Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

 CES-Duth Working Paper 1/2021
Προστασία του κράτους δικαίου στην ΕΕ: Η περίπτωση της Ουγγαρίας

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(Γραπτή αποτύπωση εισήγησης στην διαδικτυακή ημερίδα με θέμα Προκλήσεις για το Κράτος Δικαίου στην ΕΕ, που διοργάνωσαν η Έδρα Jean Monnet "Δημοσιονομική Διακυβέρνηση της ΕΕ & Έλεγχος" και το Κέντρο Έρευνας Δημοκρατίας & Δικαίου του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του ΠΑΜΑΚ, στις 19/1/2021)

1. Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ 

Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας παράλληλα με την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, που μονοπώλησε σχεδόν το πολιτικό και επιστημονικό ενδιαφέρον, παρουσιάστηκαν σε Κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως  στην Ουγγαρία (2011), στην Ρουμανία (2012) και στην Πολωνία (2015) σοβαρές αποκλίσεις από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ και  συγκροτούν την φιλελεύθερη αξιακή ταυτότητα της Ένωσης. Μεταξύ αυτών κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα θεσμικά όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη. Έτσι, γίνεται λόγος για «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» με σκοπό να περιγράψει το γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, της συστηματικής αποδυνάμωσης των συνταγματικών μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances) από μια γενιά εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών (Τσάβες, Πούτιν, Ερντογάν, αδελφοί Κατσίνσκι, Μαδούρο, Όρμπαν κα). Εξάλλου, ο όρος αποτυπώνει, ιδιαίτερα για το χώρο της ΕΕ, μια κατάσταση διολίσθησης χωρών από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο ίσχυε σε αυτές και αποτέλεσε προϋπόθεση για την προσχώρησή τους στην Ένωση σε αντιφιλελεύθερες μορφές διακυβέρνησης (illiberalism). Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μελή της Ένωσης εγκυμονεί σοβαρούς πολιτικούς και νομικούς κινδύνους για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενωσιακής έννομης τάξης ειδικότερα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων της Ένωσης από τη συμμετοχή σε αυτό κυβερνήσεων που δεν σέβονται τις φιλελεύθερες αξίες της. Εξάλλου, ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι κομβικής σημασίας, αφού «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών και μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. 

2. Ο «οδικός χάρτης» εγκαθίδρυσης αυταρχικών καθεστώτων

Για την εγκαθίδρυση ανελεύθερων καθεστώτων (illiberal states) από ηγέτες «τύπου  Orbán» ακολουθείται ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, που παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, τα στοιχεία του συνοψίζονται στον παρακάτω «οδικό χάρτη»: 

(α) Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου τείνει να αρχίσει με σημαντικό αριθμό πολιτών να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας  για λόγους που ποικίλλουν: από την αυξανόμενη ανισότητα, την υψηλή και επίμονη ανεργία, ή τις αρπακτικές πρακτικές της κυρίαρχης πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Συχνά αυτό συνοδεύεται από μια κρίση στο κομματικό σύστημα, στο οποίο τουλάχιστον ένα από τα κυρίαρχα κόμματα είτε συγκλονίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις είτε παίρνει μια απότομη στροφή προς ένα πολιτικό άκρο, γεγονός που στη συνέχεια και στις επόμενες εκλογές παρουσιάζεται ως επιλογή κανονικότητας.

(β) Οι δυσαρεστημένοι πολίτες ψηφίζουν για να σπάσουν το «παλιό σύστημα» εκλέγοντας έναν ηγέτη, ο οποίος υπόσχεται ριζική αλλαγή, συχνά αναφερόμενος στη «βούληση του λαού», επιτιθέμενος στο ισχύον συνταγματικό πλαίσιο με έξυπνα σχεδιασμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες (συνταγματικός λαϊκισμός), συνήθως δανεισμένες από άλλους «επιτυχημένους» αυταρχικούς ηγέτες.

(γ) Οι νέοι αυταρχικοί ηγέτες δρουν γρήγορα για να απενεργοποιήσουν, να περιορίσουν ή να ελέγξουν πλήρως  εξουσίες «κλειδιά», που μπορούν να αντισταθούν στην εδραίωση της εξουσίας τους. Στις εξουσίες αυτές περιλαμβάνονται πρωτίστως η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους (υπηρεσίες ασφαλείας, αστυνομία, εισαγγελική αρχή). Βασική τους στόχευση είναι η συστηματική υπονόμευση των βασικών συνιστωσών του Κράτους Δικαίου γνωστών ως θεσμικών αντίβαρων (checks and balances). 

(δ) Για να παραμείνουν δημοφιλείς, οι νέοι κυβερνώντες σχεδιάζουν, προσφέρουν και προβάλλουν παροχές σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν να ελέγξουν τον δημόσιο διάλογο και να εξαλείψουν τις εναλλακτικές απόψεις μέσω του εκφοβισμού κοινωνικών και πολιτικών ομάδων και την ανάπτυξη κατά των αντιπάλων τους φορολογικών, αστυνομικών και εισαγγελικών διώξεων από τις ελεγχθείσες σύμφωνα με τα παραπάνω εκ μέρους τους εξουσίες, που θεωρούνται «κλειδιά» για την εδραίωση της εξουσίας τους.

(ε) Στη συνέχεια, αλλάζουν τον εκλογικό σύστημα και το εκλογικό σώμα (σπρώχνοντας όπου αυτό είναι δυνατόν την αντιπολίτευση εκτός της χώρας ή καταπιέζοντας τους ψηφοφόρους της) ή και τα δύο. 

(στ) Όταν οι ψηφοφόροι τελικά αντιληφθούν («ξυπνήσουν») τη ζημία που έχει γίνει, κάτι που συμβαίνει συνήθως πολύ αργά, καθώς ο νέος αυταρχικός ηγέτης κατά το διάστημα που διέρρευσε κατέστρεψε κάθε δίαυλο μέσω του οποίου μπορούν να εκφραστούν εναλλακτικές απόψεις, έχουν λίγες επιλογές αντίστασης, αφού το συνταγματικό πλαίσιο «βρίσκεται σε αιχμαλωσία» (captured) και δεν παραμένει κάποια συνταγματική οδός για να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το κυβερνών κόμμα. 

(ζ) Στην σπάνια περίπτωση που εκδηλωθεί αντίσταση είτε στο Κοινοβούλιο είτε στους δρόμους (διαδηλώσεις κα), τα προκατειλημμένα ή μεροληπτικά  δημοψηφίσματα (μέσω της κατάλληλης θέσης των ερωτημάτων) μπορούν πάντοτε να οργανωθούν για να επιβεβαιώσουν τη βούληση του ηγέτη με το πρόσχημα της «θέλησης του λαού», μια έκφραση που οι κυβερνώντες λαϊκιστές θεωρούν χρήσιμη  να επικαλούνται για να θέσουν τους εαυτούς τους «πάνω από τους δημοκρατικούς θεσμούς και να ξεπεράσουν τα εμπόδια», που μπορεί να σταθούν στο δρόμο τους.

(η) Έχοντας περιορίσει τις αντίθετες φωνές και αλλάξει το εκλογικό σύστημα, οι νέοι ηγέτες μπορούν στη συνέχεια να περιμένουν να πάρουν τις ψήφους που χρειάζονται για να κερδίσουν επόμενες εκλογές, επιστρατεύοντας φανταστικούς εχθρούς και εμφανιζόμενοι  ψηφοθηρικά γενναιόδωροι με παροχές σε τμήματα του λαού. Με αυτόν τον τρόπο η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία «αποτελεί χαρακτηριστικό του παρελθόντος».

Συνοπτικά, όπως σημειώνουν οι Kim Lane Scheppele και Laurent Pech, η  σύγχρονη εκδοχή της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου «μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της χειραγώγησης των δημοκρατικών κανόνων και θεσμών. Τα συντάγματα και οι εκλογικοί κανόνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ευνοήσουν ένα κυβερνών κόμμα και να περιορίσουν την ανεξαρτησία και την εξουσία της δικαστικής εξουσίας και των μέσων ενημέρωσης». Τελικός στόχος σε κάθε περίπτωση είναι η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που θα κινείται «σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας». 

3. Ζητήματα τριβής του καθεστώτος Όρμπαν με το Κράτος Δικαίου και τις αξίες της Ένωσης

Αναμφίβολα επιτομή του αυταρχικού ηγέτη εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου αλλά και εφαρμογής του προαναφερθέντος «οδικού χάρτη» αποτελεί το καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Βίκτωρ Όρμπαν και το κόμμα Fidesz στην Ουγγαρία από το 2010.  Το κόμμα του (μετά από μια πρώτη περίοδο διακυβέρνησης 1998 - 2002)  μαζί με το συνεργαζόμενο Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (KDNP) κέρδισε για τις εκλογές του 2010 με ποσοστό 42,73%, ενώ το Fidesz αυξάνοντας διαρκώς τη δύναμή του κέρδισε και τις εκλογές του 2014 με 44,86% και του 2018 με 49,27%. Η πολιτεία Όρμπαν, που χαρακτηρίζεται από τον κοινωνικό συντηρητισμό, τον λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό, δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί πολλά ζητήματα τριβής με το Κράτος Δικαίου και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα. Ο ίδιος άλλωστε δεν δίσταζε να δηλώνει το 2014 ότι «Διαχωρίζουμε τους δρόμους με τα δόγματα της Δυτικής Ευρώπης, καθιστώντας τον εαυτό μας ανεξάρτητο από αυτά… Πρέπει να εγκαταλείψουμε φιλελεύθερες μεθόδους και αρχές οργάνωσης μιας κοινωνίας. Το νέο κράτος που χτίζουμε είναι ένα μη φιλελεύθερο κράτος». 

Τα ζητήματα αυτά τριβής, όπως κωδικοποιήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Σεπτέμβριο του 2018 σύμφωνα με την έκθεση Sargentini, έχουν σχέση με: 

τη λειτουργία του συνταγματικού και του εκλογικού συστήματος

την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και άλλων θεσμών και τα δικαιώματα των δικαστών

τη διαφθορά και τις συγκρούσεις συμφερόντων

την προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων

την ελευθερία της έκφρασης

την ακαδημαϊκή ελευθερία

τη θρησκευτική ελευθερία

την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι

το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση

τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων των Ρομά και των Εβραίων, καθώς και την προστασία αυτών των μειονοτήτων έναντι της ρητορικής μίσους

τα θεμελιώδη δικαιώματα των μεταναστών, των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων

τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Για πολλά από τα παραπάνω ζητήματα έχουν παρέμβει η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ο  OLAF (σημειώστε ότι η Ουγγαρία παρουσίασε κατά την περίοδο 2013-2017 το υψηλότερο ποσοστό στην Ένωση όσον αφορά τις δημοσιονομικές συστάσεις από την OLAF για τα διαρθρωτικά ταμεία και τη γεωργία, ενώ σε δύο περιπτώσεις ο Οργανισμός εισηγήθηκε την ανάκτηση μεγάλου ύψους κονδυλίων που δόθηκαν στην Ουγγαρία στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής). Σε πολλές περιπτώσεις που σχετίζονται αμέσως ή αμέσως με το Κράτος Δικαίου και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα έχει καταδικαστεί την τελευταία δεκαετία η Ουγγαρία από το ΔΕΕ κατόπιν προσφυγών για παράβαση από την Επιτροπή. Εξάλλου, για τα ίδια ζητήματα ήδη έχουν εκφρασθεί επανειλημμένως ανησυχίες από διεθνή όργανα, όπως η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Επιτροπή της Βενετίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ο ΟΑΣΕ, ενώ καταγράφονται αρκετές καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ που αφορούν το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη και την ελευθερία έκφρασης, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της ελευθερίας της συνείδησης και της θρησκευτικής ελευθερίας κα 

Τα παραπάνω ζητήματα τριβής καταγράφηκαν πριν από την έκρηξη της πανδημίας στο χώρο της Ευρώπης την άνοιξη του 2020. Έτσι, σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται τα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση Όρμπαν με πρόσχημα την αντιμετώπιση του COVID-19. Με τα μέτρα αυτά και τα τελευταία ψήγματα δημοκρατικής διακυβέρνησης ανεστάλησαν επ’  αόριστον. Συγκεκριμένα, στις 30 Μαρτίου 2020 η Ουγγρική Εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμο που θεσπίζει κατάσταση έκτακτης ανάγκης αορίστου χρόνου και επιτρέπει στον Πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπάν να αποφαίνεται με διατάγματα. Ο νόμος θέσπισε επίσης ποινή φυλάκισης πέντε ετών για «την παρεμπόδιση των προσπαθειών αντιμετώπισης της κρίσης μέσω της διάδοσης παραπλανητικών πληροφοριών» και ποινή φυλάκισης τριών ετών για παραβίαση των κανόνων της καραντίνας. Με την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση να παραμερίζεται, οι ποινές φυλάκισης παρέχουν στην Κυβέρνηση εργαλεία εναντίον της εναπομένουσας αντιπολίτευσης, τον ελεύθερο τύπο και την κοινωνία των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα πρώτα μέτρα που υιοθετήθηκαν ήταν η εισαγωγή του «φύλου κατά τη γέννηση», που συνιστά μια de facto απαγόρευση των διαφυλικών πολιτών να αλλάζουν το φύλο τους και η ανακατεύθυνση των εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης στην κεντρική κυβέρνηση. Κατά συνέπεια οι Ούγγροι πολίτες έχουν χάσει ένα σημαντικό μέρος των πολιτικών τους δικαιωμάτων ενώ έχουν αποκτήσει πολύ λίγη προστασία έναντι του COVID-19.

4. Η αντίδραση της Ένωσης απέναντι στο φαινόμενο Όρμπαν

Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής τόσο πολιτικά όσο και δικαστικά, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» σ’ ένα Κράτος-μέλος, παρουσιάστηκε αρκετά ανεπαρκής. Κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από τα Κράτη-μέλη. 
Από τη μια πλευρά ο δικαστικός έλεγχος μέσω της προσφυγής για παράβαση του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, με ευθύνη κυρίως της Επιτροπής, που κινεί κατ’ απόλυτη διακριτή ευχέρεια τη διαδικασία της προσφυγής παρουσιάστηκε περιορισμένος. Κατά την Επιτροπή, αν και δεν αμφισβητείται ο δεσμευτικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 2 ΣΕΕ και των απαριθμούμενων σε αυτό αξιών/αρχών, ο «ανοικτός» και πολυσχιδής χαρακτήρας της αρχής του Κράτους Δικαίου σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης συγκεκριμένης παραβίασης της ενωσιακής νομοθεσίας για την ενεργοποίηση του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, αποτελούν εμπόδιο στην αυτοτελή επίκληση του άρθρου 2 ΣΕΕ. Αν και σε ότι αφορά τον περιορισμό της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης η ανάγνωση αυτή μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση του Συνδικάτου των Πορτογάλων Δικαστών άλλαξε μετά το 2018, αφού το ΔΕΕ έκρινε ότι η υποχρέωση των Κρατών-μελών για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης εδράζεται και συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 19 ΣΕΕ, η συγκεκριμενοποίηση αυτή δεν είναι πάντα εφικτή σε όλο το εύρος των επιμέρους αρχών που συγκροτούν μια ανοικτή έννοια, όπως αυτή του Κράτους Δικαίου. Πριν από αυτή τη σημαντική εξέλιξη  απέναντι σε μια μείζονα προσπάθεια ελέγχου των ανωτάτων δικαστηρίων εκ μέρους της Ουγγρικής Κυβέρνησης αναγκάσθηκε να καταφύγει στη νομοθεσία για την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης λόγω ηλικίας για να αντιμετωπίσει εμμέσως την υποχρεωτική πρόωρη συνταξιοδότηση των ανωτάτων δικαστών, που αποφάσισε η Ουγγρική Κυβέρνηση και όχι ευθέως και αυτοτελώς στην αρχή του Κράτους Δικαίου και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Εξάλλου, η ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χρησιμοποιήθηκε για να θεμελιώσει την προσφυγή της η Επιτροπή κατά της Ουγγαρίας, όταν η Κυβέρνηση Όρμπαν επέβαλλε την πρόωρη παύση της θητείας του ανεξάρτητου Επίτροπου για την προστασία των δεδομένων, με αρμοδιότητα να διασφαλίζει το συνταγματικό δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την πρόσβαση σε δεδομένα γενικού ενδιαφέροντος. Πρόσφατα η Επιτροπή αναγκάστηκε να προσάψει στην Ουγγαρία τη μη συμμόρφωση  με τις διατάξεις των Οδηγιών 2013/32, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και 2013/33, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, για να θεμελιώσει την προσφυγή για παράβαση με την οποία ζήτησε από το Δικαστήριο να κριθεί ως αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο η νομοθεσία γνωστή ως «Stop Soros». Με τη νομοθεσία αυτή αφενός περιορίστηκε ακόμη περισσότερο ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα ασύλου και αφετέρου ποινικοποιήθηκε η οργανωτική δραστηριότητα που αποβλέπει στη διευκόλυνση της κίνησης των διαδικασιών ασύλου για πρόσωπα τα οποία δεν υφίστανται διώξεις ή τα οποία δεν έχουν βάσιμο φόβο ότι θα διωχθούν άμεσα λόγω φυλής, ιθαγένειας, κοινωνικής τάξης, θρησκείας ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής τους, στη χώρα συνήθους διαμονής τους ή σε άλλη χώρα μέσω της οποίας έφθασαν στην Ουγγαρία.
Οι παραπάνω περιπτώσεις καταδεικνύουν ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο χρησιμοποίηση της προσφυγή για παράβαση έχει περιορισμένη εμβέλεια, αφού μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε μια κατά περίπτωση προσέγγιση (case-by-case basis) των παραβιάσεων και όχι για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση συστηματικής παραβίασης των αξιών της ΕΕ. Με τον τρόπο, όμως, αυτό η Επιτροπή είναι δύσκολο να παρουσιάσει στο Δικαστήριο μια ξεκάθαρη και συνολική εικόνα συστηματικής παραβίασης των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ από ένα Κράτος-μέλος. Όπως παρατηρείται, η διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή στην περίπτωση της Ουγγαρίας, «αν και μπορεί να προσφέρει ορισμένες σημαντικές νομικές νίκες, τελικά, δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει ευρύτερα θεσμικά θέματα, που απειλούν τα ίδια τα θεμέλια του κράτους δικαίου και των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας».
Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, εξάλλου, τίθεται και ζήτημα αποτελεσματικότητας της διαδικασίας της προσφυγής για παράβαση. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα στις περιπτώσεις της καταδίκης για τη μη συμμόρφωση της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας στο σύστημα μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο από την Ιταλία και την Ελλάδα, που αποφάσισε το Συμβούλιο το 2015, αλλά και στην καταδίκη της Ουγγαρίας για τα μέτρα που έλαβε εναντίον του Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης. Οι καταδίκες αυτές δημιούργησαν μια γλυκόπικρη γεύση και χαρακτηρίστηκαν ως «πύρρειος νίκη», αφού οι καταδικαστικές αποφάσεις ήρθαν με μεγάλη καθυστέρηση και όταν η ζημιά είχε γίνει. Έτσι, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν εμπόδισαν ούτε την κατάρρευση του συστήματος μετεγκατάστασης ούτε τελικά την αποχώρηση Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης από την Ουγγαρία και την εγκατάστασή του στην Βιέννη, που ήταν στόχος της Κυβέρνησης Όρμπαν. Οι εξελίξεις αυτές θέτουν το γενικότερο ζήτημα για το κατά πόσο η προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, μπορεί να αποβεί εξίσου χρήσιμη όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» κατά του Κράτους Δικαίου σε ένα Κράτος-μέλος.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η αοριστία των εννοιών που συγκροτούν την αξιακή ταυτότητα της Ένωσης και ο ανοικτός και πολυσχιδής τους χαρακτήρας σε συνδυασμό με την έλλειψη προσπάθειας συγκεκριμενοποίησης (πχ με τη δημιουργία ενός πίνακα αποτελεσμάτων και δεικτών συμμόρφωσης, όπως πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το 2015 ή προβλέπεται στον Κανονισμό σχετικά με την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης σε περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το Κράτος Δικαίου στα Κράτη-μέλη) εκτός του ότι δημιουργεί προβλήματα στην επικλησιμότητα των αξιών αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου προάγει την ερμηνευτική αμφισημία και επιτρέπει σε ηγέτες σαν τον Όρμπαν να ισχυρίζονται ότι συμμορφώνονται πλήρως με τις αξίες της Ένωσης, ότι αυτός είναι ο «αληθινός Ευρωπαίος» και ότι οι πολιτικές του αντικατοπτρίζουν τις ρίζες της ΕΕ και αποσκοπούν στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Έτσι κατηγορούμενος για αντισημιτισμό και ξενοφοβία, που χρηματοδοτείται από το ίδιο το Κράτος, δεν διστάζει να ισχυριστεί ότι  η αντι-μετανάστευση πολιτική του είναι «πλήρως εναρμονισμένη με τις βασικές αξίες της Ευρώπης και τις προθέσεις των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ότι η «ευρωπαϊκή χριστιανική δημοκρατική προσέγγιση», επιπλέον, «δεν ανέχεται οποιαδήποτε αντι-μουσουλμανική πολιτική».  Από εκεί και πέρα στη ρητορική του για να δικαιολογήσει τις όποιες αποκλίσεις αντλεί επιχειρήματα από την ίδια τη Συνθήκη αναφερόμενος στις αρχές της εθνικής κυριαρχίας, της επικουρικότητας και του σεβασμού της εθνικής και συνταγματικής ταυτότητας των Κρατών-μελών. 

Από την άλλη πλευρά οι μηχανισμοί του άρθρου 7 ΣΕΕ, που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν το σεβασμό εκ μέρους των Κρατών-μελών των αξιών της Ένωσης, παρουσιάζονται, όπως προαναφέρθηκε, παντελώς αναποτελεσματικοί. Ο κατασταλτικός μηχανισμός του άρθρο 7 παρ. 2 ΣΕΕ, αν και μπορεί να εφαρμοσθεί σε κάθε περίπτωση «ύπαρξης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης» του Κράτους Δικαίου, ακόμη και αν αυτή εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, ουδέποτε τέθηκε σε εφαρμογή, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο προσφυγής στη διάταξη. Είναι βεβαίως η παραλυτική απαίτηση ομοφωνίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη διαπίστωση της ύπαρξης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης, αν και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο διακυβερνητικός χαρακτήρας της διαδικασίας, που επιτρέπει πολιτική διαχείριση της κρίσης και συμφωνίες μεταξύ των Κρατών-μελών «πίσω από τις κουρτίνες». Με μεγάλη δε καθυστέρηση επιχειρήθηκε με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η ενεργοποίηση για την περίπτωση της Ουγγαρίας του προληπτικού του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ. Πραγματικά με Ψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου του 2018 το Κοινοβούλιο υιοθετώντας σχετική πρόταση Ψηφίσματος της J. Sargentini εκ μέρους της  Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη πρόταση στο Συμβούλιο, το οποίο καλείται να διαπιστώσει σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ αν υπάρχει σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ από την Ουγγαρία και να απευθύνει κατάλληλες συστάσεις στο πλαίσιο αυτό. Το ψήφισμα εγκρίθηκε με 448 ψήφους υπέρ και 197 ψήφους κατά, ενώ 48 ευρωβουλευτές απείχαν της ψηφοφορίας. Η Ουγγρική κυβέρνηση προσέβαλε με προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου το εν λόγω Ψήφισμα, ισχυριζόμενη ότι αυτό δεν θα είχε υιοθετηθεί αν είχαν καταμετρηθεί στους ψηφίσαντες και οι απέχοντες (το άρθρο 354 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στις πράξεις που εκδίδονται από το Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 7 ΣΕΕ, προβλέπει ειδική πλειοψηφία, υπό τη μορφή των δύο τρίτων των ψηφισάντων και της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν). Επί της προσφυγής αυτής δεν έχει εκδοθεί ακόμη η απόφαση του Δικαστηρίου ενώ στις 3 Δεκεμβρίου 2020 με τις Προτάσεις του ο ΓΕ πρότεινε στο Δικαστήριο την απόρριψη της προσφυγής. Είναι εντυπωσιακό, πάντως, ότι δυόμισι χρόνια μετά το Συμβούλιο δεν πήρε θέση επί της αιτιολογημένης προτάσεως του Κοινοβουλίου (και της αντίστοιχης της Επιτροπής για την Πολωνία), γεγονός που έχει εγείρει τις διαμαρτυρίες του Κοινοβουλίου με Ψήφισμα της 16ης Ιανουαρίου 2020.

Είναι φανερό ότι ο Βίκτωρ Όρμπαν και το Fidesz επί σειρά ετών απολαμβάνει ασυλίας στο πλαίσιο του συστήματος της ΕΕ. Ισχυρή προστασία από την κριτική του προσφέρει η συμμετοχή του στο ΕΛΚ (στο οποίο η ιδιότητα μέλους ουδέποτε ανεστάλη). Είναι ενδεικτικό ότι η υιοθέτηση του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενεργοποίηση του άρθρου 7 παρ.1 ΣΕΕ έγινε τελικά εφικτή μόνο όταν ένα μέρος των ευρωβουλευτών προερχομένων από το ΕΛΚ, θεωρώντας ότι εξαντλείται η υπομονή τους απέναντι στο καθεστώς Όρμπαν ιδιαίτερα μετά τα μέτρα που ελήφθησαν κατά του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης, ψήφισαν υπέρ του Ψηφίσματος. 

Πέρα από την πολιτική κάλυψη ή ανοχή αν θέλετε, κυβερνήσεις σαν αυτή της Ουγγαρίας εκμεταλλεύονται και την ουσιαστική υπονόμευση κάθε προσπάθειας δημιουργίας μηχανισμών ελέγχου της συμμόρφωσης στις αξίες της Ένωσης, που εκδηλώνεται από μεγάλη μερίδα Κυβερνήσεων των Κρατών-μελών και του Συμβουλίου. Είναι χαρακτηριστική η αρνητική θέση του Συμβουλίου απέναντι στην πρωτοβουλία της Επιτροπής κατά την υιοθέτηση εκ μέρους της του "νέου πλαισίου" το 2016 για τη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου (αυτού του ήπιου μηχανισμού έγκαιρης προειδοποίησης), που εκφράστηκε κατά κύριο λόγο από τη Νομική του Υπηρεσία, που έκρινε ότι το «νέο πλαίσιο» δεν είναι συμβατό με τις Συνθήκες και συνιστά «υφαρπαγή εξουσίας» εκ μέρους της Επιτροπής κατά παράβαση των αρχών της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 5 ΣΕΕ) και του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας των Κρατών-μελών, που είναι σύμφυτη με την θεμελιώδη συνταγματική και πολιτική τους δομή (άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ)29. Κατά την Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου «δεν υπάρχει η νομική βάση στις Συνθήκες, που να αναγνωρίζει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης την αρμοδιότητα για τη δημιουργία ενός νέου μηχανισμού εποπτείας του σεβασμού του Κράτους Δικαίου από τα Κράτη-μέλη, επιπλέον των όσων προβλέπονται στο άρθρο 7 της ΣΕΕ». Ενδιαφέρον είναι ότι η Νομική Υπηρεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «εναπόκειται στα Κράτη-μέλη να δημιουργήσουν έναν τέτοιο μηχανισμό με μια διεθνή συμφωνία μεταξύ τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται το άρθρο 7 της ΣΕΕ και τα άρθρα 258, 259 και 260 της ΣΛΕΕ. Η συμφωνία αυτή μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων καθηκόντων στα θεσμικά όργανα της Ένωσης». Η θέση αυτή, που χαρακτηρίστηκε ως μια «επιφανειακή και επιλεκτική ανάγνωση των Συνθηκών», όπως ήταν αναμενόμενο ξεσήκωσε ισχυρό νομικό αντίλογο. Αν ανατρέξει κανείς στην Κοινή Διακήρυξη των Πρωθυπουργών της Πολωνίας και της Ουγγαρίας της 26ης Νοεμβρίου 2020 με την οποία απείλησαν ή εκβίασαν αν θέλετε με veto κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού και του Ταμείου Ανάκαμψης σε περίπτωση υιοθέτησης του Κανονισμού σχετικά με την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης σε περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το Κράτος Δικαίου στα Κράτη-μέλη θα ανακαλύψει πολλές από τις παραπάνω "ιδέες" της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου.  

5. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

 Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής τόσο πολιτικά όσο και δικαστικά, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» σ’ ένα Κράτος-μέλος, παρουσιάστηκε εξαιρετικά ανεπαρκής. Κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε αδύναμη να την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της.  

Αν και το ζήτημα αντιμετωπίζεται από τη θεωρία ως νομικό και θεσμικό, υπό την έννοια της ανεπάρκειας των διαθέσιμων από τη Συνθήκη εργαλείων για την προάσπιση της φιλελεύθερης αξιακής ταυτότητας της Ένωσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η πολιτική του διάσταση, αφού μεγάλο μέρος των Κυβερνήσεων των Κρατών-μελών επί σειρά ετών επιδεικνύουν χαρακτηριστική ανοχή στο «φαινόμενο Όρμπαν». 

Η Ουγγαρία σήμερα δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί δημοκρατία, αλλά ανήκει σε μια  αναπτυσσόμενη ομάδα «υβριδικών καθεστώτων», που κινούνται στην «γκρίζα ζώνη» μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας.

Η ανοχή απέναντι σε αυταρχικές κυβερνήσεις εντός της ΕΕ, εκτός από την υπονόμευση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των Κρατών-μελών και της αναγκαίας της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων εγκυμονεί και τον κίνδυνο διάχυσης. Όπως λέει ο Kelemen «η αποδοχή μιας αυταρχικής κυβέρνησης-μέλους στην ΕΕ είναι σαν να αφήνεις μια τουαλέτα σε μια πισίνα. Τελικά η βρωμιά θα μολύνει ολόκληρη την πισίνα». 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1//2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-329/19, Condominio di Milano, via Meda κατά Eurothermo SpA- Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, και του άρθρου 2, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Μιλάνου (Tribunale di Milano) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ένωσης συνιδιοκτητών επί οροφοκτησίας, (condominio Meda) και της Eurothermo SpA με αντικείμενο την καταβολή από την Condominio Meda διεκδικούμενων τόκων υπερημερίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης σύμβασης παροχής θερμικής ενέργειας. Ειδικότερα, τον Απρίλιο του 2010, η condominio Meda, η οποία εκπροσωπούνταν από τον διαχειριστή της συνήψε με την Eurothermo σύμβαση παροχής θερμικής ενέργειας, η οποία περιείχε ρήτρα σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμών, ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 9,25 % από την καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας εξόφλησης του υπολοίπου. Τον Απρίλιο του 2016, η Eurothermo επέδωσε διαταγή πληρωμής στην Ένωση Συνιδιοκτητών προκειμένου η εν λόγω ένωση να της καταβάλει ποσό 21 025,43 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε τόκους υπερημερίας λόγω καθυστέρησης στην καταβολή οφειλής απορρέουσας από τη σύμβαση αυτή. Η condominio Meda άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμοδίου και αιτούντος δικαστηρίου προβάλλοντας ότι είχε την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια της Οδηγίας 93/13 και ότι η ανωτέρω ρήτρα είχε καταχρηστικό χαρακτήρα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, και το άρθρο 2, στοιχείο βʹ της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία η οποία ερμηνεύει τη νομοθεσία για τη ενσωμάτωσης της Οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ώστε οι κατά τη νομοθεσία αυτή κανόνες για την προστασία των καταναλωτών να έχουν εφαρμογή και σε σύμβαση συναφθείσα από υποκείμενο δικαίου, όπως η condominio κατά το ιταλικό δίκαιο, με επαγγελματία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 1 και το άρθρο 2, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομολογία η οποία ερμηνεύει τη νομοθεσία για τη μεταφορά της Οδηγίας, έτσι ώστε οι κανόνες για την προστασία των καταναλωτών να έχουν εφαρμογή και σε σύμβαση συναφθείσα από υποκείμενο δικαίου, όπως η Ένωση Συνιδιοκτητών κατά το ιταλικό δίκαιο, με επαγγελματία, παρότι ένα τέτοιο υποκείμενο δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-168/19 και C-169/19, HB και IC κατά Istituto nazionale della previdenza sociale - Προδικαστική

Oι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο – Δικαιοδοτικό Τμήμα Περιφέρειας της Puglia της Ιταλίας (Corte dei conti – Sezione Giurisdizionale per la Regione Puglia) στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, του HB και του IC, αντιστοίχως, και, αφετέρου, του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως (Ιταλία INPS), σχετικά με την άρνηση του INPS να καταβάλλει το ποσό των συντάξεών τους γήρατος χωρίς παρακράτηση των ιταλικών φόρων. Ειδικότερα, οι HB και IC, ιταλικής ιθαγένειας, είναι πρώην υπάλληλοι του ιταλικού δημόσιου τομέα. Καθένας από αυτούς λαμβάνει σύνταξη γήρατος από το INPS. Αφού μετέφεραν την κατοικία τους στην Πορτογαλία, ζήτησαν, το 2015, από το INPS να τους καταβάλλει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, της ιταλοπορτογαλικής σύμβασης, το ακαθάριστο ποσό της μηνιαίας συντάξεώς τους γήρατος, χωρίς παρακράτηση φόρου στην πηγή από την Ιταλική Δημοκρατία. Το INPS απέρριψε τα αιτήματα αυτά, κρίνοντας ότι, δυνάμει του άρθρου 19 της εν λόγω σύμβασης, σε αντίθεση με τους Ιταλούς συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, οι συνταξιούχοι υπάλληλοι του ιταλικού δημόσιου τομέα πρέπει να φορολογούνται στην Ιταλία και μόνο. Οι HB και IC άσκησαν έφεση κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η σύμβαση εισάγει πρόδηλη άνιση μεταχείριση μεταξύ των κατοικούντων στην Πορτογαλία Ιταλών συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα και του δημόσιου τομέα, στον βαθμό που οι πρώτοι έχουν εμμέσως ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση σε σχέση με τους δεύτερους, γεγονός που συνιστά, κατά το αιτούν δικαστήριο, εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία που κατοχυρώνεται για κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους (Ιταλία) η οποία προβλέπει ότι τα εισοδήματα προσώπου που κατοικεί σε άλλο Κράτος-μέλος(Πορτογαλία), το οποίο απέκτησε το σύνολο των εισοδημάτων του στην Ιταλία αλλά δεν έχει την ιθαγένεια της Πορτογαλίας, φορολογούνται μόνο στην Ιταλία και κατά συνέπεια, το πρόσωπο αυτό αποκλείεται από τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχει η έννομη τάξη της Πορτογαλίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθενται σε φορολογικό καθεστώς που απορρέει από συναφθείσα μεταξύ δύο Κρατών-μελών σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, δυνάμει της οποίας η φορολογική αρμοδιότητα των κρατών αυτών, όσον αφορά τη φορολόγηση των συντάξεων γήρατος, κατανέμεται αναλόγως του αν οι δικαιούχοι των συντάξεων αυτών ασκούσαν δραστηριότητα εμπίπτουσα στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ανάλογα με το αν έχουν την ιθαγένεια του Κράτους-μέλους κατοικίας.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-670/18, CO κατά Comune di Gesturi – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 1 και 2, 3 και 6 της Οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Διοικητικό Πρωτοδικείο της Σαρδηνίας (Tribunale amministrativo regionale per la Sardegna) μεταξύ του CO και του Δήμου Gesturi σχετικά με πρόσκληση προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για την εκπόνηση μελέτης και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, η οποία απέκλειε τη συμμετοχή των συνταξιούχων. Το άρθρο 6 της Οδηγίας 2000/78, ορίζει ότι «Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, β) τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, γ) τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.»
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν η Οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που απαγορεύει στις δημόσιες αρχές να αναθέτουν την εκπόνηση μελετών και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε συνταξιούχους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2000/78, και ιδίως το άρθρο της 2, παρ. 2, το άρθρο της 3, παράγραφος 1, και το άρθρο της 6, παράγραφος 1, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στο μέτρο που, αφενός, η ρύθμιση αυτή επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και, αφετέρου, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία. 

4. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-830/18, Landkreis Südliche Weinstraße κατά PF κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 σχετικά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του Κανονισμού 492/2011, ο εργαζόμενος Κράτους -μέλους «απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.», ενώ το άρθρο 10 του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπει ότι «Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα εν λόγω τέκνα διαμένουν στην επικράτειά του.[….]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό εφετείο Ρηνανίας-Παλατινάτου, της Γερμανίας (Oberverwaltungsgericht Rheinland-Pfalz) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του PF και της Landkreis Südliche Weinstraße με αντικείμενο την κάλυψη από το ομόσπονδο κράτος (Land) των εξόδων σχολικής μεταφοράς τέκνων μεθοριακών εργαζομένων. Ειδικότερα, Ο PF, γερμανικής υπηκοότητας, κατοικούσε στη Γαλλία με τους γονείς του, οι οποίοι είχαν επίσης τη γερμανική υπηκοότητα. Φοιτούσε σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου, στη Γερμανία. Ο τόπος εργασίας της μητέρας του βρισκόταν, επίσης, στη Γερμανία. Τα έξοδα σχολικής μεταφοράς του PF καλύφθηκαν από την περιφέρεια στην οποία φοιτούσε έως το σχολικό έτος 2014-2015. Ωστόσο, για το έτος 2015-2016, η περιφέρεια ανακοίνωσε, ότι, με βάση τις ισχύουσες νομικές διατάξεις στη Ρηνανία-Παλατινάτο, τα έξοδα σχολικής μεταφοράς του PF δεν επρόκειτο πλέον να καλυφθούν, διότι η περιφέρεια έφερε υποχρέωση οργάνωσης της σχολικής μεταφοράς μόνο για τους μαθητές που κατοικούσαν εντός του εν λόγω ομόσπονδου κράτους. Ο PF υπέβαλε ένσταση, η οποία απορρίφθηκε και ακολούθησαν ένδικες διαδικασίες ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση, εθνική νομοθεσία κατά την οποία η ανάληψη από ομόσπονδο κράτος της επιβάρυνσης της σχολικής μεταφοράς εξαρτάται από την προϋπόθεση της κατοικίας στο έδαφος του εν λόγω ομόσπονδου κράτους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση, καθόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους μεθοριακούς εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι η ανάγκη για διασφάλιση της αποτελεσματικής οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο το οποίο θεωρείται ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι πρακτικές δυσκολίες, που συνδέονται με την αποτελεσματική οργάνωση της σχολικής μεταφοράς εντός ομόσπονδου κράτους, δεν συνιστούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο το οποίο θεωρείται ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Υπόθεση C-710/18,  WN κατά Land Niedersachsen - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Κανονισμού 492/2011 «Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Γερμανία (Bundesarbeitsgericht) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της WN, Γερμανικής Ιθαγένειας και του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας (Γερμανία) σε σχέση με τη μερική προσμέτρηση, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους των αποδοχών της WN της συναφούς προϋπηρεσίας της σε εργοδότη εγκατεστημένο στη Γαλλία. Ειδικότερα, η WN είχε αποκτήσει προϋπηρεσία στη Γαλλία μεταξύ των ετών 1997/2014, η οποία προσμετρήθηκε εν μέρει μόνον από το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας, στο πλαίσιο του καθορισμού του κλιμακίου στο οποίο έπρεπε να καταταγεί η WN. Κατά συνέπεια, κατετάγη στο τρίτο κλιμάκιο του ενδέκατου βαθμού της μισθολογικής κλίμακας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 45, παρ. 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους των αποδοχών ενός εργαζομένου ως εκπαιδευτικού σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, προσμετρά μέχρι το ανώτατο όριο των τριών συνολικά ετών τη συναφή προϋπηρεσία του εν λόγω εργαζομένου σε άλλον εργοδότη, πλην του συγκεκριμένου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, εγκατεστημένο σε άλλο Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε αρχικά ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ απαγορεύει κάθε εθνικό μέτρο το οποίο δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, από τους πολίτες της Ένωσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στην περίπτωση που η ασκηθείσα στο πλαίσιο της προϋπηρεσίας αυτής δραστηριότητα είναι ισοδύναμη προς εκείνη την οποία ο εργαζόμενος υποχρεούται να ασκήσει στο πλαίσιο των εν λόγω καθηκόντων εκπαιδευτικού.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Υπόθεση C-507/18, NH κατά Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI - Rete Lenford - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 2, 3 και 9 της Οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του NH και της Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford (Ένωση δικηγόρων η οποία υπερασπίζεται τα δικαιώματα των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, διεμφυλικών και μεσοφυλικών ατόμων), με αντικείμενο τις δηλώσεις του NH, στη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής, ότι δεν θα επιθυμούσε να συνεργάζεται, στο δικηγορικό του γραφείο, με ομοφυλοφίλους.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν οι επίδικες δηλώσεις, λαμβανομένων εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω Οδηγίας στον βαθμό που αυτή αφορά, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παρ. 1, στοιχ. αʹ, «τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η φράση όροι πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία κατά το άρθρο 3, παρ. 1, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι καλύπτει τις δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής στη διάρκεια της οποίας ο ερωτώμενος κατέστησε σαφές ότι ουδέποτε θα προσλάμβανε ούτε θα απασχολούσε άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού στην επιχείρησή του, ενώ κατά τον χρόνο εκείνο δεν είχε δρομολογηθεί ούτε προγραμματιστεί οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι υποθετική η σύνδεση μεταξύ των δηλώσεων αυτών και των όρων πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-753/18, Föreningen Svenska Tonsättares Internationella Musikbyrå u.p.a. (Stim) και Svenska artisters och musikers intresseorganisation ek. för. (SAMI) κατά Fleetmanager Sweden AB και Nordisk Biluthyrning AB  - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, καθώς και του άρθρου 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών, αφενός, μεταξύ του σουηδικού οργανισμού διαχείρισης των δικαιωμάτων των συνθετών μουσικών έργων και των εκδοτών τους (STIM) και της Fleetmanager Sweden AB και, αφετέρου, μεταξύ του σουηδικού οργανισμού διαχείρισης των συγγενικών δικαιωμάτων των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και της Nordisk Biluthyrning AB, με αντικείμενο τον χαρακτηρισμό, από πλευράς δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, της εκμίσθωσης αυτοκινήτων εξοπλισμένων με ραδιοφωνικό δέκτη. Ειδικότερα, η Fleetmanager και η NB είναι εταιρίες εκμίσθωσης αυτοκινήτων οχημάτων εγκατεστημένες στη Σουηδία. Παρέχουν σε πελάτες, απευθείας ή μέσω πρακτορείων, αυτοκίνητα εξοπλισμένα με ραδιοφωνικό δέκτη, τα οποία διατίθενται προς βραχυχρόνια μίσθωση. Στη διαφορά μεταξύ του Stim και της Fleetmanager, ο Stim ζήτησε να υποχρεωθεί η αντίδικος να του καταβάλει το ποσό των 369 450 σουηδικών κορωνών (SEK) (περίπου 34 500 ευρώ), πλέον τόκων, λόγω προσβολής δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, ο Stim ισχυρίστηκε ότι η Fleetmanager, διαθέτοντας σε τρίτους, ήτοι σε εταιρίες εκμίσθωσης αυτοκινήτων, οχήματα εξοπλισμένα με ραδιοφωνικό δέκτη με σκοπό τη βραχυχρόνια μίσθωσή τους σε ιδιώτες συνήργησε στις προσβολές δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εκ μέρους των εταιριών αυτών, οι οποίες έθεταν μουσικά έργα στη διάθεση του κοινού χωρίς σχετική άδεια.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 και το άρθρο 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2006/115 έχουν την έννοια ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τις διατάξεις αυτές, η εκμίσθωση αυτοκινήτων οχημάτων εξοπλισμένων με ραδιοφωνικό δέκτη.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η έννοια της «παρουσίασης στο κοινό» απαρτίζεται από δύο σωρευτικά στοιχεία, ήτοι μια «πράξη παρουσίασης» έργου και την παρουσίαση του έργου αυτού σε «κοινό». Η παροχή ραδιοφωνικού δέκτη ενσωματωμένου σε ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο, ο οποίος καθιστά δυνατή, χωρίς καμία πρόσθετη παρέμβαση εκ μέρους των εταιριών εκμίσθωσης των οχημάτων, τη λήψη του σήματος της επίγειας ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης που είναι διαθέσιμη στη ζώνη όπου βρίσκεται το όχημα, διαφέρει από τις πράξεις παρουσίασης με τις οποίες άλλοι πάροχοι υπηρεσιών μεταδίδουν ηθελημένα στην πελατεία τους προστατευόμενα έργα, παρέχοντας σήμα μέσω ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών δεκτών που έχουν εγκαταστήσει στη μονάδα τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 και το άρθρο 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2006/115 έχουν την έννοια ότι δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τις διατάξεις αυτές, η εκμίσθωση αυτοκινήτων οχημάτων εξοπλισμένων με ραδιοφωνικό δέκτη.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-228/18, Gazdasági Versenyhivatal κατά Budapest Bank Nyrt. κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 101, παρ. 1, ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουγγαρίας (Kúria) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της αρχής ανταγωνισμού της Ουγγαρίας και έξι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ήτοι της Budapest Bank Nyrt., της ουγγρικής θυγατρικής της ING Bank NV, της OTP Bank Nyrt., της Kereskedelmi és Hitelbank Zrt., της Magyar Külkereskedelmi Bank Zrt. και της ERSTE Bank Hungary Zrt., καθώς και δύο εταιριών οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών μέσω κάρτας, ήτοι της Visa Europe Ltd. (Visa) και της MasterCard Europe SA (MasterCard). Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε απόφαση της αρχής ανταγωνισμού με την οποία αυτή διαπίστωσε την ύπαρξη αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας σε σχέση με τις διατραπεζικές προμήθειες.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 101, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι διατραπεζική συμφωνία η οποία ορίζει ενιαίο ποσό διατραπεζικής προμήθειας, η οποία εισπράττεται, όταν πραγματοποιείται πράξη πληρωμής με κάρτα, από τις εκδότριες τράπεζες τέτοιων καρτών οι οποίες προτείνονται από τις εταιρίες παροχής υπηρεσιών πληρωμής με κάρτα, που δραστηριοποιούνται στην οικεία εθνική αγορά, μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμφωνία που έχει «ως αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι α) τα είδη συμφωνιών που παρατίθενται στο άρθρο 101, παρ. 1  ΣΛΕΕ δεν συνιστούν εξαντλητικό κατάλογο απαγορευμένων συμπράξεων, καθόσον και άλλα είδη συμφωνιών μπορούν, τοιουτοτρόπως, να χαρακτηρισθούν ως περιορισμός ως «εκ του αντικειμένου», β) αν και στη συμφωνία για την ενιαία διατραπεζική προμήθεια προβλέφθηκαν ειδικά ποσοστά και ποσά στο πλαίσιο του καθορισμού των διατραπεζικών προμηθειών, εντούτοις από το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην κάποιος ως «εκ του αντικειμένου» περιορισμός, καθόσον δεν τεκμηριώθηκε ο επιβλαβής για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας των διατάξεων της συμφωνίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 101, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι διατραπεζική συμφωνία με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συμφωνία έχουσα «ως αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εκτός εάν η συμφωνία αυτή, λαμβανομένων υπόψη της διατυπώσεώς της, των σκοπών της και του πλαισίου της, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως βλαπτική για τον ανταγωνισμό ώστε να χαρακτηρισθεί με τον τρόπο αυτόν, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2020, Υπόθεση C-584/18, D. Z. κατά Blue Air - Airline Management Solutions SRL κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της αποφάσεως 565/2014/ΕΕ για την εισαγωγή απλουστευμένου καθεστώτος για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, βασιζόμενου στη μονομερή αναγνώριση από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο και τη Ρουμανία ορισμένων εγγράφων ως ισοδύναμων με τις εθνικές τους θεωρήσεις για διέλευση ή για πρόθεση παραμονής στην επικράτειά τους η οποία δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών. 
Το άρθρο 13, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κώδικα είχε ως εξής: « 2. Η άρνηση εισόδου επιβάλλεται μόνο με αιτιολογημένη απόφαση η οποία αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους της άρνησης. Η απόφαση λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και είναι αμέσως εφαρμοστέα. Η αιτιολογημένη απόφαση η οποία αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους άρνησης έχει τη μορφή τυποποιημένου εντύπου, όπως προβλέπεται στο παράρτημα V μέρος Β, το οποίο συμπληρώνεται από την αρμόδια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αρχή. Το έντυπο αυτό, αφού συμπληρωθεί, παραδίδεται στον οικείο υπήκοο, ο οποίος βεβαιώνει την παραλαβή της απόφασης άρνησης μέσω του εντύπου. 3. Τα πρόσωπα στα οποία απαγορεύεται η είσοδος έχουν δικαίωμα προσφυγής. Οι προσφυγές ασκούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Ο υπήκοος της τρίτης χώρας λαμβάνει επίσης γραπτό κατάλογο σημείων επαφής που μπορούν να τον ενημερώσουν σχετικά με την ύπαρξη αντιπροσώπων αρμοδίων να τον εκπροσωπήσουν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. [...]» Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του D. Z. και της Blue Air – Airline Management Solutions SRL (Blue Air), με αντικείμενο την άρνηση της τελευταίας να επιτρέψει στον D. Z. να επιβιβαστεί σε πτήση που αναχωρούσε από τη Λάρνακα (Κύπρος) με προορισμό το Βουκουρέστι (Ρουμανία).
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, παρ. 1, της αποφάσεως 565/2014 έχει την έννοια ότι αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα και δημιουργεί, υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, δικαιώματα τα οποία αυτοί δύνανται να επικαλούνται έναντι του Κράτους-μέλους προορισμού, ιδίως το δικαίωμα να μην απαιτείται θεώρηση για την είσοδό τους στο έδαφος του Κράτους-μέλους αυτού στην περίπτωση κατά την οποία είναι κάτοχοι θεωρήσεως εισόδου ή άδειας διαμονής περιλαμβανόμενης στον κατάλογο των εγγράφων τα οποία το εν λόγω Κράτος-μέλος έχει δεσμευθεί να αναγνωρίζει συμφώνως προς την ως άνω απόφαση. Το άρθρο 3, παρ. 1, της εν λόγω αποφάσεως έχει ως ακολούθως: «Εάν η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος ή η Ρουμανία αποφασίσουν να εφαρμόσουν το άρθρο 2, δύνανται να αναγνωρίζουν, επιπλέον των εγγράφων που αναφέρονται στο [εν λόγω] άρθρο, ως ισοδύναμες προς τις εθνικές τους θεωρήσεις για διέλευση μέσω της επικράτειάς τους ή για πρόθεση διαμονής στην επικράτειά τους η οποία δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών: α)      τις εθνικές θεωρήσεις διαμονής [βραχείας διαρκείας και τις εθνικές θεωρήσεις διαμονής] μακράς διάρκειας που εκδίδονται από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο ή τη Ρουμανία σύμφωνα με τον ενιαίο τύπο που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/95 του Συμβουλίου[, της 29ης Μαΐου 1995, για την καθιέρωση θεώρησης ενιαίου τύπου (ΕΕ 1995, L 164, σ. 1)]· β) τις άδειες διαμονής που εκδίδονται από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο ή τη Ρουμανία σύμφωνα με τον ενιαίο τύπο που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 του Συμβουλίου[, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών (ΕΕ 2002, L 157, σ. 1)], εκτός εάν οι θεωρήσεις και άδειες παραμονής προσαρτώνται σε ταξιδιωτικά έγγραφα τα οποία τα εν λόγω κράτη μέλη δεν αναγνωρίζουν ή σε ταξιδιωτικά έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τρίτη χώρα με την οποία δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις.»
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 565/2014 έχει την έννοια ότι αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 13 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε αερομεταφορέα να αρνηθεί την επιβίβαση υπηκόου τρίτης χώρας, κατ’ επίκληση αρνήσεως των αρχών του Κράτους-μέλους προορισμού να επιτρέψουν στον υπήκοο αυτό την είσοδο στο έδαφος του εν λόγω κράτους, χωρίς η άρνηση εισόδου να έχει αποτελέσει αντικείμενο γραπτής και αιτιολογημένης αποφάσεως, κοινοποιηθείσας προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο.
Το ΔΕΕ έκρινε το άρθρο 13 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε αερομεταφορέα να αρνηθεί την επιβίβαση υπηκόου τρίτης χώρας υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις χωρίς η άρνηση εισόδου να έχει αποτελέσει αντικείμενο γραπτής και αιτιολογημένης αποφάσεως, κοινοποιηθείσας προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας κ.λπ., Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-715/17, C-718/17 και C-719/17 – Προσφυγή επί παραβάσει

Με τις προσφυγές που άσκησε η Επιτροπή στην υπόθεση C-715/17, κατά της Πολωνίας, στην υπόθεση C-718/17, κατά Ουγγαρίας και στην υπόθεση C-719/17 κατά Τσέχικης Δημοκρατίας ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσέχικη Δημοκρατία, μη υποδεικνύοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα, και οπωσδήποτε ανά τρίμηνο, τον προσήκοντα αριθμό αιτούντων διεθνή προστασία, που μπορούσαν να μετεγκατασταθούν ταχέως στο έδαφός της, παραβίασαν τις υποχρεώσεις που υπείχαν από το άρθρο 5, παρ. 2, της απόφασης 2015/1523 για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας και από το άρθρο 5, παρ. 2, της απόφασης 2015/1601 για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας καθώς και, κατά συνέπεια, τις μεταγενέστερες υποχρεώσεις μετεγκατάστασης τις οποίες υπείχε από το άρθρο 5, παρ. 4 έως 11, καθεμίας από τις δύο αυτές αποφάσεις.
Σημειώνουμε ότι το άρθρο 5 της απόφασης 2015/1601 και της απόφασης 2015/1523 προβλέπουν ότι τα Κράτη-μέλη υποδεικνύουν, σε τακτά χρονικά διαστήματα και οπωσδήποτε ανά τρίμηνο, τον αριθμό των αιτούντων που μπορούν να μετεγκατασταθούν ταχέως στο έδαφός τους, και παρέχουν κάθε άλλη σχετική πληροφορία.
Μεταξύ άλλων, τα Κράτη-μέλη προέβαλαν επιχειρήματα προκειμένου να δικαιολογήσουν την μη εφαρμογή των αποφάσεων 2015/1523 και 2015/1601. Πρόκειται, αφενός, για επιχειρήματα σχετικά με τις ευθύνες των κρατών μελών για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, τα οποία η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Ουγγαρία άντλησαν από το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παρ. 2, ΣΕΕ, και, αφετέρου, για επιχειρήματα τα οποία η Τσεχική Δημοκρατία άντλησε από την προβαλλόμενη δυσλειτουργία και αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού μετεγκατάστασης, όπως αυτός προβλέπεται στις σχετικές αποφάσεις.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε α) ότι η Ένωση βασίζεται στο κράτος δικαίου και οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας, υποχρεωτικότητας  και δεσμευτικότητας, β) ότι το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, μολονότι προβλέπει ότι ο τίτλος V της Συνθήκης δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών τις οποίες φέρουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στα Κράτη-μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της Συνθήκης στηριζόμενα απλώς και μόνο στην επίκληση των ευθυνών αυτών και γ) ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένα Κράτος-μέλος δύναται να στηριχθεί στη μονομερή εκτίμησή του σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη αποτελεσματικότητας ή ακόμη και την υποτιθέμενη δυσλειτουργία του μηχανισμού μετεγκατάστασης, που θέσπισαν οι αποφάσεις 2015/1523 και 2015/1601.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι τα ανωτέρω παθητικά νομιμοποιούμενα Κράτη-μέλη παραβίασαν το επίδικο Δίκαιο της ΕΕ και τις υποχρεώσεις, που προκύπτουν από αυτό.