να αποδείξουν ότι πληρούνται τα κριτήρια αειφορίας που καθορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφοι 2 έως 5. Για τον σκοπό αυτό, απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να χρησιμοποιούν ένα σύστημα ισοζυγίου μάζας το οποίο: α) επιτρέπει παρτίδες πρώτων υλών ή βιοκαυσίμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά αειφορίας να αναμειγνύονται· β) απαιτεί οι πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά αειφορίας και τα μεγέθη των παρτίδων που αναφέρονται στο στοιχείο α) να αποδίδονται επίσης στο μείγμα και γ)  προβλέπει ότι το σύνολο όλων των παρτίδων που αποσύρονται από το μείγμα περιγράφεται ως έχον τα ίδια χαρακτηριστικά αειφορίας, στις ίδιες ποσότητες, με το σύνολο όλων των παρτίδων που προστίθενται στο μείγμα. […] 
3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς υποβάλλουν αξιόπιστες πληροφορίες και θέτουν στη διάθεση του κράτους μέλους, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση των πληροφοριών. Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να εξασφαλίζουν κατάλληλου επιπέδου ανεξάρτητο έλεγχο των πληροφοριών που υποβάλλουν και να παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη διενέργεια τέτοιου ελέγχου. Με τον έλεγχο επαληθεύεται ότι τα συστήματα που χρησιμοποιούνται από τους οικονομικούς φορείς είναι ακριβή, αξιόπιστα και δεν επιδέχονται απάτη. Αξιολογούνται η συχνότητα και η μεθοδολογία των δειγματοληψιών και η ορθότητα των δεδομένων. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνουν ιδίως πληροφορίες για την τήρηση των κριτηρίων αειφορίας του άρθρου 17 παράγραφοι 2 έως 5, κατάλληλες και σχετικές πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του εδάφους, του νερού και του αέρα, την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων εδαφών, την αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης νερού σε περιοχές όπου το νερό σπανίζει καθώς και κατάλληλες και σχετικές πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται για να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο. […] Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν άσχετα αν τα βιοκαύσιμα ή τα βιορευστά παράγονται εντός της [Ένωσης] ή εισάγονται.», Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Legatoria Editoriale Giovanni Olivotto (L.E.G.O.) SpA, αφενός, και της Gestore dei servizi energetici (GSE) SpA, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Προστασίας των Φυσικών και Θαλάσσιων Πόρων του Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης και του Υπουργείου Αγροτικής και Δασικής Πολιτικής αφετέρου, με αντικείμενο τη μη προσκόμιση πιστοποιητικών αειφορίας σχετικά με βιορευστά που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία μονάδας θερμοηλεκτρικής ενέργειας της L.E.G.O., καθόσον η μη προσκόμιση αυτή επέφερε την ανάκληση της υπαγωγής της μονάδας αυτής στο καθεστώς παροχής κινήτρων πράσινων πιστοποιητικών. Ας σημειωθεί το βιορευστό, ήτοι το φοινικέλαιο παράγεται στην Ινδονησία, εισάγεται στην Ένωση, τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία και αποθηκεύεται στη Γαλλία και, στη συνέχεια, μεταφέρεται στην Ιταλία προς πώληση στη L.E.G.O..
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν προσκρούει στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία προβλέπει ότι οι οικονομικοί φορείς που μετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού του προϊόντος, ακόμη και όταν πρόκειται για ενδιαμέσους οι οποίοι δεν αποκτούν φυσική κατοχή των βιορευστών, υπόκεινται σε ορισμένες υποχρεώσεις πιστοποιήσεως, επικοινωνίας και πληροφορήσεως, που απορρέουν από το εθνικό σύστημα επαληθεύσεως της αειφορίας.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η απαγόρευση ποσοτικών περιορισμών και ειδικότερα τα άρθρα 34-37 ΣΛΕΕ εφαρμόζονται τόσο στα προϊόντα καταγωγής Κρατών-μελών όσο και στα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών. Έτσι, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η υποχρέωση προσκομίσεως πιστοποιητικών αειφορίας, σύμφωνα με την εθνική κανονιστική ρύθμιση, στους ενδιαμέσους που δεν αποκτούν φυσική κατοχή των βιορευστών αντικειμένων της συναλλαγής στην οποία μετέχουν, είναι ικανή να περιορίσει, τουλάχιστον έμμεσα και δυνητικά, την εισαγωγή τέτοιων προϊόντων προελεύσεως άλλων Kρατών-μελών. Αυτό συμβαίνει διότι μια τέτοια υποχρέωση καθιστά την εισαγωγή βιορευστών δυσχερέστερη, στο μέτρο που οι απλοί ενδιάμεσοι, καίτοι δεν υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή πιστοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 18 της Οδηγίας 2009/28, όταν εισάγουν ένα βιορευστό στην Ιταλία πρέπει ωστόσο να προσκομίσουν την εν λόγω πιστοποίηση και υπόκεινται, εξ αυτού του λόγου, στις σχετικές διοικητικές υποχρεώσεις και στα σχετικά έξοδα.
Ωστόσο, το ΔΕΕ εκτίμησε ότι μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση, καθόσον ενθαρρύνει τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμβάλλει επίσης στην προστασία της υγείας και της ζωής των προσώπων και των ζώων, καθώς και στην προφύλαξη των φυτών, λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το Δίκαιο της ΕΕ και ειδικότερα το άρθρο 34 ΣΛΕΕ και το άρθρο 18, παρ. 1 και 3, της Οδηγίας 2009/28, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει εθνικό σύστημα επαληθεύσεως (υποχρεώσεις πιστοποιήσεως, επικοινωνίας και πληροφορήσεως) της αειφορίας των βιορευστών και στους ενδιαμέσους φορείς, οι οποίοι δεν αποκτούν φυσική κατοχή των βιορευστών.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, Υπόθεση C-461/17, Brian Holohan κ.λπ. κατά An Bord Pleanála - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της Οδηγίας 92/43 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας καθώς και της Οδηγίας 2011/92 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43 περί οικοτόπων   «Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (High Court) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Holohan κ.λπ. κατά Pleanála και της Επιτροπής Χωροταξίας με αντικείμενο την έγκριση σχεδίου για την επέκταση της βόρειας περιφερειακής οδού της πόλεως του Kilkenny. Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες ζήτησαν να εκδοθεί διάταξη σχετικά με την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Χωροταξίας για την έγκριση του ανωτέρω σχεδίου χωροταξικής διευθετήσεως που χορηγήθηκε στο Συμβούλιο της Κομητείας του Kilkenny, διότι η σχεδιαζόμενη οδός διασχίζει δύο περιοχές Natura 2000: τη Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) του ποταμού Nore και τον τόπο κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) των ποταμών Barrow και Nore.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6 παρ. 3, της Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο της «δέουσας εκτιμήσεως» πρέπει να καταγράφεται το σύνολο των τύπων οικοτόπων και των ειδών για τα οποία προστατεύεται ένας τόπος, καθώς και να προσδιορίζονται και να εξετάζονται οι επιπτώσεις του σχεδιαζόμενου έργου τόσο στα είδη τα οποία απαντούν στον τόπο αυτόν, αλλά για τα οποία αυτός δεν έχει καταχωρισθεί ως προστατευόμενος, όσο και στους τύπους οικοτόπων και στα είδη που βρίσκονται εκτός των ορίων του εν λόγω τόπου.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 3, της Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο της «δέουσας εκτιμήσεως» πρέπει, αφενός, να καταγράφεται το σύνολο των τύπων οικοτόπων και των ειδών για τα οποία προστατεύεται ένας τόπος, καθώς και, αφετέρου, να προσδιορίζονται και να εξετάζονται οι επιπτώσεις του σχεδιαζόμενου έργου τόσο στα είδη τα οποία απαντούν στον τόπο αυτόν και για τα οποία αυτός δεν έχει καταχωρισθεί ως προστατευόμενος, όσο και στους τύπους οικοτόπων και στα είδη που βρίσκονται εκτός των ορίων του εν λόγω τόπου, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπτώσεις αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν τους σκοπούς διατηρήσεως του τόπου.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 6, παρ. 3, της Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να αδειοδοτήσει ένα σχέδιο ή έργο στο πλαίσιο του οποίου ορισμένες παράμετροι σχετικά με το στάδιο κατασκευής, όπως η τοποθεσία του εργοταξίου και οι εργοταξιακοί δρόμοι, πρόκειται να καθορισθούν με μεταγενέστερη απόφαση και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν οι παράμετροι αυτές μπορούν, στο μεταγενέστερο αυτό στάδιο, να καθορισθούν μονομερώς από τον κύριο του έργου και να γνωστοποιηθούν απλώς στην εν λόγω αρχή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 3, της Οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να αδειοδοτήσει ένα σχέδιο ή έργο στο πλαίσιο του οποίου ο κύριος του έργου έχει τη δυνατότητα να καθορίσει μεταγενέστερα την τοποθεσία του εργοταξίου και τους εργοταξιακούς δρόμους, μόνον εφόσον είναι βέβαιο ότι η άδεια θέτει αρκούντως αυστηρούς όρους που διασφαλίζουν ότι οι παράμετροι αυτές δεν θα παραβλάψουν την ακεραιότητα του τόπου.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

CES-DUTH Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη 2/2020
Η συμβολή της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ στην καθιέρωση αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ CES-DUTH Blogspot

Παρουσιάζουμε σήμερα στη σειρά Νέα Ελληνική Νομική Σκέψη τη μελέτη της Κυρίας Δήμητρας - Μαρίας Παναγοπούλου με θέμα: Η συμβολή της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ στην καθιέρωση αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού, που αποτέλεσε τη Διπλωματική της Εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ – Αναβαθμισμένες Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Ειδίκευση: Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο. Η Διπλωματική Εργασία, που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου, στην οποία συνέβαλε σημαντικά ο κύριος Δημήτριος Βουγιούκας ΔΝ, Δικηγόρος και Επιστημονικός Συνεργάτης του Τομέα, κατά την υποστήριξή της (Απρίλιος 2020) αξιολογήθηκε από την Τριμελή Επιτροπή Κρίσης με το βαθμό άριστα και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς, που γίνεται τόσο από τους διδάσκοντες όσο και, κυρίως, από τους σπουδαστές του εν λόγω Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, που έχω την τιμή να διευθύνω. 
                                                                                                                             
                                                                                                                                 ΜΔΧ       

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

     Η μελέτη αποτελεί προσπάθεια αποτίμησης της συμβολής της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ (εφεξής Οδηγία) στην καθιέρωση ενός αποτελεσματικού αστικού συστήματος για παραβιάσεις των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού.
     Οι βασικές ρυθμίσεις της Οδηγίας, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το νόμο 4529/2018, αφορούν σε δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης λόγω παραβιάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-μελών. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού είναι επιφορτισμένες με τη διαπίστωση των εν λόγω παραβιάσεων (δημόσια επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού). Οι ζημιωθέντες των παραβατικών συμπεριφορών μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια και να αιτηθούν πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν (ιδιωτική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού), η οποία αφορά τόσο τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος, όσο και τους τόκους, από τη στιγμή που έλαβε χώρα η ζημία μέχρι την πλήρη αποκατάσταση αυτής. Η Οδηγία στοχεύει στο «συντονισμό» μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, καθώς οι δύο αυτοί μηχανισμοί οφείλουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού.
     Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του περιεχομένου και την υιοθέτηση της Οδηγίας με δύο αποφάσεις-σταθμούς, με τις οποίες αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητούν αποζημίωση, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, για τη ζημία που έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα παραβίασης των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού. (ΔΕΕ, C-453/99 Courage Ltd κατά Bernard Crehan και ΔΕΕ C-295/04 έως και C-298/04 Vincenzo Manfredi κατά Lloyd Adriatico Assicurazioni SpA κ.λ.π). 
     Με την Οδηγία θεσπίζεται το μαχητό τεκμήριο ότι οι συμπράξεις προκαλούν ζημία, γεγονός που διευκολύνει την αποζημίωση, δεδομένου ότι οι ζημιωθέντες συχνά δυσκολεύονται να αποδείξουν τη ζημία που υπέστησαν. Περαιτέρω, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ευκολότερη πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται, προκειμένου να ασκηθούν αγωγές αποζημίωσης. Επιπροσθέτως, μια τελική απόφαση παράβασης εθνικής αρχής ανταγωνισμού αποτελεί πλήρη απόδειξη ενώπιον των δικαστηρίων του ίδιου κράτους μέλους, ενώ ενώπιον των δικαστηρίων άλλων κρατών μελών, αποτελεί prima facie αποδεικτικό στοιχείο της παράβασης. Με την Οδηγία καθορίζονται, επίσης, σαφείς κανόνες προθεσμίας παραγραφής, με βάση τους οποίους οι ζημιωθέντες μπορούν να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως εντός 5 ετών, αρχής γενομένης από τη στιγμή που θα ανακαλύψουν ότι υπέστησαν ζημία από παράβαση. Περαιτέρω, η Οδηγία αποσαφηνίζει τις νομικές συνέπειες της μετακύλισης («passing-on») και οριοθετεί την έννοια της αλληλέγγυας ευθύνης, με δυνατότητα συνεισφοράς από άλλους παραβάτες για το μερίδιο ευθύνης τους. Τέλος, εισάγει εξαιρέσεις για τους αποδέκτες ασυλίας και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης.
      Παρά τις θετικές μεταβολές που επέφερε η Οδηγία, ελλοχεύουν προβλήματα, εξαιτίας του μη εξαντλητικού και μη λεπτομερειακού πλαισίου εναρμόνισης  που εισάγει, καθώς προβλέπεται ένα πλαίσιο ελάχιστης εναρμόνισης. Θα μπορούσε, μάλιστα, να λεχθεί ότι η Οδηγία δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους της, καθώς, καταρχάς, παρατηρείται έλλειψη διατάξεων που εγγυώνται στους καταναλωτές μηχανισμούς συλλογικής έννομης προστασίας. Επιπρόσθετα, πρέπει να επισημανθεί ότι, η Οδηγία δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για το καίριο ζήτημα της ποσοτικοποίησης της ζημίας ή τις προϋποθέσεις της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου,  ούτε υπάρχει σχετική διάταξη με την οποία να αποσαφηνίζονται οι προϋποθέσεις της υπαιτιότητας του παραβάτη. Επίσης, η Οδηγία αφήνει αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την επέκταση της ευθύνης σε άλλα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον ίδιο όμιλο ή ζητήματα που αφορούν την προνομιακή μεταχείριση επιχειρήσεων, που συμμετέχουν σε πρόγραμμα επιείκειας και πέτυχαν μόνο μείωση και όχι απαλλαγή από το πρόστιμο. Τέλος, το σημαντικότερο, ίσως, ζήτημα που ανακύπτει από την εφαρμογή της Οδηγίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, ο επιτυχής συντονισμός της δημόσιας και ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού. Η προβληματική αυτή προκύπτει από τους περιορισμούς που έχουν τεθεί στην πρόσβαση σε έγγραφα, που έχουν στην κατοχή τους οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο αιτήσεων επιείκειας. Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώνεται η σημασία που αποδίδεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στη δημόσια επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού και συγκεκριμένα στην αποκάλυψη των μυστικών οριζόντιων συμπράξεων μέσω των προγραμμάτων επιείκειας.  
     Εξαιτίας των γενικών ρυθμίσεων της Οδηγίας, καθίσταται δυσχερής η εναρμόνιση των εθνικών δικονομικών κανόνων σχετικά με την άσκηση της ιδιωτικής επιβολής, εφόσον το κάθε Κράτος-μέλος εξειδικεύει τις ρυθμίσεις της Οδηγίας με διαφορετικό τρόπο. Άλλωστε, όταν ελλείπει μια ενιαία ενωσιακή πρόβλεψη εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο κάθε Κράτους-µέλους να ορίσει τα αρμόδια όργανα και τις δικονομικές προϋποθέσεις άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες από την άμεση εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης (αρχή της δικονομικής αυτονομίας των Κρατών-μελών). 
        Αναπόφευκτα, λοιπόν, η Οδηγία δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ομοιομορφία και τη συνολική κάλυψη της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στο πλαίσιο των αποζημιώσεων που θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει ένας κανονισμός. Ωστόσο, ακόμη και με τις αυτές τις «ατέλειες», η εφαρμογή της Οδηγίας δεν θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού, ούτε την επιβολή των στόχων της ιδιωτικής επιβολής, παρόλο που η ρύθμιση πολλών ζητημάτων επαφίεται στο εθνικό δίκαιο και τα δικαστήρια των κρατών μελών.
     Η Οδηγία προσπαθεί να συμβάλλει στην εναρμόνιση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, που αποτελεί βασικό τομέα αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιπροσωπεύει, ουσιαστικά, μια νέα εξέλιξη, καθώς εισάγει ρυθμίσεις στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δήμητρα-Μαρία Παναγοπούλου, ΜΔΕ Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο 
panagopouloudm@gmail.com


Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 02/2020
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιανουάριος 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-32/19, AT κατά Pensionsversicherungsanstalt -Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 17, παρ. 1, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2004/38 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών-μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 στοιχ. α «Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από τη συμπλήρωση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής απολαύουν: α) οι μισθωτοί ή οι μη μισθωτοί, οι οποίοι, κατά το χρόνο παύσης της εργασίας τους, έχουν φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος, ή μισθωτοί οι οποίοι έχουν παύσει να ασκούν μισθωτή δραστηριότητα λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι εργάσθηκαν στο εν λόγω κράτος μέλος τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και ότι έχουν διαμείνει εκεί συνεχώς για περισσότερα από τρία έτη. […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας (Oberster Gerichtshof) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του AT και του Οργανισμού Συντάξεων της Αυστρίας, σχετικά με την άρνηση του οργανισμού να χορηγήσει στον AT, ως συμπλήρωμα της σύνταξης γήρατος που λαμβάνει, το προβλεπόμενο από την αυστριακή νομοθεσία αντισταθμιστικό επίδομα. Ειδικότερα, ο AT ζήτησε να λάβει αντισταθμιστικό επίδομα της εθνικής νομοθεσίας ισχυριζόμενος ότι είχε δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην Αυστρία δυνάμει του άρθρου 17, παρ. 1, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2004/38. Ωστόσο, ο οργανισμός συντάξεων απέρριψε το αίτημα του, με την αιτιολογία ότι ο AT δεν διέμενε νομίμως στην Αυστρία.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 17, παρ. 1, στοιχείο α, της Οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο Κράτος-μέλος υποδοχής πριν από την παρέλευση συνεχούς περιόδου πέντε ετών διαμονής, οι προϋποθέσεις περί εργασίας στο κράτος αυτό τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και περί συνεχούς διαμονής για περισσότερα από τρία έτη έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο το οποίο κατά τον χρόνο παύσης της εργασίας του έχει φθάσει στην ηλικία που ορίζεται από το δίκαιο του Κράτους-μέλους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο του ενωσιακού δικαίου έχει την έννοια ότι, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο Κράτος-μέλος υποδοχής πριν από την παρέλευση συνεχούς χρονικού διαστήματος πέντε ετών διαμονής, οι προϋποθέσεις περί εργασίας στο Κράτος-μέλος τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και περί συνεχούς διαμονής σε αυτό για περισσότερα από τρία έτη έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά. 

2. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-725/18, Anton van Zantbeek VOF κατά Ministerraad – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 56 και 63 ΣΛΕΕ και των άρθρων 36 και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου (Grondwettelijk Hof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Anton van Zantbeek VOF και του Υπουργικού Συμβουλίου σχετικά με προσφυγή ακυρώσεως κατά διατάξεων του εθνικού δικαίου οι οποίες επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής ενός φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ειδικότερα, η εθνική ρύθμιση διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής του φόρου επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, στον οποίο υπόκεινται οι πράξεις που συνάπτονται ή εκτελούνται στο Βέλγιο και αφορούν βελγικά ή αλλοδαπά δημόσια αξιόγραφα, στο μέτρο που η πράξη πραγματοποιείται μέσω επαγγελματία μεσάζοντος. Με την εθνική ρύθμιση ο φόρος χρηματιστηριακών συναλλαγών δεν αφορούσε  μόνο τις ανωτέρω πράξεις, αλλά επίσης και πράξεις που θεωρείται ότι έχουν συναφθεί ή εκτελεσθεί στο Βέλγιο, με αποτέλεσμα ο εν λόγω φόρος να οφείλεται επίσης όταν η εντολή αγοράς ή πώλησης δίνεται σε επαγγελματία μεσάζοντα κάτοικο αλλοδαπής από εντολέα κάτοικο ημεδαπής, ήτοι από φυσικό πρόσωπο με συνήθη διαμονή στο Βέλγιο. 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν τα άρθρα 56 και 63 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 36 και 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους η οποία θεσπίζει φόρο επί των χρηματιστηριακών πράξεων που συνάπτονται ή εκτελούνται κατόπιν εντολής κατοίκου του Κράτους-μέλους (Βέλγιο) από επαγγελματία μεσάζοντα κάτοικο αλλοδαπής και η οποία έχει ως συνέπεια ο εντολέας να είναι υπόχρεος για την καταβολή του φόρου και να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που συνδέονται με τον εν λόγω φόρο. Ας σημειωθεί ότι η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση στοχεύει στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της είσπραξης του φόρου καθώς και των φορολογικών ελέγχων και στην καταπολέμηση της φοροαποφυγής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και το άρθρο 36 της Συμφωνίας ΕΟΧ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επίδικη εθνική ρύθμιση στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή παρέχει στους  εντολείς και επαγγελματίες μεσάζοντες διευκολύνσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που συνδέονται με τον φόρο όσο και την καταβολή του φόρου, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να μην υπερβαίνει ο εν λόγω περιορισμός το μέτρο που είναι αναγκαίο προκειμένου να επιτευχθούν οι νόμιμοι σκοποί της εν λόγω ρύθμισης.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-457/18, Δημοκρατία της Σλοβενίας κατά Δημοκρατίας της Κροατίας – Προσφυγή του άρθρου 259 ΣΛΕΕ

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης η Δημοκρατία της Σλοβενίας ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την απόρριψη από την Κροατία διαιτητικής αποφάσεως που εξέδωσε το Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο (υπόθεση αριθ. 2012-04) στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας για την εδαφική και θαλάσσια διαφορά μεταξύ της Σλοβενίας και της Κροατίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Αντικείμενο της διαιτητικής απόφασης αποτέλεσε η οριοθέτηση των θαλάσσιων και χερσαίων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Η Δημοκρατία της Σλοβενίας υποστήριξε ότι η άρνηση της Κροατίας να εφαρμόσει τη διαιτητική απόφαση είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η εκ μέρους της Δημοκρατίας της Σλοβενίας άσκηση της κυριαρχίας της επί των θαλασσίων και των χερσαίων ζωνών που αποτελούν, βάσει του διεθνούς δικαίου, τμήμα της επικράτειάς της. H Δημοκρατία της Σλοβενίας επισήμανε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να τηρήσει ούτε την υποχρέωση που υπέχει από το διεθνές δίκαιο να εφαρμόσει τη διαιτητική απόφαση ούτε την υποχρέωση που υπέχει από τις Συνθήκες να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης στην επικράτειά της. Δεδομένης της απειλής που η κατάσταση αυτή αντιπροσώπευε για τις αξίες της Ένωσης και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης, η Δημοκρατία της Σλοβενίας κάλεσε την Επιτροπή να ενεργήσει προκειμένου να παύσει η εκ μέρους της Δημοκρατίας της Κροατίας παράβαση της συμβάσεως διαιτησίας και της διαιτητικής αποφάσεως, καθόσον η παράβαση αυτή έπρεπε να θεωρηθεί ως μη τήρηση από το εν λόγω Κράτος-μέλος των υποχρεώσεων που υπείχε από τις Συνθήκες.
Κατόπιν διαφόρων θαλάσσιων συμβάντων στα ύδατα τα οποία η διαιτητική απόφαση είχε ορίσει ότι ανήκαν στη Δημοκρατία της Σλοβενίας, το Κράτος-μέλος αυτό, κίνησε διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά της Δημοκρατίας της Κροατίας φέροντας το οικείο ζήτημα ενώπιον της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 259, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, η Δημοκρατία της Κροατίας υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δεν διατύπωσε Αιτιολογημένη Γνώμη εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 259, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατόπιν τούτου η Σλοβενία άσκησε την προσφυγή υπό το άρθρο 259 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η διαιτητική απόφαση, που εκδόθηκε από διεθνές δικαστήριο συσταθέν δυνάμει διμερούς συμβάσεως διαιτησίας διεπόμενης από το διεθνές δίκαιο, ρυθμίζει αντικείμενο που δεν εμπίπτει στους τομείς αρμοδιοτήτων της Ένωσης που προβλέπονται στα άρθρα 3 έως 6 ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι η σύμβαση διαιτησίας και η διαιτητική απόφαση δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να εκδικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση.

4. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-395/18 Tim SpA - Direzione e coordinamento Vivendi SA κατά Consip SpA και Ministero dell'Economia e delle Finanze – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 57, παρ. 4, και του άρθρου 71, παρ. 6, της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 4 στοιχείο α της Οδηγίας 2014/24, «4. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείουν ή μπορούν να υποχρεώνονται από τα κράτη μέλη να αποκλείουν από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης οποιονδήποτε οικονομικό φορέα σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις: α) εάν η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποδείξει με κατάλληλα μέσα αθέτηση των ισχυουσών υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 18, παράγραφος 2». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο της περιφέρειας του Λατίου της Ιταλίας (Tribunale amministrativo regionale per il Lazio) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Tim SpA – Direzione e coordinamento Vivendi SA και, αφετέρου, της Consip SpA και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με αντικείμενο τον αποκλεισμό της Tim από ανοιχτή διαδικασία υποβολής προσφορών την οποία προκήρυξε η Consip. Ειδικότερα και κατόπιν πρόσκλησης υποβολής προσφορών, η οποία δημοσιεύθηκε το έτος 2016 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Consip ως κεντρική αρχή αγορών της ιταλικής δημόσιας διοίκησης, προκήρυξε ανοιχτή διαδικασία για την ανάθεση σύμβασης για την προμήθεια συστήματος οπτικής επικοινωνίας, το οποίο καλείται «σύστημα Wavelength Division Multiplexing (WDM)», για τη διασύνδεση του κέντρου επεξεργασίας δεδομένων από διάφορα τμήματα του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Η Tim υπέβαλε προσφορά στην οποία μνημόνευε τρεις υπεργολάβους τους οποίους είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει σε περίπτωση ανάθεσης σε αυτήν της σύμβασης. Ωστόσο, η αναθέτουσα αρχή διαπίστωσε ότι ένας από τους μνημονευόμενους στην προσφορά της Tim υπεργολάβους δεν συμμορφωνόταν προς τους κανόνες σχετικά με το δικαίωμα προς εργασία των ατόμων με αναπηρία. Ως εκ τούτου, η Consip απέκλεισε την Tim από τη διαδικασία δυνάμει του κώδικα δημοσίων συμβάσεων.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η Οδηγία 2014/24 και η αρχή της αναλογικότητας αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να αποκλείει αυτομάτως οικονομικό φορέα από τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης εφόσον ο λόγος αποκλεισμού που προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας διαπιστώνεται ότι συντρέχει στο πρόσωπο ενός από τους υπεργολάβους που μνημονεύονται στην προσφορά του οικονομικού φορέα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίδικο άρθρο του Δικαίου της ΕΕ δεν αντιτίθεται στην εθνική ρύθμιση. Αντιθέτως, το επίμαχο άρθρο του Δικαίου της ΕΕ σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι ένας τέτοιος αποκλεισμός έχει αυτόματο χαρακτήρα.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-177/18, Almudena Baldonedo Martín κατά Ayuntamiento de Madrid – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 151 και 153 ΣΛΕΕ, των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των ρητρών 4 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου «Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό πρωτοδικείο της Μαδρίτης (Juzgado de lo Contencioso‑Administrativo no 14 de Madrid) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Almudena Baldonedo Martín και του Δήμου Μαδρίτης σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως λόγω της λύσεως της σχέσεως εργασίας που συνέδεε τους διαδίκους.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 151 και 153 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη καθώς και η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει την καταβολή αποζημιώσεως στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που απασχολούνται ως έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι, κατά τη λήξη των καθηκόντων τους, ενώ στους συμβασιούχους υπαλλήλους ορισμένου χρόνου καταβάλλεται αποζημίωση κατά τη λήξη της συμβάσεως εργασίας τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο Δίκαιο της ΕΕ δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-274/14, Διαδικασία που κίνησε η Banco de Santander SA - Προδικαστική

Η αίτηση υποβλήθηκε από το Κεντρικό Οικονομικό-Διοικητικό δικαστήριο της Ισπανίας (Tribunal Económico-Administrativo Central(TEAC) στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε η Banco de Santander SA κατά πράξης εκκαθάρισης φόρου την οποία εξέδωσε η οικονομική επιθεώρηση σχετικά με την έκπτωση της υπεραξίας που προέκυψε από την απόκτηση από την τράπεζα αυτή του συνόλου των εταιρικών μεριδίων μιας εταιρίας χαρτοφυλακίου (holding) γερμανικού δικαίου, κάτοχο μετοχικού κεφαλαίου εταιριών εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το ανωτέρω δικαστήριο εμπίπτει στην έννοια του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ, σε μια αρχική του σκέψη, επανέλαβε την πάγια νομολογία του σχετικά με την έννοια του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, χαρακτηριστικά που πρέπει να εφαρμόζονται σωρευτικά είναι η ίδρυση του οργάνου  με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιον του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του.
Αναφορικά με το αιτούν όργανο (TEAC), το ΔΕΕ έκρινε ότι αν και πληροί αρκετά από τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν αποτελούσε ανεξάρτητο όργανο. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία (βασιλικό διάταγμα 520/2005), ο πρόεδρος και τα μέλη του TEAC διορίζονται για αόριστο χρόνο και παύονται με βασιλικό διάταγμα του οποίου η έκδοση προκαλείται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Όσον αφορά τα μέλη των περιφερειακών σχηματισμών του αιτούντος οργάνου  επισημάνθηκε ότι διορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων περιλαμβανόμενων σε κατάλογο, μπορούν δε να παυθούν από τον ίδιο αυτόν Υπουργό. Ως εκ τούτου, το ανωτέρω όργανο δεν θεωρήθηκε δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και η αίτηση κρίθηκε απαράδεκτη.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-394/18, I.G.I. Srl κατά Maria Grazia Cicenia κ.λ.π. – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 12 και 19 της έκτης Οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διάσπαση των ανωνύμων εταιριών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Νάπολης της Ιταλίας (Corte d’appello di Napoli) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της I.G.I. Srl, αφενός, και της Maria Grazia Cicenia και των Mario Di Pierro, Salvatore de Vito και Antonio Raffaele, αφετέρου, όσον αφορά τη δυνατότητα των τελευταίων, ως πιστωτών διασπώμενης εταιρίας της οποίας μέρος της περιουσίας μεταβιβάστηκε στην I.G.I., να ασκήσουν παυλιανή αγωγή με αίτημα να κηρυχθεί ανίσχυρη η πράξη διάσπασης έναντι των εν λόγω πιστωτών και να κινήσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης ή να υποβάλουν αιτήσεις συντηρητικής κατάσχεσης για τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάστηκαν στην I.G.I.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 19 της έκτης Οδηγίας, το οποίο προβλέπει το καθεστώς των ακυροτήτων της διάσπασης, έχει την έννοια ότι αποκλείει την άσκηση, μετά την πραγματοποίηση διάσπασης, από πιστωτές της διασπασθείσας εταιρίας, παυλιανής αγωγής η οποία δεν θίγει το κύρος της διάσπασης, αλλά έχει ως μόνο αποτέλεσμα να μη μπορεί να αντιταχθεί η διάσπαση έναντι των πιστωτών αυτών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την άσκηση, παυλιανής αγωγής υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-29/19, ZP κατά Bundesagentur für Arbeit - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 62, παρ. 1 και 2, του Κανονισμού 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας. Σύμφωνα με το άρθρο 62, παρ. 1 και 2, του ανωτέρω Κανονισμού «1. Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών βασίζεται επί του ποσού του προηγούμενου μισθού ή επαγγελματικού εισοδήματος, λαμβάνει υπόψη του αποκλειστικά τον μισθό ή το επαγγελματικό εισόδημα που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για την τελευταία μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα που άσκησε δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας. 2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης εφόσον η νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον αρμόδιο φορέα προβλέπει συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς για τον καθορισμό του μισθού που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό των παροχών και εφόσον ο ενδιαφερόμενος υπαγόταν, κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή μέρους αυτής της περιόδου, στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, της Γερμανίας (Bundessozialgericht) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του ZP και του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Απασχολήσεως σχετικά με το ύψος των παροχών ανεργίας που ο τελευταίος αυτός οργανισμός χορήγησε στον ΖΡ κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου.
Το κρίσιμο ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 62, παρ. 1 και 2, του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία Κράτους-μέλους η οποία, ενώ προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών ανεργίας βασίζεται επί του ποσού του προηγούμενου μισθού, δεν επιτρέπει, όταν ο μισθός που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για την τελευταία μισθωτή δραστηριότητα την οποία άσκησε δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας εκκαθαρίστηκε και καταβλήθηκε το πρώτον μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας του, να λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για τη δραστηριότητα αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το επίμαχο Δίκαιο της ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εθνική ρύθμιση του Κράτους-μέλους. 

9. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-524/18, Dr. Willmar Schwabe GmbH & Co.KG κατά Queisser Pharma GmbH & Co. KG - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 10, παρ. 3, του Κανονισμού 1924/2006 σχετικά με τους ισχυρισμούς διατροφής και υγείας που διατυπώνονται στα τρόφιμα. Σύμφωνα με την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου «Η αναφορά σε γενικά, μη προσδιοριζόμενα, ευεργετικά αποτελέσματα της θρεπτικής ουσίας ή του τροφίμου στο σύνολο της υγείας ή στην ευεξία ως αποτέλεσμα μίας καλής κατάστασης υγείας επιτρέπεται να γίνεται μόνον εάν συνοδεύεται από ένα συγκεκριμένο ισχυρισμό υγείας ο οποίος περιλαμβάνεται στους καταλόγους που προβλέπονται στο άρθρο 13 ή 14». 
Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Dr. Willmar Schwabe GmbH & Co. KG και της Queisser Pharma GmbH & Co. KG σχετικά με τον παραπλανητικό ή μη χαρακτήρα της συσκευασίας ενός συμπληρώματος διατροφής.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 10, παρ. 3, του Κανονισμού 1924/2006 έχει την έννοια ότι πληρούται η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό απαίτηση όταν στην εμπρόσθια όψη της συσκευασίας ενός συμπληρώματος διατροφής γίνεται μνεία στα γενικά και μη προσδιοριζόμενα ευεργετικά για την υγεία αποτελέσματα της θρεπτικής ουσίας ή του τροφίμου και ο συγκεκριμένος ισχυρισμός επί θεμάτων υγείας που πρέπει να συνοδεύει τη μνεία αυτή αναγράφεται μόνο στην οπίσθια όψη της συσκευασίας αυτής χωρίς να συνδέονται με κάποια ρητή παραπομπή μεταξύ τους, π.χ. με αστερίσκο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν πληρούται η προβλεπόμενη από το επίμαχο άρθρο του Δικαίου της ΕΕ απαίτηση, ήτοι όταν ο συγκεκριμένος ισχυρισμός επί θεμάτων υγείας που πρέπει να συνοδεύει τη μνεία αυτή αναγράφεται μόνο στην οπίσθια όψη της συσκευασίας

10. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2020, Υπόθεση C-371/18, Sky plc κ.λ.π. κατά Skykick UK Limited και Skykick Inc – Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της προσέγγισης των νομοθεσιών των Κρατών-μελών περί σημάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα «Δεν γίνονται δεκτά για καταχώρηση: α) τα σημεία που δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 4. β) τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα, γ) τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών, δ) τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου, […..]». Επιπροσθέτως το άρθρο 51 του ανωτέρω Κανονισμού «1.Ένα κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο [Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)] ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση: α) εάν το κοινοτικό σήμα καταχωρίσθηκε [κατά παράβαση] του άρθρου 7, β) εάν ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος. […] 3. Όταν ο λόγος ακυρότητας αφορά μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το κοινοτικό σήμα, η ακυρότητα του σήματος κηρύσσεται μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.» Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο Αγγλίας-Ουαλίας (High Court of Justice (England & Wales)) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Sky plc, Sky International AG και Sky UK Ltd και των SkyKick UK Ltd και SkyKick Inc με αντικείμενο προβαλλόμενη προσβολή, εκ μέρους των εταιριών Skykick, σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικού σήματος του Ηνωμένου Βασιλείου που ανήκουν στις Sky κ.λπ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 7 και 51 του Κανονισμού 40/94, καθώς και το άρθρο 3 της πρώτης Οδηγίας 89/104 έχουν την έννοια ότι ένα κοινοτικό ή εθνικό σήμα μπορεί να κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει άκυρο με την αιτιολογία ότι οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα αυτό στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο όρος «λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές» ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή περί σαφήνειας και ακρίβειας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 7 και 51 του κανονισμού 40/94, καθώς και το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας 89/104 έχουν την έννοια ότι ένα κοινοτικό ή εθνικό σήμα δεν μπορεί να κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει άκυρο για τον λόγο ότι οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα αυτό στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας.