Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

 CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1//2021
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ

1. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-329/19, Condominio di Milano, via Meda κατά Eurothermo SpA- Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 1, παρ. 1, και του άρθρου 2, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Πρωτοδικείο Μιλάνου (Tribunale di Milano) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ένωσης συνιδιοκτητών επί οροφοκτησίας, (condominio Meda) και της Eurothermo SpA με αντικείμενο την καταβολή από την Condominio Meda διεκδικούμενων τόκων υπερημερίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης σύμβασης παροχής θερμικής ενέργειας. Ειδικότερα, τον Απρίλιο του 2010, η condominio Meda, η οποία εκπροσωπούνταν από τον διαχειριστή της συνήψε με την Eurothermo σύμβαση παροχής θερμικής ενέργειας, η οποία περιείχε ρήτρα σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμών, ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 9,25 % από την καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας εξόφλησης του υπολοίπου. Τον Απρίλιο του 2016, η Eurothermo επέδωσε διαταγή πληρωμής στην Ένωση Συνιδιοκτητών προκειμένου η εν λόγω ένωση να της καταβάλει ποσό 21 025,43 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε τόκους υπερημερίας λόγω καθυστέρησης στην καταβολή οφειλής απορρέουσας από τη σύμβαση αυτή. Η condominio Meda άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμοδίου και αιτούντος δικαστηρίου προβάλλοντας ότι είχε την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια της Οδηγίας 93/13 και ότι η ανωτέρω ρήτρα είχε καταχρηστικό χαρακτήρα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 1, παρ. 1, και το άρθρο 2, στοιχείο βʹ της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία η οποία ερμηνεύει τη νομοθεσία για τη ενσωμάτωσης της Οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ώστε οι κατά τη νομοθεσία αυτή κανόνες για την προστασία των καταναλωτών να έχουν εφαρμογή και σε σύμβαση συναφθείσα από υποκείμενο δικαίου, όπως η condominio κατά το ιταλικό δίκαιο, με επαγγελματία.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 1, παρ. 1 και το άρθρο 2, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομολογία η οποία ερμηνεύει τη νομοθεσία για τη μεταφορά της Οδηγίας, έτσι ώστε οι κανόνες για την προστασία των καταναλωτών να έχουν εφαρμογή και σε σύμβαση συναφθείσα από υποκείμενο δικαίου, όπως η Ένωση Συνιδιοκτητών κατά το ιταλικό δίκαιο, με επαγγελματία, παρότι ένα τέτοιο υποκείμενο δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-168/19 και C-169/19, HB και IC κατά Istituto nazionale della previdenza sociale - Προδικαστική

Oι αιτήσεις αφορούσαν την ερμηνεία των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ. Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο – Δικαιοδοτικό Τμήμα Περιφέρειας της Puglia της Ιταλίας (Corte dei conti – Sezione Giurisdizionale per la Regione Puglia) στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, του HB και του IC, αντιστοίχως, και, αφετέρου, του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως (Ιταλία INPS), σχετικά με την άρνηση του INPS να καταβάλλει το ποσό των συντάξεών τους γήρατος χωρίς παρακράτηση των ιταλικών φόρων. Ειδικότερα, οι HB και IC, ιταλικής ιθαγένειας, είναι πρώην υπάλληλοι του ιταλικού δημόσιου τομέα. Καθένας από αυτούς λαμβάνει σύνταξη γήρατος από το INPS. Αφού μετέφεραν την κατοικία τους στην Πορτογαλία, ζήτησαν, το 2015, από το INPS να τους καταβάλλει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, της ιταλοπορτογαλικής σύμβασης, το ακαθάριστο ποσό της μηνιαίας συντάξεώς τους γήρατος, χωρίς παρακράτηση φόρου στην πηγή από την Ιταλική Δημοκρατία. Το INPS απέρριψε τα αιτήματα αυτά, κρίνοντας ότι, δυνάμει του άρθρου 19 της εν λόγω σύμβασης, σε αντίθεση με τους Ιταλούς συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, οι συνταξιούχοι υπάλληλοι του ιταλικού δημόσιου τομέα πρέπει να φορολογούνται στην Ιταλία και μόνο. Οι HB και IC άσκησαν έφεση κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η σύμβαση εισάγει πρόδηλη άνιση μεταχείριση μεταξύ των κατοικούντων στην Πορτογαλία Ιταλών συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα και του δημόσιου τομέα, στον βαθμό που οι πρώτοι έχουν εμμέσως ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση σε σχέση με τους δεύτερους, γεγονός που συνιστά, κατά το αιτούν δικαστήριο, εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία που κατοχυρώνεται για κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους (Ιταλία) η οποία προβλέπει ότι τα εισοδήματα προσώπου που κατοικεί σε άλλο Κράτος-μέλος(Πορτογαλία), το οποίο απέκτησε το σύνολο των εισοδημάτων του στην Ιταλία αλλά δεν έχει την ιθαγένεια της Πορτογαλίας, φορολογούνται μόνο στην Ιταλία και κατά συνέπεια, το πρόσωπο αυτό αποκλείεται από τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχει η έννομη τάξη της Πορτογαλίας.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθενται σε φορολογικό καθεστώς που απορρέει από συναφθείσα μεταξύ δύο Κρατών-μελών σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, δυνάμει της οποίας η φορολογική αρμοδιότητα των κρατών αυτών, όσον αφορά τη φορολόγηση των συντάξεων γήρατος, κατανέμεται αναλόγως του αν οι δικαιούχοι των συντάξεων αυτών ασκούσαν δραστηριότητα εμπίπτουσα στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ανάλογα με το αν έχουν την ιθαγένεια του Κράτους-μέλους κατοικίας.

3. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-670/18, CO κατά Comune di Gesturi – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 1 και 2, 3 και 6 της Οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Περιφερειακό Διοικητικό Πρωτοδικείο της Σαρδηνίας (Tribunale amministrativo regionale per la Sardegna) μεταξύ του CO και του Δήμου Gesturi σχετικά με πρόσκληση προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για την εκπόνηση μελέτης και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, η οποία απέκλειε τη συμμετοχή των συνταξιούχων. Το άρθρο 6 της Οδηγίας 2000/78, ορίζει ότι «Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, β) τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, γ) τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.»
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε  ήταν αν η Οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που απαγορεύει στις δημόσιες αρχές να αναθέτουν την εκπόνηση μελετών και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε συνταξιούχους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Οδηγία 2000/78, και ιδίως το άρθρο της 2, παρ. 2, το άρθρο της 3, παράγραφος 1, και το άρθρο της 6, παράγραφος 1, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στο μέτρο που, αφενός, η ρύθμιση αυτή επιδιώκει θεμιτό σκοπό της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και, αφετέρου, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία. 

4. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-830/18, Landkreis Südliche Weinstraße κατά PF κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 σχετικά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του Κανονισμού 492/2011, ο εργαζόμενος Κράτους -μέλους «απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.», ενώ το άρθρο 10 του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπει ότι «Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα εν λόγω τέκνα διαμένουν στην επικράτειά του.[….]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το διοικητικό εφετείο Ρηνανίας-Παλατινάτου, της Γερμανίας (Oberverwaltungsgericht Rheinland-Pfalz) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του PF και της Landkreis Südliche Weinstraße με αντικείμενο την κάλυψη από το ομόσπονδο κράτος (Land) των εξόδων σχολικής μεταφοράς τέκνων μεθοριακών εργαζομένων. Ειδικότερα, Ο PF, γερμανικής υπηκοότητας, κατοικούσε στη Γαλλία με τους γονείς του, οι οποίοι είχαν επίσης τη γερμανική υπηκοότητα. Φοιτούσε σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου, στη Γερμανία. Ο τόπος εργασίας της μητέρας του βρισκόταν, επίσης, στη Γερμανία. Τα έξοδα σχολικής μεταφοράς του PF καλύφθηκαν από την περιφέρεια στην οποία φοιτούσε έως το σχολικό έτος 2014-2015. Ωστόσο, για το έτος 2015-2016, η περιφέρεια ανακοίνωσε, ότι, με βάση τις ισχύουσες νομικές διατάξεις στη Ρηνανία-Παλατινάτο, τα έξοδα σχολικής μεταφοράς του PF δεν επρόκειτο πλέον να καλυφθούν, διότι η περιφέρεια έφερε υποχρέωση οργάνωσης της σχολικής μεταφοράς μόνο για τους μαθητές που κατοικούσαν εντός του εν λόγω ομόσπονδου κράτους. Ο PF υπέβαλε ένσταση, η οποία απορρίφθηκε και ακολούθησαν ένδικες διαδικασίες ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση, εθνική νομοθεσία κατά την οποία η ανάληψη από ομόσπονδο κράτος της επιβάρυνσης της σχολικής μεταφοράς εξαρτάται από την προϋπόθεση της κατοικίας στο έδαφος του εν λόγω ομόσπονδου κράτους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανωτέρω εθνική ρύθμιση συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση, καθόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους μεθοριακούς εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους. 
Το δεύτερο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι η ανάγκη για διασφάλιση της αποτελεσματικής οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο το οποίο θεωρείται ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι πρακτικές δυσκολίες, που συνδέονται με την αποτελεσματική οργάνωση της σχολικής μεταφοράς εντός ομόσπονδου κράτους, δεν συνιστούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο το οποίο θεωρείται ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση.

5. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Υπόθεση C-710/18,  WN κατά Land Niedersachsen - Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παρ. 1, του Κανονισμού 492/2011 σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Κανονισμού 492/2011 «Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Γερμανία (Bundesarbeitsgericht) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της WN, Γερμανικής Ιθαγένειας και του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας (Γερμανία) σε σχέση με τη μερική προσμέτρηση, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους των αποδοχών της WN της συναφούς προϋπηρεσίας της σε εργοδότη εγκατεστημένο στη Γαλλία. Ειδικότερα, η WN είχε αποκτήσει προϋπηρεσία στη Γαλλία μεταξύ των ετών 1997/2014, η οποία προσμετρήθηκε εν μέρει μόνον από το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας, στο πλαίσιο του καθορισμού του κλιμακίου στο οποίο έπρεπε να καταταγεί η WN. Κατά συνέπεια, κατετάγη στο τρίτο κλιμάκιο του ενδέκατου βαθμού της μισθολογικής κλίμακας.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 45, παρ. 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους των αποδοχών ενός εργαζομένου ως εκπαιδευτικού σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, προσμετρά μέχρι το ανώτατο όριο των τριών συνολικά ετών τη συναφή προϋπηρεσία του εν λόγω εργαζομένου σε άλλον εργοδότη, πλην του συγκεκριμένου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, εγκατεστημένο σε άλλο Κράτος-μέλος.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε αρχικά ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ απαγορεύει κάθε εθνικό μέτρο το οποίο δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, από τους πολίτες της Ένωσης.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση στην περίπτωση που η ασκηθείσα στο πλαίσιο της προϋπηρεσίας αυτής δραστηριότητα είναι ισοδύναμη προς εκείνη την οποία ο εργαζόμενος υποχρεούται να ασκήσει στο πλαίσιο των εν λόγω καθηκόντων εκπαιδευτικού.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Υπόθεση C-507/18, NH κατά Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI - Rete Lenford - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 2, 3 και 9 της Οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του NH και της Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford (Ένωση δικηγόρων η οποία υπερασπίζεται τα δικαιώματα των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, διεμφυλικών και μεσοφυλικών ατόμων), με αντικείμενο τις δηλώσεις του NH, στη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής, ότι δεν θα επιθυμούσε να συνεργάζεται, στο δικηγορικό του γραφείο, με ομοφυλοφίλους.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν οι επίδικες δηλώσεις, λαμβανομένων εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω Οδηγίας στον βαθμό που αυτή αφορά, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παρ. 1, στοιχ. αʹ, «τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η φράση όροι πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία κατά το άρθρο 3, παρ. 1, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι καλύπτει τις δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής στη διάρκεια της οποίας ο ερωτώμενος κατέστησε σαφές ότι ουδέποτε θα προσλάμβανε ούτε θα απασχολούσε άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού στην επιχείρησή του, ενώ κατά τον χρόνο εκείνο δεν είχε δρομολογηθεί ούτε προγραμματιστεί οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι υποθετική η σύνδεση μεταξύ των δηλώσεων αυτών και των όρων πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-753/18, Föreningen Svenska Tonsättares Internationella Musikbyrå u.p.a. (Stim) και Svenska artisters och musikers intresseorganisation ek. för. (SAMI) κατά Fleetmanager Sweden AB και Nordisk Biluthyrning AB  - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, καθώς και του άρθρου 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών, αφενός, μεταξύ του σουηδικού οργανισμού διαχείρισης των δικαιωμάτων των συνθετών μουσικών έργων και των εκδοτών τους (STIM) και της Fleetmanager Sweden AB και, αφετέρου, μεταξύ του σουηδικού οργανισμού διαχείρισης των συγγενικών δικαιωμάτων των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και της Nordisk Biluthyrning AB, με αντικείμενο τον χαρακτηρισμό, από πλευράς δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, της εκμίσθωσης αυτοκινήτων εξοπλισμένων με ραδιοφωνικό δέκτη. Ειδικότερα, η Fleetmanager και η NB είναι εταιρίες εκμίσθωσης αυτοκινήτων οχημάτων εγκατεστημένες στη Σουηδία. Παρέχουν σε πελάτες, απευθείας ή μέσω πρακτορείων, αυτοκίνητα εξοπλισμένα με ραδιοφωνικό δέκτη, τα οποία διατίθενται προς βραχυχρόνια μίσθωση. Στη διαφορά μεταξύ του Stim και της Fleetmanager, ο Stim ζήτησε να υποχρεωθεί η αντίδικος να του καταβάλει το ποσό των 369 450 σουηδικών κορωνών (SEK) (περίπου 34 500 ευρώ), πλέον τόκων, λόγω προσβολής δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, ο Stim ισχυρίστηκε ότι η Fleetmanager, διαθέτοντας σε τρίτους, ήτοι σε εταιρίες εκμίσθωσης αυτοκινήτων, οχήματα εξοπλισμένα με ραδιοφωνικό δέκτη με σκοπό τη βραχυχρόνια μίσθωσή τους σε ιδιώτες συνήργησε στις προσβολές δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εκ μέρους των εταιριών αυτών, οι οποίες έθεταν μουσικά έργα στη διάθεση του κοινού χωρίς σχετική άδεια.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 και το άρθρο 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2006/115 έχουν την έννοια ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τις διατάξεις αυτές, η εκμίσθωση αυτοκινήτων οχημάτων εξοπλισμένων με ραδιοφωνικό δέκτη.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η έννοια της «παρουσίασης στο κοινό» απαρτίζεται από δύο σωρευτικά στοιχεία, ήτοι μια «πράξη παρουσίασης» έργου και την παρουσίαση του έργου αυτού σε «κοινό». Η παροχή ραδιοφωνικού δέκτη ενσωματωμένου σε ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο, ο οποίος καθιστά δυνατή, χωρίς καμία πρόσθετη παρέμβαση εκ μέρους των εταιριών εκμίσθωσης των οχημάτων, τη λήψη του σήματος της επίγειας ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης που είναι διαθέσιμη στη ζώνη όπου βρίσκεται το όχημα, διαφέρει από τις πράξεις παρουσίασης με τις οποίες άλλοι πάροχοι υπηρεσιών μεταδίδουν ηθελημένα στην πελατεία τους προστατευόμενα έργα, παρέχοντας σήμα μέσω ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών δεκτών που έχουν εγκαταστήσει στη μονάδα τους.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παρ. 1, της Οδηγίας 2001/29 και το άρθρο 8, παρ. 2, της Οδηγίας 2006/115 έχουν την έννοια ότι δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τις διατάξεις αυτές, η εκμίσθωση αυτοκινήτων οχημάτων εξοπλισμένων με ραδιοφωνικό δέκτη.

8. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Υπόθεση C-228/18, Gazdasági Versenyhivatal κατά Budapest Bank Nyrt. κ.λπ. – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 101, παρ. 1, ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουγγαρίας (Kúria) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της αρχής ανταγωνισμού της Ουγγαρίας και έξι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ήτοι της Budapest Bank Nyrt., της ουγγρικής θυγατρικής της ING Bank NV, της OTP Bank Nyrt., της Kereskedelmi és Hitelbank Zrt., της Magyar Külkereskedelmi Bank Zrt. και της ERSTE Bank Hungary Zrt., καθώς και δύο εταιριών οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών μέσω κάρτας, ήτοι της Visa Europe Ltd. (Visa) και της MasterCard Europe SA (MasterCard). Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αποτέλεσε απόφαση της αρχής ανταγωνισμού με την οποία αυτή διαπίστωσε την ύπαρξη αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας σε σχέση με τις διατραπεζικές προμήθειες.
Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 101, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι διατραπεζική συμφωνία η οποία ορίζει ενιαίο ποσό διατραπεζικής προμήθειας, η οποία εισπράττεται, όταν πραγματοποιείται πράξη πληρωμής με κάρτα, από τις εκδότριες τράπεζες τέτοιων καρτών οι οποίες προτείνονται από τις εταιρίες παροχής υπηρεσιών πληρωμής με κάρτα, που δραστηριοποιούνται στην οικεία εθνική αγορά, μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμφωνία που έχει «ως αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι α) τα είδη συμφωνιών που παρατίθενται στο άρθρο 101, παρ. 1  ΣΛΕΕ δεν συνιστούν εξαντλητικό κατάλογο απαγορευμένων συμπράξεων, καθόσον και άλλα είδη συμφωνιών μπορούν, τοιουτοτρόπως, να χαρακτηρισθούν ως περιορισμός ως «εκ του αντικειμένου», β) αν και στη συμφωνία για την ενιαία διατραπεζική προμήθεια προβλέφθηκαν ειδικά ποσοστά και ποσά στο πλαίσιο του καθορισμού των διατραπεζικών προμηθειών, εντούτοις από το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην κάποιος ως «εκ του αντικειμένου» περιορισμός, καθόσον δεν τεκμηριώθηκε ο επιβλαβής για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας των διατάξεων της συμφωνίας αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 101, παρ. 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι διατραπεζική συμφωνία με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συμφωνία έχουσα «ως αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εκτός εάν η συμφωνία αυτή, λαμβανομένων υπόψη της διατυπώσεώς της, των σκοπών της και του πλαισίου της, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως βλαπτική για τον ανταγωνισμό ώστε να χαρακτηρισθεί με τον τρόπο αυτόν, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

9. ΔΕΕ, απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2020, Υπόθεση C-584/18, D. Z. κατά Blue Air - Airline Management Solutions SRL κ.λπ. - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία της αποφάσεως 565/2014/ΕΕ για την εισαγωγή απλουστευμένου καθεστώτος για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, βασιζόμενου στη μονομερή αναγνώριση από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο και τη Ρουμανία ορισμένων εγγράφων ως ισοδύναμων με τις εθνικές τους θεωρήσεις για διέλευση ή για πρόθεση παραμονής στην επικράτειά τους η οποία δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών. 
Το άρθρο 13, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κώδικα είχε ως εξής: « 2. Η άρνηση εισόδου επιβάλλεται μόνο με αιτιολογημένη απόφαση η οποία αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους της άρνησης. Η απόφαση λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και είναι αμέσως εφαρμοστέα. Η αιτιολογημένη απόφαση η οποία αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους άρνησης έχει τη μορφή τυποποιημένου εντύπου, όπως προβλέπεται στο παράρτημα V μέρος Β, το οποίο συμπληρώνεται από την αρμόδια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αρχή. Το έντυπο αυτό, αφού συμπληρωθεί, παραδίδεται στον οικείο υπήκοο, ο οποίος βεβαιώνει την παραλαβή της απόφασης άρνησης μέσω του εντύπου. 3. Τα πρόσωπα στα οποία απαγορεύεται η είσοδος έχουν δικαίωμα προσφυγής. Οι προσφυγές ασκούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Ο υπήκοος της τρίτης χώρας λαμβάνει επίσης γραπτό κατάλογο σημείων επαφής που μπορούν να τον ενημερώσουν σχετικά με την ύπαρξη αντιπροσώπων αρμοδίων να τον εκπροσωπήσουν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. [...]» Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του D. Z. και της Blue Air – Airline Management Solutions SRL (Blue Air), με αντικείμενο την άρνηση της τελευταίας να επιτρέψει στον D. Z. να επιβιβαστεί σε πτήση που αναχωρούσε από τη Λάρνακα (Κύπρος) με προορισμό το Βουκουρέστι (Ρουμανία).
Το πρώτο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 3, παρ. 1, της αποφάσεως 565/2014 έχει την έννοια ότι αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα και δημιουργεί, υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, δικαιώματα τα οποία αυτοί δύνανται να επικαλούνται έναντι του Κράτους-μέλους προορισμού, ιδίως το δικαίωμα να μην απαιτείται θεώρηση για την είσοδό τους στο έδαφος του Κράτους-μέλους αυτού στην περίπτωση κατά την οποία είναι κάτοχοι θεωρήσεως εισόδου ή άδειας διαμονής περιλαμβανόμενης στον κατάλογο των εγγράφων τα οποία το εν λόγω Κράτος-μέλος έχει δεσμευθεί να αναγνωρίζει συμφώνως προς την ως άνω απόφαση. Το άρθρο 3, παρ. 1, της εν λόγω αποφάσεως έχει ως ακολούθως: «Εάν η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος ή η Ρουμανία αποφασίσουν να εφαρμόσουν το άρθρο 2, δύνανται να αναγνωρίζουν, επιπλέον των εγγράφων που αναφέρονται στο [εν λόγω] άρθρο, ως ισοδύναμες προς τις εθνικές τους θεωρήσεις για διέλευση μέσω της επικράτειάς τους ή για πρόθεση διαμονής στην επικράτειά τους η οποία δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών: α)      τις εθνικές θεωρήσεις διαμονής [βραχείας διαρκείας και τις εθνικές θεωρήσεις διαμονής] μακράς διάρκειας που εκδίδονται από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο ή τη Ρουμανία σύμφωνα με τον ενιαίο τύπο που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/95 του Συμβουλίου[, της 29ης Μαΐου 1995, για την καθιέρωση θεώρησης ενιαίου τύπου (ΕΕ 1995, L 164, σ. 1)]· β) τις άδειες διαμονής που εκδίδονται από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο ή τη Ρουμανία σύμφωνα με τον ενιαίο τύπο που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 του Συμβουλίου[, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών (ΕΕ 2002, L 157, σ. 1)], εκτός εάν οι θεωρήσεις και άδειες παραμονής προσαρτώνται σε ταξιδιωτικά έγγραφα τα οποία τα εν λόγω κράτη μέλη δεν αναγνωρίζουν ή σε ταξιδιωτικά έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τρίτη χώρα με την οποία δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις.»
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 565/2014 έχει την έννοια ότι αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 13 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε αερομεταφορέα να αρνηθεί την επιβίβαση υπηκόου τρίτης χώρας, κατ’ επίκληση αρνήσεως των αρχών του Κράτους-μέλους προορισμού να επιτρέψουν στον υπήκοο αυτό την είσοδο στο έδαφος του εν λόγω κράτους, χωρίς η άρνηση εισόδου να έχει αποτελέσει αντικείμενο γραπτής και αιτιολογημένης αποφάσεως, κοινοποιηθείσας προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο.
Το ΔΕΕ έκρινε το άρθρο 13 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε αερομεταφορέα να αρνηθεί την επιβίβαση υπηκόου τρίτης χώρας υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις χωρίς η άρνηση εισόδου να έχει αποτελέσει αντικείμενο γραπτής και αιτιολογημένης αποφάσεως, κοινοποιηθείσας προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο.

10. ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας κ.λπ., Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-715/17, C-718/17 και C-719/17 – Προσφυγή επί παραβάσει

Με τις προσφυγές που άσκησε η Επιτροπή στην υπόθεση C-715/17, κατά της Πολωνίας, στην υπόθεση C-718/17, κατά Ουγγαρίας και στην υπόθεση C-719/17 κατά Τσέχικης Δημοκρατίας ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσέχικη Δημοκρατία, μη υποδεικνύοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα, και οπωσδήποτε ανά τρίμηνο, τον προσήκοντα αριθμό αιτούντων διεθνή προστασία, που μπορούσαν να μετεγκατασταθούν ταχέως στο έδαφός της, παραβίασαν τις υποχρεώσεις που υπείχαν από το άρθρο 5, παρ. 2, της απόφασης 2015/1523 για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας και από το άρθρο 5, παρ. 2, της απόφασης 2015/1601 για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας καθώς και, κατά συνέπεια, τις μεταγενέστερες υποχρεώσεις μετεγκατάστασης τις οποίες υπείχε από το άρθρο 5, παρ. 4 έως 11, καθεμίας από τις δύο αυτές αποφάσεις.
Σημειώνουμε ότι το άρθρο 5 της απόφασης 2015/1601 και της απόφασης 2015/1523 προβλέπουν ότι τα Κράτη-μέλη υποδεικνύουν, σε τακτά χρονικά διαστήματα και οπωσδήποτε ανά τρίμηνο, τον αριθμό των αιτούντων που μπορούν να μετεγκατασταθούν ταχέως στο έδαφός τους, και παρέχουν κάθε άλλη σχετική πληροφορία.
Μεταξύ άλλων, τα Κράτη-μέλη προέβαλαν επιχειρήματα προκειμένου να δικαιολογήσουν την μη εφαρμογή των αποφάσεων 2015/1523 και 2015/1601. Πρόκειται, αφενός, για επιχειρήματα σχετικά με τις ευθύνες των κρατών μελών για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, τα οποία η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Ουγγαρία άντλησαν από το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παρ. 2, ΣΕΕ, και, αφετέρου, για επιχειρήματα τα οποία η Τσεχική Δημοκρατία άντλησε από την προβαλλόμενη δυσλειτουργία και αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού μετεγκατάστασης, όπως αυτός προβλέπεται στις σχετικές αποφάσεις.
Το ΔΕΕ διαπίστωσε α) ότι η Ένωση βασίζεται στο κράτος δικαίου και οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας, υποχρεωτικότητας  και δεσμευτικότητας, β) ότι το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, μολονότι προβλέπει ότι ο τίτλος V της Συνθήκης δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών τις οποίες φέρουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στα Κράτη-μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της Συνθήκης στηριζόμενα απλώς και μόνο στην επίκληση των ευθυνών αυτών και γ) ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένα Κράτος-μέλος δύναται να στηριχθεί στη μονομερή εκτίμησή του σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη αποτελεσματικότητας ή ακόμη και την υποτιθέμενη δυσλειτουργία του μηχανισμού μετεγκατάστασης, που θέσπισαν οι αποφάσεις 2015/1523 και 2015/1601.
Καταληκτικά, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι τα ανωτέρω παθητικά νομιμοποιούμενα Κράτη-μέλη παραβίασαν το επίδικο Δίκαιο της ΕΕ και τις υποχρεώσεις, που προκύπτουν από αυτό. 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου