Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

CES-DUTH FOCUS ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 8/2019
ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΕ (ΔΕΕ): Ιούλιος – Αύγουστος 2019
Επιμέλεια: Παναγιώτης Αργαλιάς, Δικηγόρος, ΔΝ


1. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-410/18, Nicolas Aubriet κατά Ministre de l'Enseignement supérieur et de la Recherche – Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο του Λουξεμβούργου και αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 αναφορικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού ο εργαζόμενος απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Nicolas Aubriet και του Υπουργού Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας σχετικά με την άρνηση των αρχών του Λουξεμβούργου να χορηγήσουν στον πρώτο οικονομικό βοήθημα, για το ακαδημαϊκό έτος 2014-2015, για την πραγματοποίηση μεταλυκειακών σπουδών στο Στρασβούργο (Γαλλία). 
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν νομοθεσία Κράτους-μέλους η οποία εξαρτά τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες και μεταλυκειακές σπουδές στους σπουδαστές που δεν διαμένουν στο οικείο Κράτος-μέλος από την προϋπόθεση ότι κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση οικονομικού βοηθήματος, ο ένας εκ των γονέων του σπουδαστή θα πρέπει να έχει απασχοληθεί ή ασκήσει δραστηριότητα στο εν λόγω Κράτος-μέλος επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών εντός περιόδου αναφοράς επτά ετών αποκλειομένης της συνεκτιμήσεως κάθε άλλου κριτηρίου συνδέσεως. Ας σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση δεν προβλέπεται όσον αφορά του σπουδαστές που διαμένουν στο εν λόγω Κράτος μέλος.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παρ. 2, του Κανονισμού 492/2011 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν την επίδικη νομοθεσία  του Λουξεμβούργο στον βαθμό που η νομοθεσία αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί κατά τρόπο αρκούντως ευρύ η ύπαρξη τυχόν επαρκούς δεσμού με την αγορά εργασίας του εν λόγω Κράτους-μέλους.

2. ΔΕΕ, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-387/18, Delfarma Sp. z o.o. κατά Prezes Urzędu Rejestracji Produktów Leczniczych, Wyrobów Medycznych i Produktów Biobójczych - Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειας της Βαρσοβίας, Πολωνία (Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie)  και αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 34 και 36 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Delfarma sp. z o.o. και του Προέδρου του Οργανισμού φαρμάκων, ιατρικών προϊόντων και βιοκτόνων με αντικείμενο την άρνηση χορηγήσεως άδειας για την παράλληλη εισαγωγή γενόσημου φαρμάκου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, η οποία απαιτεί, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια για την παράλληλη εισαγωγή φαρμάκου, το φάρμακο αυτό και το φάρμακο που έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας στην αγορά (ΑΚΑ) στο εν λόγω Κράτος-μέλος (Πολωνία) να είναι αμφότερα φάρμακα αναφοράς ή αμφότερα γενόσημα φάρμακα και η οποία, συνεπώς, απαγορεύει τη χορήγηση οιασδήποτε άδειας για την παράλληλη εισαγωγή φαρμάκου, όταν το φάρμακο αυτό είναι γενόσημο, ενώ το ήδη εγκεκριμένο στο εν λόγω Κράτος-μέλος φάρμακο είναι φάρμακο αναφοράς.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ανωτέρω ρύθμιση του Κράτους-μέλους 

3. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-163/18, HQ κ.λπ. κατά Aegean Airlines SA – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 8, παρ. 2, του Κανονισμού 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης υπό το πρίσμα της Οδηγίας 90/314 για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις. To άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει ότι «1. Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, παρέχεται στον επιβάτη η δυνατότητα να επιλέξει: α) – την εντός επτά ημερών επιστροφή, με τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3, του πλήρους αντιτίμου του εισιτηρίου του, στην τιμή που το αγόρασε, για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που δεν πραγματοποιήθηκαν και για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που ήδη πραγματοποιήθηκαν, εφόσον η πτήση δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό σε σχέση με το αρχικό ταξιδιωτικό του σχέδιο, καθώς επίσης, αν συντρέχει η περίπτωση: –       πτήση επιστροφής στο αρχικό σημείο αναχώρησής του το νωρίτερο δυνατόν· β) τη μεταφορά του με την ενωρίτερη δυνατή πτήση, υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς, στον τελικό του προορισμό, ή γ) τη μεταφορά του, υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς, στον τελικό του προορισμό άλλη ημέρα που τον εξυπηρετεί εφόσον υπάρχει διαθεσιμότητα θέσεων. 2. Η παράγραφος 1 στοιχείο α) εφαρμόζεται και στους επιβάτες η πτήση των οποίων αποτελεί μέρος οργανωμένου ταξιδιού, εκτός καθ’ όσον αφορά το δικαίωμα επιστροφής χρημάτων, όταν γεννάται δυνάμει της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ». Η αίτηση υποβλήθηκε από το πρωτοδικείο Noord-Nederland των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των HQ, IP και της αεροπορικής εταιρίας Aegean Airlines SA, σχετικά με την επιστροφή του αντιτίμου αεροπορικών εισιτηρίων την οποία οι HQ κ.λ.π. ζήτησαν κατόπιν της ματαίωσης πτήσης που αποτελούσε μέρος οργανωμένου ταξιδιού.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 8, παρ. 2, του Κανονισμού 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάτης ο οποίος, δυνάμει της Οδηγίας 90/314, έχει έναντι του διοργανωτή του ταξιδιού του δικαίωμα επιστροφής του αντιτίμου του αεροπορικού εισιτηρίου παύει για τον λόγο αυτό να έχει τη δυνατότητα να αξιώσει την επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου από τον αερομεταφορέα, ακόμη και στην περίπτωση που ο διοργανωτής ταξιδίων δεν είναι από οικονομικής απόψεως σε θέση να επιστρέψει το αντίτιμο του εισιτηρίου και δεν έχει λάβει μέτρα για να εξασφαλίσει την επιστροφή αυτή.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 8, παρ. 2, του Κανονισμού 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάτης δεν έχει τη δυνατότητα να αξιώσει την επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου από τον αερομεταφορέα υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών

4. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-89/18, A κατά Udlændinge- og Integrationsministeriet – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 13 της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως μεταξύ της Τουρκίας και των Κρατών-μελών της ΕΚ/ΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Εφετείο Ανατολικής Περιφέρειας της Δανίας (Østre Landsret)  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της A και του Υπουργείου Αλλοδαπών και Ενσωμάτωσης της Δανίας, σχετικά με την απόρριψη από το Υπουργείο της αίτησης της Α για χορήγηση άδειας διαμονής στη Δανία για λόγους οικογενειακής επανένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 13 της απόφασης 1/80 «Τα κράτη μέλη της Κοινότητας και η Τουρκία δεν δύνανται να επιβάλλουν στους εργαζομένους που διαμένουν και απασχολούνται νομίμως στο έδαφός τους νέους περιορισμούς σχετικά με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην απασχόληση.».
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 13 της απόφασης 1/80 έχει την έννοια ότι εθνικό μέτρο, το οποίο εξαρτά την οικογενειακή επανένωση μεταξύ Τούρκου εργαζομένου που διαμένει νομίμως στο συγκεκριμένο Κράτος-μέλος (Δανία) και της συζύγου του από την προϋπόθεση ότι οι δεσμοί του με τη Δανία είναι ισχυρότεροι από εκείνους που έχει με τρίτη χώρα, συνιστά «νέο περιορισμό» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, κατά πόσον το εν λόγω μέτρο μπορεί να δικαιολογείται από τον σκοπό της διασφάλισης της επιτυχούς ένταξης υπηκόων τρίτων χωρών στο οικείο Κράτος-μέλος και της αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ροών.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι το ανωτέρω εθνικό μέτρο συνιστά νέο περιορισμό. 
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο περιορισμός δεν δύναται να κριθεί κατάλληλος για την επίτευξη του επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος που επικαλέστηκε η κυβέρνηση της Δανίας, ήτοι διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. 

5.  ΔΕΕ, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Α, Υπόθεση C-716/17 – Προδικαστική

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Εφετείο της Ανατολικής Περιφέρειας της Δανίας (Østre Landsret) και αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας την οποία κίνησε ο Α με σκοπό τη διαγραφή χρεών.
Το νομικό ζήτημα που  τέθηκε ήταν αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντίκειται σε κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που ορίζεται σε ρύθμιση Κράτους-μέλους, ο οποίος εξαρτά τη διαγραφή χρεών από την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης έχει την κατοικία ή τη διαμονή του εντός του εν λόγω Κράτους-μέλους (Δανία).
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντίκειται στην ανωτέρω εθνική ρύθμιση σχετικά με τον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας.

Επίσης, τέθηκε το νομικό ζήτημα αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη την προϋπόθεση κατοικίας, που ορίζει εθνικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως του αν η διαδικασία διαγραφής χρεών θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια να θιγούν οι απαιτήσεις των ιδιωτών δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει την προϋπόθεση κατοικίας που ορίζει εθνικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας ανεξαρτήτως του αν η διαδικασία διαγραφής χρεών θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια να θιγούν οι απαιτήσεις ιδιωτών δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής.

6. ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-649/17, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände - Verbraucherzentrale Bundesverband e.V. κατά Amazon EU Sàrl – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 6, παρ. 1, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Το ανωτέρω άρθρο ορίζει ότι  «1.Πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής με σύμβαση συναπτόμενη εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος ή με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά, ο έμπορος παρέχει στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες με ευκρινή και κατανοητό τρόπο: […] γ) τη γεωγραφική διεύθυνση όπου ο έμπορος είναι εγκατεστημένος και τον αριθμό τηλεφώνου του εμπόρου, τον αριθμό τηλεομοιοτυπίας και τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, εάν υπάρχει, ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να επικοινωνήσει με τον έμπορο γρήγορα και αποτελεσματικά και, κατά περίπτωση, τη γεωγραφική διεύθυνση και την ταυτότητα του εμπόρου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ομοσπονδίας ενώσεων καταναλωτών και της Amazon EU Sàrl με αντικείμενο αγωγή παραλείψεως την οποία άσκησε η πρώτη σχετικά με τις πρακτικές της Amazon EU όσον αφορά την αναγραφή των πληροφοριών που καθιστούν δυνατή την επικοινωνία των καταναλωτών με την εταιρία αυτή.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν το άρθρο 6, παρ. 1, στοιχ. γʹ, της Οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει στον έμπορο την υποχρέωση, πριν συνάψει με τον καταναλωτή σύμβαση εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος, να του παράσχει, σε κάθε περίπτωση, τον αριθμό τηλεφώνου του, και αν η ίδια ως άνω διάταξη υποχρεώνει τον έμπορο να εγκαταστήσει νέα σύνδεση τηλεφώνου ή τηλεομοιοτυπίας ή να δημιουργήσει λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ώστε να μπορούν οι καταναλωτές να επικοινωνούν με αυτόν. 
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 6, παρ. 1, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει στον έμπορο την υποχρέωση, πριν συνάψει με τον καταναλωτή σύμβαση εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος. Επίσης, η ανωτέρω διάταξη δεν συνεπάγεται υποχρέωση του εμπόρου να εγκαταστήσει νέα σύνδεση τηλεφώνου ή τηλεομοιοτυπίας ή να δημιουργήσει λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ώστε να μπορούν οι καταναλωτές να επικοινωνήσουν με αυτόν, και του επιβάλλει να γνωστοποιεί τον ως άνω αριθμό τηλεφώνου ή τηλεομοιοτυπίας ή τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μόνο στις περιπτώσεις που διαθέτει ήδη αυτά τα μέσα επικοινωνίας με τους καταναλωτές. Το ΔΕΕ σημείωσε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στον εν λόγω έμπορο να παρέχει άλλα μέσα επικοινωνίας επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, προς εκπλήρωση των ως άνω κριτηρίων.

7. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-476/17, Pelham GmbH κ.λπ. κατά Ralf Hütter και Florian Schneider-Esleben – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 5, παρ. 3, στοιχ. δʹ, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας καθώς και του άρθρου 9, παρ. 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 10, παρ. 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Pelham GmbH και των M. Pelham και M. Haas και, αφετέρου, των R. Hütter και F. Schneider-Esleben με αντικείμενο τη χρήση, κατά την ηχογράφηση του μουσικού έργου «Nur mir» το οποίο συνέθεσαν οι M. Pelham και M. Haas και το οποίο περιλαμβάνεται σε φωνογράφημα παραγωγής της εταιρίας Pelham, μιας ρυθμικής ακολουθίας περίπου δύο δευτερολέπτων προερχόμενης από φωνογράφημα του μουσικού συγκροτήματος Kraftwerk, του οποίου οι Hütter κ.λπ. είναι μέλη.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2001/29 πρέπει, υπό το πρίσμα του Χάρτη, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο απονέμει η εν λόγω διάταξη στον παραγωγό φωνογραφημάτων να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή του φωνογραφήματός του, παρέχει στον παραγωγό τη δυνατότητα να αντιταχθεί στη λήψη, εκ μέρους τρίτου, ενός ηχητικού sample, έστω και πολύ μικρής διάρκειας, από το φωνογράφημά του με σκοπό την ενσωμάτωση του sample αυτού σε άλλο φωνογράφημα.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2001/29 πρέπει, υπό το πρίσμα του Χάρτη, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το αποκλειστικό δικαίωμα το οποίο απονέμει η εν λόγω διάταξη στον παραγωγό φωνογραφημάτων παρέχει στον παραγωγό τη δυνατότητα να αντιταχθεί στη χρήση από τρίτον ενός ηχητικού sample, έστω και πολύ μικρής διάρκειας, από το φωνογράφημά του με σκοπό την ενσωμάτωση του sample αυτού σε άλλο φωνογράφημα, εκτός αν το sample ενσωματώνεται στο άλλο φωνογράφημα υπό μορφή τροποποιημένη και μη αναγνωρίσιμη κατά την ακρόαση.

8.ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-469/17, Funke Medien NRW GmbH κατά Bundesrepublik Deutschland - Προδικαστική

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 3, παρ. 1, και του άρθρου 5, παρ. 2 και 3, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 και 3 της ανωτέρω Οδηγίας. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας  στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Funke Medien NRW GmbH, η οποία εκμεταλλεύεται τη δικτυακή πύλη της γερμανικής ημερήσιας εφημερίδας Westdeutsche Allgemeine Zeitung, και, αφετέρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με αντικείμενο τη δημοσίευση από τη Funke Medien ορισμένων εγγράφων της Γερμανικής Κυβέρνησης που χαρακτηρίζονται ως «διαβαθμισμένα έγγραφα περιορισμένης πρόσβασης».
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη, μπορούν να δικαιολογήσουν, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παρ. 2 και 3, της Οδηγίας 2001/29, παρέκκλιση από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού για αναπαραγωγή του έργου και παρουσίασή του στο κοινό (άρθρο 2, στοιχ. αʹ, άρθρο 3, παρ. 1, της εν λόγω Οδηγίας).
Σύμφωνα με το ΔΕΕ τα Κράτη-μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν με συνεπή τρόπο τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς και δεν είναι ελεύθερα να θεσπίζουν εξαιρέσεις και περιορισμούς πέραν εκείνων που προβλέπονται ρητώς από την οδηγία 2001/29.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της Οδηγίας 2001/29, παρέκκλιση από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού για αναπαραγωγή του έργου του και παρουσίασή του στο κοινό. 

9. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-40/17, Fashion ID GmbH & Co.KG κατά Verbraucherzentrale NRW eV – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 2, 7, 10 και 22 έως 24 της Οδηγίας 95/46 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτερο Περιφερειακό δικαστήριο του Ντίσελντορφ της Γερμανίας (Oberlandesgericht Düsseldorf) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Fashion ID GmbH & Co. KG και της Verbraucherzentrale NRW eV σχετικά με την ενσωμάτωση από την πρώτη στην ιστοσελίδα της πρόσθετου κοινωνικής δικτύωσης (social plugin) της Facebook Ireland Ltd. Ειδικότερα, η Fashion ID, επιχείρηση η οποία εμπορεύεται είδη ένδυσης μέσω του διαδικτύου, ενσωμάτωσε στην ιστοσελίδα της το πρόσθετο «Μου αρέσει!» του μέσου κοινωνικής δικτύωσης Facebook.
Το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν διαχειριστής ιστοσελίδας, όπως η Fashion ID, ο οποίος ενσωματώνει στην εν λόγω ιστοσελίδα πρόσθετο μέσου κοινωνικής δικτύωσης το οποίο δίνει στον φυλλομετρητή του επισκέπτη της ιστοσελίδας τη δυνατότητα να αντλήσει περιεχόμενο από τον πάροχο του εν λόγω πρόσθετου και προς τον σκοπό αυτό επιτρέπει να διαβιβάζονται στον πάροχο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του επισκέπτη μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος της επεξεργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 95/46, παρά το ότι ο διαχειριστής της ιστοσελίδας δεν ασκεί καμία επιρροή στην επεξεργασία των δεδομένων που διαβιβάζονται στον πάροχο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο ανωτέρω διαχειριστής ιστοσελίδας μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος της επεξεργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 95/46. Ωστόσο, η συγκεκριμένη  ευθύνη περιορίζεται μόνο στην πράξη ή στη σειρά πράξεων επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τις οποίες αυτός καθορίζει πράγματι τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας, ήτοι στη συλλογή και την ανακοίνωση με διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων.


10. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Υπόθεση C-516/17, Spiegel Online GmbH κατά Volker Beck – Προδικαστική 

Η αίτηση αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παρ. 3, της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 της ανωτέρω Οδηγίας, «3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς στα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, στις ακόλουθες περιπτώσεις: […] γ) αναπαραγωγή διά του Τύπου, παρουσίαση στο κοινό ή διάθεση δημοσιευμένων άρθρων για οικονομικά, πολιτικά ή θρησκευτικά θέματα επικαιρότητας ή ραδιοτηλεοπτικώς μεταδιδομένων έργων ή άλλων αντικειμένων του ιδίου τύπου, όταν η χρήση αυτή δεν απαγορεύεται ρητά και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, ή χρήση έργων ή άλλων αντικειμένων κατά την παρουσίαση της επικαιρότητας, στον βαθμό που δικαιολογείται από τον ενημερωτικό σκοπό και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός αν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο, δ) παράθεση αποσπασμάτων με σκοπό την άσκηση κριτικής ή βιβλιοπαρουσίασης, υπό τον όρο ότι αφορούν έργο ή άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν ήδη καταστεί νομίμως προσιτά στο κοινό, ότι αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι η παράθεση αυτή είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και η έκτασή της δικαιολογείται ως εκ του σκοπού της, […]». Η αίτηση υποβλήθηκε από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesgerichtshof) στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Spiegel Online, η οποία εκμεταλλεύεται την ομώνυμη πύλη ενημέρωσης στο διαδίκτυο, και του V. Beck, μέλους του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου της Γερμανίας με αντικείμενο τη δημοσίευση από τη Spiegel Online, στον δικτυακό της τόπο, ενός χειρόγραφου του V. Beck και ενός άρθρου το οποίο αυτός είχε δημοσιεύσει σε μια συλλογή. Ειδικότερα, η Spiegel Online εκμεταλλευόμενη τη δικτυακή πύλη ενημέρωσης Spiegel Online δημοσίευσε άρθρο στο οποίο υποστηριζόταν ότι, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς του V. Beck (ότι είχε αλλοιωθεί το περιεχόμενο ενός άρθρου που είχε γραφεί το 1988), το κεντρικό μήνυμα των γραφομένων του δεν είχε αλλοιωθεί από τον εκδότη και ότι, ως εκ τούτου, είχε παραπλανήσει επί σειρά ετών το κοινό. Πέραν του άρθρου αυτού, το χειρόγραφο και το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στην επίμαχη συλλογή ήταν διαθέσιμα, στην αρχική τους μορφή, προς τηλεφόρτωση μέσω υπερσυνδέσμων. Ο V. Beck προσέφυγε ενώπιον του Landgericht (περιφερειακού δικαστηρίου, Γερμανία) επικαλούμενος προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας λόγω της δημοσιοποίησης του πλήρους κειμένου του χειρογράφου και του άρθρου στον δικτυακό τόπο της Spiegel Online. Το δικαστήριο αυτό δικαίωσε τον V. Beck. Κατόπιν απόρριψης της έφεσής της, η Spiegel Online άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ, 3, στοιχ. δʹ, της Οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο όρος «παράθεση αποσπασμάτων», όπως χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή, καλύπτει την παραπομπή, μέσω υπερσυνδέσμου, σε ηλεκτρονικό αρχείο το οποίο μπορεί να διαβαστεί αυτοτελώς.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, παρ. 3, στοιχείο δʹ, της Οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι ο όρος «παράθεση αποσπασμάτων», όπως χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή, καλύπτει την παραπομπή, μέσω υπερσυνδέσμου, σε ηλεκτρονικό αρχείο το οποίο μπορεί να διαβαστεί αυτοτελώς.
Ένα επιπρόσθετο νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν αν το άρθρο 5, παρ. 3, στοιχ. δʹ, της Οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα έργο έχει καταστεί νομίμως προσιτό στο κοινό όταν έχει, με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται, δημοσιευθεί κατά το παρελθόν με τη σύμφωνη γνώμη του δημιουργού.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 5, παρ. 3, στοιχ. δʹ, της Οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι ένα έργο έχει ήδη καταστεί νομίμως προσιτό στο κοινό όταν έχει ήδη, με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται, καταστεί προσβάσιμο στο κοινό με τη συγκατάθεση του δικαιούχου ή δυνάμει υποχρεωτικής ή ακόμη και νόμιμης άδειας.