Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

 CES-Duth Working Paper 1/2021
Προστασία του κράτους δικαίου στην ΕΕ: Η περίπτωση της Ουγγαρίας

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

(Γραπτή αποτύπωση εισήγησης στην διαδικτυακή ημερίδα με θέμα Προκλήσεις για το Κράτος Δικαίου στην ΕΕ, που διοργάνωσαν η Έδρα Jean Monnet "Δημοσιονομική Διακυβέρνηση της ΕΕ & Έλεγχος" και το Κέντρο Έρευνας Δημοκρατίας & Δικαίου του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του ΠΑΜΑΚ, στις 19/1/2021)

1. Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ 

Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας παράλληλα με την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, που μονοπώλησε σχεδόν το πολιτικό και επιστημονικό ενδιαφέρον, παρουσιάστηκαν σε Κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως  στην Ουγγαρία (2011), στην Ρουμανία (2012) και στην Πολωνία (2015) σοβαρές αποκλίσεις από τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ και  συγκροτούν την φιλελεύθερη αξιακή ταυτότητα της Ένωσης. Μεταξύ αυτών κεντρική θέση κατέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, που υποχρεώνει σε σεβασμό της τόσο τα θεσμικά όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσο και τα Κράτη-μέλη. Έτσι, γίνεται λόγος για «οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου» με σκοπό να περιγράψει το γενικότερο φαινόμενο, με παγκόσμιο χαρακτήρα, της συστηματικής αποδυνάμωσης των συνταγματικών μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances) από μια γενιά εκλεγμένων αλλά αυταρχικών ηγετών (Τσάβες, Πούτιν, Ερντογάν, αδελφοί Κατσίνσκι, Μαδούρο, Όρμπαν κα). Εξάλλου, ο όρος αποτυπώνει, ιδιαίτερα για το χώρο της ΕΕ, μια κατάσταση διολίσθησης χωρών από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο ίσχυε σε αυτές και αποτέλεσε προϋπόθεση για την προσχώρησή τους στην Ένωση σε αντιφιλελεύθερες μορφές διακυβέρνησης (illiberalism). Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μελή της Ένωσης εγκυμονεί σοβαρούς πολιτικούς και νομικούς κινδύνους για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενωσιακής έννομης τάξης ειδικότερα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι συνδέονται με την αποδυνάμωση της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων της Ένωσης από τη συμμετοχή σε αυτό κυβερνήσεων που δεν σέβονται τις φιλελεύθερες αξίες της. Εξάλλου, ο σεβασμός της αρχής του Κράτους Δικαίου ιδιαίτερα από τα Κράτη-μέλη είναι κομβικής σημασίας, αφού «παράγει» την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών-μελών και μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, στην οποία εδράζεται το νομικό ενωσιακό οικοδόμημα μετά και την εγκαθίδρυση ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. 

2. Ο «οδικός χάρτης» εγκαθίδρυσης αυταρχικών καθεστώτων

Για την εγκαθίδρυση ανελεύθερων καθεστώτων (illiberal states) από ηγέτες «τύπου  Orbán» ακολουθείται ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, που παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, τα στοιχεία του συνοψίζονται στον παρακάτω «οδικό χάρτη»: 

(α) Η οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου τείνει να αρχίσει με σημαντικό αριθμό πολιτών να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας  για λόγους που ποικίλλουν: από την αυξανόμενη ανισότητα, την υψηλή και επίμονη ανεργία, ή τις αρπακτικές πρακτικές της κυρίαρχης πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Συχνά αυτό συνοδεύεται από μια κρίση στο κομματικό σύστημα, στο οποίο τουλάχιστον ένα από τα κυρίαρχα κόμματα είτε συγκλονίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις είτε παίρνει μια απότομη στροφή προς ένα πολιτικό άκρο, γεγονός που στη συνέχεια και στις επόμενες εκλογές παρουσιάζεται ως επιλογή κανονικότητας.

(β) Οι δυσαρεστημένοι πολίτες ψηφίζουν για να σπάσουν το «παλιό σύστημα» εκλέγοντας έναν ηγέτη, ο οποίος υπόσχεται ριζική αλλαγή, συχνά αναφερόμενος στη «βούληση του λαού», επιτιθέμενος στο ισχύον συνταγματικό πλαίσιο με έξυπνα σχεδιασμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες (συνταγματικός λαϊκισμός), συνήθως δανεισμένες από άλλους «επιτυχημένους» αυταρχικούς ηγέτες.

(γ) Οι νέοι αυταρχικοί ηγέτες δρουν γρήγορα για να απενεργοποιήσουν, να περιορίσουν ή να ελέγξουν πλήρως  εξουσίες «κλειδιά», που μπορούν να αντισταθούν στην εδραίωση της εξουσίας τους. Στις εξουσίες αυτές περιλαμβάνονται πρωτίστως η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους (υπηρεσίες ασφαλείας, αστυνομία, εισαγγελική αρχή). Βασική τους στόχευση είναι η συστηματική υπονόμευση των βασικών συνιστωσών του Κράτους Δικαίου γνωστών ως θεσμικών αντίβαρων (checks and balances). 

(δ) Για να παραμείνουν δημοφιλείς, οι νέοι κυβερνώντες σχεδιάζουν, προσφέρουν και προβάλλουν παροχές σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν να ελέγξουν τον δημόσιο διάλογο και να εξαλείψουν τις εναλλακτικές απόψεις μέσω του εκφοβισμού κοινωνικών και πολιτικών ομάδων και την ανάπτυξη κατά των αντιπάλων τους φορολογικών, αστυνομικών και εισαγγελικών διώξεων από τις ελεγχθείσες σύμφωνα με τα παραπάνω εκ μέρους τους εξουσίες, που θεωρούνται «κλειδιά» για την εδραίωση της εξουσίας τους.

(ε) Στη συνέχεια, αλλάζουν τον εκλογικό σύστημα και το εκλογικό σώμα (σπρώχνοντας όπου αυτό είναι δυνατόν την αντιπολίτευση εκτός της χώρας ή καταπιέζοντας τους ψηφοφόρους της) ή και τα δύο. 

(στ) Όταν οι ψηφοφόροι τελικά αντιληφθούν («ξυπνήσουν») τη ζημία που έχει γίνει, κάτι που συμβαίνει συνήθως πολύ αργά, καθώς ο νέος αυταρχικός ηγέτης κατά το διάστημα που διέρρευσε κατέστρεψε κάθε δίαυλο μέσω του οποίου μπορούν να εκφραστούν εναλλακτικές απόψεις, έχουν λίγες επιλογές αντίστασης, αφού το συνταγματικό πλαίσιο «βρίσκεται σε αιχμαλωσία» (captured) και δεν παραμένει κάποια συνταγματική οδός για να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το κυβερνών κόμμα. 

(ζ) Στην σπάνια περίπτωση που εκδηλωθεί αντίσταση είτε στο Κοινοβούλιο είτε στους δρόμους (διαδηλώσεις κα), τα προκατειλημμένα ή μεροληπτικά  δημοψηφίσματα (μέσω της κατάλληλης θέσης των ερωτημάτων) μπορούν πάντοτε να οργανωθούν για να επιβεβαιώσουν τη βούληση του ηγέτη με το πρόσχημα της «θέλησης του λαού», μια έκφραση που οι κυβερνώντες λαϊκιστές θεωρούν χρήσιμη  να επικαλούνται για να θέσουν τους εαυτούς τους «πάνω από τους δημοκρατικούς θεσμούς και να ξεπεράσουν τα εμπόδια», που μπορεί να σταθούν στο δρόμο τους.

(η) Έχοντας περιορίσει τις αντίθετες φωνές και αλλάξει το εκλογικό σύστημα, οι νέοι ηγέτες μπορούν στη συνέχεια να περιμένουν να πάρουν τις ψήφους που χρειάζονται για να κερδίσουν επόμενες εκλογές, επιστρατεύοντας φανταστικούς εχθρούς και εμφανιζόμενοι  ψηφοθηρικά γενναιόδωροι με παροχές σε τμήματα του λαού. Με αυτόν τον τρόπο η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία «αποτελεί χαρακτηριστικό του παρελθόντος».

Συνοπτικά, όπως σημειώνουν οι Kim Lane Scheppele και Laurent Pech, η  σύγχρονη εκδοχή της οπισθοδρόμησης του Κράτους Δικαίου «μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της χειραγώγησης των δημοκρατικών κανόνων και θεσμών. Τα συντάγματα και οι εκλογικοί κανόνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ευνοήσουν ένα κυβερνών κόμμα και να περιορίσουν την ανεξαρτησία και την εξουσία της δικαστικής εξουσίας και των μέσων ενημέρωσης». Τελικός στόχος σε κάθε περίπτωση είναι η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που θα κινείται «σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας». 

3. Ζητήματα τριβής του καθεστώτος Όρμπαν με το Κράτος Δικαίου και τις αξίες της Ένωσης

Αναμφίβολα επιτομή του αυταρχικού ηγέτη εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου αλλά και εφαρμογής του προαναφερθέντος «οδικού χάρτη» αποτελεί το καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Βίκτωρ Όρμπαν και το κόμμα Fidesz στην Ουγγαρία από το 2010.  Το κόμμα του (μετά από μια πρώτη περίοδο διακυβέρνησης 1998 - 2002)  μαζί με το συνεργαζόμενο Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (KDNP) κέρδισε για τις εκλογές του 2010 με ποσοστό 42,73%, ενώ το Fidesz αυξάνοντας διαρκώς τη δύναμή του κέρδισε και τις εκλογές του 2014 με 44,86% και του 2018 με 49,27%. Η πολιτεία Όρμπαν, που χαρακτηρίζεται από τον κοινωνικό συντηρητισμό, τον λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό, δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί πολλά ζητήματα τριβής με το Κράτος Δικαίου και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα. Ο ίδιος άλλωστε δεν δίσταζε να δηλώνει το 2014 ότι «Διαχωρίζουμε τους δρόμους με τα δόγματα της Δυτικής Ευρώπης, καθιστώντας τον εαυτό μας ανεξάρτητο από αυτά… Πρέπει να εγκαταλείψουμε φιλελεύθερες μεθόδους και αρχές οργάνωσης μιας κοινωνίας. Το νέο κράτος που χτίζουμε είναι ένα μη φιλελεύθερο κράτος». 

Τα ζητήματα αυτά τριβής, όπως κωδικοποιήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Σεπτέμβριο του 2018 σύμφωνα με την έκθεση Sargentini, έχουν σχέση με: 

τη λειτουργία του συνταγματικού και του εκλογικού συστήματος

την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και άλλων θεσμών και τα δικαιώματα των δικαστών

τη διαφθορά και τις συγκρούσεις συμφερόντων

την προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων

την ελευθερία της έκφρασης

την ακαδημαϊκή ελευθερία

τη θρησκευτική ελευθερία

την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι

το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση

τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων των Ρομά και των Εβραίων, καθώς και την προστασία αυτών των μειονοτήτων έναντι της ρητορικής μίσους

τα θεμελιώδη δικαιώματα των μεταναστών, των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων

τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Για πολλά από τα παραπάνω ζητήματα έχουν παρέμβει η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ο  OLAF (σημειώστε ότι η Ουγγαρία παρουσίασε κατά την περίοδο 2013-2017 το υψηλότερο ποσοστό στην Ένωση όσον αφορά τις δημοσιονομικές συστάσεις από την OLAF για τα διαρθρωτικά ταμεία και τη γεωργία, ενώ σε δύο περιπτώσεις ο Οργανισμός εισηγήθηκε την ανάκτηση μεγάλου ύψους κονδυλίων που δόθηκαν στην Ουγγαρία στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής). Σε πολλές περιπτώσεις που σχετίζονται αμέσως ή αμέσως με το Κράτος Δικαίου και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα έχει καταδικαστεί την τελευταία δεκαετία η Ουγγαρία από το ΔΕΕ κατόπιν προσφυγών για παράβαση από την Επιτροπή. Εξάλλου, για τα ίδια ζητήματα ήδη έχουν εκφρασθεί επανειλημμένως ανησυχίες από διεθνή όργανα, όπως η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Επιτροπή της Βενετίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ο ΟΑΣΕ, ενώ καταγράφονται αρκετές καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ που αφορούν το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη και την ελευθερία έκφρασης, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της ελευθερίας της συνείδησης και της θρησκευτικής ελευθερίας κα 

Τα παραπάνω ζητήματα τριβής καταγράφηκαν πριν από την έκρηξη της πανδημίας στο χώρο της Ευρώπης την άνοιξη του 2020. Έτσι, σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται τα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση Όρμπαν με πρόσχημα την αντιμετώπιση του COVID-19. Με τα μέτρα αυτά και τα τελευταία ψήγματα δημοκρατικής διακυβέρνησης ανεστάλησαν επ’  αόριστον. Συγκεκριμένα, στις 30 Μαρτίου 2020 η Ουγγρική Εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμο που θεσπίζει κατάσταση έκτακτης ανάγκης αορίστου χρόνου και επιτρέπει στον Πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπάν να αποφαίνεται με διατάγματα. Ο νόμος θέσπισε επίσης ποινή φυλάκισης πέντε ετών για «την παρεμπόδιση των προσπαθειών αντιμετώπισης της κρίσης μέσω της διάδοσης παραπλανητικών πληροφοριών» και ποινή φυλάκισης τριών ετών για παραβίαση των κανόνων της καραντίνας. Με την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση να παραμερίζεται, οι ποινές φυλάκισης παρέχουν στην Κυβέρνηση εργαλεία εναντίον της εναπομένουσας αντιπολίτευσης, τον ελεύθερο τύπο και την κοινωνία των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα πρώτα μέτρα που υιοθετήθηκαν ήταν η εισαγωγή του «φύλου κατά τη γέννηση», που συνιστά μια de facto απαγόρευση των διαφυλικών πολιτών να αλλάζουν το φύλο τους και η ανακατεύθυνση των εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης στην κεντρική κυβέρνηση. Κατά συνέπεια οι Ούγγροι πολίτες έχουν χάσει ένα σημαντικό μέρος των πολιτικών τους δικαιωμάτων ενώ έχουν αποκτήσει πολύ λίγη προστασία έναντι του COVID-19.

4. Η αντίδραση της Ένωσης απέναντι στο φαινόμενο Όρμπαν

Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής τόσο πολιτικά όσο και δικαστικά, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» σ’ ένα Κράτος-μέλος, παρουσιάστηκε αρκετά ανεπαρκής. Κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε εξαιρετικά αδύναμη να προστατεύσει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, όταν αυτές παραβιάζονται συστηματικά από τα Κράτη-μέλη. 
Από τη μια πλευρά ο δικαστικός έλεγχος μέσω της προσφυγής για παράβαση του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, με ευθύνη κυρίως της Επιτροπής, που κινεί κατ’ απόλυτη διακριτή ευχέρεια τη διαδικασία της προσφυγής παρουσιάστηκε περιορισμένος. Κατά την Επιτροπή, αν και δεν αμφισβητείται ο δεσμευτικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 2 ΣΕΕ και των απαριθμούμενων σε αυτό αξιών/αρχών, ο «ανοικτός» και πολυσχιδής χαρακτήρας της αρχής του Κράτους Δικαίου σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης συγκεκριμένης παραβίασης της ενωσιακής νομοθεσίας για την ενεργοποίηση του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, αποτελούν εμπόδιο στην αυτοτελή επίκληση του άρθρου 2 ΣΕΕ. Αν και σε ότι αφορά τον περιορισμό της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης η ανάγνωση αυτή μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση του Συνδικάτου των Πορτογάλων Δικαστών άλλαξε μετά το 2018, αφού το ΔΕΕ έκρινε ότι η υποχρέωση των Κρατών-μελών για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης εδράζεται και συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 19 ΣΕΕ, η συγκεκριμενοποίηση αυτή δεν είναι πάντα εφικτή σε όλο το εύρος των επιμέρους αρχών που συγκροτούν μια ανοικτή έννοια, όπως αυτή του Κράτους Δικαίου. Πριν από αυτή τη σημαντική εξέλιξη  απέναντι σε μια μείζονα προσπάθεια ελέγχου των ανωτάτων δικαστηρίων εκ μέρους της Ουγγρικής Κυβέρνησης αναγκάσθηκε να καταφύγει στη νομοθεσία για την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης λόγω ηλικίας για να αντιμετωπίσει εμμέσως την υποχρεωτική πρόωρη συνταξιοδότηση των ανωτάτων δικαστών, που αποφάσισε η Ουγγρική Κυβέρνηση και όχι ευθέως και αυτοτελώς στην αρχή του Κράτους Δικαίου και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Εξάλλου, η ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χρησιμοποιήθηκε για να θεμελιώσει την προσφυγή της η Επιτροπή κατά της Ουγγαρίας, όταν η Κυβέρνηση Όρμπαν επέβαλλε την πρόωρη παύση της θητείας του ανεξάρτητου Επίτροπου για την προστασία των δεδομένων, με αρμοδιότητα να διασφαλίζει το συνταγματικό δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την πρόσβαση σε δεδομένα γενικού ενδιαφέροντος. Πρόσφατα η Επιτροπή αναγκάστηκε να προσάψει στην Ουγγαρία τη μη συμμόρφωση  με τις διατάξεις των Οδηγιών 2013/32, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και 2013/33, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, για να θεμελιώσει την προσφυγή για παράβαση με την οποία ζήτησε από το Δικαστήριο να κριθεί ως αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο η νομοθεσία γνωστή ως «Stop Soros». Με τη νομοθεσία αυτή αφενός περιορίστηκε ακόμη περισσότερο ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα ασύλου και αφετέρου ποινικοποιήθηκε η οργανωτική δραστηριότητα που αποβλέπει στη διευκόλυνση της κίνησης των διαδικασιών ασύλου για πρόσωπα τα οποία δεν υφίστανται διώξεις ή τα οποία δεν έχουν βάσιμο φόβο ότι θα διωχθούν άμεσα λόγω φυλής, ιθαγένειας, κοινωνικής τάξης, θρησκείας ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής τους, στη χώρα συνήθους διαμονής τους ή σε άλλη χώρα μέσω της οποίας έφθασαν στην Ουγγαρία.
Οι παραπάνω περιπτώσεις καταδεικνύουν ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο χρησιμοποίηση της προσφυγή για παράβαση έχει περιορισμένη εμβέλεια, αφού μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε μια κατά περίπτωση προσέγγιση (case-by-case basis) των παραβιάσεων και όχι για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση συστηματικής παραβίασης των αξιών της ΕΕ. Με τον τρόπο, όμως, αυτό η Επιτροπή είναι δύσκολο να παρουσιάσει στο Δικαστήριο μια ξεκάθαρη και συνολική εικόνα συστηματικής παραβίασης των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ από ένα Κράτος-μέλος. Όπως παρατηρείται, η διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή στην περίπτωση της Ουγγαρίας, «αν και μπορεί να προσφέρει ορισμένες σημαντικές νομικές νίκες, τελικά, δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει ευρύτερα θεσμικά θέματα, που απειλούν τα ίδια τα θεμέλια του κράτους δικαίου και των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας».
Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, εξάλλου, τίθεται και ζήτημα αποτελεσματικότητας της διαδικασίας της προσφυγής για παράβαση. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα στις περιπτώσεις της καταδίκης για τη μη συμμόρφωση της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας στο σύστημα μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο από την Ιταλία και την Ελλάδα, που αποφάσισε το Συμβούλιο το 2015, αλλά και στην καταδίκη της Ουγγαρίας για τα μέτρα που έλαβε εναντίον του Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης. Οι καταδίκες αυτές δημιούργησαν μια γλυκόπικρη γεύση και χαρακτηρίστηκαν ως «πύρρειος νίκη», αφού οι καταδικαστικές αποφάσεις ήρθαν με μεγάλη καθυστέρηση και όταν η ζημιά είχε γίνει. Έτσι, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν εμπόδισαν ούτε την κατάρρευση του συστήματος μετεγκατάστασης ούτε τελικά την αποχώρηση Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης από την Ουγγαρία και την εγκατάστασή του στην Βιέννη, που ήταν στόχος της Κυβέρνησης Όρμπαν. Οι εξελίξεις αυτές θέτουν το γενικότερο ζήτημα για το κατά πόσο η προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, μπορεί να αποβεί εξίσου χρήσιμη όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» κατά του Κράτους Δικαίου σε ένα Κράτος-μέλος.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η αοριστία των εννοιών που συγκροτούν την αξιακή ταυτότητα της Ένωσης και ο ανοικτός και πολυσχιδής τους χαρακτήρας σε συνδυασμό με την έλλειψη προσπάθειας συγκεκριμενοποίησης (πχ με τη δημιουργία ενός πίνακα αποτελεσμάτων και δεικτών συμμόρφωσης, όπως πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το 2015 ή προβλέπεται στον Κανονισμό σχετικά με την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης σε περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το Κράτος Δικαίου στα Κράτη-μέλη) εκτός του ότι δημιουργεί προβλήματα στην επικλησιμότητα των αξιών αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου προάγει την ερμηνευτική αμφισημία και επιτρέπει σε ηγέτες σαν τον Όρμπαν να ισχυρίζονται ότι συμμορφώνονται πλήρως με τις αξίες της Ένωσης, ότι αυτός είναι ο «αληθινός Ευρωπαίος» και ότι οι πολιτικές του αντικατοπτρίζουν τις ρίζες της ΕΕ και αποσκοπούν στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Έτσι κατηγορούμενος για αντισημιτισμό και ξενοφοβία, που χρηματοδοτείται από το ίδιο το Κράτος, δεν διστάζει να ισχυριστεί ότι  η αντι-μετανάστευση πολιτική του είναι «πλήρως εναρμονισμένη με τις βασικές αξίες της Ευρώπης και τις προθέσεις των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ότι η «ευρωπαϊκή χριστιανική δημοκρατική προσέγγιση», επιπλέον, «δεν ανέχεται οποιαδήποτε αντι-μουσουλμανική πολιτική».  Από εκεί και πέρα στη ρητορική του για να δικαιολογήσει τις όποιες αποκλίσεις αντλεί επιχειρήματα από την ίδια τη Συνθήκη αναφερόμενος στις αρχές της εθνικής κυριαρχίας, της επικουρικότητας και του σεβασμού της εθνικής και συνταγματικής ταυτότητας των Κρατών-μελών. 

Από την άλλη πλευρά οι μηχανισμοί του άρθρου 7 ΣΕΕ, που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν το σεβασμό εκ μέρους των Κρατών-μελών των αξιών της Ένωσης, παρουσιάζονται, όπως προαναφέρθηκε, παντελώς αναποτελεσματικοί. Ο κατασταλτικός μηχανισμός του άρθρο 7 παρ. 2 ΣΕΕ, αν και μπορεί να εφαρμοσθεί σε κάθε περίπτωση «ύπαρξης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης» του Κράτους Δικαίου, ακόμη και αν αυτή εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, ουδέποτε τέθηκε σε εφαρμογή, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο προσφυγής στη διάταξη. Είναι βεβαίως η παραλυτική απαίτηση ομοφωνίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη διαπίστωση της ύπαρξης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης, αν και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο διακυβερνητικός χαρακτήρας της διαδικασίας, που επιτρέπει πολιτική διαχείριση της κρίσης και συμφωνίες μεταξύ των Κρατών-μελών «πίσω από τις κουρτίνες». Με μεγάλη δε καθυστέρηση επιχειρήθηκε με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η ενεργοποίηση για την περίπτωση της Ουγγαρίας του προληπτικού του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ. Πραγματικά με Ψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου του 2018 το Κοινοβούλιο υιοθετώντας σχετική πρόταση Ψηφίσματος της J. Sargentini εκ μέρους της  Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων αποφάσισε να απευθύνει αιτιολογημένη πρόταση στο Συμβούλιο, το οποίο καλείται να διαπιστώσει σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ αν υπάρχει σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ από την Ουγγαρία και να απευθύνει κατάλληλες συστάσεις στο πλαίσιο αυτό. Το ψήφισμα εγκρίθηκε με 448 ψήφους υπέρ και 197 ψήφους κατά, ενώ 48 ευρωβουλευτές απείχαν της ψηφοφορίας. Η Ουγγρική κυβέρνηση προσέβαλε με προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου το εν λόγω Ψήφισμα, ισχυριζόμενη ότι αυτό δεν θα είχε υιοθετηθεί αν είχαν καταμετρηθεί στους ψηφίσαντες και οι απέχοντες (το άρθρο 354 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στις πράξεις που εκδίδονται από το Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 7 ΣΕΕ, προβλέπει ειδική πλειοψηφία, υπό τη μορφή των δύο τρίτων των ψηφισάντων και της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν). Επί της προσφυγής αυτής δεν έχει εκδοθεί ακόμη η απόφαση του Δικαστηρίου ενώ στις 3 Δεκεμβρίου 2020 με τις Προτάσεις του ο ΓΕ πρότεινε στο Δικαστήριο την απόρριψη της προσφυγής. Είναι εντυπωσιακό, πάντως, ότι δυόμισι χρόνια μετά το Συμβούλιο δεν πήρε θέση επί της αιτιολογημένης προτάσεως του Κοινοβουλίου (και της αντίστοιχης της Επιτροπής για την Πολωνία), γεγονός που έχει εγείρει τις διαμαρτυρίες του Κοινοβουλίου με Ψήφισμα της 16ης Ιανουαρίου 2020.

Είναι φανερό ότι ο Βίκτωρ Όρμπαν και το Fidesz επί σειρά ετών απολαμβάνει ασυλίας στο πλαίσιο του συστήματος της ΕΕ. Ισχυρή προστασία από την κριτική του προσφέρει η συμμετοχή του στο ΕΛΚ (στο οποίο η ιδιότητα μέλους ουδέποτε ανεστάλη). Είναι ενδεικτικό ότι η υιοθέτηση του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενεργοποίηση του άρθρου 7 παρ.1 ΣΕΕ έγινε τελικά εφικτή μόνο όταν ένα μέρος των ευρωβουλευτών προερχομένων από το ΕΛΚ, θεωρώντας ότι εξαντλείται η υπομονή τους απέναντι στο καθεστώς Όρμπαν ιδιαίτερα μετά τα μέτρα που ελήφθησαν κατά του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης, ψήφισαν υπέρ του Ψηφίσματος. 

Πέρα από την πολιτική κάλυψη ή ανοχή αν θέλετε, κυβερνήσεις σαν αυτή της Ουγγαρίας εκμεταλλεύονται και την ουσιαστική υπονόμευση κάθε προσπάθειας δημιουργίας μηχανισμών ελέγχου της συμμόρφωσης στις αξίες της Ένωσης, που εκδηλώνεται από μεγάλη μερίδα Κυβερνήσεων των Κρατών-μελών και του Συμβουλίου. Είναι χαρακτηριστική η αρνητική θέση του Συμβουλίου απέναντι στην πρωτοβουλία της Επιτροπής κατά την υιοθέτηση εκ μέρους της του "νέου πλαισίου" το 2016 για τη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου (αυτού του ήπιου μηχανισμού έγκαιρης προειδοποίησης), που εκφράστηκε κατά κύριο λόγο από τη Νομική του Υπηρεσία, που έκρινε ότι το «νέο πλαίσιο» δεν είναι συμβατό με τις Συνθήκες και συνιστά «υφαρπαγή εξουσίας» εκ μέρους της Επιτροπής κατά παράβαση των αρχών της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 5 ΣΕΕ) και του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας των Κρατών-μελών, που είναι σύμφυτη με την θεμελιώδη συνταγματική και πολιτική τους δομή (άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ)29. Κατά την Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου «δεν υπάρχει η νομική βάση στις Συνθήκες, που να αναγνωρίζει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης την αρμοδιότητα για τη δημιουργία ενός νέου μηχανισμού εποπτείας του σεβασμού του Κράτους Δικαίου από τα Κράτη-μέλη, επιπλέον των όσων προβλέπονται στο άρθρο 7 της ΣΕΕ». Ενδιαφέρον είναι ότι η Νομική Υπηρεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «εναπόκειται στα Κράτη-μέλη να δημιουργήσουν έναν τέτοιο μηχανισμό με μια διεθνή συμφωνία μεταξύ τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται το άρθρο 7 της ΣΕΕ και τα άρθρα 258, 259 και 260 της ΣΛΕΕ. Η συμφωνία αυτή μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων καθηκόντων στα θεσμικά όργανα της Ένωσης». Η θέση αυτή, που χαρακτηρίστηκε ως μια «επιφανειακή και επιλεκτική ανάγνωση των Συνθηκών», όπως ήταν αναμενόμενο ξεσήκωσε ισχυρό νομικό αντίλογο. Αν ανατρέξει κανείς στην Κοινή Διακήρυξη των Πρωθυπουργών της Πολωνίας και της Ουγγαρίας της 26ης Νοεμβρίου 2020 με την οποία απείλησαν ή εκβίασαν αν θέλετε με veto κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού και του Ταμείου Ανάκαμψης σε περίπτωση υιοθέτησης του Κανονισμού σχετικά με την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης σε περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το Κράτος Δικαίου στα Κράτη-μέλη θα ανακαλύψει πολλές από τις παραπάνω "ιδέες" της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου.  

5. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

 Παρά την αυξανόμενη σημασία της αρχής του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής τόσο πολιτικά όσο και δικαστικά, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται «συστημικές απειλές» σ’ ένα Κράτος-μέλος, παρουσιάστηκε εξαιρετικά ανεπαρκής. Κατ’ ουσία η Ένωση εμφανίστηκε αδύναμη να την οπισθοδρόμηση του Κράτους Δικαίου σε Κράτη-μέλη της.  

Αν και το ζήτημα αντιμετωπίζεται από τη θεωρία ως νομικό και θεσμικό, υπό την έννοια της ανεπάρκειας των διαθέσιμων από τη Συνθήκη εργαλείων για την προάσπιση της φιλελεύθερης αξιακής ταυτότητας της Ένωσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η πολιτική του διάσταση, αφού μεγάλο μέρος των Κυβερνήσεων των Κρατών-μελών επί σειρά ετών επιδεικνύουν χαρακτηριστική ανοχή στο «φαινόμενο Όρμπαν». 

Η Ουγγαρία σήμερα δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί δημοκρατία, αλλά ανήκει σε μια  αναπτυσσόμενη ομάδα «υβριδικών καθεστώτων», που κινούνται στην «γκρίζα ζώνη» μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας.

Η ανοχή απέναντι σε αυταρχικές κυβερνήσεις εντός της ΕΕ, εκτός από την υπονόμευση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των Κρατών-μελών και της αναγκαίας της νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων εγκυμονεί και τον κίνδυνο διάχυσης. Όπως λέει ο Kelemen «η αποδοχή μιας αυταρχικής κυβέρνησης-μέλους στην ΕΕ είναι σαν να αφήνεις μια τουαλέτα σε μια πισίνα. Τελικά η βρωμιά θα μολύνει ολόκληρη την πισίνα». 

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Καθηγητής, Νομική Σχολή ΔΠΘ
mchrysom@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου